Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Μὲ ἀφορμὴ τὴν μαγνητοσκόπησιν τῆς Τζιροπούλου, ἄς γραφτοῦν κάποια πράγματα. Πρῶτον, πὼς εἰδικότερα οἱ Ἕλληνες ποὺ κρατοῦν τὴν καθαρὴ ἐντοπιολαλιά τους, φυλάττουν πραγματικῶς Θερμοπύλες καὶ πρέπει ὑπερήφανοι νὰ στέκονται ὡς ἄλλοι πολεμιστὲς ἀπέναντι στὴν ἰσοπέδωσιν ποὺ -καὶ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν «ἐγκρίτων»- ἀπειλεῖ τὴν γλῶσσα μας.

Διότι ἀφ’ ἑνὸς κρατοῦν ἐν ζωῇ λήμματα καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἔννοιες ποὺ χάνονται [π.χ. ὅταν κάποιος λέγει στὴν διάλεκτόν του «ἀζουδιά» τὴν κακοτυχία ( < στερ. ἀ + ζώδιον), συγκρατεῖ ζωντανὴ στὴν συλλογικὴ μνήμη τὴν ἀρχαία παράδοσιν καὶ ἐπιστημονικότητα τῶν Ἑλλήνων, τῶν οἰωνοσκόπων ποὺ παρετήρουν καὶ συνελογίζοντο κυττώντας τὸν οὐρανόν.

Ὅταν λέγει «ἔδωκα, ηὗρα, εἴμι, ἔξηψα, ἐτσιδά-ἐτσά, δά ( =γῆ), χώλωσα, τσοῦπρα ( < κύπρις), κοτάω » ἀντὶ «ἔδωσα, βρῆκα, εἴμαι, κάηκα, ἔτσι ὅπως ἐδῶ -στὴν δᾶ, νευρίασα, κορίτσι, ὁργίζομαι» κ.ἄ παρόμοια κρατεῖ ζωντανὲς μνῆμες καὶ μάλιστα ὁμηρικές.

Ὅταν χτυπᾶ το διπλό τ σὲ λέξεις ποὺ τὸ περιέχουν ἤ παρατείνει χρονικῶς τὸ διπλό «ν» σὲ λέξεις ὅπως «σύννεφο, ἐννέα», ὅταν τὸ «αἷμα», τὸ λέγει μὲ τὴν δασεῖα του διατηρημένη «γαῖμα», τὸ «δύο» τὸ σπάει σὲ δύο μέτρα καὶ τὸ λέγει «θκυό» διαφυλάττει ἀσυνείδητα τὴν ὀρθογραφία καὶ τὴν σύνδεσιν γλώσσης-διανοίας ποὺ κάποιοι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια παλεύουν νὰ καταργήσουν.

Ὅταν λέγει «ἤρτα» ἀντὶ «ἤλθον/α», «ἀλαβρονοῦς» ἀντὶ «ἐλαφρόμυαλος» προτάσσει τὴν δωρικότητά του· ὅταν λέγει «τίποτα» ἀντὶ «τίποτε», τὴν αἰολικὴ καταγωγή του. Ὅταν λέγει «μαγαρίζω, εὐδαιμονία, (ἀ)ποσπερίζω» κ.ἄ παρόμοια ὄχι μόνον κράταει ἀρχαιοτάτες μνῆμες, ἀλλὰ θυμίζει καὶ τὸ κυνηγητὸ ποὺ ὑπέστη γιὰ νὰ χάσει τὸ ὁμότροπόν του μὲ τοὺς προγόνους του, ποὺ ὅταν μεγάριζαν, ἤτοι τελοῦσαν τὶς «κακὲς εἰδωλολατρικὲς» τελετὲς εὐχαριστῶντας τὸν Θεόν, δὲν ἦταν μιαροί, ὅπως κατέληξε νὰ σημαίνει ὁ μαγαρισμένος·

ὅταν ἀνεφέροντο στὸ δαιμόνιον δὲν ἐννοοῦσαν ἑβραϊκὰ ἀποκυήματα διαβολεμένων·

ὅταν ἀποσπέριζαν μὲ θέα τὸν ἀποσπερίτη-Ἀφροδίτη μέχρι νὰ γίνει Ἑωσφόρος, νὰ σημάνει δηλαδὴ τὴν αὐγὴ δὲν ἔκαναν κάτι γιὰ νὰ ἀξίζουν τὴν ποινὴ θανάτου ποὺ τοὺς ἐπεβλήθη ἀργότερα. Καὶ ἄλλα τόσα ποὺ ἄν πραγματικῶς θελήσει κάποιος νὰ προσεγγίσει μία-μία τὶς διαλέκτους μας καὶ τὴν πανάρχαια γνῶσιν ποὺ συγκρατεῖ ἡ γλῶσσα μας στὴν μνήμη της δὲν φτάνουν οὔτε χίλια χρόνια].

Δεύτερον, κάθε Ἕλλην ποὺ ὁμιλεῖ ἀβαρβάριστα τὰ ἑλληνικὰ (διότι καὶ οἱ ξένες γλῶσσες ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἐγεννήθησαν· ἑλληνικὰ εἶναι, ἀλλὰ τί ἑλληνικά! ) ὁμιλεῖ ὅλες τὶς διαλέκτους, π.χ. ὅταν κάποιος ἀναφέρεται σὲ κάποιον γυμνασιάρχη θὰ ὁμιλήσει ὡς ὁ ἄλλοτε Ἀθηναῖος ποὺ ἐγυμνάζετο σὲ κάποιον δημόσιον χῶρον τῶν Ἀθηνῶν, λέγοντας στὴν διάλεκτόν του «ὁ γυμνασιάρχης», ἀλλὰ ὅταν θελήσει νὰ τὸν φωνάξει θὰ τοῦ βγεῖ ὁ ἀνυπέρβλητος δωριεύς Σπαρτιάτης καὶ θὰ φωνάξει «γυμνασιάρχα» δωρικῶς. Καὶ κάπως ἔτσι θὰ καταλάβει καὶ πόσο ἴδιες εἶναι οἱ καταλήξεις τῆς πρώτης κλίσεως· πῶς στὶς καταλήξεις τῶν ὀνομάτων δὲν συναντᾶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ ὁριστικὸν ἄρθρον (ὅς, ἥ, ὅ) μὲ διαφορετικὴ ἀμφίεσιν-διάλεκτον κοκ.

Τώρα σχετικῶς μὲ τὴν αἰολικὴ διάλεκτον ( < Αἰόλου, υἰοῦ τοῦ Ἕλληνος. -Ἀδρομερῶς θιχθεῖσα- ὡμιλεῖτο στὴν Θεσσαλία, στὸ βόρειον Αἰγαῖον, τὴν Βοιωτία, σὲ ὁρισμένες πόλεις τῆς Ἰωνίας/Μ. Ἀσίας) ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ ἀπόσπασμα, τὰ βασικότερα χαρακτηριστικά της εἶναι τὰ ἑξῆς :

Α ἀντὶ Η (τᾶς Ἀφροδίτας ἀντὶ τῆς Ἀφροδίτης)
Α ἀντὶ Ε (πότα ἀντὶ πότε)
Α ἀντὶ Ω (Ψάπφα ἀντὶ Σαπφώ)
Υ ἀντὶ Ο (ὔμεις ἀντὶ ὅμως)
Ο ἀντὶ Α (στρότος ἀντὶ στρατός)
Ω ἀντὶ ΟΥ (ὠρανός ἀντὶ οὐρανός)
ΟΙ ἀντὶ ΟΥ (μοῖσα ἀντὶ μοῦσα)
ΑΙ ἀντὶ Α (παῖσαν ἀντὶ πᾶσαν)
Η ἀντὶ ΕΙ (ἔχην ἀντὶ ἔχειν)
Ι ἀντὶ Ε (ἰν ἀντὶ ἐν)
ΣΔ ἀντὶ Ζ (ἰσδάνει ἀντὶ ἱζάνει)
Δ ἀντὶ Ζ (δυγός ἀντὶ ζυγός)
ΣΚ ἀντὶ Ξ (σκένος ἀντὶ ξένος)
Π ἀντὶ Τ (πήλοι ἀντὶ τηλοῦ) καὶ ἄλλες παρόμοιες ἐναλλαγὲς μεταξὺ τῶν ἀφώνων (κ,γ,χ/τ,δ,θ/π,β,φ, π.χ. Βελφοὶ ἀντὶ Δελφοί/φήρ ἀντὶ θήρ) ἀλλὰ καὶ μεταξὺ ἀφώνων-ὑγρῶν-ἐρρίνων (π.χ. πεδὰ ἀντὶ μετά)
ΝΝ ἀντὶ ΣΝ (σελάννα ἀντὶ σελάσνα)
(Ε)ΡΡ ἀντὶ ΡΙ (π.χ. Πέρρανδρος ἀντὶ Περίανδρος/ἀλλότερρος ἀντὶ ἀλλότριος)

ΨΙΛΩΣΙΣ
Σημαντικοτάτη διαφοροποίησις τῆς αἰολικῆς διαλέκτου εἶναι ἡ ψίλωσις (δὲν δασύνουν τὶς λέξεις).
Ἔτσι ἀκόμα καὶ ἄν σὲ λέξεις ὅπως «ὑπακούω» δὲν φαίνεται νὰ ἀλλάζει κάτι ἀπὸ ἄλλη διάλεκτον στὴν αἰολική, ὅταν ἡ δασεῖα -στοὺς ὁποίους Αἰολεῖς δὲν ὑπάρχει- συμπέσει μετὰ ἀπὸ ψιλὸν ἤ μέσον ἄφωνον (κ,γ/τ,δ/π,β) δὲν θὰ τὸ δασύνει (σὲ χ,θ,φ ἀντιστοίχως), ἀλλὰ στὴν σύνθεσιν ἡ ἀπουσία της γίνεται αἰσθητή, π.χ.
κατά + εὕδω δὲν θὰ γίνει ὡς θὰ περίμενε κάποιος «καθεύδω», ἀλλὰ θὰ παραμείνει «κατεύδω».

ΑΝΑΒΙΒΑΣΜΟΣ ΤΟΝΟΥ/ΒΑΡΥΤΟΝΙΑ
Ὁ τόνος ἔχει συνήθεια νὰ τίθεται πρὸ τῆς ληγούσης ἤ μία συλλαβὴ πρὸ τοῦ συνήθους τονισμοῦ π.χ
ἔγω ἀντὶ ἐγώ (ἐξ οὗ καὶ οἱ «Λατῖνοι» τὸ τόνιζαν στὴν παραλήγουσα)
στρότος ἀντὶ στρατός (ἐξ οὗ καὶ συνδέεται μὲ τὸ στορέννυμι/στρώνω. Τὰ παραμύθια περὶ «συνεσταλμένης βαθμίδος τῆς Ι.Ε ῥίζης (ἀκατάληπτη ἀμαρτύρητη ῥίζα)» καὶ ἄλλα παρόμοια εἶναι τὸ λιγότερον ἠλιθιότητες)

ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΓΑΜΜΑ (F)
Γιὰ παράδειγμα βρίσδα ἀντὶ ῥίζα
Βρόδον ἀντὶ ῥόδον
Βράκος ἀντὶ ῥάκος (ἐξ οὗ καὶ τὸ βρακί)
Βρίγος ἀντὶ ῥίγος (ἐξ οὗ καὶ τὰ frigo, frio κοκ)

Τὸ «ἄν» τὸ λέγουν «κέν». Τὸ «ἐκεῖνος», «κῆνος». Τὸ «ἡμεῖς», «ἄμμες». Τὸ «ὑμεῖς», «ὔμμες»

Πολλὲς φορὲς παρατηρεῖται ἀποκοπὴ τοῦ τελικοῦ φωνήεντος τῶν προθέσεων, π.χ.
πὰρ ἀντὶ παρὰ
ἄπ ἀντὶ ἀπό
ὔπ ἀντὶ ὑπό

Χαρακτηριστικοτάτη κατάληξις τῆς αἰολικῆς διαλέκτου εἶναι ἡ δήλωσις ὑποκοριστικοῦ νὰ γίνεται μὲ τὸ -υλλιον (π.χ. δένδρον -δενδρύλλιον/ ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα ὑποκοριστικὰ σὲ -ullus/ulus).

Ἐξ αὐτοῦ τοῦ «-υλλίου» ἐδημιουργήθη τὸ -ελ(λ)ιον καὶ -ελης, μὲ τὸ τελευταῖον μέχρι σήμερα στὴν αἰολικὴ Λέσβον νὰ δηλώνει τὸ μικρό (βλ. μωρό-μουρέλλ’ ) καὶ τὸν νεαρὸν βλαστόν κάποιου. Μέχρι καὶ σήμερα λοιπὸν τὸ πουλάρι (πῶλος/ποῦλος, βλ. Πελοποννησιακὰ ἐπώνυμα) τους, τὸ «μικρό» τους, τὸ παιδί τους οἱ Αἰολεῖς τὸ λήγουν σὲ -ελ(λ)ης καὶ ἀκοῦς πολλὰ ἐπώνυμά τους νὰ λήγουν σὲ αὐτό, π.χ. Ἀλεπουδ-έλ(λ)ης.

Καὶ διάφορες ἄλλες ἐπὶ μέρους διαφοροποιήσεις, σχετικὲς κυρίως τῶν μερῶν τοῦ λόγου, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν λίγη παραπάνω ἐνασχόλησιν μὲ τὴν μορφὴ τῆς γλώσσης [π.χ. τὰ συνηρημένα ῥήματα, στὴν αἰολικὴ ὁμοιάζουν μὲ ῥήματα β’ συζυγίας, π.χ. καλέω-ῶ/ κάλημι, ἡ δοτικὴ πληθ. τῆς γ’ κλίσεως λήγει σὲ -εσσι, π.χ. ἀγώνεσσι ἀντὶ ἀγῶσι κ.ἄ παρόμοια, τὰ ἀπαρέμφατα σχηματίζονται σὲ μεν(αι) ἀντὶ -ναι, π.χ. ἔμμεναι ἀντὶ εἶναι· συναντῶνται ἐναλλαγὲς μεταξὺ συμφωνικῶν συμπλεγμάτων μὲ ἄλλα ἰσοδύναμα, π.χ. (π)π-ᾶμα ἀντὶ κτ-ῆμα κ.ἄ ].

Πάρ’ αὐτα ἀκόμη καὶ μὲ τὶς βασικότερες παρατηρήσεις ἐπὶ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς αἰολικῆς διαλέκτου, πλέον ἡ Σαπφὼ διαβάζεται πανεύκολα. Τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν κάτωθι μαγνητοσκόπησιν, τὰ ὁποῖα ἡ διδάσκαλος Τζιροπούλου ἐπεξηγεῖ ἐναργέστατα μὲ τὸν μοναδικόν της τρόπον :

«ποικιλόθρον(ε) ἀθανάτ(α) Ἀφρόδιτα,
παῖ Δίος δολόπλοκε, λίσσομαί σε·
ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλέπαν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν, ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ(ὲ) αὔτα
σύμμαχος ἔσσο».

«Δέδυκε μὲν ἀ Σελάννα καὶ Πληίαδες,
μέσαι δὲ νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεται ὤρα,
ἔγω δὲ μό(ύ)να κατεύδω»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (