Γράφει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» του (Δ, 6,1-6,3) :
«Ἄρχονται μὲν οὖν αἱ Ἄλπεις οὐκ ἀπὸ Μονοίκου λιμένος͵ ὡς
εἰρήκασί τινες͵ ἀλλ΄ ἀπὸ τῶν αὐτῶν χωρίων ἀφ΄ ὧνπερ καὶ τὰ Ἀπέννινα ὄρη κατὰ
Γένουαν ἐμπόριον Λιγύων καὶ τὰ καλούμενα Σαβάτων ὀυάδα͵ ὅπερ ἐστὶ τενάγη…ἐντεῦθεν
δ΄ εἰς Μονοίκου λιμένα τετρακόσιοι καὶ ὀγδοήκοντα. ἔν τε τῶι μεταξὺ πόλις εὐμεγέθης
Ἄλβιον Ἰντεμέλιον καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἰντεμέλιοι…ὅλως δὲ ἡ παραλία αὕτη πᾶσα
μέχρι Τυρρηνίας ἐκ Μονοίκου λιμένος προσεχής τέ ἐστι καὶ ἀλίμενος πλὴν βραχέων ὅρμων
καὶ ἀγκυροβολίων. ὑπέρκεινται δὲ οἱ τῶν ὀρῶν ἐξαίσιοι κρημνοὶ στενὴν ἀπολείποντες
πρὸς θαλάττηι πάροδον. κατοικοῦσι δὲ Λίγυες ζῶντες ἀπὸ θρεμμάτων τὸ πλέον καὶ
γάλακτος…στρατεύονται δ΄ ἱππεῖς μὲν οὐ πάνυ͵ ὁπλῖται δὲ ἀγαθοὶ καὶ ἀκροβολισταί·
ἀπὸ δὲ τοῦ χαλκάσπιδας εἶναι τεκμαίρονταί τινες Ἕλληνας αὐτοὺς εἶναι…Ὁ δὲ τοῦ
Μονοίκου λιμὴν ὅρμος ἐστὶν οὐ μεγάλαις οὐδὲ πολλαῖς ναυσίν͵ ἔχων ἱερὸν Ἡρακλέους
Μονοίκου καλουμένου · ἔοικε δὲ ἀπὸ τοῦ ὀνόματος καὶ μέχρι δεῦρο
διατείνειν ὁ Μασσαλιωτικὸς παράπλους».
Ἀναφερόμενος στὶς Ἄλπεις ( < ἀλφός =λευκός) ὁ Στράβων μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὰ πέριξ των διάφορα τοπωνύμια, τὰ ὁποῖα ἔχουν διατηρηθεῖ -σχεδόν- ἀλώβητα μέχρι σήμερα. Κι ἔτσι συναντᾶμε τὴν ΓΕΝΟΥΑ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν σημερινὴ Γένοβα ( < Ἰανός), τὰ ΟΥΑΔΑ/ΒΑΔΑ τῶν Σαβάτων (Vada Sabatia/ Vado Ligure), τὰ ἀβαθῆ δηλαδὴ ὕδατα/τενάγη (προφανῶς ἐκ τοῦ βέδυ=ὕδωρ, βλ. Wasser, water, вода κοκ), τοὺς Ἰντεμελίους καὶ τὸ ΑΛΒΙΟΝ ΙΝΤΕΜΕΛΙΟΝ (σημερινόν Ventimiglia), ἀλλὰ κυρίως μαθαίνουμε ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἐτυμολογία τοῦ σημερινοῦ ΜΟΝΑΚΟ.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ τοποθετεῖ στὸν χάρτη περιγράφοντας τὸ μέρος καὶ ἀφ’ὅτου ἀναφέρει τὶς συνήθειες τῶν κατοικούντων ἐκεῖ Λιγύων, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει πὼς φέρουν χάλκινες ἀσπίδες καὶ τεκμαίρονται ὅτι εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς (ἀναφέρονται ἤδη ἀπὸ τὸν Ἡσύχιον. Οἱ Λίγυ(ρ)ες ἔδωσαν τὸ ὄνομά τους στὴν ἰταλικὴ ἐπαρχία Liguria), λέγει πὼς ἐκεῖ ὑπάρχει ἱερὸν τοῦ Μονοίκου Ἡρακλέους. Ὁ Μόνοικος ( < μόνος +οἶκος) Ἡρακλῆς ἀπὸ τοὺς διαφόρους σχολιαστὲς τοῦ Στράβωνος ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἀρχαίων συγγραφέων, θεωρεῖται πὼς πῆρε τὸ προσωνύμιον αὐτό, διότι ἦταν λατρευόμενος μόνος ἐν τῷ οἴκῳ του, δηλαδὴ στὸν βωμόν του, χωρὶς νὰ συνδέονται μαζί του ἄλλες θεότητες, ὅπως συνηθίζετο.
Ἄλλοι δίνουν πιθανότητες καὶ στὴν έκδοχὴ πὼς ἔδιωξε τοὺς κατοίκους καὶ ἔμεινε μοναδικὸς κάτοχος τῆς γῆς («atque arce monoeci de Liguria, ubi est portus Monoeci Herculis. dictus autem Monoecus vel quod pulsis omnibus illic solus habitavit, vel quod in eius templo numquam aliquis deorum simul colitur»,Σχόλια στὴν Αἰνειάδα,6, 830, Maur. Servius Honor.).
Σὲ κάθε περίπτωσιν οἱ Μονεγάσκοι φαίνεται πὼς γνωρίζουν τὴν ἱστορία
τοῦ τόπου καὶ τιμοῦν ἰδιαιτέρως τὸν Ἡρακλῆ. Ἔτσι πέραν ἀπὸ τὸ κεντρικὸ λιμάνι,
ποὺ ὀνομάζεται PORT HERCULES,
τὶς τοιχογραφίες μὲ τοὺς ἄθλους τοῦ Ἡρακλέους στὸ παλάτι τοῦ Μονακό καὶ τὰ
διάφορα ἀφιερώματα καὶ τιμὲς στὸν Ἡρακλῆ, στὸ παρελθὸν (1981-1986), τὸ
πριγκηπάτο τοῦ Μονακὸ εἶχε ἐκδόσει σειρὰ γραμματοσήμων, τὰ ὁποῖα ἀπεικόνιζαν τὸν
Ἕλληνα ἥρωα Ἡρακλῆ νὰ φέρει σὲ πέρας τοὺς ἄθλους του.
Σχετικῶς τώρα μὲ τὶς φυλὲς ποὺ κατοικοῦν κοντὰ στὸν Ῥῆνον γράφει
ὁ Στράβων (Γεωγραφικά, Δ, 3,3-3,4) :
«Τὴν δ᾽ ἐπὶ τῶι Ῥήνωι πρῶτοι τῶν ἁπάντων οἰκοῦσιν ΕΛΟΥΗΤΤΙΟΙ͵
παρ᾽ οἷς εἰσιν αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ἐν τῶι ΑΔΟΥΛΑΙ ὄρει. Τοῦτο δ᾽ ἐστὶ μέρος τῶν
Ἄλπεων͵ ὅθεν καὶ ὁ ΑΔΟΥΑΣ εἰς τἀναντία μέρη ῥεῖ τὰ πρὸς τὴν ἐντὸς Κελτικὴν καὶ
πληροῖ τὴν Λάριον λίμνην͵ πρὸς ἧι ἔκτισται τὸ ΚΩΜΟΝ…Μετὰ δὲ τοὺς Ἐλουηττίους
Σηκοανοὶ καὶ Μεδιοματρικοὶ κατοικοῦσι τὸν Ῥῆνον͵ ἐν οἷς ἵδρυται Γερμανικὸν ἔθνος
περαιωθὲν ἐκ τῆς οἰκείας Τρίβοκχοι. ἐν δὲ τοῖς Σηκοανοῖς ἐστι τὸ ὄρος ὁ ΙΟΥΡΑΣΙΟΣ͵
διορίζει δ᾽ Ἐλουηττίους καὶ Σηκοανούς. ὑπὲρ οὖν τῶν Ἐλουηττίων καὶ τῶν Σηκοανῶν
ΑΙΔΟΥΟΙ…ΛΕΥΚΟΙ…ΑΛΛΟΒΡΙΞΙ καὶ τοῖς περὶ τὸ Λούγδουνον· τούτων δ᾽ ἐπιφανέστατόν ἐστι
τὸ τῶν ΑΡΟΥΕΡΝΩΝ καὶ τὸ τῶν ΚΑΡΝΟΥΤΩΝ… μετὰ δὲ τοὺς ΜΕΔΙΟΜΑΤΡΙΚΟΥΣ καὶ ΤΡΙΒΟΚΧΟΥΣ
παροικοῦσι τὸν Ῥῆνον ΤΡΗΟΥΙΡΟΙ͵ καθ᾽ οὓς πεποίηται τὸ ζεῦγμα ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων
νυνὶ τῶν στρατηγούντων τὸν Γερμανικὸν πόλεμον. πέραν δὲ ὤικουν ΟΥΒΙΟΙ κατὰ τοῦτον
τὸν τόπον͵ οὓς μετήγαγεν Ἀγρίππας ἑκόντας εἰς τὴν ἐντὸς τοῦ Ῥήνου. Τρηουίροις δὲ
συνεχεῖς ΝΕΡΟΥΟΙ͵ καὶ τοῦτο Γερμανικὸν ἔθνος· τελευταῖοι δὲ ΜΕΝΑΠΙΟΙ πλησίον τῶν
ἐκβολῶν ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ ποταμοῦ κατοικοῦντες ἕλη καὶ δρυμοὺς οὐχ ὑψηλῆς ἀλλὰ πυκνῆς
ὕλης καὶ ἀκανθώδους. κατὰ τούτους δ᾽ ἵδρυνται ΣΟΥΓΑΜΒΡΟΙ Γερμανοί. πάσης δ᾽ ὑπέρκεινται
τῆς ποταμίας ταύτης οἱ ΣΟΗΒΟΙ προσαγορευόμενοι Γερμανοὶ…».
Ὁ Στράβων ἀναφέρει τοὺς ΕΛΟΥΗΤΤΙΟΥΣ, οἱ ὁποῖοι σήμερα
κατέληξαν νὰ λέγονται ΕΛΒΕΤΟΙ καὶ ἡ χώρα ἐξ αὐτῶν ὠνομάσθη ΕΛΒΕΤΙΑ,
στὴν περιοχὴ τῶν ὁποίων εἶναι οἱ πηγὲς τοῦ ποταμοῦ στὸ ὄρος ΑΔΟΥΛΑ
(σημερινὸ Rheinwaldhorn),
ποὺ λέγει πὼς εἶναι μέρος τῶν Ἄλπεων [πρόκειται γιὰ τὴν ὑψηλοτέρα κορυφὴ στὸ ἑλβετικὸ
Τιτσίνο, καὶ πράγματι καὶ ἀπὸ τὸ σημερινό του ὄνομα ἐκ τοῦ δάσους/κοιλάδας τοῦ Ῥήνου
(Rheinwald) μπορεῖ κανεὶς
νὰ καταλάβει εὐκολώτερα τὰ γραφόμενα τοῦ Στράβωνος]. Σχετικὰ μὲ τὸν Ἀδούα (Adda) καὶ τὴν λίμνη Λάριον,
πρὸς τὴν ὁποία χτίστηκε ἡ κώμη…Κῶμον καὶ ἐκ τῆς ὁποίας ὠνομάσθη ἀργότερα καὶ ἡ ἴδια
ἡ λίμνη (λίμνη Κῶμο), ὁ Στράβων κάνει ἐκτενεστέρα ἀναφορὰ στὸ πέμπτον βιβλίον τῶν
«Γεωγραφικών» του (1,6-1,7, βλ. 1ον μέρος).
Συνεχίζει κάνοντας ἀναφορὰ στὸ ὄρος ΙΟΥΡΑΣΙΟ (Jura) καὶ στὰ διάφορα φῦλα τῆς
ἐκεῖ εὑρυτέρας περιοχῆς, ὅπως οἱ Σηκοάνοι (βλ. μέρος 2ον), οἱ Αἴδουοι
(βλ. Βουργουνδία), οἱ Ἀλλόβριγες, οἱ περὶ τὸ Λούγδουνον (Λυόν), οἱ Λεῦκοι (οἱ ἀνοιχτόχρωμοι),
οἱ Ἀρουέρνοι (βλ. Auvergne),
οἱ Καρνοῦτες (βλ. Chartres),
οἱ Μεδιομάτρικοι, οἱ Τριούιροι (Treveri,
βλ. Trier), οἱ
Τρίβοκχοι (βλ. Στρασβοῦργο), οἱ Οὔβιοι [βλ. Oppidum/Ara Ubiorum,
οἰκισμός τῶν Οὐβίων καὶ ἀργότερα μετονομασθεὶς ὡς ἀποικία μὲ τὸ ὄνομα…Κολωνία (
< κολώνη =τόπος συναθροίσεως άνθρώπων καὶ μετέπειτα κάθε ῥωμαϊκὴ ἀποικιακὴ
πόλις/ Köln, Colonia Claudia Ara Agrippinensium, προσωνύμιον τὸ
ὁποῖον πῆρε λόγῳ τῆς Ἰουλίας Ἀγριππίνας -συζύγου τοῦ Κλαυδίου καὶ μητρός τοῦ
Νέρωνος ἀπὸ τὸν πρῶτον της ἄντρα, Γναῖον-, ποὺ εἶχε γεννηθεῖ στὰ μέρη αὐτά], οἱ
Μενάπιοι, οἱ κατοικοῦντες κοντὰ σὲ ἕλη καὶ δρυμούς.
Στὸ χωρίον αὐτὸ λέγει καὶ γιὰ τοὺς Νερούους (Νέρβους) πὼς εἶναι
γερμανικὸν ἔθνος, τοὺς Σοηβούς, τοὺς Σουγάμβρους καὶ συνεχίζει ἀναφέροντας καὶ ἄλλα
γερμανικὰ φῦλα.
Σχετικῶς μὲ τοὺς Ἑλβετοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγινε νωρίτερα ἀναφορά,
ἄξιον νὰ γραφτεῖ εἶναι καὶ τὸ χωρίον τοῦ
Ἰουλίου Καίσαρος ἀπὸ τὸ βιβλίο «De bello gallico»
(Ι,29), ὅπου ἐνημερωνόμαστε καὶ ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων
ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων στοὺς λαοὺς τῆς ἐκεῖ περιοχῆς, καθῶς ἐκτὸς τοῦ ὅτι μᾶς ἐνημερώνει
πὼς οἱ Κέλτες ἱερεῖς χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γραφή, γράφει πὼς σὲ
στρατόπεδο Ἑλβετῶν βρέθηκαν κατάλογοι στρατευσίμων καὶ ἀμάχου πληθυσμοῦ -σύνολο
368 χιλιάδων ὀνομάτων- γραμμένοι ὅλοι στὰ ἑλληνικά :
«In
castris Helvetiorum tabulae repertae sunt LITTERIS GRAECIS confectae et ad Caesarem
relatae, quibus in tabulis nominatim ratio confecta erat, qui numerus domo
exisset eorum qui arma ferre possent, et item separatim, quot pueri, senes
mulieresque. [Quarum omnium rerum] summa erat capitum Helvetiorum milium
CCLXIII, Tulingorum milium XXXVI, Latobrigorum XIIII, Rauracorum XXIII, Boiorum
XXXII; ex his qui arma ferre possent ad milia nonaginta duo. [3] Summa omnium
fuerunt ad milia CCCLXVIII».
Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἕλληνα λόγον» ἀναφέρει ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα γεγραμμένα τοῦ Ἰ. Καίσαρος καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἑλβετία (ἀλλὰ καὶ στὴν Γερμανία καὶ τὶς σκανδιναυικὲς χῶρες ) ἔχουν βρεθεῖ χάλκινοι ἑλληνικοὶ κρατῆρες.
Ἄλλωστε ὅλα αὐτὰ τὰ φῦλα φαίνεται πὼς εἶχαν σχέσεις μεταξύ
τους, ὑποτεταγμένα ἤ σὲ σύγκρουσιν μὲ τὸν Καίσαρα. Γράφει ὁ Στράβων (Δ, 3,3) :
«φασὶ δὲ καὶ πολυχρύσους τοὺς Ἐλουηττίους͵ μηδὲν μέντοι ἧττον
ἐπὶ ληιστείαν τραπέσθαι τὰς τῶν Κίμβρων εὐπορίας ἰδόντας· ἀφανισθῆναι δ᾽ αὐτῶν
τὰ δύο φῦλα τριῶν ὄντων κατὰ στρατείας. ὅμως δ᾽ ἐκ τῶν λοιπῶν τὸ τῶν ἐπιγόνων
πλῆθος ἐδήλωσεν ὁ πρὸς Καίσαρα τὸν θεὸν πόλεμος͵ ἐν ὧι περὶ τετταράκοντα
μυριάδες σωμάτων διεφθάρησαν͵ τοὺς δὲ λοιποὺς σώζεσθαι μεθῆκεν εἰς ὀκτακισχιλίους͵
ὅπως μὴ τοῖς Γερμανοῖς ὁμόροις οὖσιν ἔρημον τὴν χώραν ἀφῆι».
Ἐν συντομίᾳ γράφει πὼς οἱ πολύχρυσοι Ἑλβετοί, παρ’ὅτι πλούσιοι βλέποντας τὴν εὐπορία τῶν Κίμβρων (Κιμμερίων, «διαβεβοημένης δὲ τῆς τούτων ἀλκῆς καὶ ἀγριότητος, φασί τινες ἐν τοῖς παλαιοῖς χρόνοις τοὺς τὴν Ἀσίαν ἅπασαν καταδραμόντας, ὀνομαζομένους δὲ Κιμμερίους, τούτους εἶναι, βραχὺ τοῦ χρόνου τὴν λέξιν φθείραντος ἐν τῇ τῶν καλουμένων Κίμβρων προσηγορίᾳ», Ἱστορ. Βιβλιοθ. 5,32) λίγο-πολὺ ἐτρέποντο σὲ ληστεία. Καὶ ἀπὸ τὰ 3 φῦλα τους, τὰ δύο ἀφανίσθηκαν σὲ ἐκστρατεῖες καὶ ἡ δύναμις ὅσων ἀπέμειναν ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τους φάνηκε στὸν πόλεμον κατὰ τοῦ Καίσαρος, ὅπου πέθαναν 400 χιλιάδες, ἄν καὶ ὁ Καῖσαρ ἐπέτρεψε σὲ περίπου 8 χιλιάδες ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ξεφύγουν, ὥστε νὰ μὴ μείνει ἀνυπεράσπιστη ἡ χώρα τους στοὺς Γερμανούς, τῶν ὁποίων ἡ χώρα συνορεύει μὲ τὴν δική τους.
Καὶ ἐπανέρχεται ὁ Στράβων στὸ βιβλίον Ζ (1,2) ὅπου μᾶς
πληροφορεῖ γιὰ τὸ ποῦ κατοικοῦν οἱ Γερμανοί (πέρα ἀπὸ τὸν Ῥῆνον) ἀλλὰ κυρίως μᾶς
δίνει πληροφορίες γιὰ τὸ ὄνομά τους:
«Εὐθὺς τοίνυν τὰ πέραν τοῦ Ῥήνου μετὰ τοὺς Κελτοὺς πρὸς τὴν
ἕω κεκλιμένα Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῦ Κελτικοῦ φύλου τῶι τε
πλεονασμῶι τῆς ἀγριότητος καὶ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ξανθότητος, τἆλλα δὲ
παραπλήσιοι, καὶ μορφαῖς καὶ ἤθεσι καὶ βίοις ὄντες, οἵους εἰρήκαμεν τοὺς
Κελτούς. Διὸ δὴ καί μοι δοκοῦσι Ῥωμαῖοι τοῦτο αὐτοῖς θέσθαι τοὔνομα ὡς ἂν
γνησίους Γαλάτας φράζειν βουλόμενοι· γνήσιοι γὰρ οἱ Γερμανοὶ κατὰ τὴν Ῥωμαίων
διάλεκτον».
Λέγει λοιπὸν πῶς εἶναι ἐλαφρῶς διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς Κέλτες,
καθῶς εἶναι πιὸ ἄγριοι, πιὸ μεγαλόσωμοι καὶ πιὸ ξανθότριχες. Στὰ ὑπόλοιπα
-τρόπον ζωῆς, ἤθη, συνήθειες- εἶναι παραπλήσιοι, γι’αὐτὸ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς ὠνόμασαν
«Γερμανούς», καθῶς ἤθελαν νὰ ὑποδείξουν πὼς εἶναι γνήσιοι Γαλάτες, διότι οἱ Ῥωμαῖοι
τὸν γνήσιον τὸν λένε «Γερμανό».
Ἀπο ἐτυμολογικῆς ἀπόψεως ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Στράβωνος δείχνει
εὐσταθής, ὅπως καὶ τὸ ὅτι πρόκειται γιὰ ἀδελφικὲς φυλὲς ἑνωμένες σὲ ἕνα ἔθνος,
καθῶς τὸ λατινικὸν «gero»,
προέρχεται ἐκ τοῦ «fero»,
ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν «φέρω» (ὑπὸ την ἔννοια «φέρω στὸν
κόσμο»), τὸ ὁποῖον ἐκβαβαρισθὲν στὰ ἀλλόθροα στόματα παρήγαγε λέξεις ὅπως germen (λατ. =σπέρμα), hermano (ἰσπ. =ἀδελφός), germinare (ἰταλ. =βλασταίνω),
gestation (ἀγγλ. =κυοφορία) κοκ.
Δηλαδή, ἡ συλλογικὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων τοὺς ἀπεμνημόνευσε ὡς
βλαστούς, γόνους, σπέρματα, ἀδελφικὲς μεταξύ τους φυλές. Ἄλλοι λαοὶ ἐξῇραν
κάποιες ἀπὸ τὶς φυλές τους γιὰ νὰ τοὺς ὀνομάσουν ἤ κάποιο ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά
τους. Σὲ κάθε περίπτωσιν οἱ Γερμανοὶ ὡς καὶ σήμερα φέρουν διαφορετικὸ ὄνομα , ἀναλόγως
μὲ τὸ πῶς τοὺς ἀντιλαμβάνεται ὁ κάθε λαός ποὺ τοὺς προσφωνεῖ.
Κι ἔτσι ἀκοῦς τοὺς Γάλλους νὰ τοὺς ἀποκαλοῦν «Ἀλαμάνους» (Allemagne/ allemand-e), τὸ ὁποῖον σύμφωνα μὲ τὸ «Λεξικὸν τῆς
ἑλληνικῆς ἀρχαιολογίας» προέρχεται ἀπὸ τὸ «alle Mannan» ( < ὅλος +μένος), ἤτοι πάντες οἱ ἄνδρες («δεσμὸς
πόλεων μεταξὺ τοῦ Δουνάβεως, τοῦ ἄνω Ῥήνου καὶ τοῦ Μείνου, γνωστὸς γενόμενος τὸ
πρῶτον τὸ 3 μ. Χ. Εἶχον διαφόρους βασιλεῖς, ὧν ὁ Ἀμμιανὸς (XVI, 12, 1. XVIII,
2. XX, 3. XXI, 3) ἀπαριθμεῖ δέκα. Εἶχον δ’ ἕνα ἀρχηγὸν ἐν πολέμῳ. Ὁ Καρακάλας,
νικήσας αὐτοὺς, ἐπωνομάσθη Ἀλαμανικὸς. ’Εν δὲ τῇ ε΄ ἑκατονταετηρίδι ἐξαπλωθέντες,
κατεῖχον ἤδη τὴν Ἀλσατίαν καὶ τὴν γερμανικὴν ’Ελβετίαν», Ἀ. Ῥαγκαβής). Τὸ
ἴδιο τοὺς ἀποκαλοῦν καὶ οἱ Ἰσπανοί (alemán), οἱ
Πορτογάλοι (alemão), ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ μακρινοὶ
Χαβανέζοι, οἱ Φιλιππινέζοι, οἱ Ἄραβες, οἱ Τοῦρκοι, μέχρι καὶ οἱ Ἀφρικανοὶ ὁμιλοῦντες
τὰ μαλαγασικά!
Οἱ δὲ Ἰταλοὶ ἄν καὶ τὴν χώραν τὴν ἀποκαλοῦν Germania, τοὺς Γερμανοὺς τοὺς
ἀποκαλοῦν «Τεντέσκους» (Tedesco),
δηλαδὴ Τεύτονες, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Γερμανοὶ αὐτοαποκαλοῦνται (Deutsche/ Deutschland) καὶ ὅπως ἔχουν ἀποτυπωθεῖ
στὴν μνήμη καὶ ἄλλων λαῶν (βλ. Tysk
κοκ).
Οἱ γείτονές τους, Σκανδιναυοί, τοὺς ἀποκαλοῦν «Σάξονες» (βλ.
Φινλανδούς, Ἐσθονούς-Saksa)
καὶ ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς χαρακτηρίζουν «Νέμητες» (βλ. Ῥώσσους-Немецкий
[νεμέτσκιιγ], Οὔγγρους-német, Πολωνούς-Niemecki κλπ παραπλήσιες γλῶσσες).
Οἱ Νέμητες θυμίζουν ἀρκετὰ στὴν ἐτυμολογία τὸν «νεμέτορα Δία» (νεμέτωρ Ζεύς, ὁ
τιμωρός, ὁ νέμων τὰ δίκαια) καὶ γνωρίζουμε πὼς οἱ Νέμητες εἶχαν ὡς πόλιν τους τὸ
Noviomagus (civitas nemetum, σημερινὸ Speyer), διότι «νέμετον» ἐλέγετο
ὁ ἱερὸς χῶρος τῶν δρυΐδων, ὅπως τὰ δάση, ὅπου οἱ Κέλτες ἱερεῖς πραγματοποιοῦσαν
τὶς ἱερὲς τελετές τους.
Στὰ «Γεωγραφικά» τοῦ Στράβωνος συναντᾶ κανεὶς πολλὲς ἀναφορὲς
σὲ διάφορα τοπία ποὺ συγκρίνοντάς τα μὲ τὸ σήμερα, φαίνεται πὼς δὲν ἔχουν ἀλλάξει
σχεδὸν καθόλου. Ἔτσι διαβάζουμε (Ζ, 1,3-1,5) :
«Ἐνταῦθα δ᾽ ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη, τὰ μὲν οἰκοῦντα ἐντὸς τοῦ
δρυμοῦ, ἐν οἷς ἐστι καὶ τὸ Βουίαιμον…Βούτωνας καὶ…τοῖς Γέταις…Βίσουργίς τε καὶ
Λουπίας ποταμός…Ἔστι δὲ καὶ Σάλας ποταμός…ἀλλὰ καὶ τὰς ἐν τῶι παράπλωι νήσους, ὧν
ἐστι καὶ ἡ Βυρχανίς, ἣν ἐκ πολιορκίας εἷλε. Ὁ δὲ Ἑρκύνιος
δρυμὸς πυκνότερός τέ ἐστι καὶ μεγαλόδενδρος ἐν χωρίοις ἐρυμνοῖς, κύκλον
περιλαμβάνων μέγαν, ἐν μέσωι δὲ ἵδρυται χώρα καλῶς οἰκεῖσθαι δυναμένη, περὶ ἧς
εἰρήκαμεν. Ἔστι δὲ πλησίον αὐτῆς ἥ τε τοῦ Ἴστρου πηγὴ καὶ ἡ τοῦ Ῥήνου, καὶ ἡ
μεταξὺ ἀμφοῖν λίμνη καὶ τὰ ἕλη τὰ ἐκ τοῦ Ῥήνου διαχεόμενα. Ἔστι δ᾽ ἡ λίμνη τὴν
μὲν περίμετρον σταδίων πλειόνων ἢ πεντακοσίων, δίαρμα δὲ ἐγγὺς
διακοσίων…Προσάπτονται δὲ τῆς λίμνης ἐπ᾽ ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί, τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι
καὶ Ὀυινδολικοί…Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ὕλη μεγάλη Γαβρῆτα ἐπὶ τάδε τῶν Σοήβων, ἐπέκεινα
δ᾽ ὁ Ἑρκύνιος δρυμός».
Συναντᾶμε τοὺς Βούτονες/Γούτονες ποὺ κατέληξαν νὰ λέγονται Γότθοι καὶ τὸ ΒΟΥΙΑΙΜΟΝ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλον ἀπὸ τὴν σημερινὴ πόλιν τῆς νῦν Τσεχίας, Βοημία. Ὁ ποταμὸς ΒΙΣΟΥΡΓΙΣ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν σημερινὸν ποταμόν Βέζερ («βέδυ τοὺς Φρύγας τὸ ὕδωρ φησὶ καλεῖν, καθ’ ὅ καὶ ὁ Ὀρφεύς»/βλ. καὶ water, Wasser μὲ τροπὴ τοῦ ψιλοῦ ὀδοντικοῦ -τ σὲ μέσον -δ καὶ τροπὴ ὀδοντικοῦ ἀφώνου μὲ σ μεταξὺ ἰωνικῆς/αἰολοδωρικῆς διαλέκτου). Ἔπειτα διαβάζουμε γιὰ τὸν ποταμὸν ΛΟΥΠΙΑ ποὺ κατέληξε Lippe, ὁ ΣΑΛΑΣ μετεφράσθη σὲ Thuringian Saale, ἡ νῆσος ΒΥΡΧΑΝΙΣ ἔγινε Börkum, ἡ «λίμνη» ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλεῖται συνολικῶς Bodensee, μὲ τὰ «ἕλη» ποὺ κατέληξαν σήμερα νὰ ἀποκαλοῦνται Untersee. Οἱ ΟΥΙΝΔΟΛΙΚΟΙ εἶναι γνωστοὶ ὡς Vindelici, καὶ πρόκειται γιὰ μία κελτικὴ φυλή, ποὺ μετὰ τὴν ῥωμαϊκὴ κατάκτησιν, μετακινήθηκε στὴν Augusta Vindelicorum, ἤτοι στὸ μετέπειτα παρεφθαρμένο, σημερινὸν Augsburg. Ὁ Στράβων μάλιστα γράφει -καί- γι’αὐτοὺς πὼς ἦταν τόσον βάρβαροι ποὺ ὅταν κατακτοῦσαν κάποια ἄλλην πόλιν ἤ κώμη δὲν σταματοῦσαν μόνον στὴν κατάκτησιν της, ἀλλὰ προέβαιναν καὶ σὲ γενοκτονία, φονεύοντας ἀκόμα καὶ τὰ νήπια, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐγκύους ποὺ οἱ μάντεις πίστευαν πὼς κυοφοροῦσαν ἀγόρια! («ἐπειδὰν ἕλωσι κώμην ἢ πόλιν οὐ μόνον ἡβηδὸν ἀνδροφονοῦντας͵ ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν νηπίων προϊόντας τῶν ἀρρένων͵ καὶ μηδ΄ ἐνταῦθα παυομένους͵ ἀλλὰ καὶ τὰς ἐγκύους γυναῖκας κτείνοντας ὅσας φαῖεν οἱ μάντεις ἀρρενοκυεῖν», Γεωγραφικά, Δ’, 6,8).
Τὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ παρουσία εἶναι ἀδιαμφισβήτητη -καί- στὴν ἐκεῖ
περιοχὴ, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, δὲν ἀναφέρεται μόνον στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
γραμματεία (βλ. καὶ 2ον-4ον μέρος παρόντος ἄρθρου), ἀλλὰ
εἶναι ἀναμφισβήτη καὶ ἀπὸ ἄλλους συγγραφεῖς. Καὶ ἐδῶ ἔρχεται -καί- ὁ Ῥωμαῖος ἱστορικός,
Τάκιτος (Germania, 3) νὰ
ἀποστομώσει τοὺς διαφόρους «ἐπιστήμονες» ποὺ ἀμφιβάλλουν γι’αὐτό, ὁ ὁποῖος
γράφει:
«Fuisse
apud eos et HERCULEM MEMORANT, primumque omnium virorum fortium ituri in
proelia canunt…Ceterum et ULIXEN QUIDAM OPINANTUR LONGO ILLO ET FABULOSO ERRORE
IN HUNC OCEANUM DELATUM ADISSE GERMANIAE TERRAS, ASCIBURGIUMQUE, quod in ripa
Rheni situm hodieque incolitur, AB ILLO CONSTITUTUM NOMINATUMQUE; ARAM QUIN
ETIAM ULIXI CONSECRATAM, ADIECTO LAERTAE PATRIS NOMINE, eodem loco olim
repertam, MONUMENTAQUE ET TUMULOS QUOSDAM GRAECIS LITTERIS INSCRIPTOS in
confinio Germaniae Raetiaeque adhuc exstare».
Δηλαδή πὼς πρὶν τὶς μάχες τους ἔψαλλαν παιάνα πρῶτα ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους γενναίους ἄνδρες στὸν Ἡρακλῆ, ἐνθυμούμενοι τὸν
γενναῖον ἥρωα μας, ποὺ βρέθηκε κάποτε στὰ μέρη αὐτά. Καὶ γιὰ τὸν Ὀδυσσέα γράφει πὼς ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟΝ, ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΓΗ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΑΣΚΙΒΟΥΡΓΙΟΝ
(σημερινό Ἄσμπεργκ), στὴν ὄχθη τοῦ Ῥήνου. Καὶ ἐκεῖ ὑψώθηκε βωμός, στὸν ὁποῖον ἀνεγράφετο
τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του, Λαέρτη καὶ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα μνημεῖα καὶ τύμβοι
γραμμένοι μὲ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ μεταξὺ Γερμανίας καὶ Ῥαιτίας.
Σχετικὰ μὲ τὰ παρεφθαρμένα ὀνόματα τῶν τοπονυμίων τῶν περιοχῶν
τῆς κεντρικῆς καὶ βορείου Εὐρώπης, ἀναφέρει
ὁ Ἰ. Κοκκώνης στὴν «Γεωγραφία Στοιχειώδη» (312/322-325), ἀλλὰ καὶ ὁ κ. Κοῦμας
στὴν «Σύνοψιν τῆς παλαιᾶς γεωγραφίας, τὴν ΒΑΣΙΛΕΙΑ ποὺ κατήντησε Bâle, τὸ ΑΒΕΝΤΙΚΟΝ ποὺ ἔγινε Avenches, τὸν ΜΕΛΑΝΑ ΔΡΥΜΟ
(Schwarzwald), τὸν
ποταμόν ΝΙΚΑΡΟΝ (σήμερα Νέκαρ), τὸν ΔΑΝΟΥΒΙΟΝ καὶ ΙΣΤΡΟΝ
[Δούναβη < δὰν/ «Δὰν οἱ Ἕλληνες ἐκάλουν τὸ ὕδωρ», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄ.
Τζιροπούλου, βλ. καὶ Δανάη, Δάνα ( =ὑέτιον) Δία, Δαναούς κοκ], τὸν AΛΒΙΟΝ (Elbe), τὴν ἑλώδη λάνδη ποὺ κατοικοῦν οἱ
Βαταυοί [ «Οἱ Βαταυοὶ κατῴκουν πρὸς Ἄρκτον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ῥήνου εἰς τόπον ἑλώδη
(ΟΛΛΑΝΔΙΑ), γεμάτον ἀπὸ λίμνας καὶ λάκκους, ἐξ ὧν ὁ μεγαλύτερος, ὁ
λάκκος ΦΛΕΥΟΣ ( < φλύω=ὑπερχειλίζω) , μετεβλήθη, ἐξ αἰτίας τῆς
πλημμύρας τῆς θαλάσσης, εἰς τὸν νῦν κόλπον Ζοϋδερζέην (Zuidersee, τὴν νότιον θάλασσα,
βλ. south < ὕδος + sea <
σείω). Πόλεις αὐτῶν ἦσαν Λούγδουνον Βατανῶν (ΛΕΪΝΤΕΝ) καὶ Νοβιόμαγος (ΝΙΜΕΓΚ)»
], τὸ ΚΑΣΤΕΛΛΙΟΝ ΧΑΤΤΩΝ (Κάσσελ), κ.ἄ πολλὰ τοπωνύμια ποὺ βρίσκονται
διασκορπισμένα σήμερα σὲ διαφορετικὲς χῶρες τῆς βορείου Εὐρώπης, καθῶς οἱ
μετακινήσεις τῶν πληθυσμῶν καὶ οἱ συνεχεῖς πόλεμοι μεταξύ τους, μετέβαλλαν
συνεχῶς ὄχι μόνον τὰ ὅρια ἐδαφικῆς ἐκτάσεως τῆς κάθε χώρας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιρροὴ
τοῦ κάθε λαοῦ ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε κατεκτημένων.
Ἐνδεικτικῶς ἄλλες πόλεις τῶν προαναφερθείσων χωρῶν εἶναι ἡ ΖΥΡΙΧΗ
ποὺ παλαιοτέρως ἐλέγετο Turicum/
Doricum, τὸ ΑΑΧΕΝ
μὲ τὶς ἰαματικὲς πηγές του ( Aquae Granni < aqua
< ἄχα + Granno Apollo < Γρύνειος Ἀπόλλων), τὸ ΜΟΝΑΧΟ ( < μοναχός, ἐξ
οὗ καὶ τὸ ἔμβλημα τῆς πόλεως ἀπεικονίζει ἕναν μοναχό), τὸ ΜΥΝΣΤΕΡ ( <
μοναστήριον), τὸ ΚΟΜΠΛΕΝΤΣ ( < συμφλύω), ἡ ΛΟΥΚΕΡΝΗ ( <
λυκή) κ.ἄ
Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, <<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>, ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>>, ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ, <<DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>, ERNOUT- MEILLET, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΑ», ΑΠΠΙΑΝΟΣ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «DEEL», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», (σύγχρονη ἀπόδοσις Σωτήρη Σοφιᾶ), «PERSEUS DIGITAL LIBRARY», «DE BELLO GALLICO», ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ», ΡΑΓΚΑΒΗΣ, «ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΝΕΙΑΔΑ ΤΟΥ ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ», MAURUS SERVIUS HONORATUS
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου