Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΛΕΓΕΙΝ (ΜΕΡΟΣ 2ο ) : ΡΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟΝ


Τὸ <<λέγω>> (βλ. μέρος 1ο) δὲν ἐμπλούτισε τὴν γλῶσσα μας, ἀλλὰ οὔτε γονιμοποίησε τὸν παγκόσμιον λόγον, μόνον μέσω ἑνὸς τύπου (λογ-/λεγ-/λεχ-) γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγινε νύξις στὸ 1ο μέρος, ἀλλὰ καὶ μέσω τῶν ὑπολοίπων θεμάτων τού, τὰ ὁποῖα παίρνουμε ἀπὸ τοὺς ἀρχικούς του χρόνους. Οἱ ἀρχικοὶ χρόνοι του εἶναι:

Ἐνεργητικὴ Φωνή: Λέγω, ἔλεγον, λέξω/ἐρῶ, ἔλεξα/εἶπον (ἔσπον)/εἶπα, εἴρηκα, εἰρήκειν

Μεσοπαθητικὴ Φωνή: Λέγομαι, ἐλεγόμην, λέξομαι/λεχθήσομαι/ῥηθήσομαι, ἐλεξάμην/ἐλέχθην/ἐρρήθην/είπόμην, εἴρημαι, εἰρήμην

Κι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θέματά του, ἔχει δημιουργήσει τόσες λέξεις, ποὺ ἕνα λεξικὸν δὲν φτάνει γιὰ νὰ τὶς χωρέσει ὅλες. Ἐνδεικτικῶς καὶ πολὺ συνοπτικῶς ἀναφέρω: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ, ΔΥΣΛΕΞΙΑ, ΛΕΞΙΠΛΑΣΙΑ, ΛΕΞΙΠΕΝΙΑ, ΡΗΜΑ, ΡΗΣΗ, ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ,ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ,ΔΙΑΡΡΗΔΗΝ, ΡΗΤΩΡ, ΚΟΜΠΟΡΡΗΜΟΣΥΝΗ, ΛΕΣΧΗ, ΑΡΡΗΤΟΣ, ΑΡΡΗΤΟΤΟΚΟΣ, ΑΝΕΙΠΩΤΟΣ, ΕΠΟΣ, ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ, ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ, ΠΑΡΡΗΣΙΑ, ΟΡΘΟΕΠΕΙΑ, ΑΜΕΤΡΟΕΠΕΙΑ, ΘΕΣΠΙΖΩ, ΘΕΣΠΕΣΙΟΣ, ΣΥΝΕΠΕΙΑ, ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ, ΝΗΠΙΟΣ, ΕΝΙΠΗ ( =αὐστηρὸς λόγος), ΕΙΡΩΝΕΙΑ, ΑΣΠΕΤΟΣ ( =ἀνέκφραστος) κλπ πολλά ( γιὰ τὸ πῶς τὰ ὑπόλοιπα θέματά του, πλὴν τοῦ ἐνεστῶτος, γονιμοποίησαν τὸν παγκόσμιον λόγον, βλ. ἐνδεικτικὰ παραδείγματα στὸ τέλος).

Τὸ <<λέγω>> θεωρεῖται ἀνώμαλο ῥῆμα, διότι δὲν σχηματίζει συμβατικῶς τοὺς τύπους του, ἀλλὰ δανείζεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρχαιότερες μορφές του καὶ ἀπὸ συνώνυμα ῥήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως διαπλέκονται τόσο σωστὰ καὶ τόσο ἁπλὰ ἀναμεταξύ τους. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ δανείζεται τοὺς καταλλήλους τύπους, στὸν κατάλληλον χρόνον, μὲ τὰ κατάλληλα γράμματα καὶ τὸν κατάλληλον <<φαινότυπον>> γιὰ νὰ παραγάγει τὸ ἀκριβὲς ἔτυμον ποὺ θὰ συνδέσει τὸ σημαῖνον μὲ τὸ σημαινόμενον. Ὁ ῥήτωρ γιὰ παράδειγμα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραχθεῖ ἀπὸ ἄλλο θέμα, ἄλλον τύπον, ἤ νὰ έχει ἄλλην ἐμφάνισιν, καθῶς ἡ ὁμιλία του, ὁ λόγος του θὰ ἔχανε τὴν ῥοή του, τουτ’ἔστιν θὰ ἔχανε κι ὁ ἴδιος τὴν ῥητορική του δεινότητα καὶ θὰ ἐτρέπετο σὲ λόγιον. Ἤ τὸ ἔπος δὲν θὰ μποροῦσε ποτέ νὰ περιγράψει τὰ ἡρωικὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος, ἄν δὲν διατηροῦσε τὸ παρελθοντικόν του θέμα.

Ποιά μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν συνώνυμα τοῦ λέγω, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ <<ὁμιλῶ>>;

Ἀκόμα καὶ ὑπὸ αὐτήν του καὶ μόνον τὴν ἔννοια, ὁποιαδήποτε λίστα κι ἄν φτιαχτεῖ θὰ εἶναι ἐλλιπής. Ἐνδεικτικῶς καὶ πάλι ἀναφέρω μερικά, ὅπως:

1. ΟΜΙΛΩ [ < ὅμοῦ +ἴλη ( =πλῆθος, ὁμάδα, τάγμα), κυριολεκτικῶς σημαίνει εὐρίσκομαι σὲ κοινωνικὴν συναναστροφή]

2. ΑΓΟΡΕΥΩ [ < ἀγείρω ( < ἄγω +εἴρω =συνδέω), συγκεντρώνω πλῆθος καὶ συνεκδοχικῶς ὁμιλῶ σὲ πλῆθος]. Ἀπ’αὐτὸ καὶ τὰ ΔΗΜΗΓΟΡΙΑ, ΣΥΝΗΓΟΡΩ, ΚΑΤΗΓΟΡΩ, ΑΛΛΗΓΟΡΩ, ΠΑΡΗΓΟΡΩ, ΑΓΕΡΜΟΣ, ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ, ΑΓΟΡΑΖΩ κλπ

3. ΑΡΘΡΟΩ [ κυριολεκτικῶς = προφέρω καθαρῶς, < ἀραρίσκω ( =συνδέω, ἁρμόζω) + θροῶ ( ἠχοποίητον, ἐκ τοῦ ἤχου θροΐσματος)]

4. ΑΥΔΑΩ/ΑΥΔΑΣΚΩ [ < αὐδή + παραγωγικὴ κατάληξις –σκω ( ἐκφράζουσα τὴν διάρκειαν μίας πράξεως, ἐν προκειμένω δίνει διάρκεια στὸ αὐδάω)]

5. ΒΑΖΩ/ΒΑΒΑΖΩ [ < βάξις < βάζω ( =ὁμιλῶ), σχετικὰ τῆς βοῆς]. Κι ἀπ’αὐτὸ ΒΑΜΒΑΙΝΩ ( =τρευλίζω)

6. ΓΑΡΥΩ/ΓΗΡΥΩ ( = ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, γκαρύζω, < γῆρυς/ κῆρυξ)

7. ΕΚΣΤΟΜΩ ( =ξεστομίζω, ἐκ +στόμα)

8. ΕΠΩ/ΕΝΕΠΩ ( =ΑΡΘΡΩΝΩ < Fέπω < ἔπος )

9. ΗΜΙ [ ῥῆμα ἐλλειπτικόν, σχετικὸν τοῦ φ-ημί, συναντᾶται συνήθως μόνον στὸ τρίτο ἑνικὸ ὡς ἦ ( =εἶπε) ]

10. ΕΙΡΩ [ < Fείρω = 1. Λέγω < ρῶ ( =ὁμιλῶ, ἔχω ῥοὴ λόγου) καὶ συνεκδοχικῶς 2. Συνδέω, ὁ διάλογος μᾶς συνδέει (βλ. εἰρήνη, εἰρμός κ.ο.κ) ]

11. ΕΡΜΗΝΕΥΩ [( < Ἑρμῆς, κυριολεκτικῶς = μεταφέρω καὶ ἐπεξηγῶ τοὺς λόγους τοῦ Διός, ὡς ὁ ἀγγελιαφόρος Ἑρμῆς < εἴρω ( =1.συνδέω, 2.ὁμιλῶ)]

12. ΛΩ/ΛΑΛΩ/ΛΑΛΑΖΩ ( ἠχοποίητον, ἀπ’τὸ λά-λά-λά, τὴν λαλιά <<λαλεῖν, τὸ ἀτάκτως ἐκφέρειν τὰ ῥήματα>>, Ἀμμώνιος )

13. ΛΗΡΩ ( = λαλῶ ἀνοήτως, βλ. παραληρῶ/παραλήρημα)

14. ΛΑΣΚΩ ( = ὁμιλῶ μεγαλοφώνως καὶ παρατεταμένα, < λῶ + παραγ. καταλ. -σκω )

15. ΜΥΘΕΟΜΑΙ [ = ἐκφέρω μῦθον ( =λόγον, ἀλληγορία, ἐξ οὗ καὶ ἡ μυθολογία ἀπέχει ἀπὸ τὸ παρά-μύθι, ἤτοι τὸ παρά-λογον), < μύω ( =κλείνω) +-θος ( < θέω), λόγος συμβολικός, κλειστὸς ποὺ <<τρέχει>> ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. ]

16. ΟΝΕΙΡΟΛΕΚΤΩ ( =ὁμιλῶ ὡς ὑπνωτισμένος > ὄναρ +λέγω)

17. ΟΝΟΜΑΙΝΩ/ΟΝΟΜΑΤΙΖΩ/ΟΝΟΜΑΖΩ ( =καλῶ ὀνομαστί, σήμερα εἶναι συνήθης ἡ ἀντικατάστασίς του ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ <<λέγω/λέγομαι>>, ἀντὶ τοῦ <<ὀνομάζω/ὀνομάζομαι>>

18. ΟΡΘΟΕΠΕΩ/ΟΡΘΟΛΟΓΕΩ/ΟΡΘΟΡΡΗΜΟΝΕΩ ( > ὀρθός + ἔπος/ λόγος/ ῥῆμα, ὁμιλῶ ὀρθῶς)

19. ΟΡΘΟΣΤΟΜΩ ( =ὁμιλῶ ἐλευθέρως)

20. ΡΗΤΟΡΕΥΩ [> ῥῶ ( = λέγω καὶ ῥέω)

21. ΤΟΝΘ(Ο)ΡΥΖΩ ( > τόνος +θροῦς, δημιουργῶ θόρυβον μὲ τὴν φωνή μου καὶ κατ’ἐπέκτασιν μουρμουρίζω ἀκατάληπτα, αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα <<μιλῶ ἀκαταλαβίστικα>>)

22. ΦΑΣΚΩ/ΦΗΜΙ ( =φέρνω εἰς τὸ φῶς τὶς σκέψεις μου < φαίνω, τὸ πρῶτο ἐν συνθέσει μὲ τὴν παραγ. κατάληξιν -σκω καὶ τὸ δεύτερο μὲ κατάληξιν -μι, ὑποδηλοῦσα τὴν προσωπικὴ ἀντωνυμία τοῦ α’ προσ.). Ἀπ΄αὐτὸ ἄλλα τόσα ῥήματα ὅπως ΑΠΟΦΗΜΙ ( =ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΩ ), ΣΥΜΦΗΜΙ (=ΣΥΜΦΩΝΩ ), ΑΝΤΙΦΗΜΙ, ΚΑΤΑΦΗΜΙ ( =παραδέχομαι) κ.ά. Κι ἀπ’αὐτὸ ΦΑΤΙΖΩ ( = ΑΓΓΕΛΛΩ).

23. ΠΙΦΑΥΣΚΩ ( < φάσκω, μὲ ἀναδιπλασιασμὸν φιφάσκω, μὲ πρόσληψιν τοῦ -υ φιφαύσκω καὶ μὲ ψίλωσιν τοῦ -φ, πιφαύσκω ),

24. ΦΘΕΓΓΩ ( σχετικὸν πρὸς τὸ φέγγω, ὅπως ἄνωθεν τὸ φάσκω μὲ τὸ φαίνω)

25. ΦΡΑΖΩ/(ΕΚ)ΦΡΑΖΟΜΑΙ [ < φράσις ( ὁ τρόπος τοῦ λαλεῖν, έκ τῶν φρενῶν έκπορευόμενος, ἐξ οὗ καὶ έτυμολογεῖται) ]

26. ΘΡΟΩ ( < θροῦς )

27. ΦΩΝΩ ( < φαίνω τὸν νοῦν)

28. ΧΑΝΥΩ ( = ὁμιλῶ μὲ στόμα χαῖνον, ἀνοιχτό, ἐτυμολογικῶς σχετικὸν τοῦ χάσκω)

29. ΨΕΛΛΙΖΩ [ = ὁμιλῶ ἄναρθρα, > ψελλός ( =ὁ τραυλός, ὁ ψευδός )]

30. ΨΙΘΥΡΙΖΩ ( < ψίθυρος > λέξις ἠχοποίητη ἐκ τοῦ πσ…πσ…, ψου…ψου )

31. ΑΠΟΦΑΙΝΟΜΑΙ ( =διακηρύσσω τὴν γνώμη μου, τὴν κάνω φανερή)

32. ΔΙΗΓΟΥΜΑΙ ( < διά +ἡγοῦμαι, περιγράφω λεπτομερῶς, <<περνάω>> διὰ μέσου ὅλων τῶν σταδίων μίας ἱστορίας)

33. ΑΦΗΓΟΥΜΑΙ ( < ἀπό +ἡγοῦμαι, κυριολεκτιῶ: ὁδηγῶ, προπορεύομαι, ἐδῶ: ἐξιστορῶ, ὁδηγῶ κάποιον σὲ κάποια ἱστορία)

34. ΔΙΕΞΕΡΧΟΜΑΙ ( = διηγοῦμαι ἐπ’ἀκριβῶς, < διά +ἐκ +ἔρχομαι)

35. ΕΚΘΕΤΩ ( =ἐκφέρω ἐπ’ἀκριβῶς λόγους, μετὰ λογικῆς σειρᾶς, < ἐκ+τίθημι)

36. ΑΙΝΙΤΤΟΜΑΙ [ =ὁμιλῶ σκοτεινῶς, ἐξ οὗ καὶ τὸ αἴνιγμα, < αἰνός ( =φοβερός) ]

37. ΚΑΤΕΡΩ ( =ὁμιλῶ ἐναντίον κάποιου, κατηγορῶ < κατά+ἐρῶ )

38. ΙΣΧΝΟΛΟΓΩ ( = ΙΣΧΝΟΜΥΘΩ, ὁμιλῶ μετὰ λεπτομερείας)

39. ΚΑΛΛΙΛΟΓΩ ( = λέγω καλῶς)

40. ΕΥΛΟΓΩ ( = λέγω καλοὺς λόγους)

41. ΚΕΛΕΥΩ [ = λέγω πρὸς παρακίνησιν, διατάζω < κέλευθος ( =ὁδός) < κέλλω ( =ἐλαύνω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός) ] κ.ἄ πολλά

42. ΑΓΓΕΛΛΩ [ =φανερώνω, < ἄγγελος < ἄνγελος < ἀνά +ἄγω ( =ὁδηγῶ )]

Σχετικὰ μὲ τὸ πῶς γονιμοποιήθηκαν οἱ γλῶσσες τῶν ἀλλοθρόων ἀπὸ τὰ διάφορα θέματα τοῦ λέγειν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ συνώνυμά του, ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς (σὲ διάφορες γλῶσσες) :

Ἑκ τῶν <<ἐρῶ -εἴρω>> :

Verb/verbo/verbum, verbal / (e)( = προφορικός) , verbalisme/ o ( =ῥητορεία), vérité/ verdad/ verità ( =ἀλήθεια), very, verbosité/ à/ dad ( =πολυλογία), véritable/ veritiero/ veridico ( =γνήσιος) , vérifier/ verificare ( =ἐπαληθεύω), verificación/ tion, veridico, Wort/ d ( =λέξις) , Wahrheit, woordenboek/ ordbok ( =λεξικόν), reor ( =λογίζομαι), ratio ( =λόγος), reason/ raison, rationnel ( =λογικός), raisonner/ razonar ( = κρίνω),raisonnable/ razionèvole ( = ὀρθός, δίκαιος ) razione/ción/ tion ( =ἀναλογία, μερίδα), Rate ( =ποσοστόν) , reden ( =ὁμιλῶ), rezensieren, разумный/ rozumné ( = λογικός, εὔλογος), orator/ rhetor/ retore/ հռետոր, rhéteur/ Redner, rhetorisch/retorisk/ retoriese, retorika/ retoriikka/retoryk, oracle/ Orakel ( = χρησμός), reo ( =λόγος ), sermon/ sermão ( =κήρυγμα), sermoner/ sermoneggiare ( =νουθετῶ), レトリック [ritoriku]/ რიტორიკა [ ritorika], irony/アイロニー [aironi]/ ирония [ ironiya] ( =ειρωνεία), 아이러니 [aileoni]/ íorónach ( = εἰρωνικός),agora κ.ἄ.

Ἐκ τοῦ <<εἶπον/εἶπα>> :

veto ( > Fέπω = ἄρνησις, ἀρνησικυρία), vietare/ vedar ( = ἀπαγορεύω), эпический [ episeskiiy]/ էպիկական [ epikakan], epiese/epic κλπ

Ἐκ τῶν <<φημί/φάσκω>> :

Infant ( =βρέφος, νήπιο), enfant ( =παιδί, νήπιο), Fante ( = νεανίσκος καὶ στὰ ἰταλικά =ὑπηρέτης, στρατιώτης), enfance/ infanzia ( =παιδικὴ ἡλικία), infantile/ enfantin ( =παιδικός), fantoche ( =νευρόσπαστον), fantassin/ Infanterist ( = πεζὸς στρατιώτης), infanterie/a ( =τὸ πεζικόν, ἐξ οὗ κι ὁ φαντάρος), fame/a ( =φήμη), fameux/ famoso ( =διάσημος), famigerato ( =περιβόητος), fibula/ fable ( =μῦθος), fabulous/ -leux/- voloso ( = μυθώδης), famen ( =φατόν ), infame ( = ἄτιμος), diffamare ( = δυσφημῶ), hablar ( = ὁμιλῶ > fabulari), professeur/ -or(e), professorship/ professorat(o)/-ur ( =καθηγεσία), profession ( = ἐπ-άγγελμα) κλπ

Ἐκ τοῦ <<φατίζω>> :

Refuse/ rifiutare/ refuser ( = ἀρνοῦμαι), refus/ - al ( =άρνησις), watuj ( =μαντικός), fatum ( =τὸ ὑπὸ τῆς μοῖρας ῥηθὲν κι ἀπ’αὐτὸ fatality, fatal κλπ), fée/ fay/ fata ( = νεράιδα, ἡ θεὰ τοῦ πεπρωμένου),fate ( =μοῖρα) féerique ( =μαγικός) κλπ

Ἐκ τοῦ <<βάζω/βαβάζω>> :

Vox/ voice/ voix ( =φωνή) , vocale ( = φωνητικός), avocat/ abogado ( =δικηγόρος), vogue/ boga ( =φήμη, μόδα), vocación/ zione ( =κλῆσις), Vocativ ( =κλητική), voyelle/ vowel ( =φωνήεν), vocabulary/ lär ( =λεξιλόγιον), évoquer ( =ἐπικαλοῦμαι), provocare ( =προκαλῶ) κλπ

Ἐκ τοῦ <<βαμβαίνω>> :

Balbutier/ balbettare/ balbucear ( ψελλίζω) και γερμ. lallen ( ἐκ τοῦ λαλῶ), bégayer/ balbusare ( =τρευλίζω), balbus ( =τραυλός) κλπ

Ἐκ τοῦ <<ἀγορεύω>> :

Govόrja ( =ὁμιλῶ), gregaire/ gregge/ ( =ἀγελαίος), egregious ( =διαβόητος), allégorie, alegorico, agora κ.ο.κ.

Ἐκ τοῦ <<αἰνίττω>> :

Énigmatique/ enigmatic/ enigmatisch, aenigma/ enigma/ энигма

Ἐκ τοῦ <<φωνῶ>> :

Téléphone, phonétique, fonètico, fonógrafo, Phonometer, phonetisch, symphonie, pana ( = φωνή, στὰ πολυνησιακά) κλπ

Ἐκ τοῦ <<γαρύω>> :

Guerre/a /war( = πόλεμος, ἐκ τοῦ δυνατοῦ θορύβου καὶ τῶν κραυγῶν ποὺ ἀκούγονται), guerrero/ warrior, Wirre ( =ταραχή), guerilla ( = κλεφτοπόλεμος), héraut/ herald ( =κῆρυξ), garuru ( =βοῶ, στὰ πολυνησιακά) κλπ

Ἐκ τοῦ <<αὐδάω>> :

Audace/-cia ( =θάρρος), audacieux/-ce/ -z ( = θρασύς), audeo ( =τολμῶ) κ.ο.κ.

Ἐκ τοῦ<< ἀρθρόω>> :

Articuler/ articolare/ artikulieren ( =ἀρθρώνω, προφέρω) κλπ πολλά

Ἐκ τοῦ <<μυθέομαι>>:

Myth/ us, mythology/ ie, mito, mythomanie, mitomania, mitico, mythisch, stichomythie κ.ο.κ.

Ἐκ τοῦ <<ληρῶ>> :

Delirare/ délirer/-rar ( = παραληρῶ), delirium/ delirio ( =παραλήρημα) κλπ

Ἐκ τοῦ <<ἀγγέλλω>> :

Ange(l)(o)/ Englel, incil /engelium/ évangile, archangel, engelartig, angelico κ.ο.κ.


Πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, 1499>>, ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<ΙΛΙΑΣ>>, ΟΜΗΡΟΣ, ΛΕΞΙΚΟ <<LIDDELL- SCOTT>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DEEL>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<PONS>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DWDS>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<DIZIONARIO ETIMOLOGICO>>, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<GLOSBE>> καὶ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ << INTERNAUT. FR >

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (