Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 9ον)

ΠΕΡΙ ΤΡΙΒΑΔΩΝ 

Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν λέξιν ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ νὰ χαρακτηρίζει τὶς ὁμοφυλολάγνες γυναῖκες, τὴν λέξιν ΛΕΣΒΙΑ ( < Λέσβος, ἡ ἐκ τῆς Λέσβου), θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς ἔχει ἀπασχολήσει ὅλους -τουλάχιστον- τοὺς Ἕλληνες, διότι πέραν τοῦ ἀβασίμου καὶ αὐθαιρέτου τοῦ νοηματικοῦ περιεχομένου ποὺ τῆς ἐδόθη, τσουβαλιάζει ὅλες τὶς καταγόμενες ἐκ Λέσβου γυναῖκες, δηλ. Λεσβίες, ὡς ἐκφυλισμένες καὶ προσβάλλει τὴν μνήμην τῆς 10ης μοῦσας -κατὰ τὸν Πλάτωνα-, Σαπφοῦς, ἡ ὁποία παρεξηγήθηκε, παρερμηνεύτηκε καὶ καθιερώθηκε στὴν συνείδησιν τοῦ κόσμου, ὡς ἔκφυλη.

ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ, ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΥΠΟΝΟΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΔΩΣΕΙ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΒΑΔΙΣΜΟΥ*. 


Αὐτὲς ποὺ ὑπονοοῦν αὐτὰ τὰ ψεύδη καὶ τὰ ὑπερασπίζονται ἄνευ ἀποδείξεων (διότι ὅταν τοὺς ῥωτήσεις ἀπὸ ποῦ προκύπτουν αὐτὰ τὰ συμπεράσματα, ἡ μόνη ἀπάντησις ποὺ παίρνεις εἶναι πὼς δὲν ἔχουν στοιχεῖα, ἀλλὰ ἔτσι ἀκούγεται!), ἀφοῦ εἶναι περήφανες τριβάδες, ἄς δώσουν τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας τους γιὰ νὰ περιγράψουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἄς ἀφήσουν τὸν ὅρο «λεσβία», ποὺ μόνον καταγωγὴ μπορεῖ νὰ ὑποδείξει.

Κι ἄς κάτσουν νὰ διαβάσουν ὅ,τι ἀπέμεινε (μᾶς ἄφησαν) ἀπὸ τὴν Σαπφώ, γιὰ νὰ διαπιστώσουν ἰδίοις ὄμμασι πὼς ὄχι μόνον ἡ Σαπφὼ δὲν ἦταν τριβάς, ἀλλὰ ἀγάπησε καὶ ἐξύμνησε ὅσο καμμία ἄλλη γυναῖκα τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀνδρικὴ γοητεία. Παραθέτω μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργον της καὶ ἄς βγάλει καθένας τὰ συμπεράσματά του : 

«κατθνάισκει, Κυθέρη᾽, ἄβρος Ἄδωνις· τί κε θεῖμεν; 
καττύπτεσθε, κόραι, καὶ κατερείκεσθε κίθωνας».

( =Πεθαίνει Κυθέρεια ὁ χαριτωμένος Ἄδωνις, τί θὰ κάνουμε; 
Καταχτυπῆστε τὰ στήθη σας/Καταχτυπηθεῖτε, κόρες, καὶ κατασκίστε τοὺς χιτῶνες).

«ἀλλ᾽ ἔων φίλος ἄμμι 
λέχος ἄρνυσο νεώτερον· 
οὐ γὰρ τλάσομ᾽ ἔγω συνοίκην
ἔοισα γεραιτέρα».

( = Κι ἄν μοῦ 'σαι ἀγαπημένος, νὰ λάβεις γιὰ ὁμόκλινή σου, σύζυγο νεωτέρα, δὲν θὰ ἀντέξω νὰ ζῶ πλάι σου/συνοικῶ οὔσα γηραιοτέρα σου).

«ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον·
ὐμήναον· 
ἀέρρετε τέκτονες ἄνδρες· 
ὐμήναον. 
γάμβρος †εἰσέρχεται ἴσος† Ἄρευι, 
ἄνδρος μεγάλω πόλυ μέζων».

( =Ψηλὰ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ. 
Ὑμέναιε,
νὰ σηκώσετε τεχνῖτες ἄνδρες,
Ὑμέναιε.
Γαμπρός, ἴσος τοῦ Ἄρεως εἰσέρχεται,
καὶ ἀκόμη μεγαλύτερος μεγάλου ἀνδρός ).

«γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον 
πόθωι δάμεισα παῖδος βραδίναν δι᾽ Ἀφροδίταν».

( =Γλυκεία μητέρα, δὲν μπορῶ τὸν ἀργαλειὸ νὰ ὑφαίνω, 
-γιατὶ-εἶμαι δαμασμένη/μὲ ἔχει δαμάσει ὁ πόθος ἑνὸς παιδὸς/παλληκαριοῦ, τὸ θέλησε ἡ λεπτοκαμωμένη Ἀφροδίτη).

«στᾶθι †κἄντα† φίλος 
καὶ τὰν ἐπ᾽ ὄσσοισ᾽ ὀμπέτασον χάριν».

( = Στάσου ἀπέναντι ἀγαπημένε 
καὶ τὴν χάριν τῶν ματιῶν σου πέτα/σκόρπα ).

«Δέδυκε μὲν ἀ Σελάννα καὶ Πληίαδες, 
μέσαι δὲ νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεται ὤρα, 
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω»

( =Βυθίστηκε ἡ Σελήνη καὶ οἱ Πλειάδες/ Πούλια 
μεσάνυκτα, παρέρχεται/περνᾶ ἡ ὥρα/ὁ χρόνος/καιρός
κι ἐγὼ μόνη κοιμᾶμαι). 

«πάρθενοι δ[παννυχισδοι[σ]α̣ι [σὰν ἀείδοιεν φ[ιλότατα καὶ νύμφας ἰοκόλπω. 
ἀλλ᾽ ἐγέρθε̣ι̣ς, ἠϊθ[έοις καλέσσαις 
στεῖχε σοὶς ὐμάλικ̣[ας, ὠς ἐλάσσω 
ἤπερ ὄσσον ἀ λιγ̣ύφω̣[νος ὄρνις 
ὔπνον [ἴ]δωμεν».

( =Παρθένες ὅλη τὴν νύκτα νὰ τραγουδοῦν τὴν ἀγάπη σου καὶ νύμφες λουλουδοζωσμένες/πορφυροζωσμένες.
Ἀλλὰ σήκω, βάδισε/προχώρει καὶ κάλεσε τοὺς ὁμηλίκους σου νεανίες, ὥστε νὰ δοῦμε λιγότερον ὕπνον καὶ ἀπὸ τὸν ὄρνιν μὲ τὴν λυγερὴ φωνή).

Τώρα σχετικῶς μὲ τὸ πῶς κατέληξε ἡ «σοφὴ 10η  μοῦσα» κατὰ τὸν Πλάτωνα (ποὺ κατεδίκαζε, ὅπως εἴδαμε, κάθε ἐκφυλιστικὴ σχέσιν), ὁ «θηλυκὸς Ὅμηρος», τὸ «Λεσβίων αὔχημα», ποὺ ἀκόμη καὶ ὁ Σόλων (ὁ γνωστὸς νομοθετὴς ποὺ νομοθέτησε ἀκόμα καὶ καταδίκη εἰς θάνατον γιὰ τοὺς κιναίδους) ἔλεγε πὼς τὰ ποιήματά της θὰ μείνουν στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ ἤθελε νὰ τὰ διδαχτεῖ ἀπὸ αὐτὴν καὶ μετὰ ἄς πεθάνει, νὰ κατέληξε νὰ θεωρεῖται τριβάς, εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας ὁρισμένων καὶ τῆς ἱστορικῆς παραποιήσεως ἄλλων. 

(Σόλων) 

Λέγεται πὼς τὸν 1ον αἰ. π.κ.ἐ. ἡ Κλαυδία Μέτελλα, γνωστὴ καὶ ὡς Κουαντραντάρια, ἦταν μία ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ πατρικίου Κλαυδίου Πουλχερίου καὶ σύζυγος τοῦ ξαδέρφου της Κοϊντίου Καικιλίου Μετέλλου. Ὁ γάμος της φαίνεται πὼς δὲν ἦταν πετυχημένος καὶ ἡ Κλαυδία τριγυρνοῦσε μὲ διαφόρους ἐραστὲς κάνοντας ἀνήθικη ζωή. Μάλιστα ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἦταν ὕποπτη τοῦ θανάτου του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐραστές της ἦταν Ῥωμαῖοι σκλάβοι, ἀλλὰ καὶ κάποια γνωστὰ ὀνόματα, ὅπως ὁ πολιτικὸς Μάρκος Καίλιος Ῥοῦφος, ὁ φίλος του τελευταίου καὶ ποιητὴς Κάτουλλος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος της ἀκόμα ὁ ἀδελφός (κατὰ τὸν Κικέρωνα) Κλαύδιος!

Ὁ Κάτουλλος εἶχε μεγάλον ἔρωτα γιὰ τὴν Κλαυδία καὶ ποιητὴς ὤν, ἐπηρεασμένος βαθέως προφανῶς ἀπὸ τὴν γοητεία καὶ τὸν ἐρωτισμὸν ποὺ διάβαζε στὰ ποιήματα τῆς μεγάλης μας ποιήτριας, τὴν ὁποία ἐθαύμαζε, ἀπεκαλοῦσε τὴν ἔκλυτη μέν, ἀγαπημένη του δὲ Κλαυδία μὲ τὸ παρατσούκλι «Λεσβία». Ἡ πλήρως ἀνήθικη Κλαυδία, συνεδέθη μὲ τὸν ὅρον «Λεσβία» χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει οὐδεμία σχέσιν ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς ἀρετές, μὲ τὴν μεγάλη ποιήτριά μας, Σαπφώ. Οἱ Ῥωμαῖοι ὅμως δὲν ἄργησαν νὰ συνδέσουν τὸν ὅρον «Λεσβία» μὲ τὶς ἐκφυλιστικὲς διαθέσεις καὶ τὸν ἔκλυτον βίον τῆς Κλαυδίας.

Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συγχύσεως εἶναι γνωστὸν καὶ ἔγινε ἡ βάσις τῆς μετέπειτα λασπολογίας στὴν ποιήτριά μας, κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, ὅταν ὁρισμένοι ἔψαχναν ἀφορμὲς καὶ ἐκμεταλλεύονταν τοὺς ἀγραμμάτους, γιὰ νὰ μέμψουν τοὺς Ἕλληνες «ἐθνικούς», «παγανιστές» ποὺ ἀντιστέκονταν στὶς προσταγές τους. Ἕτσι ἡ ἔκφυλη καὶ ἀχρεία Κλαυδία, ἀκουσίως ἔβλαψε τῆν ἠθικὴ τῆς Λεσβίας, ἐναρέτου Σαπφοῦς, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε ψέγεται γιὰ τὸν βίον της καὶ μάλιστα ἄνευ ἀποδείξεων!

Τὸ παραμύθι καὶ ἡ αἰσχρολογία σχετικὰ μὲ τὴν Σαπφὼ λοιπὸν ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ παλαιά. Εἶναι σημαντικὸν νὰ γραφτεῖ πὼς ἀπὸ τὸ ἔργον τῆς Σαπφοῦς δὲν ἔχει διασωθεῖ σχεδὸν τίποτε (λέγεται ὅτι τουλάχιστον τὸ 96 % τῶν ὅσων γραπτῶν της ξέρουμε πὼς ὑπῆρξαν, ἔχει ἐξαφανιστεῖ).

Μᾶς ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τοὺς 12 χιλιάδες περίπου στίχους ποὺ ξέρουμε πὼς ὑπῆρξαν μόνον 650 στίχοι καὶ αὐτοὶ ἀποσπασματικοί, ἐλλιπεῖς καὶ συμπληρωμένοι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀπὸ διαφόρους συγχρόνους «φιλολόγους», οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ ἀνασυνθέσουν τὸ ἔργον της. Τὰ ποιήματά της τὰ πρωτοσυνέλεξαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ καὶ τὰ δημοσίευσαν σὲ 9 βιβλία. Ὁλόκληρον διεσώθη μόνον ἕνα ποιήμα της, ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἀφροδίτη. Ἀκολουθοῦν κάποια ἐπιθαλάμια (νυφικὰ τραγούδια, στὰ ὁποῖα μέχρι σήμερα ἐξυμνεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῶν νυφῶν -καὶ δὲν νομίζω πὼς αὐτὸ ἀποτελεῖ σημεῖον τριβαδισμοῦ! -), ὕμνοι καὶ ἐπιγράμματα καὶ ἕνα ποίημά της σχετικὸν μὲ τὴν Ἡὼ καὶ τὸν Τιθωνόν (κι αὐτὸ λέγεται πὼς διεσώθη ἀρκετὰ πρόσφατα, μετὰ ἀπὸ ἀποκατάστασιν ἑνὸς παπύρου τῆς Ὀξυρρύγχου, τὸ ὁποῖον ἐξεδόθη τὸ 2005).

Ἀποσπάσματα θεωροῦνται ἀκόμα καὶ λέξεις καὶ νομίζω εἶναι ἀρκετὰ κατανοητὸν πὼς ἀπὸ μία λέξιν, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ βγάλει ἀπολύτως κανένα συμπέρασμα, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ θεματολογία, πόσῳ μᾶλλον νὰ ὑπερασπίζεται τὴν θέσιν πὼς κάποια διδάσκαλος ὡδηγοῦσε τὶς μαθήτριές της στὸν ἐκφυλισμόν, καὶ μάλιστα εἰς γνῶσιν τῶν ...ἀριστοκρατῶν γονέων τους! 
Καὶ ἐπιπλέον πόσο ἀντιφατικὸν εἶναι νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς μιᾶ τέτοιου εἴδους ἐκμαυλίστρια τὴν ἐθαύμαζον καὶ τὴν τιμοῦσαν ἅπαντες ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημον μέχρι τὰ ἱερὰ τέρατα τῆς διανοήσεως, ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Σόλων, ὁ Πλούταρχος κοκ! Ἀλλὰ καὶ πὼς σὲ μία τόσον ἀκόλαστον διδάσκαλον, στὴν Λέσβον ὡς ἔνδειξιν σεβασμοῦ ἔκοψαν νόμισμα ποὺ τὴν ἀπεικόνιζε, ἐνῶ ἀνδριάντες της ἔστεκαν ὅλον χάριν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, στὴν Πέργαμον, στὶς Συρακοῦσες (ἀνδριὰς φιλοτεχνημένος ἀπὸ τὸν διάσημον γλύπτη Σιλανίωνα) κλπ! 


(Νόμισμα ἀπεικονίζον τὴν Σαπφὼ τοῦ 2ου αἰ. π.κ.έ, Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 

Ἄλλα διασωθέντα ἀποσπάσματα ηὑρέθησαν σὲ σπασμένα ἀγγεῖα ἤ εἶναι βγαλμένα ἀπὸ συγγράμματα ἄλλων ἀρχαίων συγγραφέων.

Κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους, ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸ «θαυμαστὸν τέρας», Σαπφώ (κατὰ τὸν Στράβωνα), λεηλατήθηκε, ἐξαφανίστηκε ἤ τέλος πάντων παραγκωνίστηκε, ὡς ἀκατάλληλον γιὰ τὰ «χρηστὰ ἤθη» τῆς ἐποχῆς. Ἤδη ἀπὸ παλαιότερα ἐσκανδάλιζε μία γυνὴ ποὺ εἶχε καταφέρει νὰ γίνει ἐραστὴς/εἰσπνῆλος γιὰ τὶς μαθήτριές της πόσῳ μᾶλλον στὰ χριστιανικὰ χρόνια, ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἐνοχλοῦσε ὁ,τιδήποτε θύμιζε τὴν ἀρχαιοελληνικὴ θεώρησιν καὶ φιλοσοφία, μὲ τὴν διδασκαλικὴ ἔμπνευσιν καὶ ἔρευνα νὰ ἔχει ἀντικατασταθεῖ απὸ τὸ «πίστευε καὶ μὴ ἐρεῦνα», ἀλλὰ καὶ ποὺ ἐθεωρεῖτο κατακριτέα ἡ ἐρωτικὴ ποίησις, καὶ δὴ ἀπὸ μία γυναῖκα.

Λέγεται πὼς μέχρι τὸν 9ον αἰ. μ.κ.ἐ, ὁ χρόνος εἶχε ἀφανίσει τὸ ἔργον τῆς Σαπφοῦς, τὸ ὁποῖον εἶχε ὑποστεῖ διωγμούς καὶ καταστροφή. Ὁ Ἰταλὸς λόγιος Τζ. Καρντάνο ἔγραψε πὼς ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς ἔκαψε δημοσίως κάποια ἀπὸ τὰ ἔργα της. Ἄλλοι ἀναφέρουν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα της ἐκάησαν στὴν Ῥώμη καὶ στὴν Πόλιν, τὸ 1073 καὶ ἄλλοι πὼς ἁπλῶς δὲν ἀντεγράφησαν, καθῶς καὶ λόγῳ διαλέκτου καὶ λόγῳ περιεχομένου, δὲν εἶχαν ζήτησιν. Τώρα τὸ τί ἀκριβῶς συνέβη, οὐδεὶς νομίζω μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ μὲ σιγουριά.

Στὴν σύγχρονη ἐποχὴ τώρα, διάφοροι -κυρίως ἀλλοδαποί- συγγραφεῖς (π.χ. ἡ Boehringer) γράφουν ὅ,τι συμπεραίνει ὁ νοῦς τους, χωρὶς νὰ στηρίζουν βεβαίως τὰ ὅποια συμπεράσματά τους σὲ κάποια ἁπτὴ ἀπόδειξιν! Ἥ ἀκόμη χειρότερα ὑπάρχουν καὶ κάτι ἄλλοι ἔγκριτοι, οἱ ὁποῖοι παραποιοῦν ἀνερυθρίαστα τὰ κείμενά μας καὶ μάλιστα θεωροῦνται καὶ ἑλληνιστές! ὅπως εἶναι ὁ Yves Battistini, ὁ ὁποῖος διαβάζοντας τοὺς ἑξῆς στίχους τοῦ Ἀνακρεόντος γιὰ τὴν Σαπφώ: 

«Ἡ δ’ἐστιν γάρ ἀπ’εὐτίκτου Λέσβου, τήν μέν ἐμήν κόμην, λευκή γάρ, καταμέμφεται, πρός δ’ΑΛΛΟΝ τινα χάσκει». 
( = Ἐκείνη ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν εὔτικτον Λέσβον, τὰ μαλλιά μου καταμέμφεται, γιατὶ εἶναι λευκά, καὶ χαχανίζει ΠΡΟΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ),  
τολμᾶ νὰ γράψει πὼς ὁ Ἀνακρέων μὲ τὸ «δ’ΑΛΛΟΝ χάσκει» ἐννοεῖ πὼς ἡ Σαπφὼ ἤθελε κάποιο κορίτσι! 

Ἀκόμα καὶ παιδὶ νηπιαγωγείου μπορεῖ νὰ τὸν διαβεβαιώσει πὼς ἡ λέξις «ἄλλος» άναφέρεται σὲ ΑΝΔΡΑ καὶ πὼς ἄν ἤθελε νὰ μιλήσει γιὰ γυναῖκα, θὰ ἔγραφε «ΑΛΛΗ»!
Κι ὅμως ὅσο γελοῖον καὶ ἄν εἶναι τὸ νὰ κάθεταί τις νὰ ἀντεπιχειρηματολογεῖ σὲ αὐτὲς τὶς ἀνοησίες, ὑπάρχουν πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ «φιλόλογοι» ποὺ συμμερίζονται τὴν ἄποψιν τοῦ Battistini!

Ὑπάρχουν βέβαια καὶ κάποιες τριβάδες (π.χ. Wittig, Zeig), οἱ ὁποῖες παραδέχονται πὼς δὲν ἔχουν καμμία ἀπόδειξιν γιὰ αὐτὰ ποὺ ἀκούγονται γιὰ τὴν Σαπφώ. Συγκεκριμένα, οἱ προαναφερθεῖσες γυναικολάγνες στὸ βιβλίον τους περὶ τριβάδων «Lesbian Peoples: Material for a Dictionary», στὸ λῆμμα «Σαπφώ», ἔχουν μία λευκὴ σελίδα, ὑπονοώντας πὼς δὲν ἔχουν καμμία ἀπόδειξιν-στοιχεῖον νὰ παραθέσουν, ὥστε νὰ στηρίξουν τὰ περὶ τριβαδισμοῦ ποὺ οἱ ὁμοϊδεάτες τους χρεώνουν στὴν 10η μοῦσα.  

* «Τριβάς : ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358», λεξικὸν Liddell- Scott. 


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΑΖΕΙΝ 

Σχετικῶς τώρα μὲ ὅσους διατείνονται πὼς τὸ «λεσβιάζειν» ἀναφέρεται ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀριστοφάνους, ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλή. 
Πράγματι καὶ στὶς «Ἐκκλησιάζουσες» στὸν στίχον 920 («δοκεῖς δέ μοι καὶ λάβδα κατὰ τοὺς Λεσβίους») καὶ στοὺς «Βατράχους» («αὕτη ποθ᾽ ἡ Μοῦσ᾽ οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ») καὶ στὶς «Σφῆκες» (στ. 1347, «μέλλουσαν ἤδη λεσβιᾶν τοὺς ξυμπότας»), συναντᾶμε τὸν Ἀριστοφάνη νὰ θέλει νὰ εἰρωνευτεῖ, νὰ μέμψει ἤ τέλος πάντων νὰ προσδώσει κάτι τὸ ἀνήθικον στὶς Λεσβίες. Ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς οἱ πολιτισμικῶς ἀνεπτυγμένοι Ἀθηναῖοι ἔχουν ἀντίπαλον δέος καὶ τοὺς Λεσβίους, οἱ ὁποῖοι παρεμπιπτόντως ἔχουν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἀθηναϊκὴ Συμμαχία.

Ὅμως τί σημαίνει «λεσβιάζειν» καὶ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἡ αὐλήτρια στὶς «Σφῆκες» ἦταν ἕτοιμη νὰ κάνει στοὺς ΑΝΔΡΑΣ «συμπότες», μέχρι ποὺ τὴν πῆρε ὁ Φιλοκλέων σπίτι του γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει μὲ τὸν λεσβιακὸν τρόπον καὶ τὸν ἴδιον;

Τὸ λεσβιάζειν σὲ ὁποιοδήποτε ἀξιόπιστον λεξικὸν ἀναφέρεται πὼς σήμαινε στὰ ἀρχαῖα χρόνια, εἴτε τὸ νὰ αἰσχρολογεῖς (ὅπως ἡ Μοῦσα στοὺς «Βατράχους»), εἴτε νὰ ἱκανοποιεῖς διὰ στοματικοῦ ἔρωτος τὸν ἄνδρα, ἡ πεολειχία (καὶ αὐτὸ ὑπονοοῦσε ὁ Ἀριστοφάνης γιὰ τὴν αὐλήτρια στὶς «Σφῆκες» του, τὴν μέλλουσαν «λεσβιᾶν» τοὺς συμπότες!).

Τὰ γράφει καὶ ὁ Ἡσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεὺς στὸ λεξικόν του [«λεσβιάζειν ἐστὶ τὸ πρὸς ἄνδρα στοματεύειν. Λεσβιάδας γὰρ τὰς λαικαστρίας ( =«κοινές» γυναῖκες) ἔλεγον»].
Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Σουΐδας («λεσβίσαι, μολῦναι τὸ στόμα. Λέσβιοι γὰρ διεβάλλοντο περὶ αἰσχρότητι). Τὰ ἴδια γράφει καὶ τὸ λεξικὸν
Liddell- Scott κοκ.
Ὅμως πρέπει νὰ σταθοῦμε μιᾶς καὶ ἀνεφέρθησαν οἱ λεξικογράφοι Ἡσύχιος (5ος αἰ. μ.Χ) καὶ Σουΐδας (10ος αἰ. μ.Χ) καὶ σὲ ἄλλα λήμματα τῶν λεξικῶν τους, καθῶς φαίνεται νὰ ξέρουν τὴν αἰσχρολογία ποὺ περιβάλλει τὸ πρόσωπον τῆς Σαπφοῦς.

Ὁ Ἡσύχιος λοιπὸν στὸ λῆμμα «Λεσβίαι» γράφει «αἰτίας εἶχον ἀτόπους αἱ ἀπὸ Λέσβου». Τουτ’ἔστιν, κατηγορίες εἶχαν ἀβάσιμες οἱ γυναῖκες τῆς Λέσβου.
Ὁ Σουΐδας ἀναφέρει πὼς «Σαπφῶ, διαβολῆς ἔσχε αἰσχρᾶς φιλίας». Τουτ’ἔστιν τὴν διέβαλλαν ( =κατηγοροῦσαν μὲ ψεύτικες κατηγορίες, τὴν συκοφαντοῦσαν) γιὰ «αἰσχρὰ φιλία». Μάλιστα καὶ αὐτὸς ἀναφέρει στὸ ἴδιο λῆμμα αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται γιὰ τὴν Σαπφὼ καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς (Ἀθήναιος, Αἰλιανός, Ὀβίδιος κοκ), πὼς ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἀκρωτήρι τῆς Λευκάτας ἀπὸ τὸν ἀνεκπλήρωτον ἔρωτά της γιὰ ἕναν ΑΝΔΡΑ, τὸν Φάωνα καὶ αὐτοκτόνησε. 

«Οὗτος ὁ Φάων ἐστίν, ἐφ᾽ ᾧ τὸν ἔρωτα αὑτῆς ἡ Σαπφὼ πολλάκις ἐμελοποίησεν», Περὶ Ἀπίστων, 48, Περὶ Φάωνος, Παλαίφατος.  

Ἀπὸ τὸ λεξικὸν Σουΐδα μαθαίνουμε ἄλλωστε πὼς ἡ Σαπφὼ ἦταν ὑπανδρεμένη μὲ κάποιον ἐξ Ἄνδρου Κερκύλα καὶ εἶχαν μαζὶ καὶ μία κόρη, ἡ ὁποία ἐλέγετο Κλείς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ μήτηρ τῆς Σαπφοῦς : 

«Ἐγαμήθη δὲ ἀνδρὶ Κερκύλᾳ πλουσιωτάτῳ, ὁρμωμένῳ ἀπὸ Ἄνδρου, καὶ θυγατέρα ἐποιήσατο ἐξ αὐτοῦ, ἣ Κλεὶς ὠνομάσθη...». 

Τὰ ἴδια περὶ συκοφαντίας τῆς Σαπφοῦς γιὰ αἰσχρὰ φιλία γράφει καὶ ὁ Λουκιανὸς στὸ «Περὶ τοῦ μὴ ῥαδίως πιστεύειν διαβολή» (143,13).

Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Μάξιμος ὁ Τύριος στὶς «Διαλέξεις» (24,9), ποὺ συγκρίνει τὸν μεγάλον φιλόσοφον-διδάσκαλον Σωκράτη μὲ τὴν φιλόσοφον Σαπφώ, ποὺ καὶ αὐτὴ ἐνεφύσησε στὴν ψυχὴ τῶν μαθητριῶν της τὴν ἀρετὴ καὶ κατ’ἐπέκτασιν καὶ τὸ αἴσθημα τῆς βαθείας φιλίας [«ὅτι γάρ ἐκείνω (Σωκράτει) Ἀλκιβιάδης καί Χαρμίδης καί Φαῖδρος, τοῦτο γάρ τῆ Λεσβία Γύριννα καί Ἀτθίς καί Ἀνακτορία. καί ὅ,τι πέρ Σωκράτει οἱ ἀντίτεχνοι Πρόδικος καί Γοργίας καί Θρασύμαχος καί Πρωταγόρας, τοῦτο τῆ Σαπφοῖ Γοργώ καί Ἁνδρομέδα. νῦν μέν ἐπιτιμᾶ ταύταις, νῦν δέ ἐλέγχει καί εἰρωνεύεται, αὐτά ἐκεῖνα τά τοῦ Σωκράτους»].

Τὰ ἴδια ἀναφέρει καὶ ἡ ἐγκυκλοπαίδεια «Ἥλιος», ὅπου γράφει γιὰ τὴν Σαπφώ : 

«ἀνάμεσα εἰς τοὺς στίχους τῶν σωζομένων ἀποσπασμάτων της δὲν ὑπάρχει οὔτε εἷς ποὺ νὰ ῥίπτει τὴν ἐλαχίστην ἠθικὴν σκιὰν εἰς τὴν προσωπικότητά της, ἐνῶ ἀντιθέτως ὑπάρχουν χωρία, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ποιήτρια μὲ ἀξιοπρέπεια ἀποδοκιμάζει καὶ ἐλαφρὰν ἀκόμη ὑπέρβασιν ἐκ μέρους τοῦ Ἀλκαίου τῶν καθιερωμένων ὁρίων τῆς εὐπρεποῦς κοινωνικῆς ἀναστροφῆς, τὰ ὁποῖα πάντως μεταξὺ τῶν Αἰολέων ἦσαν πολὺ εὐρύτερα ἀπὸ ὅ,τι ἦσαν μεταξὺ τῶν Ἰώνων. Εἰς τὸ τελευταῖον δὲ τοῦτο ὀφείλονται κατὰ μέγα μέρος αἱ εἰς βάρος τῆς ποιητρίας συκοφαντίαι».

Παρόμοια γράφει καὶ ἡ ἐγκυκλοπαίδεια «Ἐλευθερουδάκη», ἡ ὁποία ῥίπτει τὶς εὐθύνες αὐτῆς τῆς αἰσχρολογίας γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ἐρεσίας ποιήτριας στοὺς ἠθικῶς διεφθαρμένους Ῥωμαίους : 

«Ἡ θερμὴ ἐκείνη φίλια ἐπέσυρε τὰ σκώμματα τῶν κωμικῶν καὶ βραδύτερον τῶν ἀκολάστων Ῥωμαίων νομισθεῖσα ὡς παρὰ φύσιν ἔρως. Ἡ δοξασία ὅμως ἐκείνη ἐπικρατήσασα καθ’ὅλον τὸν μεσαίωνα ἐπ’οὐδεμίας μαρτυρίας στηρίζεται».

Ἴδιες ἀναφορὲς ἔχουμε καὶ στὴν ἐγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαροὺς Μπριτάνικα», ἡ ὁποία ἀναφέρει : 

«Ἡ νεωτέρα ἔρευνα, λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν καὶ τὶς μαρτυρίες τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ὀρατίου, τείνει νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἠθικὴ ὑπόληψιν τῆς ποιήτριας. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι τίποτε στὴν σωζομένη ποίησίν της δὲν συνδέει τὴν Σαπφὼ ἤ τὶς φίλες της μὲ ὁμοφυλοφιλικὲς σχέσεις».

Καὶ ἀφήνω γιὰ τὸ τέλος τὴν γνώμην τοῦ Πλουτάρχου γιὰ τὴν Σαπφώ, ὁ ὁποῖος λέει στὰ «Συμποσιακά», (Ζ,711,Δ) πὼς κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε ποιήματα τῆς Σαπφοῦς καὶ τοῦ Ἀνακρέοντος στὰ συμπόσια, ἄφηνε κάτω τὸ ποτήρι του ἀπὸ σεβασμόν («Σαπφοῦς ἄν ἀδομένοις καὶ τῶν Ἀνακρέοντος, ἐγὼ μοι δοκῶ καταθέσθαι τὸ ποτήριον αἰδούμενος»). 

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΟΙ ΚΙΝΑΙΔΟΙ>>, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ, <<ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ>>, ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, <<ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΕΙΡΗΝΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΝΕΦΕΛΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ,  <<ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ,  <<ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑΣ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ, <<ΓΟΡΓΙΑΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ>>, ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΤΥΡΙΟΣ, <<ΗΘΙΚΑ, ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΑ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΑΙΛΙΑΝΟΣ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ/ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΑΝΔΡΟΤΙΩΝΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΜΕΙΔΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΟΥ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ>>, ARNALDO BISCARDI, <<ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ>>, DOUGLAS MAC DOWELL, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ>>, ΑΘΗΝΑΙΟΣ, <<ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ>>, ΑΡΡΙΑΝΟΣ, <<ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>>, ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΙΛΙΑΔΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, <<ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ>>, ΟΒΙΔΙΟΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, <<ΠΕΡΙ ΑΠΙΣΤΩΝ>>, ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΣ καὶ ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον «palaixthon. wordpress» . Θερμὰ εὐχαριστήρια καὶ στὸν κ. Ἀπόστολο Γονιδέλλη ποὺ μὲ τὸ συνολικὸν ἔργον του συνέβαλε στὸ ἀπόσπασμα περὶ τριβάδων.
 Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἘΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ (Κωνσταντῖνα Ἀ.)



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (