Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΥΠΕΡ ΤΟ ΔΕΟΝ Ή ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΕΟΝΤΟΣ;



Ὅταν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι κάτι ἔχει ξεπεράσει κάθε ὅριον, λέμε λανθασμένα πὼς εἶναι « ὑπὲρ τοῦ δέοντος ». Ἡ γραμματική μας, μᾶς ἐνημερώνει πὼς ἡ πρόθεσις «ὑπέρ» συντάσσεται μὲ γενική, ὅταν μεταξὺ ἄλλων θέλουμε νὰ δηλώσουμε τὴν ὑπεράσπισιν, ὑποστήριξιν πρὸς κάποιον/κάτι:
Π.χ.1: Ὁμιλῶ ὑπέρ σου.
( = Σὲ ὑποστηρίζω)

Π.χ.2: Λόγος ὑπὲρ Μαντιθέου
( = Λόγος ὑπερασπίσεως τοῦ Μαντιθέου)

Π.χ.3: Ψηφίζω ὑπὲρ τῆς Ἀριάδνης γιὰ τὴν θέσιν τῆς διευθύντριας στὴν ἑταιρεία.
( =Ὑποστηρίζω τὴν ὑποψήφια Ἀριάδνη γιὰ τὴν θέσιν).

Π.χ.4: Ἔγινε τηλεμαραθώνιος ὑπὲρ τῶν σεισμοπαθῶν.
( =Διεξήχθη τηλεμαραθώνιος γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς σεισμοπαθεῖς).

Ἔτσι ὅταν λέμε «ὑπὲρ τοῦ δέοντος» ἐννοοῦμε πὼς τιθέμεθα, ψηφίζουμε ὑπὲρ αὐτοῦ ποὺ πρέπει.

Γιὰ νὰ δηλώσει ἡ πρόθεσις «υπέρ» τὴν ὑπέρβασιν τοῦ μέτρου, τῶν ὁρίων, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συνταχθεῖ μὲ αἰτιατική. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἡ φράσις «υπέρ το δέον» σημαίνει πάνω ἀπ’αὐτὸ ποὺ πρέπει, πάνω ἀπὸ τὸ ἐπιτρεπτόν/ ἀνεκτὸν ὅριον: 

Π.χ.1: Ἦταν ὑπὲρ τὸ δέον αὐστηρὸς μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα. 
( = Ἐξάντλησε ὅλη του τὴν αὐστηρότητα στὸν Ἀγαμέμνονα, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν λίγο πιὸ ἐπιεικὴς μαζί του).

Π.χ.2: Εἶναι ὑπὲρ τὸ δέον αἰχμηρὰ τὰ σχόλιά του.
( = Τὰ σχόλιά του εἶναι παραπάνω αἰχμηρά ἀπὸ ὅσον πρέπει/ εἶναι προσβλητικά).

Π.χ.3: Μὲ ξέρει μόλις ἕναν μῆνα καὶ μοῦ ἔκανε δῶρον ἕνα αὐτοκίνητο! Τὸ δῶρο ποὺ μοῦ ἔκανε τὸ βρίσκω ὑπὲρ τὸ δέον.
( = Τῆς δώρισε κάτι πολὺ ἀκριβό, κάτι ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς προσδοκίες ἤ τὰ ὅριά της τέλος πάντων.)

Τώρα, ἄν πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν γενική «τοῦ δέοντος» γιὰ νὰ δηλώσουμε τὴν ὑπέρβασιν τοῦ μέτρου, μποροῦμε νὰ τὸ συντάξουμε μὲ τό «πέραν» καὶ νὰ ποῦμε «πέραν τοῦ δέοντος».
Π.χ: Ἦταν πέραν τοῦ δέοντος ἐπιεικὴς μὲ τὰ παιδιά της.
( = Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πιὸ αὐστηρὴ μαζί τους).

Ἄρα, γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ὅταν εἴμαστε ὑπὲρ καὶ ὄχι κατὰ αὐτοῦ ποὺ πρέπει νὰ γίνει, λέμε ὑπὲρ τοῦ δέοντος
Ὅταν εἶναι κάτι σὲ ὑπερβολή, πάνω ἀπὸ τὸ ὅριον, πάνω π΄αὐτὸ ποὺ πρέπει, λέμε ὑπὲρ τὸ δέον/ πέραν τοῦ δέοντος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (