ΤΑΒΑΝΙ ( =ἡ ὀροφή) < λατ. tabula < ΤΗΛΙΑ/ΤΑFΛΙΑ ( =σανίς)
ΤΑΜΠΛΑΣ < ΤΗΛΙΑ/ΤΑFΛΙΑ
ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ < ΠΑΝΔΟΥΡΙΣ
ΤΑΜΠΟΥΡΗ ( =χαράκωμα) < ΑΠΟΤΑΦΡΕΥΩ ( =ὀχυρώνω)
ΤΑΡΑΜΑΣ < ΤΑΡΑΓΜΑ ( βλ. αὐγοτάραχον )
ΤΑΡΣΑΝΑΣ ( =ναυπηγεῖον ) < ΤΑΡΣΩΜΑ ( = ἡ κωπηλασία) < ΤΕΡΣΑΙΝΩ ( = ξηραίνω)· ταρσανὰς εἶναι κυριολεκτικῶς ὁ τόπος ξηράνσεως ξύλων πρὸς παρασκευὴν πλοίων.
ΤΑΧΙΝΙ < ΤΑΓΙΝΙ ( =σιτηρέσιον )
ΤΑΨΙ < πρὸς Το ἘΨΕΙΝ
ΤΕΚΕΣ < ΤΕΓΟΣ ( =πᾶν ἐστεγασμένον, καταγώγιον )
ΤΕΜΕΝΑΣ ( =προσκύνημα) < ΤΕΜΕΝΙΖΩ ( =ἀφιερώνω)
ΤΕΦΤΕΡΙ < ΔΙΦΘΕΡΑ
ΤΖΑΚΙ ( οὐτζάκι =μαγειρεῖον) < ΕΣΤΙΑ/ΕΣΤΑΚΙΟΝ
ΤΖΑΜΙ < ΤΕΜΕΝΟΣ
ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ ( κυριολ. =ἀκάθαρτος, νόθος καὶ ἐπέστρεψε ὡς δύστροπος, πονηρούλης) < ΑΓΝΑΠΤΟΣ [ =ὁ ἄξεστος, ὁ ἀκαθαρτος, ὁ ἄπλυτος < στερ. ἀ + γνάπτω ( =ξένω μαλλὶ, λευκαίνω ὕφασμα καὶ μεταφ. κατασπαράζω)]
ΤΖΑΤΖΙΚΙ ( < casik =πηκτὸν παρασκεύασμα μὲ γιαούρτι, ἤτοι πεπηγμένο γάλα) < ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω, βλ. cheese, Κäse )
ΤΖΕΡΕΜΕΣ ( =ζημιά) < ΚΕΙΡΩ, ΚΗΡΑΙΝΩ ( =καταστρέφω )
ΤΖΕΡΤΖΕΛΕΣ ( =σεῖσις, ἀναστάστωσις, ἀναταραχή ) < ΚΕΛΛΩ ( =ἐλαύνω, φωνάζω )
ΤΖΙΦΟΣ ( =ἄγονη προσπάθεια) < μέσω zero ( =μηδὲν ) < ΖΕΦΥΡΟΣ ( ὲπειδὴ τὸ σημεῖον μηδὲν στὶς πυξίδες εἶναι τὸ σημεῖον τοῦ βορρᾶ )
ΤΟΥΛΟΥΜΙ ( =ἀσκός) < ΤΥΛΗ ( =ὑπόστρωμα πάνω στὸ ὁποῖον φέρουν τὰ βάρη οἱ ἀχθοφόροι)
ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ < ΤΟΛΥΠΗ ( =ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ ἐρίου καὶ ὁ,τιδήποτε ὁμοιάζει μὲ ἀυτό )
ΤΟΥΜΠΕΚΙ, ΤΑΜΠΑΚΟ, ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ < ΤΥΦΟΣ ( =καπνός )
ΤΟΥΡΛΟΥ -ΤΟΥΡΛΟΥ < ΤΡΥΗΛΙΣ ( =κουτάλα)
ΤΟΥΡΜΠΑΝΙ < ΤΟΛΥΠΗ
ΤΟΥΡΣΙ < ΥΡΧΗ ( =ἀγγεῖον γιὰ παστὰ τρόφιμα, σὲ Ἀριστοφάνη) ἤ ἐκ τοῦ ΤΥΡΧΗ ( < ταριχεύω = 1.σκληρύνω, 2.ξηραίνω, 3.κάνω τὶ παστὸν μὲ ἅλας) ἤ ἐκ τοῦ ΘΥΡΣΟΣ
ΤΡΑΜΠΑ ( =ἀνταλλαγή) < μέσω λατ. trans ( < ΤΡΥΩ ) + mutare [ < ΑΜΕΙΒΩ ( =ἀνταλλάσσω, μετατοπίζω, μετακινοῦμαι) ]
ΤΣΑΓΑΛΑ < ΣΥΓΓΑΛΑ ( =ἀμύγδαλα )
ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ < ΤΣΑΓΓΙΟΝ ( =ὑπόδημα στρατιωτικόν) < ΣΑΓΟΣ ( =στρατιωτικός μανδύας)
ΤΣΑΚΜΑΚΙ ( =κομμάτι χάλυβα το οποίο προστρίβεται πάνω σε πυριτόλιθο και παράγει σπινθήρες) < ΔΙΑΚΝΑΙΩ ( =ξύνω τρίβω )
ΤΣΑΛΙΜΙ ( =χάρις, ἁρμονικὴ κίνησις ) < ΚΑΛΟΣ, ΚΑΛΗ < ΚΑΛΛΙΧΟΡΟΣ
ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ ( =προκλητικὴ συμπεριφορά, ζοριλίκι ) < ΣΑΜΒΥΚΗ ( = θορυβῶδες μουσικὸν ὄργανον, πολεμικὴ μηχανή )
ΤΣΑΝΑΚΙ ( =πήλινο πιάτο) < ΚΑΝΕΟΝ, ἄν καὶ πιὸ πιθανὸν φαίνεται νὰ προῆλθε συνεκδοχικῶς ἐκ τοῦ ΣΑΝΝΑΚΙΟΝ ( =εἶδος ποτηριοῦ).
ΤΣΑΝΤΑ < ΚΑΝΘΗΛΙΑ ( =κοφίνια)
ΤΣΑΝΤΙΡΙ ( =σκηνή) < ΚΑΔΑΛΟΙ ( =κοιλώματα) ἤ ΔΟΡΑ
ΤΣΑΟΥΣΑ ( < ΤΣΑΟΥΣ =λοχίας) < ΤΑΓΟΣ, ΤΑΓΟΥΧΟΣ
ΤΣΑΡΔΑΚΙ ( =πρόχειρο κατάλυμα, ἄρα καὶ ὑπαίθριος στρατών) < ΚΑΡΔΑΚΕΣ ( =οἱ στρατιῶτες ἐν τῇ Ἀσίᾳ )
ΤΣΑΡΟΥΧΙ ( =ὑπόδημα ποιμενικόν ἐξ ἀκατεργάστων δερμάτων) < ΣΥΡΡΑΠΤΟΝ, <<κώεα ( =δέρματα) συνραφέ' ἀλλήλοισι>>
ΤΣΑΡΚΑ ( =ἐπιδρομή, περίπατος ) < ΚΙΡΚΟΣ ( =κύκλος )
ΤΣΕΠΗ < ΣΚΕΠΗ, ΚΕΠΗ ( =κάλυμμα, σκέπασμα )
ΤΣΕΜΠΕΡΙ < ΚΡΗΔΕΜΝΟΝ
ΤΣΕΡΚΙ ( =στεφάνη) < ΚΙΡΚΟΣ
ΤΣΙΓΚΕΛΙ < ΑΓΚΥΛΗ
ΤΣΙΓΓΟΥΝΗΣ < τσιγιανέ < ΑΘΙΓΓΑΝΟΣ
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ ( =γύφτος ) < ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
ΤΣΙΡΑΚΙ ( =μαθητευόμενος ) < μέσω περσικοῦ cir ( = λυχνία φωτίζουσα τὸν δρόμο ) < ΠΥΡ
ΤΣΙΤΑ ( =τεμάχιον ξύλου μὲ τὸ ὁποῖο κρατεῖται κάτι τεντωμένο) < ΤΕΙΝΩ ( =τεντώνω)
ΤΣΙΦΤΗΣ ( =ἄψογος, τέλειος) < ΣΕΠΤΟΣ ( =σεβαστός, θαυμαστός )
ΤΣΟΛΙ ( =εὐτελὴς τάπης, ὕφασμα, ἐξ οὗ ΤΣΟΛΙΑΣ , ὁ φέρων ἐνδύματα ἐξ εὐτελοῦς ποιότητος) < τάπης ΟΥΛΟΣ ( =μάλλινος, τρίχινος, βλ. ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ )
ΤΣΟΥΒΑΛΙ < ΚΟΒΑΛΟΣ (βλ. κουβαλάω)
ΤΣΟΥΡΑΠΙΑ < ΣΥΡΡΑΠΤΑ
ΤΣΟΦΛΙ < ΚΕΛΥΦΟΣ
ΤΣΥΜΠΟΥΣΙ < ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
ΦΑΚΑ ( =ἡ παγίδα) < ΠΑΓΙΣ
ΦΑΡΑΣΙ ( σκουπιδοσυλλέκτης) < ΦΕΡΩ
ΦΕΡΕΤΖΕΣ < ΦΕΡΤΟΣ, ΦΟΡΕΣΙΑ
ΦΙΛΝΤΙΣΙ < ΕΛΕΦΑΝΤΟΔΟΝΤΟΝ
ΦΙΡΜΑΝΙ < ΦΕΡΜΕΝΟ
ΦΙΡΙ-ΦΙΡΙ ( =κυκλικά, ἐπίμονα) < ΦΕΡΩ ( βλ. γυρωφέρνω)
ΦΙΤΙΛΙ ( =ἐλλύχνιον) < ΠΤΙΛΟΝ
ΦΛΙΤΖΑΝΙ < ΦΙΑΛΙΔΙΟΝ
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ < ΠΟΝΤΙΚΟΝ καρύον
ΦΥΝΤΑΝΙ ( =μικρὸς βλαστός, φυτώριο) < ΦΥΤΟ
ΦΙΣΤΙΚΙ < ΠΙΣΤΑΚΙΟΝ < ΦΥΩ
ΧΑΒΑΛΕΣ ( =ὑπερκείμενον βάρος) < ΧΑΒΟΣ ( =ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις)
ΧΑΒΟΥΖΑ ( =δεξαμενή) < ΚΩFΟΣ ( =κοίλωμα)
ΧΑΓΙΑΤΙ ( =στενὸς διάδρομος οἰκίας) < ΧΑΖΟΜΑΙ ( =χωρῶ)
ΧΑΖΙ ( χαζεύω, ἐξ οὗ καὶ χαΐνης εἶναι ὁ ὀκνός) < ΧΑΙΝΩ, ΧΑΣΚΩ ἤ ἐκ τοῦ ΑΑΖΩ ( =σίνομαι, βλάπτω, βλ. καὶ ΧΑΖΟΣ- βλαμμένος)
ΧΑΪΡΙ ( =εὐδοκίμησις) < ΧΑΙΡΗΔΩΝ ( =εὐφροσύνη )
ΧΑΛΑΛΙ < ΧΑΛΑΩ ( =χαλαρώνω)
ΧΑΛΒΑΣ < ΧΑΛΒΑΝΗ ( =ῥητινώδης), ΧΛΑΒΟΣ ( =εὐτραφής, θρεμμένος)
ΧΑΛΊ ( =τάπης) < ΧΗΛΕΥΩ ( =πλέκω), ἐξ οὗ καὶ χαλᾶς/ χηλᾶς ( =ὁ ῥάπτης)
ΧΆΛΙ < ΧΑΛΙΣ ( =ὁ ἄκρατος οἶνος, ἐπειδὴ χαλᾶ τὸν πίνοντά αὐτόν)
ΧΑΛΙΜΑ < ΧΑΛΙΜΑ ( γυνὴ μεθύουσα, ἀναίσχυντος καὶ θρασεῖα, πόρνη)
ΧΑΛΙΦΗΣ < ΚΑΛΥΦΗ ( =κεφαλή )
ΧΑΛΚΑΣ < ΧΑΛΚΟΣ
ΧΑΜΑΛΗΣ < ΧΑΜΗΛΟΣ ( ἐπειδὴ σκύβει ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους ποὺ μεταφέρει )
ΧΑΜΑΜ < ΧΑΜΑΙ, ΧΑΜΑ ( Τὰ ἀρχαῖα βαλανεῖα καὶ ἀκολούθως οἱ ῥωμαϊκὲς θέρμες ἐθερμαίνοντο χαμαί, μὲ ὑποκαυστῆρες δαπέδου. Τὰ λουτρὰ ὠνομάσθηκαν τουρκικὰ ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους ἐπισκέπτες τῆς Κων/λεως μετὰ τὴν ἅλωσίν της )
ΧΑΜΠΑΡΙ ( = εἴδησις, λαμβάνω νέα ) < λατ. habeo ( =ἔχω, κρατῶ) < ΧΑΠΤΩ, ΑΠΤΩ
ΧΑΝ ( =ὁ ἡγεμών) < FΑΝΑΞ
ΧΑΝΙ ( =πανδοχεῖον) < ΧΑΝΔΑΝΩ ( =χωρῶ, δέχομαι )
ΧΑΝΤΖΑΡΑ < ΣΧΑΖΩ ( =σχίζω)
ΧΑΠΙ ( =καταπότιον) < ΧΑΠΤΩ
ΧΑΡΑΜΑΔΑ ( =σχισμή) < ΧΑΡΑΜΟΣ ( =σχισμή γῆς )
ΧΑΡΑΤΣΙ ( =φόρος) < ΧΑΡΑΤΤΩ ( =σημειώνω, γράφω ὀφειλόμενα)
ΧΑΡΕΜΙ < ΧΗΡΑΜΟΣ ( =ὀπή, κοίλωμα, φωλέα)
ΧΑΡΜΑΝΙ ( =μεῖγμα ἐκλεκτῶν καπνῶν) < ΧΑΡΜΗ, ΧΑΡΜΑ ( =τὸ ποιοῦν εὐφροσύνη )
ΧΑΡΟΥΠΙ ( =ξυλοκέρατον) < ΚΕΡΑΣ
ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ < ΧΑΡΙΣΜΟΣ, ΧΑΡΙΣΤΕΙΟΝ
ΧΑΣΑΠΗΣ ( =σφαγεύς, ἐκδορεύς) < ΚΑΣΑΙ ( =δορά, δέρμα), ΚΟΣΣΩ ( =κεάζω, κόπτω)
ΧΑΣΙΣ < ΚΑΝΑΒΙΣ
ΧΑΤΙΡΙ ( =χάρη, πρόθυμος ἐξυπηρέτησις) < ΧΑΤΙΖΩ ( =ἔχω ἀνάγκη, ἐπιζητῶ κάποιον ἤ κάτι). Κατ'ἄλλους ΧΑΤΗΡΙ < ΗΤΟΡ ( =καρδιά)
ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ ( =γενναιόδωρος) < ΑΒΡΟΔΑΙΣ ( =ὁ πολυτελής, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -χ)
ΧΟΥΖΟΥΡΙ < ΧΟΥΧΟΥΛΙΑΖΩ ( =ἐμφυσῶ θερμότητα)
ΧΟΥΙ ( =συνήθεια) < ΕΧΩ ( βλ. ἕξις)
Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELL- SCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου