Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 1ο/ Α-Γ )


Κατὰ καιροὺς εἴτε ἀκούω, εἴτε διαβάζω ( καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀσχολοῦνται μὲ τὴν γλῶσσα) γιὰ τὶς δάνειες λέξεις ποὺ πῆρε ἡ γλῶσσα μας ἐκ διαφόρων γλωσσῶν, ἐν προκειμένῳ ἐκ τῆς τουρκικῆς. Μάλιστα πολλοὶ ἐξαίρουν καὶ τὴν σημασία ποὺ εἶχαν τὰ «δάνεια» αὐτά, γιατὶ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἀλλοιῶς!!

Θαρρεῖς καὶ περιμέναμε μερικοὺς νομάδες ( «Νομάδες δὲ καλοῦνται, ὅτι οὐκ ἔστι σφί ( =εἰς αὐτούς) οἰκήματα, ἀλλά ἐν ἁμάξαις οἰκοῦσι»,  πποκρ. Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων, 93), χωρὶς γλῶσσα καὶ ἀλφάβητον γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λεξιλογικὸν πλοῦτον. Καὶ γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶ, ἕνας μικρὸς πρόλογος, ὅπως καταγράφεται στὸ βιβλίον «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» εἶναι ἀπαραίτητος :

«Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα εἶναι ἕνα συνονθύλευμα λέξεων ἐκ τῆς ἀραβικῆς, περσικῆς, ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γλώσσης. Πoλλὲς ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις εἰσῆλθον στὴν τουρκικὴ μέσω τῆς ἀραβοπερσικῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνιζούσης ἀρμενικῆς. Ἡ τουρκικὴ γλῶσσα ἐδανείσθη ἀκόμη λέξεις μέσω τῆς φρυγικῆς, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κούρτιος γράφει:  « Ἡ φρυγική γλῶσσα ἦτο συγγενὴς μὲ τὴν ἑλληνική». Πολὺ φυσικόν, ἀφοῦ ὁ Ἡρόδοτος (Ζ, 73) μᾶς παρέχει τὴν πληροφορία ὅτι «Οἱ Φρύγες ἐκαλοῦντο Βρίγες»  ὅσον χρόνον κατοικοῦσαν στὴν Εὐρώπη καὶ ἦσαν γείτονες τῶν Μακεδόνων… «Μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίαν καὶ τὸ ὄνομα μετέβαλον ἐς Φρύγας».
Οἱ Τούρκοι, 50.000 περίπου, ἐμφανίσθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ἀνατολικὰ σύνορά μας τὸ 980 μ.Χ. Ὑπῆρξαν νομάδες ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὸ Τουραχὰν λόγῳ μακρᾶς ξηρασίας. Οἱ Ὀσμανίδαι Τοῦρκοι ἐγκατεστάθησαν στὴν Βιθυνία τὸ 1231 μ.Χ. μὲ ἀρχικὸ πυρῆνα 400 οἰκογένειες. Καί, ὅπως γράφει καὶ ὁ Κων/νος Παπαρηγόπουλος «Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν ἔθνος, ἄρα δὲν εἶχαν ἐθνικὴ γλῶσσα. Συνεννοοῦντο μεταξύ τους μὲ ἕνα βασικὸ λεξιλόγιο ποὺ δὲν ὑπερέβαινε τὶς 200 ῥιζικὲς λέξεις ». Ἡ πρωτόγονη τουρκομογγολικὴ γλῶσσα δὲν ἦτο ἐπαρκὴς γιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πολιτισμένο μεσογειακὸ κόσμο. Οἱ τουρκομογγόλοι αὐτοὶ νομάδες, ἐρχόμενοι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς ἐν Ἀσία Αἰολίας καὶ Ἰωνίας, ἐδημιούργησαν σιγά-σιγὰ ἕνα γλωσσικὸ ὑπόστρωμα ἀρχαιοελληνικὸ καὶ ἐπέκεινα βυζαντινό. Τὰ δὲ ἀραβοπερσικά τους δάνεια, ὅπως ἤδη ἐτονίσαμε, στὴν οὐσία εἶναι καὶ αὐτὰ ἑλληνικὰ ἀφοῦ καὶ οἱ  ραβες καὶ οἱ Πέρσαι, μέσω τῆς ἑλληνικῆς διεισδύσεως εἰς τὰ βάθη τῆς Ἀσίας (καὶ μέσω τῆς διεισδύσεως τῶν Ἀράβων εἰς τὴν Ἀλεξάνδρεια) ἔχουν ἐμπλουτίσει τὸ Λεξιλόγιό τους ἐκ τῆς ἑλληνικῆς».

Σχετικῶς μὲ τὸ ἀλφάβητον, νομίζω εἶναι γνωστὸν πὼς μέχρι πρὶν 100 χρόνια ἡ τουρκικὴ γλῶσσα δὲν εἶχε ξεκάθαρον ἀλφάβητον ( παρὰ ἕνα συνονθύλευμα ἀραβικῶν καὶ περσικῶν  γραμμάτων) μέχρι ποὺ τὸ 1928 ὁ Μουσταφὰ Κεμάλ δανείστηκε τὸ δικό μας εὐβοϊκό, γνωστὸτερο σήμερα ὡς λατινικόν ἀλφάβητον, καὶ βοήθησε να μειωθεῖ  ἀρκετὰ ὁ ἀναλφαβητισμὸς ποὺ μάστιζε τοὺς τότε Τούρκους.

Αὐτὰ ὡς είσαγωγή. Τώρα σχετικὰ μὲ τὶς διάφορες λέξεις ποὺ «δανειστήκαμε» -ἐξετάζοντας τὴν ῥίζα τους παρατηρεῖται πὼς δὲν πρόκειται γιὰ δάνεια ἀπὸ τὴν τουρκική, ἀλλὰ γιὰ μία κακοποιημένη ἔκδοσιν τοῦ δικοῦ μας λεξιλογίου, τὴν ὁποίαν -κακῶς- ἀποδεχτήκαμε καὶ χρησιμοποιοῦμε κι ἑμεῖς. Ἤτοι πρόκειται γιὰ ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ. Ἐνδεικτικῶς :

ΑΓΑΣ ( =δεσποτικός) > ΑΓΟΣ ( = αὐτὸς ποὺ ἄγει, ὁδηγεῖ, ὁ ἀρχ-ηγός, βλ. λοχ-αγός, ἡγεμών, ὁ ἀγαθός)

ΑΓΙΑΖΙ  ( = πρωινὸ κρύο μὲ ὑγρασία καὶ ἄνεμο) > ΑFΗΜΙ ( =φυσῶ, βλ. ἀήρ, αὔρα)

ΑΚΑΝΤΙΑ > ΑΚΑΝΘΙΟΝ ( =ἀγκάθι), τὸ μέρος γεμάτο ἀγκαθιές, γαϊδουράγκαθα)

ΑΚΡΑΝΗΣ > ΚΡΑΝΤΗΣ ( =ἡγεμών, βασιλεύς, κρείων, κρατερός)

(Α)ΛΑΜΠΙΚΟΣ ( =ὁ ἀποστακτήρ) > ΑΜΠΙΚΑΣ > ΑΜΒΥΞ/ΑΜΒΙΞ  ( =ἔκπωμα, ποτήρι, τὸ σκέπασμα ἀποστακτικοῦ λέβητος) + ἀραβ. ἄρθρον ἄλ

ΑΛΑΝΑ ( =ἐκτενής, εὐρύχωρος τόπος) > ΑΛΣ [ =ἡ θάλασσα, ὁ μεγάλος χῶρος ὡσὰν τὴν θἀλασσα, ὅπου ἁλάεσαι ( =περιφέρεσαι, πλανιέσαι) ὡς ὁ ἀλήτης ( =ὁ περιφερόμενος), βλ. σ-αλόνι]

ΑΛΑΝΗΣ ( =ὁ περιπλανώμενος, ἀλήτης)  > ΑΛΗ ( =ἡ περιπλάνησις)

ΑΛΑΤΖΑΣ ( =βαμβακερό ὕφασμα πολύχρωμο, τοῦ ὁποίου τὰ χρώματα ἐναλλάσσονται ) > ΑΛΛΑΤΤΩ ( ἀλλάζω, βλ. ἐναλλάξ)

ΑΛΙΣΒΕΡΙΣΙ ( =δοσοληψία) > ΑΛΙΣΒΗ ( =ἀπάτη στὸν  Ἡσύχιο)

ΑΛΜΑΝΑΚ ( μέσω ἀραβ. = ἡμερολόγιον )  > ἀραβ. ἄρθρον άλ + μηνιακόν > μήνη ( καὶ μάνη = ἡ σελήνη, βλ. μήνας)

ΑΜΑΝ ( ἐπιφώνημα ποὺ ἐκφράζει ἱκεσία, θλίψιν, αγανάκτηση, ἐξ οὗ κι ὁ ἀμανές) > Ἦ +ΜΕΝ ( =ἀληθῶς, πιά, βλ. ἀμὴν ποὺ λέμε στὸ τέλος τῆς προσευχῆς, ἀντὶ <<γένοιτο>>) 

ΑΜΑΝΑΤΙ ( =ἐνέχυρον) > ( μέσω τοῦ γαλατικοῦ a mane = στὸ χέρι > μάρη = χείρ)

ΑΜΑΝΑΤΖΗΣ ( =ὁ δανείζων μὲ ἐνέχυρον) > ΑΜΑΝΑΤΙ + καταλ. -ΤΖΗΣ ( > λατ. ago > ἄγω)

ΑΜΠΑΡΙ ( = ἀποθήκη/κύτος ἐμπορικοῦ πλοίου) > ΕΜΠΟΡΙΟΝ

ΑΝΑΝΤΑΜ, ΠΑΠΑΝΤΑΜ > ΑΝΝΙΣ ( =ἡ μητέρα) καὶ ΠΑΠΠΑΣ ( =ὁ πατήρ)

ΑΝΤΕ/ΑΪ > ΑΓΕ! ( τὸ <<ἄντε ντε>> ἐκ τοῦ β’πληθ. τῆς προστακτ. ἄγετε! )

ΑΡΑΛΙΚΙ ( =ῥωγμή, χάσμα, εὐκαιρία) > ἀραιός

ΑΡΑΜΠΑΣ ( =κάρρο ποὺ τὸ σέρνουν πολλὰ βόδια καὶ ἄλογα καὶ χρησίμευε στὸ νὰ μεταφέρουν μεγάλα βάρη) > ΑΡΡΑΒΑΣΣΩ  ( =χτυπῶ ἰσχυρῶς), ΑΡΑΒΟΣ ( =ὁ ἰσχυρὸς θόρυβος, βλ. θόρυβο ἁρμάτων μὲ πολλὰ ἄλογα)

ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ > ΑΛΒΑΝΟΣ

ΑΣΗΚΗΣ ( =εὔσωμος, θαρραλέος, γενναῖος) > ΑΣΗΚΟΡΟΣ ( =ἀτάραχος, ἀδιάφορος)

ΑΣΚΕΡΙ ( =σῶμα στρατοῦ) > ΑΣΚΗ ( =ἡ ἄσκησις) καὶ ΑΣΚΕΡΑ ( =χειμερινὸ ἀνδρικὸ ὑπόδημα μὲ γοῦνα στὸ ἐσωτερικόν του, κατάλληλον γιὰ τὶς δύσκολες χειμερινὲς ἀσκήσεις)

ΑΣΤΑΡΙ ( =στερεωτικόν βαφῆς) > ΣΤΕΡΕΩ ( =στερεώνω)

ΑΤΖΑΜΗΣ > ΑΔΑΗΜΩΝ ( =ὁ ἀδαὴς, ὁ ἄπειρος)

ΑΤΙ ( =ἄλογον) > ΑΪΣΣΩ/ΑΪΤΤΩ ( =ὁρμῶ, βλ. Αἴας)

ΑΦΕΝΤΗΣ >  ΑΥΘΕΝΤΗΣ ( > αὐτός + ἄνυμι =φέρνω εἰς πέρας)

ΑΦΙΟΝΙ > ΟΠΙΟΝ ( > ὀπός =ὁ χυμός)

ΑΧΟΥΡΙ ( μέσω πέρσικης, ἡ ἀκαταστασία) > ΑΧΥΡΩΝ

ΑΧΤΑΡΜΑΣ > ΑΧΘΟΣ +ΑΙΡΩ +ΟΜΟΥ, ἡ ἀνακατωσούρα

ΑΧΤΙ > ΑΧΘΟΣ ( =τὸ βάρος) ἤ ΕΧΘΟΣ ( =μῖσος) 

ΒΑΪ-ΒΑΪ > ΒΑΫΖΩ ( =φωνάζω)

ΒΑΛΗΣ ( =νομάρχης)  > ΒΑΛΗΝ ( =βασιλεύς)

ΒΑΛΚΑΝΙΑ > FΑΛΚΑΡ ( =ἀμυντήριον, τὸ ὕψωμα, τὸ προπύργιον, βλ. ἐπάλξεις)

ΒΕΔΟΥΙΝΟΣ > ΒΑΔΙΣΜΑΤΙΑΣ, ΒΑΔΙΣΤΗΣ

ΒΕΖΙΡΗΣ ( =ἀξιωματοῦχος, διοικητής) > FΟΥΡΟΣ ( =ὁ φύλαξ, βλ. οὐρανός, κηπουρός), βλ. ἐφορῶ, Βιδιαῖοι ( =οἱ ἐπόπτες στὴν Σπάρτην)

ΒΕΡΑΤΙ(ΟΝ)/ΜΠΕΡΑΤΙ ( = σουλτανικόν διάταγμα παροχῆς προνομίων) > FΕΡΑΤΕΙΝΟΝ ( =τὸ εὐχαριστήριον)

ΒΕΡΕΣΕΣ ( =ἀγορὰ μὲ πίστωση ἤ χωρὶς πληρωμή) > ΦΕΡΕΙΝ, αἰολ. ΦΕΡΕΥ  

ΓΕΜΙΤΖΗΣ ( =ὁ ναυτικός) > ΓΕΜΙΖΩ, βλ. πλήρωμα ἐκ τοῦ πληρόω-ῶ ( =γεμίζω)

ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ ( yeni + ceri = ὁ νέος στρατός) > ΓΕΝΟΣ +ΚΑΙΣΑΡ ( ὁ ἀνήκων εἰς τὸν αὐτοκράτορα)

ΓΙΑΒΑΣ-ΓΙΑΒΑΣ ( =σιγά-σιγά) > ΔΙΑΒΑΣ > ΔΙΑΒΑΣΚΩ ( =περπατῶ ὑπερήφανα, ἀργά-ἀργά)

ΓΙΑΒΡΗΣ, ΓΙΑΒΡΟΥΜ ( =ὁ άγαπητός, τὸ νεογνόν ζώου) > ΑΒΡΟΣ (βλ. ἀβροφροσύνη)

ΓΙΑΓΛΙ ( =λίπος) > ΓΛΙΝΑ/ΓΛΙΝΗ ( =λιπαρὸν ἔλαιον)

ΓΙΑΚΑΣ ( =τὸ περιλαίμιον, ἡ ἄκρη ἐνδύματος) > ΟΥΙΑ/ΟΙΑ/ῼΑ ( = ἡ προβιά καὶ ἡ οὔγια, ἡ ἄκρη πανιοῦ, ἡ παρυφὴ ὑφάσματος)

ΓΙΑΟΥΡΤΙ ( =ὀξύγαλα, τυρόπηγμα) >   <<οὖθαρ ἀρούρης>> ( =γῆς μαστός), Ὁμηρ, Ι, 283 καὶ ὕμνος εἰς Δήμητρα, 450, οὖθαρ εἶναι ὁ μαστὸς, τὸ γονιμώτατον μέλος  Συγγενὲς τοῦ ὄθω/ὄδω < οἰδαίνω  ( =φουσκώνω, βλ. οἴδημα ) > πρωτοελλ. θῶ ( =τρέφω), <<οὔθατα, οἱ μαζοὶ τῶν προβάτων>, Λεξικὸν Σουΐδα, σελ. 802

ΓΙΑΠΙ ( =ἀνολοκλήρωτη οἰκοδομή) > ἰάπτω ( =ῥίχνω, χαλῶ, ἐκσφενδονίζω, βλάπτω)

ΓΙΑΡΜΑΣ > ΓΟΥΡΜΑΖΩ, ΩΡΙΜΑΖΩ

ΓΙΑΧΝΙ > ΑΧΝΙΖΩ

ΓΙΛΕΚΟ ( =τὸ περιθωράκιον ) > ΓΛΟΚΚΗ ( =εἶδος ἐνδύματος)

ΓΙΟΚ > ΟΥΧΙ

ΓΙΟΥΡΟΥΚΗΣ > ΑΓΡΟΙΚΟΣ

ΓΙΟΥΧΑ, ΓΙΟΥΧΑΪΖΩ > ΙΑΧΗ

ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ ( =ἔφοδος, ἐπίθεσις) > γιούργια > ΟΡΟΥΩ ( =ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι )

ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ  ( =τοκογλυφία) > ΟΥΣΙΔΙΟΝ ( = μικρὴ περιουσία)

ΓΚΑΝΤΕΜΗΣ ( =δυστυχής, γρουσούζης) > ΚΑΔΑΜΟΣ ( =τυφλός, ὅπερ δυστυχής)

ΓΚΑΪΝΤΑ > ΑΣΚΑΥΛΟΣ ( ἤ ἰσκάνδιον στὸν Ἡσύχιον) 

ΓΚΑΣΜΑΣ > ΣΚΑΠΑΝΗ > ΚΑΣΠΑΝΙ > ΚΑΣΜΑΣ  

ΓΚΕΛ > ΚΕΛΛΩ ( =ἐλαύνω, ὠθῶ «τὸ ἀπὸ ἐδάφους ἀναπήδημα ἀντικειμένου» )

ΓΚΕΜΙΑ ( =χαλινάρια) > ΚΗΜΟΣ ( =πλέγμα ἤ φίμωτρον τιθέμενον στὸ στόμα ἀλόγου)

ΓΚΙΑΟΥΡ > ἀραβ. Γκαβίρ > ΚΑΒΕΙΡΟΣ ( θεότητες λατρευόμενες ὑπὸ τῶν Πελασγῶν. Καβείρους χαρακτήριζαν οἱ Ἄραβες τοὺς Ἕλληνας, ὡς μύστας τῶν Καβειρίων Μυστηρίων)

Γ(Κ)ΙΟΥΒΕΤΣΙ > ΚΥΘΡΟΓΑΥΛΟΣ ( =εἶδος χύτρας ὁμοίας πρὸς γαυλόν, στρογγύλης)

ΓΛΕΝΤΙ > ΕΚΛΕΝΤΙΣΜΑ ( βυζ. ΕΚΛΕΝΤΙΟΝ = ὑφαντὸν καὶ ἑορτὴ ἐν τῷ πέρατι τῆς ἐργασίας)

ΓΟΥΡΙ, ΓΟΥΡΛΗΣ > λατ. augurium ( =οἰωνὸς προφητεύων αὔξησιν) > augeo ( =αὔξω, ἐνισχύω, μεγαλώνω ) > ΑΥΞΩ  

ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ > ΓΟΥΡΙ + λατ. sine > ΑΝΙΣ =ΑΝΕΥ 

ΓΡΟΣΙΑ > ΧΡΥΣΟΣ 


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELLSCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>> 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (