Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ο)

ΕΠΤΑΝΗΣΑ-ΛΟΙΠΕΣ ΝΗΣΟΙ (ΚΙΤΡΙΝΟ ΧΡΩΜΑ)

Τελειώνοντας μὲ τὰ γνωστότερα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, περνᾶμε στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ στὸ ἄλλο τῆς πέλαγος, τὸ ΙΟΝΙΟ [ καὶ Ἰώνιο > Ἴωνες, ποὺ χάθηκαν ἐκεῖ ( Θεόπομπος)] . Πιὸ σίγουρη ὅμως εἶναι ἡ ἐτυμολογία του ἀπὸ τὴν Ἰώ, τὴν ἐρωμένη τοῦ Διός, τὴν ὁποία ὁ τελευταῖος μεταμόρφωσε σὲ ἀγελάδα, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸ μένος καὶ τὴν ζήλεια τῆς Ἥρας. Ὁ Αἰσχύλος γράφει πὼς τὸ Ἰόνιο παλαιότερα ἐλέγετο ΚΟΛΠΟΣ ΤΗΣ ΡΕΑΣ, ἀλλὰ ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, ὅταν τὸ διέσχισε ἡ Ἰώ [ ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα μέρη, τὰ ὁποῖα ἡ τελευταία ὠνόμασε στὸ διάβα της, βλ. Βόσπορος ( βοῦς +πόρος) κλπ πολλά ].

Ξεκινώντας ἀπὸ τὸ βόρειο μέρος τὸ μεγαλύτερο νησὶ ποὺ συναντοῦμε εἶναι ἡ ΚΕΡΚΥΡΑ/ ΚΟΡΚΥΡΑ. Ἡ Κέρκυρα χρωστᾶ τὸ ὄνομά της στὴν νύμφη Κέρκυρα, κόρη τοῦ Ἀσώπου, τὴν ὁποία ἀγάπησε ὁ Ποσειδῶν καὶ τὴν ἔφερε στὸ νησὶ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά της. Ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους γεννήθηκε ὁ Φαίαξ, ὁ γενάρχης τῶν Φαιάκων [> φαιός ( =ὁ σκοτεινός]). Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Θουκυδίδης καὶ ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν νησὶ τῶν Φαιάκων ( ὡς γενέτειρά τους), ὀνομασία ὅμως ποὺ συγχέεται μὲ τὴν ὁμηρικὴ Σχερία ( = χερσαία γῆ ), τὸ νησὶ τὸ ὁποῖον ἐποίκησαν οἱ Φαίακες καὶ τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὸν Ἀτλαντικὸ Ὠκεανό ( Πετρίδης, Τζιροπούλου, Δέπος, Παπαμαρινόπουλος, Kühne κ.ἄ.). Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν τὴν Κέρκυρα ἀπὸ τὴν λέξιν <<κορυφή>>, λόγω τῆς ἀκροπόλεως ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Ἀπὸ τὴν κορυφή/κορφώ δημιουργήθηκε καὶ ἡ λατινογενὴς ὀνομασία της Corfu. Καὶ φυσικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἀναφερθεῖ καὶ τὸ ΠΟΝΤΙΚΟΝΗΣΙ, τὸ ὁποῖον ὠνομάστηκε ἔτσι λόγω τοῦ σχήματός του, καθῶς ἀπὸ ψηλὰ ὁμοιάζει μέ (τό) μικρὸ ζωάκι. Δίπλα της βρίσκονται διάφορα μικρὰ νησάκια ὅπως ἡ ΠΛΑΤΕΙΑ ( θηλ. τοῦ <<πλατύς>>), ἡ ΕΡΕΙΚΟΥΣΑ [> ἀπὸ τὸ φυτὸν ἐρείκη ( εἶδος δένδρου εὐκόλως σχιζομένου), τὸ ὁποῖον πλεονάζει ἐκεῖ κι αὐτὸ ἀπὸ τό <<ἐρείκω>> ( =σχίζω)], καὶ οἱ ΟΘΩΝΟΙ [> ΟΘΡΩΝΟΣ ( Ἡσύχιος), ΘΟΡΩΝΟΣ ( Πλίνιος) > ὀθόνη ( =λεπτὸν ὕφασμα ἀπὸ λινάρι -ἐξ οὗ καὶ τὸ πανὶ στοὺς κινηματογράφους λέγεται ὀθόνη-, ἀπὸ τὸ ὁποῖον μεταξὺ ἄλλων ἔφτιαχναν πανιὰ γιὰ τὰ ἰστία τους) > ὄθω ( =συστρέφω καὶ μεριμνῶ), ἤτοι τὸ νησὶ τῶν ὀθονῶν]. Ἄλλοι τοὺς ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ὄθωνα. Ἀκόμα ἕνα μικρὸ παρακείμενο τῆς Κερκύρας νησάκι εἶναι τὸ ΛΑΖΑΡΕΤ(Τ)Ο [ ἤ ἀλλοιῶς ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΝΑΖΑΡΕΤ ( ἀπὸ κάποια ὁμώνυμη ἐκκλησία ποὺ ἦταν κτισμένη στὸ νησί), > ἀπὸ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος la Nazaret, lazaretto]. Λαζαρέττο στὰ ἰταλικὰ εἶναι κι ὁ ὁποιοσδήποτε ἀπομακρυσμένος χῶρος, ποὺ χρησιμεύει γιὰ ἀπομόνωσιν /καραντῖνα. Παλαιότερα τὸ ἔλεγαν καὶ ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ. Στὰ βορειοδυτικά της, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη νησίδα τὸ ΜΑΘΡΑΚΙ ( > παραφθορὰ Σαμοθράκη. Ἄλλοι λένε ἀπὸ μία φωτιὰ ποὺ κατέκαψε ὅλο τὸ νησὶ κι ἔγινε μία θράκα). 

( Κέρκυρα ) 

Κάτω ἀπὸ τὴν Κέρκυρα βρίσκουμε τοὺς ΠΑΞΟΥΣ κι ἀπὸ κάτω τους, τοὺς ΑΝΤΙΠΑΞΟΥΣ (> ἀντί +Παξοί). Οἱ ἐκδοχὲς γιὰ τὸ ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ ὄνομά τους οἱ Παξοὶ εἶναι πολλές. Ὁ λεξικογράφος Ἐρρίκος Στέφανος ἀναφέρει πὼς τὸ ὄνομά τους τὸ ὀφείλουν στὸ ῥῆμα <<πήγνυμι>> ( = ἐμπήγω, στερεώνω, ἐμπεδώνω, μελ. πήξω καὶ ἄν τὸ τρέψουμε στὴν δωρικὴ διάλεκτο <<πάξω>>). Αὐτὸ διότι ὁμοιάζουν μὲ τεραστίους ἀποκρήμνους βράχους ( =πάγους) στερεωμένους ( =πεπηγμένους) ἐντὸς τῆς θαλάσσης. Ἄλλοι τοὺς ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα, λόγω ὅμως τῶν τεραστίων πλακῶν, τὶς ὁποῖες ἐξήγαγαν ἀπὸ τὸ νησί. Ὁ ἀρχαιολόγος Ἀν. Μουστοξύδης τοὺς ἐτυμολογεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν παράγωγη λέξιν τοῦ <<πηκτός>> ( =δωρ. πακτός), λόγω τῶν συμπαγῶν βράχων ποὺ βρίσκονται στὴν ἅλα. Ὁ Γ. Δόικας, προϊστάμενος τῶν ἱστορικῶν ἀρχείων Κερκύρας καὶ Παξῶν, τοὺς ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὴν λέξιν pax [ λατ. =ἡ εἰρήνη > ἑλλην. πάξ ( ἐπιφώνημα =τέλος, φτάνει, ἀρκεῖ > ἀπὸ τὴν στερέωσιν τοῦ δόρατος στὴν γῆ, ὡς δεῖγμα ἐκεχειρίας)], γιατὶ τὸ θεωρεῖ εἰρηνικὸ νησὶ τῶν Ἑπτανήσων. Ἄλλοι λένε ἀπὸ τὴν ἔκφρασιν <<παξώσας θῦρας>>, ποὺ τὴν ἑρμηνεύουν ὡς κεκλεισμένες θῦρες, λόγω τοῦ λιμανιοῦ τους πού <<κλείνεται>> ἀπὸ τὴν νησίδα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Ἄλλοι πάλι λένε πὼς ἔρχεται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σικελικῆς Παξοῦντος, οἱ ὁποῖοι μετεγκαταστάθησαν ἐκεῖ καὶ ἔδωσαν τὸ ὄνομα τῆς πόλεώς τους. Τέλος, ὑπάρχει καὶ ἡ θεωρία πὼς ὁ Ποσειδῶν ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὴν Ἀμφιτρίτη καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν κάνει δική του, μόνο ἄν τῆς χάριζε μία δική της γῆ. Ἔτσι ἀπέκοψε ἕνα μέρος τῆς Κερκύρας καὶ τὸ μετεκίνησε νοτιότερα γιὰ νὰ τὴν κατακτήσει, γι’αὐτὸ καὶ τοὺς Παξούς, κάποιοι τοὺς ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν λέξιν <<πάθος>>.

( Παξοί ) 

Κατεβαίνοντας κι ἄλλο στὸν χάρτη καὶ στὸ Ἰόνιο συναντᾶμε τὴν ΛΕΥΚΑΔΑ τὴν ὁποία ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὴν λέξιν <<λευκός>>, λόγω τῆς λευκῆς γαίας της, τοῦ λευκοῦ χώματός της κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο <<Λευκάτα>> ποὺ βρίσκεται στὸ νότιο τμῆμα τοῦ νησιοῦ ( Κάβος τῆς Κυρᾶς) καὶ τὸ ὁποῖον ἐλέγετο <<Λευκὰς Πέτρα/ Ἄκρα>>. Τὸ ἀκρωτήριο πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τῆς ὁμηρικής Πηνελόπης ( Ἀμειράκης), τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Λευκάδιο. Ἄλλοι λένε ἀπὸ τὸν Λεῦκο, ἕναν ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως στὸ ταξίδι του, ὁ ὁποῖος καὶ ἵδρυσε τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ ἀκρωτήριο, γι’αὐτὸ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του. Ὁ ἴδιος ὁ Ὁμηρος ὁμως, εἶναι αὐτὸς ποὺ στὴν Ὀδύσσειά του τὴν ἀποκαλεῖ <<Λευκάδα πέτρην>> (ω,11) καὶ μάλιστα ὁ Στράβων, πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς τελευταίας ἐκδοχῆς, γράφει πὼς τὴν μετωνόμασαν Λευκάδα ἐκ τοῦ Λευκάτα, γιατὶ εἶναι μία πέτρα ποὺ ἔχει λευκὸ χρῶμα. Τέλος, ὑπάρχει καὶ ἠ θεωρία νὰ προέρχεται ἀπὸ τήν <<λαύρα>> ( διάδρομος, πέρασμα, κανάλι, < λαῦκα), καθῶς ἀποτελοῦσε κάποτε μία ἀπὸ τὶς ναυτικὲς ὁδοὺς ἀνόδου/καθόδου τοῦ Ἰονίου. Τώρα σχετικὰ μὲ τὸν σημερινό <<Κάβο ( ἤ πήδημα) τῆς Κυράς>>, μία ἱστορία λέει πὼς ἡ Σαπφὼ πήδηξε ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο, γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτά της γιὰ τὸν Φάωνα. Τὸν 14ο αι. ( ὑπὸ ξένη κυριαρχία, Ὀρσίνι, Ἀνδηγαυοί, Τόκκοι) ἡ νῆσος ἔφερε τὸ ὄνομα <<ΑΓΙΑ ΜΑΥΡΑ>> ἀπὸ τὸν Φράγκο Ἀνδηγαύο, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν ὁμωνυμη πόλιν τῆς Γαλλίας Saint Maure. Ἴσως καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς νήσου <<ΑΤΟΚΟΣ>> ( στερ. ἀ + τίκτω) ποὺ βρίσκεται δίπλα της, νὰ μὴν εἶναι τόσο προφανὴς καὶ νὰ ὀνομάστηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατακτητὲς τοῦ τότε ἰονικοῦ χώρου, τὴν οἰκογένεια τῶν Τόκκων, ὅπως καὶ τὸ ΚΑΡΛΟΝΗΣΙ (> ἀπὸ τὸν Κάρλο Τόκκο;). Ἡ ΣΠΑΡΤΗ (Λευκάδος), εἶναι ἕνα νησάκι πολὺ κοντινὸ τῆς Λευκάδος καὶ εἴτε σχετίζεται μὲ τὸ ῥῆμα σπείρω ( σημ.: ἡ γόνιμη), εἴτε μὲ τὴν Σπάρτη Λακωνίας, ποὺ ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Λακωνίας, τοῦ Εὐρῶτα. Ἀπὸ κάτω της βρίσκεται ὁ ΣΚΟΡΠΙΟΣ, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες διαφορετικὰ εἴδη σκορπιοῦ ποὺ βρίσκονται στὸ νησί. Βέβαια ὑπάρχει καὶ ἡ θεωρία ὅτι ὀνοματοδοτήθηκε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ πρώην ἰδιοκτήτη της, Ὠνάση, λόγω τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς σκορπιούς. Τὸ τί ἰσχύει σίγουρα καὶ τί ὄχι, εἰδικότερα μὲ τὰ μικρότερα νησάκια εἶναι δύσκολον νὰ εἰπωθεῖ. Σὲ κάθε περίπτωσιν τὰ δύο  τελευταῖα εἶναι ἰδιόκτητα. 

( Λευκάς ) 

Τὸ ΜΕΓΑΝΗΣΙ πῆρε τὸ ὄνομά του, λόγω τοῦ μεγέθους του σὲ σχέσιν μὲ τὰ γειτονικὰ νησάκια τῆς Λευκάδος καὶ ἡ γειτονική του ΚΥΘΡΟΣ [ > κύθρα ( =χύτρα)]. Ἡ νησίδα ΟΞΕΙΑ/ΟΞΥΑ λέγεται ἔτσι ἀπὸ τὸ ξύλο τῆς ὀξιάς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφτιαχναν τὰ δόρατά τους. Σήμερα εἶναι καὶ αὐτὴ ἰδιόκτητη ( σύμφωνα μὲ τὴν Capital) ἀπὸ τὴν βασιλικὴ οἰκογένεια τοῦ Κατάρ. Μία νησίδα ποὺ ἀνήκει κι αὐτὴ στὴν Λευκάδα, ἄν καὶ ἀπομακρυσμένη, εἶναι ἡ ΚΑΣΤΟΣ [> κέκασμαι/κέκαδμαι ( = λάμπω)]. 

( Μεγανήσι ) 

Ἀφήνοντας γιὰ τὴν ὥρα στὴν ἄκρη τὰ μικρὰ νησάκια, περνᾶμε σὲ ἕνα ἄλλο μεγάλο καὶ γνωστὸ νησὶ τῶν Ἑπτανήσων, τὴν ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ/ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ ( Κέφαλος +λανία). Ἡ Κεφαλλονιὰ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸν ἥρωα Κέφαλο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρῶτος ἡγεμόνας τοῦ νησιοῦ καὶ υἰὸς τοῦ Διονύσου καὶ ὁ ὁποῖος βρῆκε σὲ αὐτὴν καταφύγιο, ἐφόσον ἦταν ἐξόριστος ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. Τὸ 2ο συνθετικὸ τῆς λέξεως εἶναι ἡ λέξις <<λανία>> ( =ἡ γῆ, βλ. Ἑλ-λανία, αγγλ. land ) καὶ γι’αὐτὸ γράφεται μὲ 2 -λ-! Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τοῦς Κεφαλλήνους/ Κεφαλλάνους ( ἑλληνικὸ φύλο). 

( Κεφαλληνία ) 

Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιὰ βρίσκεται ἡ ΙΘΑΚΗ, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν πρῶτο κάτοικο τοῦ νησιοῦ, υἰὸν τοῦ Πτερελάου καὶ ἀπόγονο τοῦ Διός. Κατ’ἄλλους ὁ Ἴθακος ἦταν υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος. Σὲ κάθε περίπτωσιν δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ὁμηρική Ἰθάκη, τὴν πατρίδα τοῦ Ὀδυσσέως, ποὺ φέρει συμβολικὸ ὄνομα, ὅπως οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα στὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου. Αὐτὴ ἡ Ἰθάκη ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τό <<ἴθι>> [ προστακτικὴ τοῦ ῥήματος εἴμι ( =πηγαίνω, ἔρχομαι, πορεύομαι)] +<<ἄγω>>, ( πορεύου καὶ πήγαινε, ξεκίνει νὰ γυρίσεις δηλαδή ) καὶ συμβολίζει τὴν πατρίδα τοῦ καθενός, ἡ ὁποία γιὰ τὸν Ὀδυσσέα ἦταν ἡ Κεφαλλονιά [ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἀπολλόδωρο (<<Κεφαλλῆνων (ήγεμών), Ὀδυσσεὺς Λαέρτου καὶ Ἀντικλείας>>), Ἑλλάνικο (<< Κεφαλλῆνες ὑπὸ Ὀδυσσεῖ καὶ Λαέρτη>>), Στράβωνα (<<έπὶ τῆς Ἀκαρνανίας ὁ Λαέρτης καὶ οἱ Κεφαλλῆνες κατεκτήσαντο>>), ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ὅμηρο ( Ἰλιάδα, Β, 631 <<Αὐταρ Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας>>, Δ, 329 <<πλησίον ἐστήκει πολυμῆτις Ὀδυσσεύς, πὰρ δὲ Κεφαλλήνων στίχες ἔστασαν>>, Ὀδύσσεια ω, 426 <<Λαέρτης Κεφαλλήνεσιν ἀνάσσων>>, ω, 378, << έλθών, ἔκτεινε Κεφαλλήνων ὄχ’ἀρίστους>>,  κ.ἄ. ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ ἄλλους ἀξιοπίστους συγγραφεῖς π.χ. Σοφοκλῆς, Θεμίστιος, Ἄνδρων κλπ)] κι ὄχι ἡ Λευκάς. Γειτονικὴ νησίδα τῆς Ἰθάκης εἶναι τὸ ΑΡΚΟΥΔΙ ( > ἄρκτος), λόγω τοῦ σχήματός της, ποὺ ὁμοιάζει μὲ ὄρθια ἀρκοῦδα. 

( Ἰθάκη ) 

Ἄλλο ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα νησιὰ τοῦ Ἰονίου εἶναι ἡ ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Τρωός, τοῦ γενάρχου τῶν Τρώων, τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Ζάκυνθο ἤ ἀπὸ τὸν ὁμώνυμον ὐἰὸν τοῦ Δαρδάνου. 

( Ζάκυνθος ) 

Ἔπειτα, τὰ ΚΥΘΗΡΑ καὶ τὰ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ (> ἀντί +Κύθηρα), τὰ ὁποῖα βρίσκονται ἀπέναντί τους, ὀφείλουν τὸ ὄνομά τους στὴν Κυθέρεια Ἀφροδίτη. Ἡ Ἀφροδίτη, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Ἡσιόδου, γεννήθηκε στὸν ἀφρὸ τῶν κυμάτων, ἀνοιχτὰ τῶν Κυθήρων, τὸν ὁποῖον δημιούργησαν τά -κομμένα ἀπὸ τὸν Κρόνο- γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ. Ὡς θεᾶ τοῦ ἔρωτος, τὰ Κύθηρα ἐθεωροῦντο τὸ νησὶ τοῦ ἔρωτος, τοῦ κρυμμένου ἐρωτικοῦ πάθους ( κρύβω =κεύθω > Κύθηρα). Μετὰ τὴν γέννησίν της καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ζεφύρου κολύμπησε ὡς τὴν Κύπρο [ γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται καὶ Κύπρις/ Κυπρία καὶ ἡ Κύπρος θεωρεῖται τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης ( καὶ ἀπ’αὐτὴν κύπρις εἶναι καὶ ὁ ἔρωτας)]. Κάποιοι σχετίζουν τὰ ἔτυμα Κύπρος/Κύθρος/Κύθηρα καὶ ἄλλοι λένε πὼς ἐκεῖ ἐστάλη ἡ Ἀφροδίτη κρυμμένη μέσα σὲ ἕνα κοχύλι, μετὰ τὴν γέννησίν της, στὴν Κύπρο. Παλαιότερα τὰ Κύθηρα λέγονταν καὶ ΚΥΘΟΥΡΙΑ ἀλλὰ καὶ ΤΣΙΡΙΓΟ, ἀπὸ τοὺς Ἐνετοὺς καὶ ὁ Ἀριστοτέλης τὰ ἀποκαλεῖ ΠΟΡΦΥΡΟΥΣΑ, λόγω τῆς πορφύρας ποὺ τοὺς παρεῖχε ἡ θάλασσά τους. Λέγονταν καὶ ΦΟΙΝΙΚΟΥΝΤΑ, ἐπειδὴ εἶχαν ἀποικήσει ἐκεῖ Φοίνικες. 

( Κύθηρα ) 

Στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου συγκαταλέγονται καὶ ἄλλες πολλὲς μικρὲς νησίδες, πολλὲς ἐκ τῶν ὁποίων ἔχουν πάρει τὸ ὄνομά τους ἀπὸ κάποιον καρπὸ τῆς φύσεως, ὅπως ὁ ΚΑΛΑΜΟΣ, ὁ ΒΡΟΜΩΝΑΣ ( > ΒΡΩΜΩΝΑΣ > βρώμη ), τὸ ΜΑΡΑΘΟΝΗΣΙ κ.ἄ. Ἄλλα νησιὰ τῆς περιοχῆς εἶναι ἡ ΔΡΑΚΟΝΕΡΑ (βλ. μέρος 1ο, Κρήτη, Δρακονέρα), ἡ ΜΑΚΡΗ ( λόγω τοῦ μακρόστενου σχήματός της), ὁ ΠΕΤΑΛΑΣ [> πετάννυμι ( =ἁπλώνω, πετῶ ), βλ. πέταλα] ,ἀλλά καὶ ἄλλα πολλά. Ἀκόμα, στὸ Ἰόνιο βρίσκουμε κι ἕνα σύμπλεγμα νησίδων ποὺ ὀνομάζονται ΣΤΡΟΦΑΔΕΣ/ΣΤΡΟΦΑΔΙΑ ( >στρέφω) καὶ ἀποτελούνται ἀπὸ δύο κύριες νησίδες τὴν ΑΡΠΥΙΑ ( μυθολογικὲς προσωποποιήσεις τοῦ ἀνέμου > ἁρπάζω) καὶ τὴν ΣΤΑΜΦΑΝΗ [ > ἴσως ἀπὸ τὰ στέμφυλα ( =πατημένα σταφύλια) > στείβω]. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν, ὅταν οἱ υἰοὶ τοῦ Βορέου κυνηγοῦσαν τὶς Ἁρπυίες γιὰ νὰ τὶς σκοτώσουν, ἔφτασαν μέχρι τὶς νησίδες αὐτὲς καὶ τότε ἐστράφησαν πρὸς τὰ πίσω, γιὰ νὰ βροῦν τοὺς Ἀργοναῦτες. Ἀπὸ τότε ὠνομάστηκαν ἔτσι. 

( Μαραθονήσι ) 

Ἐκτὸς ὅμως τῶν γνωστῶν νησιωτικῶν συμπλεγμάτων ὑπάρχουν καὶ ἄλλα νησιὰ ποὺ δὲν ἀνήκουν σὲ κάποιο ἀπ’αὐτά. Ἕνα ἀπ’αὐτά εἶναι ἡ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ ( > ἐλάφι +νῆσος), προφανῶς λόγω τοῦ ὅτι ὑπήρχαν πολλὰ ἐλάφια σὲ αὐτήν. Ὁ Παυσανίας, ὁ Στράβων, ὁ Πτολεμαῖος καὶ ὁ Ἡσύχιος, τὴν  ὀνομάζουν ΟΝΟΥ ΓΝΑΘΟΣ, ἐξαιτίας τοῦ σχήματός της. Ἡ σλαβική/ ἐνετικὴ ὀνομασία της ἦταν ΤΣΕΒΡΗ [ > λατ. cervus > κεραός ( =κερασφόρος)]. Ἀκόμα ἕνα εἶναι τὸ ΒΕΝΕΤΙΚΟ [ προφανῶς ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τοὺς Βένετους. Ὁ Παυσανίας τὸ ὀνομάζει ΘΗΓΑΝΟΥΣΣΑ, ἀπὸ τὶς θηγανίτες ( =σκληρὸς λίθος ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς ἀκόνι)]. Ἡ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑ προφανῶς ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὸ λατινικὸ sapio ( > σοφός). Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι πὼς βρέθηκαν τὸ 1920 στὸν πάτο τῆς θαλάσσης της, ἑκατοντάδες κίονες ἀπὸ διάφορα ναυάγια καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα ( σαρκοφάγοι, πήλινα δοχεῖα κ.ἄ.). Ἡ ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ τῆς Πύλου ὠνομάστηκε ἔτσι ἴσως ἀπὸ τὸ ῥῆμα σφάζω, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ <<θυσιάζω>>, καθότι σὲ αὐτὴν πραγματοποιοῦσαν θυσίες πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος.

( Ἐλαφόνησος ) 

Ἐπιπλέον, εἶναι καὶ ἡ ΣΧΙΖΑ [> σχίζω, σχίδαξ ( =μικρὸ καὶ αὶχμηρὸ τμῆμα ὀστοῦ, ξύλου κλπ)], ἡ ΠΡΩΤΗ, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της, εἴτε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ποσειδῶνος, Πρωτέα, εἴτε ἐπειδή <<ὁρᾶται πρώτη ὑπὸ τῶν μακρόθεν πρὸς τὴν Πελοπόννησον πλεόντων>> ( ἱστορικὸς Γ. Παπανδρέου) καὶ ἡ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ( > μονή +ἔμβασις), γιατὶ πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁδούς της εἶναι στενὲς καὶ κατάλληλες μόνον γιὰ πεζούς). 

( Μονεμβασία ) 

Στὸν Κορινθιακὸ κόλπο βρίσκουμε τὴν ΤΡΙΖΟΝΙΑ. Κάποιοι λένε πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ ἔντομο τριζόνι καὶ ἄλλοι πὼς εἶναι παραφθορὰ τοῦ <<Τριονησία>>, καθότι τὸ σύμπλεγμα τῶν Τριζονίων περιλαμβάνει 3 νησιά ( Τριζόνια, Ἅγιος Ἰωάννης καὶ Πρασοῦδι). Στὸν ΠΑΓΑΣΗΤΙΚΟ κόλπο [ > πόλις Παγασαί > πήγνυμι, διότι σὲ αὐτὴν ναυπηγοῦσαν ( > ναῦς +πήγνυμι) πλοῖα ἤ λόγω τοῦ ὅτι ὡμοἰαζε μὲ μεγάλο βράχο ( = πᾶγο)] συναντοῦμε τὸ ΠΑΛΑΙΟ ΤΡΙΚΕΡΙ ( > τρίκερως, ὁ ἔχων τρία κέρατα), τὸ ὁποῖον ὠνομάστηκε ἔτσι λόγω τῆς μορφῆς του καὶ στὸν κόλπο τοῦ Ἁγίου ὄρους, συναντοῦμε τὴν ΑΜΜΟΥΛΙΑΝΗ ( > ἄμμος, λόγω τῆς κατάλευκου ἄμμου της).

( Ἀμμουλιανή ) 

( Κύπρος) 

Τέλος, ἡ ΚΥΠΡΟΣ (βλ. καὶ Κύθηρα) ἐτυμολογεῖται σύμφωνα μὲ τὴν Θ. Πολυμέρη ἀπὸ τὸ κύω ( =φουσκώνω) +πορίζομαι, ἐκ τοῦ κύειν πορίζεσθαι < κυπρίζω ( =ἀνθίζω). Εἶναι τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης, ἴδιον τῆς ὁποίας εἶναι νὰ προσπορίζει τὴν κύησιν. Ἀπὸ τὴν Κύπρο πῆρε τὸ ὄνομά της καὶ ὁ χαλκὸς στὶς ξένες γλῶσσες, καθῶς ὑπῆρχαν πολλὰ κοιτάσματα χαλκοῦ σὲ αὐτήν. Ἄλλοι λένε πὼς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Κύπρο. 

Ὁ Στέφανιος Βυζάντιος γράφει πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της εἴτε ἀπὸ τὴν Κύπρον, τῆν θυγατέρα τοῦ Κινύρα, τοῦ βασιλέως τῆς Κύπρου ἤ τοῦ Βύβλου καὶ τῆς Ἀφροδίτης, εἴτε ἒκ τοῦ ἄνθους κύπρου, ἤτοι τῆς χέννα, ποὺ ἀφθονεῖ καὶ ἐκεῖ : 

«Κύπρος, νῆσος μεγάλη καὶ ἐπιφανεστάτη, κειμένη ἐν τῷ Παμφυλίῳ κόλπῳ, καθώς φησιν ὁ περιηγητὴς Διονύσιος Κύπρος δ' εἰς αὐγὰς Παμφυλίου ἔνδοθι κόλπου. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Κύπρου τῆς θυγατρὸς Κινύρου, ἢ τῆς Βύβλου καὶ Ἀφροδίτης, ὡς Φιλοστέφανος ἐν τῷ περὶ νήσων καὶ Ἴστρος ἐν ἀποικίαις Αἰγυπτίων ἱστόρησαν, ἢ ἀπὸ τοῦ φυομένου ἄνθους κύπρου. Ἀστύνομος δέ φησι Κρύπτον κεκλῆσθαι διὰ τὸ κρύπτεσθαι πολλάκις ὑπὸ τῆς θαλάσσης. εἶτα Κύπρος», Ἐθνικά, 395-6. 


Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸ παρὸν ἄρθρὸν ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, ηλεκτρονικό λεξικό <<LIDDELL- SCOTT>>, <<ΙΛΙΑΣ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, << ΟΜΗΡΟΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΔΗΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>>, ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, <<ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ>>, ΑΙΣΧΥΛΟΣ,<<ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ, ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟΥ>>, Ζ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ, <<HOMER AND THE SO- CALLED HOMERIC QUESTIONS>>, πρακτικὰ διεθνοῦς συνεδρίου τοῦ 2006 μὲ τίτλο << SCIENCE AND TECHNOLOGY IN HOMERIC EPICS>>, ἐκδ. SPRINGER, ὁμιλία τῆς κας Ἄν. Εὐσταθίου-Τζιροπούλου, <<Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ>>, Γ.Δ. ΔΕΠΟΣ, << DID ULYSSES TRAVEL TO ATLANTIS ?>>, R. KÜHNE, πρακτικὰ διεθνοῦς συνεδρίου τοῦ 2006 μὲ τίτλο << SCIENCE AND TECHNOLOGY IN HOMERIC EPICS>>, ἐκδ. SPRINGER, <<ATLANTIS IN HOMER AND OTHER AUTHORS PRIOR TO PLATO>>, Σ. ΠΑΠΑΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,  πρακτικὰ διεθνοῦς συνεδρίου τοῦ 2006 μὲ τίτλο << SCIENCE AND TECHNOLOGY IN HOMERIC EPICS>>, ἐκδ. SPRINGER, <<ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ>>, ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, <<ΝΗΣΟΣ ΠΡΩΤΗ, ΕΝ ΤΩ ΝΥΝ ΝΟΜΩ ΤΡΙΦΥΛΛΙΑΣ>>, Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ἀπὸ τὸ ἰστολόγιον <<GOLEFKAS.GR>>, ἀπὸ τὴν σελίδα <<CAPITAL.GR>>, πὸ τὸ ἰστολόγια <<ΠΑΜΕ ΓΙΑΛΛΑ>>, <<ELAFONISOS. INSPACETIME. GR>>, <<NGRADIO.GR>>, ( τὸ ἄρθρο ὑπογράφει ὁ Φ. Πιομπῖνος), καὶ ἀπὸ διάφορες διαδικτυακὲς σελίδες ποὺ φιλοξενοῦν ἐλάχιστες ἐτυμολογήσεις ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γ. ΛΕΚΑΚΗ  <<ΑΙΓΑΙΟ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΕΣ ΝΗΣΩΝ>>. Σχετικὰ μὲ τὰ εὐρήματα τῆς Σαπιέντζα οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἰστοσελίδα τοῦ Ὑπουργείου πολιτισμοῦ καὶ ἀθλητισμοῦ. Γιὰ τὸν Παγασητικὸν κόλπο, οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἰστοσελίδα τοῦ Τεχνολογικοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος Πειραιώς. Γιὰ τὴν Κύπρο οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸ βιβλίο << ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ>>, Θ. ΠΟΛΥΜΕΡΗ. Οἱ πληροφορίες περὶ ἐκτάσεως τῶν νήσων, περὶ πληθυσμοῦ ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πολὺ μικρῶν νησίδων ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια <<ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ>>Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ>>

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (