Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Προτοῦ ξεκινήσει ἡ ἀνάλυσις τῶν ὀνομάτων τῶν μηνῶν τοῦ χρόνου, πρέπει νὰ ὁριστεῖ τί ἐστί <<μήν>> (αιολ. μείς, δωρ. μής) καὶ γιατί τὸν ὠνόμασε ἔτσι ὁ ὀνοματοθέτης. Ὁ μήν (γεν. τοῦ μηνός) χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὴν μήνη. Μήνη εἶναι ἡ σελήνη ( < σέλας), τὸ φεγγάρι ( < φέγγω) ποὺ λέμε σήμερα. Οἱ  Ἕλληνες δὲν τοῦ ἔδωσαν τυχαίως αυτὸ το ὄνομα, καθ’ὅτι ὡς πρωτοπόροι καὶ στὴν ἀστρονομία εἶχαν παρατηρήσει πὼς ἡ σελήνη διαγράφει τροχιὲς γύρω ἀπὸ τὴν γῆ. Τὸ χρονικὸν διάστημα λοιπὸν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἡ μήνη διαγράφει μία πλήρη περιφορὰ γύρω ἀπὸ τὴν γῆ, τὸ ὀνόμασαν μῆνα (καὶ φυσικὰ ἀπὸ ἑμᾶς γονιμοποίησαν καὶ τὶς γλῶσσες τους οἱ ἀλλόθροοι καὶ τὸν εἶπαν γαλ. mois, ἀγγλ. month, ἰταλ. mese, ἰσπαν. mes, γερμ. Monat, λατ. mensis, ρωσικ. месяц, πορτ.mês, ὁλλ. Maand, πολ. miesiąc, δαν/νορβ. måned κοκ). Τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον περιελάμβανε σὲ γενικὲς γραμμὲς 12 μῆνες τῶν 29-30 ἡμερῶν ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ σημερινὸν γρηγοριανὸν (ποὺ ἀντικατέστησε τὸ ἰουλιανόν) ἡμερολόγιο ποὺ χρησιμοποιεῖ σχεδὸν ὅλη ἡ δύσις -καὶ ἑμεῖς- τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει 12 μῆνες, ἀλλὰ συνήθως τῶν 30-31 ἡμερῶν.

Στὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον, τὸ ἔτος ἄρχιζε μετὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, δηλαδὴ στὰ μέσα Ἰουλίου καὶ έπειδὴ παρετηρεῖτο πὼς δὲν συμπίπτει ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἡμερομηνία κάθε χρόνον, γιὰ νὰ ἐξισορροπηθεὶ αὐτὴ ἡ διαφορὰ κάθε 3 χρόνια περίπου (ἀρχικῶς, 5 ἤ 8 ἐν συνεχεία) προσέθεταν ἀκόμα ἕναν μῆνα ( Ποσειδεὼν Β', ἐμβόλιμος). Κάθε μὴν ἦταν ἀφιερωμένος σὲ τουλάχιστον ἕναν ἀπὸ τοὺς 12 θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου καὶ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε ἐμφάνισιν τῆς σελήνης στὸν οὐρανό (νουμηνία, ἤτοι νέα σελήνη) καὶ τελείωνε ὅταν αὐτὴ εἶχε ὁλοκληρώσει τὸν κύκλο της . Ἔτσι συμπεραίνεται πὼς οἱ ἡμέρες ἤλλαζαν ὄχι τὰ μεσάνυχτα, ἀλλὰ στὰ μέσα τῆς ἡμέρας περίπου, ὅπου ἀρχίζει καὶ ξεπροβάλλει ἡ σελήνη. Ἔτσι ὅμως ἐξηγεῖται καὶ γιατί οἱ μῆνες τοῦ τότε, ὅταν προσπαθήσουμε νὰ τοῦς ἀντιστοιχήσουμε μὲ τοὺς μῆνες τοῦ σήμερα ἔχουν μία διαφορὰ 2 ἑβδομάδων περίπου ( π.χ Βοηδρομιών = 15 Σεπτεμβρίου περίπου, Γαμηλιών = 11 Ἰανουαρίου περίπου κοκ). Κάθε πόλις σχεδὸν εἶχε τὸ δικό της ἡμερολόγιο μὲ τὰ δικά της δεδομένα, π.χ τῶν Λακεδαιμονίων τὸ ἔτος ξεκινοῦσε μετὰ τὴν φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν διέφεραν συγκρίσει μὲ τὸ ἀττικόν. Τῶν Αἰτωλῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη ξεκινοῦσε μὲ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο κοκ. Τὸ ἀττικὸν εἶναι τὸ πιὸ λεπτομερῶς μελετημένο καὶ πληρέστερο, ὁπότε συνήθως αὐτὸ λαμβάνεται ὡς δεῖγμα τῶν ἀρχαίων ὀνομάτων τῶν μηνῶν.

Ἔπειτα, ἀντὶ γιὰ ἑβδομάδες, οἱ μῆνες διηροῦντο σὲ 3 δεκάδες ἡμερῶν. Οἱ ἡμέρες τοῦ πρώτου δεκαημέρου (μετὰ τὴν νουμηνία) ἠριθμοῦντο ἀπὸ τὸ 2 ἔως τὸ 10 καὶ ἠκολουθοῦντο ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμόν <<ἱσταμένου>> ( π.χ 2α ἱσταμένου), ἄρξοντος ἤ ἀρχομένου. Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες ἠριθμοῦντο ἀπὸ τὸ 1 ἔως τὸ 9 καὶ ἠκολουθοῦντο ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμόν <<ἐπὶ δεκάδι ἤ μηνὸς μεσοῦντος>>. Ἡ εἰκοστὴ τοῦ μηνὸς ὠνομάζετο εἰκάς. Οἱ ἡμέρες τοῦ τρίτου δεκαημέρου, εἶτε ἠριθμοῦντο κανονικά ἀπὸ τὸ 1 ἔως τὸ 9 καὶ ἠκολουθοῦντο ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμόν <<ἐπὶ εἰκάδι>>, εἶτε ἠριθμοῦντο ἀντιστρόφως ἀπὸ τὸ 10 ἔως τὸ 2 καὶ ἠκολουθοῦντο ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμόν <<φθίνοντος>> ἤ <<ἀπιόντος>>.  Ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ  μηνὸς ἐλέγετο <<ἐνὴ καὶ νὲα>>, δηλαδὴ παλαιὰ καὶ νέα, ἐπειδὴ ἦταν τὸ ὅριον τοῦ παλαιού μὲ τὸν νέον μῆνα.


Ὁ πρῶτος μὴν λοιπὸν τοῦ ἀττικοῦ ἡμερολογίου ἦταν ὁ ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ (Β’ δεκαπενθήμερο Ἰουλίου-Α’ δεκαπενθήμερο Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος εἶχε πάρει τὸ ὄνομά του άπὸ τὰ Ἑκατόμβαια, μία ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἑκατομβαίου ( > ἑκατόν + βοῦς = ὁ δεχόμενος θυσίας 100 βοῶν). Πρὶν τὸν Θησέα ἐλέγετο Κρόνιος ( << Κρονίου μηνός, ὃν νῦν Ἑκατομβαιῶνα καλοῦσι >>, Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 12,1). Τὴν 28η τοῦ Ἑκατομβαιῶνος (σημερινὴ 14η -15η Αὐγούστου) ἑωρτάζοντο τὰ Παναθήναια πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς. Πρὶν τὸν Θησέα, ὁ ὁποῖος ἕνωσε πάν-τες τοὺς δήμους τῆς Ἀττικῆς μὲ πρωτεύουσα τὰς Ἀθήνας, ὠνομάζοντο Ἀθήναια. Τὸν ἴδιο μῆνα ἑωρτάζοντο τὰ Ἑκατόμβαια, τὰ Κρόνια, τὰ Συνοίκια (πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέως καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ποὺ ἔληξαν τὶς διαμάχες μεταξύ τῶν δήμων) ὁπὸτε τελοῦσαν ἀναίμακτες θυσίες στὴν Ἀθηνᾶ καὶ στὴν Εἰρήνη. Στὴν Σπάρτη τὸν ἀντίστοιχο μῆνα τὸν ὠνόμαζαν ΕΚΑΤΟΜΒΕΑ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἑώρταζαν τὰ Ὑακίνθια πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὑακίνθου.

( Λίθος ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ ζωφόρο τοῦ Παρθενῶνος, ὅπου ἀπεικονίζεται τὸ δίπλωμα ἤ ξεδίπλωμα τοῦ πέπλου τῆς Άθηνᾶς. Δίπλα στὸν ἄνδρα καὶ τὸ άγόρι κάθεται ἡ Ἀθηνᾶ μὲ τὸν Ἥφαιστο.)

Ὁ δεύτερος μῆνας ἐλέγετο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ( > μετά +γείτων ) ( Β’δεκαπενθήμερο Αὐγούστου- Α’ δεκαπενθήμερο Σεπτεμβρίου), πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα τὸν Μεταγείτνιο, προστάτην τῶν μετοικήσεων, τῶν μεταναστεύσεων καὶ τῶν καλῶν σχέσεων μεταξύ γειτόνων. Αὐτὸν τὸν μῆνα ἑωρτάζοντο τὰ Ἡράκλεια στὸ Κυνόσαργες [ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡρακλέους. Γιὰ τὴν ἱστορία, ὅταν ὁ Δίομος ἐτοίμαζε θυσία πρὸς τιμὴν τοῦ φίλου του Ἡρακλέους, ἕνας σκύλος λιγουρεύτηκε τὴν θυσία καῖ τὴν ἅρπαξε τρέχοντας γρήγορα. Ὁ Δίομος φυσικὰ τὸν κυνήγησε καὶ τὸν πρόλαβε, ἀλλὰ θεώρησε τὸ συμβᾶν κακὸν οἰωνό, ὁπότε συμβουλεύτηκε τὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τὸ ὁποῖο τὸν συμβούλευσε νὰ χτίσει βωμό, στὸ σημεῖο ποὺ ἄφησε ὁ κύων τὸ κρέας. Τὸ σημεῖον ἀπὸ τότε ὀνομάζεται Κυνόσαργες [ > κύων +ἀργός ( = λευκός, γρήγορος σὰν <<ἀστραπή>>, κάποιοι λένε πὼς ὁ σκύλος ἦτο λευκός )]. Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Πλουτάρχου λέει πὼς τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὰ Μεταγείτνια, ἑορτὴ ποὺ γινόταν πρὸς τιμὴ τοῦ Θησέως, ὁ ὁποῖος μετοίκησε ἀπὸ τὴν Μελίτη (περιοχή Ἀκροπόλεως) στὴν Διόμεια (σημερινὸς Νέος Κόσμος).  Ἄλλη ἑορτὴ αὐτοῦ τοῦ μηνός ἦταν τὰ Πανελλήνια ( εἰς μνήμην τῶν ἀγώνων κατὰ τῶν Μήδων. Εἶχε εἰσαχθεῖ στὸ <<ἑορτολόγιο>> μὲ προτροπὴ τοῦ Ἀριστείδου το 479 π.Χ κι ἔτσι κάθε χρόνον  -μέχρι καταργήσεώς της- μαζεύονταν οἱ Ἕλληνες στὶς Πλαταιὲς καὶ τιμοῦσαν τοὺς ἥρωες νεκροὺς τους. Ὁ ἀντίστοιχος  τῶν Δωριέων ἦταν ὁ ΚΑΡΝΕΙΟΣ [ <<τοῦ Καρνείου μηνὸς οἱ Ἀθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα προσαγορεύουσι >>, Πλουτ. Νικίας, 28,2 ( Τὸ ὄνομά του τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κάρνο, μάντη τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλείδη Ἰππότη. Ὁ προστάτης  Ἀπόλλων θεώρησε ὑπευθύνους τοῦς Λάκωνες καὶ ἔριξε λοιμὸ στὴν πόλιν τους. Τότε γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν δημιούργησαν τὰ Κάρνεια πρὸς τιμὴν τοῦ Καρνείου ( < κάρνος =κοπάδι, βόσκημα βλ. carne, chair ( =κρέας, σάρκα) στοὺς ἀλλογλώσσους), ἑορτὴ ποὺ ἑωρτάζετο ἀπὸ σύσσωμους τοὺς Δωριεῖς ].

Ὁ τρίτος μὴν τοῦ ἔτους ἦταν ὁ ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ ( Β’δεκαπενθήμερο Σεπτεμβρίου- Α’ δεκαπενθήμερο Ὀκτωβρίου) ( < βοή +δράμω, βοηδρόμος = ὁ τρέχων/θέων στὴν βοὴ ἵνα παράσχη βοή-θεια). Ὀνομάστηκε ἔτσι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος Βοηδρομίου, προστάτη τῶν πολεμιστῶν, τὸν ὁποῖον καὶ τιμοῦσαν, ὅπως καῖ τὴν ἀδελφή του Ἀρτεμιν τὴν Ἀγροτέρα ( < ἄγρα =κυνήγι), κάνοντας θυσίες 500 αἰγῶν (Γενέσια Ἀρτέμιδος Ἀγροτέρας). Αὐτὸς ἦταν ὁ μὴν, ὅτε ἑωρτάζοντο τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης, τὰ ὁποῖα καὶ διαρκοῦσαν 9 ἡμέρες. Ἀκόμη τελοῦσαν τὰ Θήσεια πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέως καὶ τῆς ἐκστρατείας κατὰ τῶν Ἀμαζόνων. 
Ἀργότερα μετὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (κατὰ τὸν Πλούταρχο οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν δεῖ στὴν μάχη νὰ συνδράμει τοὺς Ἕλληνας τὸ φάσμα τοῦ Θησέως «χρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον» ), ἔκαναν διπλὴ ἑορτὴ -μἐχρι ποὺ καταργήθηκε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Μέγα Θεοδόσιον- καὶ στὴν θέσιν τῆς ἐκλιποῦσης ἑορτῆς ἐτέθη ἀκριβῶς στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ νεωτέρου ἡμερολογίου (14 Σεπτέμβρη) ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ («Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», Ἄννα Τζιροπούλου). Οἱ Λαμψακηνοὶ καὶ οἱ Χιῶτες τὸν ἔλεγαν ΒΑΔΡΟΜΙΩΝΑ, οἱ -σημερινοί- Δωδεκανήσιοι ΒΑΔΡΟΜΙΟ καὶ στοὺς Δελφοὺς χρησιμοποιοῦσαν ὡς β’ συνθετικὸν τὸ συνώνυμον τοῦ «δράμω»,  «θέω» καὶ τὸν ὀνόμαζαν ΒΟΑΘΟΟ.

( Ἄρτεμις. Τὸ ἄγαλμα ἐκτίθεται στὸ μουσεῖο τοῦ Λούβρου )

 Ὁ τέταρτος μὴν ἦταν ὁ ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ (Β’δεκαπενθήμερο Ὀκτωβρίου- Α’ δεκαπενθήμερο Νοεμβρίου) [ < πύανον ( ὄσπρια, κουκιά)  + ἕψειν ( = βράζω). Τὰ Πυανέψια ἦταν μεγάλη ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοὺ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, μὲ προσφορὰ ἀπαρχῶν ὀσπρίων καὶ περιφορὰ τῆς εἰρεσιώνης. Σύμφωνα μὲ τὸν μῦθο, ὁ Θησεὺς ξεκινώντας τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου θὰ σκότωνε τὸν Μινώταυρο, σταμάτησε στὴν Δῆλον καὶ ἔκανε θυσία στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τοῦ προσέφερε κλαδιὰ ἐλιὰς σὲ περίπτωσιν ποὺ νικοῦσε. Ὁ Θησεὺς ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ καράβι δὲν εἶχαν ἀπομείνει προμήθειες, μάζεψε ὅ,τι μποροῦσε ( ὄσπρια) καὶ ἔκανε μία <<φασολάδα>> θὰ λέγαμε. Στο λεξικὸν τοῦ Σουΐδα –ποὺ θεωρεῖται πιὸ ἀξιόπιστον- λέγεται πὼς << ἡμεῖς Πυανόψιαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν, οἱ δὲ ἄλλοι Ἕλληνες Πανοψίαν, ὅτι πάντας εἶδον τοὺς καρποὺς τῆ ὄψει. Πυανεψιῶνος δὲ ὅτι τὰ πυανέψια Ἀπόλλωνι ἄγεσθαι φασί. Δεῖ δὲ φασὶ λέγειν Πυανέψια καὶ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα, πύανα γὰρ ἔψουσι ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ είρεσιώνη ἄγεται>>. Ὁ Πλούταρχος γράφει γιὰ τὴν ἑορτὴ στὸν <<Θησέα>>, (22,4) << θάψας δὲ τὸν πατέρα, τῷ Ἀπόλλωνι τὴν εὐχὴν ἀπεδίδου τῇ ἑβδόμῃ τοῦ Πυανεψιῶνος μηνὸς ἱσταμένου· ταύτῃ γὰρ ἀνέβησαν εἰς ἄστυ σωθέντες. Ἡ μὲν οὖν ἕψησις τῶν ὀσπρίων λέγεται γίνεσθαι διὰ τὸ σωθέντας αὐτοὺς εἰς ταὐτὸ συμμῖξαι τὰ περιόντα τῶν σιτίων καὶ μίαν χύτραν κοινὴν ἑψήσαντας συνεστιαθῆναι καὶ συγκαταφαγεῖν ἀλλήλοις. Τὴν δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν, παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες>>. Ἔβραζαν ὄσπρια μαζί μὲ κριθάρι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔκαναν πομπὴ στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ στόλιζαν τὴν εἰρεσιώνη ( κλαδὶ ἐλιᾶς ἤ κλαδὶ δάφνης, τὸ ὁποῖον ἔλεγαν κορυθάλη) στολισμένη μὲ μάλλινες/εἴρινες κορδέλες καὶ δίπυρα/μπισκότα ἀπὸ μέλι, οἶνον καὶ λάδι - τὸ ἀντίστοιχο σήμερα χριστουγεννιάτικο δέντρο - ) ὡς ἰκετηρία/εὐχαριστία στὸν Ἀπόλλωνα ποὺ τοὺς προσέφερε μία καλή σοδειά. Ὁ Ἀριστοφάνης στοὺς Ἰππῆς γράφει πὼς τὴν εἰρεσιώνη τὴν στόλιζαν καὶ στὰ σπίτια τους. Τὸν μῆνα αὐτὸν γιορτάζονταν καὶ τὰ Ὀσχοφόρια ( ὄσχος = κλῆμα μὲ σταφύλια +φέρω), τὰ Προηρόσια, τὰ Θεσμοφόρια, τὰ Εργάνεια ἤ Χάλκεια ( πρὸς τιμὴν τῆς Εργάνης Ἀθηνᾶς, ὁπότε οἱ παρθένες τῶν πιὸ γνωστῶν ἀθηναϊκῶν οἰκογενειῶν μαζί μὲ εὐγενεῖς γυναίκες ὕφαιναν τὸ πέπλο τῆς Ἀθηνᾶς, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἔντυναν τὸ ἄγαλμά της στὰ Παναθήναια. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν χειρωνακτῶν- σιδηρουργῶν καὶ τοῦ Ἡφαίστου) καὶ τὰ Ἀπατούρια ( ἐπιτ. ἀ +πατήρ), κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων «ἐνέγραφον τοῦς γεννωμένας παῖδας ὀμνύοντας οἱ πατέρες ἦ μὴν ( =ἀληθῶς) εἶναι Ἀθηναίους ἐξ Ἀθηναίων». Γι’αὐτὸ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς τότε ἑλληνικῆς ἐπικρατείας ὠνομαζετο ΑΠΑΤΟΥΡΙΟΣ ἤ ΑΠΑΤΟΥΡΕΩΝ.

(Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τὰ παιδιὰ γυρνοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα κρατώντας τὴν εἰρεσιώνην, ψάλλοντας τὸ ὁμώνυμο τραγούδι, ποὺ πίστευαν πὼς προστάτευε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Οἱ στίχοι τοὺ ἦταν: «Εἰρεσιώνη σύκα φέρει καὶ πίονας ( =παχεῖς) ἄρτους καὶ μέλι ἐν κοτύλη ( =ποτήρι λεπτό καὶ ψηλό) καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι/ ἀποψήσασθαι καὶ κύλικ' εὔζωρον ( =ἄκρατος), ὡς ἄν μεθύουσα καθεύδη». Οἱ οἰκοδέσποινες τοὺς ἔδιναν φιλοδωρήματα καὶ κρεμοῦσαν τὴν δικὴ τους εἰρεσιώνη στὴν ἐξώθυρα, τὴν ὁποία καὶ κρατοῦσαν γιὰ ἕναν χρόνο. )

Ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ μῆνας τοῦ ἀττικοῦ ἡμερολογίου ἐλέγετο ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ ( Β' δεκαπενθήμερον Νοεμβρίου- Α΄ δεκαπενθήμερον Δεκεμβρίου) καὶ ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπό τὸ ῥῆμα «μαιμάσσω», ποὺ σημαίνει κινῶ ὁρμητικῶς. Πῆρε τὸ ὄνομά του χάριν στὸν Δία τὸν Μαιμάκτη (ὁ κινῶν τοὺς ὁρμητικοὺς ἀνέμους) γιὰ τὸν ὁποῖον ἐτελοῦντο καὶ τὰ Μαιμακτήρια. Ἡ ἑορτὴ γινόταν στὸ τέλος τοῦ μηνὸς ὡς ἰκεσία στὸν Μειλίχιον Δία, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς χάριζε ἕναν μειλίχιο χειμῶνα. Οἱ Βοιωτοὶ τὸν ἔλεγαν ΑΛΑΛΚΟΜΕΝΗ ( < ἄλκη +μένος).


Ὁ ἕκτος ὠνομάζετο ΠΟΣΕΙΔΕΩΝ ( < Ποσειδῶν < πόσις ( =κύριος, κυρίαρχος) + δόν/δάν ( =ἡ θάλασσα), ( Β’δεκαπενθήμερο Δεκεμβρίου- Α’ δεκαήμερο Ἰανουαρίου). Στὶς 8 τοῦ μηνὸς ἑωρτάζοντο τὰ Ποσείδεα, πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ τῆς θαλάσσης. Ἄλλοι λένε πὼς περὶ τὰ μέσα τοῦ Μαιμακτηριῶνος ( περὶ τὴν 6 Δεκεμβρίου), ἐποχὴ ποὺ ἄρχιζαν οἱ τρικυμίες τῆς θαλάσσης ἑώρταζαν τὰ Ποσείδεα ( Ποσειδώνια), ἐν εἴδει τιμητικῶν παρακλήσεων στὸν Ποσειδῶνα. Μάλιστα λέγεται πὼς ὅταν καταργήθηκε καὶ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοποθετήθηκε ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἡμέρα ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγ. Νικολάου, προστάτη τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ναυτιλλομένων. Ἄλλη γιορτὴ αὐτοῦ τοῦ μηνὸς ἦταν τὰ Ἁλῶα, τὰ ὁποῖα τὰ γιόρταζαν στὰ ἁλώνια ὁλόκληρης τῆς Ἀττικῆς πρὸς τιμὴν τοῦ Φυταλμίου Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ἐπιστεύετο πὼς ἦταν ὁ προστάτης τῆς παράλιας βλαστήσεως, ἀλλὰ καὶ πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς τῆς  βλαστήσεως καὶ γονιμότητος, Δήμητρας, τῆς κόρης της, Περσεφόνης καὶ τοῦ Διονύσου. Ἀκόμα, τότε γίνονταν καὶ τὰ Μικρὰ ἤ κατὰ ἀγροὺς Διονύσια, ὅπου οἱ θεατὲς τῶν δήμων τῆς Ἀττικῆς εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσουν ξανὰ παλαιότερες τραγωδίες. 

Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει τὸ ἔθιμον τῶν Ἀσκωλίων τὸ ὁποῖον ἐλάμβανε χώρα τὴν δευτέρα ἡμέρα τῶν ἐν ἀγροῖς Διονυσίων : 

«Ἀσκώλια, ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ᾗ ( = στὴν ὁποία) τιμῶντες τὴν εὕρεσιν τοῦ οἴνου ᾂδειν ἐφεῦρον καὶ τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν, ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο τῷ ἀσκῷ. Καὶ ἦν τοῦτο ἀσκωλιάζειν», Ἀττικῶν ὀνομ. συναγ., Παυσανίας. 

Ἐγέμιζον μὲ ἀέρα ἀσκοὺς κατασκευασμένους ἀπὸ δέρμα αἰγός (ἐπειδὴ τὸ ζῷον τρέφεται μὲ ἀμπέλια), τοὺς ἄλειφαν μὲ ἔλαιον, τοὺς ἔβαζαν στὴν μέση τοῦ θεάτρου καὶ πηδοῦσαν πάνω τους μέχρι νὰ σπάσουν, πότε μὲ τὸ ἕνα πόδι, πότε μὲ τὰ δύο καὶ ὅσοι τοὺς ἔβλεπαν, μὰ καὶ οἱ ἴδιοι γελοῦσαν, διότι ἔπεφταν συνεχῶς μὲ ἀστεῖον τρόπον στὸ ἔδαφος, στὴν προσπάθειά τους νὰ σπάσουν τοὺς μικροὺς ὀλισθηροὺς ἀσκούς. 

Ἡ τελευταία νύχτα τοῦ Ποσειδεῶνος ἦταν ἡ μεγαλύτερη σὲ διάρκεια, γι’αὐτὸ καὶ τὴν ἀφιέρωναν στὴν θεὰ Νύχτα.

Ὁ ΓΑΜΗΛΙΩΝ ( Β’ δεκαήμερο Ἰανουαρίου- Α’ δεκαήμερο Φεβρουαρίου) χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὰ Γαμήλια, τὴν ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τῆς Ἥρας καὶ τοῦ Διός. Στὶς 24 αὐτοῦ τοῦ μηνὸς οἱ Ἀθηναῖοι ἑώρταζον τὸν ἱερὸ γάμο τῶν προαναφερθέντων καὶ γενικῶς τὸν θεωροῦσαν τὸν καλλίτερο μῆνα γιὰ τὴν τέλεσιν γάμων. Αὐτὸν τὸν μῆνα γινόταν καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Ληναίων πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, ὁπότε παρουσιάζοντο οἱ κωμωδίες ( ἀπὸ τὸ 433 π.Χ καὶ λίγες τραγωδίες) καὶ ἑώρταζον τὴν διονυσιακὴ λιτανεία μὲ χορούς, ἄσματα καὶ ἀστεϊσμοὺς ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς κώμης. Γι’αὐτὸ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς  Ἑλλάδος -ὅπως στὴν Δῆλον- τὸν ἔλεγαν καὶ ΛΗΝΑΙΩΝΑ.

Ὁ μῆνας ποῦ ἀντιστοιχεῖ στὸ Β’ δεκαήμερον τοῦ Φεβρουαρίου μὲ ἀρχὲς Μαρτίου ἐλέγετο ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ, ἐπειδὴ ἑώρταζον τὰ Ἀνθεστήρια πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου καὶ ὑπεδέχοντο ἔτσι τὴν ἄνοιξη μὲ τὰ ἄνθη της καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων (3η μέρα) προσεύχονταν ( < ποιητ. ἀορ αἰτεῖσθαι = ἀνα-θέσσασθαι) γιὰ τοὺς νεκροὺς τους. Τὰ Ἀνθεστήρια -τὰ ὁποῖα πέρασαν ὡς Ἀπόκρηες στὶς μέρες μας- τὰ γιόρταζαν μὲ τριήμερους διθυράμβους* ( Τρι-ώδιον) -.
Τὴν 1η μέρα ἔκαναν τὰ πιθοίγια ( πίθος/ πιθάρι + (ἀν)οἴγω), ὁπότε δοκίμαζαν τὸ νέο κρασί τῆς χρονιᾶς. Την 2η ἔκαναν τὶς Χόες, ὅτε ἔπιναν ἄφθονον οἶνον καὶ τὴν τελευταία (3η) ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων ἐτελοῦντο τὰ Ὑδροφόρια πρὸς τιμὴν ὅσων χάθηκαν στὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὠνομάζετο «Χύτροι» ἐπειδὴ προσέφεραν σπόρους τοὺς ὁποίους εἶχαν βράσει σὲ χύτρα. Κάτι ἀντίστοιχον τῶν σημερινῶν κολλύβων. Γι’αὐτὸ σήμερα μετὰ τὶς Ἀπόκρηες ἀκολουθεῖ τὸ Ψυχοσάββατον.
Ἐπίσης στὶς ἀρχὲς τοῦ μηνὸς νεαρὲς κοπέλες μάζευαν λουλούδια καὶ ἔπλεκαν στεφάνια (μεταφέρθηκε τὸ ἔθιμον τὴν Πρωτομαγιὰ σήμερα) τιμῶντας ἔτσι τὴν Περσεφόνη, ἡ ὁποία ἔκανε ἀκριβῶς τὸ ἴδιον ὅταν τῆν ἅρπαξε ὁ Πλούτων. Τότε έτελοῦντο καὶ τὰ Μικρὰ Ἐλευσίνια, γι’αὐτὸ καὶ σὲ ἀλλες πόλεις ὁ Ἀνθεστηριὼν συναντᾶται καὶ ὡς ΕΛΕΥΣΙΝΙΟΣ.

[ *Ἡ γέννησις τοῦ Διονύσου ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ Διός. Ὁ Διόνυσος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐγέννησε τὴν λέξιν «διθύραμβος» ( < δίς +θύρα +βαίνω) καθῶς ἔβη δύο θύρες γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Ὅταν ἡ Ἥρα ἔμαθε πὼς ἡ Σεμέλη περιμένει τὸ παιδὶ τοῦ Διός, βάλθηκε νὰ τήν σκοτώσει. Ἐμφανίστηκε λοιπὸν μπροστὰ στὴν Σεμέλη μεταμφιεσμένη σὲ παραμάνα καὶ τῆς εἶπε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της, ὅπως έμφανίζεται στὴν Ἥρα, μὲ τὴν θεϊκή του ὑπόστασιν. Ὅταν ἡ Σεμέλη τὸ ζήτησε στὸν ἀγαπημένον της, αὐτὸς γιὰ νὰ μὴ τῆς χαλάσει χατίρι, τὸ ἔκανε μὲ άποτέλεσμα τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς του νὰ τὴν σκοτώσει. Ὁ Ζεῦς στεναχωρημένος πρόλαβε νὰ σχίσει τὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου Σεμέλης καὶ νὰ σώσει τὸ πρόωρον παιδί του, ἐμφυτεύοντάς το στὸν μηρόν του, ἀφ' ὅπου θἀ ἐτρέφετο μὲ τὸ θεϊκόν του αἷμα μέχρι νἀ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μῆνες τῆς «κυήσεως». Ἔτσι ὁ Διόνυσος, γεννήθηκε μία φορὰ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του, Σεμέλης καὶ μία ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ πατρός του, Διός. )

( Θέατρον Διονύσου Ἐλευθερέως )

Ἔπειτα, ἔχουμε τὸν ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝΑ ( Β’δεκαήμερον Μαρτίου- Α’ δεκαήμερον Ἀπριλίου). Ὁ Ἐλαφηβολιὼν ὠνομάσθη ἔτσι πρὸς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Ἐλαφηβόλου, γιὰ τὴν ὁποία γινόταν πανάρχαια ἑορτή, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἐθυσίαζον ἀρχικῶς ἐλάφια καὶ μετέπειτα -γιὰ λόγους προστασίας- ὁμοιώματα ἐλαφιῶν ἀπὸ μέλι, ἀλεύρι καὶ σησάμι. Αὐτὸν τὸν μῆνα ἑωρτάζοντο καὶ τὰ Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια (ἤδη ἀπὸ τὸ 534 π.κ.ἐ) πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου τοῦ Ἐλευθερέως, ἑορτὴ τὴν ὁποία εἶχε θεσπίσει ὁ Πεισίστρατος. Μέρος τῆς ἑορτῆς ἦταν καὶ τὰ Πάνδια, πρὸς τιμὴν τοῦ Διός. Τὰ ἐν ἄστει Διονύσια ἐωρτάζοντο ἐπὶ 6 ἡμέρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 3 τελευταῖες διετίθεντο γιὰ τοὺς δραματικοὺς ἀγῶνες, τῶν ὁποίων τὴν ἐποπτεία εἶχε ὁ ἐπώνυμος ἄρχων.Ὁ ποιητὴς ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μετάσχει στὸν διαγωνισμόν, ὑπέβαλλε 3 τραγωδίες καὶ ἕνα σατυρικὸν δράμα. Ὁ ἄρχων μελετώντας τὰ ἔργα, μὲ τὴν βοήθεια ἀνθρώπων ποὺ ἐξετίμα τὴν γνώμη, ἔδιδε Χορὸν καὶ μ’αὐτὸν τὸν τρόπον ἔδιδε τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς σὲ 3 μόνον ποιητὲς ἀπ’ὅλους τοὺς αἰτοῦντας. Σ’αὐτοὺς δινόταν καὶ ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ δημόσιον ταμεῖον γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν ὑποκριτῶν (3 γιὰ κάθε ποιητή), ἀλλὰ τὰ μεγαλύτερα ἔξοδα ἦταν γιὰ τὴν πληρωμὴ τοῦ Χοροῦ, ὁπότε καὶ τὰ ἀνελάμβανον τρεῖς πλούσιοι Ἀθηναῖοι, οἱ χορηγοί, ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος, καθ’ὑπόδειξιν ὅμως τῶν φυλῶν. Ἦταν μία τιμητικὴ ἀλλὰ καὶ βαρεῖα ἔμμεσος φορολογία.

( Αἰσχύλος, Εὐφορίωνος, Ἐλευσίνιος, 525 π.Χ - 456 π.Χ )

[ Σημ.1 : Καὶ φυσικὰ μέσω αὐτῆς τῆς ἑορτῆς ἀναδείχθηκαν οἱ μεγαλύτεροι τραγωδοί – οἱ περισσότεροι δυστυχῶς ἔχουν χαθεῖ στὶς μέρες μας ( καὶ μαζί τοὺς πάνω ἀπὸ 1600 δράματα!) καὶ τῶν ἐναπομεινάντων μας τραγικῶν διεσώθησαν λίγα ἔργα τους μόνον (ἀπ’τὰ 130 ἔργα τοῦ Σοφοκλέους διεσώθησαν τὰ 7! Ἴδια τύχη εἶχε καὶ ὁ Αἰσχύλος... Ὁ Εὐριπίδης θὰ λέγαμε πὼς στάθηκε τυχερός, καθῶς απ’τὰ 92 του δράματα μποροῦμε νὰ διαβάσουμε σήμερα τὰ 18 ) -.  Ὁ Αἰσχύλος κατάφερε νὰ κερδίσει μὲ τὸ ἔργον «Πέρσες » τὸ 472 π.Χ. Τὸ 467 π.Χ βγῆκε πάλι πρῶτος μὲ τοὺς «7 ἐπὶ Θήβας», τὸ 463 π.Χ μὲ τὶς «Ἱκέτιδες» καὶ τὸ 458 π.Χ μὲ τὴν τριλογία του «Ὀρέστεια» κέρδισε καὶ πάλι τὴν πρωτιά. Δυνατοὶ τραγωδοὶ φάνηκαν καὶ ὁ ὑιός του, Εὐφορίων, ὁ ὁποῖος τὸ 431 π.Χ ἄφησε 2ο τὸν Σοφοκλῆ καὶ 3η τὴν «Μήδεια»  τοῦ Εὐριπίδου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνηψιός του Φιλοκλῆς, ὁ ὁποῖος στέρησε τὴν νίκην ἀπὸ τὸν Σοφοκλῆ, μὲ τὸ ἔργο του «Πανδιονίς» ! Ὁ Σοφοκλῆς μὲ τὴν σειρά του βρέθηκε στὴν πρώτη θέσιν τὸ 468 π.Χ ( Τριπτόλεμος), τὸ 441π.Χ ( Ἀντιγόνη) καὶ τὸ 409 π.Χ (Φιλοκτήτης). Ὁ τρίτος μεγάλος τραγικός μας, Εὐριπίδης, γνώρισε τουλάχιστον 2 φορὲς τὴν ἐπιτυχία, μία μὲ τὸν Ἱππόλυτο, τὸ 428 π.Χ ποὺ ἄφησε στὴν 2η θέσιν τὸν ὑιὸν τοῦ Σοφοκλέους, Ἰοφώντα καὶ ἐπειτα μὲ τὸ ἔργο «Βάκχαι» τὸ 406 π.Χ.]

( Σοφοκλῆς, Σοφίλλου ὁ έκ Κολωνοῦ, 496 π. Χ -406 π.Χ )

[ Σημ.2 : Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ὑπόνοια γιὰ δεκασμὸ τῶν κριτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν τὸν ἀγῶνα γινόταν προκαταρκτικὸς κατάλογος τῶν κρινόντων: 500 ἄνδρες Ἀθηναῖοι, 50 ἀπὸ κάθε φυλή, γράφονταν σὲ πινακίδια, τὰ ὁποῖα ἐρρίπτοντο σὲ 10 ὑδρίες. Οἱ ὑδρίες αὐτὲς σφραγίζονταν καὶ φυλάσσονταν στὸν ὀπισθόδομο τοὺ Παρθενῶνος μέχρι τὴν ἔναρξιν τῶν άγώνων. Ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν ἐκομίζοντο στὸ θέατρο οἱ 10 ὑδρίες μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων κριτῶν καὶ ἀφοὺ τὶς ἀπεσφράγιζον, ἐξήγαγον ἕναν κλῆρο ἀπὸ κάθε ὑδρία σχηματίζοντας ἔτσι 10μελὴ ἐπιτροπή. Ἡ σειρὰ ποὺ θὰ παίζονταν οἱ τετραλογίες τοῦ κάθε ποιητὴ γινόταν καὶ αὐτὴ μὲ κλήρωσιν. Γιὰ 3 συνεχόμενες ἡμέρες (κάθε μέρα καὶ ἕνας ποιητής) μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου μαζεύονταν οἱ θεατὲς γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν τετραλογία. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐφόσον εἶχαν ὅλοι παρουσιάσει τὰ ἔργα τους, ἡ κριτικὴ ἐπιτροπὴ ψήφιζε καὶ ἔπειτα ἐκληροῦντο μόνον οἱ πέντε ἀπ’ὅλες τὶς ψήφους, οἱ ὁποῖες ἔκριναν καὶ τὸν νικητή.]

( Εὐριπίδης, Μνησάρχου, Σαλαμίνιος, 480 π.Χ -406 π.Χ )

 Στὴν Δῆλον ὁ Ἐλαφηβολιὼν ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς ΓΑΛΑΞΙΩΝ λόγω τῶν Γαλαξιῶν ( < γαλάξια =κριθάλευρον + γάλα), ἑορτῆς πρὸς τιμὴν τῆς Κυβέλης.

Ὁ δέκατος μὴν λέγεται ΜΟΥΝΙΧΙΩΝ ( Β’δεκαήμερον Ἀπριλίου - Α’ δεκαήμερον Μαΐου) καὶ ἦταν ἀφιερωμένος στὴν Ἄρτεμιν τῆς Μουνιχίας (ἀπὸ τὸν ἥρωα Μούνιχον, ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομα στὴν περιοχή, σημερινὸν Μικρολίμανον). Ἀκόμη, αὐτὸν τὸν μῆνα ἑώρταζον καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἔρωτος, τὰ Ἐρωτίδια (τὰ ὁποῖα στὶς μέρες μας ἐτράπησαν σὲ  Ἅγ. Βαλεντῖνον!), ἀλλὰ καὶ τὴν Δέσποινα Ἄρτεμιν ποὺ συνέπεσε στὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου! ( <<Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ ). Μάλιστα ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μετὰ τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος συνενώθη μὲ τὴν ἑορτὴ γιὰ τὰ ἐπινίκια, ὡς ὁ Εὐαγγελισμὸς μὲ τὴν ἐθνικὴ μας ἐπέτειο στὶς μέρες μας! Ἄλλες ἑορτὲς αὐτοῦ τοῦ μηνὸς ἦταν τὰ Ὀλύμπια πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀλυμπίου Διός, ἡ πομπὴ πρὸς τὸ Δελφίνιον πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέως καὶ τῆς ἱκεσίας του στὸν Δελφίνιον Ἀπόλλωνα πρὶν φύγει γιὰ τὴν Κρήτη.

Ὁ ἑνδέκατος μὴν εἶναι ὁ ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (Β’ δεκαήμερον Μαΐου - Α’ δεκαήμερον Ἰουνίου) ὁ ὁποῖος ἦταν θερμός ( < θέρειν=καίω) ὡς ὁ ἥλιος καὶ ὁ ὁποῖος ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὰ Θαργήλια, τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο τὴν 7η ἡμέρα, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο ἡ γενεθλία τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἦταν ἀφιερωμένος μὴν στὸν Ἀπόλλωνα, ἐφόσον αὐτὸς ἐπιστεύετο πὼς μὲ τὶς ἀκτῖνες του βοηθοῦσε τὰ θαργήλια («θαργήλια εἰσὶ πάντες οἱ ἀπὸ γῆς καρποί»). Τὴν προηγουμένην ἡμέρα άπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θαργηλίων ἑώρταζον τὰ γενέθλια τῆς Δήμητρος καὶ τὶς θυσίες τὶς προσέφερον σὲ αὐτὴν καὶ τὴν Χλόη. Ἄλλες ἑορτὲς αὐτοῦ τοῦ μηνὸς ἦταν τὰ Καλλυντήρια (ὅτε ἐκαλλώπιζον τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τὸ Ἐρέχθειον), τὰ Πλυντήρια (ἀφιερωμένα στὸν καθαρισμὸν τοῦ πέπλου τοῦ ξοάνου τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδος), τὰ Βενδίδεια (πρὸς τιμῆν τῆς θρακικῆς θεότητος Βένδιδος) κ.ἄ.

Τελευταῖος μὴν ἦταν ὁ ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (ἀρχὲς Ἰουνίου - ἀρχὲς Ἰουλίου) ὁ ὁποῖος πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν ἑορτὴ «Σκιροφόρια» [ < σκίρος ( = γύψος) + φέρω ], ἡ ὁποία γινόταν πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς. Στὴν ἑορτὴ μετεφέρετο μὲ πομπὴ ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα μέχρι τὸ Σκίρον τῆς Ἱερᾶς ὁδοῦ τὸ σκιάδιον τῆς θεᾶς πρὸς ἀποφυγὴν καύσωνος καὶ ξηρασίας. Τὸ σκιάδειον ( =λινὸν κάλυμμα κεφαλῆς, ποὺ δημιουργεῖ σκιά καὶ προστατεύει ἀπὸ τὸν καυτὸν ἥλιον, τὸ καπέλο) λέγεται πὼς ἦταν ἐφεύρεσις τῆς Ἀθηνᾶς. Τὰ Σκιροφόρια σηματοδοτοῦσαν τὸ τέλος τοῦ ἔτους. Ὅταν κατηργήθησαν ἐτέθη στὴν θέσιν τους ἡ ἑορτὴ Κων/νου καὶ Ἑλένης («Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ). Τὸν ἴδιο μῆνα ἐτελοῦντο και τὰ Δισωτήρια πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς , τὰ ὁποῖα ὅταν κατηργήθησαν ἀντικατεστάθησαν άπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ  Ἅγίου Πνεύματος («Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ). Ἄλλες ἑορτὲς τοῦ Σκιροφοριῶνος ἦταν τὰ Ἀρρηφόρια ἤ Ἐρσηφόρια πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς Πολιᾶδος ἤ Ἔρσης.


Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>> , ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <, ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> , ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, << Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,<< ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, << ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, << ΙΠΠΗΣ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΕΙΡΗΝΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, << ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, << ΙΣΤΟΡΙΑΙ>>, ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΝΙΚΙΑΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  << ΕΛΛΗΝΙΚΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ,  << ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ Α’ΕΤΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ,<< ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ ΤΗΣ Ε’ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ)>>, ΣΤΑΥΡΟΥ, ΒΟΥΣΒΟΥΝΗ,   ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ << E- ISTORIA. GR>> ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ <<OLYMPIA. GR>>.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (