Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ΚΕΦ. 1: ΠΕΡΙ ΑΡΧΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ

*

Ποιά ἡ διαφορὰ τοῦ ἄνακτος ἀπὸ τὸν ῥῆγα; Εἶναι τὸ ἴδιο ὁ ἡγεμὼν μὲ τὸν ἀρχηγό; Σὲ τί διαφέρει ὁ κρέων ἀπὸ τὸν μελεδώνα; Καὶ γιατί τὸν βασιλιὰ τὸν λέμε ἔτσι κι ὄχι κάπως ἀλλοιῶς;

Κατ'ἀρχήν, πρέπει νὰ ξεκαθαριστεῖ πὼς ὅταν λέμε ὅτι κάποιες λέξεις εἶναι συνώνυμες, δὲν ἐννοοῦμε πὼς εἶναι καὶ ταυτόσημες! Κάθε λέξις κρύβει διαφορετικὸν ἐτυμολογικὸν φορτίον, διαφορετικὴ ἱστορία. Κάθε συνώνυμον δίνει διαφορετικὴ ἀπόχρωσιν στὸν λόγον μας. Ἄλλωστε δὲν θὰ μποροῦσε ἡ οἰκονομία ποὺ διέπει ὅλες τὶς γλῶσσες (πόσῳ μᾶλλον τὴν ἑλληνική!) νὰ ἐπιτρέψει 10 διαφορετικὲς ταυτόσημες λέξεις.

Στὶς μέρες μας, ὅμως, παρατηρεῖται ὅσον ποτὲ τὸ φαινόμενον νὰ μή «χρωματίζουμε» σωστὰ τὸν λόγον μας ἤ ἀκόμα χειρότερα νὰ χρησιμοποιοῦμε μονάχα μία ἀπόχρωσις γιὰ νὰ περιγράψουμε-ζωγραφίσουμε τὰ πάντα.

Ἀρχικῶς, ἔχουμε τὴν λέξιν «βασιλεύς» ἡ ὁποία μονίμως συγχέεται μὲ τὸν ἄνακτα, ἀλλὰ καὶ τὸν λατινοφανῆ ῥῆγα.

ΒΑΣΙΛΕΥΣ/ΒΑΣΙΛΕΥΤΩΡ εἶναι ἡ βάσις τοῦ λαοῦ, κι αὐτὸ διότι «ὁ βασιλεὺς τῶν ἀρχομένων ἀεὶ φροντίζει, ὅπως ἄν τοῖς ἀρχομένοις εὖ γένοιτο». Ἐν ὀλίγοις αὐτὸς εἶναι ἡ βάσις στὴν ὁποία στηρίζονται οἱ ἀρχόμενοι καὶ ἔχει τὸ χρέος νὰ φροντίζει γιὰ τὴν εὐδαιμονία τους. Συνήθως, ἡ βασιλεία εἶναι κληρονομική ( «ὁ βασιλεὺς ἀπό προγόνων τὴν ἀρχὴν ἔχει», Πτολεμαῖος Γραμματικός ).

ΑΝΑΞ (FΑΝΑΞ)/ ΑΝΑΚΟΣ/ ΑΝΑΚΤΩΡ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν ἄνω +ἄγω. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἄγει τὸν λαόν του πρὸς τὰ πάνω ( «ἄναξ ἀνδρῶν», Ἰλιάς /«βασιλεὺς ἄναξ», Ὀδύσσεια, Ὅμηρος).

( Διευκρίνισις: Τὸ θηλυκὸν ἀντίστοιχον τοῦ ἄνακτος λέγεται ΆΝΑΣΣΑ μὲ δύο -σ καὶ ὁ τόνος στὸ πρῶτο ἄλφα κι ὄχι ἀνάσα.)

Καὶ ἐδῶ κάπου παρεμβάλλεται καὶ τὸ λατινοφανὲς rex, ἤτοι ὁ ΡΗΓΑΣ. Οἱ Λατῖνοι θέλοντας νὰ ὀνομάσουν τὸν ἀντίστοιχον δικόν τους ἄνακτα, δανείστηκαν τὸ ῥῆμα μας ὀρέγω καὶ δημιούργησαν τὸ δικό τους ἀντίστοιχον, orego. Ἀπ’αὐτὸ τὸ orego, ὠνόμασαν τὸν βασιλιά τους rex ( ἐξ οὗ καὶ στὴν γενικὴ γίνεται regis). Ὀρέγω σημαίνει ἁπλώνω, ἐκτείνω τὰ χέρια ( ἐξ οὗ καὶ ἡ ὄρεξις, τὸ ἅπλωμα τῶν χεριῶν μας πρὸς τὴν τροφή) καὶ ὡς ἀποτέλεσμα ἐκτάσεως τῶν χεριῶν «δείχνω τὸν δρόμον», διευθύνω. Ὁ ῥήγας λοιπὸν ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν βάσιν τοῦ λαοῦ καὶ τὸν ἀναγωγόν, ἁπλῶς ἁπλώνει τὰ χέρια του γιὰ νὰ κατευθύνει πρὸς τὰ κάπου τὸν λαόν του.

Ἔπειτα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν καὶ ἄλλες συνώνυμες λέξεις ὅλων αὐτῶν, ὅπως:

ΜΕΛΕΔΩΝ, ἐκ τοῦ μέλει ( =φροντίζει), αὐτὸς ποὺ ἐπιδεικνύει μεληδόνα ( =φροντίδα) γιὰ τὸν λαόν του.

ΜΕΔΩΝ, ὁ διαθέτων μέδεα ( =ἀνδρικὰ γεννητικὰ ὄργανα), ὁ προστάτης. Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ μέδω/μήδομαι ( =φροντίζω, προνοῶ καὶ κατ’ἐπέκτασιν εἶμαι κραταιός, ἄρχω ἐξ οὗ καὶ ἡ μῆτις). «Ὁ ἔχων μήδεα καὶ μῆτιν δύναται νὰ εἶναι μέδων» , (Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ), γι΄αὐτὸ καὶ λέγεται καὶ ΟΡΧΑΜΟΣ, ὡς διαθέτων ὄρχεις ( «ὄρχαμος ανδρῶν», Ὅμηρος, «ὄρχαμος λαῶν», Ἡσίοδος). Ἐξ αὐτῆς τῆς συνδέσεως καὶ ἡ ἔκφρασις «ἔνορχις λαός», δηλαδὴ ὁ γενναῖος λαός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν ἀντιστοίχως προέρχονται τὰ ἀνδρικὰ γεννητικὰ ὄργανα.

ΑΡΧΩΝ/ΑΡΧΟΣ/ΑΡΧΕΤΑΣ, ἐκ τοῦ ἄρχω [ = ἐξουσιάζω > ἀρκέω ( =ἀποκρούω) κι ἄρκων ( =ὁ ὑπερασπιστής)] «ἄρχων ἀγαθὸς οὐδὲν διαφέρει πατρὸς ἀγαθοῦ, οἱ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων, ὅπως μήποτε αὐτοὺς ἀγαθὰ ἐπιλείψει».

 ΑΡΧΗΓΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν ἄρχω + ἄγω ( =ὁδηγῶ). Ἄλλη μία λέξις εἶναι καὶ ὁ ΑΓΟΣ ἤ ἀλλοιῶς καὶ ΑΚΤΩΡ, ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἄγω ( «Ἀχαιῶν ἄκτορες», Εὐμενίδες, Αἰσχύλος). Ἀπὸ τὸ ἄγω ὅμως σὲ συνδυασμὸν μὲ τὸ ἀγείρω [ = συγκεντρώνω > ἄγω +εἴρω ( =συνδέω)], χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὴν λέξιν ΑΓΡΕΤΑΣ. Τὴν λέξιν τὴν συναντᾶμε περισσότερον στοὺς Λακεδαιμονίους, οἱ ὁποῖοι ὠνόμαζον ἔτσι τὸν ἡγεμόνα τους.

Ἀκόμη, μία λέξις ποῦ συναντᾶμε συχνὰ στὰ ὁμηρικὰ ἔπη εἶναι ὁ ΚΡΑΝΤΩΡ/ΚΡΑΝΤΗΡ/ΚΡΕΙΩΝ/ΚΡΕΩΝ/ΚΡΑΝΗΣ. Ὅλα ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὴν λέξιν κράς [ τοῦ κρατός ( =τὸ κεφάλι, ἡ κάρα)] καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ κράτος ( = ἡ δύναμις, ἡ ἐξουσία). Οἱ δὲ καταλήξεις -τωρ/-τηρ δίνουν ἀκόμη περισσοτέρα ἔμφασιν στὰ χαρακτηριστικά τους.

Ἀπὸ τὴν λέξιν κάρα δημιουργήθηκε καὶ ἡ λέξις ΚΑΡΑΝΟΣ καὶ σήμαινε αὐτὸν ποὺ εἶναι «τὸ κεφάλι», δηλαδὴ τὸν ἐξουσιαστή. Ἀλλὰ καὶ ὁ ΚΟΙΡΑΝΟΣ, ἡ ὁποία σήμαινε κι αὐτὴ τὸν κυρίαρχο, αὐτὸν ποὺ ἦρχε τὸν στρατό, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἴδιο ἔτυμον. Καὶ φυσικῶς ὅλοι οἱ ἡγέτες ἐλέγοντο καὶ ΚΥΡΙΟΙ, γιατὶ εἶχαν κῦρος ( = ἐξουσία, κυριαρχία). Σήμερα ἀπὸ τὴν συνώνυμη λέξιν γιὰ τὴν κάρα, τὴν κύβη, χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξιν ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ**, γιὰ νὰ δείξουμε τὸν κυρίαρχο. Μάλιστα τὴν χρησιμοποιοῦμε ὁλόσωστα ὅταν τὴν χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸν κυρίαρχο τοῦ πλοίου, καθῶς προέρχεται ἐκ τῆς κύβης + ἐρωή ( =κίνησις, ὁρμή) +νέω ( =πλέω).

**Ἡ ἀντίστοιχη «καπετάνιος» προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸν caput [ = τὸ κεφάλι > κάπυς ( =τὸ πνεῦμα)].

Ἔπειτα, ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας ΗΓΕΤΗΣ/ΗΓΕΜΩΝ/ΗΓΗΤΩΡ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἡγοῦμαι ( = ὁδηγῶ) καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ δείχνει τὸν δρόμον. Ἡ κατάληξις -της δηλοῖ τὸ ἐνεργοῦν πρόσωπον, ἐνῶ ἡ κατάληξις -μων, αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴν ἰδιότητα.

Τοῦ λαοῦ ὁ ἡγέτης ἐλέγετο ΛΑΓΕΤΗΣ/ΛΆΓΟΣ ( > γραμμικὴ Β’ ΛΑ-FΑ-ΓΕ-ΤΑ). Πολλὰ ἀλλοδαπὰ ἐπώνυμα ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ αύτό, ὅπως Lafayette κλπ. Μία πελασγικὴ λέξις ποὺ περιγράφει αὐτὸν ποὺ ἀνεβάζει ψηλὰ τὸν λαόν του, εῑναι ὁ ΛΑΡΣ [ θηλυκὸν ΛΑΡΙΣΑ, > λᾶς ( = πέτρα) +αἴρω].

Ἐπίσης, τὸν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἐξουσίας, τὸν ἔλεγαν καὶ ΑΚΡΩΤΗ ( > ἄκρον) ἀλλὰ καὶ ΥΠΑΤΟΝ ( > ὑπέρτατος> ὑπέρ).

Μία ἄλλη ἑλληνικὴ καὶ ὄχι περσική, συνώνυμη τοῦ βασιλέως λέξις ἦταν ὁ ΕΞΑΤΡΑΠΗΣ, ἤτοι ΣΑΤΡΑΠΗΣ ( «Σατράπην Graeci vocant», Gellius). Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν πρόθεσιν ἐκ +ἀτραπός ( = ἡ ὁδός) ἤ κατ’ἄλλους ἀπὸ τὸ ζά ( =διά) +τρέπω. Εἶναι στὴν κυριολεξία ὁ ἐπόπτης τῶν ὁδῶν, ὁ ἔχων σχέδιο στὸ πῶς, ποῦ καὶ πότε θὰ ὁδηγήσει τὸ στράτευμά του.

Ὁ αὐτεξούσιος, ὁ ἀπόλυτος ἄρχων, ὁ ΚΡΑΤΑΡΧΟΣ [ > κράτος ( = δύναμις) + ἀρχή] ἐλέγετο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ [ > αὐτός+ κρατῶ > κραίνω ( =φέρω εἰς πέρας ), ὁ αὐτοῦ κρατῶν].

Ἐκεῖνος πάλι ποὺ εἶναι ἀπόλυτος ἄρχων καὶ κάνει ὅ,τι θέλει, χωρὶς περιορισμούς, χωρὶς νὰ τὸν ἐμποδίζει οὔτε κἄν ἡ κοινὴ γνώμη, ὁ μόνος ἄρχων λέγεται ΜΟΝΑΡΧΗΣ/ΜΟΝΟΚΡΑΤΩΡ.

 ΔΥΝΑΣΤΗΣ ( > δύναμαι) εἶναι ὁ κυρίαρχος. Ἐλέγετο καὶ ΤΙΤΑΞ [ > τίω, τίνω ( =σέβομαι, τιμωρῶ). Ἀργότερα πῆραν καὶ τὰ δύο τὴν ἔννοια αὐτοῦ ποὺ καταδυναστεύει τὸν λαόν του, τοῦ ἀπολυταρχικοῦ ἄρχοντος.

Ὁ ἀκόμα χειρότερος λέγεται ΤΥΡΑΝΝΟΣ ( «Τυράννου μὲν γὰρ ἔργον ἐστὶ τὸ κακῶς ποιοῦντα τῷ φόβωι δεσπόζειν ἀκουσίων, μισούμενον καὶ μισοῦντα τοὺς ὑποταττομένους» , Πολύβιος, Ἱστορίαι, Ε,11).

Ὕστερα, τὸν ἀρχηγὸ μίας ὁμάδος, τὸν ἔλεγαν ΑΓΕΛΑΡΧΗ, καθῶς ἦρχε τῆς ὑπόλοιπης ἀγέλης [ > ἄγω +ἐελμένος ( =συναθροισμένος)] ἤ καὶ ΠΟΙΜΑΝΟΡΑ [ > πύω > φύω +ἀνήρ, «ποιμὴν ἀνδρῶν», Ὅμηρος, ( «Ὥσπερ τὸν ποιμένα δεῖ έπιμελεῖσθαι ὅπως σῶαι τε ἔσονται αἱ οἶες καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσι καὶ οὐ ἔνεκα τρέφονται, οὕτω καὶ τὸν στρατηγὸν ἐπιμελεῖσθαι δεῖ, ὅπως σῶοι τε οἱ στρατιῶται ἔσονται καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσι», Ξενοφῶντος, Κύρου παιδεία)], καθῶς ὅπως ὁ καλὸς ποιμὴν φροντίζει νὰ μὴ λείψει τίποτα στὰ πρόβατά του καὶ μέλεται νὰ εἶναι αὐτὰ σῶα, ἔτσι κάνει καὶ ὁ στρατηγός-ποιμάνωρ. Ὁ ΤΑΓΟΣ [ > τάττω ( =τακτοποιῶ) ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν αὐτὸς ποὺ προσέτασσε τοὺς ἄνδρες [ κατ’ἄλλους προέρχεται ἀπὸ τὸ ταγίζω ( =ταΐζω)]. Καὶ ὁ βασιλεὺς ποὺ ἦταν στὴν πρώτη σειρὰ τῆς μάχης, ὁ πρόμαχος ἐλέγετο ΠΡΟΜΟΣ ἤ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ( > πρό +ἵσταμαι), ἀλλὰ καὶ ΣΗΜΑΝΤΩΡ ( > σημαίνω, δίνω σῆμα).

Σὲ μικρότερη κλίμακα ΕΞΟΥΣΙΑΡΧΗ [ = ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ πράττειν τὶ > ἐξουσία > ἔξεστι ) = εἶναι δυνατόν) βρίσκουμε τὸν ΠΟΣΙΝ [ > πάομαι ( =ἀποκτῶ, κατέχω), βλ. ἀγγλ. boss ( θηλ. ΠΟΤΝΙΑ = σεβαστή, βλ. προσωνύμια Ἀθηνᾶς, Ἥρας κλπ)]. Ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ πόσεως ἦταν ὁ ΔΕΣΠΟΤΗΣ [ > δέμας ( =σῶμα) +πόσις]. Τὸν παρέχοντα τροφὴ στὸν λαόν του, τὸν ἔλεγον ΠΑΣΤΑ [ > πατέομαι = τρώγω κάτι μαλακόν ( βλ. πίττα, πατάτα, pâté, pasta) καὶ συνεκδοχικῶς τρέφω). Ὁ ΚΟΣΜΗΤΩΡ ποὺ ἐπιβιώνει σήμερα στὰ πανεπιστήμια εἶναι στὴν κυριολεξία αὐτὸς ποὺ βάζει τάξιν [ κοσμῶ ( =τακτοποιῶ)]. Τέλος, ὁ ΠΡΥΤΑΝΙΣ ( > πρό +τείνω) εἶναι κι αὐτὸς συνώνυμος τοῦ ἀρχηγοῦ.

Αὐτὲς μαζί μὲ τὶς σύνθετές τους ( ἐνδεικτικῶς: εὐρυάναξ, παμβασιλεύς, ἀρχιβασιλεύς, λοχαγός, πλοίαρχος, νησίαρχος, ὕπαρχος, παντάναξ, τρισάναξ, φυλοβασιλεύς, ἀρχέπολις, ἀρχέλαος, ἔπαρχος, ἀρχέλας, φύλαρχος, ναύαρχος, στρατηγὸς κ.ἄ) εἶναι οἱ συνηθέστερες μεταξὺ ἄλλων πολλῶν.

Καὶ γιὰ νὰ κλείσω, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἔχω ἀκούσει ἀπαντήσεις τοῦ τύπου « ἀφοῦ συνεννούμεθα μιὰ χαρά καὶ μὲ δύο λέξεις, τί θέλεις καὶ τὰ σκαλίζεις;, ἡ γλῶσσα ἐξελίσσεται κάτι μένει, κάτι φεύγει, κάτι ἀλλάζει, κάτι ἔρχεται ἀπ΄ἔξω, σὲ τί θὰ μοῦ χρησιμεύσει νὰ ξέρω τόσες ἄχρηστες λέξεις, ποιός θὰ μὲ καταλάβει ἄλλωστε;», ἀναρωτιέμαι: Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ πὼς ζωγραφίζει καλά, ὅταν γιὰ τὸν οὐρανὸν σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις, τὴν θάλασσα σὲ ὅλες της τὶς διαθέσεις καὶ τά «εἴδη» της, χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο γαλάζιο; Ὅταν γιὰ ὅλη τὴν πρασινάδα ποῦ γεννᾶ ἡ φύσις, χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο πράσινο; Πῶς γίνεται νὰ ὁμιλεῖ γιὰ ἐξέλιξιν, ἐννοώντας τὴν ἀνέλιξιν, ὅταν ἀπορρίπτει τὴν πολυχρωμία, γιὰ νὰ εἰσαγάγει βασανισμένες λέξεις-μουτζοῦρες; Πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει ἐν ὀλίγοις γνώμη, ἀν δὲν ἔχει γνῶσιν;

Ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας κώδιξ ἐπικοινωνίας, εἶναι ἡ γλῶσσα προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου μας, ὁ τρόπος ποὺ ὁρίζουμε τὴν πραγματικότητά μας. Κι ὅσα λιγότερα μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε, ὅσα λιγότερα μποροῦμε νὰ διευκρινίσουμε, τόσο πιὸ ἁπλοϊκῶς σκεπτόμεθα/διανοούμεθα. Καὶ εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο κρίμα νὰ πάσχει κάποιος ἀπὸ λεξιπενία, ὅταν μητρική του γλῶσσα εἶναι ἡ ἑλληνική, μία γλῶσσα ποὺ δὲν ἀποδέχεται συμβάσεις ὅταν γεννάει τὰ ἔτυμά της. Μία φωνὴ τόσο ἐννοιολογική, ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ πνοή μας ὅταν τὴν ἐκφέρουμε, παίζει καθοριστικὸν ῥόλον στὸ τί ἐννοοῦμε (βλ. ὤρα/ὥρα).


*Εικών: Ὁ λέων τοῦ Πειραιώς, ὁ ὁποῖος κοσμοῦσε τὸ λιμάνι τοῦ Πειραιῶς πάνω ἀπὸ 1800 χρόνια. Ἀπήχθη τὸ 1687 ἀπὸ τὸν γνωστὸν ἀρχαιόσυλο Ἐνετὸ F. Morozini. Σήμερα αὐτὸ τὸ ἄνω τῶν 3 μ. γλυπτό, κοσμεῖ τὴν εἴσοδον τοῦ ναυστάθμου τῆς Βενετίας.

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ >>, ΑΝNA ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ,  << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ >>,  << ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΑΙΣ ΓΝΩΜΑΙ >>, ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, << ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ >>, ΙΩΑΝΝΟΥ  ΣΤΟΒΑΙΟΥ, << ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ >>, ΞΕΝΟΦΩΝ, << ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ >>, ΑΙΣΧΥΛΟΣ, << ΙΣΤΟΡΙΑΙ >>, ΠΟΛΥΒΙΟΣ, ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ  << LIDDELL- SCOTT >>, ἀπὸ τὸ βιβλίον << GELLIUS, ATTIC NIGHTS >> τῆς διαδικτυακῆς βιβλιοθήκης << LOEB CLASSICAL LIBRARY, HARVARD UNIVERSITY >>.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (