Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ο)



ΚΥΚΛΑΔΕΣ- ΝΗΣΙΑ ΑΡΓΟΣΑΡΩΝΙΚΟΥ (ΜΠΛΕ ΧΡΩΜΑ)

Μετὰ τὴν Κρήτη καὶ τὰ Δωδεκάνησα, τὰ ὁποῖα ἀναλύθηκαν στὸ 1ο μέρος, σειρὰ ἔχουν οἱ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ( > νύμφες Κυκλάδες τὶς ὁποῖες μεταμόρφωσε ὁ Ποσειδῶν σὲ νησιά, ἐπειδὴ θύμωσε μαζί τους. Οἱ ἀρχαῖοι γεωγράφοι τὶς ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν κύκλο ποὺ σχηματίζουν γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ νησὶ τῆς Δήλου, γιὰ νὰ τὶς ξεχωρίζουν ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες Σποράδες).
( Νάξος )

Ἄς ξεκινήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο νησὶ τῶν Κυκλάδων, τὴν ΝΑΞΟ, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Νάξο, τὸν υἰὸν τοῦ Ενδυμίωνος, τὸν ἡγεμόνα τῶν πρώτων ἀποικιστῶν (Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης -Ἱστορ. Βιβλιοθ., 5,51- γράφει πὼς τὴν ὠνόμασε ἔτσι ὁ βασιλεὺς τῶν Καρῶν καὶ υἰὸς τοῦ Πολέμωνος, Νάξος). Ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης («Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, Γ', ΙΓ') μᾶς πληροφορεῖ πὼς Νἀξος ἐλέγετο ὁ υἰὸς τῆς Νύμφης Ἀκακαλλίδος καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος.
Προηγουμένως ἡ νῆσος ἐλέγετο ΔΙΑ (βλ. μέρος 1ο , νῆσος Δία κοντὰ στὴν Κρήτη) καὶ ἐκεῖ μαθαίνουμε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Διόδωρον (Δ', 61) πὼς ἔφτασαν ὁ Θησεὺς καὶ ἡ Ἀριάδνη μετὰ τὸν φόνον τοῦ Μινωταύρου. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ νάω/ νήχω ( =κολυμπῶ), ἄρα ἡ κολυμβῶσα, ἄλλοι ἀπὸ τὸ νάσσω ( =συμπιέζω) καὶ λίγοι ἀπὸ τὴν λέξιν <<νάξαι>>, οἱ θυσίες, ποὺ γίνονταν στὸ νησὶ αὐτὸ πρὸς τιμὴν τῶν θεῶν. Ἄλλα της ὀνόματα εἶναι ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ ( λόγω τῆς ἰδιαιτέρας λατρείας ποὺ εἶχαν στὸν Διόνυσο, τὸν προστάτη τῶν ἀμπελιῶν τους, διότι πίστευαν ὅτι ὅ ἴδιος φύτεψε ἐκεῖ τὸ πρῶτο κλῆμα, ἀπ’τὸ ὁποῖον γέμισαν οἱ πλαγιὲς τοῦ νησιοῦ μὲ ἀμπέλια), ΚΑΛΛΙΟΠΗ, (Ν)ΑΞΟΣ/ΑΞΙΑ, ΜΙΚΡΑ ΣΙΚΕΛΙΑ( <<Ἦν δε ἡ νῆσος εὔφορος…παράγοντα τὸν ἄριστον μεταξὺ τῶν λοιπῶν εἰδῶν τοῦ ἑλληνικοῦ οἴνου, δι’ ὅ καὶ ἐκαλεῖτο Μικρὰ Σικελία , θεωρούμενη ἰδίως ὡς ἱερὰ τοῦ Διονύσου>>, Λεξικὸν τῶν ἀρχαίων μυθολογικῶν, ἱστορικῶν καὶ γεωγραφικῶν κυρίων ὀνομάτων, Ν. Λωρέντης) κ.ἄ.
( Πάρος )

Δίπλα της βρίσκεται ἡ φημισμένη γιὰ τὴν ποιότητα τῶν μαρμάρων της, ΠΑΡΟΣ. Τὸ ὄνομά της, πρωτοαναφέρεται στὸν Ὁμηρικὸν ὕμνο εἰς Ἀπόλλωνα. Τὸ ὄνομα τῶν κατοίκων της (Πάριοι) ἀπαντᾶται στὸν Πίνδαρο καὶ στὸν Ἡρόδοτο. Σύμφωνα μὲ τὸν Στέφανο Βυζάντιο ( Ἐθνικά), ὁ γραμματικὸς Καλλίμαχος ἀναφέρει, πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν πρῶτον της οἰκιστή, τὸν Ἀρκά, Πάρο τὸν Παρρήσιο. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τό <<παρὰ τὴν ἅλα>> [ (=τὴν θάλασσα), αὐτὴ ποὺ δίνει μάχη μὲ τὴν θάλασσα καὶ τὰ κύματα, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἦταν πόρος/ ὁδός πλοίων]. Ἄλλοι πιστεύουν πὼς οἱ πρῶτοι της κάτοικοι πρὶν τοὺς Ἀρκάδες, ἦταν Κρῆτες, γι'αὐτὸ καὶ ἄλλον της ὄνομα εἶναι καὶ τὸ ΜΙΝΩΑ/ΜΙΝΩΙΣ. Παλαιότερα ὠνομάζετο καὶ ΠΑΚΤΙΑ [ > πήγνυμι ( = ἐμπήγω, στερεώνω, ἐμπεδώνω), δηλαδὴ ὁ ἐντὸς τῆς θαλάσσης στερεωμένος πᾶγος ( =βράχος), ΔΗΜΗΤΡΙΑΣ ( λόγω τῆς θεᾶς Δήμητρος, ἡ ὁποία ἐλατρεύετο ἰδιαιτέρως στὸ νησί, ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀρχαῖα νομίσματα τῆς Πάρου ἔχουν ὡς ἔμβλημα τὸ σιτάρι καὶ ἄλλα σύμβολα σχετικὰ τῆς γεωργίας), ΥΛΗΕΣΣΑ [ > ὕλη ( =τὸ δάσος)], προφανῶς λόγω τῶν δασῶν της κ.ἄ.
( Ἀντίπαρος )

Τὸ νησάκι ἀπέναντι τῆς Πάρου εὔλογα ὠνομάστηκε ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ ( ἀντί +Πάρος). Πρὶν τὸν 13ο αἰ. ὠνομάζετο ΩΛΙΑΡΟΣ [ > Ὠλήν ( =βραχίων) +ἔρα ( =γῆ), ὁ βραχίων τῆς γῆς καὶ πράγματι τὸ σχῆμα της ὁμοιάζει μὲ βραχίονα ].
( Ἀμοργός )

Λίγο παραδίπλα τους βρίσκεται ἡ ΑΜΟΡΓΟΣ [> ἀμοργίς ( εἶδος λιναριοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφτιαχναν ἕνα ἐξαιρετικῆς ποιότητος διάφανο λινὸ ὕφασμα, μὲ τὸ ὁποῖον ὕφαιναν τὰ περίφημα ἀμοργινὰ ἰμάτια, πιὸ ὀνομαστὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν οἱ χιτῶνες ( ἄλικοι ἀμοργίδες). Αὐτὸ τὸ λινάρι ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε γιὰ τὸν ἱδρῶτα, γι’αὐτὸ καὶ τὸ ἐτυμολόγησαν ἐκ τοῦ ὀμόργνυμι ( = ἀπομάσσω, σφουγγίζω, σκουπίζω τὸν ἱδρῶτα μου) ἤ ἀπὸ τὸ ἀμέργω ( =δρέπω, κόβω, σημ.: τὸ λινάρι). Ἄλλοι τὴν ἀμοργίδα τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ ῥίζα μαργ- (βλ. μαργαριτάρι). Τὸ νησὶ ἀναφέρεται καὶ ὡς ΒΕΓΙΑΛΙΣ (> αἰγιαλός), ΜΙΝΩΑ/ΜΙΝΥΙΑ ( > Μίνως), ΤΡΙΠΟΛΙΣ (> λόγω τῶν 3 μεγάλων πόλεων ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν, Ἀρκεσίνη, Μινώα καὶ Αἰγιάλη), ΠΑΓΚΑΛΗ κ.ἄ.
( Ἄνδρος )

ΑΝΔΡΟΣ ὠνομάστηκε ἀπὸ τὸν ἥρωα Ἄνδρον (Ἱστορ. βιβλιοθ. 5, 79, Διόδ. Σικελ.), υἰὸν τοῦ Ἀνίου ἤ τοῦ Εὐρυμάχου καὶ τῆς Κρεούσης κι αὐτό, διότι ἐθεωρεῖτο ὁ γενάρχης τῶν κατοίκων της. Ἦταν μάντης καὶ τὴν νῆσο, τοῦ τὴν εἶχε χαρίσει ὁ Ῥαδάμανθυς. Ἔπειτα πῆγε καὶ στὴν Ἴδη τῆς Τρωᾶδος καὶ δημιούργησε τὴν Ἄντανδρο. Παλαιότερα ἐλέγετο καὶ ΥΔΡΟΥΣΣΑ ( λόγω τῶν πολλῶν νερῶν της), ΑΝΔΡΙΑ, ΛΑΣΙΑ [> λάσιος ( =δασύς), λόγω τῆς πυκνῆς βλαστήσεώς της], ΕΠΑΓΡΙΣ ( ἐπί +ἀγρός), ΓΑΥΡΙΑ [ λόγω τοῦ λιμένος της, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Γαύριον ( =ὁρμητικόν)] κ.ἄ. Κάτω ἀπὸ τὴν Ἄνδρο βρίσκεται ἡ ΤΗΝΟΣ. Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Τῆνο, τὸν πρῶτον οἰκιστή της καὶ ἀρχηγὸ μίας ὁμᾶδος Ἰώνων. Κάποιοι τὴν ἀνάγουν στὸ ῥῆμα τείνω [ =τραβῶ (> ῥίζα τεν-, ταν-, την-), ἡ ἐπεκτεταμένη δηλαδή, καθῶς πράγματι ὁμοιάζει νὰ εἶναι ἐπέκτασις τῆς Ἄνδρου!]. Παλαιότερα ὀνόματά της, εἶναι τὰ ΟΦΙΟΥΣΣΑ (βλ. μέρος 1ο γιὰ τὴν Ῥόδο) καὶ ΥΔΡΟΕΣΣΑ/ΥΔΡΟΥΣΣΑ ( ὡς ἡ Ἄνδρος).
( Μύκονος )

ΜΥΚΟΝΟΣ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὸν βασιλιὰ Μύκονο, ἀπόγονο τοῦ μυθικοῦ βασιλιὰ τῆς Δήλου, Ἀνία, υἰοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐγγονοῦ τοῦ Διονύσου. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ μυκάομαι ( = μουγκανίζω) λόγω τῶν αἰγοπροβάτων καὶ βοδιῶν ποὺ εἶχε σὲ πληθώρα.
( Δῆλος )

ΔΗΛΟΣ (> δηλόω) , τὸ ιερό νησί τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐτυμολογικῶς συνδέεται μὲ τὴν γέννησίν του. Κι αὐτό, διότι κανένα μέρος τῆς Ἑλλάδος δὲν ἤθελε νὰ φιλοξενήσει τὴν ἐτοιμόγεννη Λητῶ κι ἔτσι νὰ ἔχει τὴν κατάρα τῆς Ἥρας, ἡ ὁποία τῆς ἀπαγόρευσε νὰ γεννήσει σὲ ὁποιαδήποτε στεριὰ καὶ θάλασσα κάτω ἀπὸ τὸν ἤλιο. Τότε ὁ Ποσειδῶν, ἀνετάραξε τὴν γῆ καὶ ἐδηλώθη ( =ἐμφανίστηκε) ἕνα ἄδηλο ( =ἀφανέρωτο) νησί, τὸ ὁποῖον ὠνομάστηκε Δῆλος ( =ἡ φανερή), ὅπου καὶ γέννησε τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸν Δία, τὴν Ἄρτεμιν καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ Ὅμηρος τὴν ἀναφέρει ὡς ΩΡΤΥΓΙΑ καὶ ἀργότερα στὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηναίων μαθαίνουμε πὼς ἡ Δῆλος ἦταν ξακουστὰ γιὰ τὰ ὀρτύκια της. Ἄλλα της ὀνόματα, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν γέννησιν καὶ πάλι τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ νησί, εἶναι ΚΥΝΘΙΑ ( ἐκ τοῦ Κύνθου, τοῦ ὅρους ποὺ γεννήθηκε ὁ Ἀπόλλων)/ΚΥΝΑΙΘΟΣ/ΚΥΝΘΟΣ/ΚΥΝΘΙΑΣ, ΑΝΑΦΗ ( > ἀναφαίνω), ΠΕΛΑΣΓΙΑ ( βλ. Πελασγοί) κ.ἄ.
( Ἴος )

ΙΟΣ ( ἤ ΝΙΟΣ), τὸ νησὶ ὅπου ἐτάφη ὁ Ὁμηρος, πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὰ πολλὰ ἴα ( =λουλούδια, ἄνθη μῶβ χρώματος, βιολέττες) ποὺ διέθετε. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ <<ἰός>> ( =τὸ δηλητήριο), λόγω τῶν ἰοβόλων φιδιῶν ποὺ εἶχε κι ἄλλοι παρὰ τῶν Ἰώνων, τοὺ Ἰηΐου Ἀπόλλωνος.
( Μῆλος )

ΜΗΛΟΣ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ ἕναν Δήλιο βασιλιά, τὸν Μῆλο. Ὁ τελευταῖος πῆγε στὸν βασιλιὰ τῆς Κύπρου, Κινύρα, ὅπου γνώρισε τὸν υἰὸν τοῦ Ἀδώνιδος καὶ ἔγιναν πολὺ καλοὶ φίλοι. Ὁ Μῆλος νυμφεύθηκε μία συγγενὴ τοῦ Ἀδώνιδος, τὴν Πελία καὶ ἔκαναν ἕναν υἰόν. Ὅταν ὁ Μῆλος πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφικοῦ τοῦ φίλου, ἀπαγχονίστηκε σὲ μία…μηλιὰ καὶ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἡ Πελία. Ἡ Ἀφροδίτη μεταμόρφωσε τὸν Μῆλο σὲ καρπὸ καὶ τὴν Πελία σὲ πέλεια ( =περιστέρα). Ἄλλοι πάλι, ἐτυμολογοῦν τὴν νῆσο ἀπὸ τὰ μῆλα ποὺ εἶναι τὰ πρόβατα, λόγω τῆς πληθώρας τους στὸ νησί.
Ἄλλα της ὀνόματα εἶναι τὰ ΒΥΒΛΟΣ/ΒΥΒΛΙΣ [ ὡς δεξαμένη τοὺς πρώτους κατοίκους, τῆς εκ Φοινίκης, Βύβλου ( > Ἡ πόλις Βύβλος ὅπου ἐφύετο ἡ βύβλος ( τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ παπύρου, τοῦ δομικοῦ στοιχείου τοῦ...βιβλίου), ὑπῆρξε -ὅπως καὶ ἡ Φοινίκη- Ἑλληνική: <<Κρόνου κτίσμα, ἀπὸ Βύβλης τῆς θυγατρὸς Μιλήτου. Ὁ δὲ Μίλητος, υἱὸς Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας, κτίσας τὴν Μίλητον>>. (Στέφανος Βυζάντιος)] , ΖΕΦΥΡΙΑ ( > ζέφυρος, λόγω τοῦ ὅτι βρίσκεται δυτικῶς τῶν Κυκλάδων, ἀλλὰ καὶ τοῦ Αἰγαίου γενικότερα) κ.ἄ. Ἡ ΑΝΤΙΜΗΛΟΣ βρίσκεται ἀπέναντι τῆς Μήλου, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά της.
( Κίμωλος )

ΚΙΜΩΛΟΣ ΚΙΜΟΥΛΟΣ ΚΙΜΗΛΟΣ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Κίμωλο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρῶτος οἰκιστής της. Κάποιοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν κιμωλία, ἡ ὁποία βρίσκεται ἄφθονος στὸ νησὶ καὶ τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν καθημερινῶς ὡς σαπούνι, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀφρὸν ξυρίσματος. Καὶ ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ κίω ( =πορεύομαι, πηγαίνω) +Μῆλος, ἡ κινηθεῖσα Μῆλος δηλαδή, διότι πράγματι φαίνεται σὰν νὰ ἔχει ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὴν Μῆλο. Παλαιότερα ἐλέγετο καὶ ΕΧΙ(Δ)ΝΟΥΣΑΟΦΙΔΟΥΣΑ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Πλίνιος, ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ἑρπετῶν ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτήν. Στὸν Μεσαίωνα, οἱ Ἐνετοὶ τὴν ὠνόμασαν ΑΡΤΖΕΝΤΙΕΡΑ/ΑΡΤΖΕΝΤΑΡΑ (> λατ. argentums > ἰταλ. argento > ἄργυρος) , λόγω τῶν ἀσημένιων ἐδαφῶν της, ὅπως αὐτὰ ξεπρόβαλλαν ἀπὸ τὴν θάλασσα ἤ λόγω τῶν μεταλλείων ἀργύρου ποὺ διέθετε.
( Φολέγανδρος )

ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸν πρῶτον οἰκιστήν της, τὸν υἰὸν τοῦ Μίνωος τῆς Κρήτης, τὸν Φολέγανδρο. Ἀναφέρεται καὶ ὡς ΦΟΛΕΚΑΝΔΡΟΣ ΦΕΛΟΚΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΟΣ ΛΕΓΑΝΔΡΟΣ ΦΛΕΓΑΝΔΡΟΣ ( παραπέμπει στὴν ἐποχὴ τῶν φλεγόντων ἡφαιστείων τῶν Κυκλάδων) ἤ καὶ ξενικῶς ΜΠΕΛΙΚΕΝΤΡΑ.
( Κέα )

ΚΕΑ (ΤΖΙΑ) παλαιότερα ὠνομάζετο καὶ αὐτὴ ΥΔΡΟΥΣΑ. Τὸ ὄνομα Κέα τὸ χρωστᾶ στὸν ἥρωα Κέων, ἀπὸ τὴν Ναύπακτο, ἐπικεφαλής τῶν Λοκρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τὸ νησὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Τὸ ὄνομα <<Τζιά>> εἶναι ἡ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοὺς βαρβαρομύθους, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
( Σῦρος )

ΣΥΡΟΣ ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Σῦρο. Τὸ ὄνομα εἶναι ἤδη γνωστὸν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου καὶ πιὸ πρίν (<<Νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις, Ὀρτυγίης καθύπερθεν,>> Ὀδύσσεια, ο, 405). Ἄλλοι τὴν συνδέουν ἐτυμολογικῶς μὲ τὴν σύριγγα, ποὺ σημαίνει τὸν ὁποιονδήποτε σωλῆνα ( αὐλός, καλάμι κλπ), λόγω τῶν καλαμιῶν τῆς ἤ μὲ τὸν μῦθο τοῦ Πανὸς καὶ τῆς νύμφης Σύριγγος, ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομά της καὶ στὸ μουσικὸν ὄργανον τοῦ Πανός, ἀλλὰ καὶ στὸ βουνὸ Σύριγξ τῆς Σύρου. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκδοχὴ τοῦ ἐρύω, σύρω ( =ἕλκω, τραβῶ), ὡς ἡ ἀποτραβηγμένη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες μεγάλες νησίδες.
( Γυάρος )

Τὸ ὄνομα τῆς ΓΥΑΡΟΥ, προέρχεται ἀπ’τὸ γύαλον ( =κύρτωμα) καὶ πράγματι τὸ σχῆμα της εἶναι κυρτό, τοξοειδές.
( Θήρα )

Ἡ μαγευτικὴ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, στά -ἀμιγῶς- ἑλληνικὰ ἀποκαλεῖται ΘΗΡΑ, χάριν στὸν Σπαρτιᾶτη βασιλιὰ Θήρα, ποὺ κατοίκησε τὸ νησί. Ὁ Ἡρόδοτος τὴν ὀνομάζει ΚΑΛΛΙΣΤΗ ( > κάλλος). Τὸ πρῶτο τῆς ὄνομα ἦταν ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ (λόγω τοῦ ὁλοστρόγγυλου σχήματός της πρὶν τὴν μεγάλη ἡφαιστειακή καταστροφή). Τὸ σημερινό της ὄνομα, τὸ πῆρε ἀπὸ τοὺς διερχομένους Φράγκους σταυροφόρους ἤ κατ’ἄλλους ἀπὸ τοὺς Ἐνετοὺς μετὰ τὸν 13ο αἰ., ὅταν κατὰ τὴν διάρκεια ἀνεφοδιασμοῦ τους στὴν Θήρα, στέκονταν δίπλα στὴν ἐκκλησία Ἁγία -Εἰρήνη, τὴν ὁποία ὠνόμαζον Santa Irini (< Σαντο-ρίνη). Ἄλλα ὀνόματά της εἶναι ΦΙΛΟΤΕΡΑ ( > φίλη), ΚΑΛΑΥΡΙΑ ( > καλός +αὔρα) κ.ἄ. Λέγεται πὼς τὸ νησὶ σχηματίστηκε ὅταν ὁ Ἀργοναύτης Εὔφημος πῆρε ἕναν βῶλον γῆς ἀπὸ τὸν Τρίτωνα καὶ τὸν ἔριξε στὸ Αἰγαῖον πέλαγος.
( Κύθνος )

ΚΥΘΝΟΣ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Δρυόπων, τὸν Κύθνο, ὁ ὁποῖος ἦλθε σὲ αὐτὴν ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Παλαιότερα χάριν στοὺς Δρύοπες, ποὺ ἦταν οἱ πρῶτοι της κάτοικοι, ὠνομάζετο καὶ ΔΡΥΟΠΙΣ. Ἄλλοτε, ἐλέγετο καὶ ΘΗΡΑΜΝΙΑ/ ΘΕΡΜΙΑ, λόγω τῶν θερμῶν πηγῶν ποὺ ὑπάρχουν στὸν ὅρμο τῶν Λουτρῶν. Ἡ ΘΗΡΑΣΙΑ ἦταν ἡ μικρότερη κόρη τοῦ βασιλέως Θήρα, στὴν ὁποία ὁ τελευταῖος εἶχε παραχωρήσει τὸ μέρος, γιὰ νὰ χτίσει ἕνα μεγαλοπρεπὲς ἀνάκτορον.
( Σίφνος )

ΣΙΦΝΟΣ ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ ἥρωος Σουνίου, τὸν Σίφνο, ὁ ὁποῖος πρωτοκατοίκησε στὸ νησί. Ὁ Πλίνιος τὴν ὀνομάζει ΜΕΡΟΠΗ [ μερίζω + ὄψ ( =φωνή)].
( Σίκιννος )

Παρομοίως περίπου καὶ ἡ ΣΙΚΙΝ(Ν)ΟΣ, ἡ ὁποία χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὸν Σίκιννο, υἰὸν τοῦ Θόαντος, βασιλέως τῆς Λήμνου. Παλαιότερα τὴν ἔλεγαν καὶ ΟΙΝΟΗ, λόγω τῆς καλῆς ποιότητος τοῦ οἴνου της.
( Σέριφος )

Ἔπειτα, ἡ ΣΕΡΙΦΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ στέριφος ( =στεῖρος), διότι τὸ ἔδαφος της εἶναι βραχῶδες καὶ ἄνυδρον, ἄρα δὲν εἶναι καὶ τόσο γόνιμον. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἰσχύει γιὰ τὸ ὑπέδαφός της. Ἡ μυθολογία μας φαίνεται πὼς ἔχει καταγράψει αὐτὴν τὴν πληροφορία, ὅταν ἀναφέρει πὼς γυρνώντας ὁ Περσεὺς μὲ τὴν ἀπελευθερωμένη πλέον, Ἀνδρομέδα στὴν Σέριφον, συνάντησε τὸν βασιλέα τῆς Σερίφου, Πολυδέκτη. Ὁ Πολυδέκτης λοιπὸν ποὺ δὲν πίστευε πὼς ὁ Περσεὺς εἶχε καταφέρει νὰ σκοτώσει τὴν Μέδουσα -καθῶς ὅποιος τὴν κυττοῦσε στὸ πρόσωπον πέτρωνε-, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ δείξει τὸ κεφάλι της ποὺ ἔλεγε ὁ νεαρὸς ἥρως πὼς κουβαλοῦσε μαζί του. Ὁ Περσεὺς τότε πρὸς ἀπόδειξιν τῶν λεγομένων του, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν σάκκον τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης-τὸ γοργόνειον, καὶ ὅσοι τὸ κύτταξαν -μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Πολυδέκτης-, πέτρωσαν ἀμέσως. Καὶ κάπως ἔτσι λέγεται πὼς τὸ νησὶ γέμισε πέτρες. Ἄλλοι δὲ, τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ σέριφον/σερίφιον, ἕνα θαλάσσιο φυτό, καθότι παρέχει διάφορα ἰαματικά βότανα.
( Ἀναφη )

ΑΝΑΦΗ ὀφείλει τὸ ὄνομά της στοὺς Ἀργοναῦτες, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα τους ἀπὸ τὴν Κολχίδα, ἔπεσαν σὲ καταιγίδα καὶ παρασύρθηκαν στὸ ἀνοικτὸν πέλαγος. Ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος (Ἀργοναυτικά, Δ', 1695) καὶ τὰ Ὀρφικά (1355 κ. ἑξ.) ἀναφέρουν πὼς τοὺς διέσωσε ὁ Αἰγλήτης Ἑκήβολος Ἀπόλλων ἀπὸ τὴν θαλασοταραχή, πετώντας ἀστραφτερὸ βέλος (κεραυνό) ποὺ τοὺς ἀνέφηνε νῆσον, κι ἔτσι τὸ νησὶ ποὺ ξεπρόβαλλε ἀπὸ τὴν θάλασσα, τὸ ὠνόμασον Ἀνάφη. Ἐκεῖ, οἱ Ἀργοναύτες ἀνέγειραν βωμό, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ «Αἰγλήτη» ( = αὐτοῦ ποὺ λάμπει, > αἴγλη> αἴσσω), ὅπου σήμερα ἀπὸ τὰ καὶ πάνω στὰ ἐρείπιά του εἶναι χτισμένη ἡ «Παναγιὰ ἡ Καλαμιώτισσα».

Παλαιότερα ἡ Ἀνάφη ἐλέγετο καὶ ΜΕΜΒΛΙΑΡΟΣ ( ἀπὸ τὸν Μεμβλίαρο ποὺ ἔπλευσε μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο, γιὰ νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀδελφή του, Εὐρώπη).

ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ ὀφείλει πιθανότατα τὸ ὄνομά της στὸ φυτὸν σχοῖνος, τὸ ὁποῖον συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα τοπωνύμια ὅπως Σχοῖνος στὴν Βοιωτία καὶ Σχοινοῦς στὴν Ἀρκαδία. Ἡ ΔΟΝΟΥΣΑ/ΔΕΝΟΥΣΑ (> δόνησις> δονῶ) εἶναι γνωστὴ γιὰ τὶς σεισμογενέσεις της. Ἡ ΗΡΑΚΛΕΙΑ ὠνομάστηκε ἔτσι πρὸς τιμὴν τοῦ ἥρωος ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ. Ἡ νῆσος ΠΟΛΥΑΙΓΟΣ προφανῶς πῆρε τὸ ὄνομά αὐτό, λόγω τῶν πολλῶν αἰγῶν ποὺ διέθετε, ἡ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ λόγω τοῦ σχήματός της, τὸ ὁποῖον εἶναι μία πολὺ μακριὰ λωρίδα γῆς καὶ τὰ ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ [> κῶFος ( =σπήλαιον) βλ. μέρος 1ο , Κῶς ] ὀνομάζονται ἔτσι, λόγω τῶν πολλῶν σπηλαίων ποὺ διαθέτουν.
( Κουφονήσια )

Λίγο πιὸ ἀριστερὰ στὸν χάρτη βρίσκονται καὶ τὰ νησιὰ τοῦ ΑΡΓΟΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ [> ἀργολικός +σαρωνικὸς κόλπος, > Ἄργος ( βασιλεύς, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε τὸν Φορωνέα, σύμφωνα μὲ τὸν Παυσανία) > ἀρκέω ( =ἀποκρούω, προφυλάσσω). Ἄλλοι τὸν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ ἄργος ( =τὸ πεδίον, << ἄργος σχεδὸν πᾶν πεδίον κατὰ θάλατταν>>, Στράβων) + Σαρωνικός ( > Σάρων > σαρώνω > σαρόω> σαίρω. Ὁ Σάρων ἦταν βασιλεὺς τῆς Τροιζῆνος καὶ ἱκανότατος κυνηγός. Κάποια στιγμὴ κυνήγησε ἕνα ἐλάφι, τὸ ὁποῖον στὴν προσπάθειά του νὰ τοῦ ξεφύγει, μπῆκε μέσα στὴν θάλασσα. Ὁ Σάρων τὸ ἀκολούθησε γιὰ πολλὰ ὥρα καὶ κολύμπησε τόσο πολὺ γιὰ νὰ τὸ πιάσει, ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀκτὴ καὶ πνίγηκε. Τὸ πτῶμα του ξεβράστηκε στὸν ὅρμο τῆς Τροιζῆνος. Ἀπὸ τότε ὁ κόλπος ὠνομάστηκε Σαρωνικός). Ὁ κόλπος ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ κέλλω ( =προσαράσσω << εἰς ὅν αἱ νῆες κέλλουσι >>, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ)].
( Σαλαμίς )

Νησιὰ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ εἶναι ἡ ΣΑΛΑΜΙΝΑ [ Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν νεράιδα Σαλαμῖνα, κόρη τοῦ Ἀσώπου, ἀδελφὴ τῆς Αἰγίνης καὶ σύζυγον τοῦ Ποσειδῶνος κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος. Σὲ κάθε περίπτωσιν συμφωνοῦν πὼς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἅλα μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σέ -σ ( =σάλα) +ἀμίς ( = σκεῦος, δοχεῖο) ἤ -άμις, ἡ κατὰ μεσὴς τῆς ἁλός. Ἐλέγετο καὶ ΚΟΥΛΟΥΡΗ ( λόγω σχήματος ἤ λόγω τοῦ ἀκρωτηρίου <<Κόλουρις ἄκρα>>, ἡ σημερινὴ Ποῦντα) καὶ τὸ ὄνομα παρέμεινε ἔως καὶ σήμερα στὴν ἔκφρασιν <<Πῆγε ἡ ψυχή μου στὴν Κούλουρη>>, γιὰ ὅταν συμβαίνει κάτι τρομερό, φοβερό, ἴσως ὡς ἀπόρροια τῆς φοβερῆς ναυμαχίας τῶν Ἑλλήνων, ὑπὸ τὸν Θεμιστοκλῆ. Κατὰ τὸν Στράβωνα, ἦταν γνωστὴ καὶ ὡς ΚΥΧΡΕΙΑ ( ἀπὸ τὸν υἰὸν τῆς νεράιδος Σαλαμῖνος ἤ ἀπὸ τὸν πρῶτο βασιλιὰ τῆς Σαλαμῖνος, ποὺ τὴν ἀπήλλαξε ἀπὸ ἕναν δράκοντα. Ὁ Παυσανίας, στὰ Ἀττικά, γράφει πὼς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ναυμαχίας τῆς Σαλαμῖνος, ἐμφανίστηκε στὰ πλοῖα ἕνας δράκων <<οῦτον ὁ θεὸς ἔχρησεν Ἀθηναίους, Κυχρέα εἶναι τὸν ἥρωα>>, Α,36 ), ΝΗΣΟΣ ΔΡΑΚΟΝΤΟΣ ( λόγω τοῦ δράκοντος ποὺ τὴν λεηλατοῦσε, βλ. Κυχρεία), ΣΚΙΡΑΣ ( ἀπὸ τὸν ἥρωα Σκίρο) ] κ.ἄ.

Δίπλα της βρίσκεται ἡ ΑΤΑΛΑΝΤΗ [ ἐπιτ. ἀ +τλάω ( =ἀντέχω, ὑπομένω)] καὶ ἡ ΨΥΤΤΑΛΕΙΑ ( ὁ Ἡρόδοτος τὴν λέει ΨΑΤΤΑΛΕΙΑ, ΚΟΥΤΑΛΑΛΕΙΨΟΚΟΥΤΑΛΑ -προφανῶς λόγω σχήματος- ), τὴν ὁποία κάποιοι ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν ἥρωα Ψάτταλο, ἄλλοι ἐκ τοῦ ψύττω ( =πτύω) + ἅλς, ἄλλοι ἐκ τῶν ψατᾶσθαι ( =φθάνω) +ἄλς. Σὲ κάθε περίπτωσιν ἀποτελεῖ κι αὐτὴ ἀκόμη μία νησίδα μας μὲ τεράστια ἱστορία, καθῶς ἐκεῖ ὁ Ἀριστείδης ἀποβιβάστηκε ἀμέσως μετὰ τὴν ἐξόντωσιν τῶν Περσῶν στὰ στενὰ τῆς Σαλαμῖνος καὶ κατατρόπωσε καὶ τοὺς τελευταίους Πέρσες.
( Πόρος )

ΠΟΡΟΣ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα περάω ( =περνῶ). Εἶναι τὸ πέρασμα δηλαδή, διότι ἑνώνει τὸν Σαρωνικὸ μὲ τὶς Πελοποννησιακὲς ἀκτές. Στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ 2 νησίδες, ἑνωμένες σὲ μία. Ἡ πρώτη ἐλέγετο ΣΦΑΙΡΙΑ, ἐκ τοῦ Σφαίρου, ἡνιόχου τοῦ ἅρματος τοῦ Πέλοπος καὶ ἡ ἄλλη ΚΑΛΑΥΡΙΑ (καλή +αύρα).
( Ἀγκίστρι )

Ἀκόμα, εἶναι τὸ ΑΓΚΙΣΤΡΙ [> ἄγκος ( =καμπύλη)], τὸ ὁποῖον ὠνομάστηκε ἔτσι λόγω τοῦ σχήματός του, ἀλλὰ καὶ γιατὶ εἶναι ἀγκιστρωμένο στὴν Αἴγινα. Παλαιότερα λεγόταν ΚΕΚΡΥΦΑΛΕΙΑ (> κορυφή +ὕφαλος).
( Αἴγινα )

Ἄλλα νησιὰ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ εἶναι ἡ ΑΙΓΙΝΑ ( ἀδελφὴ Σαλαμῖνος, τὴν ὁποία ἀπήγαγε ὁ Ζεῦς ἐπειδὴ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν πῆγε ἐκεῖ )
( Σπέτσες )

καὶ οἱ ΣΠΕΤΣΕΣ ΠΙΤΥΟΝΗΣΟΣ ΠΙΤΥΟΥΣΑ [> πίτυς ( =εἶδος πεύκου)]. Τὸ ὄνομά της τὸ πῆρε ἀπὸ τοὺς Γενουᾶτες καὶ τοὺς Ἐνετούς. Οἱ Φράγκοι τὴν ἀποκαλοῦσαν << Isola di Specia>> ( =τὸ νησὶ τῶν ἀρωμάτων). Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἐκδοχή, τὸ ὄνομα προῆλθε ἀπὸ τοὺς Πετσιῶτες, ποὺ ἔλεγαν οἱ Ἀρβανῖτες ἀντὶ γιὰ Πιτυοῦσα]. Ἀπέναντί της βρίσκεται τὸ πουλάρι της, ἕνα μικρὸ νησάκι, τὸ ὁποῖον ὠνομάστηκε λόγω τῶν Σπετσῶν, ΣΠΕΤΣΟΠΟΥΛΑ.
( Ὕδρα )

Ἔπειτα, βρίσκουμε τὴν ΥΔΡΑ ( > ὕδωρ), ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της λόγω τῶν νερῶν ποὺ ἀνέβλυζαν ἀπὸ τὶς πηγές της, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν ΔΟΚΟ ( > δέχομαι, καθῶς εἶναι τὸ πέρασμα γιὰ τὴν Ύδρα καὶ γιὰ τὴν Ἐρμιόνη. Παλαιότερα ὠνομαζόταν ΑΠΕΡΟΠΙΑ ( > ἄπειρος +ὄπωπα), λόγω τῆς ἀπείρου θέας της, ποὺ προσφέρει ἡ στρατηγική της θέσις. Τέλος, στὸν Ἀργοσαρωνικὸ κόλπο, ὑπάρχουν κι ἄλλες διάφορες μικρὲς βραχονησίδες, ποὺ φέρουν ὀνόματα ἐμνευσμένα εἴτε ἀπὸ πρόσωπα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ( ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ -«νῆσος ἔρημος οὐ μεγάλη Πατρόκλου καλουμένη· τεῖχος γὰρ ᾠκοδομήσατο ἐν αὐτῇ καὶ χάρακα ἐβάλετο Πάτροκλος», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,1,1, Παυσανίας-, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΑΡΤΕΜΙΣ, ΑΠΟΛΛΩΝ κλπ), εἴτε ἀπὸ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικά τους ( ΡΕΒΥΘΟΥΣΑ, ΣΤΑΧΤΟΡΡΟΗ, ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ, ΔΟΡΟΥΣΑ κλπ). Ἄλλα ἔχουν ὀνομαστεῖ πιὸ πρόσφατα καὶ φέρουν διάφορα ἄλλα ὀνόματα, λόγω θρησκευτικῆς πίστεως ( ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ κλπ).

Συνεχίζεται...

Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρὸν ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: << Ο ΕΝ ΤΗ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ- ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, << ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἐκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ , << ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, <<ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ>>, ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, << ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, ἀπὸ τὴν σελίδα <<ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΩΝ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ>>, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<HISTORYOFKIMOLOS>>, ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα <<ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ>>, ἀπ'τό <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΩΝ, ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ>> Ν. ΛΩΡΕΝΤΗΣ, ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τοῦ συνεδρίου τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσοῦ μὲ τίτλο <<ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΑΙΓΑΙΟΥ>> (1989), <<ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ, ΣΥΛΛΕΧΘΕΙΣΑ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ, ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ, ΛΙΘΟΙΣ, ΠΡΟΣΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΤΩΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΡΑΦΗ>>, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<NGRADIO.GR>> ( τὸ ἄρθρο ὑπογράφει ὁ Φ. Πιομπῖνος), ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<ΠΑΜΕ ΓΙ’ΑΛΛΑ>>, τὸ ἰστολόγιον <<ORFEASBLOGSPOT.GR>>, ἀπὸ τὴν σελίδα <<MYKONOSTOUR.GR>> καὶ τὴν σελίδα <<MYKONOSVOICE>>. Οἱ πληροφορίες περὶ ἐκτάσεως τῶν νήσων, περὶ πληθυσμοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ εἰκόνα ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια <<ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ>>. Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ>>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ