ΔΕΛΗΣ/ΝΤΕΛΗΣ ( =τρελός) > ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω, βλ. βλαμμένος)
ΔΕΡΒΕΝΙ ( =στενὴ δίοδος σὲ βουνό, ἡ στενοπορία) > ΔΙΑΒΑΙΝΩ, ἐξ οὗ και ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ ( βλ. ἀγάς, ὁ ἀγὸς στὰ δερβένια, ὁ ἀρχηγὸς σώματος ἐνόπλων γενικότερα). Κατὰ ἄλλους ἀπὸ τὴν λέξιν ΔΕΙΡΑΣ ( =ῥάχη βουνοῦ) + ΒΑΙΝΩ.
ΔΟΒΛΕΤΙ ( = κυβέρνησις, δυναστεία) > ΔΙΟΒΛΗΣ/ ΔΙΟΒΛΗΤΟΣ ( > Ζεῦς +βάλλω, ὁ ἐκ τοῦ Διός ῥιφθείς)
ΔΡΑΜΙ > ΔΡΑΧΜΗ, ΔΡΑΓΜΑ
ΕΜΙΡΗΣ/ΑΜΙΡΑΣ ( =ὁ ἀξιωματοῦχος) > μέσω AMIRAL ( =ναύαρχος) > ΜΥΡΑ ( =ἡ θάλασσα)
ΕΡΓΕΝΗΣ > ΕΡΗΜΟΓΕΝΗΣ
ΖΑΜΑΝΙ ( =μεγάλο χρονικὸ διάστημα) > ΔΙΑΜΕΝΩ ( =διαρκῶ, παραμένω, ἐξακολουθῶ)
ΖΑΦΤΙ ( =καταβάλλω, δαμάζω) > ΚΑΠΤΩ ( = ἀρπάζω, αἰχμαλωτίζω, βλ. capture)
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ > ΖΕΥ ΒΑΚΧΕ ( ἀναφώνησις διονυσιακή)
ΖΟΡΙ ( =καταναγκασμός, βία, σύρσις) > μέσω περσικοῦ ζούρ > ΣΥΡΩ δια τῆς βίας
ΖΟΡΜΠΑΣ ( = ἄτακτος ὁπλοφόρος ἐκτρεπόμενος σὲ λεηλασίες καὶ ἁρπαγές ) > ΔΙΑΡΠΑΖΩ
ΘΕΡΙΑΚΛΗΣ ( =ὀπιομανής, ὁ μανιώδης μὲ κάτι) > ΘΗΡΙΑΚΗ ( = ἀντίδοτον δηλητηρίου)
ΙΜΑΜΗΣ > ΙΜΑΙΟΝ μέλος ( =εἶδος ἄσματος)
(Γ)ΙΝΑΤΙ ( =πεῖσμα, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀντιπάθεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ πεῖσμα) > FΙΣ, τῆς ἰνός ( =ἡ δύναμις), ἰνάττω ( =ἐνισχύω)
ΚΑΒΟΥΚΙ ( =ὄστρακον χελώνης, κοῖλον) > ΚΩFΟΣ ( = σπήλαιον, κοίλωμα ) ἤ ἐκ τοῦ ΚΥΒΟΣ ( =κοίλωμα)
ΚΑΒΟΥΡΝΤΙΖΩ > ΚΑΠΥΡΟΣ ( =ξηρός)
ΚΑΔΗΣ ( =δικαστής) > ΚΑΔΟΣ, ΚΑΔΔΙΖΕΙΝ ( = ῥίπτω ψῆφον εἰς κάδ(δ)ον, κάδδιχον , ἤτοι κάλπην)
ΚΑΖΑΝΙ ( = μεγάλο δοχεῖον, χύτρα) > ΚΑΔΙΑ ( =ὑδρίαι Σαλαμίνιαι στὸν Ἡσύχιον)
ΚΑΖΑΣ ( =διοικητικὴ περιφέρεια) > ΚΕΑΖΩ ( κόβω, σχίζω, διαμερίζω, βλ. caseum, cheese)
ΚΑΖΙΚΙ ( = 1.πάσσαλος, παλούκι, 2.δυσάρεστη κατάστασις) > ΥΣΣΑΞ ( τοῦ ὕσσακος, =ὁ πάσσαλος, τὸ ἀκόντιον)
ΚΑΪΚΙ > ΑΪΚΗ ( = ὁρμή), βλ. ποταμό Κάικο
ΚΑΪΜΑΚΙ > caesus ex monte Atho, δηλ. τυρί (κοπτόν, βλ. κεάζω) ἐκ τοῦ ὄρους Ἄθω, (Κων/νος Οἰκονόμος)
ΚΑΛΑΦΑΤΙΖΩ ( =φράζω μὲ πίσσα ἤ στουπί τὰ κενὰ ἀνάμεσα σὲ σανίδες πλοίου ἤ βαρελιοῦ) > ΚΑΛΑ ( =ξύλα, σανίδες) + ΠΑΤΩ ( =πατικώνω)
ΚΑΛΕΜΙ ( =γραφίς) > ΚΑΛΑΜΟΣ
ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙ > ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΙΟΝ, ἱδανικὸν γιὰ περπάτημα (τούρκ. =πεζοδρόμιον)
ΚΑΛΟΥΠΙ > ΚΑΛΑΠΟΥΣ, ΚΑΛΑΠΟΔΙ
ΚΑΛΠΙΚΟΣ > ΚΑΛΟΥΠΙ ( ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς μήτρας παραχαράξεως) ἤ ἐκ τοῦ ΚΛΕΠΟΣ ( = τὸ κλοπιμαῖο)
ΚΑΜΤΣΙΚΙ > ΚΗΜΟΣ ( =τὰ χαλινάρια) + ΙΜΑΣ ( τοῦ ἰμᾶντος)
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ > ΚΥΜΒΑΧΟΣ ( > κύπτω) ἤ ΚΑΜΠΥΛΟΣ
ΚΑΝΑΤΑ > ΚΑΝΝΗΣΤΡΟΝ
ΚΑΝΤΑΡΙ ( μονάδα βάρους 100 λίτρων) μέσω ἀραβ. > λατ. centum > ΕΚΑΤΟ
ΚΑΠ(Π)ΑΚΙ > ΚΑΠΠΑΤΙΟΝ > ΚΥΒΟΣ ( =κοίλωμα ποὺ μᾶς καλύπτει, μᾶς περιλαμβάνει ἐντός, βλ. καὶ κάππα)
ΚΑΠΛΑΜΑΣ ( =λεπτὸν φύλλον ἐπιφανείας) > ΚΑΛΥΠΤΩ
ΚΑΠΟΥΤΖΗ-ΜΠΑΣΗΣ/ΚΟΤΣΑΜΠΑΣΗΣ ( =ἀρχιθαλαμοπόλος) > λατ. caput ( =κεφάλι, βλ. cabeza, capelli) > ΚΑΠΟΣ ( =πνεῦμα) συγγενὲς τῆς κύβης ( =τὸ κεφάλι) , βλ. captain, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς, ὁ ΚΥΒερνήτης + ΕΜΒΑΙΝΩ. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ ΚΟΤΖΑΜ ( =τεράστιος, βλ. κοτζάμ) +ΠΑΣΑΣ > ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος, βλ. Ποσειδῶν, boss)
ΚΑΡΑΒΑΝΑ ( =μεταλλικὸ σκεῦος πρὸς φύλαξιν τῆς τροφῆς τοῦ στρατιώτου καὶ ἀργότερα συνεκδοχικῶς ἡ νηοπομπή) > ΚΡΙΒΑΝΟΣ ( =πλατειὰ χύτρα) ἤ ΚΡΙΒΑΝΗ ( =γλύκισμα, Ἀθην. 646)
ΚΑΡΑΒΑΝΙ > ΚΑΡΑΒΙ ( ἡ καμῆλα θεωρεῖται πλοῖον τῆς ἐρήμου)
ΚΑΡΑΟΥΛΙ μέσω ἀραβ. ΚΑΡΑΚΟΛΙ ( = φρουρά, ἐνέδρα, βάρδια)> ΚΑΡΑΔΟΚΩ
ΚΑΡΑΤΙ > ΚΕΡΑΤΙΟΝ, ΚΕΡΑΣ
ΚΑΡΜΑ > ΑΡΜΟΝΙΑ, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -κ ( «Διὸς ἁρμονία ἡ εἱμαρμένη, ἡ ἁρμόζουσα τὰ πάντα» )
ΚΑΡΜΙΡΗΣ ( =φιλάργυρος) > ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ, ΚΑΡΜΟΡΟΣ/ΚΑΜΜΟΡΟΣ ( Ἡσύχιος)
ΚΑΡΝΤΑΣΙ/ΑΡΚΑΝΤΑΣ > ΕΓΚΑΡΔΙΟΣ ( «Σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά», Ὕμνος εἰς τὴν ἐλευθερίαν, στρ. 149, Σολωμός )
ΚΑΡΠΟΥΖΙ > ΚΑΡΠΟΣ
ΚΑΤΙΜΑΣ ( =εὐτελὲς τεμάχιο κρέατος) > ΚΑΤΤΥΜΑ ( = σκληρὸ δέρμα, σόλα)
ΚΑΤΣΙΚΑ > ΚΩΔΙΟΝ/ΚΩΑΣ ( =δέρμα αἰγός, ἐξ οὗ καὶ codex, ἐπειδὴ ἔγραφον πάνω σὲ δέρματα, βλ. καὶ ῥώσικο кожа [ koza] =τὸ δέρμα). Ἀπ’αὐτὸ καὶ τὸ kuzu ( =τὸ ἀρνί στὰ τούρκικα, βλ. κουζούμ ) καὶ keçisi ( =γίδα)
ΚΑΥΓΑΣ > ΚΡΑΥΓΑΣΟΣ ( =κραυγάζων , φωνακλᾶς, Λοβ. Φρυν, 338, 436)
ΚΑΦΑΣΙ > ΣΚΑΦΗ, ΚΑΦΗ/ΚΑΦΑ ( κατὰ τὸν Ἡσύχιον, βλ. μήνα Καφάσιον, καθ’ὅν οἱ δοῦλοι παρήλαυνον βαστάζοντες κάφας)
ΚΑΦΤΑΝΙ ( =ποδήρης χιτών) > ΚΙΘΩΝ/ΧΙΤΩΝ > ΚΕΥΘΩ ( =καλύπτω)
ΚΕΛΕΜΠΙΑ ( μέσω ἀραβ.) > ΚΕΛΥΦΙΟΝ
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ ( = ἐμπόρευμα σὲ τιμὴ εὐκαιρίας, εὐκαιρία, ἀπροσδόκητο κέρδος) > ΚΑΛΟ +ΕΜΠΟΡΙΟ
ΚΕΣΕΣ ( =μικρὸ ἀγγεῖον) > ΚΑΜΨΑ/ΚΑΨΑ ( Ἠσύχιος, Σουΐδας = θήκη), βλ. κάψουλα
ΚΕΦΙ (=εὐδιαθεσία) > ΚΑΦΑΖΩ ( =γελῶ, Ἡσύχιος). Κατ’ἄλλους ἀπὸ τὸ ΚΕΦΑΛΙ («κάνω κεφάλι»)
ΚΕΦΤΕΣ ( =κρεώσφαιρα) > ΚΟΦΤΑΔΕΣ, τὸ κοπτὸν κρέας δηλαδή «περικόμματ᾽ ἔκ σου σκευάσω», Ἱππῆς, 372
ΚΙΛΙΜΙ ( =εἶδος τάπητος )> ΚΑΛΥΜΜΑ
ΚΙΛΙΚΙΟΝ ( =χονδρὸν ὕφασμα) > ΚΙΛΙΚΙΑ ( δηλ. ἀπὸ τρίχες αἰγῶν Κιλικίας. Ἦταν διάσημη γιὰ τὰ χονδρὰ ὑφάσματά της)
ΚΙΜΑΣ > ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω), τὸ κεκαρμένον κρέας
ΚΙΟΣΚΙ > οἰκίσκος ΣΥΣΚΙΟΣ > ΣΥΝ +ΣΚΙΩ ( =σκιάζω), ὁ πανταχόθεν σκιασμένος
ΚΙΟΤΗΣ > ΚΙΩ ( =πηγαίνομαι, πορεύομαι, τρέχω), ἐξ οὗ καὶ τὸ ΚΙΟΤΕΥΩ ( =τὸ βάζω στὰ πόδια)
ΚΙΟΥΠΙ ( =πιθάρι) > ΚΥΠΗ, ΚΥΠΕΛΛΟΝ
ΚΙΣΜΕΤ ( =τὸ πεπρωμένον, ἡ μοῖρα) > ΕΙΣΚΕΙΜΑΙ ( =ἔγκειμαι, εἶμαι τεθειμένος ἐντός)
ΚΟΛΑΪ > ΕΥΚΟΛΙΑ
ΚΟΝΑΚΙ > ΓΩΝΙΑ, ΓΩΝΙΑΚΙ
ΚΟΠΙΤΣΑ ( =πόρπη, θηλύκωμα) > ΚΟΜΒΟΣ < κουμπί < κόπτσε
ΚΟΤΖΑΜ [ > kocaman ( =τεράστιος ἄνδρας ) > koca ( =ἄνδρας )] > ΚΟΤΟΣ ( διαρκὴς ὀργή, βλ. καὶ ἀγγλ. μένος-man)
ΚΟΤΣΑΝΙ > ΚΟΨΑΝΙΟΝ ( =τὸ σημεῖον κοπῆς τοῦ ἄνθους)
ΚΟΤΣΙΑ > ΚΟΤΤΙΣ ( =ἡ κεφαλή)
ΚΟΥΒΑΣ > ΚΥΒΗ, ΚΥΦΟΝ ( =τὸ ποτήρι)
ΚΟΥΜΑΣΙ ( =κοτέτσι, ὀρνιθών) > ΚΟΙΜΑΣΙΟΝ ( «τὸ τῶν ὀρνίθων οἴκημα», Ἡσύχιος )
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ [ =χρηματοδοχεῖον, μέσω ἀραβ. humbara ( =σφαιρικὴ μεταλλικὴ μπάλα ἐμπεριέχουσα εκρηκτικὴ ὕλη, ἡ χειροβομβίς )] > ΚΟΥΒΑΡΙ, ΚΟΒΑΡΟΣ
ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ ( =τὸ περιστήθιο ἔνδυμα μὲ πολλὰ κουμπιά καὶ συνεκδοχικῶς ἡ φαρέτρα καὶ τὸ ὅπλο ποὺ ἔβαζαν μέσα στὸ κουμπούρι) > ΚΟΜΠΟΣ, ΚΟΜΒΙΟΝ
ΚΟΥΣΟΥΡΙ ( =μειονέκτημα) > γραμ. Β’ ku-su-ro ( =τὸ ξύλο, τὸ κούτσουρο), «ξύλον ἀπελέκητον» λέμε σήμερα
ΚΟΥΤΟΥΚΙ > ΚΥΤΟΣ
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ ( =ἀπερίσκεπτη, παράτολμη πράξις, στὴν τύχη) > ΚΟΤΟΣ ( =ὁ θυμός), βλ. ΚΟΥΤΟΥΡΙΑ ( =παράτολμη πολεμικὴ ἐνέργεια )
Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELL- SCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου