Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 4ο/ Π-Σ )


ΠΑΖΑΡΙ < ΠΕΖΟΒΑΤΩ, ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΣΟΜΑΙ ( =λαμβάνω, ἀποκτῶ)

ΠΑΝΤΖΟΥΡΙ < ΠΕΤΑΣΜΑ, ΠΕΤΑΥΡΟΝ ( =ἡ σανίδα)

ΠΑΠΟΥΤΣΙ ( =ὑπόδημα) < ΠΑΤΟΥΤΣΙ (  < ΠΑΤΩ +ΠΟΥΣ ) 

ΠΑΡΑΣ ( =χρῆμα) < ΠΟΡΟΣ, βλ. ἐμ-πόριον

ΠΑΣΑΣ < ΠΟΣΙΣ ( =ὁ κύριος )

ΠΑΣΟΥΜΙ < ΒΑΣΙΜΙΟΝ < ΒΑΣΙΣ ( =τὸ βῆμα) ἤ κατὰ τὸν Ἡσυχίον ἐκ τοῦ ΠΕΣΣΥΠΤΗ ( αἰολικῶς=  ἡ σκυτεύρια, πεσσύγγιον =σκυτεῖον) 

ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ ( =ἔδεσμα ἀπὸ παστὸν κρέας) < ΠΑΣΤΟΣ, ὁ δι’ἅλατος πεπασμένος 

ΠΑΤΙΡΝΤΙ ( =ἀναστάτωσις, φασαρία) < ΒΑΘΥΡΡΟΘΟΣ ( = βαθύς, μεγάλος κρότος)

ΠΑΤΣΑΣ < ΠΟΔΕΣ

ΠΕΡΒΑΖΙ ( =πλαίσιον θύρας)  < ΠΕΡΙΒΑΣΙΟΝ ἤ ἐκ τοῦ ΠΑΡΥΦΑΙΝΩ ( =συνενώνομαι κατὰ μῆκος μὲ κάτι, ἁπλώνομαι στᾶ πλάγια καὶ κατὰ μῆκος σχηματισμοῦ) 

ΠΕΣΚΕΣΙ < ΠΕΣΚΟΣ ( =δορὰ ζώου, περίβλημα)

ΠΕΤΙΜΕΖΙ < ΠΟΤΙΜΟΣ ( «πότιμος οἶνος», ὁ ἐκ δευτέρας συνθλίψεως )

ΠΙΛΑΦΙ < ΠΙΛΗΜΑ ( =ὁ,τιδήποτε ἔχει συγκολληθεῖ μὲ συμπίεσιν)

ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ < ΠΟΛΥ-ΛΗΙΣΤΙΚΟΝ  

ΡΑΓΙΑΣ ( =δοῦλος)  < ΡΑΙΩ ( = συνθλίβω, καταστρέφω)

ΡΑΦΙ < ΡΑΦΙΑΙΟΣ ( ὁ διὰ ῥαφῆς συρραπτόμενος) ἤ ἐκ τοῦ ΤΡΑΦΗΞ/ΤΡΟΠΗΞ ( =πλατεῖα σανὶς) 

ΡΑΧΑΤΙ ( =ξάπλα, τεμπελιά) < ΡΑΧΙΤΗΣ( =αὐτὸς ποὺ στέκεται ὅλη μέρα στὴν πλάτη του, ἤτοι ὁ ξαπλωμένος)

ΡΕΜΑΛΙ ( =ὁ ἀνερμάτιστος, σαβοῦρα, τιποτένιος)  < ΕΡΗΜΑΔΙΟΝ

ΡΕΜΠΕΤΗΣ < ΡΕΜΒΑΖΩ ( =περιπλανῶμαι)

ΡΕΜΠΕΣΚΕΣ ( =τεμπέλης) < ΡΕΜΒΑΖΩ

ΡΟΥΣΦΕΤΙ ( =δωροδοκία) < ΠΡΕΣΒΗΙΟΝ ( =δῶρον πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους)     

ΣΑΓΑΝΙ, ΣΑΓΑΝΑΚΙ < ΤΑΓΑΝΟΣ, ΤΗΓΑΝΙ

ΣΑΪΝΙ ( =εἶδος ἱέρακος, εὔστροφος, αὐτὸς ποὺ «τὰ ἁρπάζει» γρήγορα) < τοξήρης ΣΑΓΗ ( =φορτίον, ὁπλισμός,  βλ. σαΐτα, sagette )

ΣΑΛΒΑΡΙ < ΑΣΣΑΛΙΟΣ χιτών ( =ὁ πτερυγωτός, βλ. σάλι)

ΣΑΜΑΤΑΣ < ΟΜΑΔΟΣ ( =θόρυβος γινόμενος ὑπὸ πολλῶν, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σέ -σ )

ΣΑΝΤΟΥΡΙ < ΠΑΝΔΟΥΡΙΣ

ΣΑΡΙΚΙ < ΚΑΙΣΑΡΙΚΕΙΟΝ

ΣΑΣΤΙΖΩ ( =θορυβῶ, φοβίζω) < ΕΣΑΪΤΤΩ ( =ἐφορμῶ, εἰσπηδῶ) ἤ ἐκ τοῦ ΙΣΤΗΜΙ ( μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -σ, ὑπὸ τὴν ἔννοια στέκομαι ἀκίνητος, τὰ χάνω) 

ΣΕΒΝΤΑΣ ( =πόθος) < ΣΕΒΙΖΩ ( =λατρεύω)

ΣΕΪΧΗΣ ( ὁ ἡγεμών) < ΕΫΣ, ΗΫΣ ( =γενναῖος, μεγαλοπρεπής)

ΣΕΛΑΧΙ ( =δερμάτινη θήκη μὲ πτυχές) < ΣΕΛΑΤΗΣ ( =κοχλίας)

ΣΕΝΤΟΥΚΙ < ΣΑΝΔΥΞ ( =κουτί, θήκη)

ΣΕΡΑΪ ( μέγαρον, ἀνάκτορον μὲ πολλὰ δωμάτια στὴν σειρά) < ΣΕΙΡΑ

ΣΕΡΓΙΑΝΙ ( =περίπατος) < ΣΥΡΩ +ΑΓΩ

ΣΕΡΕΤΗΣ ( =ὁ εὐέξαπτος, θερμόαιμος, ζόρικος) < ΣΕΙΡΙΩ ( =εἶμαι θερμός)

ΣΕΡΜΠΕΤΙ ( =εἶδος ζαχαρούχου ποτοῦ) < ΣΕΡΑΠΙΟΝ

ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ < ΑΝΑΒΡΥΤΗΡΙΟΝ ἤ ἐκ τοῦ ΑΔΗΝ ( =πολύ, μέχρι κορεσμοῦ) + ΑΠΑ ( =νερό)

ΣΙΡΟΠΙ < ΣΕΡΑΠΙΟΝ

ΣΙΚΤΙΡ < ΟΙΚΤΙΡΩ

ΣΚΙΤΖΗΣ ( = ἀδέξιος τεχνίτης) < ΣΧΙΖΩ ἤ ἐκ τοῦ ΣΚΑΙΟΣ ( =ἀριστερός, δυσοίωνος καὶ κατ'ἐπέκτασιν ἀνεπιτήδειος, ἀδέξιος, ἀνόητος )

ΣΟΪ ( οἱ σοὶ συγγενεῖς, οἱ δικοί σου) < πληθ. κτητ. ἀντων, ΣΟΣ < ΣΟΙ

ΣΟΚΑΚΙ ( =στενὸς δρόμος) < ΕΣΟΚΩΧΗ

ΣΟΥΛΟΥΠΙ ( =τὸ παρουσιαστικόν) < ΕΙΣΛΕΥΣΣΩ ( =παρατηρῶ)

ΣΙΝΑΦΙ ( =σωματεῖον) < ΣΥΝΑΦΕΙΑ ( =συνένωσις) 


Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELLSCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ