Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 6ον)


ΜΕΡΟΣ 6ο

Ἀντίλογοι ἀπ'τοὺς χοροὺς στὶς ἑορτὲς τῆς ἀρχαίας Σπάρτης

Χορὸς γερόντων : «μμες πόκ΄ ἧμες ἄλκιμοι νεανῖαι» 

( = Ἑμεῖς κάποτε ἤμασταν ἄλκιμοι/ῥωμαλέοι νεανίες)

Χορὸς ἀνδρῶν : «Ἄμμες δέ γ΄ εἶμεν, αἴ δέ λῆς πεῖραν λάβε» 

( =Ἑμεῖς εἴμαστε τώρα, ἄν ἐπιθυμεῖς ἔλα νὰ λάβεις πεῖρα/ δοκιμάσεις).

Χορὸς παίδων : «Ἄμμες δέ γ΄ ἐσσόμεθα πολλῷ κάρρονες»

( = Ἑμεῖς ὅμως θὰ γίνουμε πολὺ καλλίτεροι).

(Πλουτάρχου, Λυκοῦργος, 21)


ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΟΥ

Ο ΠΑΙΑΝΑΣ ΨΑΛΛΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ. ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΞΕΧΥΝΟΝΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ, ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΟΝ ΛΟΓΟΝ. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΠ΄ΤΟΥΣ ΥΙΟΥΣ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ, Ο ΑΒΡΟΚΟΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΕΡΑΝΘΗΣ. ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ, ΚΑΤΕΒΑΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΠΠΙΚΟΝ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΕΝΑΠΕΜΕΙΝΑΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΝΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ! 

Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΠΩΣ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥΣ ΠΛΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ. ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΝ, ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ. ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΤΟΝ ΧΤΥΠΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΔΟΡΑΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ, Η ΣΠΑΡΤΗ ΘΡΗΝΕΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ...

ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΑΧΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΠΟΛΛΗ ΩΡΑ. ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΛΑΦΥΡΟ ΤΟΥΣ, ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΜΕ ΝΥΧΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΝ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥΣ. ΑΠΟΚΡΟΥΟΥΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΦΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΛΟΦΟ, ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ. ΕΚΕΙ ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ, ΠΛΕΟΝ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΑΜΕΤΡΗΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ. ΤΑ ΒΕΛΗ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ. ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΟΥΝ ΟΙ ΑΣΠΙΔΕΣ ΤΟΥΣ, ΟΡΜΟΥΝ ΜΕ Ο,ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΚΙ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΟΠΛΑ, ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΟΥΣ. ΕΚΕΙ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΒΡΟΚΟΜΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡΑΝΘΗ. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΠΙΕΙΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΕΝΔΟΞΑ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥΣ. 

ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ Ο ΞΕΡΞΗΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΑΞΕΙ ΝΑ ΚΑΚΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ...

(Λεωνίδας, Αναξανδρίδου, Σπάρτη) 

( Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7, 223-225/ 7,228- 229,1)

«Ὁ Ξέρξης μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου προσέφερε σπονδὲς καὶ ὕστερα περίμενε τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀγορὰ γεμίζει κόσμον καὶ τότε ἐπεχείρησε τὴν ἐπίθεσιν. Γιατὶ αὐτὸ τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ Ἐφιάλτης, ἐπειδὴ ἡ κατάβασις ἀπὸ τὸ βουνὸν εἶναι συντομωτέρα καὶ ἡ ἀπόστασις πολὺ πιὸ μικρὴ ἀπὸ ὅ,τι ὁ γύρος τοῦ βουνοῦ καὶ ἡ ἀνάβασις. Καὶ οἱ βάρβαροι τοῦ Ξέρξου πλησιάζαν καὶ οἱ Ἕλληνες ποὺ περιστοίχιζαν τὸν Λεωνίδα, μιᾶς καὶ θὰ ἐπεχείρουν ἔξοδον θανάτου, τώρα πλέον ἔβγαιναν πολὺ πιὸ ἔξω ἀπὸ ὅτι στὴν ἀρχή, στὸ πλατύτερον μέρος τοῦ αὐχένος. Γιατὶ τὶς προηγούμενες ἡμέρες, θέλοντας νὰ ὑπερασπίσουν τὸ προστατευτικὸν τεῖχος, ἔδιναν μάχη στὴν στενωπόν, χωρὶς νὰ ἀπομακρύνονται πολὺ ἀπὸ τὸ τεῖχος. Ὅμως τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔδιναν τὴν μάχη ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ καὶ σκοτώνονταν πολλοὶ βάρβαροι. Γιατὶ οἱ ἀρχηγοἲ τῶν ταγμάτων ἐστέκοντο πίσω τους κρατώντας μαστίγια καὶ μαστίγωναν ὅλους τοὺς ἄντρες τους προστάζοντάς τους νὰ βαδίζουν συνεχῶς μπροστά. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λοιπὸν ἔπεφταν στὴν θάλασσα καὶ ἀφανίζονταν καὶ πολὺ περισσοτέρους ἀκόμη τοὺς καταπατοῦσαν ζωντανοὺς οἱ δικοί τους. Καὶ κανένας δὲν ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία στὸν σύντροφόν του ποὺ σκοτωνόταν. Γιατὶ ἀπὸ τὴν μεριά τους οἱ Ἕλληνες ξέροντας καλὰ πὼς ὅπου νά 'ναι ἔρχεται ὁ θάνατος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔκαναν τὴν κυκλωτικὴ κίνησιν ἀπὸ τὸ βουνόν, ἔφτασαν στὴν κορυφὴ τῆς παλληκαριᾶς τους χτυπώντας τοὺς βαρβάρους, ἀψηφώντας τὸν θάνατον μὲς στὴν μανία τοῦ θάρρους τους». 

(Τὰ ἄκρα τῶν βελῶν καὶ οἱ αἰχμὲς τῶν ἀκοντίων ἀπ΄τὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν, Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Ἀθηνῶν) 

ΜΑΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ 

«Λοιπόν, τὰ δόρατα τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν κιόλας τσακιστεῖ, αὐτοὶ ὅμως μὲ τὰ ξίφη τους πετσόκοβαν τοὺς Πέρσες. Καὶ σ' αυτὸν τὸν ἀγῶνα πέφτει ὁ Λεωνίδας, ἀφοῦ ἀπεδείχθη ἀνὴρ μὲ λαμπροτάτη παλληκαριὰ καὶ μαζί του καὶ ἄλλοι σπουδαῖοι Σπαρτιᾶτες, ποὺ ἐγὼ ῥώτησα καὶ ἔμαθα τὰ ὀνόματά τους (μάλιστα ἔμαθα καὶ ὅλων τῶν τριακοσίων). Καὶ ἀπ' τὴν ἄλλη, ἀπὸ τοὺς Πέρσες πέφτουν σ' αὐτὴν τὴν μάχη πολλοὶ καὶ σημαντικοὶ κι ἀνάμεσά τους οἱ δύο υἰοὶ τοῦ Δαρείου, ὁ Ἁβροκόμης καὶ ὁ Ὑπεράνθης, ποὺ τοὺς εἶχε χαρίσει στὸν Δαρεῖον ἡ θυγατέρα τοῦ Ἀρτάνη, ἡ Φραταγούνη. Ὁ Ἀρτάνης αὐτὸς ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως Δαρείου καὶ υἰὸς τοῦ Ὑστάσπη, υἰοῦ τοῦ Ἀρσάμη· ποὺ ὅταν ἔδωσε τὴν θυγατέρα του γυναῖκα στὸν Δαρεῖον, τοῦ ἔδωσε προῖκα ὁλόκληρη τὴν περιουσία του, μιᾶς καὶ δὲν εἶχε ἄλλο παιδὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν. 

Σ' αὐτὴν λοιπὸν τὴν μάχη πέφτουν πολεμώντας τὰ δύο ἀδέλφια τοῦ Ξέρξου, ἐνῶ γιὰ τὸ πτῶμα τοῦ Λεωνίδα οἱ Πέρσες καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔδωσαν πολύωρη μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὡσότου οἱ Ἕλληνες μὲ τὴν ἀνδρεία τους, τὸ τράβηξαν πρὸς τὸ μέρος τους καὶ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὸν ἐχθρὸν τέσσερεις φορές. 

Ἔτσι συνεχίστηκε γιὰ ὥρα ἡ μάχη ὡς τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασαν ἐκεῖνοι ποὺ ὁδηγοῦσε ὁ Ἐφιάλτης. 

Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀντελήφθησαν τὸν ἐρχομόν τους, ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἀγὼν ἤλλαξε μορφή· γιατὶ ὀπισθοχώρησαν στὸ στενὸν πέρασμα και προσπερνώντας τὸ τεῖχος ἦλθον καὶ πῆραν θέσιν ὅλοι τους συσπειρωμένοι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Θηβαίους, στὸ ὕψωμα. Τὸ ὕψωμα αὐτὸ βρίσκετια στὴν εἴσοδον τῶν στενῶν, ἐκεῖ ποὺ σήμερα εἶναι στημένος μαρμάρινος λέων γιὰ τὸν Λεωνίδα. Καθῶς ἠγωνίζοντο χτυπώντας τὸν ἐχθρὸν σὲ αὐτὸ τὸ μέρος μὲ πολεμικὲς μαχαῖρες -ὅσοι ἀκόμη τύχαινε νὰ ἔχουν- καὶ μὲ τὰ χέρια τους καὶ μὲ τὰ δόντια, οἱ βάρβαροι τοὺς ἔθαψαν κάτω ἀπὸ τὰ βέλη τους, ἄλλοι κάνοντας ἐπίθεσιν κατὰ μέτωπον, ἀφοῦ ἰσοπέδωσαν τὸ προστατευτικὸν τεῖχος καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔκαναν τὴν κυκλωτικὴ κίνησιν, κλείνοντάς τους ἕναν γύρον ἀπὸ παντοῦ. 

... Ὁ Ξέρξης κατόπιν περνοῦσε ἀνάμεσα ἀπ' τὰ πτώματα καὶ διέταξε τοῦ Λεωνίδα νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι καὶ νὰ τὸ κρεμάσουν σὲ κοντάρι -διότι εἶχε ἀκούσει πὼς ἦταν βασιλεὺς καὶ στρατηγὸς τῶν Λακεδαιμονίων-. Λοιπὸν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐνδείξεις, ἀλλὰ προπαντὸς ἀπὸ αὐτὴν ἀντελήφθην πὼς ὁ βασιλεὺς Ξέρξης μὲ κανέναν ἄλλον ἄνθρωπον δὲν ἐξωργίσθη τόσον, ὅσον μὲ τὸν Λεωνίδα, ὅσον αὐτὸς ἦταν ζωντανός· γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ ἀσχημονοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον στὸ πτῶμα του...

Γι' αὐτοὺς (ποὺ ἐτάφησαν ἐκεῖ, ὅπου ἔπεσαν) καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ, πρὶν σηκωθοῦν νὰ φύγουν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔστειλε ὁ Λεωνίδας πίσω, ἐχαράχθη πάνω στὸν τάφον τους ἐπιγραφὴ ποὺ λέει τὰ ἑξῆς :

«μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο
ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες». 

( =Σ᾽ αυτὸ τὸ μέρος, (πάει καιρός), οἱ τέσσερες χιλιάδες
ἀπ᾽ τὸ νησὶ τοῦ Πέλοπος
μὲ (
τρία) ἑκατομμύρια ἐχθρῶν δώσανε μάχη)». 

Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐπίγραμμα χαράχτηκε πάνω στὸν κοινὸν τάφο ὅλων, ἀλλὰ γιὰ τοὺς Σπαρτιᾶτες ἰδιαιτέρως:

«ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι». 

[ =Διαβάτη (ξένε), (μήνυμα νὰ πᾶς) νὰ ἀγγείλεις στοὺς Λακεδαιμονίους :
ὅτι ταφήκαμε/κείμεθα ἐδῶ, ὑπακούοντας στὰ προστάγματά τους]

( Ἡ πλάκα μὲ τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Σιμωνίδου τοῦ Κείου, στὸν Κολωνό, στὶς Θερμοπύλες, χαραγμένη τὸ 1955. Ἡ πρωτότυπη δυστυχῶς δὲν διεσώθη. Ὅσον γιὰ τὴν κατάστασιν αὐτῆς...κρεῖττον σιγᾶν! )

Αὐτὸ λοιπὸν γιὰ τοὺς Λακεδαιμονίους· καὶ γιὰ τὸν μάντη τὸ ἑξῆς:

«μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι
Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι,
μάντιος, ὅς τότε Κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς
οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν»

( =Τοῦ Μεγιστία εἶν᾽ ἐδῶ, τοῦ ξακουσμένου μάντη,
τὸ μνῆμα ποὺ ἀντικρύζεις.
Αὐτὸν ποὺ οἱ Μῆδοι σκότωσαν, καθῶς τότε διαβήκαν
τοῦ Σπερχειοῦ τὸ ῥέμμα·
ἤξερε καὶ καλόξερε πὼς ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθουν
τοῦ θάνατού του οἱ Μοῖρες,
μὰ δὲν τὸ καταδέχτηκε, τὸν βασιλιὰ τῆς Σπάρτης
προδίδοντας, νὰ φύγει.)

«Λοιπὸν οἱ Ἀμφικτύονες εἶναι ποὺ στόλισαν τοὺς τάφους τους με ἐπιγράμματα καὶ στῆλες, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐπίγραμμα τοῦ μάντη· ὅμως τὸ ἐπίγραμμα τοῦ μάντη Μεγιστία τὸ φιλοτέχνησε ὁ Σιμωνίδης, ὁ υἰὸς τοῦ Λεωπρέπη, δῶρον φιλίας*. 

Λέγεται ἐπίσης πὼς δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τριακοσίους, ὁ Εὔρυτος καὶ ὁ Ἀριστόδημος, ἐνῶ μποροῦσαν κρατώντας τὴν ἴδια στάσιν ἤ νὰ σωθοῦν γυρίζοντας μαζὶ στὴν Σπάρτη, καθῶς ὁ Λεωνίδας τοὺς ἔδωσε ἄδεια νὰ φύγουν ἀπ' τὸ στρατόπεδον καὶ ἦταν κατάκοιτοι στοὺς Ἀλπηνοὺς μὲ ὀφθαλμόπονον ἀβάσταχτον, ἤ ἄν δὲν ἤθελαν νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα, νὰ πεθάνουν μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους· ἐνῶ λοιπὸν μποροῦσαν νὰ κάνουν ἤ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο ἀπὸ αὐτά, δὲν θέλησαν νὰ ἔχουν τὴν ἴδια γνώμη, ἀλλὰ πῆραν διαφορετικὲς ἀποφάσεις 

ὁ Εὔρυτος ἀπὸ τὴν μεριά του, μαθαίνοντας τὴν κυκλωτικὴ κίνησιν τῶν Περσῶν ζήτησε τὴν πανοπλία του, τὴν φόρεσε καὶ διέταξε τὸν εἴλωτά του, νὰ τὸν ὁδηγήσει στοὺς μαχομένους καὶ μόλις τὸν ὡδήγησε, ὁ ὁδηγός του σηκώθηκε καὶ ἔφυγε βιαστικῶς, αὐτὸς ὅμως ῥίχτηκε μὲς στὸν σωρὸν καὶ σκοτώθηκε· ἀντιθέτως, ὁ Ἀριστόδημος καθῶς τοῦ ἔλειψε τὸ κουράγιο, ἔσωσε τὴν ζωή του».

(Σημ.: *Μετὰ τὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν, οἱ Ἕλληνες τοποθέτησαν ἐπιγράμματα γιὰ ὅλους τοὺς νεκροὺς τῆς κάθε πόλεως).

(...Μνημεῖον ὑπὲρ τῶν 700 Θεσπιέων, ποὺ ἔπεσαν στὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν, ὑπερασπιζόμενοι μέχρι τελευταίας ῥανίδος τοῦ αἵματός τους, τὰ ἰδανικά τους)

Γιὰ τοὺς Θεσπιεῖς τὸ ἐπίγραμμα ἔγραφε:
«ἄνδρες τοὶ πότ΄ἔναιον ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος, λήματι τῶν αύχει Θεσπιὰς εὐρύχορος»
( = Αὐτοὶ οἱ ἄνδρες κάποτε κατοικοῦσαν στὶς πλαγιὲς τοῦ Ἑλικῶνος, γιὰ τὸ θάρρος τους καυχιοῦνται οἱ Θεσπιὲς οἱ εὐρύχωρες)

Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφερόμαστε στὰ ἐπιγράμματα, γιὰ τοὺς πεσόντες Ὀπουντίους Λοκρούς, τὸ ἐπίγραμμα ἔγραφε (Στράβων, 9,4,2) :
«Τοὺς δὲ ποθεῖ φθιμένους ὑπὲρ Ἑλλάδος ἄντια Μήδων, 
μητρόπολις Λοκρῶν εὐθυνόμων Ὁπόεις»
( = Αὐτοὺς ποὺ πέθαναν γιὰ τὴν Ἑλλάδα πολεμώντας τοὺς Μήδους,
 τοὺς ποθεῖ ὁ Ὀποὺς ἡ μητρόπολις τῶν Λοκρῶν μὲ τοὺς δικαίους νόμους)

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΟΣΩΝ ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΑΝ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ

(Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7,229,2- 231/7,238)

«Τώρα καὶ στὴν περίπτωσιν ποὺ μόνον ὁ Ἀριστόδημος θὰ ἔνιωθε ὀφθαλμόπονον καὶ θὰ γύριζε πίσω στὴν Σπάρτη, καὶ στὴν περίπτωσιν ποὺ καὶ οἱ δυό τους θὰ μετεφέροντο ἐκεῖ, ἔχω τὴν γνώμη πὼς οἱ Σπαρτιᾶτες δὲν θὰ ἐκδήλωναν καμμία ὁργὴ ἐναντίον τους· τώρα ὅμως ποὺ ὁ ἕνας τοὺς σκοτώθηκε, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχοντας τὸν ἴδιο λόγον ἀπαλλαγῆς, δὲν προτίμησε νὰ πεθάνει, δὲν γινόταν παρὰ νὰ ἀφήσουν νὰ ξεσπάσει σφοδρὴ ἡ ὁργή τους στὸν Ἀριστόδημον. 

Αὐτοὶ λοιπὸν λέγουν πὼς ὁ Ἀριστόδημος ἐσώθη καὶ ἔφτασε στὴν Σπάρτη μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ μ' αὐτὴν τὴν δικαιολογία, ἄλλοι ὅμως πὼς τὸν εἶχαν στείλει ἀγγελιαφόρον ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ αὐτὸς ἐνῶ μποροῦσε νὰ προλάβει τὴν μάχη, ὅσο αὐτὴ κρατοῦσε ἀκόμα, δὲν τὸ ἐπεδίωξε, ἀλλὰ καθυστερώντας στὸν δρόμον ἐσώθη, ἐνῶ ὁ σύντροφός του ἀγγελιαφόρος πῆγε στὴν μάχη καὶ σκοτώθηκε. Μὲ τὸ ποὺ γύρισε στὴν Σπάρτη ὁ Ἀριστόδημος ζοῦσε μὲς στὴν ντροπὴ καὶ τὴν περιφρόνησιν. Ὁρίστε πὼς ἐκδηλωνόταν ἡ περιφρόνησις 

κανένας Σπαρτιάτης δὲν τοῦ ἔδινε νὰ ἀνάψει ἀπὸ τὴν φωτιά του, οὔτε συζητοῦσε μαζί του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ ἐμπαιγμός, καθῶς τοῦ ἔβγαλαν τὸ ὄνομα «Ἀριστόδημος ὁ Κιοτής». Ἀλλὰ βεβαίως στὶς Πλαταιὲς ξέπλυνε ἀπὸ πάνω του τὴν μομφὴ ποὺ τοῦ φόρτωσαν καὶ ξανακέρδισε τὴν τιμή του. 

Λέγουν ἐπίσης πὼς καὶ ἕνας ἄλλος ἀπ' αὐτοὺς τοὺς τριακοσίους ποὺ ἐστάλη ἀγγελιαφόρος στὴν Θεσσαλία ἐπέζησε, τὸ ὄνομά του ἦταν Παντιτής· καὶ πὼς μὲ τὸ ποὺ γύρισε καὶ αὐτὸς στὴν Σπάρτη, ἔπεσε σὲ ἀνυποληψία καὶ γι' αὐτὸ κρεμάστηκε».


...ΑΜΜΕΣ ΔΕ Γ' ΕΣΣΟΜΕΘΑ ΠΟΛΛΩι ΚΑΡΡΟΝΕΣ;;;


Ἡ σύγχρονος ἀπόδοσις ἔγινε ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα «GREEK- LANGUAGE. GR». Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου-Εὐσταθίου «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΗΣ, Β' ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ», ὅπως ἡ ἴδια τὸ ἐπεμελήθη καὶ τὸ συνέταξε γιὰ τὴν «ἑλληνικὴ ἀγωγή». 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (