ΠΩΣ ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γ’ΚΛΙΣΙΣ: ΟΔΟΝΤΙΚΟΛΗΚΤΑ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΜΟΝΟΘΕΜΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΣΕ -ΙΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΠΛΟ ΟΔΟΝΤΙΚΟ Τ,Δ,Θ
Οἱ λέξεις ποὺ περικλείονται σὲ αὐτὸν εἶναι ἀναλελυμένες σὲ προηγούμενον ἄρθρον ( «ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ, ΟΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΟΥ» ), ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἐπανάληψις εἶναι μήτηρ μαθήσεως, ἄς ἐπαναπροσεγγίσουμε τὰ ἔτυμά τους, ὥστε νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς πρόκειται μόνον γιὰ λέξεις ποὺ μιλοῦν ἀπὸ μόνες τους κι ὄχι γιὰ γρίφους.
Κατ’αρχάς, τὰ οὐσιαστικὰ χωρίζονται σὲ 3 κλίσεις. Στὴν α’ καὶ στὴν β’ κλίσιν ἀνήκουν μόνον ἰσοσύλλαβα οὐσιαστικά. ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ λέγονται ὅσα ὀνόματα σὲ ὅλες τὶς πτώσεις, ὅλων τῶν ἀριθμῶν ἔχουν ἴσες συλλαβές (π.χ. ἄν-θρω-πος, ἀν-θρώ-που, ἄν-θρω-ποι κλπ).
Στὴν α΄ κλίσιν ἀνήκουν ὅσα ἀρσενικὰ λήγουν σέ -ης, -ας (π.χ. πολίτ-ης, νεανί-ας) καὶ ὅσα θηλυκά λήγουν σέ -η, -α (π.χ ψυχ-ή, θάλασσ-α), καθῶς οὐδέτερα ΔΕΝ ὑπάρχουν.
Στὴν β’ κλίσιν ἀνήκουν χοδρικῶς ὅσα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ λήγουν σέ -ος (π.χ. ὁ ἄνθρωπ-ος, ἡ νῆσ-ος) καὶ ὅσα οὐδέτερα λήγουν σέ -ον (π.χ. δῶρ-ον).
Στὴν γ’κλίσιν, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει στὸ παρὸν ἄρθρο,
περιλαμβάνονται ὅλα τὰ περιττοσύλλαβα οὐσιαστικά. ΠΕΡΙΤΤΟΣΥΛΛΑΒΑ λέγονται ὅσα οὐσιαστικὰ ἔχουν
στὴν γενικὴ καὶ δοτικὴ ἑνικοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ μία
συλλαβὴ παραπάνω ἀπὸ ὅτι ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ (π.χ. ἡ πα-τρίς, ἀλλὰ τῆς πα-τρί-δος, τῇ πα-τρί-δι, αἱ πα-τρί-δες κλπ). Ἄρα σίγουρα
στὸ παρὸν ἄρθρον θὰ διαβάσετε γιὰ περιττοσύλλαβα οὐσιαστικὰ ἐφόσον ὁμιλοῦμε γιὰ γ’κλίσιν.
Ἔπειτα, ὁ τίτλος ἀναφέρεται σὲ ὀδοντικόληκτα. ΟΔΟΝΤΙΚΟΛΗΚΤΑ
λέγονται τὰ οὐσιαστικὰ ποὺ τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ θέματός τους (δηλ. ὁ χαρακτήρ) εἶναι γράμμα ὀδοντικόν (δηλ. γράμμα ποὺ γιὰ νὰ τὸ προφέρουμε
χρησιμοποιοῦμε τὰ δόντια μας, εἰ δὲ μὴ δὲν προφέρεται!). Ἄρα, ψάχνοντας κάποιος
τὰ ὀδοντικὰ γράμματα ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἀνατρέχει μόνον σὲ σύμφωνα, καθῶς μόνον τὰ σύμφωνα χρειάζονται ΣΥΜΦΩΝΙΑ τῶν φωνητικῶν χορδῶν μὲ τὴν στοματικὴ ἤ ῥινικὴ κοιλότητα! Διαφορετικὰ θὰ μιλούσαμε γιὰ φωνήεντα (χρῆσις μόνον τῆς φωνῆς/φωνητικῶν
χορδῶν). Τὰ σύμφωνα ποὺ «χτυποῦν» πάνω στὰ δόντια μας εἶναι 3, Τ,
Δ, Θ. Ἄρα, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ οὐσιαστικὰ περιττοσύλλαβα, ποὺ τὸ τελευταῖον γράμμα
τοῦ θέματός τους (χαρακτήρ) εἶναι εἴτε -τ, εἴτε -δ, εἴτε -θ. [ Σημ.: Τὸν
χαρακτῆρα τὸν παίρνουμε πάντοτε ἀπὸ τὴν γενικὴ πτῶσιν, ἀφαιρώντας τὴν κατάληξιν (τοῦ ὄρνιΘ-ος, ἄρα ὁ χαρακτὴρ εἶναι τὸ θ)].
Γράφει ὅμως πὼς τὰ οὐσιαστικὰ ποὺ θὰ διαβάσουμε εἶναι καὶ καταληκτικά. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ λέγονται τὰ ὀνόματα ποὺ ἔχουν στὸ τέλος σίγμα τελικό
(φανερὸ ἤ κρυφό). Γιὰ παράδειγμα ἕνα καταληκτικὸ ὄνομα τῆς γ’κλίσεως εἶναι «ὁ ἥρω-Σ». Ἕνα «κρυφό» καταληκτικὸν οὐσιαστικὸν εἶναι «ὁ κόρακ-Σ = κόραξ».
Ἀκόμα, τὰ οὐσιαστικὰ ποὺ θὰ μελετήσουμε θὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν τίτλο μονόθεμα. ΜΟΝΟΘΕΜΑ λέγονται ὅσα οὐσιαστικὰ στὴν ὀνομαστικὴ καὶ γενικὴ ἑνικοῦ ἔχουν τὸ ἴδιο θέμα, δηλαδὴ ΕΝΑ/ ΜΟΝΟΝ θέμα (π.χ. ὁ ΚΟΡΑΚ-ς, τοῦ
ΚΟΡΑΚ-ος). Ἄρα, σίγουρα δὲν θὰ μελετήσουμε ἕνα οὐσιαστικὸν ποὺ ἄλλο θέμα ἔχει
στὴν ὀνομαστική, ἄλλο στὴν γενική (π.χ. ὁ ῥήτΩρ, τοῦ ῥήτΟρ-ος).
Τέλος, μᾶς ἐνημερώνει πὼς θὰ λήγουν σέ -ις καὶ τὸ ὀδοντικόν (τ,δ,θ) θὰ εἶναι ἁπλό, ἤτοι δὲν θὰ συνθέτει ἄλλον φθόγγον. Ἐν ὀλίγοις δὲν θὰ ἔχει μπροστά του ἕνα -ν νὰ γίνει ντ, ὅπως συμβαίνει π.χ στὸν ἱμάΝΤ-α.
Αὐτὰ τὰ οὐσιαστικά, τὰ ἐπέλεξα διότι πρῶτον δέχονται τὴν
μεγαλύτερη «ἐπίθεσιν» κατὰ τὴν κλίσιν τους σήμερα καὶ δεύτερον
γιατὶ σὲ πολλὰ ἀπ’αὐτὰ ἔχει χαθεῖ ἡ ἴς ( =δύναμις) καὶ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀντωνυμία -η. Ἔτσι, ἡ Θέμις ἔγινε Θέμη, ὁ Πάρις ἀντιστοίχως ἔγινε Πάρης
κοκ.
Καθοριστικὸν ῥόλον στὸ πῶς θὰ τὰ κλίνουμε παίζει ἄν τονίζεται τό -ίς ἤ ἄν τὸ οὐσιαστικό μας εἶναι βαρύτονο, δηλαδὴ ΔΕΝ τονίζεται ἡ λήγουσα, ἄρα ΔΕΝ τονίζεται τό -ις.
Ὅσα τονίζονται στό -ίς, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ πατρίς,
κλίνονται ὡς ἑξῆς:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὀν.: ἡ πατρί-ς (>πατρίδ-ς, μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ὀδοντικοῦ γιὰ εὐφωνία ἔμπροσθεν τοῦ -σ)
Γεν.: τῆς πατρίδ-ος
Δοτ.: τῇ πατρίδ-ι
Αἰτ.: τὴν πατρίδ-α
Κλητ.: (ὦ) πατρί-ς (ομοίως με ονομαστική)
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὀν.: αἱ πατρίδ-ες
Γεν.: τῶν πατρίδ-ων
Δοτ.:ταῖς πατρί-σι (πατρίδ-σι, μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ὀδοντικοῦ πρὶν ἀπὸ τό -σ)
Αἰτ.: τὰς πατρίδ-ας
Κλητ.: (ὦ) πατρίδ-ες
Ἄν ΔΕΝ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ τό -ις, ὅπως συμβαίνει π.χ. στὸ ὄνομα «ὄρνις» τότε κλίνονται ὡς ἑξῆς:
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὀν.: ὁ ὄρνι-ς (ὄρνιθ-ς, μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ὀδοντικοῦ πρὶν ἀπό -σ
γιὰ λόγους εὐφωνίας)
Γεν.: τοῦ ὄρνιθ-ος
Δοτ.: τῷ ὄρνιθ-ι
Αἰτ.: τὸν ὄρνι-ν (ὄρνιθ-ν, μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ὀδοντικοῦ μπροστὰ ἀπὸ τό -ν γιὰ λόγους εὐφωνίας)
Κλητ.: (ὦ) ὄρνι- (ὄρνιθ-, ἀποβάλλεται τὸ ὀδοντικὸν γιὰ λόγους
εὐφωνίας)
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὀν.: οἱ ὄρνιθ-ες
Γεν.: τῶν ὀρνίθ-ων
Δοτ.: τοῖς ὄρνι-σι (ὄρνιθ-σι, μὲ ἀφαίρεσιν τοῦ ὀδοντικοῦ πρὶν ἀπό -σ)
Αἰτ.: τοὺς ὄρνιθ-ας
Κλητ.: (ὦ) ὄρνιθ-ες
Ἔτσι ὅταν θέλουμε νὰ κλίνουμε ὀνόματα ποὺ ὁ χαρακτήρ τους
εἶναι τ,δ,θ καὶ λήγουν σέ -ις κυττάζουμε ἄν τονίζεται τό -ις ἤ ὄχι.
Οἱ προαναφερθέντες Ἄρτεμις,
Ἄδωνις, Θέμις, Πάρις ΔΕΝ τονίζονται στὴν λήγουσα ἄρα θὰ ἀκολουθήσουμε τὸν 2ο
τρόπον κλίσεως. Κι ἔτσι ὅταν θέλουμε νὰ τοὺς δώσουμε κάτι θὰ τὸ δώσουμε στὴν ἌρτεμιΝ,
στὸν ἌδωνιΝ, στὴν ΘέμιΝ, στὸν ΠάριΝ κι ὄχι στὴν Αρτέμιδα, τὴν Θέμιδα, στὸν Ἄδωνη καὶ τὸν Πάρη!
Ὅταν πάλι θέλουμε νὰ τοὺς φωνάξουμε θὰ ποῦμε Ἄρτεμι, Άδωνι, Θέμι, Πάρι χωρὶς κατάληξιν στὸ τέλος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα οὐσιαστικὰ κύρια ὀνόματα ἤ μη, ὅπως
Ἄλκηστις, χάρις, ἔρις κλπ., ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ μὴ τονίζονται στό -ις*
Ἄν πάλι ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ τό -ις τότε θὰ ἀκολουθήσουμε τὸν πρῶτον τρόπον κλίσεως καὶ θὰ ποῦμε στὴν Ἑλληνίδα, στὴν πατρίδα, στὴν Χρυσηίδα,
Βρισηίδα, νησίδα καὶ θὰ ἀναφωνήσουμε (ὦ) Ελληνίς, πατρίς, Χρυσηίς, Βρισηίς,
νησίς.
Οἱ ὑπόλοιπες πτώσεις εἶναι κοινές, ὁπότε δὲν μᾶς μπερδεύουν
τόσο. Τέλος, ὅπως κάθε κανὼν ἔχει τὶς ἐξαιρέσεις του, ἔτσι καὶ ἐδῶ ὑπάρχουν 2 ὀδοντικόληκτα, μονόθεμα, καταληκτικὰ οὐσιαστικά σέ -ις ποὺ διαφοροποιοῦνται.
Αὐτὰ εἶναι ἡ τυραννὶς καὶ ὁ πάις, ἤτοι παῖς, ποὺ ἀντὶ νὰ σχηματίσουν τὴν κλητικὴ ἑνικοῦ (ὦ) τυραννίς, (ὦ) πάις/παῖς ὡς ἔπρεπε σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα, τὴν σχηματίζουν ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΑ, δηλαδή (ὦ) τυραννί, (ὦ) παῖ.
Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφέρθηκε ὁ παῖς, νὰ σημειωθεῖ πὼς ὡς ἄτακτος
ποὺ εἶναι παραβιάζει ἀκόμα ἕναν κανόνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν ποὺ λέει πὼς ὅλα τὰ μονοσύλλαβα οὐσιαστικὰ στὴν γενικὴ καὶ δοτικὴ ὅλων τῶν χρόνων τονίζονται στὴν
λήγουσα/τελευταία συλλαβή (π.χ ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογί, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί). Ὁ παῖς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «παραβατικά» οὐσιαστικὰ ποὺ στὴν γενικὴ πληθυντικοῦ δὲν γίνεται τῶν
παιδῶν ἀλλά τῶν παίδων! Ἀντιστοίχως καὶ ἡ δαίς/δᾴς ἀκολουθεῖ τὸν παῖδα στὶς ἀταξίες του καὶ γίνεται στὴν γενικὴ πληθυντικοῦ τῶν δᾴδων κι ὄχι τῶν δαδῶν ὅπως
θὰ ἔπρεπε**.
(* Ὅμοια μὲ τὸν ὄρνιν κλίνεται καὶ ἡ Πάρνης παρ’ὅτι λήγει σέ -ης. Ἔτσι θὰ γίνει τὴν Πάρνην, (ὦ) Πάρνη κι ὄχι τὴν Πάρνηθα, (ὦ) Πάρνηθα).
(**Καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνει ἡ ἀπορία, -καὶ παρ’ὅτι δὲν κολλοῦν μὲ τὸν τίτλο- τὰ ὑπόλοιπα «ἄτακτα» μονοσύλλαβα ποὺ ΔΕΝ τονίζονται στὴν λήγουσα στὴν γενικὴ πληθυντικοῦ σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα εἶναι τὸ φῶς ποὺ γίνεται τῶν φώτων, ὁ Τρὼς ὁ ὁποῖος
γίνεται τῶν Τρώων, ὁ θὼς καὶ τὸ οὖς ποὺ γίνονται τῶν θώων καὶ τῶν ὤτων ἀντίστοιχα ).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου