Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 2ο/ Δ-Κ )


ΔΕΛΗΣ/ΝΤΕΛΗΣ ( =τρελός) > ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω, βλ. βλαμμένος)

ΔΕΡΒΕΝΙ ( =στενὴ δίοδος σὲ βουνό, ἡ στενοπορία) > ΔΙΑΒΑΙΝΩ, ἐξ οὗ και ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ ( βλ. ἀγάς, ὁ ἀγὸς στὰ δερβένια, ὁ ἀρχηγὸς σώματος ἐνόπλων γενικότερα). Κατὰ ἄλλους ἀπὸ τὴν λέξιν ΔΕΙΡΑΣ ( =ῥάχη βουνοῦ) + ΒΑΙΝΩ.  

ΔΟΒΛΕΤΙ ( = κυβέρνησις, δυναστεία) > ΔΙΟΒΛΗΣ/ ΔΙΟΒΛΗΤΟΣ ( > Ζεῦς +βάλλω, ὁ ἐκ τοῦ Διός ῥιφθείς)

ΔΡΑΜΙ > ΔΡΑΧΜΗ, ΔΡΑΓΜΑ

ΕΜΙΡΗΣ/ΑΜΙΡΑΣ ( =ὁ ἀξιωματοῦχος) > μέσω AMIRAL ( =ναύαρχος) > ΜΥΡΑ ( =ἡ θάλασσα)

ΕΡΓΕΝΗΣ > ΕΡΗΜΟΓΕΝΗΣ

ΖΑΜΑΝΙ ( =μεγάλο χρονικὸ διάστημα) > ΔΙΑΜΕΝΩ ( =διαρκῶ, παραμένω, ἐξακολουθῶ)

ΖΑΦΤΙ ( =καταβάλλω, δαμάζω) > ΚΑΠΤΩ ( = ἀρπάζω, αἰχμαλωτίζω, βλ. capture)

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ > ΖΕΥ ΒΑΚΧΕ ( ἀναφώνησις διονυσιακή)

ΖΟΡΙ ( =καταναγκασμός, βία, σύρσις) > μέσω περσικοῦ ζούρ > ΣΥΡΩ δια τῆς βίας

ΖΟΡΜΠΑΣ ( = ἄτακτος ὁπλοφόρος ἐκτρεπόμενος σὲ λεηλασίες καὶ ἁρπαγές ) > ΔΙΑΡΠΑΖΩ  

ΘΕΡΙΑΚΛΗΣ ( =ὀπιομανής, ὁ μανιώδης μὲ κάτι)  > ΘΗΡΙΑΚΗ ( = ἀντίδοτον δηλητηρίου)

ΙΜΑΜΗΣ > ΙΜΑΙΟΝ μέλος ( =εἶδος ἄσματος)

(Γ)ΙΝΑΤΙ ( =πεῖσμα, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀντιπάθεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ πεῖσμα) > FΙΣ, τῆς ἰνός ( =ἡ δύναμις), ἰνάττω ( =ἐνισχύω)  

ΚΑΒΟΥΚΙ ( =ὄστρακον χελώνης, κοῖλον) > ΚΩFΟΣ ( = σπήλαιον, κοίλωμα ) ἤ ἐκ τοῦ ΚΥΒΟΣ ( =κοίλωμα)

ΚΑΒΟΥΡΝΤΙΖΩ > ΚΑΠΥΡΟΣ ( =ξηρός)

ΚΑΔΗΣ ( =δικαστής) > ΚΑΔΟΣ, ΚΑΔΔΙΖΕΙΝ ( = ῥίπτω ψῆφον εἰς κάδ(δ)ον, κάδδιχον , ἤτοι κάλπην) 

ΚΑΖΑΝΙ ( = μεγάλο δοχεῖον, χύτρα) > ΚΑΔΙΑ ( =ὑδρίαι Σαλαμίνιαι στὸν Ἡσύχιον) 

ΚΑΖΑΣ ( =διοικητικὴ περιφέρεια) > ΚΕΑΖΩ ( κόβω, σχίζω, διαμερίζω, βλ. caseumcheese

ΚΑΖΙΚΙ ( = 1.πάσσαλος, παλούκι, 2.δυσάρεστη κατάστασις) > ΥΣΣΑΞ ( τοῦ ὕσσακος, =ὁ πάσσαλος, τὸ ἀκόντιον)

ΚΑΪΚΙ > ΑΪΚΗ ( = ὁρμή), βλ. ποταμό Κάικο

ΚΑΪΜΑΚΙ > caesus ex monte Atho, δηλ. τυρί (κοπτόν, βλ. κεάζω) ἐκ τοῦ ὄρους Ἄθω, (Κων/νος Οἰκονόμος)  

ΚΑΛΑΦΑΤΙΖΩ ( =φράζω μὲ πίσσα ἤ στουπί τὰ κενὰ ἀνάμεσα σὲ σανίδες πλοίου ἤ βαρελιοῦ) > ΚΑΛΑ ( =ξύλα, σανίδες) + ΠΑΤΩ ( =πατικώνω)

ΚΑΛΕΜΙ ( =γραφίς) > ΚΑΛΑΜΟΣ 

ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙ > ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΙΟΝ, ἱδανικὸν γιὰ περπάτημα (τούρκ. =πεζοδρόμιον) 

ΚΑΛΟΥΠΙ > ΚΑΛΑΠΟΥΣ, ΚΑΛΑΠΟΔΙ

ΚΑΛΠΙΚΟΣ > ΚΑΛΟΥΠΙ ( ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς μήτρας παραχαράξεως) ἤ ἐκ τοῦ ΚΛΕΠΟΣ ( = τὸ κλοπιμαῖο)

ΚΑΜΤΣΙΚΙ > ΚΗΜΟΣ ( =τὰ χαλινάρια) + ΙΜΑΣ ( τοῦ ἰμᾶντος)

ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ > ΚΥΜΒΑΧΟΣ ( > κύπτω) ἤ ΚΑΜΠΥΛΟΣ

ΚΑΝΑΤΑ > ΚΑΝΝΗΣΤΡΟΝ

ΚΑΝΤΑΡΙ ( μονάδα βάρους 100 λίτρων) μέσω ἀραβ. > λατ. centum > ΕΚΑΤΟ

ΚΑΠ(Π)ΑΚΙ > ΚΑΠΠΑΤΙΟΝ > ΚΥΒΟΣ ( =κοίλωμα ποὺ μᾶς καλύπτει, μᾶς περιλαμβάνει ἐντός, βλ. καὶ κάππα)

ΚΑΠΛΑΜΑΣ ( =λεπτὸν φύλλον ἐπιφανείας) > ΚΑΛΥΠΤΩ

ΚΑΠΟΥΤΖΗ-ΜΠΑΣΗΣ/ΚΟΤΣΑΜΠΑΣΗΣ ( =ἀρχιθαλαμοπόλος) > λατ. caput ( =κεφάλι, βλ. cabezacapelli) > ΚΑΠΟΣ ( =πνεῦμα) συγγενὲς τῆς κύβης ( =τὸ κεφάλι) , βλ. captain, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς, ὁ ΚΥΒερνήτης + ΕΜΒΑΙΝΩ. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ ΚΟΤΖΑΜ ( =τεράστιος, βλ. κοτζάμ) +ΠΑΣΑΣ  > ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος, βλ. Ποσειδῶν, boss

ΚΑΡΑΒΑΝΑ ( =μεταλλικὸ σκεῦος πρὸς φύλαξιν τῆς τροφῆς τοῦ στρατιώτου καὶ ἀργότερα συνεκδοχικῶς ἡ νηοπομπή) > ΚΡΙΒΑΝΟΣ ( =πλατειὰ χύτρα) ἤ ΚΡΙΒΑΝΗ ( =γλύκισμα, Ἀθην. 646) 

ΚΑΡΑΒΑΝΙ > ΚΑΡΑΒΙ ( ἡ καμῆλα θεωρεῖται πλοῖον τῆς ἐρήμου)

ΚΑΡΑΟΥΛΙ μέσω ἀραβ. ΚΑΡΑΚΟΛΙ ( = φρουρά, ἐνέδρα, βάρδια)> ΚΑΡΑΔΟΚΩ

ΚΑΡΑΤΙ > ΚΕΡΑΤΙΟΝ, ΚΕΡΑΣ

ΚΑΡΜΑ > ΑΡΜΟΝΙΑ, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -κ ( «Διὸς ἁρμονία ἡ εἱμαρμένη, ἡ ἁρμόζουσα τὰ πάντα» )

ΚΑΡΜΙΡΗΣ ( =φιλάργυρος)  > ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ, ΚΑΡΜΟΡΟΣ/ΚΑΜΜΟΡΟΣ ( Ἡσύχιος)

ΚΑΡΝΤΑΣΙ/ΑΡΚΑΝΤΑΣ > ΕΓΚΑΡΔΙΟΣ ( «Σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά», Ὕμνος εἰς τὴν ἐλευθερίαν, στρ. 149, Σολωμός )

ΚΑΡΠΟΥΖΙ > ΚΑΡΠΟΣ

ΚΑΤΙΜΑΣ ( =εὐτελὲς τεμάχιο κρέατος) > ΚΑΤΤΥΜΑ ( = σκληρὸ δέρμα, σόλα)

ΚΑΤΣΙΚΑ > ΚΩΔΙΟΝ/ΚΩΑΣ ( =δέρμα αἰγός, ἐξ οὗ καὶ codex, ἐπειδὴ ἔγραφον πάνω σὲ δέρματα, βλ. καὶ ῥώσικο кожа [ koza] =τὸ δέρμα). Ἀπ’αὐτὸ καὶ τὸ kuzu ( =τὸ ἀρνί στὰ τούρκικα, βλ. κουζούμ ) καὶ keçisi ( =γίδα)

ΚΑΥΓΑΣ > ΚΡΑΥΓΑΣΟΣ ( =κραυγάζων , φωνακλᾶς, Λοβ. Φρυν, 338, 436)

ΚΑΦΑΣΙ > ΣΚΑΦΗ, ΚΑΦΗ/ΚΑΦΑ ( κατὰ τὸν Ἡσύχιον, βλ. μήνα Καφάσιον, καθ’ὅν οἱ δοῦλοι παρήλαυνον βαστάζοντες κάφας)

ΚΑΦΤΑΝΙ ( =ποδήρης χιτών) > ΚΙΘΩΝ/ΧΙΤΩΝ > ΚΕΥΘΩ ( =καλύπτω)

ΚΕΛΕΜΠΙΑ ( μέσω ἀραβ.) > ΚΕΛΥΦΙΟΝ

ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ ( = ἐμπόρευμα σὲ τιμὴ εὐκαιρίας, εὐκαιρία, ἀπροσδόκητο κέρδος)  > ΚΑΛΟ +ΕΜΠΟΡΙΟ

ΚΕΣΕΣ ( =μικρὸ ἀγγεῖον) > ΚΑΜΨΑ/ΚΑΨΑ ( Ἠσύχιος, Σουΐδας = θήκη), βλ. κάψουλα

ΚΕΦΙ (=εὐδιαθεσία) > ΚΑΦΑΖΩ ( =γελῶ, Ἡσύχιος). Κατ’ἄλλους ἀπὸ τὸ ΚΕΦΑΛΙ («κάνω κεφάλι»)

ΚΕΦΤΕΣ ( =κρεώσφαιρα) > ΚΟΦΤΑΔΕΣ, τὸ κοπτὸν κρέας δηλαδή «περικόμματ᾽ ἔκ σου σκευάσω», Ἱππῆς, 372

ΚΙΛΙΜΙ ( =εἶδος τάπητος )> ΚΑΛΥΜΜΑ

ΚΙΛΙΚΙΟΝ ( =χονδρὸν ὕφασμα) > ΚΙΛΙΚΙΑ ( δηλ. ἀπὸ τρίχες αἰγῶν Κιλικίας. Ἦταν διάσημη γιὰ τὰ χονδρὰ ὑφάσματά της)

ΚΙΜΑΣ > ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω), τὸ κεκαρμένον κρέας

ΚΙΟΣΚΙ > οἰκίσκος ΣΥΣΚΙΟΣ > ΣΥΝ +ΣΚΙΩ ( =σκιάζω), ὁ πανταχόθεν σκιασμένος

ΚΙΟΤΗΣ > ΚΙΩ ( =πηγαίνομαι, πορεύομαι, τρέχω), ἐξ οὗ καὶ τὸ ΚΙΟΤΕΥΩ ( =τὸ βάζω στὰ πόδια)

ΚΙΟΥΠΙ ( =πιθάρι) > ΚΥΠΗ, ΚΥΠΕΛΛΟΝ

ΚΙΣΜΕΤ ( =τὸ πεπρωμένον, ἡ μοῖρα) > ΕΙΣΚΕΙΜΑΙ ( =ἔγκειμαι, εἶμαι τεθειμένος ἐντός)

ΚΟΛΑΪ > ΕΥΚΟΛΙΑ

ΚΟΝΑΚΙ > ΓΩΝΙΑ, ΓΩΝΙΑΚΙ

ΚΟΠΙΤΣΑ ( =πόρπη, θηλύκωμα) > ΚΟΜΒΟΣ < κουμπί < κόπτσε

ΚΟΤΖΑΜ [ > kocaman ( =τεράστιος ἄνδρας ) > koca ( =ἄνδρας )] > ΚΟΤΟΣ ( διαρκὴς ὀργή, βλ. καὶ ἀγγλ. μένος-man)

ΚΟΤΣΑΝΙ > ΚΟΨΑΝΙΟΝ ( =τὸ σημεῖον κοπῆς τοῦ ἄνθους)

ΚΟΤΣΙΑ > ΚΟΤΤΙΣ ( =ἡ κεφαλή)

ΚΟΥΒΑΣ > ΚΥΒΗ, ΚΥΦΟΝ ( =τὸ ποτήρι)

ΚΟΥΜΑΣΙ ( =κοτέτσι, ὀρνιθών) > ΚΟΙΜΑΣΙΟΝ ( «τὸ τῶν ὀρνίθων οἴκημα», Ἡσύχιος )

ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ [ =χρηματοδοχεῖον, μέσω ἀραβ. humbara ( =σφαιρικὴ μεταλλικὴ μπάλα ἐμπεριέχουσα εκρηκτικὴ ὕλη, ἡ χειροβομβίς )] > ΚΟΥΒΑΡΙ, ΚΟΒΑΡΟΣ

ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ ( =τὸ περιστήθιο ἔνδυμα μὲ πολλὰ κουμπιά καὶ συνεκδοχικῶς ἡ φαρέτρα καὶ τὸ ὅπλο ποὺ ἔβαζαν μέσα στὸ κουμπούρι)  > ΚΟΜΠΟΣ, ΚΟΜΒΙΟΝ

ΚΟΥΣΟΥΡΙ ( =μειονέκτημα) > γραμ. Β’ ku-su-ro ( =τὸ ξύλο, τὸ κούτσουρο), «ξύλον ἀπελέκητον» λέμε σήμερα

ΚΟΥΤΟΥΚΙ > ΚΥΤΟΣ

ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ ( =ἀπερίσκεπτη, παράτολμη πράξις, στὴν τύχη) > ΚΟΤΟΣ ( =ὁ θυμός), βλ. ΚΟΥΤΟΥΡΙΑ ( =παράτολμη πολεμικὴ ἐνέργεια ) 


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELLSCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (