Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 3ο/ Λ-Ο )


ΛΑΓΟΥΜΙ ( =βόθρος, ὑπόνομος) > ΛΑΚΚΟΣ 

ΛΑΚΕΡΝΤΙ ( =φλυαρία) > ΛΑΚΕΡΥΖΟΣ ( =φλύαρος), προσωνύμιον τοῦ Σατύρου

ΛΑΠΑΣ ( =χυλός) > ΛΑΠΑΣΣΩ ( = μαλακώνω, καταπραΰνω)

ΛΕΒΕΝΤΗΣ ( =ναύτης, πλήρωμα ἀπὸ τὴν ἀνατολή) > λατ. LEVANTE ( =ἀνατολή) > LEVIS [ =ἐλαφρύς, βλ. lever ( =αἴρω) , léger ( =ἐλαφρύς), lift ( ἀγγλ. =ἀνυψώνω) , Luft ( γερμ. =ἀήρ),  διότι ὅτι εἶναι ἐλαφρὺ αἴρεται εὐκολα )] > ΕΛΑΦΡΥΣ

ΛΕΛΕΚΙ ( = πελαργός) > ΛΕΛΕΓΕΣ ( βλ. Πελασγός-Πελαργός )  

ΛΕΦΟΥΣΙ ( =σμῆνος ἀδηφάγων, πλῆθος ἐπικίνδυνον, πολὺς καὶ ἄτακτος στρατός) > ΛΑΦΥΣΣΩ ( =καταβροχθίζω) ἤ ἐκ τοῦ ΛΕFΩΣ ( = ὁ λεώς/λαός) 

ΛΗΜΕΡΙ ( =τὸ κρησφύγετον) > ΛΑΜΙΑ ( =χάσματα)

ΛΟΥΚΙ ( =φωταγωγός, ὑδρορροή) > ΛΥΚΗ ( =φῶς) ἤ ἐκ τοῦ ΑΛΟΚΟΣ ( =αὐλάκι) 

ΛΟΥΚΟΥΜΙ > ΛΟΥΚΑ ( =ῥόφημα ἀπὸ λευκὰ ἄλευρα), «ῥόφημα ἐξ ἀλφίτων ὡς Καύκωνες», Ἡσύχιος

ΛΟΥΦΕΣ, ΕΛΦΕΣ ( =μισθός, κέρδος) > ΑΛΦΗ ( = κέρδος, ἀμοιβή)

ΜΑΓΑΖΙ ( κατάστημα, μέσω ἀραβ. machzen) > ΜΑΓΑΣ, ΜΕΓΑΣ (βλ. ὑπεραγορά)

ΜΑΓΚΑΛΙ ( =πύραυνον) > ΜΑΡΗ +ΚΑΛΕΑ  ( =θερμότης)

ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ ( =πετροσέλινο) > ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ, ΜΑΚΕΔΟΝΗΣΙ

ΜΑΣΟΥΡΙ > ΜΑΖΕΥΩ, μικρὸν ξύλον ὅπου τυλίγεται, μαζεύεται τὸ νῆμα

ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ ( =τὸ ἔκλειγμα) > ΜΑΣΣΩ, ΜΑΖΩ  

ΜΑΡΑΖΙ ( =ἡ φθίσις, ὁ μαρασμός) > ΜΑΡΑΙΝΩ

ΜΑΧΑΛΑΣ ( =συνοικία) > ΜΕΓΑΣ +ΚΑΛΙΑ ( =καλύβα)

ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ > ΜΕΓΑΣ +ΟΡΕΓΩ ( =ἐκτείνω τὸ χέρι, βλ. orego < rex )

ΜΑΓΙΑ > ΜΑΤΤΩ, βλ. μάγειρας

ΜΕΖΕΣ ( =μήδεα) > ΜΕΖΕΑ ( =τὰ γεννητικὰ ὄργανα τῶν ζώων, ὁ καλλίτερος μεζές)

ΜΕΚΚΑ > ΜΕΓΑΣ

ΜΕΡΑΚΙ ( =πόθος) > ΙΜΕΡΟΣ, ἐξ οὗ καὶ μερακλής 

ΜΕΡΕΜΕΤΙ ( =ἐπισκευή) > ΜΑΡΗ

ΜΟΥΛΑΣ ( =δικαστής, ἱερωμένος) > ΜΩΛΩ ( =διεκδικῶ)

ΜΟΥΡΑΤΗΣ ( =ἐπιθυμητός) > ΙΜΕΡΤΟΣ

ΜΟΥΡΝΤΑΡΗΣ ( =ἀκάθαρτος, ἄσεμνος) > ΜΟΥΡΑΙΝΩ ἤ ΜΟΥΡΓΑ/ΑΜΟΡΓΗ ἤ ΜΕΡΔΩ [ =βλάπτω, βλ. merde ( γαλ. =τὰ περιττώματα) ]

ΜΟΥΣΑΚΑΣ > mousse ( = ὁ ἀφρός) > λατ. mulsus ( =μελίκρατος) > μέλι

ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ > περσικό μοσααφάρ > ΗΜΙΝ ΕΣΦΕΡΕΤΑΙ 

ΜΠΑΚΑΛΗΣ ( = ὁ παντοπώλης ) / ΜΠΑΧΑΡΙ > BACCA ( λατ. =δάφνη ) , βλ. baccalia ( =πολύκαρπος  δάφνη), ΒΑΚΚΑΡΙΣ ( =ἀρωματικὸν φυτόν)  > ΒΑΚΧΟΣ

ΜΠΑΞΕΣ ( =ὁ κῆπος) > ΒΑΚΧΟΥΡΙΑ ( =τὰ πρωτογεννήματα, οἱ πρῶτοι καρποί) > ΒΑΚΧΟΣ

ΜΠΑΛΤΑΣ > ΠΑΛΤΟΝ ( =τὸ ἀκόντιον, ἐκ τοῦ πάλλω)

ΜΠΑΜΠΑΣ > ΠΑΠΠΑΣ ( =ὁ πατήρ)

ΜΠΑΡΟΥΤΙ > ΠΥΡΙΤΙΣ

ΜΠΑΣΚΙΝΑΣ ( =ὁ χωροφύλαξ) > ΒΑΣΚΩ ( = βαίνω)

ΜΠΑΤΙΡΙΖΩ ( =πτωχεύω), ΜΠΑΤΙΡΗΣ > ΠΑΤΟΣ ἤ ΒΑΣΣΩΝ/ΒΑΤΤΩΝ ( =ὁ βυθός)

ΜΠΕΚΡΗΣ > ΒΙΚΟΣ ( =ἀμφορεὺς οἴνου), βλ. κώθων ( =ποτήρι) < κωθώνι ( =μεθύστακας)

ΜΠΕΛΛΑΣ ( =ἐνόχλησις) > ΒΕΛΛΙΟΝ ( =ἀτυχές)

ΜΠΕΡΝΤΕΣ > ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ

ΜΠΙΖΕΛΙ > ΠΙΣΟΣ 

ΜΠΙΝΕΣ ( =ὁ κίναιδος, ὁ ἀσελγής) > ΒΥΩ, ΒΥΝΩ ( =γεμίζω )

ΜΠΟΪ ( =τὸ ἀνάστημα) > ΦΥΗ ( = ἡ σωματικὴ ἀνάπτυξις)

ΜΠΟΛΙΚΟΣ/ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ > ΠΟΛΥΣ

ΜΠΟΥΓΑΖΙ > ΒΥΚΤΗΣ ( ἄνεμος )

ΜΠΟΣΤΑΝΙ > ΒΟΤΑΝΗ

ΜΠΟΥΖΙ ( =πάγος) > ΠΗΓΝΥΜΙ ( = στερεώνω, βλ. πήζω, πάγος)

ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ ( =ὁ ἀγροῖκος ) > ΒΟΔΗΛΑΤΗΣ

ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ > ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ( =συνήθης τόπος συγκεντρώσεως ὑπόπτων πρὸς σύλληψιν )

ΜΠΟΥΡΕΚΙ ( μικρὴ πίττα) > ΒΟΡΑ ( =ἡ τροφή)

ΜΠΟΥΡΙ ( =καπνοσωλήν) > ΒΟΡΕΥΣ

ΜΠΟΥΡΤΖΙ ( =φρούριον παράκτιον) > ΠΥΡΓΟΣ

ΜΠΟΥΤΙ > ΠΟΔΙ

ΜΠΟΥΧΤΙΖΩ ( =κορρένυμι) > ΒΥΩ ( =γεμίζω, βλ. βῦσμα) ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΚΤΟΩ ( =στουπώνω, φράττω) 

ΜΠΡΙΚΙ > ΠΡΟΧΟΥΣ ( =κανάτα μὲ ῥαμφοειδὲς στόμιον)  

ΝΕΦΤΙ > ΝΑΦΘΑ

ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ ( = φασαρία, θόρυβος) > ΤΥΡΒΗ ( =φασαρία) ἤ ἐκ τοῦ «ΔΟΥΠΗΤΩΡ» ( =ὁ παράγων γδοῦπον, κρότον)

ΝΤΑΗΣ > ΔΑΪΟΣ ( =φοβερός) 

ΝΤΑΛΑ > ΔΑΛΟΣ/ ΔΑΥΛΟΣ ( =ξύλον ἀναμμένον) σχετικὰ μὲ τὰ ΔΕΛΛΩ ( βοιωτ. =βάλλω)/ ΔΗΛΕΟΜΑΙ ( =βλάπτω) 

ΝΤΑΛΚΑΣ ( =κῦμα, καημός) > ΔΙΟΛΚΗ ( =σύρσιμο)

ΝΤΑΜΑΡΙ ( =λατομεῖον) > ΤΕΜΝΩ, ΤΑΜΕΣΘΑΙ

ΝΤΑΝΤΑ ( =δαδά) > ΔΑΔΑΙΝΩ ( =φροντίζω)

ΝΤΕΛΑΛΗΣ > ΔΙΑΛΑΛΗΤΗΣ

ΝΤΕΡΜΠΕΝΤΕΡΗΣ ( =ἁλήτης) > ΔΙΑΒΑΤΑΡΗΣ

ΝΤΕΡΤΙ ( =βάσανο) > ΔΑΡΣΙΣ ( =γδάρσιμο)

ΝΤΕΦΙ > ΤΥΠΤΩ

ΝΤΙΒΑΝΙ ( =διβάνιον) > ΔΙΒΑΜΟΣ ( =ὁ ἐπὶ δύο πόδων ἱστάμενος), διβάνιον ( =ἀνάκλιντρον ἄνευ ἐρείσματος στηριζόμενον μόνον ἐπὶ τῶν πόδων) ἤ ἐκ τοῦ ΔΙΕΥΝΑΩ ( =ἀποκοιμίζω) 

ΝΤΟΝΕΡ > ΤΟΡΝΟΣ 

ΝΤΟΥΓΡΟΥ > ΑΝΤΙΚΡΥΣ ( =κατὰ πρόσωπον, κατ'εὐθείαν)

ΝΤΟΥΛΑΠΙ (ἀρχ. σημασία ὑδάτινος τροχός, κάθε εἶδος μηχανισμοῦ, ἀπάτη καὶ ἔπειτα ὡς μηχάνημα φυλάξεως πραγμάτων, ἑρμάριον) > ΘΟΛΟΣ/ ΔΟΛΟΣ

ΝΤΟΥΜΑΝΙ > ΘΥΜΙΑΩ ( =καπνίζω )

ΝΤΟΥΝΙΑΣ > ΔΑ ( =γῆ)

ΝΤΟΥΦΕΚΙ > ΤΥΦΕΚΙΟΝ > ΤΥΦΟΣ ( =καπνός) ἤ ΤΕΥΧΟΣ [ =ὅπλον, > τεύχω, βλ. παντευχία ( =πανοπλία)]

ΟΚΑ > ΟΓΚΗ ( =μέγεθος)

ΟΝΤΑΣ ( =ἐνδιαίτημα ) > ΕΝΔΟΝ, ΟΥΔΑΣ ( =δάπεδον ) «Διὸς ἔνδον» ( =στὸν οἶκον τοῦ Διός)

ΟΥΡΙ > ΟΥΡΑΝΙΟΣ


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELLSCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (