Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

 

https://www.youtube.com/watch?v=h3x2An-5Od8

Ὁ Ἕλλην ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς υἰοὺς Αἴολον καὶ Δῶρον ποὺ ὠνόμασαν τὶς προαναφερθεῖσες διαλέκτους εἶχε καὶ ἐγγονὸν τὸν Ἴωνα, -ἀπὸ τὸν ἄλλον του υἰόν, τὸν Ξοῦθον-, ὁ ὁποῖος ὠνόμασε τὴν Ἰωνική διάλεκτον. Θεωρεῖται ἑνιαία διάλεκτος -καὶ ὄχι ἀδίκως- μὲ τὴν Ἀτθική/Ἀττική ( < Ἀτθίς, κόρη τοῦ Κραναοῦ).

Ὅλες οἱ διάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς εἶχαν ἐλάχιστες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν κατανοητὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅπως μέχρι σήμερα π.χ. ὁ Κρὴς θὰ καταλάβει καὶ τὸν Λέσβιον καὶ τὸν Μακεδόνα καὶ τὸν Σπαρτιάτη καὶ τὸν Πόντιον καὶ τὸν Κύπριον καὶ τὸν Ἀθηναῖον κλπ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διεσπάσθηκαν σὲ ἐπιμέρους γλῶσσες, ὅπως οἱ «λατινογενεῖς», οἱ «σλαυικές» κλπ.
Ἐπιπλέον ὅπως συμβαίνει μέχρι καὶ σήμερα οἱ διάλεκτοί μας βοηθοῦν στὴν ποικιλία τοῦ λεξιλογίου, στὴν λεξιπλασία καὶ στὶς διαφορετικὲς ἀποχρώσεις-ἔννοιες.

Ἡ ἰωνικὴ-ἀττικὴ διάλεκτος φέρει γνωρίσματα καὶ τῶν ἄλλων ἀναφορικὰ μὲ τὶς ἰδιαιτερότητές της. Καὶ αὐτὴ γονιμοποίησε συνδυαστικῶς καὶ μὲ τὶς τροπὲς τῶν ὑπολοίπων διαλέκτων μας τὸν παγκόσμιον λόγον. Ὡμιλεῖτο -ἐνδεικτικῶς- στὴν Ἀττική καὶ σ’ αὐτὴν τὴν πλευρὰ τῆς σημερινῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, στὴν Ἰωνία (Σμύρνη, Ἀλικαρνασσός, Μίλητος κλπ) καὶ στὶς ἀπέναντι νήσους, στὶς ἰωνικὲς ἀποικίες τοῦ Εὐξείνου Πόντου-Προποντίδος καὶ στὶς γειτονικὲς νήσους, στὶς ἰωνικὲς ἀποικίες στὴν Κάτω Ἰταλία. Τὰ κυριώτερα χαρακτηριστικά της εἶναι :

Η ἀντὶ Ᾱ καὶ ἀντιστοίχως ἔχουμε καὶ Ε ἀντὶ Ǎ, ὅπως καὶ Η αντὶ ΑΙ (πηγή ἀντὶ παγά)

Η ἀντὶ Ε (πρυτανήιον ἀντὶ πρυτανεῖον)

Α ἀντὶ Ο (στρατὸς ἀντὶ στρότος)

ΟΥ ἀντὶ Ο (νοῦσος ἀντὶ νόσος)

Υ ἀντὶ ΟΥ (Κύμη ἀντὶ Κούμα)

Ω ἀντὶ ΟΥ (οὖν ἀντὶ ὦν)

Ω ἀντὶ Α (ἑωυτοῦ ἀντὶ ἑαυτοῦ)

ΗΕ ἀντὶ Η (ἡέλιος ἀντὶ ἥλιος)

ΕΙ ἀντὶ Ε/Ι (ξεῖνος ἀντὶ ξένος-σκένος/ ἔχει ἀντὶ ἔχι) 

Α/Ε ἀντὶ Ι (τράπεζα ἀντὶ τρίπεζα/τρέπεδδα)

ΑΙ ἀντὶ ΑΕ (αἴρω ἀντὶ αέρω/αείρω, ἐξ οὗ καὶ στὰ λατινικά ἔμεινε -ae, π.χ. terrae, Graecus κοκ)

Κ ἀντὶ Π (κοῖος ἀντὶ ποῖος, ἐξ οὗ καὶ τὰ qui, che κλπ)

Σ ἀντὶ Τ (πλούσιος ἀντὶ πλούτιος)

Συχνὰ συναντῶνται ἀσυναίρετοι τύποι ἤ ἀντικατάστασις τῶν φωνηέντων ἀπὸ ποσοτικῶς ἴδια, ἀλλὰ ποιοτικῶς διαφορετικά (π.χ. ἔρχεο ἀντὶ ἔρχου, ἡμέες ἀντὶ ἡμεῖς, ἄεθλον ἀντὶ ἄθλον, ἔτεα ἀντὶ ἔτη, ποιέω ἀντὶ ποιῶ).

Στὴν γενικὴ ἑνικοῦ τὰ ἰωνικὰ ὀνόματα λήγουν σὲ -εω ἀντὶ -ου καὶ στὴν γεν. πληθυντικοῦ σὲ -εων ὅσα λήγουν στὶς ἄλλες διαλέκτους σὲ -ων (π.χ. ποιητέω/ποιητέων ἀντὶ ποιητοῦ/ποιητῶν). Τὰ θηλυκὰ στὴν δοτικὴ πληθυντικοῦ λήγουν σὲ -ῃσι καὶ ὄχι σὲ -αις (πύλῃσι ἀντὶ πύλαις).

Ὅπως ἐπίσης παρατηρεῖται καὶ διατήρησις τύπων ἄνευ καὶ ἄλλων φθογγικῶν παθῶν ποὺ σχετίζονται κυρίως μὲ τὸ «σιγηθὲν» F -ἀκόμα καὶ μεταξὺ ἰωνικῆς-ἀττικῆς- (ἔτσι ἔχουμε «τοῦ βασιλή-ος» καὶ ὄχι «βασιλέ-ως», ὅπου ἐπὶ τῆς οὐσίας τὰ διαφορετικὰ φωνήεντα μεταξὺ τῶν δύο λέξεων ἔχουν ἀλλάξει καὶ ἀνταλλάξει μόνον τὴν ποσότητά τους, -ἀντὶ μακρόν-βραχύ σχηματίζουν βραχύ-μακρόν-/ λαὸς ἀντὶ λεώς, πράττω ἀντὶ πράσσω, ἄρσεν ἀντὶ ἄρρεν)

Ἐπίσης παρατηρεῖται ἡ συνήθης ἐναλλαγὴ μεταξὺ ἀφώνων-ἡμιφώνων-σίγμα (ἴδμεν-ἴσμεν), ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους· ὅπως ἐπίσης καὶ μεταξὺ φωνηέντων καὶ διφθόγγων ἀπὸ διάλεκτον σὲ διάλεκτον ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῆς ἴδιας διαλέκτου ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχή (βούλομαι-βώλομαι-βελλομαι-βείλομαι-βόλλομαι-βήλομαι-δείλομαι-δήλομαι/ γυνή ἀντὶ βανά/ ξύν ἀντὶ σύν/ μευ ἀντὶ μου/ ὠνὴρ ἀντὶ ἀνήρ/ αἰεὶ ἀντὶ ἀεί) λόγω κυρίως τοῦ «ἐκλειπόντος» δίγαμμα, ποὺ μεταξὺ ἄλλων δημιούργησε καὶ τὶς διφθόγγους, π.χ. αF= αι/ᾳ, αυ καὶ ᾱ, εF= ει, ευ κοκ

Ἡ ἰωνικὴ διάλεκτος τῆς Εὐβοίας ῥωτακίζει τὸ -σ ὅταν βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ φωνήεντα, π.χ ἔχουριν ἀντὶ ἔχουσιν.
Ἐναλλάσσει τὸ -ου μὲ τὸ -αυ (τοῦτα-ταῦτα) καὶ γενικῶς παρατηρεῖται ἐναλλαγὴ μεταξὺ τῶν διφθόγγων.

ΨΙΛΩΣΙΣ

Κυρίως στὴν διάλεκτον τῶν ἀνατολικῶν ἰωνικῶν περιοχῶν παρατηρεῖται ψίλωσις τῶν λέξεων, π.χ. «κάτημαι» ἀντὶ «κάθημαι», «ἰρὸς» ἀντὶ «ἱερός».

Τὰ ἀπαρέμφατα ποὺ στὶς ἄλλες σχηματίζονται σὲ -μεναι, στὴν ἰωνικὴ λήγουν σὲ -ναι (εἶναι ἀντὶ ἔμμεναι)· τὰ ῥήματα τῆς β’ συζυγίας συναντῶνται καὶ ὡς συνηρημένα (τίθημι-τιθῶ) κ.ἄ πολλὰ (βλ. καὶ προηγούμενες διαλέκτους).

Ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἱπποκράτην στὴν Ἰωνικὴ διάλεκτον :

«Ὁ μὲν γὰρ ἰητρὸς ὁρῇ τε δεινὰ, θιγγάνει τε ἀηδέων, ἐπ᾿ ἀλλοτρίῃσί τε ξυμφορῇσιν ἰδίας καρποῦται λύπας· οἱ δὲ νοσέοντες ἀπαλλάσσονται τῶν μεγίστων κακῶν διὰ τὴν τέχνην, νούσων, πόνων, λύπης, θανάτου· πᾶσι γὰρ τουτέοισιν ἄντικρυς ἰητρικὴ εὑρίσκεται ἀκεστορίς», Περὶ Φυσῶν, 1

( =Ὁ μὲν ἰατρὸς βλέπει τὰ δεινὰ, ἀγγίζει τὰ δυσάρεστα, γιὰ τὴν ἁλλότρια συμφορὰ ἄλλου, καρποῦται τὴν ἴδια λύπην -σὰν νὰ ἦταν δική του-· οἱ νοσοῦντες ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὰ μέγιστα κακὰ μέσῳ τῆς τέχνης-ἰατρικῆς, ἀπαλλάσσονται τῶν νόσων, τῶν πόνων, λύπης, θανάτου· σὲ ὅλα αὐτὰ ἀπέναντι θεράπαινα εὑρίσκεται ἡ ἰατρική).


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (