Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ 10 ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ


Τί εἶναι οὐσιαστικὸν καὶ σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὸ ἐπίθετον; Γιατί δὲν τὸ λέμε ῥῆμα;
Ἡ γνωστὴ ἐρώτησις «Τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι ὁ/ἡ/τὸ τάδε;» ἀπὸ τοὺς ἐπιθυμοῦντες νὰ γνωρίσουν κάτι/κάποιον ἔχει βαθεῖα καὶ μακρὰ ἱστορία. Διότι γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἐγκέφαλος νὰ κατοχυρώσει μία πληροφορία, πρέπει νὰ τὴν ὁρίσει, νὰ τὴν χωρίσει σὲ μικρότερα κομμάτια ὥστε νὰ τὴν ταξινομήσει καὶ νὰ τὴν κατανείμει στὰ δικά του «κουτάκια», ἀπὸ ὅπου θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀνασύρει ὅποτε τὴν χρειαστεῖ. Δὲν εῖναι τυχαία ἡ ἐτυμολογικὴ σχέσις του νέμειν/μένειν μὲ τὴν μνήμη, οὔτε καὶ πὼς ἡ μήτηρ τῶν 9 Μουσῶν-προστάτιδων τῆς γνώσεως, ἐλέγετο Μνημοσύνη ( τόσα γράμματα ὅσα καὶ οἱ κόρες της).

Ἔτσι κάπως λοιπὸν γιὰ τὶς λέξεις μας, γεννήθηκε ἡ «Τέχνη Γραμματική». Ἄλλωστε δὲν θὰ μποροῦσε ἡ τελειοτέρα γλῶσσα τοῦ κόσμου, ποὺ γιὰ γραμματικὴ ἔχει κανόνες μουσικῆς, μαθηματικῶν καὶ φιλοσοφίας, νὰ μὴν ἔχει βάλει σὲ τάξιν τὶς λέξεις της. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ὄνομα εἶναι πάντα ὅμοιον τοῦ πράγματος (Πλάτων, Κρατύλος), ἡ λέξις πρέπει νὰ δηλοῖ αὐτὸ ποὺ περιγράφει, εἰδάλλως ὁ λόγος εἶναι ἄστοχος.

Πρῶτα ἀπὸ ὅλα λοιπὸν οἱ λέξεις χώριστηκαν σὲ κλιτὲς καὶ ἄκλιτες.
Κλιτές ( > κλίνω =γέρνω) λέγονται οἱ λέξεις οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐντοπίζονται στὸν καθημερινόν μας λόγον μὲ διαφορετικοὺς τύπους/εἐνδυμασίες, π.χ. ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ἀνθρώπου, τοὺς ἀνθρώπους/ παίζω, ἔπαιξες, παίχτηκε/ μετρημένους, μετρημένες, μετρημένα/ ἐκεῖνος, ἐκείνης, ἐκείνων κλπ.
Ἄκλιτες ἀπ΄τὴν ἄλλη εἶναι οἱ λέξεις οἱ ὁποῖες φοροῦν πάντα τὰ ἴδια ῥοῦχα/ ἔχουν ἕναν τύπο π.χ. πρός, πάνω, διότι, ἁπλῶς κλπ. Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὰ 10 μέρη τοῦ λόγου τὰ 6 εἶναι κλιτὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα 4 ἄκλιτα.

ΚΛΙΤΑ

1. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ( ὀνόματα > ὄν > εἰμί, χωρὶς ὄνομα δὲν ὑπάρχεις)
Τὰ ὠνόμασαν οὐσιαστικά ( > οὐσία > εἰμί), καθῶς δηλώνουν ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει γύρω μας. Μποροῦν νὰ χωριστοῦν σὲ διάφορες ὑποκατηγορίες, ἀναλόγως μὲ τὸ κριτήριο διαιρέσεως ποὺ θέτει κάποιος.

Χονδρικῶς ἕνα οὐσιαστικὸν μπορεῖ νὰ εἶναι:
εἴτε συγκεκριμένον, νὰ δηλώνει δηλαδή:
α) ὄνομα ἐμψύχου ἤ ἀψύχου π.χ. ὁ Ἡρακλῆς, ἡ Ἰόλη, ὁ Νεῖλος, ὁ Ὄλυμπος
β) πρόσωπον π.χ. ὁ πατήρ, ὁ ταχυδρόμος
γ) ζῶον π.χ. ὁ σκύλος, τὰ πουλιά
δ) πράγμα π.χ. τὸ τετράδιο, ἡ ἐλιά

εἴτε ἀφηρημένον, νὰ δηλώνει δηλαδή:
ἀφηρημένη ἔννοια, κατάστασιν, ἰδιότητα, ἐνέργεια κ.ἄ. π.χ. ἐλευθερία, ἀρχή, παιδεία, ἀγάπη, ζήλεια, τρέξιμο, ἀδράνεια, ὕπνος, σκέψιν, χαρὰ κλπ.

Μπορεῖ νὰ δηλώνουν εἴτε κύριον ὄνομα ( κύρια π.χ. Ἕλλάς, Ἀριστοτέλης), εἴτε ἕνα σύνολον ὁμοίων πραγμάτων ( προσηγορικά/ κοινὰ π.χ. ἀνήρ, ἵππος)

Ἔχουν γένοςἀρσενικόν/θηλυκὸν ἤ οὐδὲ τὸ ἕνα, οὐδὲ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ οὐδέτερον), ἀριθμόν [ ἑνικός (γιὰ ἕνα), πληθυντικός (γιὰ πολλά), δυικός (γιὰ δύο, ἀ.ἑ)], πτώσεις [ ἐκ τοῦ πίπτω, διότι ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἤ ὀνομαστικὴ πίπτουν στὶς ὑπόλοιπες γενική/(δοτική)/αἰτιατική/κλητική] καὶ κλίσιν ( ἀναλόγως μὲ τὸν τρόπον ποὺ κλίνονται).

2. ΕΠΙΘΕΤΑ (ὀνόματα)
Τὰ ὠνόμασαν ἐπίθετα ( > ἐπί + τίθεμαι), καθῶς τίθενται ἐπὶ τῶν οὐσιαστικῶν καὶ μᾶς προσδιορίζουν τὴν ποιότητά τους π.χ. ὁ μεγάλος κῆπος, ἡ ὄμορφη γυνή, τὰ καλὰ παιδιά.
Συμφωνοῦν πάντοτε σὲ γένος ( ἀρσενικόν, θηλυκόν, οὐδέτερον), πτώσιν [ ὀνομαστική, γενική, (δοτική), αἰτιατική, κλητική] κι ἀριθμό [ ἑνικός, πληθυντικός, (δυικός)] μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ συνοδεύουν καὶ ἔχουν τὰ ἴδια συνακόλουθα μὲ τὰ οὐσιαστικά, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ὀνόματα.

3. ΑΡΘΡΑ
Ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ ἀραρίσκω ( =ἁρμόζω, συνδέω, βλ. ἀρθρώνω), ἐπειδὴ ἁρμόζουν μὲ τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖον συνοδεύουν σὲ γένος, πτώσιν κι ἀριθμό. Ὅπως οἱ ἀρθρώσεις συντάσσουν/δι-αρθρώνουν τὰ ὀστᾶ καὶ βοηθοῦν στὴν κίνησιν καὶ στὴν πλαστικότητα τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ τὰ ἄρθρα μὲ τὶς παραλλαγές τους, βοηθοῦν στὴν ῥοὴ καὶ πλαστικότητα τοῦ λόγου, στὴν σύνδεσιν τοῦ νοήματος τῶν λέξεων. Σκεφτεῖτε νὰ θέλαμε νὰ ποῦμε «τὸ σύγγραμμα τοῦ Πλάτωνος, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀδειμάντου» καὶ νὰ μὴν εἴχαμε ἄρθρα. Θὰ ἔμοιαζε μὲ γλωσσικὴν ἐξ-άρθρωσιν!
Τὰ ἄρθρα στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι 3 (ὁ,ἡ,τό) καὶ ἐπὶ τῆς οὐσίας ἀποτελοῦν παραλλαγὴ τῆς ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας ὅς,ἥ,ὅ.

Σήμερα κατέληξαν νὰ χρησιμοποιοῦνται μόνον γιὰ νὰ ὁρίζουν κάτι τὸ συγκεκριμένον. Λέμε ὁ ἀνήρ (=αὐτὸς ὁ ἀνήρ, ὁ ἀνήρ ὡς ὄν), ἡ γυνή, τὸ παιδί κλπ. γι'αὐτὸ αὐτὰ τὰ 3 λέγονται ὁριστικά ἄρθρα.
Στὰ νεώτερα ἑλληνικὰ εἰσήχθη τὸ παλαιοτέρως ἀριθμητικὸν ἐπίθετον: ἕνας, μία, ἕνα, καὶ μετωνομάσθη σὲ ἀόριστον ἄρθρον ὅταν δὲν ἔχει ἀριθμητική χροιά. Ἔτσι λέμε ἕνας ἀνήρ ( =κάποιος/μὴ συγκεκριμένος ἀνήρ), μία γυνή ( =μία τυχαία γυνή) κλπ. Πληθυντικὸν ἀριθμὸν δὲν ἔχει.
Προσοχή στὰ ν.ἑ ὅταν τὰ ἕνας, μία, ἕνα ἔχουν ἀριθμητικὴ χροιὰ ΔΕΝ θεωροῦνται ἄρθρα, ἀλλὰ ἀριθμητικὰ ἐπίθετα π.χ. ἕνας ἀνὴρ ἦλθε ( =1, ὄχι 2 ἄνδρες).

4. ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Ἡ ἀντωνυμία ( > ἀντί +ὄνομα) εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ δηλοῖ τὸ ὄνομα της (γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν κλητικὴ πτῶσιν, διότι δὲν καλεῖς κάποιον μὲ ἀντωνυμία, ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνομά του). Τίθεται ἀντὶ τοῦ ὁποιουδήποτε ὀνόματος γιὰ νὰ ἀποφεύγονται οἱ ἐπαναλήψεις, νὰ ἐμπλουτίζεται ὁ λόγος καὶ νὰ χρωματίζεται ἀναλόγως τοῦ νοήματος ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ προσδώσουμε.

Οἱ κατηγορίες τῶν ἀντωνυμιῶν ὅπως μᾶς παρεδόθησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μάς (ἄν καὶ ὑπέστησαν στὰ ν.ἑ μικροαλλαγές/τροποποιήσεις) εἶναι:
α) Προσωπικές [ φανερώνουν τὰ 3 πρόσωπα τοῦ λόγου π.χ. ἐγώ, ἡ/ἑμεῖς, (ἐ)σύ κλπ]
β) Δεικτικές ( φανερώνουν δείξιμο εἴτε αἰσθητόν, εἴτε νοητόν π.χ. ἐκεῖνος κλπ)
γ) Οριστικές ή Επαναληπτικές [ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ ὁρίσουν π.χ. αὐτός (ἀ.ἑ), ὁ ἴδιος (ν.ἑ) κλπ]
δ) Αόριστες [ φανερώνουν κάτι τὸ ἀόριστον π.χ. τὶς, δεῖνα, ἔκαστος (ἀ.ἑ), κάποιος, ἕνας, καθένας (ν.ἑ) κλπ]
ε) Αλληλοπαθείς ( φανερώνουν τὴν ἀλληλοπάθεια, γι'αὐτὸ καὶ βρίσκονται μόνον στὸν πληθυντικὸν ἀριθμὸν π.χ. ἀλλήλων, ἀλλήλους)
στ) Ερωτηματικές ( τὶς χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ ῥωτήσουμε π.χ. ποῖος, τί κλπ)
ζ) Αναφορικές ( τὶς χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε περαιτέρω σὲ κάποιον/κάτι π.χ. ὁποῖος, ὅ,τι κλπ)
η) Κτητικές [ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώσουν κτήσιν π.χ. ἐμός, σός, ἡμετέρα (ἀ.ἑ), ἰδικός, -ή, -όν μου/σου/μας/τους κλπ (ν.ἑ)]
θ) Αυτοπαθείς [ φανερώνουν ὅτι τὸ ἴδιο τὸ ὑποκείμενον ποὺ ἐνεργεῖ, τὸ ἴδιο παθαίνει κιόλας π.χ. ἐμαυτός, σεαυτός, ἑαυτός κλπ. Σήμερα ἔχουμε πάρει τὸ γ' ἑνικόν (ἑαυτός) καὶ τοῦ βάζουμε τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία μου, σου, του κλπ γιὰ νὰ δηλώσουμε τὴν αὐτοπάθεια).

5. ΡΗΜΑ
Ἐκ τοῦ εἴρω ( =ὁμιλῶ καὶ συνδέω βλ. ἐρῶ) καὶ τοῦ ῥέω. Τὸ ῥῆμα ὑποδηλώνει τὸ γίγνεσθαι καὶ ἄνευ αὐτοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ πρότασις π.χ. βλέπω, ἐπισημαίνω, βρέχει, κοιμῶμαι, πλήττομαι, κορέννυμαι, τιμῶ κλπ.
Τὰ ῥήματα χωρίζονται σὲ συζυγίες (ἀναλόγως τοῦ τρόπου κλίσεώς τους),
σὲ φωνές [ (ενεργητική/παθητική) ἡ φωνὴ φαίνεται ἀπ'τὴν κατάληξιν],
ἔχουν διαθέσεις [ (ενεργητική/μέση/παθητική/οὐδέτερη) φανερώνουν ποιός ἐνεργεῖ καὶ ποιός παθαίνει ἤ ὄχι κάτι καὶ ἀπὸ ποιόν τὸ παθαίνει],
ἔχουν ἀριθμόν [ (ἑνικό/πληθυντικό/δυικό (ἀ.ἑ)) ἄλλο παίζω, ἄλλο παίζουμε],
πρόσωπον (βλέπ-ω/βλέπ-εις/βλέπ-ετε, 
χρόνους [ ἐνεστώς/ παρατατικός/ ἀόριστος/ μέλλων/ παρακείμενος/ ὑπερσυντέλικος/ συντ. μέλλων) δηλώνουν τὸν χρόνον τῆς ἐνεργείας)]
καὶ ἐγκλίσεις [ ὁριστική/ὑποτακτική/εὐκτική/προστακτική + ὀνοματικοὶ τύποι (μετοχή/ἀπαρέμφατον) δηλώνουν τὸν τρόπον ποὺ ἐκφράζεται τὸ ῥῆμα κάθε φορά π.χ. ἐπιλέγω, ἐπίλεξε, νὰ ἐπιλέξω κλπ]

6. ΜΕΤΟΧΕΣ
Οἱ μετοχὲς μετέχουν τόσο στὴν ἔννοια τοῦ ῥήματος (ὀνοματικὸς τύπος τοῦ ῥήματος θεωροῦνται), ὅσο καὶ στὴν ἔννοια τοῦ ἐπιθέτου π.χ. καπνίζοντες, καθεστώς, ἐσφαλμένος. Σήμερα εἰδικά, αὐτὸ φαίνεται ὅσο ποτέ, καθῶς τὶς χρησιμοποιοῦμε καὶ γιὰ νὰ δώσουμε μία ἰδιότητα (ὡς ἐπίθετα δηλαδή) π.χ. ὁ χαρούμενος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ περιγράψουμε τὸν τρόπο ποὺ γίνεται κάτι π.χ. πέφτοντας, μιλώντας.
Στὴν ν.ἑ εἶναι εὔκολον νὰ τὶς ξεχωρίσει κάποιος ἀπὸ τὶς καταλήξεις τους, καθῶς ἔχει ὁριστεῖ πὼς ὅσες λήγουν σέ -μένος,-η,-ο εἶναι μετοχές μεσοπαθητικῆς φωνῆς καὶ ὅσες λήγουν σέ -οντας/-ώντας εἶναι μετοχὲς ἐνεργητικῆς φωνῆς.


ΑΚΛΙΤΑ

1. ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Ἐκ τοῦ πρό + τίθημι, γιατὶ προτίθενται, προσδιορίζουν τὴν σχέσιν μὲ τὸ ὑπόλοιπον λεκτικόν σύνολον ἀλλὰ καὶ βοηθοῦν στὴν σύνθεσιν λέξεων π.χ. ἐπὶ παντός, ἐπι-τίθεμαι/ ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια, ἀποστέλλω/ 20 παιδιὰ ἀνὰ τάξιν, ἀνανεώνω/15 διὰ 3, διαδηλώνω, μέχρι... κλπ.
Χωρίζονται σὲ κύριες (εἶναι οἱ προθέσεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ στὴν σύνθεσιν λέξεων):
πρό, πρός,σύν, εἰς, ἐν, ἐκ (ἐξ)
ἀνά,διά,κατά
ἀμφί,μετά,παρά
ἀπό,ὑπό,ὑπέρ
ἀντί,ἐπί,περί

καὶ καταχρηστικές (δὲν μπορεῖς νὰ συνθέσεις λέξεις μὲ αὐτές):
μέχρι,ἄχρι, ἄνευ,χωρίς, πλήν, ἕνεκα
ὡς,νή,μά

2. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
Προσδιορίζει κυρίως τὸ ῥῆμα (ἐπί +ῥῆμα). Μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει μία τοπική, χρονική, τροπική, ποσοτική, βεβαιωτική/ἀρνητική κ.ἄ χροιά. Ἐπιρρήματα ποὺ χρησιμοποιοῦμε πολὺ συχνὰ σήμερα εἶναι π.χ. πάνω, σήμερα, ἐκεῖ, ἀλλοῦ,πρὶν, ποτέ, ἔπειτα, καλῶς, εὐτυχῶς,πολλάκις, πολύ, σφόδρα,ναί, μάλιστα, ἴσως κ.ἄ.

3. ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Συνδέουν [ > σύν + δέ(ν)ω] ὀνόματα καὶ προτάσεις. Μπορεῖ νὰ δηλώνουν μία σχέσιν αἰτιολογική (π.χ. ἐπειδή), συμπερασματική (π.χ. ἄρα) , διαζευκτική (διαχωρίζουν π.χ. ἤ), συμπλεκτική (πλέκουν μαζὶ π.χ. καί), τελική (δηλώνουν τὸν σκοπὸν π.χ. ἵ-να), ὑποθετική (π.χ. ἐάν), εἰδική ( ἐξειδικεύουν π.χ. ὅτι), ἐνδοιαστική (π.χ. μή), χρονική (π.χ. ὅταν), παραχωρητική (π.χ. καὶ ἄν), ἐνδοτική (π.χ. ἄν καί) κι ἀντιθετική (π.χ. ἀλλά).

4. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ
Ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὴν πρόθεσιν «ἐπί» καὶ τήν «φωνή». Συνήθως δηλώνουν ψυχικὸν πάθημα, ὅπως χαρά, ἔκπληξιν, θαυμασμό (π.χ. ααα!), ἄρνησιν (π.χ. μπαα), βεβαιότητα (π.χ. ἀμέ) εἶναι γελαστικά (π.χ. χα,χα), θειαστικά (δηλώνουν ἐνθουσιασμό π.χ. εὐοῖ), σχετλιαστικά (δηλώνουν λύπη ἤ ἀγανάκτησιν π.χ. ἀμάν, ούαί), κλῆσιν (ὦ).

(Σημ.: Ἔχουν γίνει δυστυχῶς ἀρκετὲς ἀλλαγὲς τὰ τελευταῖα χρόνια στὰ μέρη τοῦ λόγου, ἀναφορικῶς μὲ τὸ ποιὸν τῶν λέξεων. Προσεγγίζω τὴν γλῶσσα σύμφωνα μὲ τὴν γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ ἀναφέρω τὶς σημαντικότερες ἀλλαγὲς στὴν ν.ἑ κι ὅπου μπορεῖ νὰ προκύψει λογικὸν σφάλμα, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπον ποὺ διαχειριζόμεθα τὴν γλῶσσα μας σήμερα. Ἀναλύσεις καὶ παραδείγματα παραλείπονται σὲ ὁρισμένα μέρη τοῦ λόγου, τὰ ὁποῖα χρήζουν ἐκτενοῦς ἐξηγήσεως.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ