Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ , ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩ;

 


ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ, ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩι;

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συνηθισμένα λάθη ποὺ γίνονται ὅταν θέλουμε νὰ ὑποδείξουμε ποιός/τί εἶναι ὑπεύθυνος/ο γιὰ κάτι ποὺ συμβαίνει εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρῆσις τῶν λέξεων τοῦ τίτλου.

Ἀναλυτικότερα, τὸ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ( > ἐκ +αἰτία) + γενική, ὑποδηλώνει τὴν αἰτία ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συμβεῖ κάτι ἀρνητικόν, κάτι δυσάρεστον καὶ ἀνεπιθύμητον.

Π.χ. 1.: Λιποθύμησε ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς ζέστης.

Π.χ. 2.: Ἔχασε τὴν περιουσία του ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμού του στὸν τζόγο.

Τὸ ἀρνητικὸν ἐννοιολογικόν του φορτίον δὲν τὸ ἀπέκτησε τυχαίως, ἐπειδὴ ἔτσι συμβατικῶς συνεννοήθηκαν οἱ συνδιαλεγόμενοι μεταξύ τῶν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κρύβει μέσα του τὴν λέξιν ΑΙΤΙΑ. Ἄλλωστε τὸ ὑποδηλοῖ σαφέστατα: ΕΚ τῆς τάδε ΑΙΤΙΑΣ συνέβη κάτι.

Τί σημαίνει αἰτία; Ἡ αἰτία κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ἀπαίτησις, ἡ αποζήτησις αὐτοῦ ποὺ σοῦ ἀναλογεῖ καὶ συνεκδοχικῶς πῆρε καὶ τὴν ἔννοια τῆς κατηγορίας, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου καὶ τῆς χαιρεκακίας, ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥῆμα αἰτιῶμαι ( =κατηγορῶ, μέμφομαι ἐπειδὴ ἔχω ἀδικηθεῖ), ἡ αἰτίασις ( = ἡ κατηγορία) κοκ. Συνδέεται ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ ῥῆμα αἰτῶ ( =ζητῶ) καὶ μὲ τὴν αἶσα ( =μοῖρα, μερίδιον), ἡ ὁποία αἰολικῶς λέγεται ἴσσα ( =κλῆρος). Ἐπειδὴ τὸ ἐπίθετον <<ἴσος>> αἰολικῶς γράφεται καὶ <<ἴσσος>>, φαίνεται πὼς ἡ ἀρχικὴ σημασία τοῦ <<αἰτῶ>> εἶναι <<ζητῶ τὰ ἴσα, κατηγορῶ ὡς ἀδικηθείς>> ( ἴσσα < αἶσα < αἶτα < αἰτία). Ἄρα ἡ αἰτία ἐπὶ τῆς οὐσίας προετοιμάζει τὸν ἐγκέφαλον γιὰ μία μομφὴ πρὸς κάτι/ κάποιον.

Ἐν ἀντιθέσει, τὸ ΧΑΡΙΣ ΣΕ + αἰτιατική ὑποδηλοῖ τὸν λόγον ποὺ συνέβη κάτι θετικόν, κάτι στὸ οποῖον ἀποδίδεται χάρις γιὰ τὸ καλὸ ποὺ προκάλεσε/ἐπέφερε.

Π.χ. 1.: Χάρις στὴν πολύωρη μελέτη του, κατάφερε νὰ γράψει καλὰ στὶς ἐξετάσεις καὶ νὰ εἰσαχθεῖ στὴν σχολὴ ποὺ χρόνια εἶχε στόχο.

Π.χ. 2.: Τόν εὐχαριστῶ διότι χάρις σὲ αὐτὸν γνώρισα τὸν ὑπέροχον σύζυγό μου.

Ἡ χάρις συνδέεται ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ ῥῆμα χαίρω καὶ τὴν χαρὰ καὶ αὐτά μὲ τὴν σειρά τους προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐνστικτώδη δασεῖα πνοή ( ἅ-ἅ/ χα-χα) ποὺ βγάζουμε ὅταν ῥέει μέσα μᾶς αὐτὸ τὸ θετικὸ συναίσθημα ( χαρά > χά +ῥέω). Ὁ Πλάτων περιγράφει στὸν <<Κρατύλο>> τὴν χαρά ὡς << τῆι διαχύσει καὶ εὐπορίᾳ τῆς ῥοῆς τῆς ψυχῆς>>. Γι’αυτὸ καί εἰναι λᾶθος νὰ ἀντικαταστήσει κάποιος τὸ <<ἐξ αἰτίας>> μὲ τὸ <<χάρις σε>> καὶ τὸ ἀντίστροφον. Διότι ἂν μὴ τι ἄλλο πῶς μπορεῖ νὰ ἵσταται εὔχαρις ( < εὐχαριστῶ) κάποιος ἀπέναντι στὴν ὑπερβολική ζέστη, ὅταν λιποθυμᾶ ἐξ αἰτίας ταύτης ἤ ἀπέναντι στὸν τζόγο, ὅταν χάνει τὴν περιουσία του ἐξ αἰτίας τοῦ ( ὅπως εἴδαμε στὰ παραπάνω παραδείγματα); Ἤ σκεφτεῖτε, ξέροντας πλέον τὴν ἐννοιολογική διαφορά, πόσο γελοῖον καὶ προσβλητικὸν ἀκούγεται τὸ <<ἐξ αἰτίας>> στὴν θέσιν τοῦ <<χάρις σὲ>> σὲ κάποιον ποὺ θέλει π.χ νὰ κάνει ἐρωτική ἐξομολόγησιν στὴν καλή του καὶ ἄθελά τοῦ ἀναθεματίζει τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ τὴν γνώριζε, λέγοντάς της <<ἐξ αἰτίας τοῦ τάδε προσώπου/τῆς τάδε συγκυρίας, ἔτυχε καὶ σὲ γνώρισα>>.

Τὸ ἀσφαλέστερον δὲ ὅλων εἶναι τὸ ΛΟΓΩι + γενική, ποὺ ὡς δοτική τῆς λέξεως <<λόγος>> ( = λογική) δηλώνει τὴν αἰτία, ἡ ὁποία λογικῶς ὁδηγεῖ σὲ ἕνα ἀποτέλεσμα, θετικὸν ἤ ἀρνητικόν.

Π.χ. 1 : Ἤμασταν ἀποκλεισμένοι στὸ χωριό γιὰ ἑβδομάδες, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας. Παρ’ὅλ’αὐτά, περάσαμε φανταστικὰ λόγῳ τῆς καλῆς παρέας καὶ λόγῳ τῶν συγχωριανῶν μας, ποὺ μᾶς παρεῖχαν ὅλες τὶς ἀνέσεις!

Τὰ <<ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ>> εἶναι καταχρηστικὲς προθέσεις ( τουτ'ἔστιν δὲν σχηματίζουν σύνθετες λέξεις ὅπως οἱ κύριες, π.χ ἀπὸ, διά κλπ) καὶ ὑποδηλώνουν κάτι τὸ ὁποῖο <<ἔπεται/ἔρχεται>> λόγω τινὸς πράγματος.

Γι' αὐτὸ καὶ δὲν δηλώνουν άποκλειστικὰ τὴν ΑΙΤΙΑ (<<Ἰδίαις ἔχθρας ἕνεκα ταῦτα ποιοῦσι>>), ἀλλὰ καὶ τὸν ΣΚΟΠΟ (<<Πάντα ποιεῖ ἕνεκα τοῦ τὴν πατρίδ' ἐλευθερῶσαι>>) , τὴν ΑΝΑΦΟΡΑ (<<Φῶς εἰ μὴ εἴχομεν, ὅμοιοι τοῖς τυφλοῖς ἄν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν>>), τὴν ΕΞΑΡΤΗΣΙΝ τινός ἀπὸ τὶς πράξεις κάποιου (<<ἐμοῡ γ' ἕνεκα>>), τὴν ΣΥΝΕΠΕΙΑ (<<εἵνεκα τέχνας>>).

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὰ <<ἐν +ἑκών ( =μὲ τὴν θέλησίν μου)>>, εἴτε ἀπὸ τὸ θέμα ἀορ. τοῦ φέρω <<ἤνεγκον>> (βλ. δι-ένεξις), καθῶς δικαιολογεῖ τὰ συμπαρομαρτοῦντα.

Ἔχει δε ἐπικρατήσει σήμερα πὼς τὸ <<ἕνεκα>> προσδίδει ἀρνητικὸν πρόσημον, τὴν ἀναγκαιότητα, ἐπιτακτικότητα, τὸν ἐξαναγκασμὸ ( <<Θέλαμε πολὺ νὰ φᾶμε στὴν ὕπαιθρο, ἀλλὰ φύγαμε ἕνεκα τῆς βροχῆς>>), ἐνῶ τὸ <<ἕνεκεν>> ἔχει συνδεθεῖ μὲ μία πιὸ θετικὴ χροιὰ, ἔχει γίνει συνώνυμο τοῦ <<χάρις σὲ, γιὰ χατήρι>>, τῆς ἀποτίσεως φόρου τιμῆς σὲ κάτι (<< τιμῆς ἕνεκεν>>, <<τῆς τάδε μάχης ἕνεκεν, στήσαμε σήμερα ἑορτὴ>>).

Καὶ τὰ δύο συντάσσονται μὲ γενική, στὸ μέν <<ἕνεκα>> ἡ γενικὴ ἕπεται συνήθως, στὸ δε <<ἕνεκεν>> προηγεῖται.

Ἡ ἴδια ἡ γλῶσσα μας λοιπὸν διὰ τῶν ἐτύμων της δὲν ἀφήνει περιθώριο γιὰ ἐμφιλοχώρηση ἀσαφειῶν καὶ λαθῶν ἐντός της καὶ οὔτε γεννᾶ τὴν ἀνάγκη ἀποστηθίσεως ὁλοκλήρων τόμων λεξικῶν γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ χρῆστες της νὰ ἐκφράσουν καταλεπτῶς τὴν διάνοιάν τους. Ἀρκεῖ μία ἐπίσκεψις στὰ ἔτυμά της...

Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, << ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ἠλεκτρονικὸ λεξικό <<LIDDELL- SCOTT>> καὶ <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (