Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Ἄν ῥωτήσεις ἕναν ἀγγλόφωνο πῶς ἐκφράζει τὴν ἀγάπη του στοὺς γονεῖς του καὶ στοὺς φίλους του μὲ λόγια, ἡ ἀπάντησις ποὺ θὰ πάρεις θὰ εἶναι μὲ τὴν λέξιν «love». Ἄν χρειαστεῖ δε νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματά του στὸ κορίτσι ποὺ τοῦ ἀρέσει, ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ τὰ πεῖ περιφραστικῶς καὶ νὰ βάλει μπροστὰ κι ἕνα fall in (love), εἰ δὲ μὴ θὰ παρεξηγηθεῖ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἀποχρώσεις τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν καθένα.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς γαλλοφώνους ποὺ ἔχουν ἐφεύρει 1002 παραλλαγὲς τοῦ «je t’ aime» (je t’aime bien, je t’aime beaucoup, je t’aime à la folie, je t’aime tellement, tomber amoureux-se κλπ) γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἐκφράσουν τὴν δυναμικὴ ποὺ ἔχει ἡ ἀγάπη τους ἀλλὰ καὶ ποῦ θὰ χρησιμοποιήσουν τί.
Ἐξίσου καὶ οἱ γερμανόφωνοι γιὰ τὸ «ἀγαπᾶν» καὶ τὸ «ἐρωτεύεσθαι» ἔχουν τὸ ἴδιο σχεδὸν ῥῆμα (lieben, ver-lieben), οἱ ἰσπανόφωνοι (amar, en-amorarse), οἱ Ἰταλοί (amare,inn-amorare) καὶ πάει λέγοντας. Καὶ βέβαια καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γιὰ νὰ ἐκφράζονται τοὺς τὰ χάρισε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα (ἐξηγοῦνται ὅλα στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου).

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἑλληνικὴ ἔχει γεννήσει ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια διαφορετικὰ ῥήματα γιὰ τὸ κάθε συναίσθημα καὶ πρὸς τὸ κάθε πρόσωπον καὶ δὲν μένει μόνον ἐκεῖ, ἀλλὰ γεννᾶ συνέχεια καινούργιες λέξεις οἱ ὁποῖες ἐγκλείουν μέσα τους καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια. Διότι πῶς μπορεῖ νὰ διαχωρίσει ἕνας ἀλλόθροος τὸ ἐρωτεύομαι ἀπὸ τὸ φιλῶ; Τὸ πάθος ἀπὸ τὸν ἵμερον; Τὴν θαλπωρὴ ἀπ΄τὴν στοργή; Τὴν ἀντιπελάργησιν ἀπὸ τὴν ἀγάπη;
Ὅμως ποιές εἶναι οἱ βασικότερες λέξεις γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς πολὺ μακρινούς μας προγόνους καὶ μοιράσαμε ἁπλόχερα καὶ σὲ ἄλλους καὶ τί δηλώνει ἀκριβῶς ἡ καθεμία;

Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα συναισθήματα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ὁ ΕΡΩΣ. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐράω-ῶ καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ εἴρειν ( =συνδέω, ὁ συνδέων ἡμᾶς πόθος) καὶ σχετίζεται μὲ ἄπειρες ἄλλες λέξεις ποὺ ἐνέχουν τὸ αἴσθημα τῆς ἀνάγκης συνδέσεως μὲ κάτι, τῆς εὑρέσεως τινὸς ποὺ θέλεις πολύ [(π.χ. ἔρα =ἡ γῆ, ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ γῆ του, ὁ τόπος του), τὸ ῥῆμα ἐρωτῶ =ψάχνω νὰ μάθω γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, κάνω ἔρ-ευνα, ὁ ἐρ-αστὴς κι ὁ ἐρ-ώμενος στὴν ἀρχαιότητα ἦταν ὁ δάσκαλος/μαθητὴς ἀντίστοιχα ὡς ἐρευνόντες τὴν ἀλήθεια, τὸ ἰδανικόν, τὴν ἀρετή, ὁ ἔρ-ανος = δεῖπνον ἀγάπης καὶ συνδέσεως κλπ). 
Ὁ κεραυνοβόλος ἔρως ἐλέγετο ΙΔΕΡΩΣ ( > ὁρῶ + ἔρως), ἐφόσον βλέπεις κάτι καὶ θέλεις νὰ συνδεθεῖς ἄμεσα μαζί του.
Ἀλλὰ καὶ μεταφορικῶς ὁ ἔρως ἐλέγετο ΚΥΠΡΙΣ λόγω τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, ἡ ὁποία ὅταν ἀνεδύθη στὰ Κύθηρα κολύμπησε καὶ βγῆκε στὴν Κύπρο. Ἦταν ὁ ἔρως πρὸς κάτι τὸ τόσο ὄμορφο ὡσὰν τὴν Ἀφροδίτη.

Ἀκόμα ἕνα συνώνυμον τοῦ ἔρωτος ἦταν καὶ ἡ λέξις ΑΡΠΥΣ ( > ἁρπάζω). Ἦταν τὸ εἶδος τοῦ ἔρωτος ποὺ σοῦ ἁρπάζει τὸ μυαλὸ καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ σκεφτεῖς τίποτα ἄλλο.
Κι ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρως ἤ αὐτὸ ποὺ σήμερα λέγεται καψούρα, τότε ἐλέγετο ΙΥΓΞ ( > ἰύζω  = φωνάζω δυνατὰ ἀπὸ λύπη).
Σὲ ἀρχαῖα κείμενα ὅμως μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν συναντήσει καὶ ὡς ΤΑΛΙΞ ( ὄχι βεβαίας ἐτυμολογίας. Τὸ πιθανότερον εἶναι νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ θάλλω =εὐδοκιμῶ, ἀνθῶ μὲ δάσυνσιν τοῦ -τ-, καθῶς ὁ ἔρως ἐκτὸς τῶν ἄλλων μᾶς θάλλει κιόλας).

Ὁ ΠΟΘΟΣ/ΠΟΘΗ σημαίνει κυριολεκτικῶς τὴν ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ σοῦ λείπει, γιὰ κάτι ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ ἔχεις, εἶναι συνώνυμον τῆς ἐλλείψεως ἐν ὀλίγοις κι ὄχι τῆς ἐντόνου ἐρωτικῆς ἕλξεως. Μπορεῖ αὐτὸ ποὺ σοῦ λείπει καὶ θέλεις πολὺ νὰ εἶναι τὸ παιδί σου, οἱ γονεῖς σου ἤ καὶ κάποιος καλός σου φίλος. Σήμερα ἔχει συνδεθεῖ μόνον μὲ τὸν σαρκικὸν ἔρωτα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις καὶ ἐκτρώματα ἀπὸ μερικούς, ὅταν διαβάζουν στὴν ῥαψωδία Ω τῆς Ἰλιάδος «Ἀχιλλεὺς κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένοςΠατρόκλου ΠΟΘΕΩΝ ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ» καὶ τὸ παρερμηνεύουν ὡς τὸν ἐρωτικὸν πόθον τοῦ Ἀχιλλέως γιὰ τὸν Πάτροκλον.
Ὁ πόθος ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν ἔκφρασιν ἀγωνιώδους ἀναζητήσεως «πόθι ἔστι;;» [ =ποῦ εἶναι;, ( > τοῦ ἄλλοθι ποὺ ὄντος καὶ ἀπόντος, πόθος ἐπωνόμασται, Πλάτων, Κρατύλος)].

Τὸ ΠΑΘΟΣ ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἑμεῖς σήμερα προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα πάσχω. Διότι κάποιος ποὺ ἔχει πάθος γιὰ κάτι, πασχίζει (προσ-παθεῖ νὰ τὸ ἔχει) καὶ πάσχει συνάμα, εἶναι τυφλωμένος γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει. Στὴν διάλεκτο τῶν Δωριέων συναντᾶται ἡ λέξις αὐτὴ ὡς πάσορ, γι’αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀλλοδαποὶ σήμερα τὸ πάθος τὸ λένε passion.

Συνώνυμον τοῦ ἔρωτος ἦταν καὶ ὁ ΛΙΨ ( > λίπτομαι =ἐπιθυμῶ σφόδρα) καὶ δυστυχῶς φτάσαμε στὶς ἡμέρες μας νὰ κατανοοῦμε τὴν ἀκριβῆ σημασία του, μόνον μέσω τῶν λέξεων ποὺ χαρίσαμε στοὺς ἀλλοθρόους ὅπως libido, like, lust (ἀγγλ. = λαγνεία), lieben (γερμ. =ἀγαπῶ). Εἶναι ὁ ἔρως αὐτὸς ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ νὰ θέλεις ὅσον τίποτα ἄλλο νὰ ἀπολαύσεις τὸ ταίρι σου.
Γιὰ τὸν ἔρωτα ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς λαχτάρας γιὰ κάποιον, τῆς ἐπιθυμίας γιὰ σαρκικὴ ἀπόλαυσιν, τῆς ἡδονῆς ( > ἁνδάνω =προκαλῶ εὐχαρίστησιν) χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὴν λέξιν ΙΜΕΡΟΣ ( > ἵεμαι =ῥίπτομαι + ἐρωή =διέγερσις) («ὥς σεο νῦν ἔραμαι καὶ με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ», Γ, Ἰλιάς, 446).

Ἔπειτα δημιούργησαν καὶ τὴν λέξιν ΜΕΝΟΙΝΗ ( > μένος) καὶ σήμαινε τὴν ἔνθερμο ἐπιθυμία γιὰ κάτι ἀλλὰ καὶ τὴν ΦΙΛΟΤΗΤΑ ἀπὸ τὸ ῥῆμα φιλέω-ῶ ( > φ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζεστασιᾶς τῆς φωτιᾶς + ἰλέω = τυλίγω, περιβάλλω).
Κυριολεκτικῶς τὸ φιλῶ ὑποδηλώνει τὸν τρόπο ποὺ κυττάζουμε τὸ ἀντικείμενον ποὺ θέλουμε κοντά μας, ὅταν τὰ μάτια μας λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ θέρμη («ἐς ὄμματα εὔνου φωτός ἐμβλέψαι γλυκύ», Εὐρυπίδης, Ἴων).

Ἀπὸ τὸ ῥῆμα αὐτὸ δημιουργήθηκε καὶ ἡ λέξις ΦΙΛΙΑ καὶ σχετίζεται μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ δείχνουμε πρὸς ἕναν ἄνθρωπον ἤ κάτι τὸ ὁποῖον ἐκτιμοῦμε, σεβόμαστε καὶ ἀγαπᾶμε. Ἀλλὰ καὶ τὰ φιλιὰ ποὺ δίνουμε σὲ κάποιον/κάτι ποὺ ἀγαπᾶμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα ἐτυμολογοῦνται, ὅπως καὶ ἄπειρες ἄλλες λέξεις (φίλος, φιλέλλην, φιλοσοφία, φιλεύσπλαγχνος, φιλόπονος, ζωόφιλος κλπ). Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ ῥῆμα τὸ ὁποῖον λόγω ἐλλείψεως ὑψηλῆς γλωσσικῆς διανοίας καὶ λεπτότητος τῶν ἀλλογλώσσων ἔχει ταξιδέψει γιὰ νὰ γονιμοποιήσει ὅλες τὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες καὶ μάλιστα σὲ τέτοιον βαθμό, ποὺ ἄν τυχὸν τὸ ἀποβάλλουν ἀπὸ τὸν λόγον τους δὲν θὰ μπορέσουν ποτέ νὰ ἐκφραστοῦν εὐστόχως καὶ ἐναργῶς μονάχα μὲ μία λέξιν.

Τὴν ἕνωσιν ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο πρόσωπα τὴν ὠνόμασαν καὶ ΑΡΜΗ/ΑΡΜΑ ( > ἁρμόζω) καὶ ὅταν αὐτὰ τὰ πρόσωπα εἶχαν καλὲς σχέσεις λόγω τῶν κοινῶν παθῶν ποὺ εἶχαν βιώσει, τῶν ἰδίων στοιχείων ποὺ τοὺς ἕνωναν, ἔλεγαν πὼς ὑπάρχει μεταξύ τους ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ. Γι΄αὐτὸ μέχρι καὶ σήμερα οἱ ἀλλοδαποὶ τὴν συμπόνια καὶ τὰ θετικὰ αἰσθήματα πρὸς κάποιον τὰ ἀνάγουν στὸ ἴδιο λῆμμα (sympathetic, sympa, sympatische, simpatico κλπ εἶναι διττῆς σημασίας).

Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ τὰ βαθύτερα συναισθήματα ὅπως αὐτὸ τῆς ΑΓΑΠΗΣ. Ἀγάπη ( > ἀγαπῶ > ἄγαν + πάομαι = ἀποκτῶ, κατέχω) εἶναι τὸ τρυφερὸ αὐτὸ συναίσθημα πρὸς κάτι δικό σου, ἡ ἀνιδιοτελής ἀφοσίωσις ποὺ δείχνεις σὲ αὐτό. Εἶναι δε μέγιστο σφάλμα ποὺ σήμερα θεωρεῖται πὼς τὸ ῥῆμα ἀγαπῶ ἦταν ἄγνωστον στοὺς Ἕλληνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο, καθῶς ἀναφέρεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου («οὕνεκά σ᾽ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ ἴδον, ὧδ᾽ ἀγάπησα», ψ, 214 «οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος ὑπερφιάλοισι μεθ᾽ ἡμῖν» φ, 289).

Ἀπ’αὐτὸ προέρχεται καὶ τὸ ῥῆμα ΑΜΦΑΓΑΠΑΖΩ/ΑΜΦΑΓΑΠΩ, τὸ ὁποῖον σημαίνει περιβάλλω κάποιον μὲ στοργή, τὸν θερμαγκαλιάζω. Καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τὴν ὠνόμασαν ΑΝΤΑΓΑΠΗΣΙΣ καὶ ὅταν ἀνεφέροντο στὴν ἀνταγάπησιν μεταξὺ γονεών καὶ παιδιῶν τὴν εἶπαν ΑΝΤΙΠΕΛΑΡΓΗΣΙΣ. Ἀντιπελάργησις ἐκ τῶν νεωτέρων πελαργῶν οἱ ὁποῖοι τρέφουν στοργικὰ τοὺς γερασμένους πελαργούς.

Ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἡ λέξις ΣΤΟΡΓΗ ( > στέργω > στέγω =καλύπτω μὲ στέγη, «στέργειν, ἑνὶ γράμματι τοῦ στέγειν παραλλάττον», Ἠθικά, Πλούταρχος), τὸ νὰ φροντίζεις αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶς ὅπως καὶ ἡ λέξις ΘΑΛΠΩΡΗ ( > θάλπω =θερμαίνω), ἡ ζεστασιὰ δηλαδὴ ποὺ νιώθει κανεὶς ὅταν ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται.

Ἀκόμη ἕνα ῥῆμα ἀγάπης ἦταν καὶ τὸ ΒΑΔΟΜΑΙ ( Fαδύς/ Fηδύς =γλυκός) καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅταν ἤθελαν νὰ δηλώσουν τὴν γλυκύτητα ποὺ ἐπιδεικνύει κάποιος ποὺ ἀγαπᾶ. Τουτ’ἔστιν σήμαινε «κάνω γλύκες» καὶ ἀπὸ τὴν ἔκφρασιν «βαδέα φιλήματα» χαρίστηκαν ἁπλόχερα ἀπὸ ἑμᾶς στοὺς ἀλλοδαποὺς τά «φιλιά τους» (βλ. ἰταλ.:baci, γαλ.:bises/ bisous, ἰσπαν:besos κλπ).

Ὑπῆρχε ὅμως καὶ τὸ ῥῆμα ΑΣΠΑΖΟΜΑΙ ( ἐπιτατ. ἀ + σπῶ =τραβῶ ἐπάνω μου, ἐξ οὗ καὶ ὁ ἀσπασμός =ὁ ἐναγκαλισμός) καὶ σήμαινε τὴν ἔμπρακτο ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης τινὸς μὲ ἐναγκαλισμοὺς καὶ φιλήματα. Ἐξ οὗ καὶ Ἀσπασία (ἡ ἀγαπητή), ἀσπαστός ( =ὁ ἐπιθυμητός, αὐτὸς ποὺ θέλεις νὰ ἀγκαλιάσεις) κλπ.

Σχετικὰ τώρα μὲ τὸ «ἀγαπᾶν» καὶ τὴν «ἀγάπη», ὅπως αὐτὰ ἐκφράζονται στὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες:

Ἀγγλ.: love/ love [ > λαύω < λῶ =θέλω σφόδρα, ἐξ οὑ καὶ ἡ ἀπόλαυσις =τὸ νὰ «γεύεσαι» τελικῶς αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς σφόδρα ( ἡ ἀπόλαυσις δε, ἐκ τοῦ ἀπολαύω καὶ ὄχι ἐκ τοῦ ἀπολαμβάνω -> ἀπόληψις)].

Γαλλ.: amour/ aimer [ > ἀδαμνῶ =φιλῶ, φέρνω κοντά < ἀδάμας ( =μαγνήτης), < λατιν. adamas κι ἀπ’αὐτόν, γαλλ. ὁ μαγνήτης = aimant. Ἀπ’τὸν μαγνήτη τους, δημιούργησαν λοιπὸν τὸ aimer), κατ’ἄλλους ἀπὸ τὴν αἰμυλία (=ἡ κατάκτησις, ὁ θελκτικὸς τρόπος, ἡ σαγήνη, ἡ γοητεία)]

Ἰσπαν.: amar ( ὅπως στὰ γαλλικά) / querer ( =θέλω καὶ δευτερευόντως ἀγαπῶ) [> quis > κοῖος =ποῖος, τίς; , ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀναζητήσεως. Ὅταν ῥωτοῦν quae? Ἐπὶ τῆς οὐσίας ζητοῦν (quaero), βλ. ἔρως]

Ἰταλ.: amore/ amare ( ὅπως καὶ στὰ γαλλικά/ἰσπανικά)

Γερμ.: liebe/ lieben ( > λίπτομαι, λίψ)

Ῥωσικ.: любить [λιουμπίτ] ( ὅπως στὰ αγγλικά). Παρομοίως καὶ οἱ ὑπόλοιπες σλαβικὲς γλῶσσες ποὺ ἀνάγουν τὴν «ἀγάπη» τους στὸ ῥώσικο ἔτυμον.

Οἱ Σκανδιναβοί (σουηδ.: kärlek, νορβηγ.: kjærlighet ,δαν.: kærlighed ) τὰ ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν κέαρ ( =ἡ καρδιά).

Καὶ μιᾶς καὶ ἀναλύθηκε συνεκδοχικῶς καὶ τό «θέλω» στὰ ἰσπανικά, νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ στὰ γερμανικά (wollen), ἰταλικά (volere), γαλλικά (vouloir), νορβηγικά (ville), σουηδικά (vilja) τό «θέλω» τους, τὸ ἐτυμολογοῦν καὶ πάλι ἀπὸ ἑλληνικὸν ἔτυμον, τὸ ῥῆμα βούλομαι.


Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία : <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ