Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ, ΟΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΟΥ




Διαβάζοντας κάποιος τὸν τίτλο τοῦ ἄρθρου περιμένει πὼς θὰ διαβάσει κάποιο ἐπιστημονικὸν ἄρθρον ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἐξειδικευμένους φιλολόγους μὲ πολυετῆ πεῖρα στὸν τομέα τους. Κι ὅμως οἱ λέξεις μιλοῦν ἀπὸ μόνες τους, ἡ γλῶσσα μας διέπεται ἀπὸ λογικὴ καὶ θέλω νὰ πιστεύω πὼς στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου δὲν θὰ ἀκούγονται σὰν κινέζικα ἑλληνικὲς λέξεις, ὅπως πτωτικά, συγκεκριμένα/ἀφηρημένα οὐσιαστικά, θέμα καὶ χαρακτὴρ περιττοσυλλάβων ὀδοντικολήκτων οὐσιαστικῶν κλπ. Κατ’ἀρχὴν ὅμως πρέπει νὰ διευκρινίσουμε τὸ ἑξῆς ἁπλό : Τί εἶναι οὐσιαστικὸν καὶ γιατί τὸ λέμε ἔτσι;

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΟΝΟΜΑ ἐκ τοῦ ν > εμί ( =εἶμαι, ὑπάρχω), διότι χωρὶς ὄνομα δὲν ὑπάρχεις]
Τὰ ὠνόμασαν οὐσιαστικά ( > οὐσία > ε
μί), καθῶς δηλώνουν ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει γύρω μας. Μποροῦν νὰ χωριστοῦν σὲ διάφορες ὑποκατηγορίες, ἀναλόγως μὲ τὸ κριτήριον διαιρέσεως ποὺ θέτει κάποιος.

Χονδρικῶς ἕνα οὐσιαστικὸν μπορεῖ νὰ εἶναι:
εἴτε
 ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΝ, νὰ δηλώνει δηλαδή:
α) ὄνομα ἐμψύχου ἤ ἀψύχου π.χ ὁ Ἡρακλῆς, ἡ Ἰόλη, ὁ Νεῖλος, ὁ Ὄλυμπος
β) πρόσωπον π.χ ὁ πατήρ, ὁ ταχυδρόμος
γ) ζῶον π.χ ὁ σκύλος, τὰ πουλιά
δ) πρᾶγμα π.χ τὸ τετράδιον, ἡ ἐλιά

εἴτε
 ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΝ, νὰ δηλώνει δηλαδή:
ἀφηρημένη ἔννοια, κατάστασιν, ἰδιότητα, ἐνέργεια κ.ά. π.χ ἐλευθερία, ἀρχή, παιδεία, ἀγάπη, ζήλεια, τρέξιμο, ἀδράνεια, ὕπνος, σκέψιν, χαρὰ κλπ.

Μπορεῖ νὰ δηλώνουν εἴτε κύριον ὄνομα π.χ Ἑλλάδα, Ἀριστοτέλης, γι’αὐτὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα τὰ λέμε ΚΥΡΙΑ καὶ γράφονται πάντοτε μὲ κεφαλαῖο τὸ πρῶτο τους γράμμα, εἴτε νὰ δηλώνουν ἕνα σύνολον προσώπων, ζώων ἤ πραγμάτων τοῦ ἰδίου εἴδους
 π.χ ἀνήρ, ἵππος. Τὰ τελευταῖα λέγονται ἁπλῶς ΚΟΙΝΑ ἤ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΑ καθῶς μᾶς βοηθοῦν νὰ προσαγορεύσουμε, ἤτοι νὰ προσφωνήσουμε κάτι, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἴτε δὲν ξέρουμε, εἴτε δὲν θέλουμε νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε.

Τὰ οὐσιαστικά (ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα 5 κλιτὰ μέρη τοῦ λόγου, βλ. ἄρθρον τὰ 10 μέρη τοῦ λόγου) δὲν συναντῶνται πάντοτε μὲ τὴν ἴδια ἀμφίεσιν. Ὅπως κι ἑμεῖς ἔτσι κι αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάζουν ἐνδύματα χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἀλλάζουν τὴν οὐσία τους. Αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς ἐμφανίσεις τους, τὸν τρόπον ποὺ πέφτουν οἱ λέξεις μες στὸν λόγον τὶς ὀνομάζουμε ΠΤΩΣΕΙΣ [ > πίπτω ( =πέφτω)] καὶ στὴν ἀρχὴ ἦταν 8 (στὰ μηκυναϊκὰ χρόνια ἔγιναν 6, στὰ ἀρχαϊκὰ ἔγιναν 5 καὶ ἀργότερα μὲ τὴν ἔκδοσιν τῆς νεοελληνικῆς γραμματικῆς καθιερώθηκαν καὶ ἐπισήμως οἱ γνωστὲς  4). Ἡ ἀνάλυσίς τους θὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες στὰ κλασικὰ χρόνια.
Ἡ πρώτη σὲ σειρὰ κλίσεως, λέγεται ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ (π.χ ὁ ἄνθρωπος), γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κατάλληλη πτῶσις γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ τὸ ὄνομα τινός (πράγματι στὴν ἀναγνωριστικὴ ἐρώτησιν ποιός/τί εἶναι;, δὲν ἀπαντᾶμε μὲ τὶς ὑπόλοιπες πτώσεις). Λέγεται ὅμως καὶ ΕΥΘΕΙΑ ἤ ΟΡΘΗ πτῶσις.
Ἔπειτα, ἔχουμε τὴν ΓΕΝΙΚΗ ( > γένος) πτῶσιν, ἡ ὁποία δηλώνει τὴν κατηγορία τοῦ εἴδους, σὲ ποιό γένος ἀνήκει, γι’αὐτὸ καὶ στὸ παρελθὸν τὴν ἀποκαλοῦσαν καὶ πατρικὴ ἤ κτητικὴ πτῶσιν. Μέχρι καὶ σήμερα μ’αὐτὴν δηλώνουμε τὴν κτῆσιν (π.χ τοῦ ἀνθρώπου).
Ἡ ἑπόμενη λέγεται ΔΟΤΙΚΗ [ δίδωμι ( =δίνω)] κι αὐτὸ γιατὶ ἐκφράζει τὴν ἔννοια τοῦ νὰ δίνεις, τὸ δίδωμι τινὶ τὶ (π.χ τῷ άνθρώπῷ). Σήμερα ἐκφράζεται μὲ τὴν πρόθεσιν «εἰς» καὶ αἰτιατική ( ἄλλοτε καὶ μὲ γενική) [π.χ. Δίνω (εἰ)σ τον ἄνθρωπον/τοῦ ἀνθρώπου κάτι].
Ὕστερα, ἔχουμε τὴν ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ [ > αἰτιατόν ( =τὸ ἀποτέλεσμα)], ἡ ὁποία δηλώνει τὸ πρόσωπον/πρᾶγμα στὸ ὁποῖον μεταβαίνει ἀμέσως ἡ ὑπὸ τοῦ ῥήματος δηλουμένη ἐνέργεια (π.χ τὸν ἄνθρωπον).
Ἡ ΚΛΗΤΙΚΗ ( > καλῶ) εἶναι ἡ τελευταία σὲ σειρὰ σήμερα πτῶσις καὶ λέγεται ἔτσι διότι μ’αὐτὴν καλοῦμε κάποιον/κάτι (π.χ ἄνθρωπε). Λέγεται καὶ αὐτὴ ΟΡΘΗ καὶ οἱ ἐνδιάμεσες τῶν ὀρθῶν (γενική, αἰτιατική, δοτική) λέγονται ΠΛΑΓΙΕΣ πτώσεις.
Τέλος, κάποτε υπήρχαν ξεχωριστά και άλλες 3 πτώσεις:
Ἡ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ  ὁποία δήλωνε αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀφαιροῦμε, λαμβάνουμε κάτι. Σήμερα συγχωνεύτηκε μὲ τὴν γενική (γάλα αγελάδος)
Ἡ ΤΟΠΙΚΗ, πρὸς δήλωσιν τῆς ἐν τόπῷ καὶ ἐν χρόνῷ στάσεως. Συγχωνεύτηκε κάποτε μὲ τὴν δοτική (δοτικὴ τοπική) καὶ σήμερα ἐκφράζεται μὲ αἰτιατική (π.χ. στὸ τάδε μέρος, τὴν τάδε ὥρα)
Ἡ ΟΡΓΑΝΙΚΗ, ἡ ὁποία δηλώνει τὸ ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον γίνεται κάτι. Συγχωνεύτηκε μὲ τὴν δοτική (δοτικὴ ὀργανική) καὶ σήμερα ἐκφράζεται μὲ τό «μέ» καὶ αἰτιατική ( π.χ. κόπηκε μὲ τὸ μαχαίρι ).
Καὶ ὅσα μέρη τοῦ λόγου ἔχουν πτώσεις τὰ ὀνομάζουμε ΠΤΩΤΙΚΑ. Τὰ οὐσιαστικὰ ἀνήκουν σ’αὐτὴν τὴν κατηγορία, ὁπότε θεωροῦνται καὶ αὐτὰ πτωτικά (τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τὸ ἄρθρον, οἱ ἀντωνυμίες, οἱ μετοχὲς καὶ τὰ ἐπίθετα).

Τὰ οὐσιαστικὰ ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ πτώσεις ἔχουν καὶ ΓΕΝΟΣ.
Ἔτσι ἕνα οὐσιαστικὸν μπορεῖ νὰ εἶναι εἴτε ΑΡΣΕΝΙΚΟΝ ( > ἄρρην καὶ παίρνει πάντοτε τὸ ἄρθρον «ὁ» στὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ), εἴτε ΘΗΛΥΚΟΝ ( > θήλυ καὶ παίρνει πάντοτε τὸ ἄρθρον «ἡ», ἤ νὰ μὴν εἶναι οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλον, ἄρα νὰ εἶναι ΟΥΔΕΤΕΡΟΝ ( > οὐδέ +ἕτερον καὶ παίρνει πάντοτε τὸ ἄρθρον «τό»).
[ Ὁ Διονύσιος ὁ Θρᾶξ διακρίνει καὶ γένος κοινὸν γιὰ τὰ ὀνόματα ποὺ περιγράφουν συνάμα καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ τὸ θηλυκόν, π.χ ὁ/ἡ ἰατρός. Ἀλλὰ διακρίνει καὶ γένος ἐπίκοινον γιὰ τὰ ὀνόματα ποὺ παρ’ὅτι ἔχουν ἀρσενικὸν καὶ θηλυκὸν χρησιμοποιεῖται σχεδὸν πάντα ἕνα μονάχα γένος γιὰ νὰ περιγράψει καὶ τὰ 2, π.χ ὁ γονεύς (μάνα, πατήρ), ἡ ἀλεποῦ (ἀρσενικόν, θηλυκὸν ζῶον) ἀλλὰ καὶ τὸ παιδί (ἀγόρι, κορίτσι) ].
Ἡ γραμματικὴ ἀντίστοιχα τὰ διαιρεῖ σὲ:
ΜΟΝΟΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΓΕΝΟΣ (ἔχουν μία μόνον κατάληξιν ἀπὸ τὴν ὁποία κταλαβαίνεις καὶ τὸ γένος π.χ ὁ νεανί-ας, ἡ θάλασσ-α, τὸ βιβλί-ον)
ΜΟΝΟΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΜΕ ΔΥΟ ΓΕΝΗ (ἔχουν μία κατάληξιν ἀλλὰ δὲν μπορεῖς ἀπ’αὐτὴν νὰ καταλάβεις τὸ γένος π.χ ὁ/ἡ σύζυγος) καὶ
ΔΙΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΜΕ ΔΥΟ ΓΕΝΗ (αὐτὰ ἀλλάζουν τὴν κατάληξίν τους ἀνάλογα μὲ τὸ γένος τὸ ὁποῖον προσδιορίζουν π.χ ὁ δάσκαλ-ος, ἡ δασκάλ-α)

Ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ γένη, τὰ κλιτὰ μέρη τοῦ λόγου ἔχουν καὶ ΑΡΙΘΜΟΝ [> ἀραρίσκω ( =ἁρμόζω, συνδέω)]. Οἱ ἀριθμοὶ εἶναι 3 ὁ ΕΝΙΚΟΣ ( ὅταν πρόκειται γιὰ 1 εἶδος π.χ τὸ παιδί), ὁ ΔΥΙΚΟΣ (ὅταν πρόκειται γιὰ 2 εἴδη π.χ τῷ παίδε, συγχωνεύτηκε μὲ τὸν πληθυντικὸν στὰ νεώτερα ἑλληνικά) καὶ ὁ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ( ὅταν πρόκειται γιὰ πλῆθος, ἄνω τῶν 2 π.χ τὰ παιδιά).

Ἀκόμα, τὰ οὐσιαστικὰ  ἔχουν καὶ ΚΛΙΣΕΙΣ [ > κλίνω ( =γέρνω), κι ἀνάλογα μὲ τὰ χαρακτηριστικά τους, ὁμαδοποιοῦνται σὲ μία ἀπ’αὐτές]. Οἱ κλίσεις εἶναι 3 καὶ ἀναπαρίστανται μὲ τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου. Ἔτσι ἔχουμε τὴν Α’, τὴν Β’ καὶ τὴν Γ’ κλίσιν.
Στὶς δύο πρῶτες βρίσκονται τὰ ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ οὐσιαστικά ( ἔχουν ἴσον ἀριθμὸ συλλαβῶν σὲ ὅλες τὶς πτώσεις, ὅλων τῶν ἀριθμῶν  π.χ. ἄν-θρω-πος, ἀν-θρώ-που, ἄν-θρω-ποι, ἀν-θρώ-ποις κλπ / ποι-η-τής, ποι-η-τοῦ, ποι-η-τήν, ποι-η-τές κλπ).
Στὴν Γ’ κλίσιν ἔχουμε ὅλα τὰ ΠΕΡΙΤΤΟΣΥΛΛΑΒΑ ( ὅσα οὐσιαστικὰ ἔχουν στὴν γενικὴ καὶ δοτικὴ ἑνικοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ μία συλλαβὴ παραπάνω ἀπὸ ὅτι ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ  π.χ. πα-τρίς, ἀλλὰ  πα-τρί-δος, πα-τρί-δι, πα-τρί-δες κλπ).

Στὴν Α’ κλίσιν ἀνήκουν τὰ ἀρσενικὰ ποὺ λήγουν σέ -ης/-ας καὶ τὰ θηλυκά ποὺ λήγουν σέ -η/-α (οὐδέτερα δὲν ὑπάρχουν), π.χ. ὁ ποιητής, ὁ νεανίας, ἡ θάλασσα, ἡ ψυχή
Καὶ στὴν Β’ ἀνήκουν ὅσα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ λήγουν σέ -ος καὶ τὰ οὐδέτερα σέ -ον, π.χ. ὁ ἄνθρωπ-ος, ἡ νῆσ-ος, τὸ δῶρ-ον.

Ἡ πτῶσις, τὸ γένος, ὁ ἀριθμὸς καὶ ἡ κλίσις λέγονται καὶ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ [ > παρά +ἕπομαι ( =ἀκολουθῶ)] ἤ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ τῶν πτωτικῶν (ἐδῶ: οὐσιαστικῶν), καθῶς τοὺς εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τους στὸν λόγο κι ἔτσι τὰ κουβαλοῦν πάντα μαζί τους.

Σχετικῶς μὲ τὸ τί λέγεται ΘΕΜΑ ἑνὸς ὀνόματος, τί ΧΑΡΑΚΤΗΡ καὶ τί ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ:
Θέμα ( > τίθεμαι) εἶναι αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀπομένει ὅταν ἀφαιρέσεις τὴν κατάληξιν π.χ. τὸ θέμα τῆς λέξεως  ἅνθρωπ-ος εἶναι τὸ ἅνθρωπ-. Αὐτὸ τίθεται σὲ κάθε πτῶσιν, ἐνῶ ἡ κατάληξις (ἐκεῖ ποὺ λήγει τὸ ὄνομα) ἀλλάζει καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ διαφοροποιεῖ τὶς πτώσεις ἑνὸς οὐσιαστικοῦ ( καὶ γενικότερα πτωτικοῦ), π.χ ἄνθρωπ-ος, ἄνθρωπ-οι, ἀνθρώπ-ων κλπ. Στὴν Γ' κλίσιν ποὺ εἶναι ἰδιάζουσα λόγω τοῦ ὅτι περιλαμβάνει ὅλα τὰ περιττοσύλλαβα, τὸ θέμα μπορεῖ νὰ παραμένει τὸ ἴδιο σὲ ὀνομαστική-γενική (π.χ. ὁ ΗΡΩ-ς, τοῦ ΗΡΩ-ος) ἤ νὰ ἀλλάζει (π.χ. ὁ ΡΗΤΩΡ-, τοῦ ΡΗΤΟΡ-ος). Τὰ πρῶτα ὀνόματα -τῶν ὁποίων τὸ θέμα δὲν ἀλλάζει- λέγονται ΜΟΝΟΘΕΜΑ, ἐνῶ τὰ δεύτερα -ποὺ τὸ θέμα τους ἀλλάζει- λέγονται ΔΙΠΛΟΘΕΜΑ.

Στὴν Γ' κλίσιν ὑπάρχουν οὐσιαστικὰ ποὺ στὴν ὀνομαστικὴ λήγουν σὲ τελικό -ς, καὶ γι'αὐτὸ λέγονται ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ [ π.χ. ὁ ἥρω-Σ (ἤ κρυφὰ π.χ ὁ κόρακ-Σ =κόραΞ)], ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα ποὺ δὲν παίρνουν τελικό -ς στὴν ὀνομαστικὴ καὶ λέγονται ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ( π.χ. ὁ χιτών).

Ὁ χαρακτήρ ( > χαράσσω, καθῶς ὁ χαρακτὴρ εἶναι χαραγμένος στὸ DNA, ἔνστικτος) εἶναι τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ θέματος, π.χ. ἄνθρωΠ-ος. Αὐτὸς εἰδικότερα στὰ οὐσιαστικὰ τῆς Γ’ κλίσεως παίζει καθοριστικὸν ῥόλο στὴν κλίσιν τους καὶ ἐπειδὴ εἶναι περιττοσύλλαβα, τὸ θέμα τους τὸ παίρνουμε πάντοτε ἀπὸ τὴν γενικὴ ἑνικοῦ π.χ ἡ πατρί-ς, τῆς πατρίδ-ος (τὸ θέμα εἶναι πατρίδ- καὶ ὁ χαρακτὴρ αὐτοῦ τοῦ οὐσιαστικοῦ εἶναι τὸ δ). 
Ἄν ὁ χαρακτὴρ εἶναι φωνῆεν, τότε τὸ οὐσιαστικὸν χαρακτηρίζεται ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟΝ (π.χ τοῦ ἥρΩ-ος). Ἄν εἶναι σύμφωνον τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ θέματος, τότε τὸ οὐσιαστικὸν εἶναι ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΟΝ (π.χ. τοῦ κόραΚ-ος). Ἀναλόγως τώρα τὸ τί εἴδους σύμφωνον ἔχουμε ὡς χαρακτήρα, τὰ οὐσιαστικὰ τῆς Γ' κλίσεως χωρίζονται σὲ ΟΔΟΝΤΙΚΟΛΗΚΤΑ [ λήγουν σὲ σύμφωνον ποὺ γιὰ νὰ τὸ ἐκφέρουμε, χρησιμοποιοῦμε τὰ δόντια μας, δηλ. λήγουν σὲ τ,δ,θ (π.χ. πατρίΔ-ος)], σὲ ΟΥΡΑΝΙΚΟΛΗΚΤΑ (χρησιμοποιοῦμε τὸν οὐρανίσκο γιὰ νὰ τὰ προφέρουμε. Τὰ γράμματα μὲ χρῆσιν οὐρανίσκου εἶναι κ,γ,χ, π.χ κόραΚ-ος) καὶ σὲ ΧΕΙΛΙΚΟΛΗΚΤΑ (χρησιμοποιοῦμε τὰ χείλη γιὰ νὰ τὰ προφέρουμε. Τὰ χειλικὰ σύμφωνα εἶναι π,β,φ, π.χ. ἌραΒ-ος). Ὅλα μαζὶ αὐτὰ (ὀδοντικόληκτα, οὐρανικόληκτα, χειλικόληκτα) λέγονται καὶ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΑ (καθῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ βγάλεις φωνὴ μὲ τὰ προαναφερθέντα 9 σύμφωνα. Ξέρετε κάποιον ποὺ θὰ φωνάξει π.χ. γιὰ βοήθεια μὲ τὸ κ; ἤ μὲ τὸ φ κλπ;).

Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ΗΜΙΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ( ὁ χαρακτὴρ νὰ εἶναι γράμμα ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο μπορεῖς νὰ φωνάξεις μὲ αὐτό). Τὰ ἡμιφωνόληκτα διαιροῦνται σὲ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΑ ( λήγουν σὲ γράμμα ποὺ τὸ προφέρουμε μὲ τὴν μύτη, δηλ. μ,ν, π.χ ἀκτῖΝ-ος. Τριτόκλιτα μὲ χαρακτήρα μ ΔΕΝ ὑπάρχουν), ἀκόμα σὲ ΥΓΡΟΛΗΚΤΑ ( χαρακτὴρ =ὑγρὸ γράμμα, δηλ. λ,ρ, π.χ. ῥήτοΡ-ος) ἤ ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΑ (μὲ χαρακτῆρα σ, π.χ. Περικλέεσ-/Περικλῆς-. Συνήθως εἶναι κύρια ἀρσενικὰ ὀνόματα σέ -κλῆς ἤ περιττοσύλλαα σέ -ής, γεν. -ους, π.χ. ὁ Σωκράτης, τοῦ Σωκράτους).


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματικῆς τοῦ Μ. Οἰκονόμου καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς κας Ἄν. Τζιροπούλου <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>. Ἡ προσέγγισις ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπον τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματικῆς, ποὺ τιμᾶ τὸν τίτλον «γραμματική» καὶ ὄχι μὲ τὶς νεοεπιβληθεῖσες. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ