Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 18ον)

 

26. Ἔπειτα τελετουργικὰ ἀπὸ τὰ Ἐλευσίνεια καὶ τὰ Καβείρια μυστήρια φαίνεται πὼς ἔφτασαν καὶ αὐτὰ ὑπὸ ἀλλότριον μανδύα στὶς μέρες μας. Ὡς μῦστες τῶν Καβειρίων μυστηρίων μᾶς ἀντελάμβανον οἱ νομάδες ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, Τουρκαλβανοὶ καὶ ὅταν ἐγκατεστάθησαν στὴν εὑρύτερη περιοχὴ, ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς Ἕλληνες ἀπίστους στὸν Μωαμεθανισμὸν τὸν ὁποῖον οἱ ἴδιοι ἠσπάζοντο, ἔδωσαν τὸ προσωνύμιον «Γκιαούρης» στοὺς ἐχθρούς των, Ἕλληνες (Καβείρια > ἀραβ. Γκαβίρ > Γκιαΰρ > Γκιαούρ), ὁ ὁποῖος συνυφάνθη μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία θρησκεία εἶχε ἤδη ἐπιβληθεῖ στὴν Ἑλλάδα, τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτοὶ ξεκίνησαν τὴν ἀπόβασίν τους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας στὰ πατρογονικὰ ἐδάφη μας.

«Διὰ τὸ μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως λ.χ., ὁ Decharme στὴν «Μυθολογία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος» γράφει:

«Ὁ ἠθικὸς χαρακτὴρ τοῦ καθαρμοῦ τούτου ‐τῆς ἐξομολογήσεως‐ ἐκφράζεται σαφῶς ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Σαμοθράκης ‐Καβείρια‐, ἐν οἷς ἱερεὺς εἰδικός, ὄνομα Κόης ( < κοῶ= ἀκούω, νοῶ, βλ. Λαοκόων, ἐξ οὗ τὸ ἑβραϊκὸ «κοὲν» =ὁ ἱερεὺς ), ἐξωμολόγει τοὺς θέλοντας νὰ μυηθῶσιν».

Καὶ ἡ θεία μετάληψις ἦτο ἀρχαιόθεν ἐντεταγμένη στὶς καθιερωμένες ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, τοῦ δωρητοῦ τοῦ οἴνου εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

«Τὴν δὲ τοῦ οἴνου δόσιν, Διόνυσον εἶναι νομίζοντες», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, Γ’, 62

...ὁ ὁποῖος Διόνυσος μετέτρεπε ἀκόμη καὶ τὸ ὕδωρ εἰς οἶνον!

«Πηγὴν αὐτομάτως ἐκ τῆς γῆς, οἴνου ρέειν», Διόδωρος Σικελιώτης, Γ’, 66 *

…Ἀκόμη καὶ ἡ προετοιμασία τῶν χριστιανῶν προκειμένου νὰ κοινωνήσουν (λουτρό, λούσιμο, καθαρά καὶ καλὰ ἐνδύματα) ἔρχεται καὶ αὐτὴ κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.

Περὶ τοῦ σχετικοῦ «τυπικοῦ», ὁ Πολυδεύκης εἰς τὸ «Ὀνομαστικὸν» (Ι) ἀναφέρει:

«Προσιέναι πρὸς τοὺς θεοὺς καθηράμενον, καθαρεύσαντα, περιρρανάμενον, ἀπονιψάμενον, ἁγνισάμενον...ὑπὸ νεουργῷ στολῇ, ὑπὸ νεοπλυνεῖ ἐσθῆτι»

Καὶ ὁ Πορφύριος: «Ἁγνὸν χρὴ ναοῖο θυώδεος ἐντὸς ἰόντα ἔμμεναι». Δηλαδή, πρέπει νὰ εἶσαι ἁγνός, καθαρός, ὅταν εἰσέρχεσαι ἐντὸς τοῦ θυώδους ( =εὐώδους ἐκ θυμιαμάτων) ναοῦ.

Πρβλ. ἐνδεικτικῶς καὶ τὴν ὑπόδειξι τῆς πιστῆς θεραπαινίδος Εὐρύκλειας πρὸς τὴν Πηνελόπη, ὅταν εἰς τὸ δ τῆς Ὀδυσσείας τὴν προτρέπει νὰ προσευχηθῆ εἰς τοὺς θεούς, ἀφοῦ προηγουμένως πλυθῆ καὶ φορέση τὰ «καλά της», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα.

«Ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροΐ εἵματα ( =ἱμάτια) ἑλοῦσα...εὔχου Ἀθήνῃ, κούρῃ Διός, (δ, 750)

Ἡ δὲ προτροπὴ τῆς Ἑκάβης πρὸς τὸν υἱόν της τὸν Ἕκτορα, ὅταν τοῦ προσφέρει οἶνον προκειμένου νὰ τὸν τονώση...«ἀνδρὶ κεκμηῶτι, μένος μέγα οἶνος ἀέξει» ( =ὁ οἶνος τονώνει τὴν ὁρμὴν τοῦ κουρασμένου ἀνθρώπου ‐Ἰλιάς Ζ 261‐) ἐπέρασε καὶ στοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ: «Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμοί, 103/15).

… καὶ τὸ «τριήμερον προσκύνημα» τὸ ὁποῖον ἰσχύει μέχρι τὶς ἡμέρες μας σὲ περίπτωσι θανάτου λίαν ἐπισήμου προσώπου ἢ ἥρωος, ἔρχεται καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀκριβῶς ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Θουκυδίδης εἰς τὸν Ἐπιτάφιον, (34).

«Τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα, σκηνὴν ποιήσαντες...»

Οἱ λάρνακες μὲ τὰ ὀστᾶ ‐ἢ τὴν σορὸν‐ τῶν ἀπογενομένων ( =τῶν τελευτησάντων, τῶν νεκρῶν) τοποθετοῦνται πρὸ τοῦ ναοῦ ( «προτίθενται» ), ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ( «πρότριτα» ) καὶ ἐκτίθενται εἰς δημόσιον προσκύνημα. Δὲν ἐπετρέπετο νὰ τοποθετηθοῦν οἱ λάρνακες ( =φέρετρα) τῶν νεκρῶν ἐντὸς τοῦ ναοῦ.», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 

[ *Συμπληρωματικῶς στὰ γραφόμενα τῆς Τζιροπούλου περὶ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ τοῦ οἴνου ποὺ περιέχεται σὲ αὐτήν ( «τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου» ποὺ λέγουν στὶς ἐκκλησίες τὴν ὥρα ποὺ ξεκινᾶ ἡ Μετάληψις), ὡς κατάλοιπον ἀρχαιοελληνικὸν λόγῳ τοῦ Διονύσου καὶ τῆς προσφορᾶς του στοὺς ἀνθρώπους, γράφει σχετικῶς καὶ πάλι ὁ Διόδωρος Σικελιώτης στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (Ε’, 75,4) καὶ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται στὶς ἐκκλησίες ὡς «λάβετε φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου», δεικνύοντας πὼς οἱ πιστοὶ κοινωνοῦν τὸ αἷμα καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γράφει λοιπόν ὁ Διόδωρος:

«Διόνυσον δὲ μυθολογοῦσιν εὑρετὴν γενέσθαι τῆς τ´ ἀμπέλου καὶ τῆς περὶ ταύτην ἐργασίας, ἔτι δ´ οἰνοποιίας…τοῦτον δὲ τὸν θεὸν γεγονέναι φασὶν ἐκ Διὸς καὶ Φερσεφόνης κατὰ τὴν Κρήτην, ὃν Ὀρφεὺς κατὰ τὰς τελετὰς παρέδωκε διασπώμενον ὑπὸ τῶν Τιτάνων».

( = Γιὰ τὸν Διόνυσον λέγουν πὼς ἦταν ὁ ἐφευρέτης τῆς ἀμπέλου καὶ τῆς καλλιέργειάς του, καθῶς καὶ τῆς οἰνοποιίας… Ἀυτὸς ὁ θεὸς λέγουν πὼς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Δία καὶ τὴν Περσεφόνη στὴν Κρήτη, τὸν ὁποῖον ὁ Ὀρφεὺς κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν Μυστηρίων -συμβολικῶς- παρέδωκε διασπώμενον/ κομματιασμένον ἀπὸ τοὺς Τιτᾶνες).

Καὶ γράφει ὁ Ἀναστάσιος Δ. Στάμος στὸ περιοδικὸν «ΙΧΩΡ» (ἄρθρον δημοσιευμένον τὸν Μάρτιον τοῦ 2001) :

«Ὁ Ὀρφεύς, ὁ Θεολόγος τῶν Ἑλλήνων, διδάσκων τὰ Μυστήρια ἕως τὴν Αἴγυπτο ( «ἥδ’ ὅσον ἐν Αἰγύπτῳ ἱερὸν λόγον ἐξελόχευσα» ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὰ Ἀργοναυτικά του), «κατὰ τὰς τελετὰς παρέδωκε (Διόνυσον) διασπώμενον ὑπὸ τῶν Τιτᾶνων» (Διόδωρος Σικελιώτης Ε,75,4). Δηλαδὴ κατὰ τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων ὁ Ὀρφεὺς ἐδίδαξε συμβολικῶς ἐκ Παραδόσεως νὰ τεμαχίζεται τὸ σῶμα τοῦ Διονύσου (Υἰοῦ τοῦ Διός) καὶ νὰ διανέμεται (παραβάλατε τό «λάβετε φάγετε τοῦτον ἔστι τὸ Σῶμα μου» τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας).» ]

Ἄλλος εὐτελισμὸς ποὺ συνέβη στὶς ἀρχαῖες μας συνήθειες εἶναι τὰ σκηνώματα πεθαμένων ἀνθρώπων ποὺ οἱ χριστιανοὶ τὰ φυλάσσουν σὲ λάρνακες καὶ τὰ προσκυνοῦν καὶ ὑπάρχει ἡ πίστις πὼς σὲ στιγμὲς ποὺ οἱ «ἅγιοι» αὐτοὶ τρέχουν νὰ βοηθήσουν (π.χ. σὲ κατάστασιν πολέμου) οἱ λάρνακές τους δὲν ἀνοίγουν, γιατὶ αὐτοὶ ἀπουσιάζουν.

Οἱ Ἕλληνες πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία μας ἔκαναν παρακλήσεις στοὺς προγόνους μας νὰ προσέλθουν πρὸς βοήθειαν ( «Παρακεκλημένους, εὐχαῖς, πρὸ τῆς μάχης, ἐπὶ τὴν βοήθειαν», Θεμιστοκλῆς, 15, Πλούταρχος περιγράφων τὰ πρὸ τῆς Ναυμαχίας τῆς Σαλαμῖνος). Καὶ βεβαίως οὐδέποτε  προσκυνοῦντες σὰν λιγόψυχοι μοιρολάτρες, ἀλλὰ πάντοτε ὀρθοὶ μὲ τὰ ὅπλα στὸ χέρι, ξέροντας πὼς ἡ ἐλευθερία τους δὲν ἀπαιτεῖ μεμψίμοιρες παρακλήσεις σὲ ἁγίους καὶ σκηνώματα, ἀλλὰ γενναῖον πόλεμον μετὰ τοῦ θείου καὶ τιμῶντες τὸ προγονικόν τους αἷμα*1.

«…ἐστάλη ἀθηναϊκὴ τριήρης στὴν Αἴγινα προκειμένου νὰ φέρη τὶς εἰκόνες τῶν Αἰακιδῶν (τοῦ Αἰακοῦ, τοῦ Πηλέως, τοῦ Τελαμῶνος, τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ Αἴαντος). Ἐν τῷ μεταξύ, εἰσέβαινον εἰς τὰ πλοῖα. Καὶ ὅταν «ἦκε ( =ἐπέστρεψε) ἡ ἀπ’ Αἰγίνης τριήρης, ἣ κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀπεδήμησε», τότε ξεκίνησε ἡ Ναυμαχία: «ἀνῆγον τὰς νῆας οἱ Ἕλληνες» περιγράφει καὶ ὁ Ἡρόδοτος (Η΄ 83)…Ἐπίστευαν δέ, πὼς ὅταν οἱ ἥρωες προσέτρεχον εἰς βοήθειαν, ἐγκατέλειπαν τὸν ναό τους. Καὶ ὅπως γράφει ὁ Ξενοφῶν εἰς τὰ «Ἑλληνικά», σὲ περίπτωσι ἐπικλήσεως τοῦ Ἡρακλέους, σπεύδοντος πρὸς βοήθειαν, ἐξηφανίζοντο καὶ τὰ ὅπλα του ἐκ τοῦ ναοῦ.

«Ἐκ δὲ τοῦ Ἡρακλείου, καὶ τὰ ὅπλα ἔφασαν ἀφανῆ εἶναι, ὡς τοῦ Ἡρακλέους εἰς τὴν μάχην ἐξωρμημένου» (ΣΤ΄7)», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.

Πράγματι τὰ λείψανα τῶν πεσόντων προγόνων ἦταν ἀνέκαθεν ἱερὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἐθεωρεῖτο ἀτιμία νὰ μὴ θάπτει κανεὶς τὸν νεκρόν του, ὅσο καὶ μεγάλη τίμη νὰ ὑπάρχουν στὰ προαύλια τῶν ναῶν θαμμένα λείψανα μεγάλων ἡρώων. 

«Λίαν συγκινητικὴ ἡ ἀφήγησις τοῦ Πλουτάρχου (Βίος Θησέως, 36), σχετικῶς μὲ τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέως, τοῦ ἱδρυτοῦ τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ δολοφονηθέντος εἰς Σκῦρον. Μετὰ τὰ Μηδικά, ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθηνῶν Φαίδωνος, ἡ Πυθία ἐχρησμοδότησε εἰς τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἀναζητήσουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέως καὶ νὰ τὰ θάψουν μετὰ τῶν ὀφειλομένων τιμῶν εἰς τὴν πόλιν των.

«ἀναλαβεῖν τὰ ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ’ αὑτοῖς φυλάττειν».

Τὴν ἀποστολὴ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Κίμων.

«Κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ τοῦ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, οἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς λαμπραῖς ὑπ‐εδέξαντο καὶ κεῖται ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ γυμνάσιον»

...πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἡφαίστου ποὺ ἔκτοτε ἀποκαλεῖται Θησεῖον, δίδοντας τὸ ὄνομά του καὶ εἰς τὴν γύρω περιοχήν, τὸ σημερινὸν Θησεῖον*2.

Ὡς πρὸς τὸ Ἄβατον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, προηγεῖται τὸ Ἄβατον τῆς νήσου Λευκῆς ὅπου ἡ Θέτις εἶχε μεταφέρει (ἐκ τῆς Τροίας) καὶ θάψει ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Ἀχιλλέως. «Ἡ ἐγκατάστασις πρὸς διαμονὴν εἰς τὴν νῆσον ἀπηγορεύετο, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας δὲν ἐπετρέπετο οὔτε ἡ ἀποβίβασις εἰς αὐτὴν» ὅπως τονίζει καὶ ὁ Ζὰν Ρισπέν ( Ἑλλην. Μυθολογία, Β’, σελ. 518-9) », Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 

Σχετικῶς μὲ τὸ ὄρος Ἄθως κατέληξε ἀπὸ ἱερὸν ἄλσος τῆς Ἀρτέμιδος σὲ «περιβόλι τῆς Παναγιᾶς». Ἡ ἱστορία τοῦ ὄρους ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Γιγαντομαχία, ὅπου ὁ γίγας Ἄθως λέγεται πὼς πέταξε ἕναν τεράστιον βράχον ἀπὸ τὴν Θράκη στὸν Ποσειδῶνα χωρὶς νὰ τὸν πετύχει. Ἔτσι ὁ βράχος ἔπεσε στὴν θάλασσα καὶ ἀπὸ τότε σχηματίστηκε τὸ ὁμώνυμον τοῦ γίγαντος ὄρος.

Στὴν κορυφή του ὑπῆρχε ναὸς μὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀθώου Διὸς γιὰ τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ἡ παράδοσις πὼς ἦταν τεραστίων διαστάσεων καὶ εἶχε ἀδαμάντινα μάτια. Ἐξηφανίσθη καὶ αὐτὸ ἀκολουθώντας τὴν ἴδια μοῖρα μὲ ἄλλα «εἰδωλολατρικά» μνημεῖα κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἐποχή. Ὑπήρχαν καὶ βωμοὶ ἄλλων θεῶν σὲ τόσο ὑψηλὰ σημεῖα ποὺ λέγεται πὼς δὲν βρέχονταν ποτέ, καθῶς τὰ σύννεφα ἦταν χαμηλότερα αὐτῶν. Ὅπως ἐπίσης ἦταν κτισμένες καὶ ὁλόκληρες πόλεις γύρω καὶ πάνω στὸ ὄρος, οἱ ὁποῖες λέγεται πὼς κατεστράφησαν μαζὶ μὲ τὰ ἱερὰ καὶ τοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν μανία τῶν μαυροφορεμένων «ἐκπροσώπων τοῦ θεοῦ». Οἱ δὲ κάτοικοι τῶν πόλεων αὐτῶν εἴτε σφαγιάσθηκαν, εἴτε κυνηγήθηκαν, εἴτε κατέληξαν δοῦλοι.

Στὸ ὄρος Ἄθως ὑπῆρχαν καὶ ἱερὰ τῆς Ἀρτέμιδος. Ἡ ἄγρια ὀμορφιὰ καὶ ἡ παρθένος φύσις τῆς περιοχῆς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει ὡς προστάτιν τὴν παρθένον, ἀγροτέρα Ἄρτεμιν. Ἔτσι τὰ μυστήρια ἐτελοῦντο ἀπὸ τὶς ἱέρειες τῶν Μουσῶν, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προστάτιν τῆς γονιμότητος καὶ τῶν παρθένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπηγόρευετο ἡ προσέγγισις τῶν ἀνδρῶν γύρω ἀπὸ τὰ ἱερά τῆς θεᾶς. Τὸ ἄβατον γιὰ τοὺς ἄνδρες δὲν ἀφοροῦσε ὁλόκληρη τὴν χερσόνησον, παρὰ μόνον τὰ συγκεκριμένα μέρη, ὅπου τελετουργοῦσαν καὶ κατοικοῦσαν οἱ νεαρὲς παρθένες.

Τὸ 321 ὁ «μέγας» -ἀνθέλλην- Κωνσταντῖνος ἐνέτειλε νὰ ἐξαφανιστεῖ ὁτιδήποτε θυμίζει τοὺς «κακοὺς ἐθνικοὺς» κι ἔτσι τὰ ἱερὰ καὶ οἱ ναοὶ τῶν Ἑλλήνων γκρεμίστηκαν καὶ οἱ «εἰδωλολάτρες» σφαγιάστηκαν ἤ στὴν καλλιτέρα ἐκδιώχθησαν. Οἱ ἱέρειες προσπάθησαν νὰ διασώσουν ὁτιδήποτε μποροῦσαν, κρύβοντάς τα στὰ σπήλαια καὶ στὴν μάνα γῆ, ὅμως ἡ ἀντίστροφος μέτρησις τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ ἰδεώδους εἶχε ξεκινήσει. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸν ἀνοικοδομήθηκαν μοναστήρια στὴν θέσιν τῶν ἑλληνικῶν ἱερῶν, πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ἐρείπια. Μισὸν περίπου αἰῶνα ἀργότερα οἱ καλόγεροι θυμήθηκαν μία ἱστορία τῆς Μυριὰμ ποὺ λέει πὼς ταξιδεύοντας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ γιὰ τὴν Κύπρον, ἔχασαν τὸν δρόμον τους καὶ βρέθηκαν στὴν …ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος, στὸν λιμένα τοῦ Κλημέντα, στὸ Ἅγιον ὄρος! Ἐκεῖ ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ μαγεύτηκε ἀπὸ τὸ τοπίον καὶ ζήτησε τὸ μέρος αὐτὸ νὰ γίνει δικό της. Λέγουν ἀκόμα πὼς τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ τῆς ἔλεγε πὼς τὸ κτῆμα αὐτὸ εἶναι δικό της περιβόλι καὶ παράδεισος. Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα τὸ ἄλσος τῆς Ἀρτέμιδος ὠνομάσθη περιβόλι τῆς Παναγιᾶς καὶ κατὰ τὸ 970 ἀνεγνωρίσθη ὡς… αὐτόνομον μέρος (ἀλλοιῶς κράτος ἐν κράτει. Τὸ αὐτόνομον τοῦ πολιτεύματός του εἶχε ξεκινήσει ἤδη ἀπὸ τὸ 882. Ἡ αὐτονομία του ἀνεγνωρίσθη διεθνῶς τὸ 1878, ἤτοι 35 χρόνια πρὶν κὰν προσαρτηθὴ στὴν Ἑλλάδα ἡ Μακεδονία. Μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Βερολίνου κανονιζόταν πὼς οἱ ἐκεῖ μοναχοὶ θὰ διατηροῦσαν τὶς κτήσεις τους καὶ τὰ πλεονεκτήματά τους καὶ θὰ ἀπολαύουν ἰσότητος δικαιωμάτων). Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατριάρχου τῆς Κων/πόλεως ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος τὸ 1046 ὥρισε ὁλόκληρη τὴν χερσόνησον ὡς ἄβατον γιὰ τὶς γυναῖκες. Οἱ δὲ δωρεὲς καὶ κρατικὲς ἐπιχορηγήσεις ἐνίσχυσαν κι ἄλλον τὴν αὐτονομία τοῦ «Ἁγίου ὄρους» καὶ ἐπεξέτειναν τὴν ἰσχύν του καὶ ἐκτὸς τῶν συνόρων του, τόσο σὲ οἰκονομικὸν ἐπίπεδον μὲ τὴν κατοχὴ γῆς, ὅσον καὶ σὲ κοινωνικοπολιτικόν (συνταγματικῶς μέχρι σήμερα ἀναγνωρίζεται ὡς αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ διατελεῖ ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ διοικεῖται σύμφωνα μὲ τὸ καθεστῶς τῶν 20 ἱερῶν μονῶν του καὶ ἔχει διαφόρων εἰδῶν πλεονεκτήματα, ὅπως φορολογικὰ καὶ τελωνειακά! ). Ἡ στάσις του «κρατιδίου» στοὺς πολέμους φαίνεται πὼς ἦταν ἐξίσου ἀνεξάρτητη, καθῶς εἶναι γνωστὰ τὰ εἰδικὰ προνόμιά του καὶ ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ ἐπὶ κατοχῆς (μὲ τὶς γεμάτες σάλιον ἐπιστολές τους στὸν «ἐξοχώτατον» Χίτλερ, ὅταν τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν νὰ θέσει τὸν «ἱερὸν τόπον τους» ὑπὸ τὴν προστασία του), ἀλλὰ καὶ γενικότερα.

Σχετικῶς μὲ τὰ ἑλληνικὰ κειμήλια καὶ χειρόγραφα ποὺ βρίσκονται στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου ὄρους κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς γνωρίζει μὲ σιγουριά τί θησαυροὶ κρύβονται ἐκεῖ. Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου γράφει σχετικῶς μὲ τὰ συγγράμματα :

«Μικρὴ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὶς μεγάλες –ἀπίστευτα πλούσιες– Βιβλιοθῆκες τῶν ἱερῶν μονῶν…Στὴν Μονὴ Μεγίστης Λαύρας ὑπάρχει πλουσιωτάτη Βιβλιοθήκη περιέχουσα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, 1.650 ἑλληνικοὺς κώδικας ἐξ ὧν οἱ 650 ἐπὶ μεμβράνης. Ἡ ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου περιέχει 634 ἑλληνικοὺς χειρόγραφους κώδικες σὲ περγαμηνή. Ἡ ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων 174 κώδικες μὴ ἱερατικοῦ περιεχομένου. Ἡ Μονὴ Χιλανδαρίου μεταφρασμένα, στὰ σλαυικά, χειρόγραφα (ἐξ οὗ καὶ Γραικομάνοι = οἱ ἑλληνομανεῖς Σλαῦοι). Ἡ Μονὴ Διονυσίου 380 κώδικες ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, καὶ 18 τῆς θύραθεν παιδείας. Κώδικες μὴ θρησκευτικοῦ περιεχομένου ὑπάρχουν: στὴν Μονὴ Ξηροποτάμου, 239· στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, 244· στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος, 19· στὴν Μονὴ Γρηγορίου, 91
…καὶ ὁ Κατάλογος δὲν ἔχει τελειωμό...»
, Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν

Ἡ διαστρέβλωσις τοῦ νοήματος τῶν ὅποιων συμβολισμῶν κατήντησε τὶς πράξεις ἐπιδεικνύουσες γενναιότητα νὰ συνυφανθοῦν μὲ τὴν μαλθακότητα καὶ ὡς λογικὸν ἑπόμενον ὡδηγήθηκαν στὴν ἀπαξίωσιν. Κάθε ἱερὰ παράδοσις ἐλοιδορήθη μὲ τὸν χειρότερον τρόπον.

Ἄλλο ἕνα παράδειγμα εἶναι ὁ χρησμὸς τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν πρὸ τῆς Ναυμαχίας τῆς Σαλαμῖνος ποὺ ἔλεγε πὼς ἡ κατάστασις καὶ ὁ πόλεμος ποὺ ἀναμένεται θὰ εἶναι τόσον φρικτός καὶ δύσκολος ποὺ ἀκόμα καὶ οἱ ναοὶ καὶ τὰ ἀγάλματα «ἱδρώτι ῥεούμενοι ἐστήκασι». Ἡ ἴδια πίστις ὑπάρχει καὶ στὰ «Ἀργοναυτικὰ» (Δ’, 1284) τοῦ Ἀπολλωνίου τοῦ Ῥοδίου ( «Αὐτόματα, ξόανα ρέει, ἱδρώοντα» ). Αὐτὸ μετεφέρθη στὸ «δάκρυσαν μέχρι καὶ οἱ εἰκόνες», ὁποῦ πολλάκις τὸ ἐκμεταλλεύονται κάποιοι γιὰ νὰ μαζεύουν τὸ ποίμνιον καὶ νὰ γεμίζουν τὸ…φιλόπτωχον ταμεῖον τους. 

«Ὁ τότε «δαίμων φύλαξ» τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔγινε και αὐτὸς «φύλακας ἄγγελος», ὅπως λέμε σήμερα. Καθ’ ὅμοιον τρόπον, ἐκτελοῦσαν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα μὲ θυμιάματα καὶ λιτανεῖες.

«θυέεσι λιτῇσι τε»,

μὲ τάματα καὶ χρυσὲς εἰκόνες, ὅπως ὁ χρυσοῦς Πὰν (τάμα τοῦ Μιλτιάδου ‐εὑρίσκετο εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Πανὸς στὸν ἱερὸ Βράχο‐ μᾶς τὸ πῆραν καὶ αὐτό), μὲ «ἐγκοιμήσεις καὶ παννυχίδες», τὶς σημερινὲς «ὁλονυκτίες»…

Ἀκόμη καὶ τὸ «φτέρνισμα» σύμφωνα μὲ τὴν μαντικὴ τέχνη (Πλουτάρχου Ἠθικά) ἦτο σύμβολον ἐξαιρέτου συμπτώματος. Δὲν ἔμενε ἀναπάντητο. «Ζεῦ σῶσον» ἀναφωνοῦσαν. Ἐμεῖς λέμε «γειά σου» ‐ «μὲ τὶς ὑγεῖες σου». Ἔσπευδαν δὲ νὰ εὐχηθοῦν ἢ νὰ καλομελετήσουν. «Ὁ δὲ ἐπέπταρεν εὐχομένου» γράφει καὶ ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια. Ἡ δὲ λαϊκὴ ἔκφρασις‐διατύπωσις, πρὸς ἔνδειξιν ἐπιμόνου παρακλήσεως, «πῆγε κι ἔπιασε τὸν παππᾶ ἀπὸ τὰ γένεια»*3, ἐμπεριέχει ἀπώτατες μνῆμες: τὸ «ὑπογενειάζειν», τὸ «πρὸς γενείου». Ἱκετεύοντας τὸν Δία, ἔψαυον διὰ τῆς χειρὸς τὸ γένειόν του ὥστε νὰ ἀναγκασθῆ νὰ κλίνη τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω. Νὰ συγκατανεύση.», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου 

*1 Ἄς ἐνθυμηθοῦμε καὶ τὸν διδακτικὸν Μῦθον τοῦ Αἰσώπου περὶ ναυαγοῦ (30,1) :

«ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ᾽ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ᾽ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει».

ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν».

( = Ἔπλεε -κάποτε- ἕνας Ἀθηναῖος πλούσιος ἄνδρας μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους. Κάποια στιγμὴ ξέσπασε σφοδρὴ κακοκαιρία καὶ ὅταν ἡ ναῦς ἀναποδογύρισε ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι -ἐπιβάτες- κολυμποῦσαν· ὁ Ἀθηναῖος ὅμως ἐπεκαλεῖτο ξανὰ καὶ ξανὰ ταῆν Ἀθηνᾶ καὶ ταῆς ὑπέσχετο χιλιάδες -τάματα-, ἐὰν περισωθεῖ. Ἕνας λοιπὸν ἀπ’αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ναυαγήσει μαζί του κολυμπώντας δίπλα του, εἶπε πρὸς αὐτόν : «μαζὶ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ -ποὺ ἐπικαλεῖσαι- κοῦνα καὶ -κάνα- χέρι».

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ἑμᾶς· μαζὶ μὲ τὴν παράκλησιν στοὺς θεοὺς πρέπει καὶ οἱ ἴδιοι νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ πράττουμε ὑπὲρ ἡμῶν/ γιὰ τὸ καλό μας).

*2Κι ἄς μὴ ξεχνῶμεν καὶ τὸν χρησμὸν τοῦ Ἑλένου στοὺς Ἀχαιοὺς, κατὰ τὸν ὁποῖον μία ἐκ τῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν κατάκτησιν τοῦ Ἰλίου ἦταν νὰ πάρουν στὴν κατοχή τους τὰ ὀστὰ τοῦ Πέλοπος. 

*3 Βλέπε Ἰλιάδα, ῥαψωδία Α’, 500, ὅπου ἡ Θέτις παρακαλώντας τὸν Δία νὰ βοηθήσει νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ εὐχὴ τοῦ υἰοῦ της, Ἀχιλλέως, ἔπιασε τὸ γενεῖον τοῦ Διὸς, προσπαθώντας νὰ τὸν κάνει νὰ κλίνει τὸ κεφάλι του πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ συγκατανεύσει [δεξιτερῇ ( =μὲ τὸ δεξὶ χέρι) δ᾿ ἄρ᾿ ὑπ᾿ ἀνθερεῶνος ( = κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι, τὰ γένεια) ἑλοῦσα ( =ἁρπάζουσα) λισσομένη ( παρακαλώντας < λίσσομαι =παρακαλῶ) προσέειπε Δία Κρονίωνα ἄνακτα]. 

...

 

Καὶ πόσες ἀκόμη «συμπτώσεις», παραποιήσεις, γελοιοποίησεις θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν… Ὅμως ἡ Ἑλλὰς ἀποδεικνύει πὼς σὲ κάθε προσπάθεια ἀφανίσεώς της παραμένει «ἀσκὸς κλυδωνιζόμενος, μηδέποτε βυθιζόμενος». Καὶ πῶς ἀλλοιῶς ἐφ’ ὅσον ἄνευ αὐτῆς θὰ ἐπικρατοῦσε τὸ ἀπόλυτον σκοτάδι. Καὶ δὲν χρειάζεται καὶ ἰδιαίτερη σκέψιν γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ κατανοητόν…οἱ γλῶσσες, ὁ πολιτισμός, οἱ πλανῆτες, οἱ ἀστερισμοί, οἱ ἐπιστῆμες (ἰατρική, φυσική, μαθηματικά, φαρμακολογία, μηχανική, ἀστρονομία…), τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, ὁ ἡρωισμός, ἡ φιλοσοφία, οἱ τέχνες (μουσική, ποίησις, θέατρον, ἀρχιτεκτονική, ἀγαλματοποιία…), τὸ ἀλφάβητον, ἡ ἱστορία…ὅλα ἀνάγονται σὲ αὐτήν καὶ ὅλα ὀνομάζονται χάριν σὲ αὐτήν! 

Κάποτε κάποιος Ἰούλιος Σίλλερ πρότεινε οἱ ἀστερισμοὶ νὰ σταματήσουν νὰ ὀνομάζονται ἑλληνικῶς, καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ὀνόματα βιβλικά. Πρότεινε λοιπὸν ἕναν οὐράνιον ἄτλαντα, τὸν «Χριστιανικὸν Ἀστερόεντα Οὐρανόν», ὅπου ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν ἀστερισμῶν εἶχαν ἐξιουδαϊστεῖ. Ἡ μεγάλη ἄρκτος κατέληξε Πλοιάριον τοῦ Ἀγ. Πέτρου, ἡ Ἀργὼ ἔγινε Κιβωτὸς τοῦ Νῶε, ὁ Ταῦρος μετετράπη σὲ Ἅγ. Ἀνδρέα, ὁ Κριὸς σὲ Ἅγ. Πέτρον, τὰ τρία ἄστρα τοῦ Ὥρίωνος σὲ τρεῖς μάγους! ὁ Περσεὺς σὲ ῥάβδον τοῦ Ἀαρών, ἡ μικρὴ Ἄρκτος σὲ ἀρχάγγελον Μιχαήλ, ἡ Κασσιόπη σὲ Μαρία Μαγδαληνή, ὁ Πήγασος σὲ Γαβριήλ κοκ. Ὅμως ἡ θεῖα Νέμεσις δὲν ἐπέτρεψε οὔτε αὐτὴν τὴν φορὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς ὕβρεως κι ὁ κόσμος συνεχίζει νὰ φθέγγεται ἑλληνιστί. Διότι οὐδέποτε τὸ σκοτάδι κατάφερε νὰ νικήσει τὸ φῶς καὶ μόνον ἡ Ἑλλὰς ὑπῆρξε ἀυτόφωτη, ὅσον κι ἄν θέλουν κάποιοι σήμερα νὰ τὸ παίζουν πεφωτισμένοι… 

Ἐν ὀλίγοις, τὸ θεῖον δὲν προσεγγίζεται οὔτε μὲ τὰ προσκυνήματα καὶ τὶς ἐξομολογήσεις, οὔτε μὲ τὰ φιλήματα τοῦ πατώματος φορώντας μαντῆλες καὶ ἀναμένοντας μετὰ θάνατον παρθένες, οὔτε προσκυνώντας βοῦδες καὶ ἀγελάδες, οὔτε περιτεμνόμενος κρατώντας μανουάλια καὶ δικηροτρίκηρα, οὔτε κὰν θυσιάζοντας ἑκατόμβες διαβάζοντας ἀκαταλήπτως δέκα ὁμηρικοὺς ὕμνους, ἐπειδὴ κάπου διάβασες πὼς ἔτσι γινόταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα (διότι ὅσον δογματικὸν εἶναι νὰ προσκελίζεις κορακοφορεμένους καὶ νὰ ἀποστηθίζεις ἑβραϊκὰ ἀποκυήματα, ἐπειδὴ ἔτσι γαλουχήθηκες πὼς ἐπιτυγχάνεται ἡ ψυχικὴ ἀνάτασις, ἄλλο τόσον εἶναι νὰ νομίζεις πὼς φιλο-σόφησες καὶ προσέγγισες τὸ Σοφὸν θεῖον, διαβάζοντας ἀσυναίσθητα τὰ δελφικὰ παραγγέλματα καὶ κάνοντας γύρους πάνω στὸν Ἱερὸν Βράχον). Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀπόρροια δογματισμοῦ-θρησκειῶν, ἤτοι τοῦ τρόπου χειραγωγήσεως τοῦ ὄχλου καὶ ὑποδουλώσεως τοῦ ἀτόμου, ἀναλογικῶς μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸ γεωγραφικὸν μῆκος καὶ πλάτος στὸ ὁποῖον αὐτὸ ἐγεννήθη.

Δὲν εἶναι τυχαῖον ἄλλωστε πὼς οἱ πολυπληθέστερες σὲ πιστοὺς θρησκεῖες ἐφορμῶνται ἀπὸ τὸ ἴδιο «ἱερὸν βιβλίον», τὸ ὁποῖον εἶναι μία κακὴ ἀντιγραφὴ καὶ διαστρέβλωσις τοῦ ἑλληνικοῦ ἰδεώδους περὶ θείου· αὐτῆς τῆς αἰσθητικῆς καὶ ἀλληγορικῆς προσεγγίσεως τῶν φυσικῶν φαινομένων, τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς λατρείας τῆς Δημιουργίας. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ἰδεολάτρες καὶ ὄχι προσωπολάτρες, εὐσεβεῖς καὶ ὄχι θρῆσκοι, διότι οἱ θρησκεῖες τὸ μόνον ποὺ κάνουν εἶναι νὰ σπείρουν τὸν φόβον, τὴν δεισιδαιμονία, νὰ προωθοῦν διὰ φόβου Θεοῦ τὸ «φυξήλιον»*1, νὰ ὑποδουλώνουν τὸ ἔλλογον ὄν μέχρι ἀφανίσεώς του διὰ τῆς ψευδοπνευματικότητος ποὺ ὑπόσχονται ὡς ἄλλοι δημοκρατικοὶ κηφῆνες, ποὺ ἀποσκοποῦν νὰ προχωρήσουν στὸ ἑπόμενον βῆμα τῆς δημοκρατίας, τὴν τυραννία· οἱ θρησκεῖες δὲν κάνουν τίποτε παραπάνω ἀπὸ τὸ νὰ δογματίζουν καὶ νὰ ἀναπαράγουν «ἱεροὺς δούλους» καὶ ὑποτακτικὰ ποίμνια, καταδικάζοντας γραπτῶς καὶ προφορικῶς τὸ σκέπτεσθαι καὶ τὴν φιλοσοφία. 

Θέλει κανεὶς νὰ προσεγγίσει τὴν ἀπόλυτη σοφία ( «ὁμοιοῦσθαι θεῷ», Πλάτων, Πολιτεία, 613b), ἡ μόνη λύσις εἶναι νὰ γίνει φιλόσοφος, νὰ ἀναζητήσει τὴν γνῶσιν, νὰ ἀμφιβάλλει, νὰ ἀναπτύξει τὴν κριτικήν του σκέψιν καὶ κυρίως νὰ μὴ δογματίζει.

Θέλει κανεὶς νὰ κοινωνήσει τὸ Ἀγαθὸν καὶ τὴν ἀρετή, ἄς διάγει ἐνάρετον βίον μὲ πυξίδα τὸ φιλοσοφεῖν καὶ τοὺς θείους θεσμούς ( «διὰ γὰρ τοῦ νοεῖν τὸ τίμιον αὐτῷ ὑπάρχει», Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, 1074b ).

Θέλει νὰ διερευνήσει τὸ θεῖον, ἄς παρατηρήσει τὴν φύσιν, τὰ ἄστρα, τὸ σύμπαν, σεβόμενος τοὺς θείους νόμους*2, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους τὰ πάντα καὶ πάντα γεννῶνται, ἀνατρέφονται καὶ νομοτελειακῶς πεθαίνουν, ἀκολουθώντας τὰ σχέδια τῶν κορῶν τοῦ Διὸς, τῶν Μοιρῶν.

Κι ἄν θέλει νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ τὸ ἐπεξηγήσει διὰ τοῦ ὅσα ἡ ἀνθρώπινη νόησις δύναται, ἄς ἐγκύψει στὶς ἐπιστῆμες*2, ἄς προσπαθήσει νὰ ἀποκωδικοποιήσει τοὺς μύθους, ἄς ἐρευνήσει καὶ ἄς μελετήσει μὲ συντρόφους του τὶς ἐννέα κόρες τῆς Μνημοσύνης. Πρέπει νὰ βγάλει ἀπὸ τὸν νοῦν του κανεὶς τὸ «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (παροιμίες, 1,7, παλαιὰ διαθήκη) μὲ τὸ ὁποῖον ἐξεπαιδεύθη ἀπὸ τὴν γέννησίν του καὶ νὰ γυρίσει στὸ ἀντισθενικὸν «Ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Διότι ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι μόνον τρόπος ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ὁ τρόπος προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἡ ἑλληνικῆ γλῶσσα εἶναι θεῖα καὶ τελεία, γι’ αὐτὸ καὶ μόνον μέσῳ αὐτῆς μποροῦν νὰ ἐρευνηθοῦν, ἐξηγηθοῦν, ἀποκωδικοποιηθοῦν, ἀναλυθοῦν, σημανθοῦν τὰ πάντα. 

Τὸ θεῖον ὑπάρχει στὸ πουλὶ ποὺ κελαηδᾶ ἐμμέτρως ἐλεύθερον καὶ ὄχι στοὺς παντὸς εἴδους ῥασοφόρους ποὺ κηρύσσουν ἀλήθειες μὲ τὰ κακοψαλμένα ψέμματά τους σὲ δούλους θεοῦ· στὸν σπόρον ποὺ ὡς ἄλλη Περσεφόνη, κόρη τῆς μητέρας γαίας, Δήμητρος, ζεῖ ἕξι μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ ἕξι στὸν πάνω καὶ θρέφει τὰ πάντα· στὸ θαῦμα τῆς γεννήσεως ποὺ ἄνευ τῆς συμπράξεως τοῦ κύκλου τῆς μήνης (ἀνὰ περίπου 28 μέρες, ὅσον καὶ ὁ ἔμ-μηνος κύκλος τῆς γυναικός) θὰ ἦταν ἀδύνατον· στὴν μέλισσα ποὺ παράγει τὴν μεληδόνα της, ἐναποθέτοντάς την στὸ σταθερότερον γεωμετρικὸν σχῆμα (ἑξάγωνον) χάριν στὸ θεῖον ὁρμέμφυτόν της, στὸ περιστέρι ποὺ φέρει ἐνστικτωδῶς γνώσεις τοῦ μαγνητικοῦ πεδίου τῆς γῆς καὶ ἐξυπηρετεῖ ὡς ἄλλος ταχυδρόμος τὸν ἄνθρωπον· στὶς 30 περίπου μοῖρες/ μέρες ἐπὶ τῶν 12 θεῶν/ μηνῶν/ οἴκων ποὺ σχηματίζουν τὶς 360 μοῖρες/ μέρες τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς/ χρόνου σχετικὲς τοῦ ἡλίου ποὺ ἄνευ αὐτοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε ζωή, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἄνευ τῆς ἑλίξεως 36 μοιρῶν ἀνὰ 10 ζεύγη τῶν 4 στοιχείων τῆς φύσεως/ ἀζωτοῦχων βάσεων τοῦ γενετικοῦ του κώδικος. Στὴν Ἁρμονία (κόρη τῆς παγκοσμίου ἕλξεως Ἀφροδίτης καὶ τῆς συγκρούσεως, ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ πολεμοχαρὴς Ἄρης) ποὺ διατρέχει καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα, κατὰ τὴν περιστροφή τῆς ὑφηλίου Γαίας καὶ τῶν ὑπολοίπων πλανομένων-πλανητῶν γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον, συνδράμοντας κι αὐτὴ τοὺς ἕξι θεοὺς καὶ τὶς ἕξι θεοὺς καὶ τὰ ὅσα αύτοὶ συμβολίζουν κι ὄχι στὴν ἀποστήθισιν τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου 12 μαθητῶν κάποιου ανθρώπου.

Τὸ θεῖον δὲν βρίσκεται στὶς θρησκεῖες- φαντασιοκοπίες, ἴσα-ἴσα ποὺ ὅσον προσκολλᾶται κανεὶς σὲ αὐτὲς τόσον ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτό, εἴτε διὰ τῆς δεισιδαιμονίας, εἴτε διὰ τῆς ἀθεΐας. Αὐτὲς μὲ τὸν μανδύα τῆς «πνευματικότητος» καὶ τοῦ «θεαρέστου» καταστέλλουν τὸ λογιστικόν, καταπιέζουν καὶ διαστρεβλώνουν τὸ θυμοειδές*3, δημιουργώντας πότε θρασεῖς καὶ πότε φυξήλιδες*1/3, καὶ ἐξαλείφουν διὰ τῆς ἐνοχοποιήσεως καὶ ἀποκτηνώσεως τὸ ἐπιθυμητικόν, δίδοντας τὴν ψευδαίσθησιν αὐτοελέγχου καὶ ψυχικῆς ἀνελίξεως στὸ ἄτομον καὶ καθιστώντας τό σὲ τέτοιον βαθμόν ὑπόδουλον, ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἀποδέχεται ἀκόμα καὶ ὁτιδήποτε προσκρούει στὴν λογική του, γιὰ νὰ μὴν «ἁμαρτήσει», ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμο καὶ νὰ κατασπαράξει ὁτιδήποτε τοῦ ὑπενθυμίσει τὸν βαθμὸν τῆς δουλοπρέπειάς του.

Ἐν κατακλείδι ἄν κάποιοι προσέγγισαν καὶ ἀντελήφθησαν τὸ θεῖον εἶναι ὅσοι φιλοσόφησαν, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχαῖοι μας φιλόσοφοι ἀντεγράφησαν, παραποιήθηκαν, διεστρεβλώθησαν, κατεδικάσθησαν… ἀπὸ τοὺς μὴ ἐθέλοντες/ δυναμένους ( ; ) νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ σοφόν, τὸ ἀληθές, τὸ εὔψυχον, τὸ ἐλεύθερον, τὸ ἐνάρετον καὶ ἀγαθὸν ποὺ ἐγκλείεται στὸν Θεόν.

*1 Φυξ-ήλιος εἶναι ὁ ἀποφεύγων τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, αὐτὸς ποὺ ἀρέσκεται νὰ ζεῖ στὴν σκιά. Φύξηλις ( -ιδος) εἶναι ὁ δειλός, ὁ φυγόμαχος. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ «κακός» ποὺ εἶναι τὸ ἀντίθετον τοῦ «καλοῦ» (ἐκ τῆς καλέας/ ἁλέας τοῦ ἡλίου) καὶ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ χάζω ( =ὑποχωρῶ, ὅπως καὶ ὁ χαζός), ὁ χακός > κακός, ἐξ οὗ κι ὁ ἀκόμα πιὸ κακός, λέγεται χείρων (χειρότερος)/ χείριστος ( ἐκ τοῦ χειρόω =ὑποτάσσω, ἐξουσιάζω). Διότι ὁ ἀποφεύγων τὸ πνευματικῶς Ἀγαθὸν, ποὺ διὰ Πλάτωνος ( «Πολιτεία», Ζ’, 514-517) ὁ Σωκράτης τὸ παρομοιάζει στὸν αἰσθητὸν κόσμον μὲ τὸν ἥλιον, χἀνεται κάθε τὶ καλόν καὶ καταντᾶ τὸ ὄν ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ψυχῆς (λογιστικόν, θυμοειδές, ἐπιθυμητικόν) χείριστον (=ὑποτεταγμένον).

Καταδικάζεται νὰ ζεῖ σὲ σπήλαια, πιστεύοντας σὲ σκιές, ἀρνούμενο νὰ σπάσει τὰ δεσμά του καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ὅσα ἐπίπλαστα τόσον καιρὸν σχημάτιζαν τὴν πραγματικότητά του. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ κάποιον τρόπον σπάσουν τὰ δεσμά του καὶ καταφέρει νὰ γείρει τὸ κεφάλι του πρὸς τὴν φωτιὰ καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σχημάτιζαν τὶς δοξασίες του, πονοῦν τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ πυρὸς καὶ μὴ βλέποντας καθαρὰ, ἀκόμα κι ἄν τοῦ δείξει κάποιος τὰ ἀντικείμενα, τὴν σκιὰ τῶν ὁποίων τόσον καιρὸν ἔβλεπε, προτιμᾶ νὰ γυρίσει ἐκεῖ ποὺ τὰ μάτια του συνήθισαν καὶ μποροῦν νὰ δοῦν, στὰ δεσμά του.

Ἀλλὰ κι ἄν ἀκόμα ἐπιμείνει ἕως ὅτου καταφέρει νὰ συνηθίσει τὴν φωτιὰ καὶ νὰ δεῖ καθαρά τὰ ἀντικείμενα ἐντὸς σπηλαίου, ἀποκτᾶ τὴν ψευδαίσθησιν πὼς λυόμενος ἀπὸ τὰ δεσμά του, ἔπαυσε νὰ εἶναι δεσμώτης τοῦ σπηλαίου κι ἀδιαφορεῖ καὶ πάλι νὰ βγεῖ ἐκτὸς σπηλαίου, ἀποκαρδιωμένος ἀπὸ τὸ δύσκολον τῆς ἀναβάσεως.

Καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀδύρεται ἄν κάποιος προσπαθήσει νὰ τὸν σύρει στὸν δύσκολον ἀνηφορικὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ ἐκτὸς σπηλαίου, στὴν θέα τοῦ ὑπερτάτου Ἀγαθοῦ καὶ στὸ φῶς τοῦ ἡλίου.

*2Οἱ λέξεις «φύσις/ θεσμός/ ἐπιστήμη» χρησιμοποιοῦνται κυριολεκτικῶς καὶ ὄχι μὲ τὸ προσβλητικὸν περιεχόμενον μὲ τὸ ὁποῖον ἐπιφορτίζονται καὶ λοιδοροῦνται ἐδῶ καὶ χρόνια καὶ τὴν διαστρεβλωμένη ἀντίληψιν περὶ αὐτῶν.

*3 Τὸ «φιλότιμον καὶ φιλόνικον» κατὰ Πλάτωνα θυμοειδὲς ἄλλοτε κατεπιέσθη (ὅταν ὁ «θυμὸς»*4 κατέληξε νὰ σημαίνει μόνον τὸ πάθος ποὺ ἐναντιώνεται στὴν ἀγάπη καὶ ὑπονομεύει τὸ «ἀγαπᾶτε ἁλλήλους» ), δημιουργώντας παθητικοὺς ἀναλγήτους καὶ ἄλλοτε ὡδηγήθη στὴν ἀποκτήνωσιν, δημιουργώντας στρατὸν θρασέων πιστῶν, ἑτοίμων νὰ κατασπαράξουν τοὺς ἀλλοπίστους. Ἁμφότερες ἡ ἀναλγησία καὶ ἡ θρασύτητα ἀποτελοῦν μισάρετες ἰδιότητες. Καθῶς ἡ μία ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη (Ἠθικά Εὐδήμεια, Α’, 1221a, 1-10) ἔλλειψιν καὶ ἡ ἄλλη ὑπερβολήν τῆς ἀνδρείας ( «Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή», Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1106,b).

*4  Θυμὸς γιὰ τὸν Ἕλληνα σημαίνει τὴν ψυχὴ, τὸ πνεῦμα καὶ συνεκδοχικῶς τὴν καρδιά. Ἐξ αὐτοῦ ἐξορμῶνται οἱ ἀντιδράσεις τοῦ ὄντος ἀπέναντι σὲ ὁτιδήποτε τὸ τελευταῖον θεωρήσει ἐχθρικὸν γιὰ τὴν ὕπαρξίν του καὶ διαβρωτικόν-σηπτικὸν γιὰ τὸ εἶναι του. Ἐξ οὗ καὶ στὴν ἀντιστοιχία τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καὶ αὐτῶν τῆς κοινωνίας κατὰ τὸν Πλάτωνα, τὸ θυμοειδὲς ἀντιστοιχεῖ στοὺς φύλακες τῆς πόλεως ποὺ ἀντιδρῶντες μὲ ἀνδρεία διαφυλάττουν καὶ διασώζουν τὴν πόλιν. 

Διόλου τυχαίον εἶναι πὼς ὁτιδήποτε βοηθᾶ στὴν καταπολέμησιν τῆς σήψεως πνευματικῆς ἤ σωματικῆς ἤ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχὴ συνδέεται μὲ τὸ «θύω», βλ. θυμάρι, θύμος ἀδένας (ὁ παράγων τὰ T(hymus) λεμφοκύτταρα ποὺ σκοτώνουν τὰ πάντα καὶ ὁ καταγράψας/ ἐν-θυμούμενος ἅπαντες τοὺς ἐχθρούς, ἡ λειτουργία τοῦ ὁποίου παρ’ ἐπιπτόντως «ἐπιστημονικῶς» κατηργήθη πρὸ πολλοῦ, ὡς ἐπιτάσσει ἕνα ἄλλον δόγμα, αὐτὸ τῆς συγχρόνου «ἰατρικῆς ἐπιστήμης» ποὺ ἐπιβάλλεται παγκοσμίως), θυμέλη κοκ.

... 

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΑΦΗΚΕ ΠΑΝΤΑΣ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΔΕΝΑ ΔΟΥΛΟΝ Η ΦΥΣΙΣ ΠΕΠΟΙΗΚΕ», Ἁλκιδάμας, Μεσσηνιακός 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΓΚΕΜΜΑ», ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (