Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον) : ΙΒΗΡΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ

(Κυβέλη)

ΙΣΠΑΝΙΑ/ΜΑΛΑΓΑ/ΛΙΣΣΑΒΩΝ/ΠΟΡΤΟΓΑΛΛΙΑ/ΙΒΗΡΙΑ/ΣΕΒΙΛΛΗ/ΣΕΓΚΟΒΙΑ/ΒΑΛΕΝΘΙΑ/ΚΟΡΔΟΒΑ/ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ/ΜΠΙΛΜΠΑΟ/ΑΜΠΟΥΡΙΑΣ/ΜΑΔΡΙΤΗ/ΜΑΓΙΟΡΚΑ/ΒΑΛΕΑΡΙΔΕΣ ΝΗΣΟΙ κ.ἄ

Γράφει ὁ Στράβων στὸ Γ’ βιβλίον τῶν Γεωγραφικῶν του (2,13):

«…ἀλλὰ καὶ ἐν τῆι ΙΒΗΡΙΑι ΟΔΥΣΣΕΙΑ πόλις δείκνυται καὶ Ἀθηνᾶς ἱερὸν καὶ ἄλλα μυρία ἴχνη τῆς τε ἐκείνου πλάνης καὶ ἄλλων τῶν ἐκ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου…ἥ τε τοῦ Αἰνείου παραδέδοται πλάνη καὶ Ἀντήνορος καὶ ἡ τῶν Ἑνετῶν· ὡσαύτως καὶ ἡ Διομήδους τε καὶ Μενελάου καὶ ἄλλων πλειόνων».

Γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἰβηρικῆς χερσονήσου μᾶς ἐνημερώνει ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεὺς στὴν «Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία»(ΙΔ’,α,4), ὅταν γράφει πὼς ὁ Ἴβηρος ἦταν υἰὸς τοῦ Ἡρακλέους καὶ τῆς Ἀστερόπης καὶ ἀδελφὸς τοῦ Κελτοῦ, ποὺ χάρισε τὸ ὄνομά του κατὰ μία ἐκδοχὴ στοὺς Κέλτες (βλ. κεφάλαιον περὶ Ἰταλίας καὶ Γαλλίας). 

«ἄλλοι δὲ ἐξ Ἡρακλέους καὶ Ἀστερόπης τῆς Ἀτλαντίδος δύο γενέσθαι μυθολογοῦσι παῖδας, Ἴβηρον καὶ Κελτόν».

Ὁ Ἡσύχιος γράφει στὸ λῆμμα «ἴβηρ» πὼς σημαίνει χερσαῖον θηρίον, ἐξ οὗ καὶ οἱ Ἴβηρες. Βεβαίως δὲν ξεκαθαρίζει σὲ ποιούς Ἴβηρες ἀναφέρεται, καθῶς ἀπὸ διάφορα συγγράμματα τῆς ἀρχαίας μας γραμματείας ἐνημερωνόμαστε πὼς ὑπάρχουν δύο «Ἰβηρίαι», ἡ γνωστὴ ὡς Ἰσπανία ἤ Ἐσπερία, ὅπως γράφει καὶ τὸ λεξικὸν Σουΐδα στὸ λῆμμα «Ἴβηρες» καὶ ἤ τοῦ Καυκάσου, στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, τὴν ὁποία συναντῶμεν καὶ σὲ διαφόρους ἀρχαίους συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν τὰ ἔθνη στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅπως π.χ ὁ Πλούταρχος, ὁ ὁποῖος γράφει στοὺς Βίους Παραλλήλους (Πομπήιος, 34) :

«Καταλιπὼν δὲ φρουρὸν Ἀρμενίας Ἀφράνιον αὐτὸς ἐβάδιζε διὰ τῶν ΠΕΡΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΕΘΝΩΝ ἀναγκαίως ἐπὶ Μιθριδάτην. μέγιστα δὲ αὐτῶν ἐστιν ἔθνη Ἀλβανοί καὶ ΙΒΗΡΕΣ, Ἴβηρες μὲν ἐπὶ τὰ Μοσχικὰ ὄρη καὶ τὸν Πόντον καθήκοντες, Ἀλβανοὶ δὲ ἐπὶ τὴν ἕω καὶ τὴν Κασπίαν κεκλιμένοι θάλασσαν» 

(Ἰβηρία τοῦ Καυκάσου) 

Γράφει κι ὁ Στέφανος Βυζάντιον στὰ «Ἐθνικά» (323-325) :

«Ἰβηρίαι δύο, Η ΜΕΝ ΠΡΟΣ ΤΑΙΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΙΣ ΣΤΗΛΑΙΣ, ἀπὸ Ἴβηρος ποταμοῦ, οὗ μέμνηται Ἀπολλόδωρος ἐν τῇ περὶ γῆς β΄…καθάπερ Ἡρόδωρος ἐν τῇ δεκάτῃ τῶν καθ' Ἡρακλέα γέγραφεν ἱστορίᾳ οὕτως τὸ δὲ Ἰβηρικὸν γένος τοῦτο, ὅπερ φημὶ οἰκέειν τὰ παράλια τοῦ διάπλου, διώρισται ὀνόμασιν ἓν γένος ἐὸν κατὰ φῦλα…Η Δ’ΕΤΕΡΑ ΙΒΗΡΙΑ ΠΡΟΣ ΠΕΡΣΑΣ ΕΣΤΙ»

Τώρα σχετικὰ μὲ τὴν Ἰβηρία στὴν Ἰβηρική χερσόνησον, τὴν λεγομένη καὶ ΕΣΠΕΡΙΑ ( «ἡ πρὸς δυσμᾶς τῆς Ἑλλάδος χώρα, ἡ τῆς ἐσπέρας, ἐκεῖ ποὺ δύει ὁ ἥλιος. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς λέγει ἔτσι τὴν Ἰταλία, ἐνῶ ἄλλοι, ὅπως καὶ τὸ λεξικὸν Σουΐδα τὴν Ἰσπανία· ἀμφότεροι ἀναφέρονται σὲ χῶρες δυτικῶς τῆς Ἑλλάδος).

Γράφει ὁ Ἰ. Κοκκώνης στὴν Γεωγραφία Στοιχειώδη (315) περὶ τῆς Ἰσπανίας :

«Ὠνόμαζον οὕτως ὅλην τὴν Χερσόνησον τὴν μεταξὺ τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Μεσογείου, καὶ χωριζομένην ἀπὸ τὴν Γαλατίαν διὰ τῶν Πυρηναίων. Ἐκαλεῖτο δὲ ἡ αὐτὴ Ἑσπερία καὶ Ἰβηρία, κατοικουμένη ὑπὸ πολλῶν λαῶν, τῶν ὁποίων πρώτιστοι ἦσαν· οἱ Καλλάϊκοι, Κανταβροὶ, Οὐάσκωνες, Ἁστουροὶ, Κοσετανοὶ, Ἐδετανοὶ, ὅλοι σχεδὸν Κελτοὶ, ἤγουν ἀπὸ τῆς Γαλατίας καταγόμενοι, διὰ τοῦτο καὶ μέγα μέρος τῆς χώρας ταύτης ἐκαλεῖτο Κελτιβηρία».

Καὶ λέγει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ ποταμῶν» (16), γιὰ τὸ πῶς κατέληξε νὰ λέγεται Ἰσπανία :

«νικήσας (ὁ Διόνυσος) δὲ καὶ Ἰβηρίαν, Πᾶνα κατέλιπεν ἐπιμελητὴν τῶν τόπων, ὃς τὴν χώραν ἀπ´ αὐτοῦ Πανίαν μετωνόμασεν· ἣν οἱ μεταγενέστεροι παραγώγως Σπανίαν προσηγόρευσαν, καθὼς ἱστορεῖ Σωσθένης ἐν ιγʹ Ἰβηρικῶν».

Ὁ Διόνυσος ἀφοῦ νίκησε στὴν Ἰβηρίαν, κατέλιπε ἐκεῖ τὸν Πᾶνα (ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τοῦς Σατύρους εἶχε ὑποτάξει καὶ τοὺς Ἴνδούς, προφανῶς κατὰ τὴν περιπλάνησιν τοῦ Διονύσου στὴν ὑφήλιον) ὡς ἐπιμελητὴ τῶν τόπων καὶ τὴν χώρα ὤνόμασε ἀπὸ αὐτὸν Πανία, τὴν ὁποίαν οἱ μεταγενέστεροι εἶπαν Σπανία, ὅπως γράφει ὁ Σωσθένης στὸ 13ον βιβλίον τῶν Ἰβηρικῶν.

Οἱ Ἰσπανοὶ ὡς καὶ σήμερα ἀντιμετωπίζουν πρόβλημα στὸ νὰ προφέρουν λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ s, ὅταν μετὰ ἀπὸ αὐτὲς ἀκολουθεῖ σύμφωνον κι ἔτσι παρατηρεῖται νὰ προσθέτουν μπροστὰ ἀπὸ τὸ s ἕνα εὐφωνικὸν -e, προσθέτοντας ἔτσι μία συλλαβὴ ποὺ τοὺς εἶναι ἀναγκαία, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ προφέρουν λέξεις ὅπως e-stadio ( =στάδιο), e-stación ( =στάσις), e-sphera ( =σφαῖρα), e-stómago ( =στομάχι), e-spada ( =σπάθη), e-scitalo ( =σκυτάλη) κλπ. Ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ ἀγόμενοι εἰς Πανίαν, εἰς τὴν χώρα δηλαδὴ τοῦ Πανός, πήγαιναν στὴν λεγομένη España, ἤτοι ΙΣΠΑΝΙΑ.

Ὁ Στέφανος Βυζάντιος (Ἐθν. 339) δίνει καὶ τὴν ἐκδοχὴ νὰ ἔχει ὀνομαστεῖ ἔτσι ἀπὸ τὸν γίγαντα Ἴσπανο.

«Ἱσπανίαι, ἀπὸ Ἱσπάνου γίγαντος οὕτω λεγομένου. δύο τῆς Ἰταλίας ἐπαρχίαι, ἡ μὲν μεγάλη ἡ δὲ μικρά…ἐν Ἱσπανίᾳ τῇ μικρᾷ τῇ ἔξω Λουσιτανῶν πάλιν ἀποστάντων ἐπέμφθη ὑπὸ Ῥωμαίων στρατηγὸς ἐπ' αὐτοὺς Κύϊντος…ὁ τῶν Ῥωμαίων πολέμαρχος ἐν ἀμφοτέραις ταῖς Ἱσπανίαις, ἡσσώμενος δὲ ὑπὸ Οὐιριάθου σπονδὰς πρὸς αὐτὸν ἐποιήσατο…τὴν δὲ Ἱσπανίαν Ἕλληνες τὰ πρῶτα Ἰβηρίαν ἐκάλουν, οὔπω ξύμπαντος τοῦ ἔθνους…ἀλλ' ἀπὸ μέρους τῆς γῆς, ὅ ἐστι πρὸς ποταμὸν Ἴβηρα, Ἰβηρίαν καὶ ἀπ' ἐκείνου ὀνομάζονται, τὴν πᾶσαν οὕτω καλοῦντες. ὕστερον δέ φασιν αὐτὴν μετακεκλῆσθαι Πανίαν». 

(Ἡ ἁψὶς τῆς ὁδοῦ Augusta κατασκευάστηκε ἔπειτα ἀπὸ ἕναν μεγάλο σεισμό, το 1755 καὶ συμβολίζει τὴν Δόξα, ἡ ὁποία στεφανώνει τὴν ἰδιοφυία (o Génio) καὶ τὴν ἀξία (o Valor). Ἀπὸ κάτω φέρει τὸ ἐπίγραμμα :

VIRTUTIBUS MAIORUM UT SIT OMNIBUS DOCUMENTO. P(ecunia) P(ublica) D(edicatus)

ἐλευθ. μτφ= Οἱ ἀρετὲς τῶν μεγαλυτέρων/προγόνων ποὺ χρησιμεύουν ὡς μαρτυρία/ἐκπαίδευσις γιὰ ὅλους. Ἀφιερωμένο ἀπὸ δημόσια Κεφάλαια-χρήματα) 


Διαβάζοντας τα γεγραμμένα τοῦ Στράβωνος, ἐνημερωνόμαστε πως ὑπάρχει στὴν Ἰβηρία καὶ πόλις Ὀδύσσεια, ἡ ὁποία ἀκολούθησε μία πορεία ἐκβαρβαρισμοῦ καὶ διαλεκτικῶν μετατροπῶν καὶ κατέληξε στὴν σημερινὴ…ΛΙΣΣΑΒΟΝΑ ( Ὀδύσσεια > Odissipo > Olissipo > Lispon > Lisbon > Λισσαβών, ἐξ οὗ καὶ τὰ δύο -σ «Ἡ Λυσιτανία, διὰ τῆς ὁποίας διαῤῥέουσιν οἱ: ΤΑΓΟΣ (Tajo), ΔΟΥΡΙΟΣ (Douro) καὶ ὁ ΜΙΝΙΟΣ (Minho), εἶναι ἡ σήμερον καλουμένη Πορτογαλλία. Πόλεις· Ὀλύσιππος (Olisippo, Lisbona) καὶ κατ’ ἄλλους Ὀδύσ(σ)εια», Γεωγρ. Στοιχ., Κοκκώνης, σημ. καὶ ἀπὸ τὴν «σύνοψ. παλ. γεωγρ.», Κοῦμας).

Καὶ μάλιστα λέγει ὁ Στράβων πὼς ἐκεῖ ὑπῆρχε ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ἄλλα μύρια ἴχνη τῆς περιπλανήσεως τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τῶν ἄλλων ἡρώων τοῦ Τρωικοῦ πολέμου στὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἔρχεται καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του καὶ κατακρεουργεῖ αὐτοὺς ποὺ θέλουν τὸν Ὅμηρο νὰ γράφει παραμύθια καὶ φανταστικὲς ἱστορίες καὶ τοὺς ἥρωες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου νὰ ἁρμενίζουν ἐντὸς τῶν σημερινῶν συνόρων τῆς Ἑλλάδος, ὅταν εἶχαν φτάσει στὰ πέρατα τῆς γῆς! Ὁ Ἀντήνωρ ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἀπόσπασμα ἦταν υἰὸς τοῦ Αἰσυήτου καὶ τῆς Κλεομήστρας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ Ἰλίου ἵδρυσε πόλεις στὴν Λιβύη καὶ στὴν Ἰταλία (λεξικὸν Κωνσταντινίδη, βιβλίον καθηγ. Γ’ κύκλου ἀρχ. ἑλλην., Τζιροπούλου). Οἱ Ἐνετοὶ ποὺ γράφει ἦταν λαὸς τῆς Παφλαγονίας στὴν Ἀσία, παρὰ τὸν Παρθένιον ποταμόν, ὁ ὁποῖος μετῷκησε μὲ τὸν Ἀντήνορα στὰ ἀρκτικὰ παράλια τῆς Ἀδριατικῆς θαλάσσης. Γιὰ τὸν Αἰνεία, Διομήδη καὶ Μενέλαον ποὺ γράφει νομίζω εἶναι περιττὲς οἱ συστάσεις. 

(Μάλαγα) 

Περὶ τῆς Λυσιτανίας γράφει ὁ σχολιαστὴς τῆς «Ἱστορικῆς βιβλιοθήκης» (5, 34,6) : 

«Τό ὄνομά τους οἱ Λουσιτανοί ὀφείλουν σέ ἕνα ἀπό τούς στρατηγούς τοῦ Διονύσου, στήν ἐκστρατεία του στήν Ἰβηρία. Αὐτός ὠνομάζετο Λοῦσος καί ἴσως τό ὄνομά του ἔχει σχέσιν μέ τόν Λούσιον ποταμόν τῆς Ἀρκαδίας. Ὁ Στράβων χαρακτηριστικῶς τονίζει γιά τούς Λουσιτανούς ὅτι μερικοί ἀπό αὐτούς πού κατοικοῦσαν πλησίον τοῦ ποταμοῦ Δουρίου ζοῦσαν κατά Σπαρτιατικόν τρόπον. Οἱ Λουσιτανοί, κατά τόν Πόντιον γεωγράφον, προσέφεραν θυσίες κατά τόν ἑλληνικόν τρόπον καί διωργάνωναν γυμνικούς ἀγῶνες. (Γυμνικούς ἀγῶνες, ὅπως εἶναι γνωστόν, τελοῦσαν μόνον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες...).»

Καὶ συνεχίζει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» (Γ’, 4,2-3) :

«πόλις δ᾽ ἐστὶν ἐν τῆι παραλίαι ταύτηι πρώτη ΜΑΛΑΚΑ͵ ἴσον διέχουσα τῆς ΚΑΛΠΗΣ ὅσον καὶ τὰ ΓΑΔΕΙΡΑ…ταύτην τινὲς τῆι ΜΑΙΝΑΚΗι τὴν αὐτὴν νομίζουσιν͵ ἣν ὑστάτην τῶν Φωκαϊκῶν πόλεων πρὸς δύσει κειμένην…ὑπὲρ δὲ τῶν τόπων ἐν τῆι ὀρεινῆι δείκνυται Ὀδύσσεια καὶ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς ἐν αὐτῆι͵ ὡς Ποσειδώνιός τε εἴρηκε καὶ Ἀρτεμίδωρος καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανός͵ ἀνὴρ ἐν τῆι ΤΟΥΡΔΗΤΑΝΙΑι παιδεύσας τὰ γραμματικά…οὗτος δέ φησιν ὑπομνήματα τῆς πλάνης τῆς Ὀδυσσέως ἐν τῶι ἱερῶι τῆς Ἀθηνᾶς ἀσπίδας προσπεπατταλεῦσθαι καὶ ἀκροστόλια…ἐν Καλλαϊκοῖς δὲ τῶν μετὰ Τεύκρου στρατευσάντων τινὰς οἰκῆσαι͵ καὶ ὑπάρξαι πόλεις αὐτόθι τὴν μὲν καλουμένην Ἕλληνες τὴν δὲ Ἀμφίλοχοι τελευτήσαντος δεῦρο καὶ τῶν συνόντων πλανηθέντων μέχρι τῆς μεσογαίας. καὶ τῶν μεθ᾽ Ἡρακλέους δέ τινας καὶ τῶν ἀπὸ Μεσσήνης ἱστορῆσθαί φησιν ἐποικῆσαι τὴν Ἰβηρίαν͵ τῆς δὲ Κανταβρίας μέρος τι κατασχεῖν Λάκωνας καὶ οὗτός φησι καὶ ἄλλοι…ὅτι οἱ ὑπὲρ τῆς Μαυρουσίας οἰκοῦντες πρὸς τοῖς ἑσπερίοις Αἰθίοψι Λωτοφάγοι καλοῦνται͵ σιτούμενοι λωτόν» 

(Ἔμβλημα Γαδείρων, ὁ ἱδρυτὴς Ἡρακλῆς, ὁ κυρίαρχος τῶν Γαδείρων)

ΜΑΛΑΚΑ ἤ Μαλάκη ποὺ ἀναφέρει εἶναι ἡ γνωστὴ σήμερα Μάλαγα καὶ γράφει πὼς στὴν ἐποχή του τὴν νομίζουν ἴδια μὲ τὴν Φωκαϊκὴ ἀποικία, Μαινάκη («Μαλάκη, πόλις Ἰβηρίας», Ἐθν., Στ. Βυζάντιος, 429), ἡ ΚΑΛΠΗ ἔγινε Calpe, τὰ ΓΑΔΕΙΡΑ, Cadix/Κάντιθ («Γάδειρα, πόλις καὶ νῆσος ἐν τῷ ὠκεανῷ στενὴ καὶ περιμήκης, ὡς οὖσα ταινία τῆς ΓΗΣ ΔΕΙΡΑ», Ἐθνικά, 193, ἱδρυτής της θεωρεῖται ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν περιηγήσιν του στὰ μέρη ἐκεῖνα στὴν πραγματοποίησιν τοῦ ἄθλου μὲ τὰ βόδια τοῦ Γηρυόνου/«Ἐρύθειαν δὲ τὰ Γάδειρα ἔοικε λέγειν ὁ Φερεκύδης», Στράβ. Γεωγρ., Γ’, 5,5), ἡ ΤΟΥΡΔΗΤΑΝΙΑ (Βαιτική) ὅπου ὁ Ἀσκληπιάδης ἀπὸ τὴν Μύρλειαν, τὴν Ἀπάμεια τῆς Προποντίδος δηλαδή, ἐδίδασκε τὰ ἑλληνικά, λέγεται πὼς ἦταν ἡ σημερινὴ Ἀνδαλουσία, ὅπου πρωτεύουσα ἦταν ἡ πόλις ΙΣΠΑΛΙΣ ποὺ κατήντησε διὰ βαρβαρισμοῦ τῶν Ἀράβων Ἰσμπιλίγια καὶ κατέληξε Σεβίγια/Σεβίλλη (βλ. καὶ Ταρτησσός). 

(ὁ Ἑρμῆς στὴν Σεβίλλη) 
 
(Ἡ Παλλὰς Ἀθηνᾶ στὴν Σεβίλλη) 

Ἐκεῖ ὑπῆρχαν πάνω σὲ πασσάλους ὑπομνήματα τῆς περιπλανήσεως τοῦ Ὀδυσσέως, στὸ ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὅπως ἀσπίδες καὶ κομμάτια τῆς κουπαστῆς τῶν πλοίων. Ὁ Τεῦκρος (ὁμοπάτριος ἀδελφὸς τοῦ Αἴαντος, τοῦ Τελαμωνίου καὶ ξάδελφος τοῦ Ἕκτορος -ἀπὸ τὴν μητέρα του Ἡσιόνη, ἀδελφὴ τοῦ Ποδάρκη-Πριάμου- ἐπειδὴ δὲν ἐξεδικήθη τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του, ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, καὶ ἔφτιαξε ἀποικίες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ τὴν ὠνόμασε ἔτσι γιὰ νὰ τοῦ θυμίζει τὴν γενέτειρά του, Σαλαμῖνα, αλλὰ καὶ ἄλλες πόλεις στὴν Ἰβηρικὴ χερσόνησον, ἡ μία ὠνομάζετο ΕΛΛΗΝΕΣ καὶ ἡ ἄλλη ΑΜΦΙΛΟΧΟΙ («Ἀμφίλοχος, υἰός Ἀμφιαράου», Τζιροπούλου), διότι ἐκεῖ πέθανε ὁ Ἀμφίλοχος καὶ ἐπειδὴ οἱ συνοδοί του προχώρησαν μέχρι τὰ βάθη τῆς χώρας. Καὶ οἱ συνοδεύοντες τῶν πανάρχαιον Ἡρακλῆ καὶ οἱ Μεσσήνιοι ἀποίκησαν στὴν Ἰβηρία, καὶ ἡ ΚΑΝΤΑΒΡΙΑ (σημερινὴ Ταρρακονία) ἦταν κατεχόμενη ἀπὸ Λάκωνες.

Σ’αὐτὸ τὸ χωρίον ἀναφέρει καὶ τοὺς Λωτοφάγους, ὡς οἰκοῦντες πάνω ἀπὸ τὴν ΜΑΥΡΟΥΣΙΑ (Μαρόκκο) καὶ δυτικῶς τῆς Αἰθιοπίας, οἱ ὁποῖοι τρώγουν λωτούς. 

(Γιβραλτάρ, οἱ Ἡράκλειες Στῆλες στὸν νότο τῆς Ἰσπανίας)

Σχετικῶς μὲ τὶς ΗΡΑΚΛΕΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ (αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλεῖται Γιβραλτάρ) ὁ Στράβων γράφει (Γ’,5,2) πὼς ἡ διάνοιξις τοῦ πορθμοῦ τοῦ Γιβραλτὰρ καὶ οἱ Ἡράκλειες στῆλες εἶναι μνημεῖα τῆς μεγαλουργίας τοῦ Ἡρακλέους (παλαιότερα οἱ στῆλες ὠνομάζοντο «στῆλες Κρόνου» -πολλοὶ σχετίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Κρόνου μὲ τὴν πόλιν ΛΑ ΚΟΡΟΥΝΙΑ- καὶ «στῆλες Βριάρεως -ἑνὸς ἐκ τῶν γιγάντων-») :

«τὰς γὰρ Ἡρακλείους στήλας μνημεῖα εἶναι δεῖ τῆς ἐκείνου μεγαλουργίας»

Ἡ δὲ ἰσπανικὴ πόλις στὴν Ἀφρικὴ Ceuta, ἐλέγετο ΑΒΥΛΑ/ΕΠΤΑΔΕΛΦΟΙ ( λατ. septem fratres, ἑπτά > septa > ceuta ἤ ἀπὸ τὸ ὀχυρὸν ποὺ καλεῖται Σέπτον/Σέπτα =ἱερόν -Προκόπιος, Ἰσίδωρος- ). 

(Θέουτα, ἡ ἰσπανικὴ πόλις στὸν βορρᾶ τῆς Ἀφρικῆς) 

Παρακάτω (Γ’, 4,13) ἀναφέρει τὶς πόλεις ΝΟΜΑΝΤΙΑ (Numancia, «Σορία, ἤτοι διαιωνίσθη ἐκ τῆς ανδρείας τῶν κατοίκων της», Σύνοψ. παλ. γεωγρ., Κοῦμας) ΣΕΓΗΔΑ (Σεγκόβια) καὶ ΠΑΛΛΑΝΤΙΑ (Βαλένθια) :

«πόλις δ᾽ αὐτῶν ὀνομαστοτάτη Νομαντία…τῶν δ᾽ Ἀρουάκων ἐστὶ καὶ Σεγήδα πόλις καὶ Παλλαντία.» 

(Ἡ Ἀνδρομέδα μὲ τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα στὴν Σεγκόβια)

Ὁ Ἰ. Κοκκώνης συνέλεξε καὶ ἀναφέρει καὶ ἄλλες πόλεις καὶ τὶς σύγχρονες ὀνομασίες τους στὸ «Γεωγραφία Στοιχειώδης μαθηματική, φυσικὴ καὶ πολιτική, περ. Β’» (Α’, Γ’, 3,15, 316-8) :

«Οἱ Ῥωμαῖοι διῄρεσαν αὐτὴν εἰς τρία· εἰς Ταῤῥακονησίαν, κειμένην πρὸς Β: καὶ ἐν τῷ μέσῳ, εἰς Βαιτικὴν πρὸς Ν: καὶ εἰς Λυσιτανίαν πρὸς Δ:

Τὴν Ταῤῥακονησίαν διέβρεχεν ὁ Ἴβηρ: (l’Ebre) καὶ ὁ Τάγος (Tage). Πόλεις· πρὸς Β: καὶ Β-Δ: ΒΡΑΚΚΑ ΑΥΓΟΥΣΤΑ (Braga). ΚΑΛΛΗ ΠΟΡΤΟΝ (Porto), ἐξ ἧς ὠνομάσθη ἡ ΠΟΡΤΟΓΑΛ(Λ)ΙΑ, ΑΣΤΟΥΡΙΚΗ ΑΥΓΟΥΣΤΑ (Astorga). ΠΟΜΠΕΛΩΝ (Pompelune, Παμπλοῦνα). ΚΑΛΙΓΥΡΙΣ (Calahorra)…ΙΛΕΡΔΑ (Lerida) ἐπὶ τοῦ ΣΙΚΟΡΙΔΟΣ πτ. (Ségre), ΡΟΔΟΣ ἢ ΡΟΔΗ (Roses) ἀποικία, λέγουσι, Ῥοδίων. 

(Ἀμπούριας/ Ἐμπόρειον) 

(Ὁ Ἀσκληπιὸς στὸ Ἐμπόρειον) 

ΕΜΠΟΡΕΙΟΝ (Ampurias, «Ἐμπόριον, πόλις Κελτική, κτίσμα Μασσαλιωτῶν», Στ. Βυζάντιος, Εθνικά,270 ), καὶ ΒΑΡΚΙΝΩΝ (Barcelone, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ) εὐλίμενοι πόλεις. 

(Ἡ Ἀφροδίτη στὴν Βαρκελώνη) 

ΤΑΡΡΑΚΩΝ (Tarragona) ἡ μητρόπολις τῆς χώρας/ («ἡ μητρόπολις τῆς κάτω Ἰσπανίας», Κοῦμας).

(Ταρραγόνα) 

ΣΑΓΟΥΣ (Murviedro, Σαγοῦντο) κυριευθεῖσα καὶ ἐρημωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀννίβα. ΟΥΑΛΕΝΤΙΑ (Valence, ἡ Παλλαντία). ΛΥΚΕΝΤΟΝ (Alicante). ΝΕΑ ΚΑΡΧΗΔΩΝ (Carthagéne), μεγίστη καὶ καλλίστη πόλις ἀποικισθεῖσα ὑπὸ τῶν Καρχηδονίων. Εἰς τὰ ἐνδότερα…ΒΙΛΒΙΛΙΣ (τὸ Μπιλμπάο), ἡ πατρὶς τοῦ Μαρτιαλίου, καὶ ΤΟΛΕΤΟΝ (Tolede, Τολέδο). 

(Νέα Καρχηδών)

(Κερδῶος Ἑρμῆς, Βίλβιλις/Μπιλμπάο) 

Τὴν Βαιτικὴν (ἥτις ἀπὸ τῶν ἐνοικούντων ἐλέγετο καὶ Τουρδητανία) διέβρεχεν ὁ Ἄνας (Cuadiana) καὶ ὁ Βαῖτις (Cuadalquivir). Πόλεις· ΚΟΡΔΥΒΑ (Cordoue, Κόρντοβα)…ΜΟΥΝΔΑ (Μόντα), περίφημος, διότι εἰς αὐτὴν ἐνίκησεν ὁ Καῖσαρ τοὺς υἱοὺς τοῦ Πομπηΐου («παλαιὰ πόλις μὲ λαμπρὸν τῆς Δήμητρος ναόν», Σύνοψις τῆς παλαιᾶς γεωγρ., Κοῦμας) …ΣΑΛΑΜΑΝΤΙΚΗ (Salamantica, Salamanque). ΗΜΕΡΙΤΑ ΑΥΓΟΥΣΤΑ (Mérida), ΕΒΟΥΡΑ/ΑΙΒΟΥΡΑ (Evora), ΚΕΤΟΒΡΙΓΑ (Setuval). 

(Ναὸς Ἀρτέμιδος, Μέριδα)

(Μέριδα) 

Ἡ μεσημβρινὴ χώρα ὠνομάζετο λατινιστὶ Κούνεον, ἤτοι σφὴν, ἀπὸ τοῦ σχήματος. Αὐτοῦ εὑρίσκετο τὸ ΙΕΡΟΝ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΝ (Sacrum Promontorium, Cap-Saint-Vincent). Εἰς τὰ παράλια τῆς Ἱσπανίας εἶναι ἡ τῶν Βαλεαρίδων νήσων σωρεία. Δύο ἐξ αὐτῶν ἐλέγοντο Γυμνησίαι, ἐξ ὧν ἡ μὲν ἦτο καὶ ὠνομάζετο ΜΕΙΖΩΝ (Major Μαϊόρκα) ἡ δὲ, ἘΛΑΣΣΩΝ (Minor Μινόρκα)· αἱ δὲ ἄλλαι, Πιτυοῦσαι· ἐξ ὧν ἡ μὲν μεγαλητέρα ὠνομάζετο ΕΒΟΥΣΟΣ (Ebusus, Ivica, Ἴμπιζα), φέρουσα παλαιὰ, ὡς λέγουσι, σάκχαρη, πολλὰ ζῶα καὶ σῦκα· ἡ δὲ μικροτέρα ἐλέγετο ΟΦΙΟΥΣΑ (Ophiusa, Formentera 14)».

Γράφει σχετικῶς μὲ τὶς ΒΑΛΕΑΡΙΔΕΣ ΝΗΣΟΥΣ ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης (5,17) :

«…ἀπὸ τοῦ βάλλειν, σφενδόναις, λίθους μεγάλους…πρότερον ὠνομάζοντο ΓΥΜΝΗΣΙΑΙ, διὰ τὸ τοὺς ἐνοικοῦντας γυμνοὺς τῆς ἐσθῆτος βίουν…». 

Καὶ ὁ Στράβων συμπληρώνει σχετικῶς μὲ τὰς Γυμνησίας : «Ἱστοροῦσι δὲ καὶ ταῦτα περὶ τῶν Ῥοδίων͵ ὅτι οὐ μόνον ἀφ᾽ οὗ χρόνου συνώικισαν τὴν νῦν πόλιν εὐτύχουν κατὰ θάλατταν͵ ἀλλὰ καὶ πρὸ τῆς Ὀλυμπικῆς θέσεως συχνοῖς ἔτεσιν ἔπλεον πόρρω τῆς οἰκείας ἐπὶ σωτηρίαι τῶν ἀνθρώπων· ἀφ᾽ οὗ καὶ μέχρι Ἰβηρίας ἔπλευσαν͵ κἀκεῖ μὲν τὴν Ῥόδην (βλ. Ρόζες Ἰσπανίας) ἔκτισαν ἣν ὕστερον Μασσαλιῶται κατέσχον͵ ἐν δὲ τοῖς Ὀπικοῖς τὴν Παρθενόπην͵ ἐν δὲ Δαυνίοις μετὰ Κώιων Ἐλπίας. τινὲς δὲ μετὰ τὴν ἐκ Τροίας ἄφοδον τὰς Γυμνησίας νήσους ὑπ᾽ αὐτῶν κτισθῆναι λέγουσιν», Γεωγραφικά, ΙΔ', 2,10. 

(Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη Μαδρίτης)

Ἡ Τζιροπούλου ἀναφέρει στὸ βιβλίον τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Γ’ κύκλου σπουδῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ ἄλλες πόλεις, ὅπως τὴν ΜΑΔΡΙΤΗ ( < madre < μήτηρ, ἡ μητρόπολις, ὁ Κοῦμας τὴν ἀναφέρει καὶ Μάντουα), τὴν πόλιν ΖΑΚΑΝΘΑ (Σαγκοῦντο), τὴν ΤΑΡΤΗΣΣΟ ( ἤ ΤΑΡΣΙΣ < τερσαίνω =ἀποξηραίνω, στεγνώνω, χῶρος χυτηρίων καὶ ψύξεως μετάλλων, ἤτοι ἡ προαναφερθεῖσα Σεβίλλη), τὴν ΕΛΙΚΗ (Ἔλτσε)… 

Ἡ πόλις ΚΑΡΤΗΙΑ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων ὡς κτίσμα Ἡρακλέους (Γ', 1,7) εἶναι ἡ σημερινὴ Algeciras καὶ ἡ Καισάρεια Αὐγοῦστα κατέληξε ΣΑΡΑΓΟΣΑ

(Σεβίλλη) 

Γράφει ὁ Κοῦμας στὸ «Σύνοψις τῆς παλαιᾶς γεωγραφίας» :

«Ἡ παλαιὰ Ἰσπανία ἦτο καρποφωτέρα παρὰ τὴν νέαν. Ἔδιδεν οἶνον,γεννήματα, ὀπώρας· τὰ βουνὰ, χρυσόν· τὰ πέριξ τῆς νέας Καρχηδόνος, ἄργυρον· τὰ Ἀστουρικὰ βουνά, χρυσὸν καὶ σίδηρον. Οἱ παλαιοὶ κάοτικοί της ἔζων φειδωλὰ μὲ γάλα καὶ κρέας καὶ βαλάνους καὶ ἐνεδύοντο κοντὰ καὶ μαῦρα φορέματα. Τοὺς διέβαλλαν ὡς μυσαροὺς καὶ ἀκαθάρτους. Ἦσαν καθ’ὑπερβολὴν ἀνδρεῖοι καὶ δὲν ἐφείδωντο τὴν ζωήν των. Πολλοὶ ἐκόπιασαν οἱ Ῥωμαῖοι γιὰ νὰ τοὺς νικήσωσι. Μὲ τὸν καιρὸν ἀνέλαβαν τὰ ῥωμαϊκὰ ἤθη καὶ πρῶτοι ἐπολιτίσθησαν ἀπὸ ὅλας τὰς δυτικωτέρας τῆς Ῥώμης ἐπαρχίας».

Σημειώνει καὶ αὐτὸς τὴν ΓΑΛΛΑΙΚΙΑ/ΓΑΛΙΚΙΑ, ἤτοι Galicia.

 


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ (ΚΑΙ) ΤΗΣ ΛΥΣΙΤΑΝΙΑΣ

Γράφει ὁ Στράβων στὸ Γ’, 3,16 τῶν Γεωγραφικῶν του:

«θυτικοὶ δ᾽ εἰσὶ Λυσιτανοὶ τά τε σπλάγχνα ἐπιβλέπουσιν οὐκ ἐκτέμνοντες· προσεπιβλέπουσι δὲ καὶ τὰς ἐν τῆι πλευρᾶι φλέβας͵ καὶ ψηλαφῶντες δὲ τεκμαίρονται. σπλαγχνεύονται δὲ καὶ δι᾽ ἀνθρώπων αἰχμαλώτων καλύπτοντες σάγοις· εἶθ᾽ ὅταν πληγῆι τὰ σπλάγχνα ὑπὸ τοῦ ἱεροσκόπου͵ μαντεύονται πρῶτον ἐκ τοῦ πτώματος. τῶν δ᾽ ἁλόντων τὰς χεῖρας ἀποκόπτοντες τὰς δεξιὰς ἀνατιθέασιν».

Γράφει πὼς οἱ Λυσιτανοὶ ( =νῦν Πορτογάλοι) συνηθίζουν νὰ ἐπιβλέπουν τὰ σπλάχνα, χωρὶς νὰ τὰ ἀποκόπτουν καὶ προσεπιβλέπουν καὶ τὶς πλευρικὲς φλέβες -τῶν θυμάτων- καὶ ψηλαφώντας τά κάνουν προβλέψεις. Σπλαχνεύονται γράφει διὰ τῶν αἰχμαλώτων, τοὺς ὁποίους καλύπτουν μὲ χονδροὺς μανδύες πρῶτα καὶ ὅταν χτυπήσει ὁ ἱεροσκόπος τὰ σπλάχνα, προβλέπουν τὰ μέλλοντα ἐκ τοῦ πτώματος. Ἀφοῦ κόψουν τὸ δεξὶ χέρι -τῶν αἰχμαλώτων-, τὸ ἀφιερώνουν ὡς ἀνάθημα στοὺς θεούς.

Καὶ συνεχίζει στὸ Γ’, 4,16 :

«εἰ μή τις οἴεται πρὸς διαγωγὴν ζῆν τοὺς οὔρωι λουομένους ἐν δεξαμεναῖς παλαιουμένωι͵ καὶ τοὺς ὀδόντας σμηχομένους καὶ αὐτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν͵ »

ἀναρωτώμενος ἀν κάποιος πιστεύει πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἐν διαγωγῇ, ὅταν λούζονται ( =πλένονται) μὲ τὰ ἴδια τους τὰ οὖρα, τὰ ὁποῖα φυλάττουν πεπαλαιωμένα σὲ δεξαμενές, μὲ τὰ ὁποῖα μάλιστα πλένουν καὶ τὰ δόντια τους, ἀφοῦ τὰ χρησιμοποιοῦν ὡς σαπούνι (καὶ ὀδοντόκρεμα)! καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ γυναῖκες τους

Καὶ ὅταν ἀρρωσταίνουν βγάζουν τους νοσοῦντες στοὺς δρόμους καὶ τοὺς ἐπιδεικνύουν στὸ κοινό σὰν τοὺς Ἀσσυρίους, μήπως καὶ κανεὶς ξέρει νὰ τοὺς πεῖ ἀπὸ τί πάσχουν.

«τοὺς δὲ ἀρρώστους͵ ὥσπερ οἱ Ἀσσύριοι τὸ παλαιόν͵ προτιθέασιν εἰς τὰς ὁδοὺς τοῖς πεπειραμένοις τοῦ πάθους ὑποθήκης χάριν.», (Γ’, 3,7)

Βέβαια τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τρῶνε τοὺς πατέρες τους ὅταν πεθάνουν καὶ ἔρχονταισὲ σεξουαλικὴ ἐπαφὴ δημοσίως μὲ τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὶς ἴδιες τους τὶς μανάδες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους!

«τούς τε πατέρας τελευτήσαντας κατεσθίειν ἐν καλῶι τιθέμενοι καὶ φανερῶς μίσγεσθαι ταῖς τε ἄλλαις γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖςκαὶ ἐν ἀνάγκαις πολιορκητικαῖς καὶ Κελτοὶ καὶ Ἴβηρες καὶ ἄλλοι πλείους ποιῆσαι τοῦτο λέγονται.», (Δ’, 5,4) 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ,  << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, <<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>, ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>> ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ, <<DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>, ERNOUT- MEILLET, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ