Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ( Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ)

 

Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου <<ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ>> ἔγινε σύγκρισις ἀνάμεσα στὸ παλαιό μας, ἀττικὸ ἡμερολόγιο καὶ στὸ σημερινό μας, γρηγοριανό. Οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα σὲ αὐτὰ τὰ 2 ἡμερολόγια δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μόνον μὲ τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν, οὔτε μονάχα μὲ τὰ χρονικὰ διαστήματα, τὰ ὁποῖα αὐτοὶ ὁρίζουν, ἀλλὰ κυρίως ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν γνώμονα σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον ἐδημιουργήθησαν, τὸν ἥλιο δηλαδὴ ἤ τὴν σελήνη. Γι’αὐτὸ καὶ εἶναι φρόνιμο νὰ γίνει μία μικρὴ ἀναφορὰ στὸ πῶς περάσαμε ἀπὸ τὸ τότε στὸ σήμερα.

Οἱ μεγάλες άλλαγὲς στὸ ἡμερολόγιο ποὺ ὁδήγησαν στὸ σημερινὸ δικό μας ὀφείλονται κατὰ κύριον λόγον στὴν ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ στὴν ἐπικράτησιν της ( ἐξ οὗ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν μηνῶν εἶναι στὴν αἰολοδωρικὴ ἐκδοχή τῆς ἑλληνικῆς, τὴν λατινική ). Ἄλλωστε ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1ου αι. π. Χ. τὸ ἡμερολόγιο ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν αὐτὸ τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὸ ὁποῖο βασιζόταν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ τὸ ἀττικὸν στὶς φάσεις τῆς σελήνης. Τὸ πρῶτο ῥωμαϊκὸ ἡμερολόγιο ἦταν καθαρὰ σεληνιακὸ καὶ ὑπολόγιζε τὴν διάρκεια τοὺ ἔτους σὲ 304 ἡμέρες, κατανεμειμένες σὲ 10 καὶ ὄχι 12 μῆνες τῶν 30-31 ἡμερῶν ( τὸ ἔτος ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν σημερινὸ μῆνα Μάρτιο, καθῶς ὁ Ἰανουάριος καὶ ὁ Φεβρουάριος ἐξέλιπαν τότε. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἀστρολόγοι ξεκινοῦν τὸν ζωδιακὸ κύκλο ἀπὸ τὸν Κριό). Ἀρχικὰ οἱ μῆνες ὠνομάζονταν σύμφωνα μὲ τὴν ἀριθμητικὴ τους σειρὰ ( Πρῶτος, Δεύτερος κλπ ), γεγονὸς που ἐξηγεῖ -συνδυαστικῶς μὲ τὴν προγούμενη παρατήρησιν- καὶ τὸ γιατὶ ὁ Σεπτέμβρης ἦταν ὁ 7ος μὴν, ὁ Ὀκτώβρης ὁ 8ος κ.ο.κ., ἀλλὰ καὶ τὰ ὀνόματά τους μέχρι καὶ σήμερα. Λίγο ἀργότερα οἱ Ῥωμαῖοι ἔδωσαν σὲ κάποιους μῆνες ( Μάρτιο-Ἰούνιο) ὀνόματα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου.


Τὸ ἡμερολόγιο ὅμως αὐτὸ δημιουργοῦσε μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων παράδοξα ἀποτελέσματα καὶ οἱ μῆνες ἀπὸ χειμερινοὶ κατήντησαν θερινοὶ καὶ τούμπαλιν. Ἔτσι, ὁ διάδοχος τοῦ Ῥωμύλου, Νουμὰς Πομπίλιος ἀνέλαβε νὰ διευθετήσει τὸ πρόβλημα καὶ προσέθεσε 50 ἡμέρες στὸ ἡμερολόγιο. Γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει ὅμως κανονικὸ ἀριθμὸ ἡμερῶν φρόντισε νὰ ἀφαιρέσει μία ἡμέρα ἀπὸ ὅσους μῆνες εἶχαν 30 ἡμέρες καὶ νὰ τὶς προσθέσει στοὺς 2 νέους μῆνες ποὺ δημιούργησε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔβαλε στὸν Ἰανουάριο 29 ἡμέρες καὶ στὸν Φεβρουάριο 27. Ἐπειδὴ ὄμως ὁ ζυγὸς ἀριθμὸς τῶν 354 ἡμερῶν, ἐπιστεύετο πὼς δὲν θὰ ἔφερνε τύχη, οἱ ἱερεῖς προσέθεσαν ἀκόμη μία ἡμέρα στὸν Φεβρουάριο. Ὁ Μάρτιος παρέμενε ὁ πρῶτος μὴν τοὺ ἔτους μέχρι καὶ τὸ 153 π.Χ ὁπότε ὁρίστηκε ἐπισήμως ἡ 1η Ἰανουαρίου ὡς ἀρχὴ τοῦ πολιτικοῦ ἔτους.

Τὸ ῥωμαϊκὸ πολιτικὸ ἔτος εἶχε διάρκεια λοιπὸν 355 ἡμέρες καὶ ἦταν στὴν πραγματικότητα μεγαλύτερο σὲ διάρκεια ἀπὸ τὸ σεληνιακό, περίπου 10 ἡμέρες καὶ 6 ὥρες. Γιὰ νὰ καλυφθεῖ αὐτὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀπόκλισις, οἱ Ῥωμαῖοι παρενέβαλον ἕναν ἐμβόλιμο μῆνα, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζον mensis ( > μήνη) intercalaris [ > ἐν ( δωρ. ἰν)  +τρύω ( =τρυπῶ) +καλῶ, = ὁ ἐμβόλιμος, ὁ παρεμβαλλόμενος ].

Σταθμὸς στὴν ἱστορία τῶν ἁλλαγῶν ὑπῆρξε ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ ἤ ὀρθότερα, ὁ ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἕλλην ἀστρονόμος Σωσιγένης. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ ὠς Μεγάλος Ἀρχιερεὺς μποροῦσε νὰ ἐπεμβαίνει στὸ ἡμερολόγιο καὶ νὰ κάνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ ἤθελε, ἀκόμη καὶ νὰ παρατείνει ἤ νὰ ἐλαττώνει τὴν διάρκεια ἑνὸς ἡμερολογιακοῦ ἔτους, ἄν π.χ αὐτὸ θὰ τὸν ἐξυπηρετοῦσε πολιτικῶς. Ἔτσι, μὲ αὐτό του τὸ ἀξίωμα καὶ ἔχοντας διαπιστώσει πὼς τὸ παλαιὸ σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, σὲ βάθος χρόνου, εἶχε προκαλέσει τρομερὲς δυσαρμονίες καὶ αποκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες ἐποχὲς τοῦ ἔτους ( οἱ ἑορτὲς τῆς ἄνοιξης πλέον ἑωρτάζοντο φθινόπωρο καὶ ὁ θερισμὸς άπὸ καλοκαίρι, ἡμερολογιακῶς συνέπιπτε μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμῶνος! ) καὶ συνάμα θαυμάζοντας τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀκρίβεια τοῦ ἡλιακοῦ ἡμερολογίου τῆς Αἰγύπτου σὲ σχέσι μὲ τὸ μηνολόγιο, κάλεσε τὸν ἀστρονόμο Σωσιγένη νὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος ( τὸ νέο ἡμερολόγιο, ὀνομάστηκε << ἰουλιανό>>, λόγω τοῦ αὐτοκράτορος ).

Ὁ Σωσιγένης ὑπελόγισε πὼς οἱ ἐτήσιες ἡμερολογιακὲς μικροαποκλίσεις σωρευτικῶς μὲς στοὺς αἰῶνες εἶχαν δημιουργήσει μία ἀναντιστοιχία 3 μηνῶν μεταξὺ τοὺ πολιτικοῦ καὶ τοῦ τροπικοῦ ἡμερολογίου. Ἐν ὀλίγοις, τὸ συμβατικὸ ἡμερολόγιο προπορευόταν ἀπὸ τὶς ἀστρονομικὲς ἐποχὲς καὶ ἡ ἡμερολογιακὴ ἰσημερία συνέβαινε πρὶν τὴν πραγματική, γι’αὐτὸ καὶ ὁ τρύγος συνέπιπτε τὸν Ἰανουάριο. Τὸ νέο ἡμερολόγιο σχεδιάστηκε μὲ γνώμονα τὸν ἥλιο καὶ ἀνταπεκρίνετο ἀπολύτως στὴν διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν. Ἡ διάρκειά του προσδιωρίζετο σὲ 365 ἡμέρες καὶ 6 ὥρες. Ἡ μικρὴ διαφορὰ ἐκαλύπτετο μὲ τὴν προσθήκη μίας ἡμέρας κάθε 4 χρόνια, μετὰ τὴν 6η πρὸ τῶν καλενδῶν τοῦ Μαρτίου ( τὴν ἄλλοτε πρωτομηνιὰ δηλαδὴ), ἡ ὁποῖα ἐτοποθετεῖτο τότε τὴν 24η Φεβρουαρίου καὶ τὴν ὁποία ὠνόμαζον <<dies sextus ante calendas Martias>>. Οἱ Ῥωμαῖοι πίστευαν πὼς ὁ Φεβρουάριος πρέπει νὰ ἔχει αὐστηρῶς 28 ἡμέρες, γιατὶ ἔτσι θὰ ἀπέφευγαν τὴν ἀσέβεια πρὸς τοὺς θεούς τους καὶ τοὺς νεκρούς τους.  Ἔτσι, ἀντὶ νὰ μετρήσουν μία ἡμέρα παραπάνω, μετροῦσαν τὴν 24η δύο φορὲς καὶ ὠς -ὀρθῶς- πέμπτη ἀλλὰ καὶ ἐπιπλάστως ὡς ἕκτη ἀπὸ τὸ τέλος [ bis-sextus annus ( =δίς- ἕκτος χρόνος )]. Ἑμεῖς σήμερα τὴν προσμετρᾶμε ὡς ἐπιπλέον ἡμέρα τὸν Φεβρουάριο, ἀλλὰ τὰ ἔτη, ποὺ διαρκοὺν 366 ἡμέρες συνεχίζουμε νὰ τὰ ἀποκαλοῦμε δίσεκτα. Τὸ ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ( τοῦ Σωσιγένους δηλαδή) ὥριζε ὡς δίσεκτα αὐτὰ τὰ ἔτη τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς διαιρεῖται διὰ τοῦ 4, μὴ ἀφήνοντας δεκαδικὸ πηλίκον.

Ὁ Σωσιγένης ὅμως ἔπρεπε νὰ καλύψει καὶ τὸ σφάλμα, ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ τόσα χρόνια καὶ γι’αὐτὸ προσέθεσε τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκτὸς άπὸ τὸν Μερκεδόνιο ( ποὺ ἦταν μὴν ἐμβόλιμος καὶ παλαιότερα), ἄλλους 2 μῆνες ποὺ συνολικὰ ἐπέκτειναν τὸ ἔτος κατὰ 90 μέρες. Ἔτσι τὸ 46 π.Χ διήρκησε ἀντὶ γιὰ 365 ἡμέρες, 445 καὶ γι’αὐτὸ καὶ ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς <<ἔτος συγχύσεως >> . Τὸ ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο τέθηκε σὲ ἐφαρμογὴ τὴν 1η  Ἰανουαρίου τοῦ 45 π.Χ. καὶ ἡ ἐαρινὴ ίσημερία συνέβη στὶς 23 Μαρτίου.

Ὅμως καὶ στὸ ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο προέκυπτε σφάλμα κατὰ 11 λεπτὰ καὶ 14 δευτερόλεπτα τὸν χρόνο. Αὐτὸ σὲ βάθος μιάμισης χιλιετίας εἶχε μετατοπίσει τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία 11 ἡμέρες νωρίτερα στο πολιτικὸ ἡμερολόγιο. Ἔτσι ὁ πάπας Γρηγόριος ὁ 13ος , ὑπὸ τὸν φόβο πὼς θὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα κάποια στιγμὴ τὸ φθινόπωρο καὶ τὸ Πάσχα τὸν χειμῶνα, προχώρησε σὲ μεταρρύθμισιν καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1582 προσετέθησαν 10 ἡμέρες στὸ ἔτος καὶ συμφωνήθηκε ἐπιπλέον πὼς ἀπὸ τότε καὶ στὸ ἐξῆς κάθε 4 αιῶνες θὰ θεωροῦνται δίσεκτα, ἀντὶ γιὰ 100 χρόνια, τὰ 97.

Τὸ γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο ( ποὺ χρησιμοποῦμε καὶ σήμερα) ἐφαρμόστηκε στὴν  Ἑλλάδα τὸ 1923. Τὸ ἔτος σύμφωνα μὲ αὐτό, χωρίζεται σὲ 12 μῆνες τῶν 30-31 ἡμερῶν ( ἐξαιρουμένου τοῦ Φεβρουαρίου), τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων εἶναι εὐρέως γνωστὰ καὶ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ ὅλον τὸν δυτικό ( καὶ ὄχι μόνον) κόσμο. Αὐτὸ ποὺ δυστυχῶς δὲν εἶναι ίδιαιτέρως γνωστὸν, εἶναι πὼς οἱ λατινοφανεῖς ὀνομασίες τους ὀφείλουν τὸ ὄνομά τους στὴν μητέρα τῶν γλωσσών,ἡ ὁποία γέννησε καὶ τὴν λατινική, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἑλληνική. Ἔτσι έχουμε:

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Όφείλει τὸ ὄνομά του στὸν  Ἰανό. Ὁ Ἰανὸς ἦταν ὑιὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κρεούσης, θυγατρὸς τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν. Ἔχτισε φρούριον ἐπί τινος λόφου τῆς Ῥώμης (βλ. φωτογραφία Gianicolo ) καὶ δίδαξε πολλά... ὅθεν ἐτίμησαν τὸν  Ἰανὸν ὡς θεὸν μετὰ θάνατον. Ἐνομίσθη ἔφορος τοῦ πολέμου ἀλλὰ καὶ τῆς εἰρήνης, γι’αυτὸ καὶ ἀπεικονίζεται μὲ 2 πρόσωπα ( Janus bifrons), τὰ ὁποῖα ἔχουν ἠθικὴ ἀλληγορία. Ἐθεωρεῖτο ἐπίσης ὑπερασπιστὴς τῆς Ῥώμης. Ἐπειδὴ Ἕλλην ὤν, ἦλθεν εἰς Ἰταλίαν 150 χρόνους πρὸ τοῦ Αἰνείου,  ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τοσαύτας ἀλληγορίας, διὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἐπειδὴ ἀρχαιότερον βασιλέα καὶ εὐεργέτην δὲν ἐγνώριζον. ( Ὠγυγία, Αθ. Σταγειρίτης). Ἔτσι  λοιπὸν ὁ  Ἰανὸς κατέληξε νὰ σημᾶνει γιὰ τοὺς Ῥωμαίους τὸν θεὸ τῶν ἐνάρξεων, τῶν νέων συνθηκῶν καὶ τῶν μεταβάσεων, γι’αὐτὸ καὶ ὑπῆρχε ἀδριάντας τού σὲ σημεῖα μεταβάσεως, ὅπως οἱ πύλες, οἱ θύρες , οἱ γέφυρες κλπ., ἀλλὰ καὶ γι’αὐτὸ ἐθεωρεῖτο παρὼν σὲ ὅλα τὰ μεταβατικὰ στάδια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ γέννησις, ὁ γάμος, ὁ θάνατος, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐνάρξεις ( ἐξ οὗ καὶ ὁ πρῶτος μήνας τοῦ νέου ἔτους φέρει τὸ ὄνομά του). 

[ Ὁ Ἰανὸς διπρόσωπος ( Janus bifrons > δίς + φροντίς = 1.φροντίδα,μέριμνα, 2.λογισμὸς λυπουμένου, ἔγνοια καὶ 3.μέτωπον ὡς καθρεπτίζον τὰ συναισθήματα). Ὁ ἀνδριὰς εὐρίσκεται στὸ μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ. ]

[ Gianicolo > Janiculum >  λατ. Janus+ collina ( > collis = λόφος, βουνό) > Ἰανός + κολώνη ( =λόφος, ὕψωμα). Το Gianicolo εἶναι ὕψωμα, λόφος στὰ δυτικὰ τῆς Ῥώμης, ὅπου λατρεύτηκε ὁ μεταβὰς εἰς Λάτιον, Ἕλλην Ἰανός, τὸν ὁποῖον καὶ ἐθεοποίησαν μετὰ θάνατον. Ὁ Βιργίλιος στὴν Αἰνειάδα τού ἀναφέρει πὼς ὁ βασιλεὺς Εὔανδρος, ἱδρυτὴς τῆς ἀκροπόλεως τῆς Ῥώμης, δείχνοντας στὸν Αἰνεία τὰ συντρίμμια τοῦ Καπιτωλινοῦ λόφου τοῦ εἶπε πὼς τὰ γκρεμισμένα τείχη τῆς μίας πόλεως ποὺ βλέπει κάποτε ἀνῆκαν στὴν πόλιν ποὺ ἔχτισε ὁ Ἰανός, τὸ Ἰανίκολο ( << haec duo praeterea disiectis oppida muris, reliquias veterumque vides monimenta virorum. Hanc Ianus pater, hanc Saturnus condidit arcem; Ianiculum huic, illi fuerat Saturnia nomen >> = << Βλέπεις αὐτὲς τὶς δύο πόλεις μὲ τὰ γκρεμισμένα τείχη, ἀπομεινάρια καὶ ἀναμνήσεις ἀνθρώπων τοῦ παρελθόντος.Τὴν μία ἀκρόπολιν ἔχτισε ὁ πατέρας Ἰανός, τὴν ἄλλην ὁ Κρόνος. Ἰανίκουλο ὀνομάστηκε ἡ μία, Κρονία ἡ ἄλλη >> ), Βιργίλιος, Αἰνειάδα, 355-358 ]

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ:  Ὁ Φεβρουάριος ἦταν ὁ τελευταῖος μὴν τοῦ λατινικοῦ ἡμερολογίου ( πρὶν νὰ μεταφερθεῖ ἡ πρωτοχρονιὰ άπὸ τὴν 1η Μαρτίου στὴν 1η  Ἰανουαρίου). Τὴν τελευταία αὐτὴ ἡμέρα έτελοῦντο ἑορτὲς καὶ προσέφερον θιβρόν ( =θερμόν) ἅλας στοὺς θεούς. Ἡ λέξις θιβρός ( > θέρω =θερμαίνω  < λατ. ferve, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ δασέος ὀδοντικοῦ -θ  μὲ τὸ ἄλλο δασύ, χειλικόν -φ ) πέρασε στοὺς Λατίνους ὡς  <<febris>> ( =πυρετός, ἐξ οὗ καὶ fever, fièvre, febbre, Fieber, fiebre κλπ) , οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν μέσω αὐτοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Φεβρουαρίου. 

ΜΑΡΤΙΟΣ: Ὁ Μάρτιος ἦταν μήνας ἀφιερωμένος στὸν θεό τοῦ πολέμου, τὸν  Ἄρη. Ὁ Ἄρης πέρασε στοὺς Λατίνους ὡς ARS καὶ μὲ προσθήκη τοῦ εὐφωνικοῦ - m κατέληξε Mars- tis (  ἐξ οὗ καὶ τὰ martial ( = πολεμικός), mardi ( ἡ ἡμέρα τοῦ Ἄρεως), τὸ πολεμικὸ πρόσταγμα << ἐμπρὸς Μάρς>> [ καὶ ὄχι ἐκ τῆς προστακτικῆς τοῦ β’ἑνικοῦ  προσώπου τοῦ γαλλ. <<marcher = προχωρῶ, βαδίζω>> ( =marche =προχώρει) , τὸ ὁποῖον προέρχεται ἐκ τοῦ Ἑρμοῦ Μαρκά /Μερκουρίου ].



( <<Ὁ Ἀναπαυόμενος Ἄρης>>, ἔργο τοῦ Σκόπα ἤ τοῦ Λυσίππου. Ὁ Ἄρης ἀναπαύεται σὲ ἕναν βράχο μετὰ ἀπὸ μάχη, κρατώντας τὰ λάφυρα τοῦ πολέμου, ἔχων στὰ πόδια του, τὸν ὑιό του ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη, τὸν Ἔρωτα. Άντίγραφο τοῦ ἀγάλματος βρίσκεται στὸ ἐθνικὸ μουσεῖο τῆς Ῥώμης, γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα Ares Ludovisi. ) 

ΑΠΡΙΛΙΟΣ: Ὁ Ἀπρίλιος εἶναι μήνας ἀφιερωμένος στῆν Ἀφροδίτη. Οἱ  Πελασγοὶ Τυρρηνοί/ Ἐτροῦσκοι τὴν Ἀφροδίτη/Ἀφρῶ τὴν ὠνόμαζον Apru, καθ’ὄτι γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἀφρὸ τῆς θαλάσσης. Ἐκτὸς ἀπὸ μήνας τῆς Ἀφροδίτης, ἦταν καὶ μὴν τῆς ἀνοίξεως κι αὐτὸ διότι <<ἀνοίγουν>> οἱ ὀπῶρες, ἀνθίζουν οἱ καρποί καὶ ἡ πλάσις ὀμορφαίνει κι ἄλλο ὡσὰν τὴν Ἀφροδίτη. Ἀπ’αὐτὸ τὸ <<ἄνοιγμα>> ( ἄλλη ἐκδοχὴ ἀναφέρει ἀπὸ τὰ λατ. ad + pareo > ἄντα +πάρειμι) δημιούργησαν οἱ ἀλλόθροοι καὶ τὰ ouvrir, aprire, abrir, ouverture, Ouvertüre, apertura κλπ.

ΜΑΪΟΣ: Ὁ Μάιος πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν μητέρα τοῦ Ἑρμοῦ μία ἐκ τῶν Πλειάδων, τὴν Μαῖα ( =σεβαστὴ γυνή). Οἱ Λατῖνοι ἀπέδωσαν τὸ ὄνομά της στὴν γλῶσσα <<τους>> ὡς Maia, διαχωρίζοντας τὴν δίφθογγον στὴν ἀδυναμία τους νὰ συλλάβουν τὴν ταχυτάτη συγχορδία καὶ ἔτσι ὁ Maius πέρασε ὡς ἀντιδάνειο σὲ ἑμᾶς ὡς Μάιος.

[ Ἡ Μαῖα μαζὶ μὲ τὶς ἀδελφές της, τὶς ὑπόλοιπες Πλειάδες ( Στερόπη, Κελαινώ, Μερόπη, Ταϋγέτη, Ἠλέκτρα καὶ Ἀλκυόνη). Λέγονταν Πλειάδες ἀπὸ τὴν μητέρα τους, Πλειόνη καὶ Ἀτλαντίδες ἀπὸ τὸν πατέρα τους, καθώς ἦταν κόρες τοῦ Τιτᾶνος Ἄτλαντος. Ἦταν ἀδελφὲς τῶν Ἐσπερίδων, τῶν Ὑάδων, τῆς Καλυψοῦς καὶ τοῦ Ὕαντος καὶ ἐγγονὲς τοῦ Ὠκεανοῦ. Γεννήθηκαν στὸ ὄρος Κυλλήνη καὶ ὅλες, ἐκτὸς τῆς Μερόπης ὑπανδρεύτηκαν θεοὺς. ( Ἡ Μαῖα ὑπανδρεύτηκε τὸν Δία καὶ γεννήθηκε ὁ Ἑρμῆς, ἡ Στερόπη τὸν Ἄρη καὶ γεννήθηκε ὁ Οἰνόμαος, ἡ Κελαινὼ τόν Ποσειδῶνα καὶ γεννήθηκαν ὁ Εὐρύπυλος καὶ ὁ Λύκος, ἡ Ταϋγέτη ἔσμιξε μὲ τὸν Δία καὶ γεννήθηκε ὁ Λακεδαίμων καὶ ἡ Ἀλκυόνη μὲ τὸν Ποσειδῶνα γέννησε τὸν Ὑριέα. Ἡ Μερόπη ὑπανδρεύτηκε τὸν Σίσυφον καὶ γι'αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐκείνη θνητή. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ ἄστρον της στὸν οὐρανὸν φέγγει λιγότερον ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν της ).  Ὅταν ὁ πατέρας τους, Ἄτλας, καταδικάστηκε νᾶ κουβαλᾶ τὸν οὐράνιον θόλον, ὁ Ὠρίων τὶς κυνήγησε κι ἔτσι ὁ Ζεὺς τὶς μεταμόρφωσε πρῶτα σὲ περιστέρια καὶ ὕστερα σὲ ἀστέρια ὥστε νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν Ὠρίωνα. Ὅμως ὁ τελευταῖος μεταμορφώθηκε καὶ αὐτὸς σὲ ἀστερισμὸν καὶ ἔτσι οἱ Πλειάδες γιὰ νὰ τοῦ γλυτώσουν «πέφτουν» στὴν θάλασσα. Σὲ κάθε περίπτωσιν, ἡ ἐπιτολὴ τῶν Πλειάδων στὸν οὐρανὸν ἦταν γιὰ τοὺς Ἕλληνες, τὸ σημεῖον ἐνάρξεως τῆς πλοΐμου περιόδου, ὅτε ἔΠΛεαν μὲ τὰ ΠΛοῖα τους καὶ ΠΛούτιζαν μὲ τὸ ΠΛῆθος τῶν ἀγαθῶν ποὺ συνέλεγαν ΠωΛῶντας ( < πολέω = τριγυρνῶ σὲ θαλασσίους δρόμους, ἀργότερα πουλάω, καθώς ὁ πλοῦτος τῶν Ἑλλήνων ἐπήγαζε ἐκ τῆς θαλάσσης.) 

ΙΟΥΝΙΟΣ: Ὁ Ἰούνιος εἶναι μήνας ἀφιερωμένος στὴν Ἥρα, τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι ἀποκαλοῦσαν Juno. Ὁ Στράβων γράφει πὼς τὸ ὄνομά της τὸ σχημάτισαν οἱ Λατῖνοι ἐκ τοῦ <<Διώνη>>, τῆς πρώτης συζύγου τοῦ Διός. Ἄλλοι λένε πὼς εἶναι παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος <<γυνή>>, ὡς γυνὴ τοῦ Διὸς, ἡ Ἥρα οὔσα. Τὸ Larousse Etymologique ἀναφέρει πὼς ὁ Ἰούνιος ἔχει πάρει τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν Ἰούνιο Βροῦτο. Σὲ κάθε περίπτωσιν, τὸ ὄνομὰ τοῦ μηνὸς Ἰουνίου δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄν δὲν ὑπῆρχε τὸ ὄνομα τῆς Ἥρας/Διώνης. 
[Ἡ Αφροδίτη στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητρός της, Διώνης. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα στὸ <<Συμπόσιον>> ὑπήρχαν δύο Ἀφροδίτες ( Συμπόσιον, 180 ) , ἡ Οὐρανία ποὺ εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ὅταν ὁ Κρόνος τοῦ ἔκοψε τοὺς ὄρχεις καὶ τοὺς πέταξε στὴν θάλασσα ( ἐξ οὗ καὶ Ἀφροδίτη) καὶ ἡ Πάνδημος, ἡ ὁποία ἦταν κόρη τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης. Τὸ ἄγαλμα ἀποτελοῦσε κομμάτι τοῦ ανατολικοῦ ἀετώματος τοῦ Παρθενῶνος. Σήμερα, βρίσκεται στὸ Βρετανικὸ Μουσεῖο ]. 

( Ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου. Βρέθηκε τὸ 1820 στὴν Μῆλο καὶ ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι καὶ σήμερα βρίσκεται καὶ αὐτὴ στὰ ξένα καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, στὸ μουσεῖο τοῦ Λούβρου, στὸ Παρίσι.) 

( Ἡ Διώνη στὴ βόρεια πρόσοψη τοῦ βωμοῦ τῆς Περγάμου. Σήμερα, βρίσκεται στὸ μουσεῖο τῆς Περγάμου, στὸ Βερολίνο. )

ΙΟΥΛΙΟΣ: Παλαιότερα, μετὰ τὸν Ἰούνιο οἱ μῆνες ἔφεραν τὸ ἀντίστοιχο ὄνομα τῆς ἀριθμητικῆς τους σειράς. Δεδομένου πὼς ὁ πρῶτος μὴν ἦταν ὁ Μάρτιος, ὁ Ἰούλιος ἐλέγετο <<Quintilis>> ( = πέμπτος, > αἰολ. κέντε = ἀττ. πέντε), ἔπειτα ὁ Αὔγουστος <<Sextilis>> κοκ. Ὁ <<Πέμπτος>> λοιπὸν μετωνομάσθη σὲ  Ἰούλιος ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Καίσαρα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ χρωστᾶ τὸ ὄνομά του σὲ ἑλληνικὸ ἔτυμον καὶ συγκεκριμένα στὴν λέξιν <<ἴουλος>> . Ἴουλος εἶναι τὸ πρῶτο χνούδι στὶς παρειὲς τῶν ἐφήβων ( ἐκ τοῦ οὖλος, ὁ ἐριώδης δηλαδή) ἀλλὰ καὶ οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης. Ἀπὸ τὸ <<χνουδωτὸ>> τοῦ στάχυος πῆρε καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ προσωνύμιά της ἡ θεὰ τῆς γεωργίας καὶ τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς, ἡ  Ἰουλώ Δήμητρα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ ἀναφερόμενος εἰς αὐτὴν ὠνομάσθη Ἰούλιος.

( Ἰουλώ Δήμητρα. Τὸ ἄγαλμα ἐκτίθεται στὸ μουσεῖο Pio- Clementino, στὸ Βατικανό. ) 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Ὁ <<Ἕκτος>> ἔγινε Αὔγουστος λόγω τοὺ Καίσαρος Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Αὔγουστος σημαίνει σεβαστός, ἀρχηγός, ἱερεύς. Προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἐκ τοῦ <<αὔξω>>  ποὺ λατινικῶς κατήντησε <<augeo>> ( =αὐξάνω, ἐνισχύω, μεγαλώνω, ὑψώνω ), <<ὁ πράττων ἐπὶ τῇ αὐξήσει τῶν πραγμάτων >> δηλαδὴ θεωρεῖται πὼς εἶναι ὁ Αὔγουστος. Ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος λέγεται –σύμφωνα μὲ ἕναν θρῦλο- πὼς δὲν ἀνεχόταν ὁ μήν του νἀ ἔχει μία ἡμέρα λιγότερη ἀπὸ τοῦ θείου του,  Ἰουλίου Καίσαρος κι ἔτσι καὶ ὁ Αὔγουστος ἔχει 31 ἡμέρες.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ:  Ὅπως προαναφέρθηκε οἱ μῆνες μετὰ τὸν Ἰούνιο ἔπαιρναν τὸ ὄνομά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἀριθμητική τους σειρά. Δεδομένου τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Μάρτιος ἦταν ὁ πρῶτος μήνας τοῦ χρόνου, δικαιολογεῖται γιατί οἱ Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καὶ Δεκέμβριος ἦταν οἱ 7ος, 8ος, 9ος καὶ 10ος ἀντίστοιχα. Ὁ Σεπτέμβριος λοιπὸν προέρχεται ἐκ τοῦ λατινικοῦ <<septem>> καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τό <<ἑπτά>>, τὸ ὁποῖον δασύνεται διότι κάποτε ἐλέγετο <<σεπτά>>. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀνέκαθεν ἐθεωρεῖτο σεπτός- ἱερὸς ἀριθμός. Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν τὸν ἀριθμὸ ἑπτά, τὸν ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὸ ῥῆμα <<σέβω>> ( << σέβω, σεπτάς τις οὖσα, ὡς θεία καὶ ἀμήτωρ καὶ παρθένος>> ), ἐπειδὴ ὡς γνωστὸν τὸ ἑπτὰ δὲν διαιρεῖται, οὔτε πολλαπλασιάζεται ἐντὸς τῆς δεκάδος.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ:  Ὁ Ὀκτώβριος προέρχεται ἐκ τοῦ ὀκτώ ( λατ. octo) κι αὐτὸ διότι ἦταν κάποτε ὁ ὀγδοος μήνας. Τὸ ὀκτώ ἐλέχθη ἔτσι εἴτε <<παρὰ τὸ ἄγειν δύο τετράδας, οἱονεί ἄγω δυάς, ἀγδυάς, ὀγδοάς>>, εἴτε ἐκ τῶν << ( αἰολ.) ὀκτάλλων/ὄκκων>> ( =ὀφθαλμοί) καὶ <<ὄπτω>> ( = ὁρῶ, ἐξ οὗ καὶ τὸ σχῆμα του εἶναι σὰν δύο ὀφθαλμοί, ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον-> ΟΟ/ 8) καὶ ἔχει σχέσιν μὲ τὸ (σ)επτά. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκδοχὴ νὰ προῆλθε α’πὸ ταὴν λέξιν <<ὀχεύς>> ( =ὁ ἰμάντας ποὺ συγκρατεῖ τὴν περικεφαλαία καὶ γενικῶς ὁ,τιδήποτε συγκρατεῖ καὶ σφίγγει ). Αὐτὴ ἡ ἐκδοχὴ δικαιολογεῖ καὶ τὸ σχήμα του, ὡς Ο μὲ <<ζώνη>> στὴν μέση. Καὶ ἐφόσον τὸ ὀκτώ στὰ λατινικὰ ΔΕΝ εἶχε -μ στὸ τέλος ὅπως εἴχαν τὰ septem, novem, decem, πρέπει νὰ γράφεται χωρὶς -μ ἀνάμεσα στὸ β καὶ τὸ -ρ.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ: Καὶ ὁ Νοέμβριος μὲ τὴν σειρά του ἀκολουθεῖ τὴν ἀριθμητικὴ σειρά, ποὺ ὑπῆρχε κάποτε στὸ ἡμερολόγιο ὡς ἔνατος, Μαρτίου πρωτεύοντος. Τὸ ἐννέα ( ἐν +νέα, διότι ἀνοίγει μία νέα τετράδα μ’αὐτό) οἱ Λατῖνοι τὸ ὀνόμασαν <<novem>>. Τὸ <<noVem>> προέκυψε διότι ἀνάμεσα στὸ -ε καὶ τὸ -α ὑπῆρχε δίγαμμα (F). Τὸ πήραν δηλαδή ὡς ΕΝΝΕFΑ ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ διατηρήσουν τὴν ἐλαφρότητα τοῦ δίγαμμα καὶ τὸ ἔτρεψαν σὲ -β.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Τὸν ἀριθμό <<δέκα>>  ( > <<παρὰ τὸ δέχω, τὸ λαμβάνω. Δεκτικὴ ἐστὶ πάντων τῶν ἀριθμῶν ἡ δεκάς>>, Ε.Μ. Κατ’ἄλλους παρὰ τῆς τάσεως τῶν δέκα δακτύλων μας, ὅταν δεχόμεθα κάτι ). Οἱ Λατῖνοι τὸν ἀπεκάλεσαν <<decem>> καὶ ἐφόσον ὁ Δεκέμβριος τότε ἦταν ὁ δέκατος μὴν ἐλέχθη Δεκέμβριος. 

Καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας ἔτυμα ( μέσω τῶν διαφόρων διαλέκτων τῆς ἑλληνικῆς), ἀφοῦ τὰ προσήρμοσαν στὸ δικό τους φθογγικό σύστημα, δημιούργησαν τὸ ἡμερολόγιό τους οἱ βαρβαρόμυθοι ὅλων τῶν ἡπείρων. Μελετώντας κανεὶς τὶς διάφορες γλῶσσες, διαπιστώνει πὼς ἀκόμα καὶ κάποιες πληθυσμιακῶς μικρὲς τῶι ἀριθμῶι φυλὲς ἀνὰ τὸν κόσμο, χαμένες σὲ κάποια ἔρημο, στέπα κλπ βαβάζουν τὰ ἑλληνικὰ -ἐν προκειμένωι- γιὰ νὰ ὁρίσουν τὸ ποῦ βρίσκονται χρονικῶς!!

Οἱ μῆνες σὲ ἄλλες γλῶσσες:

ἀγγλ.: January, February, March, April, May, June, July, August, September, October, November, December

γαλλ.: janvier, février, mars, avril, mai, juin, juillet, août, septembre, octobre, novembre, décembre

γερμ.: Januar, Februar, März, April, Mai, Juni, Juli, August, September, Oktober, November, Dezember

ἰταλ.: gennaio, febbraio, marzo, aprile, maggio, giugnio, luglio, agosto, settembre, ottobre, novembre, dicembre

ἰσπαν.: enero, febrero, marzo, abril, mayo, junio, Julio, agosto, septiembre, octubre, noviembre, diciembre/ γαλικιακά: xaneiro, febreiro, marzo, abril, maio, xuño, xullo, agosto, setembro, outubro, novembro, decembro/ καταλαν.: gener, febrer, marc, d’ abril, maig, juny, juliol, agost, setembre, d’ octubre, novembre, desembre

πορτογαλ.: Janeiro, Fevereiro, Março, Abril, Maio, Junho, Julho, Agosto, Setembro, Outubro, Novembro, Decembro 

ὁλλανδ.: januari, februari, maart, april, mei, juni, juli, augustus, september, oktober, november, december/ ἀφρικάανς: Januarie, Februarie, Maart, April, Mei, Junie, Julie, Augustus, September, Oktober, November, Desember/ φριζ.: Jannewaris, febrewaris, maart, april, maaie, juny, july, augustus, septimber, oktober, novimber, desimber

δαν.: januar, februar, marts, april, maj, juni, juli, august, september, oktober, november, december

νορβηγ.: januar, februar, mars, april, mai, juni, juli, august, september, oktober, november, desember

ἐσθον.: jaanuar, veebruar, marts, aprill, mai, juuni, juuli, august, september, okttober, november, detsember

ἰσλανδ.: janúar, febrúar, mars, apríl, maí, júní, júlí, ágúst, september, október, nóvember, desember

σουηδ.: januari, februari, mars, april maj, juni, juli, augusti, september, oktober, november, december

οὕγγρ.: január, február, március, április, május, június, július, augusztus, szeptember, október, november, december

ῥωσ.: Январь [γιανβάρ], февраль [φεμπράλ], март [μάρτ], апрель [ απρέλ], май [μάιγ], июнь [ ιγιούν], июль [ιγιούλ], август [αμπγκούστ], сентябрь [σεντγιάμπρ], октябрь [οκτγιάμπρ], ноябрь [ναγιάμπρ], декабрь [ντεκάμπρ]/ βουλγ.: Януари, февруари, март, април, май, юни, юли, август, септември, октомври, ноември, декемвр/ σερβ: Јануар, фебруар, март, април, мај, јун, јул, август, септембар, октобар, новембар, децембар

σλοβακ.: január, február, marec, apríl, máj, jún, júl, august, september, október, november, december

σλοβεν.: januar, februar, marec, april, maj, junij, julij, avgust, september, oktober, november, december

ἀλβαν.: janar, shkurt ( > λατ. scurtus > πρωτοπελασγ. σκούρτι = βραχύς, βλ. τὴν ποντιακὴ ὀνομασία γιὰ τὸν Φεβρουάριο -> Κούντουρος), mars, prill, maj, qershor ( > κεράσιον, ὁ μὴν τῶν κερασιῶν. Στὴν ποντιακὴ διάλεκτον λέγεται Κερασινός) , korrik ( > κείρω, ὁ μήν τοῦ θερισμοῦ), gusht, shtator ( > ἀλβ. Shtatë =ἑπτά > λατ.  septem >  ἑλλ. ἑπτά), tetor ( > ἀλβ. tetë > λατ. octo > ἑλλ. ὀκτώ ), nëntor ( > ἀλβ. nëntë > λατ. Novem > ἑλλ. ἐννέα), dhjetor ( > ἀλβ. Dhjetë > λατ. decem > ἑλλ. δέκα )

ῥουμαν.: ianuarie, februarie, martie, aprilie, mai, iunie, iulie, august, septembrie, octombrie, noiembrie, decembrie

ἀραβ: ( ἡλιακὸ ἡμερολόγιο/γρηγοριανό) : يناير  [γενάγιρ]، فبراير [φεμπράγιρ] ، مارس  [μάρις]، أبريل [αμπρίλ] ، مايو  [μάγιου]، يونيو [γιούνιου] ، يوليو  [γιούλιου]، أغسطس  [αγόοστος]، سبتمبر [σεπτάμ-μπιρ]، أكتوبر [οκτούμπιρ]، نوفمبر  [νοφάμ-μπιρ]، ديسمبر [ντισάμ-μπιρ]

ἀρμεν.: հունվար [χουνβάρ], փետրվար [πεντερβάρ], մարտ [μάρντ], ապրիլ [αμπρίλ], մայիս [μαγίς], հունիս [χουνίς], հուլիս [χουλίς], օգոստոս [οκοσντός], սեպտեմբեր [σεμπντεμ-πέρ], հոկտեմբեր [ογκντεμ-πέρ], նոյեմբեր [νόι-εμ-πέρ], դեկտեմբեր [ντεγκντεμ-πέρ]

τούρκ.:  ocak [ > ὀτζάκι > εἴτε ἐκ τῆς ἐστίας, εἴτε ἐκ τοῦ τσακμάκι > διακναίω ( =ξέω, τρίβω)] , şubat [ > ἐκ τῶν μυστῶν τοῦ Βάκχου, τῶν Σάβων ( > Διόνυσος Σαβάζιος > σόβησις = ταραχή) . Τὸν μῆνα Φεβρουάριο/Ἀνθεστηριώνα ἐγίνοντο τὰ Ἀνθεστήρια, ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου ], mart, nisan [ > ἑβρ. nus ( =φεύγω) > νίσσομαι ( = άποχωρῶ) ] , mayıs, haziran, temmuz [ > σουμερ. Dumuzid > δόμος ( βλ. Διός δόμος < λατ. Domo < dominant =κυρίαρχος)] , ağustos, eylül, ekim, kasım [> άραβ. قسم / (κασάμ) = διαιρῶ > ἑλλ. κεάζω ( =σκίζω) ] , aralık ( =ἀνάπαυση, ῥωγμή, κενό > ἀραιός)

κρεόλ Ἁϊτ. : Janvye, Fevriye, Mas, Avril, Me, Jen, Jiyè, Out, Septanm, Oktòb, Novanm, Desanm

ἁζερ. : yanvar, fevral, mart, aprel, may, iyun, iyul, avqust, sentyabr, oktyabr, noyabr, dekabr

ζουλού:  Januwari, Febhuwari, Mashi, Ephreli, Meyi, Juni, Julayi, Agasti, Septhemba, Okthoba, Novemba, Disemba

ἰνδονησ./ φιλιπ. : Januari, Februari, Maret, April, Mei, Juni, Juli, Agustus, September, Oktober, November, Desember/ Enero, Pebrero, Marso, Abril, Mayo, Hunyo, Hulyo, Agosto, Setyembre, Oktubre, Nobyembre, Disyembre

χίντι/ οὐρντ.: जनवरी [τζάνβαρι], फरवरी [φάρβαρι], मार्च [μάαρτς], अप्रैल [απρέλ], मई [μάαι], जून  [τζούν], जुलाई [τζουλάιι], अगस्त [ογκόστ], सितंबर [σεπτάμπερ], अक्टूबर [οκτούμπερ], नवंबर [νοβάμπαρ], दिसंबर [ντισάμπαρ] / جنوری  [ τζάνουαρι]، فروری  [φεμπρουαρί]، مارچ  [μαάρτς]، اپریل [απρίλ] ، مئی  [μούι]، جون  [τζούν]، جولائی [τζούλαϊ] ، اگست  [αγκούστ]، ستمبر  [σεπτέμπερ]، اکتوبر  [ικτόμπερ]، نومبر [νοβέμπερ] ، دسمبر [ντισέμπερ]. Ἑλληνιστὶ τοὺς ἐκφράζουν καὶ στὶς ἄλλες ὑπογλῶσσες/διαλέκτους ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Ἰνδοί ( μαραθικά, καννάντα, βεγγάλικα,  γκουτζαρατικά, ταμίλ κλπ)

Καὶ αὐτὲς εἶναι ἐλάχιστες, ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις ἀπὸ τὸ ταξίδι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης στὶς 5 ἡπείρους...

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΩΓΥΓΙΑ>>, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΤΗΣ, <<Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ>>, ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-ΔΑΝΕΖΗΣ, <<ΒΙΒΛΙΟ Β’ΕΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΑΙΝΕΙΑΔΑ>>, ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ,  <<DICCIONARIO ETIMOLÓGICO VASCO>>, AGUD- TOVAR, <<ETYMOLOGICAL DICTIONARY OF PROTO- CELTIC>>,  MATASOVIĆ καὶ ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ σελίδα <<indifferentlanguages>> 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ