Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ




Τί εἶναι τὸ χρῶμα; Καὶ γιατί τὰ βασικότερα χρώματα τὰ λέμε ἔτσι ὅπως τὰ λέμε;
Ἡ δευτέρα ἐρώτησις φαίνεται δυσκολωτέρα ἀπὸ τὴν πρώτη, ἀλλὰ πιὸ δύσκολα κανεὶς ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιατί τὰ ἀποκαλοῦμε χρώματα, παρὰ στὸ γιατί τὸ πορτοκαλί, τὸ λέμε πορτοκαλί! Ποία εἶναι ἡ ἐτυμολογία τῶν χρωμάτων;

Κατ’ἀρχάς, ἡ λέξις ΧΡΩΜΑ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν χρώς ( =τὸ δέρμα) ἀπὸ ὅπου προέρχεται καὶ ἡ χροιά (<<Πυθαγόριοι δὲ χροιὰν καὶ χρῶμα ἐκάλουν τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος>>, Γαληνός). Ἄρα λοιπὸν χρὼς εἶναι κυριολεκτικῶς ἡ ἐπιδερμίς. Κι αὐτὸ ἔρχεται ἴσως νὰ λύσει καὶ τὴν ἀπορία ποὺ προκύπτει ὅταν κάποιος μαθαίνει ὅτι τὰ βασικὰ χρώματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἦταν 4: τὸ λευκό, τὸ μαύρο, τὸ κόκκινο καὶ τὸ κίτρινο (<<Λευκόν τε καὶ μέλαν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ὠχρόν, Δημόκριτος>>, Θεόφραστος, Περὶ αἰσθήσεως, 74). Καὶ γράφω πὼς ίσως λυθεῖ ἡ ἀπορία συσχετίσεως τῆς ἐπιδερμίδος μὲ τὰ 4 βασικὰ χρώματα, καθῶς αὐτὰ εἶναι τὰ κυριώτερα χρώματα ποὺ μέχρι καὶ σήμερα περιγράφουν τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδος μας. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα κατὰ τὴν ἄποψιν τῶν ἀρχαίων γίνονται ἀπὸ πρόσμειξιν τῶν 4 αὐτῶν (<< Τὰ δὲ ἄλλα χρώματα ἐκ τοῦτων τῶν ἀπλῶν τῇ κράσει… γιγνόμενα, πολλὰς καὶ ποικίλας ποιεῖ χρωμάτων φαντασίας>>, Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων). Ὁ Ἀρίσταρχος (ὁ γνωστὸς ἀστρονόμος) διετύπωσε πὼς τὰ χρώματα στὸ ἀπόλυτον σκοτάδι δὲν ὑφίστανται κι ὅτι τὸ φῶς εἶναι ἀναλυμένο ἀναλόγως μὲ τὸ σῶμα στὸ ὁποῖον προσπίπτει. Χρειάστηκαν χιλιετίες, γιὰ νὰ ἀνακαλυφθεῖ ὅτι ἡ ἴρις (οὐράνιον τόξον) δὲν εἶναι παρὰ μία ἀνάλυσις τοῦ φωτὸς στὴν φύσιν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ προσδιοριστοῦν τὰ κύματα τῆς ἀκτινοβολίας του.

Τώρα σχετικῶς μὲ τὰ 4 βασικὰ χρώματα ποὺ προανεφέρθησαν, τὰ πράγματα ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Τὸ ΛΕΥΚΟΝ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λεύσσω ( =βλέπω μὲ ὀξεῖα ὅρασιν, ὅπως ὁ λέ-ων) καὶ σημαίνει τὸ εὐδιάκριτον, τὸ λαμπρόν. Τὸ λευκὸν εἶναι τὸ χρῶμα τῆς λυκῆς, τοῦ φωτὸς ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐτυμολογική τους σύνδςσις. Σήμερα τὸ λέμε καὶ ΑΣΠΡΟΝ [> asperum> asper = λατ. τὸ τραχύ, τὸ ἐχρησιμοποίουν γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ νόμισμα ποὺ μόλις εἶχε κοπεῖ καὶ ἦταν τραχὺ ἀλλὰ γυάλιζε. Ὑπάρχει ἡ θεωρία (Κων/νος Οἰκονόμου) πὼς προῆλθε ὡς λέξις ἀπὸ τὴν λάμψιν τοῦ ἀφροῦ ]. Τὸ περιέγραφαν ὅμως καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα ὅλα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν ἀστραφτερὴ θάλασσα/ἅλα ὅπως ΑΛΦΟΝ,ΦΑΛΟΝ,ΑΛΓΟΝ (> ἀλγός) καὶ ΑΡΓΟΝ ( =ὁ ἀστραφτερός, ἐξ οὗ καὶ τὸ ΑΡΓΥΡΟΝ) κλπ.

Τὸ ΚΟΚΚΙΝΟΝ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν κόκκος [ ὁ βαφικός (ἀπὸ τὴν κοκκοφόρον δρῦ ποὺ ἔχει ὁλοκόκκινους καρπούς, τοὺς ὁποίους ἐπεξεργάζονταν μὲ βράσιμο καὶ κρασὶ καὶ ἔβγαζαν τὸ κόκκινο  χρῶμα γιὰ νὰ βάφουν τὰ ὑφάσματα, τὰ μαλλιά τους κλπ)]. Στὴν ἀρχαιότητα τὸ ἔλεγαν ΕΡΥΘΡΟΝ [ ἤ καὶ ἐρευθὸν καὶ τὰ δύο ἐκ τοῦ ἐρεύθω ( = βλάπτω), καθῶς πολλὲς παθήσεις ὁδηγοῦν στὴν φλόγωσιν καὶ κοκκινίλα τοῦ δέρματος, ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιον τὸ αἷμα ὅταν χτυποῦμε εἶναι ἐρυθρόν ].

Ἀκόμα, καὶ γι’αὐτὸ δὲν ἔλειψε ἡ ἔμπνευσίς τους ἀπὸ τὴν θάλασσα. Αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἐνεπνεύσθησαν ἀπὸ τὸ χρῶμα της ὅταν δύει ὁ ἧλιος ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν βαθυκόκκινη χρωστικὴ οὐσία ποὺ ἐξήγαγον ἀπὸ ἕνα εἶδος ὀστρακοειδοῦς, τὴν πορφύρα κι ἔτσι μία ἄλλη ἀπόχρωσις τοῦ κοκκίνου, τὴν ἔλεγαν καὶ αὐτὴ ΠΟΡΦΥΡΑ [ > πόρος ( =ἡ θάλασσα) + φέρω <<Θάλασσα τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον εἱμάτων βαφάς>>, Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων (βλ. Ὁμήρου, Ὀδύσσεια <<πλέων ἐπί οἴνοπα ( =ὄψις οἴνου) πόντον>>].
Ἡ πορφύρα εἶναι αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε ΒΥΣΣΙΝΙ ( > βύσσινον), τὸ σκοῦρο κόκκινον δηλαδή. Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφερθήκαμε στὸν οἴνοπα πόντον τοῦ Ὁμήρου, ἀπ’αὺτὴν τὴν ὄψιν τοῦ οἴνου δημιουργήθηκε καὶ τὸ χρῶμα ΜΠΟΡΝΤΟ (Bordeaux) ἐκ τῆς γαλλικῆς πόλεως, ποὺ φημίζεται γιὰ τὰ κρασιά της. Ἑπίσης, ἐπειδὴ γενικότερα συνέδεαν τὸ ἐρυθρὸν μὲ τὸ ἁλὸς ἔργον, τὸ εἶπαν καὶ ΑΛΟΥΡΓΙΣ καὶ ΑΛΙΚΟΝ.
Ἄλλη ἀπόχρωσίς του ἦταν καὶ τὸ ΦΟΙΝΙΚΟΥΝ [> φοίνη/θοίνη > θύω/θείνω ( =κτυπῶ)/ φοινός ( =φόνος καὶ κόκκινος ὡσὰν αἷμα), <<Τῆς δὲ μήκωνος τὸ ἄνθος, φοινικοῦν>>, Ἀριστοτέλης]. Ὁ πολὺ ἐρυθρός (δα + φοινός) ἐλέγετο ΔΑΦΟΙΝΟΣ. Τὸ φλογερὸν κόκκινο τὸ εἶπαν ΦΛΟΓΙΝΟΝ καὶ τὸ κόκκινο τοῦ ῥοδιοῦ ΡΟΔΙΝΟΝ ΓΚΡΕΝΑ ( γαλ. grenade =ῥόδι, γιατὶ εἶναι γεμάτον κόκκους > γραίνω ( =τρώγω, ῥοκανίζω κόκκους)] .
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ τὸ κόκκινον τῆς σάλτσας, τὸ ΚΑΡΥΚΙΝΟΝ ( > καρύκη =εἶδος ζωμοῦ σάλτσας, ἐξ οὗ καὶ τὰ καρυκεύματα), ἀλλὰ καὶ τὸ ἔντονο ΜΙΛΤΙΝΟΝ [> μίλτος ( =κόκκινη γῆ) > σ-μίλη ( =ἐργαλεῖον κοπῆς). Καὶ τὸ «ροῦζ» τῶν ἀρχαίων Ἑλληνίδων, ἀπεκαλεῖτο μίλτος καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παρειές τους καὶ στὰ χείλη].
Ὑπῆρχαν δὲ κι ἄλλες ἄπειρες ἀποχρώσεις τοῦ ἐρυθροῦ (ΑΙΜΟΧΡΟΥΝ,ΧΑΛΚΟΧΡΟΥΝ, ΠΥΡΡΟ κλπ), ἀρκεῖ νὰ ἔχει κάποιος φαντασία.

ΩΧΡΑ [> ὠχρός ( =χλωμός, ἄχρους)] προέρχεται ἐκ τῆς ὀξειδώσεως τοῦ σιδήρου [ > σίζω ( =συρίζω) +ἴδη ( =ἡ λάμψις τοῦ σιδήρου), <<Πυρωθεὶς ὁ σίδηρος, λαμπρότερος γίνεται>>, Μ.Ε]. Σήμερα τὸ λέμε ΚΙΤΡΙΝΟΝ ( > κίτρο). Ἕνα εἶδος κιτρίνου εἶναι καὶ τὸ ΧΡΥΣΟΝ ( ἀβεβαίου ἐτυμολογίας, πιθανὸν ἐκ τοῦ χλωρός/γλουρός/φλωρὸς ἀπὸ τὴν ἀναβλαστάζουσα χρυσοκίτρινη χλόη). Ἀκόμη ἕνα εἶδος ὤχρας εἶναι καὶ τὸ ΞΑΝΘΟΝ [ ἤ ξουθόν, ἐκ τοῦ ξαίνω ( = 1.χτενίζω τὸ μαλλὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ ζῶα ὅταν κουρεύονται, τὸ ξαντό, 2. Καθαρίζω, κατεργάζομαι). Ἐκ τοῦ χρώματος λοιπὸν τῶν ξαινόμενων ἐρίων ἐλέχθη ἔτσι ].

Τὸ τελευταῖον βασικὸν χρῶμα κατὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν τὸ ΜΕΛΑΝ [> μή + λάω ( =βλέπω), ἐφόσον εἶναι τὸ χρῶμα πού <<φαίνεται>> ὅταν ὑπάρχει πλήρης ἔλλειψις φωτός]. Σήμερα τὸ λέμε ΜΑΥΡΟΝ [> ἀμαυρώνω ( =κάνω κάτι σκοτεινόν)> στερ. ἀ +μαρμαίρω ( =ἀστράπτω)]. Βέβαια ὑπῆρχαν κι ἄλλες πολλὲς λέξεις νὰ τὸ περιγράψουν ὅπως ΖΟΦΟΣ ( =σκοτάδι), ΕΙΛΥ [ >εἴλυμμα ( =κάλυμμα)], ΚΕΛΑΙΝΟΝ κλπ.

Ἄλλα χρώματα ἦταν τὸ ΚΥΑΝΟΝ ( =πολὺ σκοῦρο μπλέ, σχεδὸν μαῦρο), τὸ ΜΟΛΥΒΔΕΝΙΟ ( > μόλυβδος), ΠΟΛΙΟΝ ( τὸ ἀσπρόμαυρον, φαιό, γκρὶ ἐκ τοῦ πλεFό, ἐξ οὗ τὸ μπλαυὶ κι ἐξ οὗ τὸ μπλέ).
Τὸ ΓΚΡΙ (γαλ. gris) ποὺ λέμε ἑμεῖς σήμερα εἶναι ἀντιδάνειον ἀπὸ τὸ γράιος/γρήιος, προφανῶς διότι τὰ μαλλιὰ ἀνέκαθεν γκρίζαραν ὅσο γερνᾶμε. Τὸ κοντινὸν σὲ ἀπόχρωσιν ΑΣΗΜΕΝΙΟ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄσημος ἄργυρος [>στερ. ἀ +σημάδι ( ὁ ἀσφράγιστος ἄργυρος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει κοπεῖ σὲ νομίσματα)].

Σχετικῶς μὲ τὰ ΓΑΛΑΖΙΟ/ΓΑΛΑΝΟ/ΘΑΛΑΣΣΙ ἀξίζει νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἄν καὶ νεοσύστατα ὀνόματα, προέρχονται καὶ αὐτὰ ἐκ τῆς ἁλός (μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας). Τὸ ΣΙΕΛ ποὺ λέμε σήμερα τὸ πήραμε ἀντιδάνειον ἀπὸ τοὺς Γάλλους, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζουν ἔτσι τὸν οὐρανό (ciel > coelum > κοῖλον τοῦ οὐρανοῦ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν γῆ ). Τὸ ΠΡΑΣΙΝΟΝ ἀπ’τὴν ἄλλη ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πράσου ( κάθε θαλάσσιον φύκι ἐκ τοῦ πόρου, ἀργότερα ὁ,τιδήποτε θύμιζε χορταρικόν, πρασινάδα). Τὸ χρῶμα τὸ ὁποῖον βρίσκεται μεταξὺ γαλαζίου καὶ πρασίνου εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα ΒΕΡΑΜΑΝ [vert- amande ( =τὸ πράσινον τοῦ ἀώρου ἀμυγδάλου)]. Καθ’ὅτι ἀκούγεται ξενικό, τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει σὲ ἑλληνικὰ ἔτυμα. Τὸ γαλλιστὶ πράσινον Vert ἐκ τοῦ viril [= ἀκμάζω ( σημ. ἡ γῆ ἀκμάζει μὲ τὴν πρασινάδα της) > vir ( =ἀνήρ > Fις = ἡ βία, ἡ δύναμις )] καὶ τοῦ amande (> λατ. ammidula > ἀμυγδαλῆ). Ἄλλες ἀποχρώσεις πρασίνου π.χ. ΛΑΔΙ,ΛΑΧΑΝΙ κλπ ὀφείλουν τὸ ὄνομά τους στὶς ὁμώνυμες τροφές.

Τὸ ΜΩΒ ( γαλλ. mauve) τὸ πήραμε ἀπὸ τὸ λατ. malva (> μολόχα) καὶ τὸ λίγο πιὸ ἀνοιχτὸ  ΒΙΟΛΕΤΤΙ ἐκ τοῦ λατινικοῦ viola [> Fίον ( =λουλούδι)]. Τὸ ΦΟΥΞΙΑ (fuchsia) εἶναι τὸ ὄνομα ἑνὸς φυτοῦ ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ χρῶμα καὶ τὸ ὁποῖον ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν βοτανολόγον ποὺ τὸ ἀνεκάλυψε τὸν Γερμανὸν L. Fuchs. Τὸ ΡΟΖ τὸ ὀφείλουμε στὸ ῥόδον, τὸ ὁποῖον πῆραν οἱ Λατῖνοι καὶ τὸ ἔκαναν rosa. Ἀκόμα πιὸ ἀνοιχτὸν εἶναι τὸ ΣΩΜΟΝ [ γαλλ. saumon =ὁ σολομός > λατ. salio/ salmo ἅλτης ( =αὐτὸς ποὺ πηδάει) > ἅλς)]. Τὸ γαλλικὸν ΜΠΕΖbeige =ὁ ἀβαφής) προῆλθε ἀπὸ τὸ ἰταλικὸν bambagia ( τὸ καθαρόν, ἄβαπτον βαμβάκι) κι αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ βάμβακα. Παρόμοια ἱστορία ἔχει καὶ τὸ ΕΚΡΟΥ ( γαλ. écru = ὁ μὴ λευκασμένος), τὸ ὁποῖον συνυφάνθη μὲ τἀ ακατέργαστον/ἀλεύκαστον μετάξι.

Ὕστερα, ὑλικὰ τῆς φύσεως ὅπως τὸ ΜΕΛΙ, ὁ ΚΑΦΕΣ, τὸ ΚΑΣΤΑΝΟΝ κλπ μᾶς ἔδωσαν τὰ ὁμώνυμα χρώματα. Τὸ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ τὸ πήραμε μὲν ἀπὸ τὸ ὁμώνυμον φροῦτον, ἀλλὰ κι αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του τὸ πῆρε ἀπὸ τὴν Πορτογαλία [ Porto di Cale > Porto ( =λιμάνι > πείρω) + Cale [ ἀβεβαίου ἐτυμολογίας ἀλλὰ στὰ ἰταλ. cale, ἰσπαν. Cala εἶναι τὸ ἀμπάρι ἐκ τοῦ λατ. chalo ( > χαλῶ = χαλαρώνω)]. Τέλος, τὸ ΚΟΡΑΛΛΙ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς κόρης ἁλός ( κωράλλιον εἶναι τὸ παιδάριον κατὰ τὸν Ἡσύχιον ).

Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ χρώματα ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα λοιπὸν ΣΚΟΥΡΑ ( > ἰταλ.oscuro > λατ.obscurus > σκυθρός) ἤ μή, εἴτε ἀποτελοῦν προϊὸν τῆς φύσεως ( δάνειον/ἀντιδάνειον ἀπὸ κάποια ἄλλη γλῶσσα), εἴτε χρωστοῦν τὸ ὄνομά τους σὲ κάποιον/κάτι ποὺ συνυφάνθη μὲ αὐτὰ ἤ ἀκόμα καλλίτερα μᾶς ἔρχονται ἀβασάνιστα ἀπὸ τοὺς προγόνους μας.
Σίγουρα λείπουν πολλὰ ἀπὸ τὸ παρὸν ἄρθρον, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναφερθοῦν ὅλα, καθῶς ἡ φαντασία εἶναι ἀτέρμονος.


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, ΑΝ. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ, ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ>>, <<ΠΕΡΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ>>, ἀπὸ τὸ λεξικόν <<LIDELL- SCOTT>> καὶ τὴν σελίδα <<PHILOLOGUS.GR>>. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ