Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ



Ψάχνοντας κανεὶς τὰ λήμματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἥλιο καταλαβαίνει πὼς πρόκειται γιὰ μία ἀτέρμονο διαδικασία. Κι αὐτὸ διότι ὁ ὀνοματοθέτης εἶχε καταλάβει τὴν σημαντικὴ ἀξία ποὺ ἔχει τὸ φῶς του καὶ ἡ θερμότης του γιὰ τὴν ζωή μας, ὁπότε ὁ,τιδήποτε καλό, ὁ,τιδήποτε σχετικὸν μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητα συνεσχετίζετο μὲ αὐτόν. Ἐπίσης, ἕνας μελετητὴς θὰ παρατηρήσει πὼς τὸ λεξιλόγιον τοῦ ἡλίου σχετίζεται ἄμεσα μὲ αὐτὸ τῆς ἁλός.
Ἀναπόφευκτον, καθῶς ὁ ἁέλιος/ἡέλιος/σέλιος/ἅλιος/ἥλιος σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἅλα, ἐφόσον οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι εἶχον παρατηρήσει πὼς ἀπ’ αὐτὴν φαίνεται νὰ ξεπροβάλλει ὅταν ἀνατέλλει καὶ σὲ αὐτὴν φαίνεται πὼς βυθίζεται ὅταν δύει. Αὐτὰ ἐκ πρώτης ὄψεως, διότι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει ἐξερευνηθεῖ καὶ μελετηθεῖ ἐνδελεχῶς ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐπιστήμονες τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἔτσι ὁ Ἐμπεδοκλῆς παρετήρησε πὼς ὁ ἥλιος εἶναι συναθροισμένον καὶ συσσωρευμένον πῦρ, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὕδωρ εἶναι γιὰ τὴν θάλασσα ( «ὁ μὲν ἁλισθείς, μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει» ). Ἀλλὰ ὑπῆρχαν κι ἄλλες ἐκδοχὲς ὅπως τὸ ὅτι ἀνείλκυε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἁλός ( «ὁ ἥλιος ἀνάγει τὸ ὕδωρ, τὸ ἀναχθὲν ὕδωρ πάλιν καταβαίνει, ἡ ἀναχθεῖσα ἀτμίς», Ἀριστοτέλους, Μετεωρολογικά, Β,3,356) ἤ πὼς εἶναι ἁλήτης (< ἁλινδέω =περιφέρομαι σὰν τὴν θάλασσα, ἁλάομαι, περιπλανῶμαι) ἐφόσον στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ἡ θεωρία πὼς ἡ γῆ εἶναι τὸ κέντρον τοῦ σημερινοῦ ἡλιακοῦ συστήματος καὶ οἱ πλανῆτες περιεφέροντο γύρω της. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥῆμα ἑλύω ( =ἑλίσσομαι), τὸ ὁποῖον δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν ἅλιο καὶ ἔδωσε χιλιάδες λέξεις σήμερα ὅπως ΕΛΙΚΑ, ΕΛΙΓΜΟΣ, ΕΛΙΚΟΕΙΔΗΣ κλπ.

Ὁ ἥλιος ἔχει γεννήσει πάρα πολλὲς λέξεις ὅπως ὑφήλιος ( > ὑπὸ τοῦ ἡλίου), ἠλεκτρισμός, ἀφήλιος, ἀντιηλιακὸ καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ποὺ ὅλοι λίγο-πολὺ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πὼς πίσω τους κρύβεται ὁ ἥλιος  
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ αὐτὲς ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε συνέχεια ἀλλὰ δὲν ξέρουμε πὼς προῆλθαν ἀπὸ αὐτόν. Ἐπιγραμματικῶς ἀναφέρω ἐλάχιστες ( εἶναι ἄπειρες πραγματικὰ καὶ δὲν χωροῦν οὔτε σὲ ἑκατὸ ἄρθρα):

Ἡ λέξις ΗΛΙΚΙΑ [ ἥλιος +κίω =πορεύομαι ἤ κατ΄ἄλλους ἀπὸ τὸν παρακείμενον τοῦ ῥήματος ἁλινδέω (=περιφέρομαι), ὁ ὁποῖος εἶναι ἥλικα] ἐμπεριέχει ὁλόκληρη τὴν θεωρία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι παρετήρουν καὶ πάλι πρῶτοι πὼς ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο μία φορὰ τὸν χρόνο. Ἔτσι ὅταν ῥωτᾶμε τὴν ἡλικία κάποιου, τὸν ῥωτᾶμε κυριολεκτικῶς πόσες φορὲς ἔχει γυρίσει γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο!

Τὸ ἐπίθετον ΚΑΛΟΣ. Ἡ ἡλιακὴ θερμότης ἐλέγετο εἵλη ἤ ἁλέα ἐξ οὗ καὶ τὸ φυτὸν ΕΛΑΙΑ ποὺ χρειάζεται τὴν ζεστασιὰ τοῦ ἡλίου γιὰ νὰ αὐξηθεῖ. Καὶ ἐπειδὴ ἡ λέξις ἁλέα παίρνει δασεῖα, ἡ τελευταία ἐτράπη στὸ γράμμα Κ, κι ἔτσι ἔγινε καλέα. Κι ἀπὸ ἐκεῖ πρωτογεννήθηκε καὶ ἡ ἰδέα πὼς ὅ,τι ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ εἶναι καλόν (τὸ ἀντίθετον τῆς δύσ-εως), ἐφόσον συνυφάνθη μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν ζεστασιὰ τοῦ ἡλίου. Ἀπ΄τὸ ἐπίθετον καλός, γεννήθηκαν ἀμέτρητα παράγωγα ὅπως καλοπροαίρετος, πάγκαλος, καλαίσθητος, κλπ.

Ἀπ’τὸν καλὸν προέρχονται καὶ τὰ ΚΑΛΑ. Κάλα λέγονται τὰ ξύλα, τὰ ὁποία καίγονται γιὰ νὰ μᾶς ζεστάνουν. ΚΗΛΟΣ ἀπ’τὴν ἄλλη εἶναι ὁ καυστικός. Λέγεται καὶ κήλιος καὶ μὲ δάσυνσιν τοῦ -κ, χήλιος < χλίος ( =ΧΛΙΑΡΟΣ) καὶ ἀπὸ τὸν χλίο προέρχεται ἡ ΧΛΑΙΝΗ ποὺ μᾶς ζεσταίνει, ἀλλὰ καὶ ἡ ΧΛΙΔΗ ( =ἡ μαλθακότης, ἡ τρυφηλότης).

Ἀπ΄τὸν κῆλον δημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΚΗΙΩ/ΚΑΙΩ, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ σηματοδοτεῖ τὴν πυρκαϊά. Καὶ μὲ τὴν σειρά του τὸ καίω ἔδωσε μύρια παράγωγα, ἕνα ἐξ αὐτῶν καὶ ἡ λέξις ΚΑΠΥΣ/ΚΑΠΟΣ ( =τὸ πνεῦμα), αὐτὸ ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ δυτικοὶ γιὰ νὰ ὀνομάσουν τὸ κεφάλι τους ( ἰταλ.capo < capelli= μαλλιά, capello, capitolο= κεφάλαιο, γαλλ. cheveux, capuche = κουκοῦλα, décapage καὶ ἄπειρα ἄλλα σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες).

Ἀκόμα ἕνα παράγωγον τῆς καλέας εἶναι καὶ ἡ ΚΑΛΥΒΑ, ὅπου βαίνουμε γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε, ὅπως τὰ νεογνὰ μερικῶν ζώων κάνουν στὸ ΚΕΛΥΦΟΣ τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ΚΡΥΦΤΟΥΜΕ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ( κρύβω> κρύπτω> κλύπτω> καλύπτω).

Ἔπειτα ἡ λέξις ΚΑΛΟΡΙΦΕΡ, ἡ ὁποία ἐτυμολογεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἐκ τῶν λατινικῶν caleo + fero. Νομίζω εἶναι προφανὲς πὼς τὸ fero προέρχεται ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ φέρω καὶ τὸ caleo ( =θερμαίνομαι, ἐξ οὗ calories =θερμίδες, ἰταλ. caldo =ζεστὸς κλπ) προέρχεται ἀπὸ τὴν καλέα. Καλοριφὲρ δηλαδὴ εἶναι αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν θερμότητα τοῦ ἡλίου!
Ἐπιπλέον τὸ ΚΑΛΛΟΣ προέρχεται κι αὐτὸ ἀπ’αὐτήν, τουτ’ἔστιν ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καὶ πόσες λέξεις δὲν ἔχει δώσει τὸ κάλλος ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα καὶ θὰ συνεχίζει ὅσο ὑπάρχει ὁ ἥλιος. Ἐπιγραμματικῶς: ἡ μοῦσα Καλλιόπη, ἡ καλλονή, τὰ καλλιστεῖα, καλλιεπής, καλλιέργεια, τὸ χημικὸν στοιχεῖον 
κάλ(λ)ιον κλπ πολλά.

Ἀλλὰ ὁ σέλιος δὲν προσφέρει μόνον θερμότητα ἀλλά καὶ φῶς. Ὁ,τιδήποτε λοιπὸν περιέχει τὴν ῥίζα του (σελ-) περιέχει τὸ ἴδιο τὸ φῶς [(Σ)ΕΛΕΝΗ, (Σ)ΕΛΛΑΣ, ΣΕΛΑΣ, ΣΕΛΗΝΗ, ΣΕΛΑΩ (=ἀκτινοβολῶ) κλπ ]

Ἀκόμα ὁ ἅλιος ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν ἅλα ἔτρεψαν τὴν δασεῖα τους σὲ ὅλα τὰ σύμφωνα καὶ σὲ συνδυασμὸν μὲ τὶς ἑλληνικὲς διαλέκτους δημιούργησαν τεράστιον ὄγκον λέξεων, ἴδίως ῥημάτων ποὺ γονιμοποίησαν καὶ αὐτὰ μὲ τὴν σειρά τους τὴν γλῶσσα μας καὶ τὸν παγκόσμιον λόγον. Ἐλάχιστες λέξεις ἀπ’αὐτὸν εἶναι: ΒΑΛΛΩ( =ὅπως ὁ ἥλιος μᾶς βάλλει μὲ τὶς ἀκτῖνες του), ΓΑΛΗΝΗ, ΓΑΛΑ ( =τὸ φωτεινόν, τὸ λευκόν), ΓΑΛΑΞΙΑΣ, ΓΑΙΩ ( =χαίρομαι, ἐξ οὗ καὶ τό -εὐφημικόν- gay), ΓΕΛΩ ( =φωτίζομαι), ΔΑΛΟΣ, ΔΗΛΟΣ, ΔΗΛΩΝΩ ( =φανερώνω), ΘΑΛΛΩ, ΔΕΛΛΩ/ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω), ΖΑΛΗ, ΖΗΛΙΑ ( ἐπειδὴζαλίζει τὸν νοῦν), ΜΑΛΑ ( =πολύ, ἐκ τῆς συσσωρεύσεως τῆς ἁλὸς καὶ τοῦ ἡλίου), ΠΑΛΛΩ, ΣΑΛΟΣ, ΦΑΙΝΩ, ΦΑΛΟΣ ( =λαμπρός), ΦΑΛΗΡΟ, ΦΑΛΑΚΡΟΣ ( = ὁ ἔχων φωτεινὴν ἄκρη, ἤτοι κεφάλι), ΧΑΛΚΟΣ κλπ.

Ὁ ἥλιος ἀλλοιῶς λέγεται καὶ ΣΕΙΡΙΟΣ (> σείλιος > σήλιος) ἀλλὰ καὶ ΑΛΕΚΤΩΡ/ΗΛΕΚΤΩΡ ( = ὁ λάμπων, κατ’ἄλλους ἀλέκτωρ ἐπειδὴ μὲ τὸ φῶς του μᾶς ξυπνάει καὶ μᾶς σηκώνει ἀπὸ τὰ λέκτρα μας, ἤτοι τὰ κρεββάτια μας). Ἐλέγετο καὶ ΚΙΛΑΡΙΟΣ (> εἵλη) ἀλλὰ τὸν ἔλεγαν καὶ ΒΕΛΑ/ ΓΕΛΑ (κυρίως οἱ Λάκωνες), ΒΑΒΕΛΙΟ, ΒΑΛΙΟ καὶ ΔΗΛΟ. Ἐπιπλέον, ΣΑΩΣ (> ἐώς) ,ΛΑΜΠΙΑΣ, ΑΛΑΜΠΑΣ, ΦΩΤΑΥΓΟΣ, ΤΑΛΩΝ, ΑΓΑΙΩΝ (< ἐπιτατ. Α + γαίω), ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ, ΥΠΕΡΙΩΝ, ΦΟΙΒΟΣ, ΦΑΕΘΩΝ (> φῶς +θέω =τρέχω), ΗΛ, ΤΙΤΑΝ, ΦΥΤΙΟΣ

Ἐνδιαφέρον ἔχει καὶ τὸ πῶς ὀνομάζουν οἱ ἀλλόθροοι τὸν ἥλιο. Κυρίως δανείστηκαν τὴν ῥίζα σελ-, ἡ ὁποία ἐναλλάσσει τὰ σύμφωνα καὶ τὰ φωνήεντά της μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων κι ἔτσι ἔχουμε:

Λατιν.: sol
Ἀγγλ.: sun
Γαλλ.: soleil
Ἰταλ.: sole
Ἰσπαν.: sol
Γερμαν.: Sonne
Νορβηγ./ δανικ/σουηδ: sol
Οὐκραν.: сонце [ σόντσε)
Ῥωσικ.: солнце [ σόλντσε]
Σερβ.: сунце [ σούντσε]
Κροατ: sunce
Ἀραβ: [σαμς]
Ὁλλανδ.: zon
Σλοβεν: sonce
Τσεχ.: slunce
Ἰσλανδ.: sól


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ>>, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ>>, <<ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (