Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΒΑΡΒΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ( ΜΕΡΟΣ 5ο/ Τ-Ω )


ΤΑΒΑΝΙ ( =ἡ ὀροφή) < λατ. tabula < ΤΗΛΙΑ/ΤΑFΛΙΑ ( =σανίς)

ΤΑΜΠΛΑΣ < ΤΗΛΙΑ/ΤΑFΛΙΑ

ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ < ΠΑΝΔΟΥΡΙΣ

ΤΑΜΠΟΥΡΗ ( =χαράκωμα) < ΑΠΟΤΑΦΡΕΥΩ ( =ὀχυρώνω)

ΤΑΡΑΜΑΣ < ΤΑΡΑΓΜΑ ( βλ. αὐγοτάραχον )

ΤΑΡΣΑΝΑΣ ( =ναυπηγεῖον ) < ΤΑΡΣΩΜΑ ( = ἡ κωπηλασία) < ΤΕΡΣΑΙΝΩ ( = ξηραίνω)· ταρσανὰς εἶναι κυριολεκτικῶς ὁ τόπος ξηράνσεως ξύλων πρὸς παρασκευὴν πλοίων. 

ΤΑΧΙΝΙ < ΤΑΓΙΝΙ ( =σιτηρέσιον )

ΤΑΨΙ < πρὸς Το ἘΨΕΙΝ

ΤΕΚΕΣ < ΤΕΓΟΣ ( =πᾶν ἐστεγασμένον, καταγώγιον )

ΤΕΜΕΝΑΣ ( =προσκύνημα) < ΤΕΜΕΝΙΖΩ ( =ἀφιερώνω)

ΤΕΦΤΕΡΙ < ΔΙΦΘΕΡΑ

ΤΖΑΚΙ ( οὐτζάκι =μαγειρεῖον) < ΕΣΤΙΑ/ΕΣΤΑΚΙΟΝ

ΤΖΑΜΙ < ΤΕΜΕΝΟΣ

ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ ( κυριολ. =ἀκάθαρτος, νόθος καὶ ἐπέστρεψε ὡς δύστροπος, πονηρούλης) < ΑΓΝΑΠΤΟΣ [ =ὁ ἄξεστος, ὁ ἀκαθαρτος, ὁ ἄπλυτος < στερ. ἀ + γνάπτω ( =ξένω μαλλὶ, λευκαίνω ὕφασμα καὶ μεταφ. κατασπαράζω)]

ΤΖΑΤΖΙΚΙ ( < casik =πηκτὸν παρασκεύασμα μὲ γιαούρτι, ἤτοι πεπηγμένο γάλα) < ΚΕΑΖΩ ( =κόπτω, βλ. cheese, Κäse )

ΤΖΕΡΕΜΕΣ ( =ζημιά) < ΚΕΙΡΩ, ΚΗΡΑΙΝΩ ( =καταστρέφω )

ΤΖΕΡΤΖΕΛΕΣ ( =σεῖσις, ἀναστάστωσις, ἀναταραχή ) < ΚΕΛΛΩ ( =ἐλαύνω, φωνάζω )

ΤΖΙΦΟΣ ( =ἄγονη προσπάθεια) < μέσω zero ( =μηδὲν ) < ΖΕΦΥΡΟΣ ( ὲπειδὴ τὸ σημεῖον μηδὲν στὶς πυξίδες εἶναι τὸ σημεῖον τοῦ βορρᾶ )

ΤΟΥΛΟΥΜΙ ( =ἀσκός) < ΤΥΛΗ ( =ὑπόστρωμα πάνω στὸ ὁποῖον φέρουν τὰ βάρη οἱ ἀχθοφόροι)

ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ <  ΤΟΛΥΠΗ ( =ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ ἐρίου καὶ ὁ,τιδήποτε ὁμοιάζει μὲ ἀυτό )

ΤΟΥΜΠΕΚΙ, ΤΑΜΠΑΚΟ, ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ < ΤΥΦΟΣ ( =καπνός )

ΤΟΥΡΛΟΥ -ΤΟΥΡΛΟΥ < ΤΡΥΗΛΙΣ ( =κουτάλα)

ΤΟΥΡΜΠΑΝΙ < ΤΟΛΥΠΗ

ΤΟΥΡΣΙ < ΥΡΧΗ ( =ἀγγεῖον γιὰ παστὰ τρόφιμα, σὲ Ἀριστοφάνη) ἤ ἐκ τοῦ ΤΥΡΧΗ ( < ταριχεύω = 1.σκληρύνω, 2.ξηραίνω, 3.κάνω τὶ παστὸν μὲ ἅλας) ἤ ἐκ τοῦ ΘΥΡΣΟΣ 

ΤΡΑΜΠΑ ( =ἀνταλλαγή) < μέσω λατ. trans ( < ΤΡΥΩ ) + mutare [ < ΑΜΕΙΒΩ ( =ἀνταλλάσσω, μετατοπίζω, μετακινοῦμαι) ]

ΤΣΑΓΑΛΑ < ΣΥΓΓΑΛΑ ( =ἀμύγδαλα )

ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ < ΤΣΑΓΓΙΟΝ ( =ὑπόδημα στρατιωτικόν) < ΣΑΓΟΣ ( =στρατιωτικός μανδύας)

ΤΣΑΚΜΑΚΙ ( =κομμάτι χάλυβα το οποίο προστρίβεται πάνω σε πυριτόλιθο και παράγει σπινθήρες) < ΔΙΑΚΝΑΙΩ ( =ξύνω τρίβω )

ΤΣΑΛΙΜΙ ( =χάρις, ἁρμονικὴ κίνησις ) < ΚΑΛΟΣ, ΚΑΛΗ < ΚΑΛΛΙΧΟΡΟΣ

ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ ( =προκλητικὴ συμπεριφορά, ζοριλίκι ) < ΣΑΜΒΥΚΗ ( = θορυβῶδες μουσικὸν ὄργανον, πολεμικὴ μηχανή )

ΤΣΑΝΑΚΙ ( =πήλινο πιάτο) < ΚΑΝΕΟΝ, ἄν καὶ πιὸ πιθανὸν φαίνεται νὰ προῆλθε συνεκδοχικῶς ἐκ τοῦ ΣΑΝΝΑΚΙΟΝ ( =εἶδος ποτηριοῦ). 

ΤΣΑΝΤΑ < ΚΑΝΘΗΛΙΑ ( =κοφίνια)

ΤΣΑΝΤΙΡΙ ( =σκηνή) < ΚΑΔΑΛΟΙ ( =κοιλώματα) ἤ ΔΟΡΑ

ΤΣΑΟΥΣΑ ( < ΤΣΑΟΥΣ =λοχίας) < ΤΑΓΟΣ, ΤΑΓΟΥΧΟΣ

ΤΣΑΡΔΑΚΙ ( =πρόχειρο κατάλυμα, ἄρα καὶ ὑπαίθριος στρατών)  < ΚΑΡΔΑΚΕΣ ( =οἱ στρατιῶτες ἐν τῇ Ἀσίᾳ )

ΤΣΑΡΟΥΧΙ ( =ὑπόδημα ποιμενικόν ἐξ ἀκατεργάστων δερμάτων) < ΣΥΡΡΑΠΤΟΝ, <<κώεα ( =δέρματα) συνραφέ' ἀλλήλοισι>>

ΤΣΑΡΚΑ ( =ἐπιδρομή, περίπατος ) < ΚΙΡΚΟΣ ( =κύκλος )

ΤΣΕΠΗ < ΣΚΕΠΗ, ΚΕΠΗ ( =κάλυμμα, σκέπασμα )

ΤΣΕΜΠΕΡΙ < ΚΡΗΔΕΜΝΟΝ

ΤΣΕΡΚΙ ( =στεφάνη) < ΚΙΡΚΟΣ

ΤΣΙΓΚΕΛΙ < ΑΓΚΥΛΗ

ΤΣΙΓΓΟΥΝΗΣ < τσιγιανέ < ΑΘΙΓΓΑΝΟΣ

ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ ( =γύφτος ) < ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

ΤΣΙΡΑΚΙ ( =μαθητευόμενος ) < μέσω περσικοῦ cir ( = λυχνία φωτίζουσα τὸν δρόμο ) < ΠΥΡ

ΤΣΙΤΑ ( =τεμάχιον ξύλου μὲ τὸ ὁποῖο κρατεῖται κάτι τεντωμένο) < ΤΕΙΝΩ ( =τεντώνω)

ΤΣΙΦΤΗΣ ( =ἄψογος, τέλειος) < ΣΕΠΤΟΣ ( =σεβαστός, θαυμαστός )

ΤΣΟΛΙ ( =εὐτελὴς τάπης, ὕφασμα, ἐξ οὗ ΤΣΟΛΙΑΣ , ὁ φέρων ἐνδύματα ἐξ εὐτελοῦς ποιότητος) < τάπης ΟΥΛΟΣ ( =μάλλινος, τρίχινος, βλ. ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ )

ΤΣΟΥΒΑΛΙ < ΚΟΒΑΛΟΣ (βλ. κουβαλάω)

ΤΣΟΥΡΑΠΙΑ < ΣΥΡΡΑΠΤΑ

ΤΣΟΦΛΙ < ΚΕΛΥΦΟΣ

ΤΣΥΜΠΟΥΣΙ < ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

ΦΑΚΑ ( =ἡ παγίδα) < ΠΑΓΙΣ

ΦΑΡΑΣΙ ( σκουπιδοσυλλέκτης) <  ΦΕΡΩ

ΦΕΡΕΤΖΕΣ < ΦΕΡΤΟΣ, ΦΟΡΕΣΙΑ

ΦΙΛΝΤΙΣΙ < ΕΛΕΦΑΝΤΟΔΟΝΤΟΝ

ΦΙΡΜΑΝΙ < ΦΕΡΜΕΝΟ

ΦΙΡΙ-ΦΙΡΙ ( =κυκλικά, ἐπίμονα) < ΦΕΡΩ ( βλ. γυρωφέρνω)

ΦΙΤΙΛΙ ( =ἐλλύχνιον) < ΠΤΙΛΟΝ

ΦΛΙΤΖΑΝΙ < ΦΙΑΛΙΔΙΟΝ

ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ < ΠΟΝΤΙΚΟΝ καρύον

ΦΥΝΤΑΝΙ ( =μικρὸς βλαστός, φυτώριο) < ΦΥΤΟ

ΦΙΣΤΙΚΙ < ΠΙΣΤΑΚΙΟΝ < ΦΥΩ

ΧΑΒΑΛΕΣ ( =ὑπερκείμενον βάρος) < ΧΑΒΟΣ ( =ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις)

ΧΑΒΟΥΖΑ ( =δεξαμενή) < ΚΩFΟΣ ( =κοίλωμα)

ΧΑΓΙΑΤΙ ( =στενὸς διάδρομος οἰκίας) < ΧΑΖΟΜΑΙ ( =χωρῶ)

ΧΑΖΙ ( χαζεύω, ἐξ οὗ καὶ χαΐνης εἶναι ὁ ὀκνός) < ΧΑΙΝΩ, ΧΑΣΚΩ ἤ ἐκ τοῦ ΑΑΖΩ ( =σίνομαι, βλάπτω, βλ. καὶ ΧΑΖΟΣ- βλαμμένος) 

ΧΑΪΡΙ ( =εὐδοκίμησις) < ΧΑΙΡΗΔΩΝ ( =εὐφροσύνη )

ΧΑΛΑΛΙ < ΧΑΛΑΩ ( =χαλαρώνω)

ΧΑΛΒΑΣ < ΧΑΛΒΑΝΗ ( =ῥητινώδης), ΧΛΑΒΟΣ ( =εὐτραφής, θρεμμένος)

ΧΑΛΊ ( =τάπης) < ΧΗΛΕΥΩ ( =πλέκω), ἐξ οὗ καὶ χαλᾶς/ χηλᾶς ( =ὁ ῥάπτης)

ΧΆΛΙ < ΧΑΛΙΣ ( =ὁ ἄκρατος οἶνος, ἐπειδὴ χαλᾶ τὸν πίνοντά αὐτόν) 

ΧΑΛΙΜΑ < ΧΑΛΙΜΑ ( γυνὴ μεθύουσα, ἀναίσχυντος καὶ θρασεῖα, πόρνη)

ΧΑΛΙΦΗΣ < ΚΑΛΥΦΗ ( =κεφαλή )

ΧΑΛΚΑΣ < ΧΑΛΚΟΣ

ΧΑΜΑΛΗΣ < ΧΑΜΗΛΟΣ ( ἐπειδὴ σκύβει ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους ποὺ μεταφέρει )

ΧΑΜΑΜ < ΧΑΜΑΙ, ΧΑΜΑ ( Τὰ ἀρχαῖα βαλανεῖα καὶ ἀκολούθως οἱ ῥωμαϊκὲς θέρμες ἐθερμαίνοντο χαμαί, μὲ ὑποκαυστῆρες δαπέδου. Τὰ λουτρὰ ὠνομάσθηκαν τουρκικὰ ἀπὸ τοὺς  Ἄγγλους ἐπισκέπτες τῆς Κων/λεως μετὰ τὴν ἅλωσίν της )

ΧΑΜΠΑΡΙ ( = εἴδησις, λαμβάνω νέα ) < λατ. habeo ( =ἔχω, κρατῶ) < ΧΑΠΤΩ, ΑΠΤΩ

ΧΑΝ ( =ὁ ἡγεμών) < FΑΝΑΞ

ΧΑΝΙ ( =πανδοχεῖον) < ΧΑΝΔΑΝΩ ( =χωρῶ, δέχομαι )

ΧΑΝΤΖΑΡΑ < ΣΧΑΖΩ ( =σχίζω)

ΧΑΠΙ ( =καταπότιον) < ΧΑΠΤΩ

ΧΑΡΑΜΑΔΑ ( =σχισμή) < ΧΑΡΑΜΟΣ ( =σχισμή γῆς )

ΧΑΡΑΤΣΙ ( =φόρος) < ΧΑΡΑΤΤΩ ( =σημειώνω, γράφω ὀφειλόμενα)

ΧΑΡΕΜΙ < ΧΗΡΑΜΟΣ ( =ὀπή, κοίλωμα, φωλέα)

ΧΑΡΜΑΝΙ ( =μεῖγμα ἐκλεκτῶν καπνῶν) < ΧΑΡΜΗ, ΧΑΡΜΑ ( =τὸ ποιοῦν εὐφροσύνη )

ΧΑΡΟΥΠΙ ( =ξυλοκέρατον) < ΚΕΡΑΣ

ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ < ΧΑΡΙΣΜΟΣ, ΧΑΡΙΣΤΕΙΟΝ

ΧΑΣΑΠΗΣ ( =σφαγεύς, ἐκδορεύς) < ΚΑΣΑΙ ( =δορά, δέρμα), ΚΟΣΣΩ ( =κεάζω, κόπτω)

ΧΑΣΙΣ < ΚΑΝΑΒΙΣ

ΧΑΤΙΡΙ ( =χάρη, πρόθυμος ἐξυπηρέτησις) < ΧΑΤΙΖΩ ( =ἔχω ἀνάγκη, ἐπιζητῶ κάποιον ἤ κάτι). Κατ'ἄλλους ΧΑΤΗΡΙ < ΗΤΟΡ ( =καρδιά) 

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ ( =γενναιόδωρος) < ΑΒΡΟΔΑΙΣ ( =ὁ πολυτελής, μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σὲ -χ) 

ΧΟΥΖΟΥΡΙ < ΧΟΥΧΟΥΛΙΑΖΩ ( =ἐμφυσῶ θερμότητα)

ΧΟΥΙ ( =συνήθεια) < ΕΧΩ ( βλ. ἕξις)

 

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, <<ΑΠΑΝΤΑ-ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ,ΤΟΠΩΝ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ <<LIDDELLSCOTT>>, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ἐκδ, 1499, <<ΛΕΞΙΚΟΝ>>, ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ>> καὶ <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν κ. Γεώργιον Ἀ. γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ