Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ο)


ΕΥΒΟΙΑ-ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ-ΒΟΡΕΙΕΣ ΣΠΟΡΑΔΕΣ (ΠΡΑΣΙΝΟ ΧΡΩΜΑ)

Τὸ 2ο μεγαλύτερο νησί μας καὶ σὲ ἔκτασιν ἀλλὰ καὶ σὲ πληθυσμὸν εἶναι ἡ ΕΥΒΟΙΑ. Τὸ ὄνομά της τὸ ὄφείλει στὰ καλά της βόδια, ἐφόσον ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα <<εὖ>> καὶ τὸ οὐσιαστικόν <<βοῦς>>. Πράγματι ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴν ἐκλεκτὴ ποιότητα τῶν βοοειδῶν της. Ἄλλοι λένε πὼς τὸ ὄνομα ὀφείλεται στὴν νύμφη Εὔβοια, κόρη τοῦ Ἀσωποῦ, γι’αὐτὸ καὶ ἐλέγετο καὶ ΑΣΩΠΙΣ. Ὁ Ἡσίοδος τὴν ὀνομάζει ΑΒΑΝΤΙΔΑ ἀπὸ τὸν βασιλιά Ἄβαντα. Οἱ Ἄβαντες εἶναι τὸ δεύτερο ἑλληνικὸ φύλο ποὺ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ μετὰ τοὺς Ἴωνες. Ἐλέγετο καὶ ΧΑΛΚΟΔΟΝΤΙΣ, ἀπὸ τὸν Χαλκόδοντα, υἰὸν τοῦ Ἄβαντος. Ὁ Στράβων τὴν ἀνέφερε ΜΑΚΡΙΔΑ, λόγω τοῦ σχήματός της, ἀλλὰ καὶ ΕΛΛΟΠΙΑ, ἀπὸ τὸν Ἔλλοπα, υἰὸν τοῦ Ἴωνος. Ἀκόμα τὴν λέει καὶ ΕΥΣΕΙΣΤΟΝ, λόγω ἑνὸς μεγάλου σεισμοῦ ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλούταρχο, ὠνομάζετο καὶ ΧΑΛΚΙΔΑ, λόγω τῶν κοιτασμάτων χαλκοῦ ποὺ πλεόναζαν στὴν περιοχή. Γύρω τῆς βρίσκονται πολλὲς μικρότερες νησίδες, μεγαλύτερη τῶν ὁποίων ( καὶ ἐξ οὗ τὸ ὄνομά της) εἶναι ἡ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟΣ.
( Εὔβοια )
Βορείως τῆς Εὐβοίας συναντοῦμε τὶς (Βόρειες) ΣΠΟΡΑΔΕΣ [> σποράς ( =οἱ σποραδικές, διάσπαρτες, διασκορπισμένες)]. Μία ἀπ’αὐτὲς εἶναι ἡ ΣΚΙΑΘΟΣ [ Κάποιοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὶς λέξεις <<σκιά>> + << Ἄθως>>, καθῶς ἰσχυρίζονται πὼς κατὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ἡ σκιὰ τοῦ ὅρους Ἄθω φτάνει μέχρι καὶ τὴν Σκιάθο. Πιὸ ἔγκυρη θεωρεῖται ἡ ἐτυμολογία ποὺ δίνει ὁ κος Ἀποστολίδης, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ λόγος ποὺ τὸ νησὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σκιάθος, ὀφείλεται στὴν ἴδια τὴν φυσικὴ ἔκφρασιν του. Σ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ νησιοῦ, θάλλουν ἐκ φύσεως δάση καὶ ἔτσι ποὺ εἶναι κατάφυτα δημιουργοῦν σκιὰ παντοῦ. Ἑπομένως ἡ λέξις Σκιάθος προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν Σκιὰ καὶ τὴν τοπωνυμικὴ κατάληξιν -θος (βλ. Κόρινθος, Κάρπαθος κλπ), ποὺ σημαίνει τόπος, μεγάλη ἔκτασις ποὺ μπορεῖς νὰ τρέξεις [ -θος > θέω ( = τρέχω)].
( Σκιάθος )
Δίπλα της βρίσκουμε τὴν ΣΚΟΠΕΛΟ [ σκόπελος ( τὸ ὔψωμα, ὁ βράχος ποὺ βρίσκεται πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς θαλάσσης, ἀπὸ ὅπου μποροῦσε κάποιος νὰ κατοπτεύει) > σκοπῶ ( =ἐπιτηρῶ) ] ἤ ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Στράβων, ΠΕΠΑΡΗΘΟ ( ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ πρώτου οἰκιστοῦ της, Σταφύλου καὶ υἰὸν τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀριάδνης, τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Πεπάρηθον) καὶ τὴν μικρὴ νησίδα ΤΣΟΥΓΚΡΙΑΣ ( ἴσως ἀπὸ τὸ συγκρούω < συγκρίζω < τσυγκρίζω < τσουγκρίζω).
( Σκόπελος )
ΣΚΥΡΟΣ ἀπὸ τὴν ἄλλη, λέγεται πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της λόγω τοῦ πετρώδους ἐδάφους της [> σκῖρ(ρ)ος ( =ὁ γῦψος) καὶ μὲ τροπή τοῦ -ι σέ -υ, σκῦρ(ρ)ος, σκῖρον ( =συντρίμμια πέτρας)].
( Σκῦρος )
Ἔπειτα, στὶς Σποράδες ἀνήκει καὶ ἡ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ [ ἅλς +νῆσος > νέω καὶ νήχω ( =κολυμβῶ )]. Ἄλλοι λένε πὼς πῆρε αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν Ὄθωνα τὸ 1838. Μέχρι τότε ἐλέγετο ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ/ΧΙΛΙΟΔΡΟΜΙΑ/ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΑ [ > διά/χίλια/ἥλιος + τρέχω ( δρέχω, μελ. δραμοῦμαι, ἀόρ. ἔδραμον )]. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν ἔλεγαν ΙΚΟΣ [> ἴσως ἀπὸ τὸ ἴκω ( =φτάνω)] καὶ Ἁλόννησο ἔλεγαν τὴν σημερινὴ κυρά –Παναγιά ( ἡ ὁποία βρίσκεται δίπλα της) ἤ τὸν Ἅγιο Εὐστράτιο. Ὁ Πλίνιος Ὁ Πρεσβύτερος γράφει πὼς ἡ νῆσος ποὺ ἐλέγετο Ἁλόννησος, ηὐρίσκετο μεταξὺ Καλλιπόλεως καὶ Σαμοθράκης! Δίπλα της βρίσκονται ἡ ΚΥΡΑ-ΠΑΝΑΓΙΑ ( προφανῶς ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη μονὴ τοῦ νησιοῦ, ἡ ὁποία χτίστηκε τὸν 16ο αἰ.) καὶ ἡ νῆσος ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ( ἴσως λόγω ἑνὸς ἀπὸ τὰ λιμάνια της ποὺ ὀνομάζεται Περιστέρι). Τὰ ΓΙΟΥΡΑ ΓΕΡΟΝΤΙΑ, αὐτὸ τὸ μικρὸ νησάκι μὲ τὴν τεράστια ἱστορία, ποὺ ἔχει χαρίσει τὸ ὄνομά του καὶ στὴν Jura τῆς Σκωτίας ( Σκοτίας), ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τό <<γέρων>> ( ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἐκεῖ βρέθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Σάμψων, ὄστρακο τοῦ 5500 π.Χ, στὸ ὁποῖον ἀνεγράφετο ἡ λέξις <<ΑΥΔΗ>>). Ἄλλοι, ὀνομάζουν αὐτὴν τὴν ὀρεινὴ νησίδα καὶ ΓΥΑΡΟ ( ἡ κυρτή, βλ. μέρος 1ο ).
( Ἁλόννησος )
Ἄλλα νησιὰ γύρω ἀπὸ τὴν Ἁλόννησο εἶναι τὸ ΠΙΠΕΡΙ, ἡ ΣΚΑΝΤΖΟΥΡΑ [ > Σκάνδιρα > σκάνδιξ ( = εἶδος λαχάνου), προφανῶς λόγω τῆς πληθώρας τοῦ φυτοῦ στὸ νησί ], τὸ ΠΡΑΣ(Σ)Ο [> πρᾶσον ( =θαλάσσιο φυτόν )], οἱ ΑΔΕΛΦΟΙ [ ἀθρ. ἀ +δελφύς ( =μήτρα)], ἡ ΣΚΥΡΟΠΟΥΛΑ (βλ. Σκῦρος) κ.ἄ.
Στὰ ἀριστερὰ τῶν Σποράδων βρίσκονται τὰ λεγόμενα νησιὰ τοῦ βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου. Ἐκεῖ συναντοῦμε τὴν ΛΕΣΒΟ, ἡ ὁποία ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸν Λέσβον, υἰὸν τοῦ Λαπίθου. Πρὶν ἀπ’αὐτὸν εἶχε διάφορα ἄλλα ὀνόματα ὅπως ΑΙΟΛΙΣ (> ἀπὸ τὸν υιὸν τοῦ Ἕλληνος, τὸν Αἴολον. Ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἡ Λέσβος εἶναι αἰολική ), ΠΕΛΑΣΓΙΑ (Γράφει ὁ Διόδωρος -Ἱστορ. βιβλιοθ., 5, 81- πὼς ὁ Ξάνθος, ὁ υἰὸς τοῦ Τρίοπος καὶ βασιλεὺς τῶν Πελασγῶν τοῦ Ἄργους, κάποια στιγμὴ ἔφτασε στὴν Λέσβον καὶ διένειμε τὴν νῆσον στὸν λαόν του, ὀνομάζοντάς την Πελασγία· πρὶν ἐλέγετο Ἴσσα), ΙΜΕΡΤΗ ( = ἡ ποθητή, ἀγαπητή > ἴμερος), ΜΑΚΑΡΙΑ (ἐκ τοῦ πρώτου βασιλέως της, Μάκαρος ἤ τοῦ Μακαρέως. Τὰ παιδιὰ τοῦ Μάκαρος -Μήθυμνα, Μυτιλήνη, Ἔρεσσός, Ἴσσα- ὠνόμασαν τὶς μέχρι σήμερα ὁμώνυμες πόλεις. Ὁ Διόδωρος γράφει -5, 81- πὼς ἑπτὰ γενιὲς μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος, ὁ Μακαρεὺς ἐγκατεστάθη στὴν νῆσον καὶ ἔπειτα ὁ ἐγγονὸς τοῦ Ἱπποτιάδου Αἰόλου, ὁ Λέσβος ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Μακαρέως, Μήθυμνα καὶ ὅταν ηὔξησε τὴν δύναμίν του, ἔδωσε τὸ δικόν του ὄνομα στὴν νῆσον), ΜΥΤΩΝΙΣ (ἐκ τοῦ υἰοῦ τῆς Μυτιλήνης, Μύτωνος), ΛΑΣΙΑ ( < λάσιος, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα), κ.ἄ. Γιὰ τὸ ὄνομα «Μυτιλήνη» ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐκδοχές. Στὴν Λέσβον ἐπέδραμον κάποτε οἱ Ἀμαζόνες μὲ ἀρχηγὸν τὴν Μύρινα (βλ. Μύρινα Λήμνου), ἡ ὁποία ἔκτισε πόλιν ἐκεῖ καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς ἀδελφῆς της, Μυτιλήνης. Ἄλλοι λέγουν πὼς ἡ σημερινὴ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ἤ ὀρθότερα, χωρὶς μετάθεσιν, ΜΙΤΥΛΗΝΗ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μιστύλλω ( =κατακόπτω, ἀποκόπτω). Καὶ πράγματι ἄν κυττάξει κάποιος τὸν χάρτη, παρατηρεῖ πὼς εἶναι ἀποκεκομμένη ὰπὸ τὴν ἀπέναντι ἀκτή!
( Λέσβος )
Ἡ γνωστὴ γιὰ τὴν μαστίχα της ΧΙΟΣ, πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Ποσειδῶνος, τὴν Χιόνη, ἡ ὁποία ὅταν γεννήθηκε στὸ νησί, χιόνισε. Μάλιστα λέγεται πὼς τὸ ἔδαφός της ἦταν ἄγονο καὶ μετὰ τὴν χιονόπτωσιν ἔγινε γόνιμο. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Ὠκεανοῦ, τὴν Χίο. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ποσειδῶνος, Χίο, ποὺ τὸν ἔκανε μὲ μία νύμφη ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ. Καὶ σ’αὐτὴν τὴν ἐκδοχή, λέγεται πὼς ἔπεσε χιόνι, τὸ ὁποῖον προκλήθηκε ἀπὸ τὶς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ τῆς νύμφης.
( Χίος )
Πάνω ἀπὸ τὴν Λέσβο, συναντοῦμε πολλὰ ἄλλα νησιά. Μία ἀπ’αὐτὲς εἶναι ἡ ΛΗΜΝΟΣ, τὸ νησὶ τοῦ Ἡφαίστου, ἡ ὁποία ἐτυμολογεῖται εἴτε ἀπὸ τὸ ῥῆμα λείβω ( =εἶμαι πλήρης ὑδάτων, ὅπως λίμνη, λιμήν κλπ), εἴτε ἀπὸ τὸ ὁμηρικό <<λήιον>>, ποὺ σημαίνει τὸ σπαρμένο χωράφι. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὰ <<ληΐς>> ( =τὸ κοπάδι) + << μῆλον>> ( =πρόβατο), ὡς νῆσος τῶν αἰγοπροβάτων καὶ τῶν πλουσίων ὀπωροκηπευτικών ποὺ διαθέτει. Παλαιότερα ἐλέγετο καὶ ΑΙΘΑΛΙΑ ( λόγω τῆς αἰθάλης καὶ τῆς ἡφαιστιογενοῦς φύσεώς της) καὶ ΗΦΑΙΣΤΙΑΣ ( «Ἐν Λήμνῳ ἐπεκράτει ἀρχαιόθεν ἡ λατρεία τοῦ Ἡφαίστου ὅστις ἦτο πολιοῦχος καὶ προστάτης αὐτῆς θεός, προσεπικαλούμενος καὶ Λήμνιος. Ὑπῆρχεν ἐκεῖ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ πόλις καλουμένη Ἡφαιστία καὶ κατ’ ἄλλους ὅλη ἡ νῆσος ἐπωνομάζετο Ἡφαιστιάς», Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ ἔτους1890, Ὑψιπύλη, Δημ. Βαρδουνιώτης). Κοντὰ στὴν Λῆμνο βρίκεται τὸ νησί ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, τὸ ὁποῖον πῆρε αὐτὸ τὸ ὄνομα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ἀπὸ κάποιον ὁμώνυμο ἡγούμενο ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ λόγω θαλασσοταραχῆς. Παλαιότερα ἐλέγετο ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ (βλ. Ἁλόννησος) καὶ ὁ Παυσανίας τὸ ὀνομάζει ΝΕΑ, διότι θεωροῦσε πὼς ἐμφανίστηκε μετὰ τὸν καταποντισμὸ τῆς ὁμηρικῆς νήσου Χρυσῆς.
( Λῆμνος )
Πάνω ἀπὸ τὴν Λῆμνον, βρίσκεται ἡ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ, ἐκ τῶν λέξεων <<σάμος>> ( = ὑψηλός) + Θράκη, ἡ ὑψηλὴ Θράκη δηλαδή. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Διός, τὸν Σαμόθρακα. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς στὴν «Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία» (Α', 61,2) ἀναφέρει πὼς ὠνομάσθη ἔτσι ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν χωρίον τῆς Θράκης καὶ ἐκ τοῦ υἰοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς νύμφης Ῥήνης, τὸν ὁποῖον ἔλεγον Σάμονα καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ οἰκιστής της («τοὔνομα σύνθετον ἔκ τε ἀνδρὸς καὶ τόπου, Σαμοθρᾴκην· τὸ μὲν γὰρ χωρίον τῆς Θρᾴκης, ὁ δὲ οἰκιστὴς Σάμων, υἱὸς Ἑρμοῦ καὶ νύμφης Κυλληνίδος Ῥήνης ὀνομαζομένης»). 
Εἶχε καὶ ἄλλα ὀνόματα, ὅπως ΣΑΩΚΙΣ [> σάω ( =σώζω), διότι σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία διέσωσε τὸ ἀνθρώπινο εἶδος, μετὰ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ Δαρδάνου], ΣΑΟΝ(Ν)ΗΣΟΣ ( σάω +νῆσος), ΣΑΜΟΣ, ΣΑΜΟΣ ΘΡΑΚΙΑ, ΤΡΩΙΚΗ ΝΗΣΟΣ ( βρίσκεται πράγματι κοντὰ στὴν Τροία) κ.ἄ. Κάποιοι τὴν συσχετίζουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ βουνοῦ της, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται Σάος ( σημερινὸ Φεγγάρι).
( Σαμοθράκη )
Καὶ πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ ΘΑΣΟΣ, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Θάσο ( υἰὸν τοῦ Ἀγήνορος καὶ ἀδελφὸ τοῦ Φοίνικος, τοῦ Κίλικα, τοῦ Κάδμου καὶ τῆς Εὐρώπης). Ἄλλοι λένε ἀπὸ τὸ δασὺ ἔδαφός της (δάσος/θάσος). Παλαιότερα ἐλέγετο καὶ ΧΡΥΣΗ/ΧΡΥΣΟ(Ν)ΝΗΣΟΣ ( λόγω τῶν μεταλλείων χρυσοῦ, Ἀρριανός) ἤ ΑΙΘΡΙΑ [> αἴθριος > αἴθω ( =καίω)] ἤ ΗΔΩΝΙΣ ( ἐπειδὴ οἱ πρῶτοι κατοικοί της ἦταν οἱ Ἥδωνες Θρᾶκες).
( Θάσος )
ΣΑΜΟΣ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν λέξιν <<σαμά>> ποὺ σημαίνει ὕψος, ἡ ὑψηλὴ λοιπὸν ἤ αὐτὴ ποὺ βρίσκεται ὑψηλά (βλ. καὶ suomi, ὅπως αὐτοαποκαλοῦνται οἱ βόρειοι, ψηλὰ στὸν χάρτη, Φινλανδοί! ) ἤ αὐτὴ ποὺ ἔχει ψηλὰ βουνά. Ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης καὶ ὁ γεωγράφος Μελέτιος, τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν Σάο, υἰὸν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ῥήνης. Ἅλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν Σάμη τῆς Κεφαλληνίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐλέγετο ὅτι προερχόταν ὁ πρῶτος οἰκιστὴς τοῦ νησιοῦ τῆς Σάμου, ὁ Ἀγκαῖος ( ἀπὸ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία) κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν κόρη του, τὴν Σάμο. Παλαιότερα τὴν ἔλεγαν καὶ ΠΑΡΘΕΝΙΑ, ἀπὸ τὸν ὁμώνυμο ποταμὸ ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, ΔΡΥΟΥΣΑ ( λόγω τῶν πολλῶν δρυῶν ποὺ διαθέτει), ΑΝΘΕΜΙΣ ( > ἄνθη, λόγω τῶν πολλῶν λουλουδιῶν ποὺ διαθέτει), ΦΥΛΛΑΣ ( λόγω τῶν πολλῶν φυλλοβόλων δένδρων της), ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ( λόγω τῶν ἀφθόνων κυπαρισσίων της) κ.ἄ σχετικὰ μὲ τὴν γόνιμη γῆ της.
Κάτω ἀπὸ τὴν Σάμο, βρίσκεται ἕνα πολὺ μικρὸ νησάκι ἡ ΣΑΜΙΟΠΟΥΛΑ, τὸ πουλάρι δηλαδὴ τῆς Σάμου.
( Σάμος )
Δίπλα της βρίσκονται οἱ ΦΟΥΡΝΟΙ [> φοῦρνος > ιταλ. forno > λατ. fermus > ἑλλην. θερμός. Ὁ Κ. Οἰκονόμου μᾶς ἐνημερώνει πώς <<φοῦρνος>> γενικὰ εἶναι ὁ σπηλαιώδης, ὁ ἔχων σχῆμα σπηλιᾶς καὶ προσδιορίζει ὑφάλους, ἀκρωτήρια, νησιὰ γιὰ τὸ σχῆμα τους. Οἱ Φοῦρνοι συνίστανται ἀπὸ πολλὰ μικρότερα νησάκια, μεγαλύτερα ἐξ αὐτῶν ἡ ΘΥΜΑΙΝΑ ( > θυμάρι, λόγω τῶν ἀπλέτων θυμαριῶν της) καὶ ὁ ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ( προφανῶς ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς). Παλαιότερα λέγονταν ΚΟΡΣΕΑΙ, ΚΟΡΑΣΣΙΑ, ΚΡΟΥΣΣΑΙ (> κορυφή, κόρφος), ἐπειδὴ εἶναι στὸν κόρφο Σάμου- Ἰκαρίας- Πάτμου. Μικρότερα νησιὰ εἶναι τὸ ΜΑΚΡΟΝΗΣΙ ( λόγω σχήματος), τὸ ΑΛΑΦΟΝΗΣΙ (> ἐλάφι +νησί, ἴσως διαθέτει μεγάλο ἀριθμὸ ἐλαφιῶν), οἱ νησίδες ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΣ κ.ἄ.
( Φοῦρνοι )
ΙΚΑΡΙΑ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Ἴκαρο, τὸν υἰὸν τοῦ Δαιδάλου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία μας, παράκουσε τὸν πατέρα του -ποὺ τοὺς εἶχε φτιάξει κέρινα φτερὰ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν Κρήτη- καὲ πέταξε πολὺ ψηλὰ κι ἔτσι ὁ ἥλιος τοῦ ἔλιωσε τὰ φτερὰ καὶ ἔπεσε στὸ Ἰκάριο πέλαγος. Τὸ πτῶμα του ξεβράστηκε στὴν Ἰκαρία καὶ ἀπὸ τότε καὶ τὸ πέλαγος καὶ τὸ νησὶ φέρουν τὸ ὄνομά του. Οἱ ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ ( > οἶνος) ἦταν φημισμένες γιὰ τὸ καλὸ κρασί τους. Παλαιότερα τὸ νησὶ ὠνομάζετο καὶ ΕΓΝΟΥΣΑ ( > ἁγνός, ὄνομα τῆς λυγαριᾶς), ἐπειδὴ ἔχει πολλὲς λυγαριές.
( Ἰκαρία )
Τὰ ΨΑΡΑ καὶ τὰ ἀπέναντί τους ΑΝΤΙΨΑΡΑ (ἄντί +Ψαρά), παλαιότερα λέγονταν ΨΥΡΙΣ/ΨΥΡΙΗ [> ψυρίς ( =χέρσος γῆ )]. Παρεφράσθησαν σὲ Ψαρά, λόγω τῶν ἱκανοτάτων στὸ ψάρεμα κατοίκων τους.
( Ψαρά )
Στὰ νησιὰ τοῦ βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου συμπεριλαμβάνονται καὶ ἡ ΙΜΒΡΟΣ καὶ ἡ ΤΕΝΕΔΟΣ, νησιὰ τὰ ὁποῖα προσαρτήθηκαν στὴν Τουρκία ( -ὑποτίθεται- ὑπὸ καθεστώς αὐτονομίας, μὲ δική τους τοπικὴ διοίκησιν κ.ἄ. ποὺ ποτὲ δὲν ἐφαρμόσθηκαν), κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τῆς Λωζάννης (1923). Ἡ Ἴμβρος χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὸν Ἵμβραμο ( θεότητα ποὺ ἐλατρεύετο στὸ νησὶ αὐτό) καὶ ἡ Τένεδος στὸν Τέννη ( ἐγγονὸ τοῦ Ποσειδῶνος).
( Ἴμβρος )

( Τένεδος )

Ὁ Τέννης ἦταν υἰὸς τοῦ Κύκνου καὶ τῆς Προκλείας. Ὁ Κύκνος πῆρε γιὰ δεύτερη σύζυγόν του τὴν Φιλονόμη, ἡ ὁποία ἐρωτεύτηκε τὸν Τέννη καὶ ἐπειδὴ ὁ τελευταῖος δὲν ἐνέδωσε, κατηγορήθηκε ἀπὸ τὴν μητρυιά του γιὰ ἀπόπειρα βιασμοῦ. Τότε ὁ Κύκνος ἔκλεισε τὸν Τέννη σὲ μία λάρνακα καὶ τὸν πέταξε στὴν θάλασσα, ἀπὸ ὅπου τὸν ἔσωσε ὁ παππούς του, Ποσειδῶν, βγάζοντάς τον στὴν νῆσο ΛΕΥΚΟΦΡΥΝ, ἡ ὁποία μετωνομάσθη ἀπὸ τότε σὲ Τένεδο.

Συνεχίζεται...
Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρὸν ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, <<ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ ΕΠΙΤΟΜΗ>>, <<ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ>>, ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΥΣΤ. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ, <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ>>, ΧΑΡΑΜΠΟΣ Π. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, <<ΕΠΙΤΟΜΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ >>, ΜΙΧ. ΣΤΑΜΑΤΕΛΑΤΟΣ και ΦΩΤ. ΒΑΜΒΑ - ΣΤΑΜΑΤΕΛΑΤΟΥ, <<ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΖΑΓΟΡΙΟΥ>>, Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ἀπὸ τὴν μαγνητοσκόπησιν (βίντεο) <<Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΣΙΑ>>, διάλεξις τοῦ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗ, ἀπὸ τὸ διαδικτυακὸ βιβλίο <<ΗΣΙΟΔΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ) , ΑΙΓΙΜΙΟΣ>>, <<ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΣΚΙΑΘΟΥ>>, Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς διαλέξεως τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσοῦ μὲ τίτλο <<ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΑΙΓΑΙΟΥ>> (1989), ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<ΠΑΜΕ ΓΙ’ΑΛΛΑ>>, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<KAVODOROS.GR>>, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<EDRANA. COM>> , ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<ALONISSOS. COM>>. Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ>>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ