Μὲ ἀφορμὴ διάφορες συζητήσεις, ἀλλὰ καὶ ὀπτικογραφήματα (βίντεος), παρατηρῶ πὼς ὑπάρχει τρομερὴ ἀπόκλισις τῶν ἐτύμων ὁρισμένων λέξεων, σὲ σχέσιν μὲ τὸ νόημα ποὺ τοὺς δίνουμε σήμερα. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν διάφορες συζητήσεις περὶ τοῦ λεγομένου <<ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ>> [ > ἰταλ. razza > λατ. ratio ( ὁ λόγος ποὺ ῥέει), ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀειρύτου τῆς διαδοχῆς τῶν γενεῶν ἤ ἀπὸ τὸ γαλλ. racine > λατ. radix> ῥάδιξ ( =ἡ ῥίζα). Ἐν ὀλίγοις εἶναι ἡ ἔμφυτος ἀνάγκη προστασίας τοῦ γένους σου, τῆς ῥίζας σου καὶ συνεκδοχικῶς τοῦ ἔθνους σου καὶ φυλῆς σου. Γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς καὶ ἀκριβεῖς καὶ ἐπειδὴ στὸ ἄρθρον ἀναφέρεται ἡ μακροβιότητα τῶν ἑλληνικών ἐτύμων, ὁ ὅρος δὲν ὑπῆρχε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Εἰσήχθη τὸ 1927-8 ἀπὸ τὸν Λ. Τρότσκυ, στὴν προσπάθειά του νὰ δώσει ὑπόστασιν στὶς θεωρίες του. Διότι ἄν κάτι δὲν ὀνομάζεται (ὄν-ομα), δὲν ὑφίσταται κιόλας (ὄν) ], ἀπεφάσισα νὰ ψάξω τὴν ἀκριβὴ ἐτυμολογία, τῶν πιὸ συνηθισμένων λέξεων, σχετικῶν μὲ αὐτόν.
Ἀρχικά, ἔχουμε τὴν λέξιν πρόσφυγας. Ὁ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τό <<πρός +φεύγω>>, ἄρα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσφεύγει κάπου, ζητώντας ἄσυλον (στερ. ἀ + συλῶ = λεηλατῶ, ἀφαιρῶ μὲ τὴν βία). Εἶναι ὁ ΑΚΟΥΣΙΟΣ φυγᾶς, ὁ ζητῶν προσωρινῶς καταφύγιο, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποφύγει πολεμικὲς ἐνέργειες ποὺ θέτουν σὲ κίνδυνον τὴν ζωή του.
Ὁ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ἀπ’ τὴν ἄλλη, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τά <<μετά + ναίω (=κατοικῶ)>>. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ἀφήνει τὸν τόπο του, εἴτε γιὰ νὰ μετοικήσει σὲ ἄλλο μέρος τῆς πατρίδος του ( ἐσωτερικὸς μετανάστης-μέτοικος), εἴτε σὲ κάποια ἄλλη γῆ ( ἀλλοδαπὸς μετανάστης ποὺ πληροῖ ΟΛΕΣ τὶς νόμιμες προϋποθέσεις γιὰ νὰ διαβιώσει στὸ κράτος ὑποδοχῆς γιὰ ὅσο διάστημα αὐτὸ τοῦ ἐπιτρέπει). Ὅποια κι ἄν εἶναι τὰ κίνητρα μεταναστεύσεώς του, τὸ μόνον σίγουρο εἶναι πὼς δὲν προσφεύγει ἀλλὰ μεταναίει, ἄρα δὲν ἀπειλεῖται ἡ ζωή του.
Ὁ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν <<λανθάνω +μετανάστης>>. Κυριολεκτικῶς <<λανθάνω>> σημαίνει διαφεύγω τὴν προσοχὴ κάποιου ( ἐξ οὗ καὶ τό <<λάθος>> =κάτι τὸ ὁποῖον δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε, ἀλλὰ μᾶς ξέφυγε). Λαθρομετανάστης κυριολεκτικῶς χαρακτηρίζεται ἐκεῖνος ποὺ διέφυγε τὴν προσοχὴ τῆς συνοριοφυλακῆς ἑνὸς κράτους (> κρατῶ =ἔχω δύναμιν στὰ χέρια μου < κράτος= ἰσχύς).
Ὁ ΙΘΑΓΕΝΗΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν <<ἰθύς (=εὐθύς) + γένος>>. Τουτ’ἔστιν, συνδέεται μόνον μὲ τὸ γένος ( > γίγνομαι > γεννῶ) κι ὄχι μὲ τὸ κράτος, στὸ ὁποῖον γεννιέται κάποιος ἤ θέλει νὰ δηλώνει πίστιν.
Σύμφωνα μὲ τὶς συνθήκες καὶ τὰ ἰδανικὰ περὶ πατρίδος, ποὺ ἐπικρατοῦσαν τὴν ἐποχὴ ποὺ δημιουργήθηκαν αὐτὰ τὰ ἔτυμα, συνώνυμες λέξεις τοῦ ἰθαγενοῦς, ἦταν ὁ αὐτόχθων, ὁ παλαίχθων, ὁ γηγενής.
Διότι τότε ἐταυτίζετο τὸ γένος μὲ τὴν γῆ καὶ γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι προτιμοῦσαν νὰ πεθάνουν, πολεμώντας γιὰ τὴν γῆ τους, τὸ γένος τους, τὸν οἶκο τους, παρὰ νὰ παρατήσουν τὴν γῆ τους ἤ νὰ ὑποδουλωθοῦν. Διότι αὐτὰ τὰ θεωροῦσαν ἀτιμωτικὰ γιὰ τὸ γένος τους (<<ἀμύνεσθαι τὸν βάρβαρον>>, στήλη Τροιζῆνος, <<τεθνᾶναι καλῶς ἤ ζῆν αἰσχρῶς>> καί <<ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι>> Σοφοκλῆς, Αἴας <<τά βαρβάρων δοῦλα πάντα>>, Εὐριπίδης, Ἑλένη, <<οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησι προσκυνέειν>>, Αἰσχύλος, Προμηθεύς δεσμώτης κ.ἄ).
Τὸ πλησιέστερο καὶ ἀκριβέστερο συνώνυμον τοῦ ἰθαγενοῦς μέχρι καὶ σήμερα, εἶναι ὁ γνήσιος (> γεννῶ), τὸν ὁποῖον οἱ Λατῖνοι χρησιμοποίησαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὸ ῥῆμα gnascor (> nascor > nasco ἀπαρ. nascere = γεννῶ > natio = γένος), ἀπὸ τὸ ὁποῖον δημιουργήθηκαν ἀργότερα οἱ λέξεις nationality (ἀγγλ.), nationalité (γαλλ.), Nationalität (γερμ.) κ.ο.κ.
Ὡς ἔτυμα, σημαίνουν κυριολεκτικῶς τὴν ἰθαγένεια (γένος), ἀλλὰ τὰ πολυφυλετικὰ κράτη ποὺ συνέστησαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοί, ἔκαναν τὸ natio (ἰθαγένεια) ταυτόσημο τῆς ἐθνικότητος, γι’αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς γεννήθηκε ἡ ἀνάγκη νὰ ἔχουν ἄλλη λέξιν, ποὺ νὰ διαφοροποιεῖ τὴν μία ἔννοια ἀπ’τὴν ἄλλη.
Τὸ ΕΘΝΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἔθους (=συνήθεια) καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ ἤθους (Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια). Ὅταν δημιουργήθηκε ἡ λέξις σήμαινε τὴν φυλή, καθῶς τὸ ἔθος ἦταν ἀνάλογον τῆς κάθε φυλῆς.
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ σήμερα ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀνήκει σ’ἕνα συγκεκριμένον ἔθνος, τουτ’ἔστιν πληροῖ συγκεκριμένα κριτήρια, ἔχει συγκεκριμένες συνήθειες καὶ κοινοὺς μὲ ἄλλους ἠθικοὺς κανόνες. Πρῶτος ποὺ ὅρισε γραπτῶς τί ἐστὶ ἔθνος ἦταν ὁ Ἡρόδοτος:
<<αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα>>
Ἡρόδοτος, ἱστορίαι, Οὐρανία, 144,2,3.
Σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων, γιὰ νὰ θεωρεῖται κάποιος ΟΜΟΕΘΝΗΣ (ὅμοιος +ἔθνος) μὲ κάποιον ἄλλον, πρέπει νὰ πληροῖ ΟΛΑ τὰ κριτήρια. Ὅπως ἦταν κάποτε οἱ Ἕλληνες ποὺ χωρίζονταν μὲν σὲ πόλεις-κράτη, ἀλλὰ πληροῦσαν ὅλες τὶς ἄνωθεν προϋποθέσεις καὶ συναποτελοῦσαν τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος.
Ἄν κάποιος πληροῖ μερικὲς ἀπ’αὐτές, χαρακτηρίζεται διαφορετικά. Ἔτσι μπορεῖ νὰ λέγεται ΟΜΟΓΕΝΗΣ (ὅμοιος+γένος), ἄν πληροῖ μόνον τὸ κριτήριο τῆς ἰθαγενείας (Ἕλληνας -Ἕλληνας τῆς Ἀμερικῆς), ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ (ὅμοιος +γλῶσσα), ἄν ὁμιλεῖ μόνον τὴν ἴδια γλῶσσα (Γαλλία- Κονγκό), ΟΜΟΤΡΟΠΟΣ (ὁμοίως+τρέπεσθαι), ἄν ἔχει τὰ ἴδια πιστεύω μὲ κάποιον ἄλλον (μουσουλμάνος Ἰράν, μουσουλμάνος Πακιστάν).
Καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἰσχυρίζονται πὼς ἔχουν ἀλλάξει οἱ συνθήκες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡροδότου -καὶ κατ’ἐπέκτασιν πολλὰ ἀπ’τὰ τότε κριτήρια-, ἡ λογικὴ λέει πὼς τὸ γένος δὲν μπορεῖς νὰ τὸ τροποποιήσεις, ἀκόμα κι ἄν ἀποφασίσεις νὰ ὁμιλεῖς τὴν γλῶσσα ζουλοὺ καὶ νὰ κάνεις δεήσεις στὴν βροχή, ὅπως κάποιες φυλὲς τῆς Ἀφρικῆς.
Σχετικὰ τώρα μὲ τὰ τροποποιήσιμα, ἡ λογικὴ καὶ πάλι λέει, πὼς ἡ γλῶσσα καὶ τὸ τρέπεσθαι εἶναι ἀνάλογα τῆς σχέσεως ποὺ θέλει κανεὶς νὰ ἔχει μὲ τὸ παρελθόν του, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς ποιότητος (καλλιτέρας ἤ χειροτέρας, ποὺ θέλουν νὰ προσδώσουν στὸ ἔθνος τους τὰ μέλη του. Αὐτὸ βέβαια προϋποθέτει πὼς τὸ ἔθνος εἶναι ἀνεξάρτητο καὶ πὼς γιὰ τὶς ὅποιες ἀλλαγὲς προκύψουν, εἶναι ἁρμόδια μόνον τὰ μέλη του, εἰ δὲ μὴ ὁμιλοῦμε γιὰ ὑποδουλωμένον ἔθνος).
Ὁ ΥΠΗΚΟΟΣ/ ΥΠΑΚΟΥΟΣ ἀπ’ τὴν ἄλλη, ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ <<ὑπό +ἀκούω>> καὶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀποδέχεται νὰ ὑπακούει στοὺς νόμους, στοὺς κανονισμούς- σύστημα ἑνὸς κράτους, ἐφόσον βέβαια καὶ τὸ κράτος εἶναι σύμφωνο. Δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως πὼς τὸ κράτος ποὺ διαμένει εἶναι ἡ πατρίδα του, δηλαδὴ ἡ γῆ τῶν πατέρων του (π.χ. Ἕλληνες ποὺ ζοῦν στὴν Γερμανία ἔχουν ἑλληνικὴ ἰθαγένεια καὶ γερμανικὴ ὑπηκοότητα).
Καὶ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν ἐννοιολογικῶς ὅλα τὰ παραπάνω, θὰ πρέπει νὰ ἀναλυθοῦν ἐτυμολογικῶς καὶ οἱ ὅροι κράτος, χώρα, πατρίδα.
ΚΡΑΤΟΣ ( ὅρος νομικός), εἶναι ἡ δύναμις (>κρατέω-κρατῶ) μίας συγκεκριμένης πολιτικῆς ὀντότητος, ποὺ δρᾶ ἐντὸς συγκεκριμένων συνόρων. Συνήθως δημιουργεῖται ἀπὸ ἕνα ἔθνος, στὴν προσπάθειά του νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ ἄλλα, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ πολυεθνικὰ κράτη (π.χ Ἑλβετία). Ἐπίσης μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κι ἕνα ἔθνος σὲ 2 διαφορετικὰ κράτη ( Ἑλλάδα-Κύπρος).
ΧΩΡΑ (> ὥρα, μὲ τροπὴ τῆς δασείας σέ -χ ), εἶναι ἡ ἔκτασις γῆς ποὺ βρίσκεται σὲ συγκεκριμένο γεωγραφικὸ μῆκος καὶ πλάτος σὲ σχέσιν μὲ τὸν ἥλιο. Εἶναι γεωγραφικὸς ὅρος καὶ ὁρίζει τὰ γεωγραφικὰ σύνορα ἑνὸς κράτους, τὸ ποῦ τοποθετεῖται αὐτὸ στὸν χάρτη ἐν ὀλίγοις. Πολλοὶ συσχετίζουν τὸν χώρο ποὺ γεννήθηκαν (χώρα) μὲ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ γένους τους, τὴν γῆ τῶν προπατόρων τους (πατρίδα), ἀλλὰ τὰ ἔτυμα διαψεύδουν κατηγορηματικῶς αὐτὴν τὴν λογική.
ΠΑΤΡΙΔΑ [ (ἄρουρα) > πατήρ) εἶναι κυριολεκτικῶς ἡ γῆ τῶν πατέρων μας.Ἔχει σχέσιν ἐν ὀλίγοις μόνον μὲ τὸ γένος καὶ δὲν τροποποιεῖται ἀναλόγως μὲ τὴν διάθεσιν μεταναστεύσεως τοῦ καθενός. Ἐπίσης, δὲν ἔχει ἀπαραιτήτως σχέσιν μὲ τὸ κράτος ἤ τὸν γεωγραφικὸν χῶρον στὸν ὁποῖον κάποιος γεννιέται. Δυστυχῶς στὸν σύγχρονο κόσμο, ἡ ἀλλαγὴ συνόρων εἶναι συχνὸν φαινόμενον, οἱ μεταναστεύσεις ἀκόμα συχνότερον, ἡ γνώσις τῆς ῥίζας μας κατήντησε νὰ θεωρεῖται ἀπαρχαιωμένη ἀντίληψις, ἡ φιλοπατρία ἔγινε ἄγνωστη λέξις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργεῖται σύγχυσις σὲ βαθμὸν σφετερισμοῦ τοῦ ὅρου πατρίς, ἀπὸ ὅποιον τὸ θελήσει.
Ὅπως εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ( κατά+ἄγω) καὶ ἄλλο πρᾶγμα ἡ ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑ ( ἐν +τόπος) γιὰ ἕναν Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν Σπάρτη, ἀλλὰ νὰ διαμένει στὴν Θεσσαλονίκη. Τοῦ δίνεται τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκτήσει νέα ἐντοπιότητα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν καταγωγή του, τουλάχιστον σὲ ἐτυμολογικόν-λογικὸν ἐπίπεδο.
Τέλος, σχετικὰ μὲ τὴν διαφορὰ ξένου καὶ ἀλλοδαποῦ:
Ὁ ΞΕΝΟΣ ( > ΣΚΕΝΟΣ καὶ μὲ μετάθεσιν ΚΣΕΝΟΣ) ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν σκηνή. Εἶναι ὁ Ἕλλην κάτοικος ἄλλης πόλεως, αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε ἡμεδαπός, ἀλλὰ ὄχι (ἐ)ντόπιος. Στὰ χρόνια τῶν παππούδων μας καὶ σὲ μικρὰ χωριὰ μέχρι καὶ σήμερα, ἔτσι λένε οἱ γηραιότεροι συνήθως τοὺς Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ μέρος τους.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λοιπόν, ἦταν ἠθικῶς ὑποχρεωμένοι νὰ φιλοξενήσουν ὁποιονδήποτε Ἕλληνα ἄλλης πόλεως στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ σπιτιοῦ τους, στήνοντάς του μία σκηνὴ καὶ προσφέροντάς του δῶρα.
Ἦταν μία ἐλάχιστη δήλωσις τιμῆς πρὸς τὸν Ξένιο Δία, τὸν προστάτη τῆς φιλοξενίας καὶ ἡ ἄρνησις παροχῆς σκηνῆς σὲ συνέλληνα, ἐθεωρεῖτο ἀτιμία στὸν ξένο καὶ ὕβρις στὸν Δία (ξεῖν', οὔ μοι θέμις ἔστ', οὐδ' εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι,ξεῖνον ἀτιμῆσαι, Ὀδ,ξ,56). Ἡ φιλοξενία ἦταν τόσο ἱερὸς θεσμός, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀποτελοῦσε καὶ λόγον συμφιλιώσεως στὶς πολεμικὲς συγκρούσεις μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ( βλ. Διομήδη –Γλαῦκο στὴν Ἰλιάδα).
Ὁ ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ( ἄλλος +δᾶ +πούς), ἡ ὁποία λέξις ὡς μέρος τοῦ λόγου εἶναι ἀντωνυμία κι ὄχι οὐσιαστικὸν ἤ ἐπίθετον, σημαίνει τὸν ἄνθρωπον τοῦ ὁποίου ὁ πούς, δηλ. τὸ πόδι, εἶναι ἀπὸ ἄλλη δᾶ (=γῆ). Ἄν οἱ ἀρχαῖοι Ἑλληνες ἔλεγαν κάποιον ἀλλοδαπό, ἐννοοῦσαν πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμμία σχέσιν μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ φυσικὰ ὄχι μόνον δὲν ἔνιωθαν καμμία ὑποχρέωσιν νὰ τὸν φιλοξενήσουν, ἀλλὰ τὸν θεωροῦσαν καὶ πολέμιον, ἐπιδρομέα ( ἐξ οὗ καὶ τὸν Δία τὸν ὠνόμασαν Ξένιο κι ὄχι Ἀλλοδάπιο).
Ἐλέγετο ἀλλοιῶς καὶ ΕΧΘΟΔΟΠΟΣ, ἐκ τῶν ἐκτός +δᾶ+πούς, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ πόδι του εἶναι ἀπὸ γῆ ἐκτός τῆς δικῆς τους, τῆς ἑλληνικῆς, ἐξ οὗ κι ὁ ΕΧΘΡΟΣ.
Αὐτὴ ἡ πίστις τους, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη τοῦ ἀλλοδαποῦ, ἐρωτηματικὴ ἀντωνυμία ΠΟΔΑΠΟΣ [ ( =ἀπὸ ποιά γῆ;, τί λογῆς;) ἐστί ὁ ξένος;], ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γιὰ νὰ ῥωτήσουν : <<ἀπὸ ποιά γῆ εἶναι τὸ πόδι τοῦ ξένου;>>. Αὐτὴ ἡ ἀντωνυμία καὶ ἡ <<ἀδυναμία>> ἀναγνωρίσεως/ ἀποδοχῆς τοῦ ξένου ἔδωσε στὴν γλῶσσα μας τὴν λέξιν ΠΟΤΑΠΟΣ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα σημαίνει τὸν εὐτελῆ, τὸν τιποτένιο.
Τέλος, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπορρίπτει τὴν συμβατικότητα στὰ ἔτυμά της, στὰ ὁποῖα ὑπάρχει πάντοτε σχέσις μεταξὺ τοῦ σημαίνοντος καὶ τοῦ σημαινομένου, σχέσις ἰδανικὴ καὶ ἰδεατή, ἀντικατοπτρίζουσα τὰ ἰδανικὰ τοῦ ὀνοματοθέτη της. Τὸ νὰ ἐπαναπροσδιορίζει λοιπὸν κάποιος τὸ νόημα τῶν λέξεων καὶ νὰ βαπτίζει τὸ κρέας, χόρτα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ αὐτοαποκαλεῖται χορτοφάγος, δὲν πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πρόβλημα πρὸς ἐπίλυσιν γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλωσσολογίας (καὶ ὄχι μόνον!), ἀλλὰ πρόβλημα αὐτῶν ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐσφαλμένα τὶς λέξεις.
Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ , <<ΑΙΑΣ>>, ΣΟΦΟΚΛΗΣ, <<ΕΛΕΝΗ>>, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, <<ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΤΕΧΝΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ>>, ΑΙΣΧΥΛΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΑΙ, ΒΙΒΛΙΟ Θ: ΟΥΡΑΝΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΙΛΙΑΣ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ καί << ΛΕΞΙΚΟ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἔκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου