Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ο)


ΚΡΗΤΗ-ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ (ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΩΜΑ)

Ὁ τίτλος νομίζω προϊδεάζει γιὰ τὶς λέξεις πρὸς ἐτυμολόγησιν, οἱ ὁποῖες δὲν θὰ εἶναι ἄλλες ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν νησιῶν μας. Ὀνόματα ποὺ παραμένουν ἀλώβητα στὸν χρόνο καὶ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ κατατοπιζόμαστε στὸν χάρτη, ἀκόμα κι ἄν διαβάζουμε ἑλληνικὰ συγγράμματα ποὺ μετροῦν χιλιετίες! Ὅμως, προκαταβολικὰ νὰ πῶ πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐτυμολογηθοῦν ὅλα τὰ νησιὰ ποὺ ἀνήκουν στὴν Ἑλλάδα, καθῶς εἶναι ἀμέτρητα καὶ ἀμφιβάλλω καὶ γιὰ τὸ κατὰ πόσον εἶναι ὅλα γνωστά, ἀκόμα καὶ σ’αὐτοὺς ποὺ τὰ χαρτογραφοῦν! Ἔτσι ἀπεφάσισα νὰ ἀναλύσω τὰ γνωστότερα στοὺς περισσοτέρους. Ὅμως, ἀκόμα καὶ αὐτὰ εἶναι πάρα πολλά, ὁπότε τὸ ἄρθρον θὰ ὑποδιαιρεθεῖ σὲ μικρότερα. Στὸ πρῶτον μέρος, θὰ αναλυθοῦν ὅσα νησιά ἔχουν κόκκινο χρῶμα στὸν χάρτη τῆς φωτογραφίας.

Ἄρα θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ ΠΕΛΑΓΟΣ [> ἐκ τοῦ ὅτι δὲν πελάζει ( =φέρνω κοντά) τῆς γῆς, παρεμβάλλεται μεταξὺ χερσαίων τμημάτων, ἤ ἐπειδὴ εἰς τοὺς πέλας ( =κοντινούς) ἄγει. Πράγματι μέχρι καὶ σήμερα, εἴτε θέλουμε νὰ πᾶμε στοὺς πρὸς ἀνατολὰς γείτονές μας, εἴτε στοὺς πρὸς δυσμάς, πρέπει νὰ διασχίσουμε πελάγη] ΑΙΓΑΙΟ [> ἀΐσσω ( =ὁρμῶ), διότι εἶναι ὁρμητικόν, σφοδρὸν πέλαγος. Αἶγες ἔλεγαν καὶ τὰ κύματα, καθῶς ἀναπηδοῦν σὰν τὶς κατσίκες ( <<καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγες λέγομεν καὶ φοβερώτερον πέλαγος Αίγαῖον λέγεται>>, Αρτεμίδωρος). Ἄλλοι τὸ ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν Αἰγαίωνα, τὸν υἰόν τοῦ Ποσειδῶνος, ποὺ συμβόλιζε τὴν τρικυμία ἤ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν ὁποῖον ὁ Ὁμηρος ἀπεκαλοῦσε Αἰγαίωνα << Αίγαῖος ὁ Ποσειδῶν εἴρηται παρ’ Ὁμήρω>> (Μ.Ε) καὶ <<Aegaeus Neptunus>> ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Βιργίλιος ( Αἰνειάδα, Γ, 74). Ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία μᾶς ἐνημερώνει, πὼς τὸ συγκεκριμένο πέλαγος πῆρε αὐτὸ τὸ ὄνομα, γιατὶ ἐκεῖ ἔπεσε ἀπὸ τὸ Σούνιο καὶ πνίγηκε ὁ Αἰγαίας, νομιζόμενος πὼς ὁ υἰός του Θησέας πέθανε στὴν προσπάθειά του νὰ σκοτώσει τὸν Μινώταυρο].


( Κρήτη )

Στὸν νότον τοῦ Αἰγαίου βρίσκουμε τὴν ΚΡΗΤΗ [ = κραταιή, ἰσχυρή> Κρῆς (γεν. Κρητός), ὁ υἰός του Διὸς καὶ τῆς Ἰδαίας (πρώην ὄνομα τῆς Κρήτης), βασιλεὺς τῶν Ἐτεοκρητών, ὁ μεγαλύτερος ἐκ τῶν Κουρητῶν, ὁ ὁποῖος ἔκρυψε τὸν πατέρα του γιὰ νὰ μὴ τὸν φάει ὁ Κρόνος. Στὴν δωρικὴ διάλεκτο, ὅπου τό -η τρέπεται σέ -α, καταλαβαίνουμε εὐκολώτερα πὼς τὸ ὄνομα Κρᾶς σημαίνει τὸν κραταιόν, τὸν δυνατὸν καὶ πράγματι ἡ Κρήτη ἦταν θαλασσοκράτειρα καὶ ἡγεῖτο γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια ἑνὸς κραταιοῦ πολιτισμοῦ. 

Ὁ Ἀπολλόδωρος («Βιβλιοθήκη», Γ', 1,2) ἀναφέρει πὼς ἡ Κρήτη ἦταν κόρη τοῦ Ἀστερίωνος (Προμηθεύς > Δευκαλίων > Ἕλλην > Δῶρος > Τέκταμος > Ἀστερίων > Κρήτη ) καὶ ὑπανδρεύθη τὸν Μίνωα. Παρακάτω στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Γ', 3,1) ἀναφέρει καὶ ἄλλη Κρήτη ὡς κόρη τοῦ Δευκαλίωνος, τοῦ υἰοῦ τοῦ Μίνωος καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἰδομενέως καὶ τοῦ Μόλου.


Ὁ Πλίνιος ὁ πρεσβύτερος (Φυσικὴ Ἱστορία, Δ', 20) ἀναφέρει καὶ ἄλλες ἐκδοχές, πὼς Κρήτη ἐλέγετο μία ἐκ τῶν κορῶν τῶν Ἐσπερίδων, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἐκδοχὴ ποὺ ὑπερασπίζεται καὶ ὁ Διόδωρος Σικελιώτης («Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Γ΄, 71, 2) πὼς Κρήτη ἐλέγετο μία ἀπὸ τὶς θυγατέρες ἑνὸς ἐκ τῶν Κουρητῶν. Ὡς τότε ἡ νῆσος ὀνομάζετο Ἰδαία, καὶ ἀπὸ τὴν κόρη αὐτὴ ὠνομάσθη Κρήτη.

Στὸ ἑπόμενον βιβλίον («Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Δ', 60) ἡ Κρήτη ἀναφέρεται ὡς μητέρα τῆς Πασιφάης τὴν ὁποία γέννησε ἐκ τοῦ Ἡλίου.

Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν συνδέει τὸ ὄνομά της νήσου μὲ τό <<παρὰ τὸ ἐπὶ κέρασι βιοτεύειν>>, τὸ ὅτι βιοπορίζονται δηλαδὴ ἀπὸ τὰ κέρα (σημ. ἐννοεῖ τὰ κερασφόρα ζώα) καὶ ὁ Ἀπολλόδωρος -στὸ ἴδιο λεξικὸ ἀναφέρεται πώς- τὴν ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὸ εὔκρατον κλῖμα της. Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅλα ἀνάγονται στά <<κεράννυμι, κέρας, κράτα>>, τὰ ὁποῖα συνδέονται ἐτυμολογικῶς μεταξύ τους ]. Δίπλα της βρίσκονται μικρότερα νησάκια, λιγότερο γνωστά, ὅπως ἡ ΓΑΥΔΟΣ [ > γαυσοῦμαι ( =εἶμαι κυρτός) < γαύδουσα ( =ἡ ἡμικυκλότητα)]. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὰ γαῖα +αύδή ( = ἡ φωνὴ τῆς γῆς, ἤτοι σεισμός, γιατὶ ἀπὸ κάτω της βρίσκονται οἱ γεωλογικὲς πλάκες Εὐρώπης –Ἀφρικῆς [ παλαιότερα ἐλέγετο Γαῦλος ( =στρογγυλός, κυρτός), ἀλλὰ καὶ Ὠγυγία > Γωυγία > Γαυγία> Γαυδία (σημ. ὄχι τῆς Καλυψοῦς, αὐτὴ βρίσκεται στὸν Ἀτλαντικό)]. 

( Γαῦδος )

Ἄλλο γειτονικὸ νησὶ τῆς Κρήτης εἶναι ἡ ΔΙΑ ( ἐκ τοῦ Διός. Δία ἔλεγαν οἱ Κρῆτες τὴν ἡμέρα ἐξ οὖ καὶ τὰ ἀλλοδαπὰ day, Tag, dia κ.ἄ). Ἡ ΧΡΥΣΗΓΑΪΔΟΥΡΟΝΗΣΙ, μὲ τοὺς 2 κατοίκους της, ὀφείλει τὰ ὀνόματά της στὰ ὁμώνυμα ὀνόματα, ἄλλοι λένε λόγω τοῦ σχήματός της, τὸ ὁποῖον θύμιζε γαΐδαρο, ἄλλοι λόγω τῶν πολλῶν ὄνων της. Σχετικὰ μὲ τὸ ὄνομα Χρυσή, ἴσως ὠνομάστηκε ἔτσι λόγω τῶν χρυσῶν ἀμμουδιῶν της. Τὸ μόνον σίγουρο εἶναι πὼς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν Κρήτη στὸ ΛΙΒΥΚΟ πέλαγος [> λιβάς ( =ἡ ὑγρασία) > λείβω ( =στάζω, ῥέω), ἐξ οὗ καὶ ὁ νοτιᾶς ( =λίψ) ποὺ φέρνει βροχή, ἡ Λιβύη, ἡ λίμνη, ὁ ἀλίβας ( =νεκρός), τὸ ἀγγλικὸ life ( =ζωή) κλπ]. 

( Χρυσή )

Λίγο παρὰ δίπλα βρίσκεται τὸ ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ [> ΚῶFον ( =σπήλαιον) > κόFιλος> κοῖλος λόγω τῶν πολλῶν σπηλαίων ποὺ ἔχει) ἤ ΛΕΥΚΗ ( λόγω τῶν λευκῶν ἀνταυγειῶν τῶν ἀσβεστολίθων καὶ τῆς μάργας ποὺ διαθέτει) ἤ ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλίνιος ὁ Πρεσβύτερος ἡ παλαιοτέρα ΟΝΕΣΙΑ [> ὀνίνημι ( =προκαλῶ εὐχαρίστησιν )]. Λίγο πάνω ἀπὸ τὴν Κρήτη στὸν χάρτη φαίνεται μία ἀπὸ τὶς Διονυσᾶδες νήσους, ἡ ΔΡΑΓΟΝΑΔΑ ( > Δραγονήσι > Τραγονήσι, λόγω τῶν πολλῶν αἰγῶν/τράγων της). Τελευταία, κοντινὴ νησίδα τῆς Κρήτης εἶναι καὶ ἡ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ [ > <<στὴν Ὀλοῦντα>> ποὺ οἱ κατακτητὲς Ἐνετοὶ τὸ ἄκουγαν spina lunga ( =μακρὺ ἀγκάθι)]. Στὰ ἑλληνικὰ ὠνομάζετο ΚΑΛΥΔΩΝ [ ἴσως ὅπως ἡ Καληδονία > λατ. calidus > καλέα ( =ἡ θερμότητα)].

( Σπιναλόγκα )

Ἀνεβαίνοντας λίγο πιὸ πάνω φτάνουμε στὰ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ [ ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἐτυμολογία ὁμοιάζει εὔκολη, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον 12! Σήμερα λογίζονται τὰ 15 κατοικημένα μεγαλύτερα νησιά ( Ῥόδος, Κῶς, Λέρος, Κάλυμνος, Ἀγαθονήσι, Νίσυρος, Χάλκη, Κάρπαθος, Σύμη, Ἀστυπάλαια, Μεγίστη, Κάσος, Λειψοί, Πάτμος, Τῆλος καὶ 93 νησίδες ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 15 εἶναι μόνον κατοικημένες)]. Ὁ ὅρος <<Δωδεκάνησα>> ἔχει μακραίωνη ἱστορία. Ὁ Στράβων πρωτοαναφέρει ἕναν κατάλογον 12 νησιῶν τῶν σημερινῶν Κυκλάδων στὰ Γεωγραφικά ( Ι, 485), ἀλλὰ ἐπισήμως ὡς ὅρος πρωτοαναφέρεται κατὰ τὴν Βυζαντινὴν περίοδον (τὸν 8ο αἰ., 765, 780, 809 μ.Χ.) καὶ τὸ 1198, γιὰ νὰ περιγράψει τὰ 12 νησιὰ τῶν Κυκλάδων ποὺ βρίσκονται γύρω ἀπὸ τὴν Δῆλο. Στὴν ἀρχαιότητα τὰ σημερινὰ Δωδεκάνησα ἄνηκαν στὶς Νότιες Σποράδες. Μετὰ τὸ 1204 ὁ ὅρος αὐτὸς ἐμφανίζεται ἐπισήμως, γιὰ νὰ περιγράψει τὸ βενετικὸ δουκάτο τοῦ Αἰγαίου (12 νησιὰ τῶν Κυκλάδων). Στὴν περίοδο τῆς Ὀθωμανικῆς κατακτήσεως (1522-1912) τὰ νησιὰ τῆς σημερινῆς 12νήσου καὶ ἡ Ἰκαρία ἀποτελοῦσαν διοικητικὴ περιφέρεια τῶν Ὀθωμανῶν (τὸ γνωστὸν σαντζάκι τῆς Ῥόδου). Ἡ Ῥόδος καὶ ἡ Κῶς ἦταν ὑπὸ τὴν ἄμεση διοίκησιν τῶν Τούρκων, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἀπέλαυαν εὐρεῖας αὐτοδιοικήσεως καὶ φορολογικῶν προνομίων. Μετὰ τὸ 1869 τὰ προνόμια ἄρχιζαν νὰ περιορίζονται μέχρι τὴν ἐπικράτησιν τῶν Νεοτούρκων, ὅτε καὶ φαλκιδεύτηκαν ἐντελῶς. Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀνεφέροντο στὸ ζήτημα τῆς καταπιέσεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρον 12 (Νότιες) Σποράδες γιὰ νὰ δηλώσουν τὰ 12 προνομιοῦχα νησιά (Κάλυμνος, Σύμη, Λέρος, Ἰκαρία, Πάτμος, Ἀστυπάλαια, Νίσυρος, Χάλκη, Τῆλος, Κάρπαθος, Κάσος καὶ Καστελλόριζον). Μάλιστα τὸ 1909 ὅταν πῆγαν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν 12 νησιῶν στοὺς Νεοτούρκους γιὰ νὰ ζητήσουν τὰ παλαιά τους προνόμια, ἔθεσαν ἐπισήμως τὸν ἀριθμὸ 12 δίπλα ἀπὸ τὶς Σποράδες. Τὸ 1912 περιήλθαν ὑπὸ ἰταλική κατοχὴ ἐκτὸς τοῦ Καστελλορίζου (1921) καὶ τῆς Ἰκαρίας ( ἑνώθηκε μὲ τὴν Ἑλλάδα στὸν Α’ Βαλκανικὸ πόλεμο) καὶ τὴν θέσιν τῶν 2 πρώην <<προνομιούχων>> νησιῶν πῆραν ἡ Ῥόδος καὶ ἡ Κῶς. Οἱ Ἰταλοὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα συνέχιζαν νὰ τὰ λένε νότιες Σποράδες ἤ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Ὁ ὅρος Δωδεκάνησα χρησιμοποιήθηκε πλέον καὶ ἐπισήμως -ὅπως τὰ ὁρίζουμε σήμερα- τὸ 1913, ὅταν πλέον ἐτέθη σοβαρὰ τὸ ζήτημα γιὰ ἐπανένωσιν μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὸ 1947 ( ἐνσωμάτωσις 12νήσων στὴν Ἑλλάδα ) μέχρι καὶ σήμερα, αὐτὰ καὶ οἱ μικρότερες νησίδες τους, ὀνομάζονται ἔτσι.

( Ῥόδος )

Πρώτη καὶ καλλιτέρα Δωδεκανησία εἶναι ἡ ΡΟΔΟΣ [ < ῥόδον ( < ῥέει ὀδμή), λουλούδι ποὺ ὡμοιάζε μὲ τριαντάφυλλον, τὸ ὁποῖον ἦταν τὸ ἔμβλημα τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος συμβόλιζε τὸν ἤλιον καὶ ποὺ θεωροῦσαν πὼς ἦταν ὁ προστάτης τοῦ νησιοῦ (βλ.Κολοσσὸς Ῥόδου). Στὸν Διόδωρον Σικελιώτη -Ἱστορ. βιβλιοθ., 5,57- ἀναφέρεται πὼς ὁ Ἥλιος ἐρωτεύτηκε τὴν Ῥόδον καὶ γι' αὐτὸ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν ὁμώνυμη νῆσον καὶ ἐξαφάνισε ἀπὸ πάνω της τὰ ὕδατα. Γράφει ἀκόμα πὼς ὁ μῦθος αὐτὸς ἐπεξηγεῖ πὼς κατὰ τὴν δημιουργία τῆς νήσου ἡ γῆ της ἦταν μαλακὴ καὶ πηλώδης μέχρι ποὺ ὁ Ἥλιος ἐξήτμισε τὰ πολλὰ ὕδατα καὶ ζωογόνησε τὸ ἔδαφος, ὅπου ἐκεῖ γεννήθηκαν οἱ πρῶτοι κάτοικοι, οἱ λεγόμενοι Ἡλιάδες, ἑπτὰ στὸν ἀριθμὸν καὶ αὐτόχθονες (οἱ υἰοὶ τοῦ Ἡλίου ἦταν ὁ Τενάγης, ὁ Μάκαρ ποὺ μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του Τενάγου ἔφυγε στὴν Λέσβον, ὁ Κάνδαλος ποὺ ἔφυγε στὴν Κῶ, ὁ Ἀκτὶς πῆγε στὴν Αἴγυπτον καὶ ἔχτισε τὴν Ἡλιούπολιν καὶ ὁ Τρίοπας ποὺ ἐγκατεστάθη στὴν Καρία. Οἱ ἄλλοι δύο ποὺ δὲν εἶχαν ἀνακατευτεῖ στὴν δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ τους ἦταν ὁ Ὄχιμος καὶ ὁ Κέρκαφος. Ἀδελφή τους ἦταν ἡ Ἠλεκτρυώνη. Υἰοὶ τοῦ Κερκάφου ἦταν ὁ Ἰαλυσός, ὁ Κάμειρος καὶ ὁ Λίνδος, οἱ ὁποῖοι ὠνόμασαν τὶς ὁμώνυμες περιοχές. Γράφει ἀκόμη πὼς τιμώντας τὴν ἱστορία τους οἱ Ῥόδιοι ἐξακολούθησαν ἀπὸ τότε νὰ τιμοῦν περισσότερον τὸν Ἥλιον ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεούς]. 

Ἀκόμα τὴν ὠνόμαζον καὶ ΟΦΙΟΥΣΣΑ (λόγω τῶν πολλῶν φιδιῶν ποὺ εἶχε*1), ΑΣΤΕΡΙΑ (ἀπ’τὸν ἔναστρον οὐρανό της), ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ (γιατὶ τὸ σχῆμα της ἀποτελεῖται ἀπὸ 2 τρίγωνα, τοῦ ἑνὸς ἡ κορυφὴ εἶναι ἡ βόρεια κορυφή της καὶ τοῦ ἄλλου ἡ κορυφή εἶναι τὸ νότιον ἄκρον της), ΚΟΡΥΜΒΙΑ (ἀπ’τὸ σχῆμα τοῦ κορύμβου ποὺ ἔχει 2 κορυφές), ΤΕΛΧΙΝΙΣ (ἀπὸ τοὺς πρώτους κατοίκους της, τοὺς Τελχῖνες < θέλγω), ΜΑΚΑΡΙΑ ( =εὐτυχισμένη, πολλοὶ λέγουν λόγῳ τοῦ καλοῦ κλίματος καὶ τῆς ἐμπορικής της θέσεως, ὅμως ὁ Μάκαρ ἦταν υἰὸς τῆς Ῥόδου), ΟΛΟΕΣΣΑ [ < ὄλλυμι ( =καταστρέφω) λόγω τῶν φιδιῶν της], ΠΕΛΑΓΙΑ (διότι ἀνεδύθη ἀπὸ τὸ πέλαγος), ΠΟΝΤΙΑ ( =ἡ θαλασσινή, <  πόντος), ΑΙΘΡΙΑ (λόγω τοῦ καλοῦ κλίματός/καιροῦ της), ΠΟΗΕΣΣΑ ( < πόα, λόγω τῆς πλουσίας βλαστήσεώς της), ΣΤΑΔΙΑ (ἐπειδὴ τὸ σχῆμα τοῦ νησιοῦ εἶναι σὰν στάδιο) κ.ἄ. 

*1 Γράφει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (Ἱστορική βιβλιοθήκη, Ε', 58) πὼς ὁ Κάδμος, ψάχνοντας τὴν ἀδελφή του, Εὐρώπη, πέρασε ἀπὸ τὴν Ῥόδον καὶ ἵδρυσε ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος, ἀλλὰ ἀφιέρωσε καὶ ἀναθήματα στὸν ναὸν τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕναν χάλκινον λέβητα μὲ γράμματα φοινικικά (ἐκ τῆς ἑλληνικῆς Φοινίκης < Φοίνιξ, ἀδελφὸς Κάδμου). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ φύτρωσαν στὴν νῆσον ὑπερμεγέθη φίδια, τὰ ὁποῖα ἀργότερα ἐξόντωσε ὁ υἰὸς τοῦ Λαπίθου, ὁ Φόρβας. 

( Κῶς )

Ἔπειτα, ἔρχεται τὸ νησὶ τοῦ Ἱπποκράτους καὶ τοῦ Ἐρασιστράτου, ἡ ΚΩΣ ( < ΚῶFος < ΚόFιλος > κοῖλος), ἡ ὁποία ὠνομάστηκε ἔτσι λόγω τῶν πολλῶν σπηλαίων ποὺ διαθέτει ἤ ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ πρώτου βασιλέως της Μέροπος, τὴν Κῶ. Ἄλλα της ὀνόματα εἶναι ΜΕΡΟΠ(Η)ΙΣ/ΜΕΡΟΠΗ (ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Κῶ, Μέροπα), ΝΥΜΦΑΙΑ/ΝΥΜΦΗ καὶ ΚΑΡΙΣ [ < κάρα ( =τὸ κεφάλι), μία ἀπὸ τὰ κεφαλονήσια τοῦ Αἰγαίου, Καρὶς εἶναι καὶ ἡ γαρίς, ἡ σημερινὴ γαρίδα, ἀλλὰ ἴσως σχετίζεται καὶ μὲ τοὺς Κάρες]. 

«Μεροπίς ἐκαλεῖτο ἀπὸ γηγενοῦς Μέροπος. Κῶς δὲ ἀπὸ Κῶ τῆς Μέροπος θυγατρός. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Καρίς...ἐστὶ γὰρ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ πόλις Κῶς», Ἐθνικά, 402, Στ. Βυζάντιος. 

( Κάλυμνος )

Ὕστερα, πᾶμε στὴν ΚΑΛΥΜΝΟΝ< καλύμνα <  καλύδνα). Κατ’ἄλλους, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ καλύπτω + ὕδνα ἤ ἀπὸ τὸν Κάλυδνον, τὸν υἰὸν τοῦ Οὐρανοῦ] καὶ τὴν ΛΕΡΟΝ [ < λευρός ( =λεῖος)] μὲ τὰ λεῖα νερά της. Ὁ Στράβων («Γεωγραφικά», Ι', 5, 19) γράφει ἐπὶ τοῦ θέματος : 

«νήσους δὲ Καλύδνας τὰς Σποράδας λέγειν φασὶ τὸν ποιητήν, ὧν μίαν εἶναι Κάλυμναν: εἰκὸς δ᾽ ὡς ἐκ τῶν Νισυρίων λέγονται καὶ Κασίων αἱ ἐγγὺς καὶ ὑπήκοοι, οὕτως καὶ τὰς τῇ Καλύμνῃ περικειμένας ἴσως τότε λεγομένῃ Καλύδνῃ: τινὲς δὲ δύο εἶναι Καλύδνας φασὶ Λέρον καὶ Κάλυμναν, ἅσπερ καὶ λέγειν τὸν ποιητήν. ὁ δὲ Σκήψιος πληθυντικῶς ὠνομάσθαι τὴν νῆσον Καλύμνας φησίν, ὡς Ἀθήνας καὶ Θήβας, δεῖν δὲ ὑπερβατῶς δέξασθαι τὸ τοῦ ποιητοῦ: οὐ γὰρ νήσους Καλύδνας λέγειν, ἀλλ᾽ “οἳ δ᾽ ἄρα νήσους Νίσυρόν τ᾽ εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε καὶ Κῶν, Εὐρυπύλοιο πόλιν, Καλύδνας τε*.”ἅπαν μὲν οὖν τὸ νησιωτικὸν μέλι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀστεῖόν ἐστι καὶ ἐνάμιλλον τῷ Ἀττικῷ, τὸ δ᾽ ἐν ταῖσδε ταῖς νήσοις διαφερόντως, μάλιστα δὲ τὸ Καλύμνιον». 

* Ἰλιάδα, Β', 676, Ὅμηρος. 

( Λέρος )

Κοντά τους στέκει ἡ ΨΕΡΙΜΟΣ/ ΨΗΡΙΜΟΣ πιθανὸν ἐκ τοῦ ψηρός = ξερός, διότι δὲν διαθέτει ὑψηλὴ βλάστησιν, ὡς ξέρα (ὑπάρχει καὶ μία ἀνεπιβεβαίωτη ἐκδοχὴ πὼς παλαιότερα ἐλέγετο Ὑψίρισμα καὶ πὼς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ κάποια ῥίζα ψαρ-, ψερ-,ψελ-, ψολ- ποὺ ὑποδεικνύουν τὸν ψόλον = καπνόν, τὸν ψαρόν = γκρίζον, διότι χαρακτηρίζεται ὡς σκοτεινόχρωμο νησί, ἄνευ πυκνῆς βλαστήσεως). Ὀνομάζεται καὶ ΚΑΠΠΑΡΗ, λόγω τοῦ φυτοῦ ποὺ εἶναι ἄφθονον ἐκεῖ.

( Ψέριμος )

Ἡ ὁμηρικὴ ΚΡΑΠΑΘΟΣ/ ΚΑΡΠΑΘΟΣ, ἡ νῆσος τοῦ υἰοῦ τοῦ Ποσειδῶνος, Πρωτέως, ποὺ συνταράσσει τὸ Καρπάθιον πέλαγος, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοὺς πρώτους κατοίκους, τοὺς Ἁρπαθέους, ποὺ ἐπειδὴ ἀγαποῦσαν τὸν τόπον τους, ἀπήγαγον τοὺς Ὀλυμπίους θεούς. Οἱ Ἰταλοὶ ἀκόμα τὴν ὀνομάζουν Scarpanto. Ὑπάρχει ἀκόμα μία λογικὴ καὶ πιθανὴ ἐτυμολογία της, αὐτὴ ποὺ τὴν θέλει νὰ προέρχεται ἀπὸ ῥίζα κρα-, καρ-, ποὺ δηλώνει τὴν κεφαλή ( =κάρα), ἄρα δηλώνει ἕνα ἀπὸ τὰ κεφαλονήσια τοῦ Αἰγαίου. Ἄλλοι θεωροῦν πὼς τὸ ὄνομά της τὸ πῆρε ἀπὸ τὴν λέξιν κάρπασος ( =λευκὸς ἐλλέβορος, ποὺ βρίσκεται ἄφθονος στὸ νησί). Εἶχε ἐπίσης τὰ προσωνύμια ΤΕΤΡΑΠΟΛΙΣ («ἡ δὲ Κάρπαθος, ἣν Κράπαθον εἶπεν ὁ ποιητής, ὑψηλή ἐστι, κύκλον ἔχουσα σταδίων διακοσίων. τετράπολις δ᾽ ὑπῆρξε καὶ ὄνομα εἶχεν ἀξιόλογον, ἀφ᾽ οὗ καὶ τῷ πελάγει τοὔνομα ἐγένετο. μία δὲ τῶν πόλεων ἐκαλεῖτο Νίσυρος ὁμώνυμος τῇ τῶν Νισυρίων νήσῳ», Γεωγραφικά, Ι', 5,17, Στράβων), ἀλλὰ καὶ ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ, λόγῳ τῶν δυνατῶν καὶ συχνῶν ἀνέμων ποὺ πνέουν στὴν νῆσον, «Κάρπαθος ἠνεμόεσσα», Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Ἀπόλλωνα, 43). Βόρεια τῆς Καρπάθου, βρίσκεται ἕνα μικρὸ νησάκι ἡ ΣΑΡΙΑ ( < ἀπὸ τοὺς πρώτους κατοίκους της, τοὺς Κᾶρες-Σᾶρες).


( Κάρπαθος )

Λίγο παραδίπλα εἶναι ἡ ΠΑΤΜΟΣ ἤ ὅπως τὴν ἔλεγαν πολὺ παλαιότερα ΛΗΤΩΪΣ ( < ἀπὸ τὴν κόρη τῆς Λητοῦς, τὴν Ἄρτεμιν). Ἡ πιθανοτέρα ἐκδοχὴ γιὰ τὴν ἐτυμολογία τῆς Πάτμου, εἶναι πὼς αὐτὴ ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὸν Λάτμον, ὄρος τῆς Μ. Ασίας, ὅπου ἐλατρεύετο ἡ Ἄρτεμις καὶ ἀφ' ὅπου ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι κάτοικοί της, μετὰ τὴν ἀνάδυσιν τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ της, Ἡλίου-Ἀπόλλωνος. Σὲ ἕνα σπήλαιον στὸ ὄρος Λάτμον ἀναφέρεται πὼς ζοῦσε ὁ ἀγαπημένος τῆς Σελήνης-Ἀρτέμιδος, Ἐνδυμίων, «Λάτμος ὄρος Καρίας, ἔνθα ἔστιν ἄντρον, ἐν ὧι διέτριβεν ᾿Ενδυμίων», Ἀκουσιλάου Ἀποσπάσματα, Σχολ. Ἀργοναυτ. Ἀπολλων, Ῥοδίου, Δ', 57. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται πὼς προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν «πότνια» ( =ἡ κυρία, ἡ σεβαστὴ γυνή, κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν «φάτνη» ).

 ( Πάτμος )
( Σύμη )

ΣΥΜΗ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν γυναῖκα τοῦ Γλαύκου, πρώτου οἰκιστοῦ τοῦ νησιοῦ, τὴν ὁποία ἔλεγαν Σύμη καὶ ἦταν κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Ῥόδου, Ἰαλυσοῦ καὶ τῆς Δωτίδος, ἄρα ἦταν δισέγγονη τοῦ Ἡλίου («ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Σύμης τῆς Ἰαλύσου. καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς, εἶτα Αἴγλη», Ἐθνικά, 591, Στ. Βυζάντιος). Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης ἀναφέρει πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν γυναῖκα τοῦ Ποσειδῶνος, ποὺ γέννησε τὸν Χθόνιον, πρῶτο ἀρχηγὸ τῶν κατοίκων τοῦ νησιού («Τὴν δὲ νῆσον τὴν Σύμην ὀνομαζομένην, τὸ παλαιὸν ἔρημον οὖσαν, πρῶτοι κατῴκησαν οἱ μετὰ Τρίοπος ἀφικόμενοι, ὧν ἡγεῖτο Χθόνιος ὁ Ποσειδῶνος καὶ Σύμης», Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, Ε', 53). Ἄλλη ὀνομασία της πολὺ παλαιὰ ἦταν ΑΙΓΛΗ ( =λαμπερή) καὶ ΜΕΤΑΠΟΝΤΙΣ [ < μετά + πόντος (ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἤ διὰ μέσου τῆς θαλάσσης, Ἡσύχιος)].

( Ἀστυπάλαια )

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ ( < ἄστυ + παλαιός, ὠνομάστηκε ἔτσι εἴτε ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τῆς Εὐρώπης, κόρης τοῦ Ἀγήνορος καὶ τῆς Τηλεφάσσης/ Ἀγριόπης, ἤ πιὸ πιθανὸν ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Φοίνικος καὶ τῆς Περιμήδης, ἐγγονὴ δηλαδὴ τοῦ Ἀγήνορος, τὴν ὁποία νυμφεύθηκε ὁ Ποσειδῶν. Ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος στὰ «Ἀργοναυτικά» -Β', 866- ἀναφέρει πὼς ὁ Ἀγκαῖος ἦταν ὁ καρπὸς τοῦ ἔρωτος τοῦ Κυανοχαίτου μὲ τὴν Ἀστυπάλαια, «Ἀγκαίῳ περιώσιον ἔμβαλεν Ἥρη θάρσος, ὃν Ἰμβρασίοισι παρ’ ὕδασιν Ἀστυπάλαια τίκτε Ποσειδάωνι»

Ὁ Στέφανος Βυζάντιος («Ἐθνικά», 140) ἀναφέρει : 

«Ἀστυπάλαια, νῆσος μία τῶν Κυκλάδων. ἐκαλεῖτο δὲ Πύρρα Καρῶν κατεχόντων, εἶτα Πύλαια, εἶτα Θεῶν τράπεζα διὰ τὸ ἀνθηρὸν αὐτῆς. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Ἀστυπαλαίας τῆς Ἀγκαίου μητρός. δευτέρα πόλις ἐν Κῷ. τρίτη νῆσος πόλιν ἔχουσα μεταξὺ Ῥόδου καὶ Κρήτης. τετάρτη πόλις ἐν Σάμῳ. πέμπτη ἄκρα πλησίον Ἀττικῆς. τὸ ἐθνικὸν Ἀστυπαλαιεύς καὶ Ἀστυπαλαιάτης». 


Ἄλλη ὀνομασία της εἶναι ΠΥΡΡΑ (ἐκ τοῦ κοκκινωποῦ χρώματος τῆς γαίας της), ἔπειτα ὠνομάσθη ΠΥΛΑΙΑ, ὕστερα ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΩΝ (λόγῳ τῆς πλουσίας βλαστήσεώς της). Ἐλέχθη καὶ ΙΧΘΥΟΕΣΣΑ (λόγῳ τῶν ἀμετρήτων ψαριῶν στὰ νερά της) καὶ ΑΣΤΡΟΠΑΛΙΑ ( < ἄστρον + παλαιόν).

( Κάσος )

ΚΑΣΟΣ ἀπὸ τὴν ἄλλη, πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Κάσον, τὸν πατέρα τοῦ Κλεόχου, «ἐκαλεῖτο δ' Ἄμφη καὶ Ἀστράβη. κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός. ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν Συρίᾳ ὄρος Κάσιον», Ἐθνικά, 364. Ἄλλα ὀνόματά της ἦταν ΑΜΦΗ, ΑΧΝΗ ( =ἀφρὸς ἁλός) καὶ ΑΣΤΡΑΒΗ ( =σαμάρι μουλαριοῦ). 

( Νίσυρος )

Καὶ πᾶμε λίγο πιὸ πάνω στὴν ΝΙΣΥΡΟΝ( < νέω +σύρω). Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία, ἡ Νίσυρος ἦταν ὁ βρᾶχος ποὺ πέταξε ὁ Ποσειδῶν ἀπὸ τὴν Κῶ καὶ καταπλάκωσε τὸν γίγαντα Πολυβώτη. Στὴν καυτὴ ἀνάσα του, καθῶς εἶναι καταπλακωμένος, ἀπεδίδουν τοὺς ἡφαιστειακοὺς κρατῆρες στὸ κέντρον τοῦ νησιοῦ! Τὴν ἔλεγον καὶ ΠΟΡΦΥΡΙΔΑ ἀπὸ τοὺς ἐν αὐτῇ πορφυρεῖς. 

«Οἳ δ' ἄρα Νίσυρόν τ' εἶχον. Πολυβώτης γὰρ εἷς τῶν Γιγάντων ὑπὸ Διὸς βληθεὶς ἐνήχετο, Ποσειδῶν δὲ ἐπ' αὐτὸν ἀφεὶς τὴν τρίαιναν τοῦ μὲν ἥμαρτε· γέγονε γὰρ νῆσος τὸ βληθὲν Νίσυρος. ἐκαλεῖτο καὶ Πορφυρίς ἀπὸ τῶν ἐν αὐτῇ πορφυρέων», Ἐθνικά, 477, Στ. Βυζάντιος. 

( Τῆλος )

Ἀπὸ κάτω της βρίσκεται ἡ ΤΗΛΟΣ («Τῆλος, νῆσος τῶν Κυκλάδων μία, ἀπὸ Τήλου οἰκιστοῦ. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Ἀγαθοῦσσα», Ἐθνικά, 620, Στ. Βυζάντιος). Κατὰ μία ἐκδοχὴ ὁ Τῆλος ἦταν υἰὸς τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Θάλειας, ὁ ὁποῖος πῆγε στὸ νησὶ γιὰ νὰ ψάξει γιὰ βότανα. Ἐλέγετο καὶ Ἀγαθοῦσσα ὅπως ἀναφέρετι πολλάκις στὴν γραμματεία μας, βλ. Βυζάντιον, Ἡσύχιον... 

ΧΑΛΚΗ πῆρε τὸ ὄνομά της, εἴτε ἀπὸ τὰ ἐργαστήρια ἐπεξεργασίας χαλκοῦ ποὺ διέθετε (ἡ μυθολογία λέει πὼς οἱ πρῶτοι της κάτοικοι ἦταν οἱ Τιτᾶνες, οἱ ὁποῖοι τὴν διάλεξαν γιὰ τὴν ἐξόρυξιν χαλκοῦ, καθῶς ἦταν πλουσία σὲ αὐτόν), εἴτε ἀπὸ τὴν κάλχη, ποὺ σημαίνει πορφύρα καὶ τὸ ὄστρακον αὐτὸ ἦταν ἄφθονον στὶς ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ.

( Χάλκη )

( Λειψοί )

Οἱ ΛΕΙΨΟΙ ὠνομάστηκαν ἔτσι ἀπὸ τὸ ῥῆμα λείπω, γιατὶ εἶναι μία ἄγονη καὶ ἄνυδρη ὁμάδα νήσων. Τὸ ἀκριτικὸν ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΝ (μὲ 2 -λ-), πῆρε τὸ σύγχρονον ὄνομά του τὸν Μεσαίωνα, ἀπὸ τὸ κόκκινο κάστρο ποὺ ἦταν χτισμένον στὴν κορυφή του ἀπὸ τοὺς Ἰωαννῖτες ἱππότες [ < καστέλλο < λατ. castellum < κεάζω/κόσσω ( =σχίζω, τὸ ἀποσχισμένον δηλαδή) + rosso ( < λατ. ruber < ἐρυθρός, λόγω τοῦ χρώματος τῶν βράχων ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀνοικοδομήθηκε τὸ κάστρον). Ἡ βυζαντινή του ὀνομασία ἦταν Καστέλλος στὰ Ῥιζὰ καὶ ἀναφέρεται καὶ ὡς Castello Rugio, Châteaux Rouge, Castel Ruzzo κ.ἄ. Τὸ προηγούμενον ὄνομά του ἦταν ΜΕΓΙΣΤΗ, ἀπὸ τὸν πρῶτον οἰκιστή του, τὸν Μεγιστέα. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὡς Μεγίστη παραπέμπει καὶ στὸ ὅτι εἶναι ἡ μεγίστη νῆσος τῆς περιοχῆς τῆς Λυκίας. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τὸ ἀναφέρουν καὶ ὡς ΚΙΣΘΗΝΗ, λόγω τῆς Σαλακίας, ἡ ὁποία μετέφερε σὲ κίστη ( =καλάθι) γλυκίσματα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος. Ὅταν ἔπεσε νὰ ἀναπαυθεῖ, πῆρε τὴν κίστη ὁ ἄνεμος καὶ τὴν ξέβρασε στὴν πόλιν τῆς Λυκίας, Πάταρα. Τὸ νησὶ ἀπέναντι ὠνομάστηκε Κισθήνη. Δίπλα στὴν Μεγίστη βρίσκονται 2 νησίδες, ἡ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ( < γογγύλος < κόνδυλος) καὶ ἡ νησίδα ΡΩ ἤ καὶ ΡΩΠΗ, ΡΩΓΗ [ἀβεβαίου ἐτυμολογίας, ἴσως ἐκ τοῦ ῥῶπος ( =ψιλικά, μικροπράγματα), καθῶς εἶναι μία σταλιὰ στὸν χάρτη). Ἄλλοι ὑποστηρίζουν πὼς προέρχεται ἐκ τοῦ «ῥήγνυμι» ( =σπάω), λόγῳ τῶν σπασμένων βραχῶν ποὺ βρίσκονται στὶς ἀπόκρημνες άκτὲς τῆς νήσου ἤ -πιὸ πιθανὸν- λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν Μεγίστη].

( Καστελλόριζον )

( Ἀγαθονήσι )

Ἄλλο νησὶ τῶν Δωδεκανήσων εἶναι τὸ ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ (αὐτὴ ἡ ὀνομασία εἶναι πολὺ πρόσφατη, λόγω τοῦ ἀγαθοχόρτου ποὺ ἀφθονεῖ ἐκεῖ ἤ -κάποιοι λένε- λόγω τοῦ ἀγαθοῦ χαρακτῆρος τῶν κατοίκων του). Παλαιότερα ἐλέγετο ΥΕΤΟΥΣΑ [ < ὑετός ( =βροχή)], ΤΡΑΓΑΙΑ ( < τράγος) ἤ καὶ ΓΑΪΔΟΥΡΟΝΗΣΙ (λόγω τοῦ σχήματός του). 
Ἔπειτα, εἶναι καὶ τὸ ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του χάριν στὰ βότανα ποὺ βρίσκονται σὲ πληθώρα ἐκεῖ, ἡ ΤΕΛΕΝΔΟΣ ( < τέλος, ἐκεῖ τελειώνει ἡ Κάλυμνος), οἱ ΑΡΚΙΟΙΑΡΚΟΙ [ < ἀρκέω ( = ἀποκρούω, ὑποστηρίζω), διότι λειτουργοῦσαν ὡς ἀμυντικὰ φρούρια τῶν μεγαλύτερων νήσων], τὸ πλούσιον σὲ μάραθον νησί ΜΑΡΑΘΟΣ, τὰ ΛΕΒΙΘΑ [ἴσως ἀπὸ τὸν λέβιθα < λέμιθα < ἔλμινθα ( =τὸ σκουλήκι), λόγω τοῦ σκολιοῦ σχήματός τους ], τὸ ΓΥΑΛΙ [ < γύαλος ( =κυρτός), λόγω τοῦ τοξοειδοῦς σχήματός του], ἡ ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ (καλός +λιμήν, διότι ἀκόμα καὶ σὲ πολὺ ἄσχημον καιρόν, ἐπειδὴ τὸ λιμάνι βρισκόταν σὲ πολὺ καλὴ τοποθεσία, ἀπάνεμη, μποροῦσαν νὰ ἀράξουν πάντοτε τὰ καΐκια), ἡ ΚΙΝΑΡΟΣ [ < κινάρα ( =ἡ ἀγκινάρα)], ἡ ΑΛΙΜΙΑ ( < ΕΥΛΙΜΝΙΑ < εὖ +λιμήν, ἔτσι τὴν ἀναφέρει ὁ Ῥωμαῖος Πλίνιος) κ.ἄ πολλὲς μικρότερες νησίδες.

( Ἀρκίοι ) 

( Γυαλί )


Συνεχίζεται...


Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρον ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, ἠλεκτρονικὸν λεξικόν <<LIDDELL- SCOTT>>, <<ΑΙΝΕΙΑΔΑ>>, ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ, 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ>>, Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ , <<ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ>>,Κ. ΑΜΑΝΤΟΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, <<ANNUARIO>>, ERMANNO ARMAO, <<ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ>>, Γ. ΔΡΑΚΙΔΗΣ, ἀπὸ διάφορες διαδικτυακὲς σελίδες ποὺ φιλοξενοῦν ἐλάχιστες ἐτυμολογήσεις ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Γ. ΛΕΚΑΚΗ <<ΑΙΓΑΙΟ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΕΣ ΝΗΣΩΝ>>, διαδικτυακὴ ἐγκυκλοπαίδεια <<ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ>>, Δ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ τοῦ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<ΠΑΜΕ ΓΙ’ΑΛΛΑ>>, τὸ ἰστολόγιον <<CRETANBEACHES. COM>> , ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα <<PERIERGOI. GR>>, τὴν σελίδα <<ASTYPALEA. NET>>, ἀπὸ τὴν σελίδα <<RODOSISLANDINFO. GR>>, ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἐφημερίδα <<ΡΟΔΙΑΚΗ>> (τὸ ἄρθρον ὑπογράφει ὁ Ἀλ. Κατσαρᾶς), τὸ ἰστολόγιον <<NGRADIO>> (τὸ ἄρθρον ὑπογράφει ὁ Φ. Πιομπῖνος). Οἱ πληροφορίες περὶ τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τῶν ἐκτάσεων τῶν νησιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ φωτογραφία ἠντλήθησαν ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια <<ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ>>. Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τἠν <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ>>.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (