Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ : Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥΣ

 


ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ 

Η ἰδιότης ἢ ποιότης, τὴν ὁποίαν δηλοῖ ἕν ἐπίθετον, δύναται νὰ ὑπάρχη εἰς περισσότερα τοῦ ἑνὸς ὄντα, ἀλλ’ εἰς διάφορον βαθμόν :

λευκὸς ὁ ἄρτος, λευκὴ ἡ χιών, λευκὸν τὸ ὀστοῦν.

1.Ὅταν τὸ ἐπίθετον δηλοῖ, ὅτι ἕν οὐσιαστικὸν ἔχει ἁπλῶς τὴν δηλουμένην ὑπ’ αὐτοῦ ποιότητα ἢ ἰδιότητα, λέγεται ἐπίθετον θετικοῦ βαθμοῦ ἢ θετικόν : ὁ ὑψηλὸς ῎Ολυμπος·

2.Ὅταν τὸ ἐπίθετον δηλοῖ, ὅτι ἕν οὐσιαστικὸν ἔχει τὴν δηλουμένην ὑπ’ αὐτοῦ ποιότητα ἢ ἰδιότητα εἰς ἀνώτερον βαθμὸν ἐν συγκρίσει πρὸς ἕν ἄλλο οὐσιαστικὸν ὁμοειδὲς ἢ ἐτεροειδὲς ἢ ἐν συγκρίσει πρὸς πολλὰ ἄλλα, ὡς ἕν τι λαμβανόμενα, λέγεται ἐπίθετον συγκριτικοῦ βαθμοῦ ἢ συγκριτικόν : ὁ ῎Ολυμπός ἐστιν ὑψηλότερος τῆς ῎Οσσης - ἵππος λευκότερος χιόνος - χρυσὸς δὲ κρείσσων μυρίων λόγων βροτοῖς·

3.Ὅταν τὸ ἐπίθετον δηλοῖ ὅτι ἕν οὐσιαστικὸν ἔχει τὴν δηλουμένην ὑπ’ αὐτοῦ ποιότητα ἢ ἰδιότητα εἰς ἀνώτατον βαθμὸν καθ’ ἑαυτὸ ἢ ἐν συγκρίσει πρὸς πάντα τὰ ἄλλα ὁμοειδῆ ὄντα, λέγεται ἐπίθετον ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ ἢ ὑπερθετικόν : ὁ ὑψηλότατος ῎Ολυμπος - ὁ ῎Ολυμπός ἐστι τὸ ὑψηλότατον πάντων τῶν ὀρέων τῆς ῾Ελλάδος.

Τὸ συγκριτικὸν καὶ τὸ ὑπερθετικὸν ἑνὸς ἐπιθέτου ὁμοῦ λέγονται μὲ ἕν ὄνομα παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου· διακρίνονται δὲ ταῦτα ἀπὸ τοῦ θετικοῦ διὰ τῆς καταλήξεως αὐτῶν. Συνήθεις καταλήξεις τῶν παραθετικῶν καὶ εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἶναι -τερος, (-τέρα, -τερον) διὰ τὸ συγκριτικὸν καὶ -τατος, (-τάτη, -τατον) διὰ τὸ ὑπερθετικόν. 


ΟΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ

Τὰ παραθετικὰ παντὸς ἐπιθέτου κανονικῶς σχηματίζονται ἐκ τοῦ θετικοῦ, ἀφοῦ εἰς τὸ θέμα αὐτοῦ (τοῦ ἀρσενικοῦ γένους) προστεθοῦν αἱ παραθετικαὶ καταλήξεις, οἷον :

ξηρὸς (θ. ξηρο-) ξηρό-τερος ξηρό-τατος

βραχὺς (θ. βραχυ-) βραχύ-τερος βραχύ-τατος

ὑγιὴς (θ. ὑγιεσ-) ὑγιέσ-τερος ὑγιέσ-τατος

χαρίεις (θ. χαριεσ-) χαριέσ-τερος, χαριέσ-τατος

 

Τοῦ θέματος τῶν δευτεροκλίτων ἐπιθέτων (τὰ λήγοντα εἰς -ος) ὁ χαρακτὴρ ο, ἐὰν ἡ πρὸ αὐτοῦ συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα (ε,ο,ᾰ,ῠ,ῐ), μετὰ τὴν προσθήκην τῶν παραθετικῶν καταλήξεων ἐκτείνεται εἰς ω· ἄν εἶναι φύσει ἡ θέσει μακρὰ (θέσει μακρὰ εἶναι ὁποιαδήποτε συλλαβή, ἀκόμα καὶ βραχεῖα, ἄν ἕπονται αὐτῆς δύο τουλάχιστον σύμφωνα ἤ ἕνα διπλό -ζ, ξ,ψ, π.χ στὸ «ἔνδο-ξ-ος», ἡ συλλαβὴ δο- ἄν καὶ φύσει βραχεῖα εἶναι θέσει μακρά) διατηρεῖται τὸ -ο :

νέος (θ. νεο-) -> νεώτερος, νεώτατος

σοφὸς (θ. σοφο-) -> σοφώτερος, σοφώτατος

ἱκανὸς (θ. ἱκᾰνο-) -> ἱκανώτερος, ἱκανώτατος

ἥσυχος (θ. ἡσῠχο-) -> ἡσυχώτερος, ἡσυχώτατος

τίμιος (θ. τιμῐο-) -> τιμιώτερος, τιμιώτατος

 

Ἀλλὰ :

ἰσχῡρὸς -> ἰσχυρότερος, ἰσχυρότατος

λῑτὸς -> λιτότερος, λιτότατος

ἔντῑμος -> ἐντιμότερος, ἐντιμότατος

σεμνὸς -> σεμνότερος, σεμνότατος

ἕνδοξος -> ἐνδοξότερος, ἐνδοξότατος

 

Πολλῶν ἐπιθέτων τῆς ἀρχαίας γλώσσης τὰ παραθετικὰ σχηματίζονται οὐχὶ κανονικῶς διὰ τῆς προσθήκης μόνον τῶν παραθετικῶν καταλήξεων -τερος καὶ -τατος εἰς τὸ θέμα αὐτῶν, ἀλλὰ κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ παραθετικὰ ἄλλων ἐπιθέτων (πρβλ.: ἐλαφρὸς - ἐλαφρύ-τερος ἀντὶ ἐλαφρό- τερος, κατὰ τὸ βαρύ- τερος, γλυκὺς- γλυκό-τερος ἀντὶ γλυκύ- τερος, κατὰ τὸ πικρὸ- τερος). Οὕτω :

1.Τὰ παραθετικὰ τῶν εἰς -ων, -ον, γεν. -ονος τριτοκλίτων ἐπιθέτων καὶ τῶν ἐπιθέτων ἄσμενος ( = εὐχαριστημένος), ἐρρωμένος ( = δυνατὸς) καὶ πένης ( = πτωχὸς) σχηματίζονται εἰς -έστερος -έστατος (κατὰ τὰ παραθετικὰ τῶν εἰς -ης, -ες σιγμολήκτων) :

εὐδαίμων (θ. εὐδαιμον-) εὐδαιμον-έσ- τερος, εὐδαιμον-έσ - τατος

ἄσμενος (θ. ἀσμενο-) ἀσμεν-έσ- τερος, ἀσμεν-έσ- τατος

ἐρρωμένος (θ. ἐρρωμενο-) ἐρρωμεν-έσ- τερος, ἐρρωμεν-έσ- τατος

πένης (θ. πενητ-) πεν-έσ- τερος, πεν-έσ- τατος

 

* Τὰ ἐπίθετα κενὸς καὶ στενὸς ἀρχῆθεν ἦσαν κεινός, στεινὸς καὶ δι’ αὐτὸ τὰ ἀρχικὰ παραθετικά των εἶναι κενότερος, στενότερος κτλ.

Ὁμοίως σχηματίζονται τὰ παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου ἁπλοῦς καὶ τῶν ἐπιθέτων τῶν συνθέτων μὲ δεύτερον συνθετικὸν τὸ ὄνομα νοῦς :

ἁπλοῦς (θ- ἁπλοο-) ἁπλούσ- τερος, ἁπλούσ-τατος

(ἐκ τοῦ ἁπλο-έσ-τερος ἁπλο-έσ-τατος)

εὔνους (θ. εὐνοο-) εὐνούσ- τερος εὐνούσ-τατος

(ἐκ τοῦ εὐνο-έσ- τερος εὐνο-έσ-τατος)·

2.Τὰ παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου παλαιὸς σχηματίζονται οὐχὶ μὲ τὸ θέμα αὐτοῦ παλαιο-, ἀλλὰ μὲ θέμα τὸ ἐπίρρημα πάλαι : παλαί-τε-ρος, παλαί-τατος (πρβλ. ἄνω - ἀνώ- τερος). Κατὰ δὲ τὰ παραθετικὰ ταῦτα τοῦ παλαιὸς ἐσχηματίσθησαν κατόπιν (μὲ ἀποκοπὴν τοῦ χαρακτῆρος ο τοῦ θέματος) καὶ τᾲ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων

γεραιὸς (γεραί- τερος, γεραί- τατος)

σχολαῖος (σχολαί- τερος, σχολαί- τατος).

Κατὰ ταῦτα δὲ κατόπιν ἐσχηματίσθησαν τὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων

ὄψιος (ὀψι-αί- τερος, ὀψι-αί- τατος)

ἴδιος (ἰδι-αί- τερος, ἰδι-αί- τατος ἀλλὰ καὶ ἰδιώ- τερος, ἰδιώ- τατος)

ἴσος (ἰσ-αί- τερος, ἰσ-αί- τατος)

3.Τὰ παραθετικὰ τῶν μονοκαταλήκτων ἐπιθέτων ἅρπαξ, βλάξ, λάλος ( = φλύαρος), κλέπτης καὶ πλεονέκτης σχηματίζονται εἰς -ίστερος, -ἱστατος (κατὰ τὰ παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου ἄχαρις - ἀχαρίσ- τε-ρος, ἀχαρίσ-τατος) :

ἅρπαξ (θ. ἁρπαγ-) ἁρπαγ- ίστερος, ἁρπαγ- ίστατος

βλὰξ (θ. βλακ-) βλακ- ίστερος, βλακ- ίστατος

λάλος (θ. λαλο-) λαλ- ίστερος, λαλ- ίστατος

κλέπτης (θ. κλεπτα-) κλεπτ- ίστερος, κλεπτ- ίστατος

πλεονέκτης (θ. πλεονεκτα-) πλεονεκτ- ίστερος, πλεονεκτ- ίστατος

Σημείωσις. Τοῦ ἐπιθέτου φίλος τὰ παραθετικὰ εἶναι καὶ φίλ- τερος καὶ μᾶλλον φίλος, φίλτατος καὶ μάλιστα φίλος.

 

ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ

Μερικῶν ἐπιθέτων τῆς ἀρχαίας γλώσσης τὰ παραθετικὰ ἔχουν καταλήξεις οὐχὶ -τερος,  τατος, ἀλλὰ -ίων, -ιον εἰς τὸ συγκριτικὸν καὶ -ιστος, -ίστη, -ιστον εἰς τὸ ὑπερθετικόν.

Οὕτω μὲ διαφόρους φθογγικὰς παθήσεις καὶ ἀνωμαλίας σχηματίζονται τὰ παραθετικὰ τῶν ἑξῆς ἐπιθέτων :

1.αἰσχρὸς ὁ, ἡ αἰσχίων τὸ αἴσχιον (θ. αἰσχ-) αἴσχιστος

2.ἐχθρὸς ὁ, ἡ ἐχθίων τὸ ἔχθιον (θ. ἐχθ-) ἔχθιστος

3.ἡδὺς ὁ, ἡ ἡδίων τὸ ἥδιον (θ. ἡδ-) ἥδιστος

4.καλὸς ὁ, ἡ καλλίων τὸ κάλλιον (θ. καλλ-) κάλλιστος

5.μέγας ὁ, ἡ μείζων τὸ μεῖζον (ἐκ τοῦ μέγ-ιων) μέγιστος

6.ῥᾴδίος ὁ, ἡ ῥᾴων τὸ ῥᾷον (θ. ῥα-) ῥᾷστος

7.ταχὺς ὁ, ἡ θάττων τὸ θᾶττον (θ. θαχ-) τάχιστος

8.ἀγαθὸς ὁ, ἡ ἀμείνων τὸ ἄμεινον (θ. ἀμειν-) ἄριστος

ὁ, ἡ βελτίων τὸ βέλτιον (θ. βελτ-) βέλτιστος

ὁ, ἡ κρείττων τὸ κρεῖττον (θ. κρετ-) κράτιστος

(πρβλ. κράτος)

ὁ, ἡ λώων τὸ λῶον (θ. λω-) λῷστος

9.κακὸς ὁ, ἡ κακίων τὸ κάκιον (θ. κακ-) κάκιστος

ὁ, ἡ χείρων τὸ χεῖρον (θ. χειρ-) χείριστος

ὁ, ἡ ἥττων τὸ ἧττον (θ. ἡκ-) ἐπίρρ : ἤκιστα

10.μικρὸς μικρότερος μικρότατος

ὁ, ἡ ἐλάττων τὸ ἔλαττον (θ. ἐλάχ-) ἐλάχιστος

11.ὀλίγος ὁ, ἡ μείων τὸ μεῖον (θ. μει-) ὀλίγιστος

12.πολὺς ὁ, ἡ πλέων τὸ πλέον (θ. πλε-) πλεῖστος

γεν. τοῦ πλείονος καὶ τοῦ πλέονος.

 

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ

Παραθετικὰ ἐπιθέτων σχηματίζονται εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν καὶ διὰ περιφράσεως, ἤτοι τὸ μὲν συγκριτικὸν μὲ τὸ ἐπίρρημα μᾶλλον καὶ τὸ θετικὸν τοῦ ἐπιθέτου, τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μὲ τὸ ἐπίρρημα μάλιστα καὶ τὸ θετικὸν τοῦ ἐπιθέτου : σοφὸς - μᾶλλον σοφὸς - μάλιστα σοφὸς (πρβλ. νῦν : πιὸ σοφός, πάρα πολὺ σοφὸς).

Περιφραστικῶς σχηματίζουν τὰ παραθετικὰ

1.κανονικῶς αἱ μετοχαί : συμφέρων - μᾶλλον συμφέρων - μάλιστα συμφέρων··

2.συνήθως μονοκατάληκτα ἐπίθετα : εὔελπις - μᾶλλον εὔελπις - μάλιστα εὔελπις κτλ.

 

Πολλὰ ἐπίθετα, ἐπειδὴ δηλοῦν ποιότητα τἢ ἰδιότητα, ἡ ὁποία δὲ δύναται νὰ παρουσιάση διαφόρους βαθμούς, δὲν ἔχουν παραθετικά. Τοιαῦτα ἐπίθετα ἄνευ παραθετικῶν εἶναι ὅσα δηλοῦν

1.ὕλην : χαλκοῦς, ξύλινος·

2.καταγωγὴν ἢ συγγένειαν : πατρικός, μητρῷος, παππῷος,

ἀδελφικός, παιδικός··

3.τόπον ἢ χρόνον : γήινος, θαλάσσιος, ἡμερινός, νυκτερινός·

4.μέτρον : σπιθαμιαῖος, δίπηχυς.

Επίσης πολλὰ σύνθετα μὲ πρῶτον συνθετικὸν τὸ ἐπίθετον πᾶς ἢ τὸ στερητικὸν ἀ- : πάντιμος, πάγκαλος - ἀθάνατος, ἄυπνος.

Μερικῶν ἐπιθέτων ἐλλείπει τὸ θετικὸν ἢ ἐκτὸς τοῦ θετικοῦ ἐλλείπει καὶ τὸ ἔτερον τῶν παραθετικῶν. Τοῦτο συμβαίνει πρὸ πάντων εἰς ἐπίθετα, τὰ ὁποῖα παράγονται ἀπὸ ἐπιρρήματα ἢ προθέσεις :

(ἄνω) ἀνώ- τερος, ἀνώ- τατος

(κάτω) κατώ- τερος, κατώ- τατος

(πρὸ) πρό- τερος (πρῶτος)

(ὑπὲρ) ὑπέρ- τερος, ὑπέρ- τατος/ ὕστερος, ὕστατος

(ἐπικρατῶν) ἐπικρατέστερος

(προτιμώμενος) προτιμό- τερος

- ὕπατος

- - ἔσχατος

 

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ

Παραθετικὰ σχηματίζουν καὶ πλεῖστα ἐπιρρήματα, πρὸ πάντων ὅσα παράγονται ἀπὸ ἐπίθετα, καθὼς καὶ ὅσα ἔχουν τοπικὴν ἢ χρονικὴν σημασίαν.

1.Τῶν ἐπιρρημάτων, τὰ ὁποῖα παράγονται ἐξ ἐπιθέτων, παραθετικὸν συγκριτικοῦ μὲν βαθμοῦ εἶναι ἡ ἑνικὴ αἰτιατικὴ τοῦ οὐδετέρου τοῦ συγκριτικοῦ τοῦ ἐπιθέτου, ὑπερθετικοῦ δὲ βαθμοῦ ἡ πληθυντικὴ αἰτιατικὴ τοῦ οὐδετέρου τοῦ ὑπερθετικοῦ αὐτοῦ :

(δίκαιος) δικαίως -> δικαιότερον, δικαιότατα

(σαφὴς) σαφῶς -> σαφέστερον, σαφέστατα

(ἡδὺς) ἡδέως -> ἥδιον, ἥδιστα

Οὕτω καὶ

(ἀγαθὸς) εὖ -> ἄμεινον, βέλτιον, κρεῖττον/ ἄριστα, βέλτιστα, κράτιστα

(ὀλίγος) ὀλίγον -> ἔλαττον, μεῖον, ἧττον/ ἐλάχιστα, ἥκιστα

(πολὺς) πολύ, μάλα -> πλέον, μᾶλλον/ πλεῖστον, πλεῖστα, μάλιστα.

2.Τῶν τοπικῶν ἐπιρρημάτων τὰ παραθετικὰ σχηματίζονται συνήθως μὲ τὰς καταλήξεις -τέρω, -τάτω, τῶν δὲ χρονικῶν μὲ τὰς καταλήξεις -τερον, -τατα :

ἄνω -> ἀνωτέρω, ἀνωτάτω

κάτω -> κατωτέρω, κατωτάτω

πέρα -> περαιτέρω

ἐγγὺς -> ἐγγυτέρω, ἐγγυτάτω (ὡς τοπικὸν ἐπίρρημα) καὶ ἐγγύτερον, ἐγγύτατα (ὡς χρονικόν)

πόρρω -> πορρωτέρω, πορρωτάτω

πρωὶ ἢ πρῲ -> πρωιαίτερον, πρωιαίτατα καὶ πρῳαίτερον, πρῳαίτατα

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (