Ἡ σημασία τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀλλὰ καὶ τὰ σχήματα τῶν γραμμάτων δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖα. Ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἀλφάβητο ἐδῶ καὶ χιλιετίες (βλ.
ἄρθρον «περὶ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου»). Ἀναλόγως μὲ τὴν πόλιν-κράτος παρατηροῦνται κάποιες διαφορὲς στὸν ἀριθμὸ τῶν
γραμμάτων π.χ. τὸ Κορινθιακὸν καὶ τῆς Μιλήτου ἀπετελεῖτο ἀπὸ 24 γράμματα, τῆς
Κύμης (Χαλκιδικό) ἀπὸ 25. Τὸ Ἰωνικὸν εἶχε 27 γράμματα (τὸ ὁποῖον καὶ υἰοθετήθηκε ὡς κοινὸν ἀλφάβητον ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἑλλαδίτες κατὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ) καὶ τὸ Κρητικὸν 21. Ἡ σημασία τῶν γραμμάτων καὶ ἡ ἔμπνευσις τῶν σχημάτων τους ἔχει ὡς ἑξῆς:
Α: «Παρὰ τὸ ἀλφῶ/ἀλφάνω (=εὑρίσκω), πρῶτον γὰρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη» (Μέγα Ἐτυμολογικόν). Βρέθηκε πρῶτον ἀπὸ ὅλα, ἐξ οὗ καὶ ἡ πρώτη θέσις ποὺ κατέχει στὸ ἀλφάβητον. Εἶναι ὁ πρῶτος φθόγγος τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον τὸν φθέγγει ἀσυναίσθητα ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Τὸ πρῶτο κλάμα του εἶναι «αα», ὅταν χτυπάει, ὅταν πονάει, ὅταν γελάει, ὅταν χαίρεται, ὅταν κλαίει ἔχει τὴν τάσιν νὰ φθέγγει αὐτό. Ἀπ'τὸ ἀλφαίνω παρήχθησαν διάφορες λέξεις ὅπως τιμαλφή, ἀλφάνω ( =προσπορίζομαι, κτῶμαι), ἀλφή ( = ἡ κτῆσις), ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις ἀλφεσίβοιος ( =αὐτός-η ποὺ ἔχει πολλὰ βόδια στὴν κατοχή του/της). Ἀπὸ τὶς ἀλφεσίβοιες παρθένες* ἐνεπνεύσθησαν οἱ Σημῖτες τό «ἄλεφ», γι'αὐτὸ καὶ στὴν γλῶσσα τους σημαίνει τὸ βόδι. Λέξεις ὅπως ἅλς, ἀήρ, αἰθήρ, ἄνθρωπος, ἄρουρα, ἄνω κ.ἄ δὲν ἔχουν τυχαίως τὸ -α ὡς ἀρχικόν τους γράμμα. Τὸ σχῆμα του θυμίζει τοιχογραφίες ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους ποὺ βρέθηκαν σὲ σπήλαια, οἱ ὁποῖοι ἀναπαριστοῦνταν μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ νὰ πατοῦν γερὰ στὴν γῆ καὶ τὰ χέρια εἴτε ἀνοιχτὰ διάπλατα, εἴτε ἀνασηκωμένα κι ἑνωμένα πάνω ἀπ'τὸ κεφάλι.
* ( σημ.: θεωροῦνταν οἱ πολὺ ὄμορφες, καθῶς οἱ γαμπροὶ ἀναγκάζονταν νὰ προσκομίσουν, νὰ ἀλφάνουν στοὺς γονεῖς τῆς νύφης πολλὰ βόδια
γιὰ νὰ τὴν νυμφευτοῦν.)
Β: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι δευτέραν ἔχον τάξιν, ἐπιβέβηκεν τῶν λοιπῶν» (Μέγα Ἐτυμολογικόν). Τὸ βῆτα ἐκφράζει γενικότερα τὴν βοὴ τοῦ βορρᾶ, τὸ βουητὸν ἀλλὰ καὶ τὸ βάδισμα, τὴν κίνησιν, γι'αὐτὸ καὶ τὸ σχῆμα του θυμίζει ἱστὸν μὲ ἀναπεπταμένα τὰ πανιά του. Λέξεις ὅπως βάξις ( =ἡ φωνή, βλ. voix, voice, voce κλπ), βόμβα, βροντή, βαίνω δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον ποὺ φέρουν ὡς ἀρχικὸν γράμμα τους τὸ Β.
Γ: «Παρὰ τὸ ἀμᾶν (=θερίζειν) τὴν γῆν» (Μ.Ε). Τὸ σχῆμα του ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸν λόγον θυμίζει δρεπάνι. Καὶ ὅπως τὸ ὑνὶ θερίζει τὴν γῆ καὶ αὐτὴ ὀργιάζει, τὸ ἴδιο καὶ ἡ Γ-υνή. Δὲν εἶναι τυχαῖον οὔτε κι ἐδῶ τὸ πρῶτον γράμμα τῆς λέξεως, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ὅτι ἡ κοιλιὰ τῆς γυναικὸς ἐλέγετο καὶ ἄρουρα ( =γῆ). Λέξεις ποὺ περιγράφουν γονιμοποίησιν, γωνίες, λάξευμα-γραφή καὶ ὁτιδήποτε τὸ σχετικὸν μὲ τὴν γῆ περιέχουν συνήθως τὸ γράμμα Γ.
Δ: Τὸ Μ.Ε δὲν δίνει ὁρισμὸ γιὰ τὸ γράμμα Δ. Τὸ σχῆμα του θυμίζει τοὺς δέλτους ( =πίνακες γραφῆς). Ὁ Πλάτων ἀναφέρει στὸν Κρατύλο πὼς πρόκειται
ἐν ὀλίγοις γιὰ τὸ γράμμα ποὺ συμβολίζει τὴν δύναμιν. Συμβολίζει καὶ τὴν
σταθερότητα καθ'ὅτι ἔχει γερὴ βάσιν, ἀλλὰ καὶ τὸν δοῦπο. Λέξεις σχετικὲς μὲ τὴν
δύναμιν καὶ τὴν σταθερότητα ὅπως δόρυ, δάκνω, δαμάζω, δύω, δέρω, δράττω,
δηλητηριάζω, δρῦς, δόμος, δεσμὸς περιέχουν συνήθως τὸ γράμμα Δ.
Ε: «Παρὰ τὴν ἐπέκτασιν τὴν εἰς μέσον καὶ τὴν κυκλοτέρα. Τὸ μὲν κυκλοτερὲς καὶ πέριξ τοῦ ὄντος αἰῶνος μιμεῖται τὰ πέριξ, τὸ δὲ εἰς μέσον μακρὸν ἔχον, τὴν ἐπέκτασιν τοῦ αἰῶνος» (Μ.Ε). Τὸ γράμμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ἐπέκτασιν τοῦ αἰῶνος, τὴν ἀπόστασιν γενικότερα, τὴν πορεία στὸν χρόνον. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ συλλαβικὴ αὔξησις στὰ ῥήματα, ἡ ὁποία μπαίνει μόνον στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀπόστασίν μας ἀπὸ τὸ Ἔκτοτε/Ἐκεῖ Ἕως τὸ Ἐδῶ. Τὸ σημαντικότερον ῥῆμα πορείας στὸ χρόνον εἶναι τὸ Εἰμί, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε ἐκφράζει τὸν τόπον καὶ τὸν χρόνον συνήθως ξεκινᾶ ἀπὸ Ε. Ἄς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ, ἐπὶ ξεκινοῦν ὅλες ἀπὸ Ε. Πρὶν τὸν 5ο αἰ. π.Χ ἐγράφετο καὶ ἀντὶ τοῦ Η ἀλλὰ καὶ τοῦ ΕΙ.
Ζ: «Τὸ στοιχεῖον παρὰ τοῦ Ζήτου (τοῦ ἀργοναύτου) τοῦ Βορέου, οὗ μέμνηται Ἀπολλώνιος» (Μ.Ε). Τὸ γράμμα αὐτὸ κατατάσσεται στὰ διπλὰ γράμματα, καθῶς εἶναι ἕνας συνδυασμὸς τοῦ Σ καὶ τοῦ Δ. Τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος συμβολίζει τὴν ἕνωσιν,
τὸ ζευγάρωμα. Λέξεις ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνώσεως, ζευγαρώματος ὅπως εἶναι ὁ ζυγὸς ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ περιέχουν τὸ Ζ. Ὁ Σουΐδας κ.ἄ. γράφουν πὼς τὸ ἐφηῦρε ὁ Παλαμήδης μαζὶ μὲ τὰ «χ,φ,θ».
Η: «Ἦτα, ἐκ τοῦ Η καὶ ΤΑ ἔχειν τὸν χαρακτῆρα τοῦ στοιχείου. Ἡνίκα γὰρ πλάγιον τεθῇ, εὑρήσεις ταῦ, εἰ δὲ ἀπὸ πρώτης γραμμῆς τοῦ ἦτα βαρεῖαν δώσει, διχὰ τῆς ἐν μέσῳ γραμμῆς, τὸ ἦτα εὑρήσεις ἄλφα» (Μ.Ε). Πράγματι τὸ Η ἄν τὸ γυρίσεις πλάγια σοῦ δίνει Τ κι ἄν λίγο πλαγιάσει πρὸς τὰ δεξιὰ ἡ πρώτη κάθετός του καὶ ἡ ὁριζόντια γραμμή του στραβώσει σοῦ δίνει Α. Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς τὸ Η ἀλλάζει σὲ Α μεταξὺ διαλέκτων, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν χρονικὴ αὔξησιν. Στὸ ἰωνικὸν ἀλφάβητον συνεβόλιζε τὴν δασεῖα πνοή (ἀναλύεται παρακάτω).
Θ: «Τὸ στοιχεῖον παρὰ τὸ τὴν θέσιν τοῦ παντός μιμεῖσθαι, ἤτοι τοῦ οὐρανοῦ τὸ κυκλοτερὲς ἔχον καὶ τὸν διὰ μέσον ἄξονα» (Μ.Ε). Τὸ σχῆμα τοῦ Θ παλαιότερα ἦταν στρογγυλὸ εἴτε μὲ ἕναν μικρότερο κύκλο στὴν μέση καὶ θύμιζε ὀφθαλμόν, εἴτε εἶχε ἕνα Χ/σταυρὸν στὴν μέση καὶ θύμιζε τροχόν (βλ. φωτογραφία). Ἐξ οὗ καὶ συνεδέθη μὲ ῥήματα θεάσεως, ὅπως τὸ θεῶμαι, θαυμάζω ( =βλέπω καὶ ἀπορῶ), Θεός κ.ἄ., ἀλλὰ καὶ μὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν τὸ θεῑν ( =τρέχω) καὶ τὴν ὁρμητικότητα ὅπως θοός ( =γρήγορος), θάττων ( = ταχύτερος), τ/θρέχω, θώς ( =τσακάλι) κλπ. Κατὰ ἄλλους τὸ Θ μὲ τὸν κύκλο κυρίως στὴν μέση θυμίζει καὶ τὸν μαστὸν τῆς γυναικός (βλ. θήλυ, θηλάζω).
Ι: «Τὸ στοιχεῖον παρὰ τὸν ἰὸν τῶν ἰοβόλων ζώων, ὥς πὼς
γὰρ ὁ ἰὸς εἰς ὀρθὸν βαδίζει ᾦ καὶ πέπρωται, οὕτω καὶ ἡ τούτου γραφὴ ὀρθὴ οὖσα,
ἰῶτα καλεῖν ἤ ἀπὸ τῶν ἰῶν τῶν βελῶν» (Μ.Ε). Τὸ ἰῶτα πράγματι ὁμοιάζει μὲ βέλος (ἰός). Γενικότερα χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ περιγράφουν κάτι ψιλό,
λεπτό, τὸ
ὁποῖον εὔκολα μπορεῖ νὰ τρυπώσει κάπου, ὅπως ὁ ἰός. Γι'αὐτὸ καὶ ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλο δικαιολογεῖ τὴν γραφὴ τοῦ ἵεσθαι ( =ῥίπτεσθαι) καὶ τοῦ ἰέναι ( =πορεύεσθαι) μὲ ἰῶτα.
ὁποῖον εὔκολα μπορεῖ νὰ τρυπώσει κάπου, ὅπως ὁ ἰός. Γι'αὐτὸ καὶ ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλο δικαιολογεῖ τὴν γραφὴ τοῦ ἵεσθαι ( =ῥίπτεσθαι) καὶ τοῦ ἰέναι ( =πορεύεσθαι) μὲ ἰῶτα.
Κ: «Τὸ στοιχεῖον τὸ ἔχον ὄπα, ὅ ἔστιν φωνήν. Τὰ δὲ ψιλὰ ὑπὸ κάτω τῆς γλώσσης ἔχει τὴν προφορὰν τῆς φωνῆς» (Μ.Ε). Τὸ Κ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει τὸν κ-ρότο, τὸ κ-τύπημα, τὴν κ-οπή (κουρεύς, κορμός, κᾶλον κλπ). Παλαιότερα τὸ σχῆμα του θύμιζε τὴν κεφαλὴ τσεκουριοῦ. Συμβολίζει καὶ τὸ κ-ράτος ( = δύναμις). Οἱ γωνίες ποὺ διαθέτει ἀποτυπώνουν ἀκόμη καὶ τὴν ἔννοια τῆς κ-άμψεως.
Λ: «Λάμβδα, τὸ στοιχεῖον οἰονεῖ λάβα τὶ ὄν. Παρὰ τὸ λείως βαίνειν ἐν τοῖς μέτροις καὶ ἀσθενὲς εἶναι πρὸς τὸ μηκύνειν τὰς
συλλαβάς» (Μ.Ε). Πράγματι μὲ τὸ λάμβδα γλιστράει ἡ γλῶσσα, ὑγραίνεται τὸ στόμα, κυλάει καὶ λειαίνεται ὁ λόγος, ἡ λαλιά, ὅπως ἡ λᾶς κι οἱ λίθοι.
Συμπεριλαμβάνεται σὲ λέξεις ποὺ συμβολίζουν τὸ ὑγρόν, τὸ γλοιῶδες, τὸ κολλῶδες.
Τὸ σχῆμα του θυμίζει λαβίδα (βλ. λαμβάνω, λεία, λαύω κλπ) ἀλλὰ καὶ βουνό, ἀπὸ ὅπου ἀνατέλλει ὁ ἥλιος γι'αὐτὸ καὶ συμβολίζει καὶ τὸ διαχεόμενον φῶς, τὴν
λυκή (lux), τὴν λάμψιν, τὸ λευκὸν τοῦ φωτός.
Μ: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι μυγμόν τινα ἔχει ἡ τούτου
ἐκφώνησις. Μυγμὸς ἔστιν ὁ τοῦ μῦ ἦχος διὰ τοῦ μυκτῆρος ἐξερχόμενος» (Μ.Ε). Διόλου τυχαῖον ποὺ χαρακτηρίζεται ἔνρινο ἐφόσον βγαίνει ἀπὸ τοὺς μυκτῆρες
μας (ῥουθούνια). Βρίσκεται σὲ λέξεις ποὺ ὑποδεικνύουν τὸ κλειστόν (μύω=κλείνω
< μύησις, μυστήριον, μυωπία, μῦθος). Ἀκόμα δηλώνει τὴν ζήτησιν γιὰ κάτι [μάω =ζητῶ, βλ. μαστός, μήτηρ, μυζῶ ( = βυζαίνω), μαλάσσω], τὴν ἀναζήτησιν,
τὸ νὰ μάθεις κάτι ἀλλὰ καὶ τὴν φροντίδα γιὰ κάτι [βλ. μῶ ( =ζητῶ), μοῦσα, μνήμη
(ἄνευ αὐτῆς δὲν ὑπάρχει μάθησις), μῆτις ( =ἡ σοφία), μάθησις, μελέτη, μέλος,
μέλημα, μουσική, μέδομαι ( =φροντίζω) κ.ἄ.]. Τὸ σχῆμα του ὁμοιάζει μὲ 2 κλειστὰ χείλη, ὅπως εἶναι τὰ χείλη μας ὅταν τὸ προφέρουμε.
Ν: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι νυγμόν τινα ἔχει ἡ τούτου ἐκφώνησις» (Μ.Ε). Χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν τὸ ἔνδον, τὴν ἐσωτερικὴ φωνή, τὴν νόησιν, ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τό «νέω» (= πορεύομαι διὰ θαλάσσης) ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ «νάω» ( =ῥέω). Δὲν εἶναι τυχαῖον τὸ ὅτι ἡ πρόθεσις ἐν, ἡ ὁποία δηλώνει τὸ ἐσωτερικὸν περιέχει τὸ γράμμα αὐτό, ὅπως καὶ λέξεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν διάνοια [ νεύω (= γέρνω τὸ κεφάλι μου γιὰ νὰ συμφωνήσω/διαφωνήσω, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δηλώνει πρότερη σκέψιν),γ-νώσκω, νέμω ( = γιὰ νὰ μοιράσεις σωστὰ χρειάζεται ὑψηλὴ νόησιν), μίμνω ( =ἵσταμαι κατόπιν συλλογισμοῦ), μηνύω, νηφάλιος (νοῦς+φῶς) κ.ἄ.].
Φυσικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπει τὸ κυριότερον ῥῆμα, τὸ νοῶ κι ἄν βάλεις ἐμπρὸς καὶ ὅλες τὶς προθέσεις (ὑπονοῶ, ἐννοῶ, κατανοῶ,μετανοῶ, διανοοῦμαι κλπ), φτιάχνεις ἀκόμα περισσότερες σύνθετες καὶ παρασύνθετες λέξεις.
Εἶναι γράμμα εὐφωνικὸν καὶ βαθέως διανοητικὸν καὶ ἡ κατάργησίς του ἀπ'τὸ τέλος ὁρισμένων λέξεων εἶναι καταστροφικὴ γιὰ τὴν μουσικότητα -καὶ ὄχι μόνον- τῆς γλώσσης. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ οἱ περιπτώσεις ποὺ τὸ Ν δὲν εἶναι
εὐφωνικόν (ὅπως π.χ. ἡ αἰτιατικὴ ἑνικοῦ, δὲν κ.ἄ.), ὅπου ἐκεῖ ἡ κατάργησίς του ἀποτελεῖ -ἄν μὴ τὶ ἄλλο- μοιραῖο γιὰ τὴν γλῶσσα μας σφάλμα.
Ξ: «Τὸ στοιχεῖον παρὰ τὸ ξέεσθαι ἐν τῷ γράφεσθαι τῶν ἄλλων πλέον» (Μ.Ε). Συγκαταλέγεται καὶ αὐτὸ στὰ διπλὰ σύμφωνα, καθῶς ἀποτελεῖ συνδυασμὸν οὐρανικοῦ (Κ,Γ,Χ) καὶ Σ καὶ πράγματι ἔτσι ἔγραφαν πρὶν τὸν 5ο αἰ. π.Χ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν φθόγγο Ξ. Χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ δηλοῦν τὸ ξύσιμο, ὅπως ξέω, ξαίνω, ξύλον, ξυράφι, ξίφος, ἐξ οὗ καὶ τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος, τὸ ὁποῖον θυμίζει χτένα, τσουγκράνα.
Ο: «Τὸ στοιχεῖον παρὰ τὸ ἐμφερὲς εἶναι τῷ χαρακτῆρι τὴν ἐκφώνησιν, κατὰ γὰρ περίκλασιν φωνῆς ἐκφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ στοιχείου» (Μ.Ε). Τὸ στρογγυλὸν σχῆμα του θυμίζει τὰ χείλη μας ὅταν τὸ προφέρουμε. Χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν τὸν κλειστὸν χῶρο, τὴν ἰδιωτικότητα, τὴν περιοχή, ὅπως οἶκος, ὁδός, οἶος ( =μόνος), ὁμοῦ κλπ. Ἐπιπλέον, φανερώνει καὶ τὴν δεῖξιν/ἐξαίρεσιν (βλ. ἀντωνυμίες/ἄρθρα) καὶ γι'αὐτὸ χρησιμοποιεῖται καὶ ὡς ἐπιτατικόν (ὄ-πατρος, ὀ-ξύς, ὄ-νυξ). Πρὶν τὴν μεταρρύθμισιν οἱ Ἀθηναῖοι τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ ἀντὶ τοῦ ΟΥ, Ω.
Π: «Παρὰ τὸ παίω, ὁ δὲ τούτου φθόγγος ὡσεῖ παίοντος καὶ κρούοντος ἦχος ἐστί» (Μ.Ε). Συμβολίζει τὴν πίεσιν, καθῶς γιὰ νὰ τὸ προφέρουμε πιέζουμε τὰ χείλη μας. Ἐκ τῆς πιέσεως καὶ τὸ σχῆμα του, ποὺ εἶναι 2 κάθετες γραμμὲς πιεζόμενες ἀπὸ μία ὁριζόντια. Δηλώνει καὶ τὴν σταθερότητα ἐφόσον κάτι ποὺ πιέζεται στὴν γῆ εἶναι σταθερό. Γι'αὐτὸ καὶ λέξεις πιέσεως καὶ σταθερότητος ὅπως πήγνυμι, πίεσις, πίων ( =παχύς, ὁ ἐξασκὼν ἐπὶ τῆς γῆς πίεσιν), πατῶ, πόδι κ.ἄ. ξεκινοῦν ἀπ'αὐτό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς λέξεις ψυχικῆς πιέσεως ὅπως πάθος, πόθος, πένθος, πόνος, πῆμα ( =τραῦμα), ποινή κ.ἄ. Ἀλλὰ καὶ ἡ πρόθεσις ἐχθρικῆς διαθέσεως «ἐπί» τὸ περιέχει διόλου τυχαῖα. Τὸ σχῆμα του ἀκόμα θυμίζει καὶ πύλη/πόρτα (ἀντιδάνειον > πείρω, διαπερνῶ ἐξ οὗ καὶ τὸ λιμάνι-> portus), γι'αὐτὸ καὶ λέξεις ποὺ ὑποδηλώνουν τὸ πέρασμα συνήθως ξεκινοῦν ἀπ'αὐτό.
Ρ: «Παρὰ τὸ ῥέω. Ὑγρόν καί εὐμάλακτον ἐστί καί ὡσεί ἔλαιον ῥεῖ» (Μ.Ε). Μαζὶ μὲ τὸ Λ ἀποτελοῦν τὰ πιὸ εὔροα γράμματα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου. Ἄλλωστε καὶ τὸ σχῆμα του ἔχει μία τάσιν ῥοῆς πρὸς τὰ κάτω, γι'αὐτὸ καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον
χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ῥοή -κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς-, ἐξ οὗ καὶ ῥήτωρ, ῥῦσις, ῥοῦς, ῥεῦμα, ῥυθμός κ.ἄ ἀλλὰ περικλείεται καὶ σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν τὴν φορά, τὴν κίνησιν καὶ τὴν σεῖσιν ὅπως τρόμος, κρότος, θραῦσμα, ἐρύω
( =σύρω), τρίβω κ.ἄ.
Σ: «Παρὰ τὸ σίζω, σίγα τὸ σίγμα, ἀπὸ τῆς περὶ τὸν φθόγγον δυνάμεως» (Μ.Ε). Εἶναι γράμμα συριστικὸν καὶ θυμίζει ἦχον ῥιπτομένου ἀντικειμένου, σκλήρυνσιν καυτοῦ μετάλλου ποὺ ἐμβαπτίζεται σὲ κρύο ὕδωρ, ἀλλὰ καὶ ἦχον σείσεως, παλίνδρομης κινήσεως ἐξ οὗ καὶ λέξεις ὅπως σόλος ( =δίσκος), σίδηρος, σφυρίζω, σαίρω, σπάω ( =σύρω μετὰ πιέσεως), σεισμός, σαίνω ( γιὰ σκύλους = κουνῶ τὴν οὐρά), σείριος, σεύω, σκῆπτρον κ.ἄ. Τὸ γράμμα θυμίζει σύμβολον ποὺ σχηματίζεται μὲ παλινδρομικὲς κινήσεις τῆς γραφίδος.
Τ: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι ἐντεταμένας ἔχει τοῦ χαρακτῆρος τοῦ στοιχεῖου τὰς ἐντυπώσεις, ὥσπερ ὁ ταὼς ἔχει τεταμένα τὰ πτερά». Τὸ σχῆμα του θυμίζει σταυρό ἀλλὰ καὶ σφυρί. Χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν χτύπημα, φοβερὴ δύναμιν, κρότον ἐργαλείου, μαστόρεμα γενικότερα, ὅπως τεύχω, τέκτων, τέχνη, τύπτω, τάλας, ταράσσω, τεῖχος, κτίζω, τέμνω, τείνω, τρύ(π)ω, τείρω (=φθείρω), τέρας, ταῦρος κ.ἄ. Ὁ Πλάτων γράφει πὼς «χρήσιμον φαίνεται τῆς στάσεως» καὶ πράγματι μετὰ ἀπὸ ἕνα συριστικὸν Σ τὸ Τ ΣΤαματᾶ τὴν κίνησιν.
Υ: «Τὸ στοιχεῖον, ὅτι αἱ Ὑάδες τὸ πρόσωπον τοῦ ταύρου, ὁ
περιπλατυνόμενον ἁπὸ τοῦ μετώπου λεπτύνεται ἐξ ἀμφοτέρων ἀπὸ τῶν κάτω ὥσπερ τὸ γράμμα. Ὑάδες, οἱ περὶ τῶν κεράτων τοῦ ταύρου ἀστέρες παρὰ τὸ ὕειν. Ὑετοῦ γὰρ
παρασκευαστικαὶ εἰσὶ ἤ παρὰ τῷ Υ» (Μ.Ε). Τὸ σχῆμα του θυμίζει κύπελλο
κι αὐτὸ γιατὶ ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, ὅπως εἶναι τὸ ὕδωρ, ὁ ὑετός
( =βροχή), ὕρχη ( =ἀγγεῖον), ὑδρία, ὕαλος, Ὑάδες, ὑψηλά (ἀπὸ ὅπου πέφτει ὁ ὑετός)
κ.ἄ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ περιλαμβάνεται κυρίως σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν τὸ κυρτόν, τὸ σκεῦος γιὰ συλλογὴ ὑγροῦ.
Φ: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι φαιὸν τὸ μέλαν ( =τὸ σκοτεινόν). Οὕτω καί τοῦτο παρά τήν ἐκφώνησιν, κακόφωνον γάρ» (Μ.Ε). Ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλο τὸ περιγράφει ὡς πνευματῶδες, τὸ ὁποῖον «φυσῶδες μιμεῖται», ἐξ οὗ καὶ τὸ σχῆμα του ποὺ δείχνει «φουσκωμένο». Χρησιμοποιεῖται σὲ λέξεις ποὺ δηλώνουν φύσημα ἤ χρειάζονται τὴν πνοὴ γιὰ νὰ ὑπάρξουν, ὅπως φουσκώνω, φλόξ, φυσῶ, φωνή, φύσις, φωτιά, φῶς, φθόγγος κ.ἄ.
Χ: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι χεόμενην ἔχει τὴν ἐκφώνησιν. Ἄλλοι δὲ ἐχι αὐτὸ εἶπον, ἔχει ὀξεῖαν καὶ βαρεῖαν ἀλλήλας κατὰ τὸ μέσον σχιζούσης» (Μ.Ε). Δηλώνει τὸ σχίσιμο, τὸ χύσιμο ὑγροῦ ἤ σταθεροῦ, ἐξ οὗ καὶ τὸ σχῆμα του θυμίζει κλεψύδρα. Σχίζει τὴν αἰωνιότητα σὲ παρελθὸν καὶ μέλλον. Τὸ παρὸν εἶναι ἐπὶ τῆς οὐσίας ἡ στιγμὴ ποὺ τό > παρελθὸν καὶ τό < μέλλον ἑνώνονται. Λέξεις διαχύσεως, διαχωρισμοῦ καὶ χωροχρόνου ξεκινοῦν συνήθως ἀπὸ Χ, ὅπως χάος, χρόνος, χῶρος, χῦμα, χυμός, χρυσός, χαλκός, χάνω, χάσμα, χαράδρα, χωρίζω, χάσκω, χαρά, χορός κ.ἄ.
Ψ: «Τὸ στοιχεῖον ὅτι συριγμὸν ἔχει αὐτοῦ ἡ ἐκφώνησις καὶ ὅτι ὁ συριγμὸς οὐκ ἔστι τι ἤ μόνον Ψ. Ἄλλοι δέ ὅτι ἑνός ψαύει χρόνου, διπλοῦν ὄν» (Μ.Ε). Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ διπλὸν γράμμα, αὐτὴν τὴν φορὰ χειλικοῦ (Π,Β,Φ) + Σ. Σημαίνει τὸ ψαύειν ( = ψηλαφῶ, ψαχουλεύω) ἀλλὰ κατὰ τὸν Πλάτωνα στὸν Κρατύλο εἶναι κι αὐτό «πνευματῶδες, οἷον τὸ ψυχρόν». Ἔχει συνδεθεῖ μὲ λέξεις ψαύσεως ἀλλὰ καὶ πνοῆς ὅπως ψήω ( =τρίβω),) ψαίω ( =ἀλέθω), ψ-άμμος, ψαύστης ( =ὁ ψάλτης, ὡς ψαύων τὶς χορδὲς τῆς κιθάρας), ψιλός, ψευδός, ψεῦδος, ψῆγμα, ψάχνω, ψυχή, ψύξις κ.ἄ.
Ω: Εἶναι μεταγενέστερον γράμμα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου καὶ δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὸ Μ.Ε. Τὸ ὠ-μέγα παλαιότερα ἐγράφετο μὲ δύο ὄ-μικρον καθῶς συμβολίζει τὸ μακρὸν Ο, γι'αὐτὸ κι ὅταν ἕνωσε τὰ 2 Ο, ὁ Σιμωνίδης σχημάτισε τὸ γράμμα ω (σημερινὸν πεζόν). Τὸ Ω σηματοδοτεῖ τὸν εὐρύτερον χῶρον, τὴν κίνησιν πρὸς ἕναν χῶρον, γι΄αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα ῥήματα λήγουν σὲ αὐτό. Οἱ γραμμὲς τοῦ σχήματός του θὰ μποροῦσαν νὰ προεκταθοῦν ἐπ'ἄπειρον γι΄αὐτὸ καὶ περιέχεται σὲ λέξεις ποὺ ὑποδηλώνουν τὸ ἄπειρον, τὸ ἀμέτρητον, τὸν μεγάλο χῶρον, ὅπως ὠκεανός, χΩρος, ὠκύς, ὥρα, Ὡρίων, Ὠγυγία, ὤψ. Σὲ πολλὲς λέξεις ἔχει μετατραπεῖ σὲ -ου (βλ. Ο), ὅπως ὠρανός, (φ)πρ(ο)ωρός, κώνωψ, κώδων κλπ.
-Καὶ- τὸ Ἰωνικὸν διατηροῦσε ἀκόμα 3 γράμματα τὸ δίγαμμα, τὸ κόππα
καὶ τὸ σαμπί, τὰ ὁποῖα χάθηκαν τὸ 403 π.Χ ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου, ὑπὸ τὴν εἰσήγησιν τοῦ Ἀρχίνου (διετηρήθησαν ὅμως στὸ ἀλφάβητον τῶν Λατίνων γιατὶ ἀφ'ἑνὸς καὶ προϊστορικῶς ὁ Ἀρκὰς τοὺς πῆρε ἀλφάβητον ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία, ἀφ' ἑτέρου καὶ τὸ χαλκιδικὸ ποὺ πῆγε χιλιετίες ἀργότερα τὰ περιεἶχε ἐξίσου). Στὴν ἴδια μεταρρύθμισιν τὸ Η, τὸ ὁποῖον μέχρι τότε σήμανε τὴν δασεῖα
πνοή, ἀπέκτησε τὴν χροιὰ τοῦ μακροῦ Ε (ἐξ οὗ καὶ ἡ χρονικὴ αὔξησις -η- τῶν ῥημάτων ἀπὸ -ε-). Γιὰ νὰ μὴ μπερδεύονται διχοτόμησαν τὸ Η καθέτως καὶ ἡ ἀριστερὴ πλευρά
του κατέληξε νὰ γίνει ἡ δασεῖα ├ (ἡ ψιλὴ ἀργότερα ἦταν τὸ δεξὶ κομμάτι του Η, ┤). Τὸ πολυτονικὸν ὅπως τὸ ξέρουμε εἰσήχθη κατὰ τὸ 200 π.Χ ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη τὸν Βυζάντιο, λύνοντας ἔτσι ἕνα πρόβλημα ποὺ εἶχε δημιουργήσει ἀρκετὲς συζητήσεις ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείτου. Καταργήθηκε ὁριστικῶς τὸ 1982 ἐν μία νυκτί, 6 χρόνια μετὰ τὴν κατάργησιν τῆς
καθαρευούσης. Ἡ σημασία καὶ τὸ σχῆμα τῶν ἐκλιπόντων γραμμάτων:
F: Τὸ δίγαμμα εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λέει τὸ ὄνομά του, ἕνα διπλὸ γάμμα, γιὰ τὴν ἀκρίβεια εἶναι σὰν νὰ γράφεις ἕνα γάμμα πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο. Γενικότερα ἦταν τὸ γράμμα «μπαλαντὲρ» θὰ λέγαμε, καθῶς ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ σημερινὰ γράμματα
τῆς ἀλφαβήτου, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπ' τὰ πνεύματα (δασεῖα/ ψιλή) (βλ.
δοιάκι,γάρσην ἀντὶ Fοιάκι, Fάρσην, ῥάκος ἀντὶ Fράκος κ.ἄ.). Ἐτίθετο στὴν ἀρχὴ ὅσων λέξεων ξεκινοῦσαν ἀπὸ φωνῆεν ἤ ρ, γι'αὐτὸ ἄλλωστε μαθαίνουμε στὸ μάθημα
τῶν ἀρχαίων πὼς τὸ ρ πάντα δασύνεται.
Μποροῦσε ὅμως νὰ βρεθεῖ καὶ μέσα στὴν λέξιν κι ἐκεῖ ὡς φθόγγος
θὰ λέγαμε πὼς σὲ γενικὲς γραμμὲς ὠμοίαζε κάτι ἀνάμεσα σὲ Φ καὶ Β, ἀλλὰ δὲν ἦταν
τόσο σκληρόν. Ἴσως κάτι σὰν τὸ σημερινὸν Υ ὅταν βρίσκεται δίπλα ἀπὸ -α- ἤ -ε-, ἤ ἕνας ἦχος ὅπως αὐτὸς ποὺ βγάζει τὸ W στὴν λέξιν Washington, wine (ἐκ τοῦ Fοῖνος). Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸ ἀλφάβητον, ἀντικατεστάθη ἀπὸ τὸ Υ (βλ. αὐτί, αὐγόν).
Q: Ὁ φθόγγος τοῦ κόππα στὸ ἰωνικὸν ἀλφάβητον ἀντικατεστάθη ἀπὸ τὸ Κ. Ὁ ἦχος ποὺ ἔβγαζε ἦταν πιὸ σκληρὸς ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Κ καὶ προεφέρετο ἀκριβῶς ὅπως προφέρεται αὐτὸ σήμερα στὶς συλλαβές ΚΑ,ΚΟ,ΚΟΥ. Τὸ Κ τότε ἀκουγόταν πιὸ μαλακό, ὅπως ἀκούγεται καὶ σήμερα ὅταν προφέρουμε ὅμως τὰ ΚΕ,ΚΙ. Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς τοῦ σκληροῦ/μαλακοῦ Κ ἔχει περάσει καὶ στὶς ἀλλοδαπὲς γλῶσσες (π.χ ἀγγλικά,
γαλλικά, ἰταλικά), οἱ ὁποῖες στὸ δικό τους φθόγγο γιὰ τὸ Κ (C) κρατοῦν αὐτὴν
τὴν ἠχητικὴ διαφοροποίησιν (βλ. διαφορὰ στὴν προφορὰ τῶν ca,co ἀπὸ τὰ ci,ce στὶς
προαναφερθεῖσες γλῶσσες).
Ἔχουν διασωθεῖ ἀρχαῖες ἐπιγραφὲς μὲ τὸ κόππα (ὅπως ΠΑΤΡΟQΛΟΣ, QΟΡΙΝΘΟΣ, ΕQΤΩΡ) κι ἔτσι εἴμαστε σὲ θέσιν νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀκριβῆ χρῆσιν/ προφορά του. Μάλιστα αὐτή του ἡ ἐλάχιστη διαφορὰ ἀπὸ τὸ σχεδὸν ὁμόηχόν του Κ, φαίνεται πὼς ἦταν ἀπὸ τὶς
σημαντικότερες καὶ ἀπὸ τὶς βασικότερες γνώσεις ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει ἕνα παιδί,
διότι ὑπῆρχε ἡ φράσις γιὰ τοὺς ἀνεπιδέκτους μαθήσεως «Οὐδὲ κόππα
γιγνώσκων».
ϡ: Τὸ σαμπὶ ὀνομάζεται ἔτσι γιατὶ τὸ σχῆμα του εἶναι σὰν Π.
Εἶναι τὸ τελευταῖο σὲ σειρὰ γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου καὶ ἀντιστοιχοῦσε στὸν ἀριθμὸν 900. Ἔχει βρεθεῖ μόνον σὲ μία ἐπιγραφή (τῆς Κυζίκου), ὅπου ἡ λέξις ΝΑΥΣΣΟΣ
γράφεται ὡς ΝΑΥϡΟΣ. Συμπεραίνουμε λοιπὸν πὼς πρέπει νὰ διαβαζόταν ὡς παχὺ σίγμα.
Οἱ κάτοικοι τοῦ Λατίου τῆς Ἰταλίας (ποὺ χρησιμοποιοῦσαν πρωτύτερα πάλι ἑλληνικὸν άλφάβητον, ἐφ' ὅσον εἶχε πάει ὁ Εὔανδρος μὲ τὴν μητέρα του, Νικοστράτη ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία «προϊστορικὲς» ἐποχές καὶ τοὺς εἶχαν δώσει τὸ ἀλφάβητον, ὅπως ξέρουμε πὼς ὑπῆρχαν ἀποικίες ἐκεῖ καὶ ἐπὶ ἐποχῆς Οἰνώτρου καὶ λίγο ἀργότερα ἐπὶ ἀργοναυτικῶν-τρωικῶν, ποὺ κι αὐτὰ τοποθετοῦνται χιλιετίες π.Χ) παρέλαβαν ἀπ'τοὺς Ἕλληνες ἀποίκους πολὺ ἀργότερα τὸ Χαλκιδικὸν ἀλφάβητον, τὸ ὁποῖον δὲν περιελάμβανε τὸ Ξ
καὶ τὸ Ω, ἀλλὰ εἶχε τὸ F καὶ τὴν Q, γράμματα ποὺ διατηροῦνται ὡς σήμερα στὸ «λατινικόν» ἀλφάβητον καὶ μάλιστα στὴν θέσιν τους (τὸ δίγαμμα μετὰ τὸ Ε, τὸ Q μετὰ τὸ Ρ). Χαρακτηριστικὸν τοῦ Χαλκιδικοῦ ἀλφαβήτου εἶναι πὼς τὸ γράμμα Χ ἀντιστοιχοῦσε στὸ ἰωνικὸν γράμμα Ξ καὶ τὸ Η στὸν σημερινὸν δικό μας φθόγγο Χ, ἀντιστοιχία ποὺ διατηρεῖται ἕως καὶ τὶς μέρες μας ὅσον ἀφορᾶ στὴν προφορά του. Ἐπιπλέον, τὸ ἰωνικὸν Λ οἱ Χαλκιδεῖς τὸ ἔγραφαν σὰν τὸ σημερινὸν L ὅπως φαίνεται καὶ στὴν κεντρικὴ φωτογραφία, τὸ Γ ὠμοίαζε πιὸ πολὺ μὲ C, τὸ ἰωνικὸν Δ ὠμοίαζε πιὸ πολὺ μὲ D καὶ τὸ Σ μὲ S, γράμματα ποὺ ἐπίσης διατηροῦνται αὐτούσια ἕως καὶ σήμερα στὶς
λεγόμενες λατινογενεῖς γλῶσσες.
Ἕνα εἶδος μικρογράμματης γραφῆς εἰσήχθη κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους, ὅτε χάθηκε τὸ γεωμετρικὸν σχῆμα τῶν γραμμάτων, ποὺ εἶχε ἐπιμεληθεῖ ὁ Πυθαγόρας. Οἱ λόγοι ἦταν κυρίως «τυπογραφικοί» καθῶς ἡ ἀντιγραφὴ χιλιάδων χειρογράφων ἀπαιτοῦσε ταχύτητα. Ἔτσι οἱ γωνίες σμιλεύτηκαν κι ἔγιναν καμπύλες καὶ σὲ συνδυασμὸν μὲ τὰ τονικὰ σημάδια ποὺ ἔδειχναν ἑνωμένα μὲ τὰ κεφαλαῖα γράμματα, τὰ τελευταῖα φαίνονταν ἀκόμα πιὸ ἀσύμμετρα (ἐπισεσυρμένη γραφή). Ἤδη ἀπ'τὸν 7ο αἰ. μ.Χ, τὰ γράμματα θύμιζαν περισσότερο τὰ σημερινὰ πεζὰ παρὰ τὰ κεφαλαῖα μας. Τὸν 9ο αἰ. μ.Χ ἐπισημοποιήθηκε/καθιερώθηκε ἡ μικρογράμματη γραφὴ ὅπως τὴν ξέρουμε σήμερα, καθῶς τὴν χρησιμοποιοῦσαν πλέον ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ ἐπίσημα ἔγγραφα.
Τὸ ἑλληνικὸν ἀλφάβητον (συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἐκλιπόντων γραμμάτων) χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ὡς ἀριθμοί, ἀλλὰ καὶ ὡς νότες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου