Στὴν ἐρώτησιν <<Τί σημαίνει λέγω;>>, οἱ πιθανότητες νὰ ἀκούσεις διαφορετικὴ ἀπάντησιν ἀπὸ τὰ <<ὁμιλῶ, ἀγορεύω>> ἤ τέλος πάντων ῥήματα σχετικὰ μὲ τὴν ὁμιλία, εἶναι ἐλάχιστες. Ἄν ὅμως ρωτήσεις νὰ σοῦ ἀπαριθμήσουν μερικὰ ἀπὸ τὰ παράγωγά του, εἶναι πολλὲς οἱ πιθανότητες νὰ ἀκούσεις λέξεις ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τόσο ἄμεση σχέσιν μὲ τὸν λόγον. Μὰ πῶς γίνεται αὐτό;
Ἡ ἀπάντησις εἶναι πὼς τὸ <<λέγειν>> εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ζωντανὲς ἀποδείξεις τῆς παλαιότητος τῆς γλώσσης μας, καθῶς ἔχει ἀποκτήσει πολλὲς καὶ διαφορετικὲς μεταξύ τους -ἐκ πρώτης ὄψεως- σημασίες, μὲ τὸ πέρασμα τῶν χιλιετιῶν, ποὺ ὁμιλεῖται ἡ ἑλληνική. Ἐκτὸς αὐτοῦ, εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολλὰ ῥήματά μας, ποὺ ἔχουν γονιμοποιήσει τόσο πολὺ τὸν παγκόσμιον λόγον, ποὺ ἄν γιὰ κάθε παράγωγη λέξιν του, ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς ἀλλοθρόους, μᾶς πλήρωναν 1 ἑκατοστὸν τοῦ σέντ, θὰ ἤμασταν πάμπλουτη, ὡς χώρα!!! Γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ ὡς λῆμμα, οὔτε κὰν ἀδρομερῶς, σὲ ἕνα ἄρθρον, ὁπότε ἐπέλεξα νὰ γίνει μία νύξις, σὲ ἐλάχιστα παράγωγα καὶ τοῦ ἐγχωρίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ διεθνοῦς λεξιλογίου, ὅπου θὰ διαφαίνονται οἱ σημαντικότερες ἔννοιές του.
Τὸ λέγειν λοιπόν, τοῦ ὁποίου -ἀκόμα καὶ μόνον στὸν ἐνεστώτα- οἱ τύποι ποικίλλουν (π.χ. λέγομαι, λέχομαι, λεχθήσομαι, λεξείω κλπ) σχετίζεται μὲ τὸ πρωτοελληνικὸν μονοσύλλαβον ῥῆμα λῶ ( =θέλω, <<τὸ δὲ λέγω γίνεται παρὰ τὸ λῶ>>, Μέγα Ἐτυμολογικόν) καὶ τὸ μονοσύλλαβνο ῥῆμα γῶ ( =βγάζω φωνή, γιγνώσκω, ἀλλὰ καὶ λαμβάνω ), καθῶς μέσω τοῦ λέγειν καὶ τοῦ λόγου συνδεόμεθα [βλ. εἴρω ( = συνδέω καὶ λέγω) καὶ γνωρίζουμε/ἐρχόμαστε κοντὰ μὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουμε]. Δικαίως θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς δημιούργημα τῆς ἁλός, καθῶς ἀπ’αὐτὴν γεννήθηκε, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀρχική του σημασία δὲν ἦταν αὐτὴ τοῦ <<ὁμιλῶ> ἀλλὰ τοῦ <<συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συλλέγω>> (<< Τὸ συνηθροισμένον τῆς ἁλός ὕδωρ, ἐδημιούργησε λέξεις συσσωρεύσεως σημαντικές>>, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, <<ἅλειον ὕδωρ= αθροιστόν και συλλεκτόν ύδωρ>>, Ἡσύχιος).
Οἱ βασικές/σημαντικότερες σημασίες του λοιπόν (καὶ οἱ ὁποῖες συμπλέκονται ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη καὶ καθιστοῦν δύσκολον τὸ νὰ τὶς ἀπομονώσεις ἐννοιολογικῶς) εἶναι:
1.ΣΥΣΣΩΡΕΥΩ, ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΩ, ΣΥΛΛΕΓΩ, ἐξ οὗ καὶ ἄπειρες λέξεις παράγωγές του ὑπὸ αὐτὲς τὶς ἔννοιες, ὅπως ΣΥΛΛΟΓΗ, ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ( τὸ βιβλίον, τὸ ὁποῖον περιέχει διάφορα εἴδη συλλεχθέντων ἀνθῶν), ἡ ΛΕΣΧΗ [( << παρά τοῖς Βοιωτοῖς, τὰ κοινά δειπνητήρια... συμβαίνει γὰρ ἐν ταῖς οἰκίαις ταύταις χάριν θέρμης καθεζομένους λόγους συναιρεῖν>>, Μ.Ἐ). Λέσχη, εἶναι δηλαδὴ ὁ χῶρος συγκεντρώσεως, ὅπου οἱ άνθρωποι μαζεύονται καὶ συζητοῦν γιὰ διάφορα θέματα. Ἀργότερα, ἀπέκτησε τὴν ἔννοια τοῦ κέντρου συναθροίσεων ὁμάδος ἀτόμων τοῦ ἰδίου ἐπαγγέλματος, κοινωνικής τάξεως, φρονημάτων κλπ., οἱ ὁποῖοι ὅμως καὶ πάλι συνέρχονται γιὰ νὰ συζητήσουν/ἀνταλλάξουν ἀπόψεις]. Ἐνδεικτικῶς, λίγες ἀκόμα εἶναι ἡ ΛΕΓΕΩΝ ( =μεγάλο πλῆθος, συγκέντρωσις στρατιωτῶν καὶ συνεκδοχικῶς στρατιωτική μονάδα, <<τὸ στίφος τὸ έκλεκτόν>> Μ.Ἐ.), οἱ ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΙ (οἵτινες ΣΤΡΑΤΟ-ΛΟΓΟΥΝΤΑΙ), ἡ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ ( =συγκέντρωσις διασκορπισμένων πραγμάτων μὲ σκοπὸν τὴν φύλαξίν τους), ὁ ΣΥΛΛΟΓΟΣ, τὸ ΚΟΛΛΕΓΙΟΝ (ἀκριβὲς ἀντιδάνειον τοῦ συν +λέγω < cum + lego) κλπ.
2.ΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ, ΔΙΑΒΑΖΩ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια διαβαίνω τοὺς στίχους, συλλέγω πληροφορίες μὲ τὰ μάτια, διαλέγω τὰ γράμματα. Ὑπό αυτήν του τὴν ἔννοια, τὰ μάτια λέγονται καὶ ΛΟΓΑΔΕΣ ( γιὰ τὴν ἀκρίβεια = τὸ λευκὸν τῶν ματιῶν), καθῶς ἄνευ τούτων εἶναι ἀδύνατον νὰ διαβάσει κάποιος. Ἀπὸ αὐτό, ἔχουμε καὶ τὸ ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ ( = τὸ ἔπιπλον πάνω στὸ ὁποῖον τίθενται τὰ βιβλία πρὸς ἀνάγνωσιν), ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς ἀνάγνωσιν συλλογὴ κανονισμῶν, αὐτὸ ποὺ οἱ Λατῖνοι ὠνόμασαν lex ( =νόμος, κι ἀπ’αὐτὸν μύριες ἄλλες παράγωγες, σχετικὲς τῆς ἀναγνώσεως (π.χ. lesson, βλ. καὶ στὸ τέλος), διότι <<ἐκ τοῦ ἀναγιγνώσκειν τὰ γεγραμμένα ἐλέχθη>> (Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Ἀλλὰ ὑπὸ αὐτὴν τοῦ τὴν ἔννοια ἐνεπνεύσθησαν καὶ τὴν λέξιν γιὰ τὴν θρησκεία, τὸ religion ποὺ λένε οἱ Ἄγγλοι σήμερα [< ῥα +λέγω ( re + lego)], διότι οἱ μοναχοὶ διαβάζουν ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ ὅσα γράφονται στὴν θεία λατρεία ( << religiosi , relegendo ea quae ad cultum divinum>>, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Μὲ τὴν σημασία τοῦ <<διαβάζω>> διατηρεῖται σήμερα σὲ πολλὲς ἐκφράσεις ὅπως γιὰ παράδειγμα <<ὁ παππὰς λέγει ( =διαβάζει) τὸ εὐαγγέλιον>>
3.ΜΕΤΡΩ, ΑΠΑΡΙΘΜΩ, ἐξ οὗ καὶ ὁ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ, οἱ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ, ὁ ΛΟΓΙΣΤΗΣ καὶ οἱ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ποὺ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙ/ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙ στὸ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ, τὸ ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ ( τὸ ὁποῖον μετρᾶ τὴν ὥρα καὶ μποροῦμε καὶ τὴν διαβάζουμε), ὁ ΛΟΓΑΡΙΘΜΟΣ /ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΣ καὶ ἀμέτρητες ἄλλες λέξεις...
4.ΔΙΑΛΕΓΩ,ΕΠΙΛΕΓΩ, ΕΚΛΕΓΩ, ἐξ οὗ καὶ ὅλα αὐτά, τὰ ὑποδηλοῦντα διαλογὴν ῥήματα, τὸ ἐμπεριέχουν, ἐξ οὗ καὶ τὰ παράγωγά τους, ὅπως ΕΚΛΟΓΕΣ, οἱ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ/ΛΟΓΑΔΕΣ ( οἱ καλλίτεροι ἑνὸς στρατεύματος, οἱ ΕΚΛΕΚΤΟΙ <<εἰ ποτ’ἀνάγκη γένοιτο, ἐκπέμψαι στρατιὰν ἤ ἐνεστήκοι τὶς ἄλλος κίνδυνος, κατάλογος ἐλέγετο τῶν ἐπιτηδείων πρὸς τὰς μάχας,οὕτοι οὖν λογάδες ἐκαλούντο>>, Μ.Ε.), ἡ ΕΛΙΤ ( = ἐπίλεκτη ὁμάς, ἡ δημιουργηθεῖσα ἐκ τῆς διαλογῆς τῶν καλλιτέρων). Ἀκριβῶς μὲ τὴν ἴδια λογική, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ΕΚΛΕΚΤΟΥ/ΕΚΛΕΚΤΙΚΟΥ/ΕΚΛΟΓΗΣ, δημιουργήθηκε καὶ αὐτὸ ποὺ οἱ ἀλλοδαποὶ μέσω τῆς γλώσσης μας εἶπαν elegant/ elegance, γιὰ τὸν φιλόκαλον/ τὴν φιλοκαλία, διότι μόνον οἱ φιλόκαλοι κατὰ τὰ ἔτυμα μποροῦν νὰ ἐκλέγουν καὶ νὰ ἐκλέγονται (ἐξ οὗ καὶ τὸ <<ἐκλέγειν>> σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες, θυμίζει τὴν ἐκλεκτικότητα, βλ. τέλος select, elections, élire κλπ).
5.ΔΙΑΝΟΟΥΜΑΙ, ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ, ἐξ οὗ καὶ ὁ ΛΟΓΟΣ, ἡ ΛΟΓΙΚΗ, ἡ ΔΙΑΛΕΞΙΣ, ὁ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ὁ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ὁ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ, ὁ ΛΟΓΙΟΣ, τὸ ΕΥΛΟΓΟΝ ἀλλὰ καὶ τὸ ΠΑΡΑΛΟΓΟΝ, ἡ ΑΛΟΓΙΑ [καὶ τὸ ΑΛΟΓΟΝ, τὸ ζῶον ἄνευ λόγου ( =λογικῆς)] κι ἀκόμα περισσότερα συναφῆ τῆς λογικῆς, ἐμπεριέχουν τὸ ῥῆμα <<λέγω>>. Ἀπὸ αὐτὸ μὲ διάφορες προθέσεις, ἀλλὰ καὶ ἄλλα συνθετικά μας, ἔφτιαξαν οἱ ἀλλόθροοι, τὶς λέξεις ποὺ περιγράφουν τὴν νοήσιν ( οἱ ὁποῖες ἀκόμα καὶ μὲ δικά μας δάνεια, ἀπέχουν παρασάγγας ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες δικές μας), ὅπως τὸν διανοούμενον ποὺ γι’αὐτοὺς εἶναι intellectual/el [ < inter + lego < ἐν/ἰν +τρύω ( =διεισδύω) +λέγω], τὴν εὐφυία ποὺ γι’αυτοὺς εἶναι intelligence κ.ἄ (βλ. τέλος). Προφανῶς μέσω αὐτῆς τῆς σημασίας του, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴν σκέψιν, τὸν λογισμόν, τὴν κρίσιν, κατέληξε νὰ χρησιμοποιεῖται παγκοσμίως, ἀνεξαιρέτως, σὲ ὅλους τοὺς κλάδους ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς ἐπιστῆμες, ὅπως εἶναι ὁ κλάδος τῆς ἰατρικῆς κ.ἄ ( π.χ. ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ/ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ, ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟΣ κ.ο.κ, ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΟΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΙΑ, ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΟΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΟΣ κλπ)
6.Ὑπὸ τὴν σημασία τῆς διανοίας, τῆς νοήσεως καὶ τῆς σκέψεως καὶ μὲ τὸ ἐπιτατικόν -ἀ- ἔμπροσθέν του γιὰ έμφασιν, ἔδωσε τὸ Α-ΛΕΓΩ ( =φροντίζω τὸν νοῦν, μεριμνῶ, προσέχω κάτι, λογαριάζω, ὑπολογίζω) καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του παρήγαγε ἀμέτρητες ἄλλες λέξεις, ὅπως ἡ λέξις ΑΛΓΟΣ ( αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον μεριμνοῦμε, διότι ὁ πόνος ἀπαιτεῖ φροντίδα). Ἀκόμα ὁ ΑΛ(Ε)ΓΕΙΝΟΣ ( =ὀδυνηρός), ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ παθήσεις ποὺ τὸ περιλαμβάνουν καὶ παγκοσμίως φέρουν τὸ <<ἄλγος>>, ὅπως ΚΕΦΑΛΑΛΑΓΙΑ, ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ, ΜΥΑΛΓΙΑ κλπ, ἀλλὰ καὶ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, διότι καὶ ὁ πόνος τοῦ νόστου ( =ἐπιστροφή στὴν πατρίδα), ἀποτελεῖ μέγα ψυχικὸν ἄλγος. Ἀπ’αὐτὸ σὲ συνδυασμό μὲ τὸ ἀρνητικὸν μόριον <<νή>>, δημιουργήθηκε καὶ ὁ ΝΗΛΕΓΗΣ ( = ὁ ἀμέριμνος), τὸν ὁποῖον πῆραν οἱ ἀλλοδαποὶ καὶ τὸν μετεμόρφωσαν σὲ négligé καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ τῆς βαρβαρότητός τους.
7.Ἀργότερα, ἔλαβε καὶ τὴν ἔννοια μὲ τὴν ὁποία τὸ ἀναγνωρίζουμε κυρίως σήμερα, αὐτὴν τοῦ <<ΟΜΙΛΩ>>. Προφανῶς, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν διὰ προφορικοῦ λόγου ἔκφρασιν τοῦ ἀποτελέσματος τῆς ἀπαριθμήσεως, τοῦ συλλογισμοῦ, τῆς διαλογῆς, τοῦ διαλέγεσθαι καὶ τῆς συναναστροφῆς μὲ κάποιον, ἐξ οὗ καὶ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ, ΔΙΑΛΕΞΙΣ, ΛΕΞΙΘΗΡΙΑ, ΣΥΝΔΙΑΛΕΓΟΜΑΙ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ, ΑΠΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ,ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΛΟΓΥΔΡΙΟΝ, ΕΥΛΟΓΙΑ, ΔΥΣΛΕΞΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ ( =ἡ φλυαρία < ἄδην ( =ἀσταμάτητα) +λέγω, ὁμιλῶ πολὺ ὡς οἱ ΑΔΟΛΕΣΧΕΣ, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους γέννησαν τὸν <<ἔφηβο>> στὶς περισσότερες ἀλλοδαπὲς γλῶσσες, βλ. τέλος), ΛΑΣΚΩ ( =κραυγάζω, πλεονασμῶι τοῦ -κ-,) κλπ πολλά. Ἀπ’αὐτὸ καὶ τὸ ΛΑΛΩ ( βλ. πρωτοελληνικὸ λῶ , <<ὁ γὰρ τὶς θέλει ταύτα καὶ λαλεῖ>>, Μ.Ἐ.). Κι ἀπὸ αὐτὸ ὁ ΛΑΛΑΞ, ἡ ΛΑΛΑΓΗ ( =ὁ θόρυβος), τὰ ΛΑΛΑΓΙΑ/ΛΑΛΛΟΙ ( =πετροῦλες, ψῆφοι, << αἱ ψῆφοι, αἱ παραθαλάσσιαι, αἱ ὑπὸ τῶν κυμάτων κινούμεναι καὶ ψόφον τίνα ἀποτελοῦσαι>>, Μ.Ἐ) κ.ἄ. Ὑπὸ αὐτήν του τὴν ἔννοια στὴν μεσοπαθητικὴ φωνὴ ὡς λέγομαι, σημαίνει καὶ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΜΑΙ, ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΑΙ.
8.Μία ἀπὸ τὶς βασικότερες σημασίες του, ποὺ γονιμοποιεῖ μέχρι καὶ σήμερα λέξεις, εἶναι καὶ αὐτὴ τοῦ ΠΛΑΓΙΑΖΩ, ΚΕΙΜΑΙ, ΞΑΠΛΩΝΩ, ΛΕΓΟΜΑΙ/ΛΕΧΟΜΑΙ [< παρά τὸ λεχρίους ἡμᾶς ποιεῖν-> ΛΗΓΩ ( =καταπαύω), κι ἀπ’αὐτὸ μύρια ἄλλα παράγωγα, ὅπως ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ, ΑΠΟΛΗΞΙΣ, ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΟΝ κ.ἄ ]. Ὑπὸ αὐτήν του τὴν ἔννοια δημιουργήθηκε καὶ ἡ ΛΕΧΩΝΑ ( =ἡ ἔχουσα ἀνάγκη νὰ ξαπλώσει, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ ἔπειτα ἀπὸ γέννα), τὸ κρεββάτι, τὸ ὁποῖον λέγεται καὶ ΛΕΚΤΡΟΝ, ΛΙΚΝΟΝ, ΛΕΧΟΣ, ΛΕΚΤΙΣ (βλ. τέλος lit, legge κλπ), ἐξ οὗ καὶ ὁ ΑΛΕΚΤΩΡ (ἀ +λέκτρον, ἀπὸ τῶν λέκτρων ἡμᾶς ἐγείρει), ὁ ΛΟΧΟΣ ( = ὁ τόπος ποὺ χρησίμευε γιὰ ἐνέδρα καὶ κατ’ἐπέκτασιν ἡ ἴδια ἡ ἐνέδρα, καθῶς ἐκεῖ συσσωρεύονται καὶ πλαγιάζουν/ξαπλώνουν οἱ ΛΟΓΑΔΕΣ ( = οἱ καλλίτεροι φαντάροι), στήνοντας παγίδα στὸν ἐχθρὸν καὶ παρακολουθώντας τόν, ἐξ οὗ καὶ ἀργότερα ἡ λέξις ἐσήμανε τὸ τμῆμα τοῦ πεζικοῦ, τὴν ὑποδιαίρεσιν τοῦ τάγματος, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της δημιούργησε ἄλλες τόσες λέξεις καὶ βαθμῖδες, ὅπως (ΑΝΘ)ΥΠΟ-ΛΟΧΑΓΟΣ, ΛΟΧΙΑΣ κ.ο.κ). Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ λογάδες, εἶναι εἰς θέσιν νὰ στήσουν παγίδα, δημιουργήθηκε καὶ τὸ ῥῆμα ΕΛΛΟΧΕΥΩ ( =ἐνεδρεύω), τὸ ΝΑΥΛΟΧΕΩ ( ἐνεδρεύω μέσα σὲ λιμάνι, < ναῦς +λόχος), ἡ ΛΟΧΜΗ ( =τὸ πυκνὸν δάσος, ποὺ εὔκολα μπορεῖς νὰ κρυφτεῖς) καὶ διάφορα ἄλλα κύρια ὀνόματα, ὅπως ΔΗΙΛΟΧΟΣ [ δηϊόω ( =σφάζω, καταστρέφω) + λόχος], ΗΓΕΛΟΧΟΣ ( < ἡγοῦμαι +λόχος), ΘΕΡΣΙΛΟΧΟΣ [ < θέρσος ( =θάρρος) +λόχος], ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ, ὁ ὁποῖος ἄρχει τὸν λόχον καὶ ἄλλα πολλά. ΝΑΥΛΟΧΟΣ εἶναι τὸ μέρος ποὺ πλαγιάζει/ἀράζει ἡ ναῦς. Τὴν σύντροφο, τὴν ὁμόκλινη τὴν ἔλεγαν καὶ ΑΛΟΧΟ [ ἀθροιστ. ἀ +λέχος ( =τὸ κρεββάτι)], ἀλλὰ ἄλοχο, ἔλεγαν καὶ τὴν γυναῖκα ποὺ δὲν ἔχει σύζυγο, τὴν παρθένο, μόνον ποὺ αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ συνθετικόν -α- ἦταν στερητικόν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλοχο, παρήχθη καὶ τὸ ῥῆμα Α-ΛΕΞΩ, τὸ ὁποῖον καὶ τί δὲν ἔδωσε ἀπὸ λέξεις (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ, ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ, ΑΛΕΞΙΒΡΟΧΙΟΝ, ΑΛΕΞΗΛΙΟΝ, ΑΛΕΞΙΚΕΡΑΥΝΟΝ κ.ἄ).
9.Ἀλέξω σημαίνει ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΩ, ΑΠΟΚΡΟΥΩ, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΙ, γι’αὐτὸ καὶ στὶς προηγούμενες λέξεις, ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὸ δεύτερο συνθετικόν, ἀπὸ τί μᾶς ἀπομακρύνουν, μᾶς προστατεύουν τὰ παραπάνω ὀνόματα. Κυριολεκτικῶς σημαίνει ἀποκρούω τοὺς ἐκτὸς καὶ ὑπερασπίζομαι τοὺς ἐντός, τοὺς δικούς μου, τὸ λέχος μου, τὴν άλοχόν μου, τὰ πάντα μου. Γράφουν οἱ ἀρχαῖοι σχολιαστές <<Ἀλέξω, τὸ τῆι γυναικί βοηθῆσαι, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὸ ὅπου δήποτε>>, τὸ ὁ,τιδήποτε δικό σου [ <<οὐ ἀεικὲς ἀμυνομένωι περὶ πάτρης τεθνάμεν' ἄλλα ἄλοχος σόη καὶ παῖδες ὀπίσω καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος ... >> (Ιλιάδα, Ο,498), δηλ. Δὲν εἶναι ἀνάρμοστο γιὰ τὸν ἀμυνόμενον ὑπὲρ τῆς πατρίδος του, νὰ πεθάνηι, ἀλλὰ ἡ σύζυγος παραμένει σώα καὶ τὰ παιδιά -ποὺ ἀφήνει- πίσω του καὶ ὁ οἶκος καὶ ἡ περιουσία ἀπείραχτα]. Γι’αὐτὸ καὶ ΑΛΚΑΡ, ὀνομάζεται ὁ πύργος ἐπὶ τῶν τειχῶν, ὅπου γιὰ νὰ σταθεῖς πρέπει νὰ διαθέτεις ΑΛΚΗ ( =γενναιότητα σωματικὴ καὶ ψυχική), νὰ εἶσαι ΑΛΚΙΜΟΣ, προκειμένου οἱ ΕΠΑΛΞΕΙΣ νὰ παραμείνουν ἀπόρθητες. Ἀπ'αὐτὸ καὶ τὸ ΑΛΚΑΘΕΩ [ < ἄλκη +θέω ( =τρέχω), ὑποστηρίζω ] καὶ πολλὰ κύρια ὀνόματα, ποὺ δυστυχῶς χάνονται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅπως ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ( ἄλκη +βία), ΑΛΑΛΚΟΜΕΝΗΣ (ἄλκη +μένος), ΑΛΚΑΙΟΣ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ, ΑΛΚΙΝΟΗ, ΑΝΤΑΛΚΙΔΑΣ κ.ἄ.
10.Ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ πλαγιάζω, ΚΑΤΑΠΑΥΩ, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω δημιουργήθηκε καὶ ἡ ΛΗΞΙΣ ( = τόπος ποὺ παραχωρήθηκε γιὰ διαμονή, ἀλλὰ καὶ συνεκδοχικῶς ἡ κληροδότησις, ἡ ἀπόκτησις μὲ κλῆρον). Ὁπότε, τὸ λέγω συνδέεται καὶ μὲ τὴν σημασία τοῦ ΛΑΓΧΑΝΩ, ἐξ οὗ καὶ τὸ κοινὸ θέμα τοῦ λέγω (λογ-) μὲ τὸν ἀρχαῖον/ποιητικὸν παρακείμενον τοῦ λαγχάνω ( λέ-λογ-χα). Τὸ ῥῆμα αὐτὸ ὅμως, θεωρεῖται μέχρι καὶ σήμερα ἀγνώστου ἐτύμου, ἐνῶ ἐκτὸς τῆς ἐμφανισιακὴς ὁμοιότητός τους, ὑπᾶρχει καὶ ἡ κοινὴ ἀναγωγή τῶν δύο προαναφερθέντων ῥημάτων στὰ πρωτοελληνικὰ ῥήματα λῶ ( =θέλω) καὶ γῶ ( =λαμβάνω). Γι’αὐτὸ καὶ λαγχάνω, σημαίνει ἀρχικῶς λαμβάνω μερίδιο διὰ κλήρου, ἀνάλογον τῆς θελήσεως ὅμως του θείου στοιχείου, ἐξ οὗ καὶ μία ἀπὸ τὶς 3 μοῖρες, ὠνομάζετο Λάχεσις, ὡς διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων καὶ πολλὰ ἄλλα σχετικά, ὅπως ΛΑΧΑΙΝΩ ( =πέφτω στὴν διάθεσιν κάποιου), ΛΑΧΝΟΣ κλπ.
Ἀπὸ τὸ λέγω, δημιουργήθηκε τὸ λατινικὸ lego , τὸ ὁποῖον μὲ τὴν σειρά του παρήγαγε ἄπειρες ἄλλες λέξεις –ὑπὸ τὶς ἄνωθεν/ἴδιες ἔννοιες -σὲ πολλὲς ξένες γλῶσσες, ὅπως:
Aγγλ.: collection, college, colleague ( =συνάδελφος), cull ( =δρέπω, ἐκλογή), collective, legend, lesson ( =μάθημα), lecture ( =διάλεξις), legible ( = εὐανάγνωστος), (il)legal ( = νόμιμος/παράνομος), dyslexia, intellectual, legion,lectern ( = ἀναλόγιον), legendary, law ( =νόμος), recollection ( = ἀνάμνησις), loyal ( =πιστός), legitimate ( =νόμιμος, θεμιτός), legality, horologiste, horologe, elite, elegant, elections, select, electoral, elegance, intelligent, eloquent ( =εὔλογος), intellect, logic, logical,logistic, syllogism, logician, logorrhea, logotype, logogriph, logolatry, logomachy, Logus, illogical, logarithmic, logarithm, lodge ( = οἴκημα, ἐκεῖ ποὺ πλαγιάζεις), adolescent, adolescence, locution ( =ἔκφρασις, ἰδίωμα), interolocution, nostalgia, nostalgic, Alexander, negligible [ < νή +ἀλέγω ( =δὲν μεριμνῶ, ἀμελῶ)], religion, religious, lair ( =ἡ φωλιά), lie ( = κεῖμαι) κλπ, οἱ κλάδοι καὶ οἱ εἰδικότητες τῶν ἐπιστημῶν, π.χ. rheumatologist, hepatologist, geologist, allegro κ.ο.κ.
Γαλλ.: college, collègue, collectif, recueillir/ accueillir ( < re + cum + lego/ ad+ cum + lego = συλλέγω, φιλοξενῶ, καλωσορίζω) , récolte/cueillage ( = συγκομιδή), légend, légendaire ( =μυθικός), leçon, lecture ( =ἀνάγνωσις), lecteur ( = ἀναγνώστης), lire ( = διαβάζω), lisible ( =εὐανάγνωστος), lit ( = κρεββάτι), intellectuel, légion ( =λεγεών, πλῆθος), légionnaire ( =λεγεωνάριος), loi ( < lex = νόμος), légal, légalité(=νομιμότητα) , légimite ( = δίκαιος), loyal, léguer ( =κληροδοτῶ), horloge,horloger ( =ὡρολογοποιός), horlogerie, élite, élégant, élire ( =ἐκλέγω), éligible, électif, élections, électeur, eloquent ( = εὔγλωττος), dialogue,éloquence, intellect ( =διάνοια), intelligent, intelligence, intelligible ( =σαφής), logique, logicien, logistique, métalogique, prélogique, logographe, logorrhée, logarithmique, loger ( = κατοικῶ), alloger ( =ἐλλοχεύω), loge ( = οἰκίσκος), loquacité ( = πολυλογία), locution ( =ἔκφρασις), interlocution ( =συνομιλία), interlocuteur, allocution ( =προσφώνησις), adolescent, adolescence, nostalgie, nostalgique, myalgie, négligé, religieux, lexicographe, cardiologue, ophtalmologiste, théologie, dyslexie, alégresse ( = εὐθυμία) κλπ
Ἰταλ.: collezione, colletta ( = ἔρανος), collegio, leggenda, leggendario, lezzione, lettore, lettura, legion (=ἀναλόγιον), legione, letto( = κρεββάτι), leggere ( =διαβάζω), legge ( =νόμος), raccolta, legale, legalità, legitimo, leale, orologio, orologiajo, orologeria, dislessico, eleggere ( =ἐκλέγω), elettore, elezione, eletta, selezionare/scegliere ( =διαλέγω, ἐπιλέγω), elegante, eleganza, elettivo, eloquenza, intelocuzione, intelletto, intellettuale, intelligente, intelligenza, intelligibile, negligente, logica, logico, logistic, logistica, logografo, logos, logaritmo, logaritmico, loggia ( θεωρείον), loggione, allogiare, locanda ( = ταβέρνα), lucuzione, allocuzione, interlocutore, locchii ( = λοχία), loquacità ( = φλυαρία), adolescente, adolescenza, nostalgia, nostalgico, mialgia, religion, colloquio ( = συνομιλία), lessicografia, gastroenterologo, batteriologo κλπ
Ἰσπαν./Πορτογαλ.: collección/ coleção, collective/ coletivo- a, colego, collecta, collegio, leg(y)enda, legendario/ lendário, lección/ lição, lectura/ leitura, lector/ leitor, legible/ legível, legion/ legião, legionario/ legionário, leer/ ler ( =διαβάζω), lecho ( =κρεββάτι), alegria, ley/ lei ( =νόμος), legal, legalidad(e), reloj/ relógio, rolojero, elegir, elector/eleitor, elecciones/eleições ( =ἐκλογές), elegancia/elegância, elocuncia/eloqüência, elocuente/eloqüente, intelecto, inteligente, intelectual, inteligencia/ inteligência, inteligibile/inteligível, ilogico/ilógica, paralogismo, silogismo, logica/lógica, logico/ lógico, logógrafo, logógrifo, logomaquia,logaritmo, logaritmico/logarítmico, logia, lonja, alojar, alojamiento ( = κατάλυμα), locución/ localizaçã , loquios ( = τοκετός), locuacidad (=πολυλογία), interlocutor, locutorio ( =εντευκτήριον), locutor ( =ἐκφωνητής), adolescentia, adolescente, nostalgia, nostálgico, prolegómenos, Alejandro, negligente, religioso, lexicografia, ginecólogo/ ginecologista, meteorologia κλπ
Γερμ.: kollectiv, Kollegium, Kollektion, Legende, legendenhaft, Legion, Lektor, Lektüre, legen ( =ξαπλώνω, στρώνω), Lesepult ( =ἀναλόγιον), Legionario, lesen ( =διαβάζω), Kollegial ( = συλλογικός), Legislation, Legislativ ( =νομοθετικός), legal, Legalität, legitim ( =νόμιμος, δικαιολογημένος), Elite, Eleganz, Eloquenz, eloquent, Intellekt, intellektuel, intelligenz, intelligent, Logik, logisch, Logiker, Logistiker, Logos, Logogriph, Logomachie, Logarithmus, logarithmisch, Loge, Logis, Meteorologie, Lochien, Nostalgie, nostalgiker, Lagen, selektieren, Religion, Gynäkologe, Hämatologie, Etymologie κλπ
Ὁλλανδ.: college, collectie, collectief, legende, legendarisch, legioen, legionario, lezen, collegial, legaal, lodge, logeren, intellectueel, intelligent, logische, logistiek, algoritme, elegant, elegantie, logograaf, nostalgie, nostalgisch, locutie, logistiker, selecteer ( =διαλέγω, ἐπιλέγω), nalatigheid ( =ἀμέλεια), religie, lexicograaf, lezenaar ( = θρανίο), lazing ( = ἀνάγνωσις), gynaecoloog, Etymologie, nalatig, dyslectisch κλπ
Ῥώσ./Οὐκρ.: Кол(л)ега ( =συνάδελφος) [kolega] , кол(л)едж ( =κολλέγιο) [ koledz] , коллекция/колекція ( =συλλογή) [ koleksiya] , легион/ легіон ( =λεγεών) [ legion] , легендарный/ легендарний ( =μυθικός) [ legendarniiy] , легальный/ легальний ( =νομικός) [ legalniiy] , логист/ логіст ( =ὑλικοτεχνικός) [ log-ist] , легализация/ легалізація ( = νομιμοποίησις) [ legalizaniya] , логика /логіка ( =λογική) [ log-ika] , логографы/ логограф [ logograf] , ностальгия/ностальгія ( =νοσταλγία) [ nostalg-ia], миальгия/ міалгія [ mialg-ia], элегантный /елегантний ( =ἐκλεκτικός) [ elegantiiy], элегантность/елегантність [ elegantnost] , лекция/лекція ( = ἀνάγνωσις) [leksiya], религия/ релігія ( = θρησκεία [ relig-iya]), лексикон [leksikon] ( =λεξικόν, διατηροῦν ἀκόμη καὶ τὸ τελικό -ν!), гематология [ yematologiya], дислексический [ disleksitseskiiy] уролог [ urolog] κλπ
Νορβ./σουηδ. /φινλανδ./δαν.: kollega, kollektiv(e)/ kollektiivinen, legende/ legenda, legion/ legioona, leegio, legendarisk/legendary/legendariske/legendaarinen, lese/ läsa /lukea /Læs ( =διαβάζω), lov/lag/laki /lov ( =νόμος), kollegial/kollegiaalista, lovlig, elegant, elegance/elegans/eleganssi/elegance, logikk/logik/logiikka, logis/logistisk/logistinen, logographic, loquacity, algoritme/algoritm/algoritmi, nostalgisk/ nostalginen, elite/ elit/eliitii, logistiker/ logistician, lekse/läksy/lektie ( =μάθημα), neglisjerbar, religion, lexikon/leksikko, leksikografi/ lexikografi/ leksikografia, legalismi/ legalisme ( =νομικισμός), urolog/urologi κλπ
Σλοβεν./σλοβακ./τσέχ.: kolega ,kolektivno/kolektívne, legija/ légie/ legie, lůžko/lože ( =κρεββάτι), legendarni/ legendárny/ legendární, kolegialna / kolegiálne/ kolegiální , legitimno/ legitímne/ legitimní, eleganco/ elegancia/ elegance, logika, inteligenten/ inteligentný/ inteligentní, algoritem/ algoritmus, legálny, logistic, nostalgija/ nostalgie, lekcija/lekcie/ lekce ( =μάθημα), religija, leksikon/ lexikón/ lexicon κλπ
Λιθ./λετ.: kolekcija, kolektyvas/kolektīvs, legenda/leģenda, legionas/leģions, lova(ele) ( = κρεββάτι), likumu ( =νόμος),kolegialus/ koleģiāla ( =συλλογικός), likumīgi ( =νόμιμος), religija /reliģija ( = θρησκεία), nostalgija /nostalģija, logika/ loģika, etimologija/etimoloģija, lekcija κλπ
Ἀλβαν.: koleg ( =συνάδελφος), kolektiv, kardiolog, legjendë ( =μῦθος), legjion ( =λεγεών), legionario, lexoj ( =διαβάζω), ligj ( = νόμος), kolegjial ( =συλλογικός), legjitime, logjikë ( =λογική), algorithm, inteligjencie, intelekt, leksik κλπ
Τούρκ.: algoritması, lojistik, logo ( =λογότυπον), loca ( = κατάλυμα), kardiyolog, antropolog, kolej, Bizantoloji , etimoloji, mitoloji, Psikoloji, entellektüel κλπ
Σέρβ.: ложа ( =κατάλυμα) [ loza], лексикон [ leksikon], легитиман ( = νόμιμος) [ leg-itiman], логичан ( =λογικός) [ logitsan], етимологија [etimolog-iya], митологија [ mitolog-iya] κ.ἄ ( βλ. καὶ ῥώσικα),
Ἐσθον.: loogika ( =λογική), loogiline ( =λογικός), legaalne ( =νόμιμος), mikrobioloog, Bütsantsioloogia, etümoloogia, teoloogiaκλπ,
Πολων. : logika, logiczny ( =λογικός), elita ,leksykon κλπ
Ῥουμαν.: lexic, elită, logică, onkolog, teologia κ.ο.κ
Οὕγγρ.: lexikális, logika, illegális, diszlexia κλπ
Ἀραβ.: لوغاريتم [lugaritum] ( =λογάριθμος), كلية [kuliya] ( = κολλέγιον), كوليكتي [kulikti] ( =συλλεκτικός) κ.ἄ.
Ἰαπων.: ロジック [ rojik-i] ( =λογική), ロゴ [logo] ( = λόγος), ノスタルジア [nostaljiya] ( =νοσταλγία), エリート [elito] ( =ἐλίτ), エレガント [eleganto] κ.ο.κ
Πολυνησιακὲς λέξεις: logo ( =λόγος), lago ( =ὑποστήριγμα, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ πλαγιάζειν), lalàna ( =νόμος), lôjika ( =λογική) κλπ πάρα πολλά, χρόνον καὶ διάθεσιν νὰ ἔχει κάποιος νὰ ψάχνει.
Συμπέρασμα: Ἄνευ τοῦ Ἕλληνος λόγου, τῆς λογικῆς, τοῦ διαλεχθῆναι, τῆς ἑλληνικῆς διανοίας καὶ τῶν ἐτύμων μας (γενικότερα), ὄχι λεξιλογικὸν πλοῦτον δὲν θὰ διέθεταν οἱ ἀλλόθροοι νὰ παρουσιάσουν , ἀλλὰ οὔτε τὴν στοιχειώδη συνεννόησιν δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιτύχουν.
Πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, 1499>>, ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<ΙΛΙΑΣ>>, ΟΜΗΡΟΣ, ΛΕΞΙΚΟ <<LIDDELL- SCOTT>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DEEL>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<PONS>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DWDS>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DIZIONARIO ETIMOLOGICO>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<GLOSBE>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ << INTERNAUT. FR >>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ << BAB.LA>> , ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<JISHO. ORG>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<MALAGASYWORD. ORG>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ>
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου