Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (ΜΕΡΟΣ 2ΟΝ) : ΓΑΛΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΙΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

ΑΛΙΖ/ΜΑΣΣΑΛΙΑ/ΝΙΚΑΙΑ/ΑΝΤΙΜΠ/ΑΡΛ/ΛΥΟΝ/ΜΠΟΡΝΤΩ/ΑΥΙΝΙΟΝ/ΛΕΜΑΝ  /ΤΟΥΛΟΥΖΗ/ΝΕΜΑΥΣΟΣ/ΓΚΡΕΝΟΜΠΛ/ΝΙΜ κ.ἄ

Ὅπως προανεφέρθη ὁ Διόδωρος Σικελιώτης στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (Ε,24) μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὸ πῶς ὠνομάστηκε ἡ ΓΑΛΑΤΙΑ, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἡρακλέους, τὸν Γαλάτη, τὸν ὁποῖον τὸν ἔκανε μὲ τὴν κόρη ἐπιφανοῦς ἀνδρὸς ποὺ ἐβασίλευε στὴν Κελτική. Ἡ πριγκήπισσα ἐνῶ ἠρνεῖτο νὰ ὑπανδρευθῇ, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν Ἡρακλῆ μετὰ τὴν ἐκστρατεία ἐπὶ τοὺ Γηρυόνου -ὅταν αὐτὸς περιπλανώμενος κατήντησε στὴν Κελτικὴ καὶ ἔχτισε πόλιν ποὺ ὠνομάστηκε ΑΛΗΣΙΑ [ < ἄλη =περιπλάνησις, ἡ σημερινὴ Ἀλίζ (Alise-Sainte-Reine), «περὶ Ἀλησίαν», Γεωγραφ. 4,2,3. Ὑπῆρχε καὶ ἐν Ἑλλάδι Ἀλήσιον, πεδίον στὴν Ἥπειρον. Ὁ Ἀλήσιος ἦταν υἰὸς τοῦ Σκυλλοῦντος καὶ μνηστὴρ τῆς Ἱπποδαμείας] -, τὸν εἶδε καὶ τὸν ἐθαύμασε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σωματική του ὑπεροχή κι ἐμίγη μὲ αὐτὸν γεννώντας του τὸν υἰόν τους, Γαλάτη, ὁ ὁποῖος προεἶχε πολὺ ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του καὶ στὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Ὅταν λοιπὸν ὁ Γαλάτης ἀνδρώθηκε σὲ ἡλικία, διαδέχτηκε τὴν βασιλεία τοῦ πατρός του καὶ γενόμενος περιβόητος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, αὐτούς ποὺ ὑπέταξεν σὲ αὐτὸν, τοὺς ὠνόμασε λόγω τοῦ ὀνόματός του, Γαλάτες καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ, Γαλατία προσηγορεύθη.
 
( «τῆς Κελτικῆς τοίνυν τὸ παλαιόν, ὥς φασιν, ἐδυνάστευσεν ἐπιφανὴς ἀνήρ, ᾧ θυγάτηρ…τὸν γάμον ἀπηρνεῖτο, νομίζουσα μηδένα τούτων ἄξιον ἑαυτῆς εἶναι. κατὰ δὲ τὴν Ἡρακλέους ἐπὶ Γηρυόνην στρατείαν, καταντήσαντος εἰς τὴν Κελτικὴν αὐτοῦ καὶ πόλιν Ἀλησίαν ἐν ταύτῃ κτίσαντος, θεασαμένη τὸν Ἡρακλέα καὶ θαυμάσασα…μιγεῖσα δὲ τῷ Ἡρακλεῖ ἐγέννησεν υἱὸν ὀνόματι Γαλάτην, πολὺ προέχοντα τῶν ὁμοεθνῶν ἀρετῇ τε ψυχῆς καὶ ῥώμῃ σώματος. Ἀνδρωθεὶς δὲ τὴν ἡλικίαν καὶ διαδεξάμενος τὴν πατρῴαν βασιλείαν… περιβόητος δὲ γενόμενος ἐπ´ ἀνδρείᾳ τοὺς ὑφ´ αὑτὸν τεταγμένους ὠνόμασεν ἀφ´ ἑαυτοῦ Γαλάτας· ἀφ´ ὧν ἡ σύμπασα Γαλατία προσηγορεύθη» ).

Καὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους καὶ τὰ χαρακτηριστικά τους ὠνομάστηκε μετέπειτα καὶ ἡ ΓΑΛΛΙΑ


Γράφει ὁ Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης στὸ «Etymologica», (14,25) πὼς ἡ Γαλλία ὠνομάσθη ἔτσι λόγω τῆς λευκότητος τοῦ δέρματος τῶν κατοίκων της :

«Gallia, a candore ( < κάνδαρος ὁ ἄνθραξ καὶ candeo =τὸ καίω, συνεκδοχικῶς ἡ λάμψις, ἡ λευκότης) populi ( =τῶν ἀνθρώπων, τοῦ λαοῦ) nuncupata est ( < nomen + capio < ὄνομα +κάπτω, ἁρπάζω, παίρνω, = προσηγορεύθη). Γάλα enim, Graece, lac ( < γα-λακ-τος) est».

Καὶ ὁ Στράβων λέγει στὰ «Γεωγραφικά», (4,1,14) πὼς τοὺς Γαλάτες ὅλους οἱ Ἕλληνες τοὺς ὀνομάζουν Κελτούς, διότι οἱ ἀρχαῖοι Κέλτες, οἱ κατοικοῦντες τὴν μεσημβρινὴν Γαλλίαν πῆραν ἀργότερα τὸ ὄνομα «Γαλάτες» :

«τοὺς σύμπαντας Γαλάτας Κελτοὺς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων προσαγορευθῆναι»

Σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα «Κέλτες/Κελτική» ὅπως προανεφέρθη στὸ ἄρθρον περὶ Ἰταλίας γράφει ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς στὴν Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία (ΙΔ’, 1) πὼς Κελτική λέγεται, εἴτε ἀπὸ κάποιον γίγαντα Κέλτον -υἰὸν τοῦ Πολυφήμου-, ὁ ὁποῖος κυριάρχησε ἐκεῖ, εἴτε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἡρακλέους και τῆς Ἀτλαντίδος Ἀστερόπης, τὸν Κέλτον, ποὺ ἦρχε ἐκεῖ καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά στὴν χώρα, εἴτε ἐπειδὴ ὅταν πῆγαν οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ, ἐπειδὴ φύσηξε βίαιος ἄνεμος καὶ ἐξώκειλαν (ἔκελσαν) τὰ καράβια.

Σχετικῶς τώρα μὲ τὸ ὄνομα «Φράγκοι» εἶναι πολὺ μεταγενέστερον καὶ προέρχεται ἀπὸ ἑλληνικὸν ἔτυμον καὶ αὐτὸ (ἐκ τοῦ Fράγνυμι =σπάω, ῥηγνύω, διότι ἔσπασαν τὴν ὑποτέλειαν καὶ δὲν πλήρωναν πλέον φόρους). Καὶ αὐτὸ διότι οἱ πολὺ μεταγενέστεροι Φράγκοι ἐπεκράτησαν τῶν Γαλατῶν.

Καὶ συνεχίζει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» (4,1,9/4,1,11/4,3,3) :

«Ἡ δ᾽ ἐπὶ τὸν Οὐᾶρον ποταμὸν καὶ τοὺς ταύτηι ΛΙΓΥΑΣ τάς τε τῶν Μασσαλιωτῶν ἔχει πόλεις ΤΑΥΡΟΕΝΤΙΟΝ καὶ ΟΛΒΙΑΝ καὶ ΑΝΤΙΠΟΛΙΝ καὶ ΝΙΚΑΙΑΝ καὶ τὸ ναύσταθμον τὸ Καίσαρος τοῦ Σεβαστοῦ͵ ὃ καλοῦσι Φόρον Ἰούλιον…εἰσὶ δὲ ἐν τῶι μεταξὺ πόλεις καὶ ΑΥΕΝΙΩΝ καὶ ΑΡΑΥΣΙΩΝ καὶ ΑΕΡΙΑ...οἱ δ᾽ ἐπιφανέστατοι τὴν ΟΥΙΕΝΝΑΝ ἔχοντες…ἐξιὼν τῆς ΛΗΜΕΝΝΗΣ…τοῦ δὲ ΣΗΚΟΑΝΑ μικρὸν ἀπωτέρω· ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸ ναυπήγιον συνεστήσατο Καῖσαρ ὁ θεὸς πλέων εἰς τὴν Βρεττανικήν. τοῦ δὲ Σηκοάνα τὸ πλεόμενον ὑπὸ τῶν ἐκ τοῦ ΑΡΑΡΟΣ δεχομένων τὰ φορτία μικρῶι πλέον ἐστὶν ἢ τὸ τοῦ ΛΙΓΗΡΟΣ καὶ τὸ τοῦ ΓΑΡΟΥΝΑ· τὸ δὲ ἀπὸ ΛΟΥΓΔΟΥΝΟΥ μέχρι τοῦ Σηκοάνα χιλίων σταδίων ἐστίν…» 


Ἀναφέρει μεταξὺ πολλῶν τὴν Μασσαλία ποὺ παρακάτω γράφει πὼς «Κτίσμα δ᾽ ἐστὶ Φωκαιέων ἡ Μασσαλία», (Γεωγραφ,4,1,4. Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Θουκυδίδης, ὁ Παυσανίας, ὁ Ἡρόδοτος κ.ἄ.) ποὺ ἔγινε
Marseille («Μασσαλία, πόλις κτισθεῖσα ὑπὸ τῶν Φωκαέων, πλoυσία, ἐμπορικὴ καὶ ἐπίσημος διὰ τὴν εἰς τὰ γράμματα ἐπιμέλειαν», Στοιχ. Γεωγρ., Κοκκώνης, «κτίσμα Φωκαιέων οἵτινες ἐκράτησαν τὰ ἤθη καὶ τὰς ἐπιστήμας των. Πολλοὶ νέοι Ῥωμαῖοι ἤρχοντο ἐδῶ γιὰ νὰ προκόψουν», Σύνοψις παλαιᾶς γεωγραφ., Κ. Κοῦμας). Καὶ ἔρχεται συνδυαστικῶς καὶ ὁ Στέφανιος Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά», 435-6 καὶ μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὸ πῶς πῆρε τὸ ὄνομά της μέσω τῶν λεγομένων τοῦ Τιμαίου:

«ΜΑΣΣΑΛΙΑ, πόλις τῆς Λιγυστικῆς κατὰ τὴν Κελτικήν, ἄποικος Φωκαέων. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ. Τίμαιος δέ φησιν ὅτι προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον· μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς· ἀπὸ γοῦν τοῦ ἁλιέως καὶ τοῦ μάσσαι ὠνόμασται».

Μάσσαι οἱ Αἰολεῖς λέγει πὼς λένε τὸ νὰ δένεις κάτι (ἴσως σχετικὸν καὶ τοῦ ματῶ, γίνομαι βραδύς, ὀκνηρός) καὶ προσπλέοντας ἐκεὶ ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου ἰδῶν ἕναν ἁλιέα τὸν διέταξε νὰ μάσσει τὸ ἀπόγειον σχοινίον. Ἀπὸ τοῦ μάσσειν καὶ τοῦ ἁλιέως λέγεται πὼς ὠνομάσθη. Τὴν ἴδια ἐκδοχὴ δίνει καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Περιηγητής (Geogr. Graeci Minores, 74)

Τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν δίνει τὴν ἑξῆς ἐκδοχὴ :

«Φωκαεῖς (ἐγ)καταλιπόντες τὴν Ἰωνίαν διὰ τὴν τῶν Περσῶν ἔφοδον, παρεγένοντο εἰς Γαλατίαν· καὶ ἰδόντες ( =ἀφοῦ εἶδαν) ἁλιέα, ἐπ’ αὐτὸν ἵεσαν ( =ὅρμησαν), ΕΑΥΤΟΙΣ ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕΣΣΑΛΙΕΙΣ. Οὖτος δὲ συλληφθεὶς ἔδειξεν αὐτοῖς οἰκήσιμον τόπον· ὅθεν καὶ Μασσαλία ὠνόμασαν, ἐν ἧ ( =στὴν ὁποία) καὶ ἔλαβαν τὸν ἁλιέα». 

Μασσαλίας ποταμὸς ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖον πὼς ὑπῆρχε στὴν Κρήτη καὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει βάση συνδυαστικῶς μὲ αὐτὰ ποὺ γράφει καὶ ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά» στὸ λῆμμα «Βιέννος» πὼς οἱ Κρῆτες ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Κρήτη λόγῳ μεγάλης ξηρασίας ποὺ ἔπληξε τὸ νησί ἔφτιαξαν ἀποικίες καὶ στὴν Γαλλία.

Στὴν Μασσαλία ἀναφέρει καὶ τὶς πόλεις ΤΑΥΡΟΕΝΤΙΟΝ (Var < Οὐᾶρος ποταμός «Ταυρόεις, πόλις Κελτική, Μασσαλιητῶν ἄποικος. Ἀρτεμίδωρος ἐν πρώτῳ γεωγραφουμένων φησὶν ὅτι ταυροφόρος ἦν ἡ ναῦς ἡ διακομίσασα τοὺς τὴν πόλιν κτίσαντας, οἳ ἀπορριφέντες ἀπὸ τοῦ στόλου τῶν Φωκαέων καὶ προσενεχθέντες αὐτόθι ἀπὸ τοῦ ἐπισήμου τῆς νεὼς τὴν πόλιν ὠνόμασαν», Ἐθνικά, 608), ΟΛΒΙΑ (σημερινὴ Hyères «ἀπὸ νύμφης Ὀλβίας», Ἐθνικά,489), ΑΝΤΙΠΟΛΙΝ (κατέληξε Ἀντίμπ), ΝΙΚΑΙΑ (κατέληξε Νίς, «Μασσαλιωτῶν ἄποικος», Ἐθνικά, 474).

Γράφει ἀκόμη γιὰ τὶς πόλεις ΑΥΕΝΙΩΝ (Avignon), ΑΡΑΥΣΙΩΝ (Arausion, Orange, Vaucluse), πόλεις ποὺ διαθέτουν ξηρὸν κλῖμα (αὖος=ὁ ξηρός) καὶ εἶναι προφανὲς καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά τους αὐτό. Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ περὶ κλίματος ἀναφέρει καὶ τὴν Ἀερία. 

Ὕστερα προχωρεῖ στὴν ΛΗΜΕΝΝΗ (σημερινὴ Λεμάν) καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν γνωστὸν ΣΗΚΟΑΝΑ (Seine, Σηκουάνα, «Σηκοανός, πόλις Μασσαλιωτῶν…ὡς Ἀρτεμίδωρος ἐν πρώτῃ», Ἐθνικά, 562), τὸν Ἄραρα, τὸν Λίγυρα καὶ τὸν Γαρούνα (ἐξηγοῦνται ὅλα παρακάτω). Ἀκόμη ὁ Στράβων κάνει ἀναφορὰ καὶ στὴν πόλιν ΛΟΥΓΔΟΥΝΟΝ (τὴν σημερινὴ Λυόν).

Καὶ γράφει σχετικῶς ὁ Πλούταρχος στὰ Ἠθικά σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς σημερινῆς Λυόν:

«Παράκειται δὲ αὐτῷ ὄρος Λούγδουνος καλούμενον·…Τῶν δὲ θεμελίων ὀρυσσομένων αἰφνιδίως κόρακες ἐπιφανέντες καὶ διαπτερυξάμενοι, τὰ πέριξ ἐπλήρωσαν δένδρα. Μώμορος δὲ οἰωνοσκοπίας ἔμπειρος ὑπάρχων, τὴν πόλιν Λούγδουνον προσηγόρευσεν. Λοῦγον γὰρ τῇ σφῶν διαλέκτῳ τὸν κόρακα καλοῦσι, δοῦνον δὲ τόπον ἐξέχοντα», Ἠθικά. Περὶ ποταμῶν, Πλούταρχος

Ὑπῆρχε ἐκεῖ ὅρος Λούγδουνον τοῦ ὁποίου τὰ θεμέλια ὅταν τὰ ὤρυτταν μαζεύτηκαν στὰ πέριξ δένδρα κόρακες. Ὁ Μώμορος ἔμπειρος οἰονοσκόπος, ὠνόμασε τὸ ὄρος (καὶ κατ’ἐπέκτασιν καὶ τὴν μετέπειτα πόλιν) Λούγδουνον λόγω αὐτοῦ, διότι στὴν διάλεκτόν τους Λοῦγον λέγουν τὸν κόρακα.

Λέγεται δὲ πὼς ἦταν Ῥόδιοι αὐτοὶ ποὺ ἐγκατεστάθησαν στὶς ὄχθες τοῦ…Ῥοδανοῦ καὶ ἵδρυσαν τὸ Λούγδουνον. 

Ἀναφορικῶς μὲ τὴν ΟΥΙΕΝΝΑΝ ποὺ ἀναφέρει στὸ χωρίον ὁ Στράβων προφανῶς ἀναφέρεται στὴν Βιὲν (Ἰζέρ) τῆς Γαλλίας, γιατὶ γράφει λίγο πιὸ πάνω πὼς «ὑπέρκειται τῆς Οὐιέννης τὸ Λούγδουνον», ἀκριβῶς ὅπως καὶ σήμερα ἡ Λυόν εἶναι 30 χλμ βορείως τῆς Βιέν.

Πάρ’αὐτα οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ ὄνομα τῆς Βιέννης ποὺ γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὰ «Ἐθνικά» τοῦ Στεφάνου Βυζαντίου δίνουν ἀπάντησιν καὶ γιὰ τὸ ὄνομα τῆς ἄλλης Βιέννης στὴν Αὐστρία. Γράφει λοιπόν :

   «Βίεννος, πόλις Κρήτης. οἱ μὲν ἀπὸ Βιέννου τοῦ τῶν Κουρήτων ἑνός, οἱ δὲ ἀπὸ τῆς περὶ τὸν Ἄρη γενομένης βίας, ὃν ἐνταῦθα [δεδέσθαι] φασὶν ὑπὸ Ὤτου καὶ Ἐφιάλτου τῶν παίδων Ποσειδῶνος, καὶ μέχρι καὶ νῦν τὰ καλούμενα ἑκατομφόνια θύεται τῷ Ἄρει…ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις ἐν Γαλλίᾳ. αὐχμοῦ γάρ ποτε τὴν σύμπασαν Κρήτην κατασχόντος εἰς ἑτέρους τόπους ἀπῳκίζοντο, οἰκῆσαι δέ τινας Ὑδροῦντα τῆς Ἰταλίας οὔπω πεπολισμένον. χρησμοῦ δ' αὐτοῖς δοθέντος ὅπου ἑλωδέστατον τόπον θεάσονται κατοικῆσαι, ἐλθόντες οὖν ἐπὶ τὸν Ῥόδανον ποταμὸν τῆς Γαλλίας ἑλώδη ὄντα οἰκῆσαι, καὶ τὴν πόλιν οὕτως ὀνομάσαι, ἐπειδὴ μία τῶν σὺν αὐτοῖς παρθένων Βίαννα καλουμένη χορεύουσα ὑπό τινος χάσματος ἐλήφθη…», Ἐθνικά, 168-9   

Ἡ Βίεννος ἦταν ἀρχικῶς πόλις τῆς Κρήτης, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ὄνομά της εἶτε ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς Κουρῆτες ποὺ τὸν ἔλεγαν Βίεννον, εἴτε λόγῳ τῆς βίας ποὺ ἤσκησαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ποσειδῶνος, Ὤτος καὶ Ἐφιάλτης ἐκεῖ στὸν Ἄρη (ὅταν τὸν κρατοῦσαν δεμένον σὲ χάλκινον δοχεῖον, εἴτε λόγῳ μίας τρίτης ἐκδοχῆς)… λόγῳ ξηρασίας ποὺ ἔπληξε ὁλόκληρη τὴν Κρήτη, ἔφυγαν καὶ ἔφτιαξαν ἀποικίες καὶ σὲ ἄλλους τόπους· κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἐποίκησαν τὴν Ὑδροῦντα (Ὁτράντο) τῆς Ἰταλίας. Ἀφοῦ τοὺς δόθηκε χρησμὸς ὅπου βροῦν τόπον πολὺ ἑλώδη νὰ κατοικήσουν, ὅταν ἔφτασαν στὸν Ῥοδανὸν ποταμό, ποὺ ἦταν ἑλώδης ἔφτιαξαν ἀποικία τὴν ὁποίαν ὠνόμασαν Βιἐννη/Βίαννα, λόγῳ τοῦ ὀνόματος μίας ἐκ τῶν χορευουσῶν παρθένων ποὺ ἦταν μαζί τους καὶ τὴν ἔλεγαν Βίαννα καὶ ἡ ὁποία ἔπεσε σὲ κάποια χαράδρα.

Συνεχίζει ὁ Στράβων στὰ Γεωγραφικά (4,1,12-14/4,35) :

«…ἄλλα δ᾽ ἔστιν ἄδοξα ἔθνη καὶ μικρά͵ παρακείμενα τοῖς Ἀρηκομίσκοις μέχρι ΠΥΡΗΝΗΣ…Ἵδρυται δ᾽ ἡ ΤΟΛΩΣΣΑ κατὰ τὸ στενώτατον τοῦ ἰσθμοῦ τοῦ διείργοντος ἀπὸ τῆς κατὰ Νάρβωνα θαλάττης τὸν ὠκεανόν…περὶ δὲ τὸν Σηκοάναν ποταμόν εἰσι καὶ οἱ ΠΑΡΙΣΙΟΙ͵ νῆσον ἔχοντες ἐν τῶι ποταμῶι καὶ πόλιν ΛΟΥΚΟΤΟΚΙΑΝ…Ἀξιολογότατον δ’ἐστὶν ἔθνος τῶν ταύτῃ, ΡΗΜΟΙ» 


Ἡ Θολώδης, ποὺ ὁ Στράβων λέγει Τολώσσα εἶναι ἡ σημερινὴ…Τουλούζ ( «Πάλαι ποτὲ πολλὰ μεγάλη καὶ καλὴ πόλις μὲ πλούσιον τῆς Παλλάδος ναόν», Σύνοψ. Παλ. Γεωγρ., Κοῦμας). Οἱ δὲ Παρίσιοι [ < «…Ὁ Ἰ. Καῖσαρ ἀναφέρει συνοικισμὸν ἐκ καλυβῶν ἁλιέων ἐπὶ τῆς νησίδος τοῦ Σηκουάνα, τὴν ὁποίαν ἀποκαλεῖ Λουτητίαν (τῶν Παρισίων),
Lutetia Parisiorum…πάρισοι =οἰονεὶ ἴσοι καὶ παρισόομαι=ποιῶ ἑμαυτὸν ἴσον μὲ κάποιον ἄλλον…Κατἀ ἄλλους ἐκ τῆς κελτικῆς λέξεως Parisi = πλοιάριον (βλ. νῆες ἐΐσαι) », Γ’κύκλος σπυδ., μαθημ. ἀρχ. ἑλλην.,  Ἄννα Τζιροπούλου] ποὺ κατοικοῦν σὲ νῆσον γύρω ἀπὸ ποταμόν καὶ ἔχουν πόλιν Λουκοτοκίαν ( < λυκή=φῶς + τίκτω =γεννῶ) εἶναι οἱ σημερινοὶ Παριζιάνοι ποὺ κατοικοῦν γύρω ἀπὸ τὸ νησί τῆς πόλεως ( =île de la Cité) καὶ κατοικοῦν στὴν «πόλιν τοῦ φωτός». Οἱ Ῥήμοι ποὺ ἀναφέρει κατοικοῦν στὴν ὁμώνυμον πόλιν ποὺ σήμερα ἔγινε Ρενς.

Ἀναφορικῶς τώρα μὲ τὴν «Πυρήνη» ἐννοεῖ τὰ ὄρη ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἐτάφη ἡ ἀγαπημένη τοῦ Ἡρακλέους, Πυρήνη καὶ ἀπὸ τότε πρὸς ἀνάμνησίν της ὀνομάζονται Πυρηναῖα ὄρη. Εἶναι τὰ φυσικὰ σύνορα ποὺ χωρίζουν τὴν Γαλλία ἀπὸ τὴν Ἰσπανία. Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (5,17) ἀναφέρει πὼς σὲ αὐτὰ ἔβαλαν φωτιὰ κατὰ τὰ ἀρχαῖα χρόνια βοσκοί καὶ καθῶς ἦταν ὄρη γεμάτα φυτὰ ἡ φωτιὰ ἔκαιγε γιὰ μέρες, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα Πυρηναῖα, ἐκ τοῦ πυρός. 

Στὸ πέμπτον βιβλίον τῶν Γεωγραφικῶν ὁ Στράβων μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει καὶ τὴν ΚΥΡΝΟΝ, ἡ ὁποία μᾶς ἐνημερώνει πὼς κατέληξε στὸ στόμα τῶν βαρβάρων Ῥωμαίων νὰ γίνει Κορσική.

«Ἡ δὲ Κύρνος ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων καλεῖται Κορσίκα», Γεωγραφ., 5,2,7.

Ὁ Κύρνος ἦταν υἰὸς τοῦ Ἡρακλέους, ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης στὴν «Ἐτυμολογία» (14,41) :

CorsicaGraece Κύρνη dicitur, a Cirno, Herculis filio, habitata» 


Πληροφορίες γιὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ τὴν παραφθορὰ τῶν ὀνομάτων τους βρίσκουμε καὶ στὴν «Στοιχειώδη Γεωγραφία» τοῦ Ἰ. Κοκκώνη, ὅπως αὐτὴ πρωτοεδιδάχθη στὰ σχολεῖα τὸ 1836. Γράφει λοιπὸν μεταξὺ ἄλλων γιὰ τὴν Γαλατία τὰ ἑξῆς (Α’,Γ΄,309-314) :

«Οἱ ἐπισημότεροι διαβρέχοντες αὐτὴν ποταμοὶ ἦσαν ὁ ΡΟΔΑΝΟΣ (Rhône), ὅστις δεχόμενος τὸν ΑΡΑΡΑ (Saòne < Σηκοανός < σηκός=βωμός +ἄνω, ὁ Πλούταρχος γράφει στὸ «Περὶ ποταμῶν», πὼς ἀρχικῶς ὠνομάζετο ΒΡΙΓΟΥΛΟΣ, ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἄραρ βρῆκε τὸν ἀδελφόν του Κελτίβηρον σκοτωμένο ἀπὸ θηρία ἔπεσε στὸν Βρίγουλο κι ἐπνίγη καὶ ἀπὸ τότε ὁ ποταμὸς πῆρε τὸ ὄνομά του «τὴν προσηγορίαν εἰληφὼς παρὰ τὸ ἡρμόσθαι τῷ Ῥοδανῷ…Ἄραρ προχωρήσας καὶ εὑρὼν τὸν ἀδελφὸν Κελτίβηρον ὑπὸ θηρίων ἀνηλωμένον, διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν καιρίως πλήξας ἔβαλεν εἰς τὸν ποταμὸν Βρίγουλον, ὃς ἀπ´ αὐτοῦ μετωνομάσθη Ἄραρ» ) χύνεται εἰς τὴν μεσόγειον θάλασσαν· ὁ ΙΣΑΡΟΣ (Isère < ἵεσθαι =ῥίπτω, ὁρμῶ, βλ. ἱέραξ), ὁ ΔΡΟΥΕΝΤΙΑΣ (Durance, ὁ ὁρμητικὸς, δρομᾶς, «ποταμὸς χαραδρώδης», Γεωγραφ. 4,6,5), (ὁ ῥέων) ΡΗΝΟΣ δεχόμενος τὸν ΜΩΣΕΛΛΑΝ (Moselle < Μεύσης, Μώσας)· ὁ ΣΗΚΟΥΑΝΑΣ (Seine «ῥεῖ δὲ καὶ ὁ Ἄραρ ἐκ τῶν Ἄλπεων ὁρίζων Σηκοανούς τε καὶ Αἰδούους καὶ Λιγκασίους/πέραν δὲ τοῦ Ἄραρος οἰκοῦσιν οἱ Σηκοανοί», Στράβων, Γεωγραφικά, 4,1,11/4,3,2) δεχόμενος τῶν ΜΑΤΡΩΝΑΝ (Matrona, Marne < μήτηρ) ὁ ΛΕΙΓΗΡ (Ligeris, Loire)…ὁ ΓΑΡΟΥΝΑΣ (Garumma, Garonne) δεχόμενος τὸν ΤΑΡΝΙΝ (Tarnis, Tarn), ὁ ΔΥΡΑΝΙΟΣ (Durannius, Derdogne) κ.λ.»

Ὡς πρὸς τοὺς ποταμοὺς ὁ Κοῦμας ἀναφέρει καὶ πὼς ὁ ΑΞΟΝΑΣ ἔγινε Aisne, ὁ ΚΑΡΑΝΤΟΝΟΣ, Charente


Ἐπὶ Ἰουλίου Καίσαρος ἐδιαιρεῖτο ἡ Γαλατία εἰς Βελγικὴν…χωρὶς νὰ λογίζεται εἰς ταύτας ἡ λεγομένη
ΠΡΟΒΙΓΚΙΑ Ῥωμάνα (Provence)…ΒΟΥΡΔΙΓΑΛΑ (Bordeaux, «ἔδιδε καλὰ κρασιὰ καὶ ἐμπορείαν», Σύνοψις παλ. Γεωγρ., Κ.Κοῦμας)…ΝΑΡΒΩΝΙΤΙΣ ἐλλ. ΝΑΡΒΩΝ Μαρτία (Narbonne -Ἀριανή- «τὴν μητρόπολιν ταύτης τῆς ἐπαρχίας τὴν ἔκαναν ἀποικία ἐπὶ τοῦ Ὑπάτου Μαρτίου Ῥηγός», Σύνοψ. παλ. Γεωγρ., Κοῦμας )…Ἄκουαι Σέκστιαι (AIX < ἄχα + Ῥωμαῖος Κάιος Σέξτος Κλαβίνος, «ἡ πρώτη κατοικία τῶν Ῥωμαίων εἰς τὴν Γαλλίαν» )…ΕΒΡΟΔΟΥΝΟΝ (Embrun)…Βιτουρίγων πόλις ΑΒΑΡΙΚΟΝ (Bourges)…ΟΥΕΣΟΝΤΙΟΝ/ΒΕΣΟΝΤΙΟΝ (Besançon)…Παρὰ τὰς μητροπόλεις ταύτας ἦσαν καὶ ἄλλαι πόλεις ἱκανῶς ἐπίσημοι. ΑΥΓΟΥΣΤΟΔΟΥΜΝΟΝ (Autun)· ΝΕΜΑΥΣΟΣ (Nimes «Νέμαυσος, πόλις Γαλλίας, ἀπὸ Νεμαύσου Ἡρακλείδου», Ἐθνικά, 472, Ὁ Νέμαυσος ἦταν υἰὸς τοῦ Ἡρακλέους καὶ ἱδρυτὴς τῆς πόλεως, «πόλις στολισμένη μὲ καλὰ οἰκοδομήματα», Κοῦμας ), ΑΡΕΛΑΤΗ (Arles < Ἄρης, «περίφημον ἐμπορεῖον» )…ΚΑΡΝΟΥΤΟΙ (Chartres). 


Καὶ προσθέτει ὁ Κ. Κοῦμας πληροφορίες γιὰ τὶς πόλεις
ΙΚΟΥΛΙΣΝΑ (Angoulême), ΠΙΚΤΑΥΙΟΝ (Πουατιέ), ΛΕΜΟΒΙΚΕΣ (Limose), τὴν πόλιν τῶν ΝΑΝΝΗΤΩΝ (Nantes), τὸν λιμένα ΒΡΙΒΑΤΗ (Brest), ΑΥΡΗΛΙΝΑΟΝ (κατήντησε Orleans < ἡ αὔρα ἔγινε or στα γαλλικὰ μέσω τοῦ λατ. aurum =χρυσός, λόγω τῶν χρωμάτων τῆς αὔως/αὔρας/αὐγῆς καὶ τὸ λίναιον ἔγινε leans), ΒΕΛΛΑΝΟΔΟΥΝΟΝ (Beaume), ΑΝΤΙΣΣΙΟΔΩΡΟΝ (κατήντησε Auxerre), ΝΟΒΙΟΔΟΥΝΟΝ (Nevers), ΚΑΒΥΛΛΙΝΟΝ (Chalons), ΡΟΔΟΥΜΝΗ (Rouane), ΦΟΡΟΝ ΣΕΓΟΣΙΑΝΩΝ (Feurs), ἡ πόλις ΕΛΕΝΗ κατέληξε Elne, ἡ ΚΑΡΚΑΣΟΣ (Carcassone), ΤΕΛΩΝ ΜΑΡΤΙΑ (Τουλόν), ΚΟΥΡΑΛΟΝ/ΓΡΑΤΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ (κατήντησε Grenoble) κ.ἄ. 


Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στὸ βιβλίον τοῦ Γ’ κύκλου σπουδῶν τῶν μαθημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης ἀναφέρει καὶ ἄλλες ἑλληνικὲς ἀποικίες ποὺ ἐξεβαρβαρίστηκαν καὶ κατέληξε νὰ συμβεῖ τὸ ἴδιον καὶ στὸ ὄνομά τους. Ἔτσι ἔχουμε τὴν ΑΓΑΘΗ, ποὺ ἔγινε…Ἄγκντ, ἡ Ἀθηνόπολις, ἀποικία Φωκαέων ἔχασε τὴν αἴγλη της καὶ κατέληξε Σεν-Τροπέ κ.ἄ πολλὰ. 



Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ,  << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, <<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>, ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>> ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ, <<DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>, ERNOUT- MEILLET, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (