Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

 


https://www.youtube.com/watch?v=2QIsiqEPLus

ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Οἱ διαφοροποιήσεις τῆς αἰολικῆς διαλέκτου εἶναι σχεδὸν ἴδιες μὲ τῆς δωρικῆς ( < Δῶρος, ἀδελφὸς τοῦ Αἰόλου). Ἡ αἰολοδωρικὴ διάλεκτος εἶναι αὐτὴ ποὺ -τουλάχιστον- πρὶν ἀπὸ πολλὲς χιλιετίες γέννησε τὴν λατινικὴ γλῶσσα (βλ. προϊστορικὲς ἀποικίες στὴν Δύσιν, Οἴνωτρος, Τυρρηνοί, Ἀρκὰς Εὔανδρος καὶ ἀλφάβητον). Ἡ «λατινικὴ γλῶσσα» λοιπὸν δὲν εἶναι τίποτε περισσότερον ἀπὸ ἕνας ἐκβαρβαρισμὸς καὶ παραφθορὰ τῆς αἰολοδωρικῆς διαλέκτου.

Ἔχοντας ἀναφέρει τὰ βασικότερα χαρακτηριστικὰ τῆς αἰολικῆς διαλέκτου, ἄς ἀναφερθοῦν καὶ τὰ κυριώτερα τῆς δωρικῆς, ἡ ὁποία σὲ γενικὲς γραμμὲς ὡμιλεῖτο στὴν Πελοπόννησον, στὴν Μακεδονία, στὴν Ἥπειρον, στὴν Κρήτη, στὰ νησιὰ τοῦ νοτίου Αἰγαίου καὶ στὰ ἀπέναντι παράλια τῆς Ἰωνίας, στὰ δυτικὰ τῆς σημερινῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, στὴν Κύπρον -ἀρκαδοκυπριακή-,στὴν Μεγάλη Ἑλλάδα, στὸν Ἑλλήποντον -βλ. Τσάκωνες < Λάκωνες-, στὴν βόρειον Ἀφρική). Αὐτὰ εἶναι :

Α ἀντὶ Ε (ἱαρός ἀντὶ ἱερός) ἄρα καὶ ΑΙ ἀντὶ ΕΙ (αἴτε ἀντὶ εἴτε)

Α ἀντὶ Η [γαλάνα ἀντὶ γαλήνη. Σημ. : Γαλήνη εἶναι ἡ ἥρεμη θάλασσα, ἐξ οὗ καὶ γαλανὸς εἶναι ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς γαλήνης./ Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Σπαρτιάτισσες ἔλεγον στοὺς ἄντρες τοῦ οἴκου τους «ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τᾶς», δηλαδὴ ἤ τὴν (ἀσπίδα θὰ φέρεις ἐπιστρέφοντας) ἤ ἐπὶ τῆς (θὰ σὲ φέρουν νεκρόν)]

Α ἀντὶ Ω (τᾶν ἀντὶ τῶν)

Η ἀντὶ ΕΙ (κῆνος ἀντὶ ἐκεῖνος)

Ι ἀντὶ Ε (σιός ἀντὶ θεός)

Ω ἀντὶ ΟΥ (Μῶσα ἀντὶ Μοῦσα)

ΟΥ ἀντὶ Υ (κυρίως οἱ Λάκωνες τὸ προφέρουν ἔτσι, τοὺ ἀντὶ σύ)

Σ (ἐλαφρύ, σὰν τὴν δασεῖα, ἐξ οὗ καὶ φυατήρια, τὰ φυσατήρια-φυσητήρια -Λυσιστράτη, 1242, Άριστοφάνης-)/Δ ἀντὶ Θ (σέλεις ἀντὶ θέλεις, σιὸς/διός ἀντὶ θεός)

Τ ἀντὶ Σ (τὺ ἀντὶ σύ, ἐξ οὗ καὶ τὸ «(ἐ)σύ» οἱ Δυτικοὶ τὸ λέγουν ἀκόμα tu καὶ μὲ περαιτέρω ἐκβαρβαρισμὸν Du, you κλπ)

ΣΔ ἀντὶ Ζ (μυθίσδω/λακ. μουσίδδω ἀντὶ μυθίζω)

(Δ)Δ ἀντὶ Ζ (μουσίδδω ἀντὶ μυθίζω/δυγὸς ἀντὶ ζυγός)

ΝΘ ἀντὶ ΛΘ (ἦνθον ἀντὶ ἦλθον καὶ γενικῶς ἐναλλαγὴ μεταξὺ ἐρρίνων-ὑγρῶν-ἀφώνων)

ΓΛ ἀντὶ ΒΛ (γλέφαρα ἀντὶ βλέφαρα)

Καὶ τούμπαλιν (π.χ. τιμέω ἀντὶ τιμάω)…

Ἐναλλαγὴ μεταξὺ ἀφώνων-ἡμιφώνων-διπλῶν (κ,γ,χ,π,β,φ,τ,δ,θ,μ.ν,λ,ρ) καὶ F/σ/δασείας (π.χ. ταλῶς ἀντὶ ἥλιος, πεντάκιν ἀντὶ πεντάκις, λέγομες ἀντὶ λέγομεν/ τοὶ/ταὶ ἀντὶ οἱ/αἱ, τοῦτοι ἀντὶ οὗτοι, ὁρκιξέω ἀντὶ ὁρκίσω) ἀλλὰ καὶ -χονδρικῶς-τῶν συμφωνικῶν συμπλεγμάτων μὲ ἄλλα ἴδια ποιότητος ἤ ποσότητος (π.χ. ὁ Π(π)ολεμαῖος στοὺς Δωριεῖς Μακεδόνες ἔγινε Πτολεμαῖος· στοὺς Λάκωνες ὁ ἀσκὸς ἐλέγετο «ἀκκόρ» ) καὶ τῶν φωνηέντων-διφθόγγων (φωνῆεν +F, π.χ. Ἀδρία-αἰθρία).

Ἔτσι πλέον γιὰ παράδειγμα τὸ «ἀλλάττω» ποὺ γίνεται καὶ «ἀλλάσσω» καὶ «ἀλλάζω» μὲ χαρακτῆρα οὐρανικόν (τελευταῖο γράμμα θέματος εἶναι κ,γ,χ, ἀλλαγ-) καὶ δίνει καὶ «ἐναλλάΤΤω/ΣΣω» καὶ «συνάλλαΓμα» καὶ «ἐναλλαΚΤικός» κοκ, ἡ συλλαβικὴ αὔξησις παρακειμένου ῥημάτων ἀπὸ δασὺ ἄφωνον ποὺ κατὰ τὸν ἀναδιπλασιασμὸν τὸ ψιλώνει (π.χ. χύνω-> κέχυνα ἀντὶ χέχυνα), ὁ σχηματισμὸς τῆς β’συζυγίας ῥημάτων (τίθημι ἀντὶ θίθημι), τὸ ὅτι λέγομεν πλοῦΤος ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔχει τὸν λέμε πλούΣιον ( < πλούτιος) κ.ἄ τέτοια δὲν ἀποτελοῦν παρὰ μόνον διαλεκτικὲς ἐναλλαγές, τὶς ὁποῖες ἡ ἑλληνικὴ χρησιμοποιεῖ ὅπως, ὅποτε καὶ ὅπου θέλει γιὰ τὴν λεξιπλασία, τὴν ὀρθοφωνία, τὴν ποικιλία, τὴν κατάλληλη ἀπόχρωσιν, τὴν μελωδία, τὴν μετρική της καὶ καί…

 

ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΑΣΕΩΝ ΑΦΩΝΩΝ

Γενικότερα οἱ Δωριεῖς ἀπέφευγον τὰ δασέα ἄφωνα (χ,φ,θ) καὶ τὰ ἀντικαθιστοῦσαν μὲ τὰ ποιοτικῶς ψιλότερά τους (κ,γ/π,β/τ,δ). Ἔτσι συναντῶμεν Βίλιππος ἀντὶ Φίλιππος, Βερενίκη ἀντὶ Φερενίκη, ἀδραιὰ ἀντὶ αἰθρία (ἐξ οὗ καὶ ἡ αἰθρία ἅλς ὠνομάσθη Ἀδριατική), γαίτα ἀντὶ χαίτη, Βρίγες ἀντὶ Φρύγες κοκ.   

ΡΩΤΑΚΙΣΜΟΣ

Κυρίως στὴν δωρικὴ Πελοπόννησον παρατηρεῖται τὸ φαινόμενον τοῦ ῥωτακισμοῦ (ἀντὶ σ νὰ ἔχουμε ρ). Ἔτσι οἱ κλασικὲς καταλήξεις -ος/ης γίνονται -(ορ)/ωρ/ -ηρ καὶ ἐξηγοῦνται καὶ τὰ γνωστά «ὑγρόληκτα» (π.χ. κλητήρ/ ῥήτωρ), ἀλλὰ καὶ τύποι ὅπως «μάρτυρ, χυμόρ» (ἐξ οὗ τὰ humour/ humeur) ἀντὶ «μάρτυς, χυμός»· (F)ίρ ἀντὶ (F)ίς ( =δύναμις, ἐξ οὗ καὶ ὁ ἀνὴρ στοὺς Λατίνουν ἔγινε vir).

Σχηματίζουν ἐπιρρήματα λήγοντα σὲ -κα ἀντὶ νὰ λήγουν σὲ -τε (ὅκα/πόκα ἀντὶ ὅτε/πότε) καὶ σὲ -ει ἀντὶ -ου (πεῖ άντὶ ποῦ).
Τὸ «πρὸς» τὸ λέγουν «ποτί» (ποτιπίπτω ἀντὶ προσπίπτω), τὸ «ἐὰν», «αἴκα», τὸ «ὥστε», «ὧτε», τὸ «ἡμεῖς», «ἅμμες», τὸ «τέσσερεις», «τέτορες» κ.ἄ πολλὰ.  

Κρατᾶ ἀρχαιοτάτους τύπους κι ἔτσι δὲν «ὑπακούει» σὲ διάφορα φθογγικὰ πάθη, ὅπως π.χ. ἡ ἀντέκτασις. Οἱ Δωριεῖς στὸ γ’ πληθ. ὀριστ. ἐνεστ. γιὰ παράδειγμα ἔλεγον λύοντι καὶ ὄχι λύουσι. Καὶ ἄλλα παρόμοια πάθη, τὰ ὁποῖα χρειάζονται λίγο περισσότερη ἐνασχόλησιν μὲ τὴν γλῶσσα γιὰ νὰ γίνουν πλήρως κατανοητά.
Ἀκόμα ὅμως καὶ μὲ αὐτὲς τὶς βασικὲς παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς δωρικῆς διαλέκτου, καθίσταται πολὺ εὔκολη ἡ ἀνάγνωσις ἑνὸς δωρικοῦ κειμένου :

«Ἄγετε ὦ Σπάρτας εὐάνδρου
κῶροι πατέρων πολιατᾶν,
λαιᾷ* μὲν ἴτυν* προβάλεσθε,
δόρυ δ'εὐτόλμως πάλλοντες
μὴ φειδομένοι τᾶς ζωᾶς,
οὐ γὰρ πάτριον τᾶς Σπάρτας»,
Τυρταῖος, Ἐμβατήρια

[ = Εμπρὸς τῆς εὐάνδρου ( =μὲ τοὺς γενναίους ἄνδρες) Σπάρτης κοῦροι/τέκνα πατέρων πολιτῶν, ἀριστερά/μὲ τὸ ἀριστερὸ τὴν ἀσπίδα προβάλλετε, τὸ δόρυ μὲ τόλμη πάλλετε μὴ φειδόμενοι τῆς ζωῆς, (γιατί) δὲν εἶναι πατροπαράδοτον τῆς Σπάρτης ]. 


*λαιός < λαιFός ( =ὁ ἀριστερός), ἐξ οὗ καὶ τὰ left, links κοκ
  ἴτυς = ἡ ἀσπίς, ἐκ τῆς ἰτέας, ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ὁποίας ἔφτιαχναν τὰ τελειώματα τῶν ἀσπιδῶν, λόγῳ τοῦ εὐλυγίστου τοῦ ξύλου της (ἐξ οὗ καὶ ἡ ἰτιὰ στοὺς Ἀρκάδες έλέγετο ἑλίκη < ἑλίσσω). 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ