Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 5,7-5,8/ 7,1-8,5
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Πολλοὶ μὲν οὖν περὶ τὴν ἐπιμέλειαν ὡς εἰκὸς ἦσαν αὐτοῦ τροφεῖς καὶ παιδαγωγοὶ
καὶ διδάσκαλοι λεγόμενοι, πᾶσι δ᾽ ἐφειστήκει Λεωνίδας, ἀνὴρ τό τ᾽ ἦθος αὐστηρὸς
καὶ συγγενὴς Ὀλυμπιάδος, αὐτὸς μὲν οὐ φεύγων τὸ τῆς παιδαγωγίας ὄνομα, καλὸν ἔργον
ἐχούσης καὶ λαμπρόν, ὑπὸ δὲ τῶν ἄλλων διὰ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν οἰκειότητα τροφεὺς Ἀλεξάνδρου
καὶ καθηγητὴς καλούμενος. Ὁ δὲ τὸ σχῆμα τοῦ παιδαγωγοῦ καὶ τὴν προσηγορίαν ὑποποιούμενος ἦν Λυσίμαχος, τὸ γένος Ἀκαρνάν, ἄλλο μὲν οὐδὲν ἔχων ἀστεῖον, ὅτι δ᾽ ἑαυτὸν μὲν ὠνόμαζε Φοίνικα, τὸν δ᾽ Ἀλέξανδρον Ἀχιλλέα, Πηλέα δὲ τὸν Φίλιππον, ἠγαπᾶτο καὶ δευτέραν εἶχε χώραν».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Πολλοὶ μὲν οὖν (=λοιπόν) ὡς εἰκός (ἔκφρασις ποὺ σημαίνει «ὡς εἶναι φυσικόν», <
εἴκω
=ὁμοιάζω,
φαίνομαι νὰ εἶμαι, βλ. εἰκών, εἰκότα =αὐτὰ ποὺ ὁμοιάζουν ἀλήθεια, τὰ εὔλογα/πιθανά) ἦσαν ὡς πρὸς τὴν ἐπιμέλειά/φροντίδα του οἱ λεγόμενοι τροφεῖς αὐτοῦ καὶ παιδαγωγοί καὶ διδάσκαλοι, πᾶσι ( =σὲ ὅλους) -ὅμως- ἐφειστήκει ( <
ἐφίσταμαι
< ἐπί
+ ἵσταμαι,
= ἵσταμαι/στέκομαι πάνω ἀπὸ κάποιον/κάτι ἄλλον, βλ. ἐπιστάτης) ὁ Λεωνίδας, ἀνὴρ αὐστηρός στὸ ἦθος καὶ συγγενὴς τῆς Ὀλυμπιάδος, ὁ ὁποῖος δὲν (ἀπ)έφευγε τὸ ὄνομα τῆς παιδαγωγίας (ἐνν. τοῦ παιδαγωγοῦ, βλ. σχόλια, μετωνυμία),
ἡ ὁποία -παιδαγωγία- ἔχει καλὸν ἔργον καὶ λαμπρόν, -ἀλλά- ὑπὸ τῶν ἄλλων γιὰ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν οἰκειότητα
(ἐνν. οἰκειότητα πρὸς τὸν βασιλέα, ἐφόσον ἦταν συγγενὴς τῆς Ὀλυμπιάδος) (ἀπ)εκλήθη
τροφεὺς τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ καθηγητής.
Ὁ ἄλλος μὲ τὸ σχῆμα ( =τὸ παρουσιαστικό, < ἔχω, μελ. σχήσω/ἀόρ. ἔσχον) καὶ τὴν προσηγορία ( < προσαγορεύω, =ἐπωνυμία, χαρακτηρισμός) τοῦ παιδαγωγοῦ ὑποποιοῦμενος ( < ὑποποιοῦμαι = οικειοποιοῦμαι, παριστάνω, =ποὺ εἶχε ἁπλῶς τὸν τίτλον τοῦ παιδαγωγοῦ) ἦταν ὁ Λυσίμαχος, στὸ γένος Ἀκαρνάν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε τίποτα ἄλλον ἀστεῖον ( =εὐάρεστον, εὐχάριστον, χαριτωμένον), παρὰ μόνον ὅτι ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του Φοίνικα (Φοῖνιξ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ παιδαγωγοῦ τοῦ Ἀχιλλέως -Θεσσαλὸς στὴν καταγωγή- καὶ βασιλεὺς τῶν Δολόπων- Δολοπία =περιοχὴ ποὺ ἐκτείνεται στὴν σημερινὴ Καρδίτσα καὶ βόρεια Εὐρυτανία- καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκε ὁ Πηλεὺς νὰ διαπαιδαγωγήσει τὸν υἰόν του, Ἀχιλλέα. Σύμφωνα μὲ τὸν Σάμιον ἱστορικὸν Δοῦριν, ἀπὸ αὐτὸν πῆραν τὸ ὄνομά τους τὰ φοινίκεια γράμματα), τὸν Ἀλέξανδρον -τὸν ὠνόμαζε- Ἀχιλλέα καὶ Πηλέα ( =ὁ πατήρ τοῦ Ἀχιλλέως) τὸν Φίλιππον, -καὶ γι’αὐτό- ἠγαπάτο καὶ δεύτερη χώρα ( =θέσιν) εἶχε (ἐνν. στὴν καρδιά τοῦ Ἀλεξάνδρου μετὰ τὸν ἄλλον του παιδαγωγόν, τὸν Λεωνίδα).
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Καθορῶν δὲ τὴν φύσιν αὐτοῦ δυσνίκητον μὲν οὖσαν, ἐρίσαντος μὴ βιασθῆναι, ῥᾳδίως
δ᾽ ἀγομένην ὑπὸ λόγου πρὸς τὸ δέον, αὐτός τε πείθειν ἐπειρᾶτο μᾶλλον ἢ προστάττειν,
καὶ τοῖς περὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐγκύκλια παιδευταῖς οὐ πάνυ τι πιστεύων τὴν ἐπιστασίαν
αὐτοῦ καὶ κατάρτισιν, ὡς μείζονος οὖσαν πραγματείας καὶ κατὰ τὸν Σοφοκλέα
πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ᾽ ἅμα,
μετεπέμψατο τῶν φιλοσόφων τὸν ἐνδοξότατον καὶ λογιώτατον
Ἀριστοτέλην, καλὰ καὶ πρέποντα διδασκάλια τελέσας αὐτῷ. Τὴν γὰρ Σταγειριτῶν πόλιν,
ἐξ ἧς ἦν Ἀριστοτέλης, ἀνάστατον ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγενημένην συνῴκισε πάλιν, καὶ τοὺς διαφυγόντας
ἢ δουλεύοντας τῶν πολιτῶν ἀποκατέστησε. Σχολὴν μὲν οὖν αὐτοῖς καὶ διατριβὴν τὸ περὶ
Μίεζαν Νυμφαῖον ἀπέδειξεν, ὅπου μέχρι νῦν Ἀριστοτέλους ἕδρας τε λιθίνας καὶ ὑποσκίους
περιπάτους δεικνύουσιν.
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Καθορῶν ( =ἐξετάζω, βλέπω καλὰ κάτι ἀπὸ ψηλά, καθῶς ἔβλεπε -ὁ Φίλιππος- ) τὴν
φύσιν αὐτοῦ -τοῦ Ἀλεξάνδρου- νὰ εἶναι δυσνίκητος ( =δύσκολον νὰ τὴν νικήσει/ὑποτάξει
κανείς, ανυπότακτη) καὶ κατὰ τὶς ἔριδες δὲν ὑπέκυπτε στὴν βία, ὑπὸ τοῦ λόγου (
=λόγος καὶ λογική) ῥαδίως ( =εὔκολα) (ὁδ)ηγεῖτο πρὸς τὸ πρέπον, ὁ ἴδιος
προσπαθοῦσε ( =ἐπείρατο, βλ. ἀπόπειρα) νὰ τὸν πείθει μᾶλλον ( =περισσότερο) παρὰ
νὰ τὸν προστάζει, καὶ τὴν ἐπιστασία ( =ἐπίβλεψις, φροντίδα, ἀνατροφή) καὶ τὴν κατάρτισιν
( =ἀγωγή, παιδεία) αὐτοῦ μὴ ἐμπιστευόμενος ἐντελῶς στοὺς διδασκάλους τῆς μουσικῆς
καὶ τῶν ἐγκυκλίων ( =βασικῶν, < ἐγκύκλιος παιδεία εἶναι ἡ ἀπαραίτητη/βασικὴ
παιδεία ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅλοι, ὅπως π.χ. γνώσεις γραμματικῆς, μαθηματικῶν κλπ)
μαθημάτων, ἀλλὰ θεωρὼν αὐτὴ μείζονος ( =μεγαλυτέρας,
ἐνν. σὲ ἀξία, σπουδαιοτέρας) σημασίας ἔργον καὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆ
«ἔργον πολλῶν χαλινῶν καὶ συνάμα (δ)οἰάκων ( =πηδάλιο, τιμόνι, < φέρω, βλ. σχόλια)»
μετέπεμψε [ < μετά + πέμπω ( =στέλνω), πέμπω κάποιον νὰ μοῦ φέρει κάτι,
παραγγέλλω, = ἔστειλε καὶ προσεκάλεσε ) ἐκ
τῶν φιλοσόφων τὸν πιὸ ἔνδοξον καὶ τὸν πιὸ λόγιον, τὸν Ἀριστοτέλη (ἦταν τότε 13 ἐτῶν
ὁ Ἀλέξανδρος), καλὰ καὶ πρέποντα διδασκάλια ( =δίδακτρα) τέλεσε ( =παρεῖχε,
προσέφερε, βλ. τέλη) σὲ αὐτόν.
Ἐπειδή ( =γάρ, βλ. γαλλ. car) τῶν Σταγειριτῶν ἡ πόλις ( =τὰ Στάγειρα ), ἐκ τῆς ὁποίας ( =ἧς) ἦν ( =ἦταν)
ὁ Ἀριστοτέλης, εἶχε γίνει ἀνάστατος [ < ἀνίσταμαι ( =βρίσκομαι σὲ ἀταξία,
θορυβοποιοῦμαι, γιὰ πόλεις χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταστροφῆς, ἐρημώσεως),
=εἶχε καταστραφεῖ) ἀπὸ αὐτὸν (ἐννοεῖ τὴν καταστροφὴ τῶν Σταγείρων τὸ 348 π.Χ ἀπὸ
τὸν Φίλιππον), τὴν συνῲκισε ( < συνοικῶ, ἐννοεῖ πὼς τὴν ἔκανε κατοικίσιμη, ἐπαναφέροντας
τοὺς ἐξορίστους) πάλι καὶ τοὺς διαφυγόντας ἤ ὅσους εἶχαν περιέθει σὲ δουλείαν ἐκ
τῶν πολιτῶν, τοὺς άποκατέστησε (ἐννοεῖ πὼς τοὺς ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸ καθεστὼς
δουλείας). Σχολὴ καὶ τόπον διαμονῆς ( =διατριβῆς) γιὰ αὐτοὺς ἀπέδειξε ( =ὤρισε)
τὸ Νυμφαῖον ( =ἱερὸν ἤ σπήλαιον τῶν Νυμφῶν) στὴν περιοχὴ τῆς Μίεζας (Μίεζα ἤ
Στρυμόνιον, περιοχὴ παρὰ τῶν Στρυμόνα ποταμόν, κοντὰ στὰ Στάγειρα. Ὠνομάστηκε
Μίεζα χάριν στὴν κόρην τοὺ βασιλέως Βέρητος, Μίεζα, τὴν ἀδελφὴ τῆς Βέροιας), ὅπου
μέχρι τώρα ( =τὸ «νῦν» εἶναι τοῦ Πλουτάρχου) δεικνύουσι τὶς λίθινες ἕδρες (
< ἕζομαι =κάθομαι, =τὰ πέτρινα καθίσματα) τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοὺς ὑποσκίους
-χώρους γιὰ τούς- περιπάτους.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
Ἔοικε δ᾽ Ἀλέξανδρος οὐ μόνον τὸν ἠθικὸν καὶ πολιτικὸν παραλαβεῖν λόγον, ἀλλὰ καὶ
τῶν ἀπορρήτων καὶ βαθυτέρων διδασκαλιῶν, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροατικὰς καὶ ἐποπτικὰς
προσαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς, μετασχεῖν. Ἤδη γὰρ εἰς Ἀσίαν διαβεβηκώς, καὶ πυθόμενος λόγους τινὰς ἐν βιβλίοις περὶ τούτων ὑπ᾽ Ἀριστοτέλους ἐκδεδόσθαι, γράφει πρὸς αὐτὸν ὑπὲρ φιλοσοφίας παρρησιαζόμενος ἐπιστολήν, ἧς ἀντίγραφόν ἐστιν· «Ἀλέξανδρος Ἀριστοτέλει εὖ πράττειν. Οὐκ ὀρθῶς ἐποίησας ἐκδοὺς τοὺς ἀκροατικοὺς τῶν λόγων· τίνι γὰρ δὴ διοίσομεν ἡμεῖς τῶν ἄλλων, εἰ καθ᾽ οὓς ἐπαιδεύθημεν λόγους, οὗτοι πάντων ἔσονται κοινοί; ἐγὼ δὲ βουλοίμην ἂν ταῖς περὶ τὰ ἄριστα ἐμπειρίαις ἢ
ταῖς δυνάμεσι διαφέρειν. ἔρρωσο». Ταύτην μὲν οὖν τὴν φιλοτιμίαν αὐτοῦ παραμυθούμενος Ἀριστοτέλης ἀπολογεῖται περὶ τῶν λόγων ἐκείνων, ὡς καὶ ἐκδεδομένων καὶ μὴ ἐκδεδομένων. ἀληθῶς γὰρ ἡ περὶ τὰ φυσικὰ πραγματεία, πρὸς διδασκαλίαν καὶ μάθησιν οὐδὲν ἔχουσα χρήσιμον, ὑπόδειγμα τοῖς πεπαιδευμένοις ἀπ᾽ ἀρχῆς γέγραπται.
Δοκεῖ δέ μοι καὶ τὸ φιλιατρεῖν Ἀλεξάνδρῳ προστρίψασθαι μᾶλλον ἑτέρων Ἀριστοτέλης. οὐ γὰρ μόνον τὴν θεωρίαν ἠγάπησεν, ἀλλὰ καὶ νοσοῦσιν ἐβοήθει τοῖς φίλοις, καὶ συνέταττε θεραπείας τινὰς καὶ διαίτας, ὡς ἐκ τῶν ἐπιστολῶν λαβεῖν ἔστιν.
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ἔοικε
( < εἴκω
=ὁμοιάζω,
=φαίνεται)
πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἐδιδάχθη ( =παρέλαβε) ὄχι μόνον τὸν ἠθικὸν καὶ πολιτικὸν λόγον, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀπόρρητες καὶ βαθύτερες διδασκαλίες μετεῖχε, ποὺ οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀπεκάλουν ἀκροαματικὲς καὶ ἐποπτικές ( =μυστικές, ἀνώτερες, ἐπόπτης ἦταν ὁ ἀνώτερος βαθμοῦχος στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια) καὶ δὲν τὶς ἐξέφερον/κοινοποιοῦσαν σὲ πολλοὺς.
Διότι ἤδη, ἀφοῦ εἶχε διαβεῖ/περάσει στὴν Ἀσία,
πυθόμενος (πυνθάνομαι =πληροφοροῦμαι,
=πληροφορούμενος) πὼς ὁ Ἀριστοτέλης ἐξέδωκε σὲ βιβλία κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
λόγους, ἔγραψε πρὸς αὐτὸν μετὰ παρρησίας ( = θάρρος/ἀφθονία ἐκφράσεως) ἐπιστολὴ
περὶ φιλοσοφίας, τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἀντίγραφον:
«Ὁ Ἀλέξανδρος χαιρετᾶ τὸν Ἀριστοτέλην. Δὲν ἔπραξες ὀρθῶς ποὺ ἐξέδωσες τοὺς ἀκροαματικοὺς
λόγους· σὲ τί λοιπὸν θὰ διαφέρουμε ( =διοίσομεν, μελ. διαφέρω, βλ. σχόλια) ἑμεῖς
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἄν γίνουν κοινοὶ οἱ λόγοι κατὰ τοὺς ὁποίους παιδευτήκαμε/μορφωθήκαμε;
Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα ( =βουλοίμην ἄν < βούλομαι=θέλω, βλ. βούλησις, γαλλ. vouloir, ἰταλ. volere κοκ) νὰ ὑπερέχω τῶν ἄλλων
κατὰ τὶς περὶ τὰ ἄριστα ἐμπειρίες (=ἐμπειρίες ποὺ ὁδηγοῦν στὸ νὰ γίνει τὶς ἐνάρετος),
παρὰ κατὰ τὴν δύναμιν. Ἔρρωσο ( =Νὰ εἶσαι ῥωμαλέος, δυνατός/ νά ΄σαι καλά) ».
Μιλώντας καθησυχαστικά ( =παραμυθοῦμαι) ὁ Ἀριστοτέλης
γι’αύτήν του τὴν φιλοτιμία, ἀπολογεῖται γιὰ ἐκείνους τοὺς λόγους ὅτι ἦταν καὶ δὲν
ἦταν ἐκδιδόμενοι. Διότι ἀληθῶς ἡ περὶ
μεταφυσικῆς πραγματεία ( «Μετὰ τὰ φυσικά» ), πρὸς διδασκαλία καὶ πρὸς μάθησιν τίποτα
δὲν ἔχει χρήσιμον, ἐγράφη ἐξ ἀρχῆς ὡς ὑπόδειγμα στοὺς ἤδη πεπαιδευμένους.
Μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ τὸ ὅτι ἦταν φίλος τῆς ἰατρικῆς ὁ Ἀλέξανδρος, τοῦ τὸ ἐνέπνευσε/προσέδωσε ( =προστρίβω) περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ Ἀριστοτέλης. Δὲν ἠγάπησε μόνον τὴν θεωρία, ἀλλὰ καὶ τοὺς νοσοῦντες φίλους του βοηθοῦσε καὶ συνέταττε κάποιες θεραπείες καὶ δίαιτες ( =τρόπος διαβιώσεως, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως καὶ τῆς διατροφῆς), ὅπως μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
Ἦν δὲ καὶ φύσει φιλόλογος καὶ φιλομαθὴς καὶ φιλαναγνώστης, καὶ τὴν μὲν Ἰλιάδα τῆς
πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον καὶ νομίζων καὶ ὀνομάζων, ἔλαβε μὲν Ἀριστοτέλους διορθώσαντος
ἣν ἐκ τοῦ νάρθηκος καλοῦσιν, εἶχε δ᾽ ἀεὶ μετὰ τοῦ ἐγχειριδίου κειμένην ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον,
ὡς Ὀνησίκριτος ἱστόρηκε· τῶν δ᾽ ἄλλων βιβλίων οὐκ εὐπορῶν ἐν τοῖς ἄνω τόποις, Ἅρπαλον ἐκέλευσε πέμψαι,
κἀκεῖνος ἔπεμψεν αὐτῷ τάς τε Φιλίστου βίβλους καὶ τῶν Εὐριπίδου καὶ Σοφοκλέους καὶ
Αἰσχύλου τραγῳδιῶν συχνάς, καὶ Τελέστου καὶ Φιλοξένου διθυράμβους. Ἀριστοτέλην δὲ θαυμάζων ἐν ἀρχῇ καὶ ἀγαπῶν οὐχ ἧττον, ὡς αὐτὸς ἔλεγε, τοῦ πατρός, ὡς δι᾽ ἐκεῖνον μὲν ζῶν, διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν, ὕστερον ὑποπτότερον ἔσχεν, οὐχ ὥστε ποιῆσαί τι κακόν, ἀλλ᾽ αἱ φιλοφροσύναι τὸ σφοδρὸν ἐκεῖνο καὶ στερκτικὸν οὐκ ἔχουσαι πρὸς αὐτόν, ἀλλοτριότητος ἐγένοντο τεκμήριον. Ὁ μέντοι πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτῷ ζῆλος καὶ πόθος οὐκ ἐξερρύη τῆς ψυχῆς, ὡς ἡ
περὶ Ἀνάξαρχόν τε τιμὴ καὶ τὰ πεμφθέντα Ξενοκράτει πεντήκοντα τάλαντα καὶ Δάνδαμις καὶ Καλανὸς οὕτω σπουδασθέντες μαρτυροῦσι».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ἦν ( =ἦταν, βλ. σχόλια) δὲ καὶ ἀπὸ τὴν φύσιν του φίλος τοῦ λόγου ( =φιλόλογος) καὶ
φιλομαθής καὶ φίλος τῆς ἀναγνώσεως ( =φιλαναγνώστης) καὶ τὴν μὲν Ἰλιάδα τῆς
πολεμικῆς ἀρετῆς θεωροῦσε καὶ ὠνόμαζε ἐφόδιον, τὴν ἔλαβε διορθωθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη
καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ «ἐκ νάρθηκος» καλουμένη (νάρθηξ ἐλέγετο ἦ πολύτιμη θήκη/πολυτελὲς
κιβώτιον, εἰς τὴν ὁποία ἐφύλαττε ὁ Ἀλέξανδρος τὸ χειρόγραφον τῆς Ἰλιάδος, ὑπὸ
τοῦ Ἀριστοτέλους). Τὴν εἶχε δὲ πάντα δίπλα στὸ ἐγχειρίδιόν του ( =μαχαίρι) κάτω
ἀπὸ τὸ προσκέφαλόν ( =μαξιλάρι) του, ὅπως ἔχει ἱστορήσει ὁ Ὀνησίκριτος (κυβερνήτης
τοῦ βασιλικοῦ πλοίου τοῦ Ἀλεξάνδρου, μαθητὴς τοῦ κυνικοῦ Διογένους, ὁ ὁποῖος
συνέγραψε τὸν περίπλουν τῆς Ἀσίας καὶ ἐγκώμιον τοῦ Ἀλεξάνδρου).
-Ἐπειδή- ἄλλα βιβλία δὲν εἶχε ( =οὐκ εὐπορών, βλ. εὔπορος)
στὴν Ἄνω Ἀσία ( =Ἄνω τόποι), ἐκέλευσε ( =προσέταξε) τὸν Ἅρπαλον (στρατηγὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου
καὶ μετέπειτα διοικητὴς τῆς Βαβυλωνίας) νὰ στείλει, κἀκεῖνος ( < καὶ ἑκεῖνος)
ἔστειλε σὲ αὐτὸν τὰ βιβλία τοῦς Φιλίστου (Συρακούσιος ἱστοριογράφος, ἐπὶ
Πλάτωνος) καὶ ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς τραγωδίες τοῦ Εὐριπίδου, τοῦ Σοφοκλέους καὶ τοῦ Αἰσχύλου
καὶ διθυράμβους τοῦ Τελέστου (Σικελὸς λυρικὸς ποιητής, ἐπὶ Φιλίππου) καὶ τοῦ
Φιλοξένου (ποιητὴς ἀπὸ τὰ Κύθηρα, ἐπὶ τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου).
Τὸν δὲ Ἀριστοτέλην ἐθαύμαζε καὶ ἠγάπα στὴν ἀρχή, ὅπως ἔλεγε, ὄχι ἧττον ( =λιγότερον) ἀπὸ τὸν πατέρα του, γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖνον -Φίλιππον- εἶχε τὸ ζῆν καὶ μέσω ἐκείνου -Ἀριστοτέλη- τὸ εὖ ζῆν, ἀργότερα τὸν θεώρησε ἀρκετὰ ὕποπτον, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ τοῦ κάνει κάτι κακόν, ἀλλὰ καθῶς οἱ φιλοφροσύνες πρὸς αὐτὸν δὲν εἶχαν πιὰ ἐκεῖνο τὸ σφοδρὸ καὶ στερκτικό ( < στέργω =περιβάλλω κάποιον μὲ ἀγάπη, φροντίζω) -ὅπως στὴν ἀρχή-, ἔγιναν ἀπόδειξιν τῆς ἀποξενώσεώς/ἀλλοτριώσεώς του.
Μέντοι ( =πάρ’αυτά, ὡστόσο) ὁ ἔμφυτος ( =ἐμπεφυκώς) καὶ συντραφείς ( =συντεθραμμένος < πρκ τοῦ συντρέφω) ἀπὸ τὴν άρχὴ ζῆλος καὶ ὁ πόθος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δὲν ἐξέρρευσε ( < ἐκ +ῥέω, =ἐγκατέλειψε, βγῆκε ἐκτός) τὴν ψυχή του, ὡς μαρτυροῦν ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἀνάξαρχον (ὁ Εὐδαιμονικός, Ἀβδηρίτης φιλόσοφος) καὶ τὰ πεμφθέντα ( =σταλθέντα) πενήντα τάλαντα στὸν Ξενοκράτην (ἐκ Χαλκηδόνος, μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος καὶ διδάσκαλος τοῦ Δημοσθένους) καὶ ὁ Δάνδαμις καὶ ὁ Κάλανος (Ἰνδοὶ φιλόσοφοι) ποὺ τόσο ἐφρόντισε [ =σπουδάζω ( =ἀποδίδω μεγάλη σημασία σὲ κάποιον, δεικνύω μεγάλη ἐπιμέλεια σὲ κάτι)].
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.Τὸ σχῆμα λόγου ποὺ άντὶ τοῦ συγκεκριμένου, χρησιμοποιεῖ κάποιος τὸ γενικόν, ἀφηρημένον καὶ ἀντιστρόφως, ὀνομάζεται μετωνυμία, βλ. «εἶναι λεβεντιά », ἀντὶ λεβέντης)
2.(Ἀπαρέμφατο: ) Εἶναι
(Ἔγκλισις: Ὁριστική)
Ἐνεστώς ( =εἶμαι)
ἐγὼ εἰμὶ < ἐσ-μι
σὺ εἶ < ἐσ-σι
(ἔ)/οὗτος ἐστί
ἡμεῖς ἐσμέν
ὑμεῖς ἐστέ
σφεῖς/οὗτοι εἰσί < ἐσ-νσι
Παρατατικός ( =ἤμουν)
ἐγὼ ἦν/ἦ
σὺ ἦσθα
(ἔ)/οὗτος ἦ
ἡμεῖς ἦμεν
ὑμεῖς ἦ(σ)τε
σφεῖς/οὗτοι ἦσαν
Μέλλων ( =θὰ εἶμαι)
ἐγὼ ἔσομαι
σὺ ἔσει/ἔσῃ
(ἔ)/οὗτος ἔσται
ἡμεῖς ἐσόμεθα
ὑμεῖς ἔσεσθε
σφεῖς/οὗτοι ἔσονται
Τοὺς ὑπολοίπους χρόνους του, μέχρι καὶ σήμερα τοὺς δανείζεται ἀπὸ τὸ γί(γ)νομαι.
Τὸ ἐγὼ στὴν:
αἰολικὴ διάλεκτο ἐπροφέρετο ἔγω [ἐξ οὗ καὶ ἡ αἰολίζουσα παρεφθαρμένη ἑλληνική-λατινική, τὸ λέει ἔγκο (ego)].
βοιωτικὴ διάλεκτον ἦταν ἰ(γ)ώ, βλ. ἰταλ. io, ἰσπαν. yo, γερμ. Ich, γαλλ. je, ἀγγλ. I, ῥωσ. [γιά] κοκ
Τὸ σὺ δωρικῶς λέγεται τυ/τού, βλ. γαλλ./ἰταλ/ἰσπαν. tu, γερμ. Du, ἀγγλ. you κοκ
Ἐκ τοῦ δυικοῦ ἀριθμοῦ (γιὰ 2 μόνον, ὄχι πλῆθος ἀντικειμένων) τοῦ α' προσώπου, ποὺ εἶναι νῶ/νῷν/νῶϊν δημιουργήθηκαν καὶ τὰ δυτικὰ nous, noi κλπ
Ἐκ τοῦ Fημεῖς, ἔγιναν τὰ we, wir κλπ
Ἐκ τοῦ Fυμεῖς τὰ you, vous, voi, vos κλπ
Ὁμοίως κακοποιήθηκε καὶ τὸ «εἶναι».
3. οἴαξ/ διοίσομαι < διά + φέρω
Οἱ ἀρχικοὶ χρόνοι τοῦ «φέρειν» εἶναι οἱ ἑξῆς:
Ἐνεργητικὴ φωνή (=φέρω)
Ἐν.: φέρω
Πρτ: ἔφερον [ =ἔφερ(ν)α πολλὲς φορές]
Μελ.: οἴσω ( =θὰ φέρω, βλ. κὶ ΟΙΣΟΦΑΓΟΣ, ὁ οἴσων τὸ φαγητόν/ΕΥΠΑΡΟΙΣΤΟΣ=ὁ εὐκολομετακόμιστος)
Ἀορ.: ἤνεγκον ( =ἔφερα μία φορά, βλ. ΔΙΕΝΕΞΙΣ, ἡ δια-φορά, τὸ ἀποτέλεσμα ἀσυμφωνίας/ΔΙΗΝΕΚΗΣ, ὁ φέρων καὶ μακρῶς ἐκτεινόμενος/ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ =ἡ ἀπόστασις ποὺ καλύπτει/φέρει κάτι ποὺ ἔχει βληθεῖ/ῥιχτεῖ)
Πρκ: ἐνήνοχα (ΠΡΟΕΝΕΞΙΣ=τὸ νὰ ἔχεις φέρει κάτι ἐμπρός, ἡ παρουσίασις, ἡ προφορά)
Ὑπερσ.: ἐνηνόχειν
Μέση Φωνὴ (φέρομαι ἀπὸ μόνος μου)
Ἐν.: φέρομαι
Πρτ: ἔφερόμην
Μελ.: οἴσομαι
Ἀορ.: ἠνεγκάμην/ἠνεγκόμην
Πρκ: ἐνήνεγμαι
Ὑπερσ.: ἐνηνέγμην
Παθητικὴ Φωνὴ ( =Φέρομαι ἀπὸ κάποιον ἄλλον)
Ἐν.: φέρομαι
Πρτ: ἔφερόμην
Μελ.: οἰσθήσομαι /ἐνεχθήσομαι
Ἀορ.: ἠνέχθην
Πρκ: ἐνήνεγμαι
Ὑπερσ.: ἐνηνέγμην
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου