Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΥΧΟΥ ΤΗΣ ΕΚΑΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΣΩΝ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΝ, Η ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΗΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΟΙΡΩΝ

Συνεχίζει ὁ Πλούταρχος διὰ στόματος Σύλλα τὴν περιγραφὴ τοῦ τί συμβαίνει στὴν σελήνη, ὅπως τοῦ τὴν μετέφερε ἕνας ξένος στὴν Καρχηδόνα, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ διηγήθηκε τὰ ὅσα εἶχε μάθει καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τοὺς θαλαμηπόλους καὶ ὑπηρέτες τοῦ Κρόνου, κατὰ τὴν τριαντακονταετῆ παραμονή του σὲ μία νῆσον κοντὰ στὴν μεγάλη ἤπειρον-Ἀμερική ( «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης», 944 κ. ἑξ.) :

«Τὸ εὗρος τώρα καὶ τὸ μέγεθός της -σελήνης- δὲν εἶναι ὅσον λέγουν οἱ γεωμέτρες, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μεγαλύτερον. Καταμετρεῖ τὴν σκιὰ τῆς γῆς μὲ λίγα ἀπὸ τὰ δικά της μεγέθη, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι μικρή, ἀλλὰ λόγῳ τῆς θερμότητος στὸν βαθμὸν ποὺ ἐπιταχύνει τὴν κίνησίν της, γιὰ νὰ περάσει ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν σκοτεινὸν τόπον, βγάζοντας ἔξω τὶς ψυχὲς τῶν ἀγαθῶν ποὺ τὴν παροτρύνουν νὰ κάνει γρήγορα καὶ φωνάζουν, διότι ὅταν μπαίνουν στὴν σκιὰ δὲν ἀκοῦν πλέον τὴν μουσικὴ/ἁρμονία τοῦ οὐρανοῦ*1.

Ταυτόχρονα ὅμως καὶ οἱ ψυχὲς τῶν κολαζομένων μὲ ὀδυρμοὺς καὶ ἀλαλαγμοὺς πλησιἀζουν ἀπὸ κάτω ἐδῶ, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν σκιά (γι’ αὐτὸ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ χτυποῦν χαλκώματα κατὰ τὶς ἐκλείψεις καὶ νὰ κάνουν θόρυβον καὶ πάταγον ἐνάντια στὶς φαῦλες ψυχές*2).

Τὶς φοβίζει ὅμως καὶ τὸ ἀποκαλούμενον «πρόσωπον» ὅταν φτάνουν κοντά, ποὺ εἶναι βλοσυρὸν καὶ τρομακτικὸν ὁρώμενον. Ὡστόσο στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι τίποτα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἡ δική μας ἡ γῆ διαθέτει κόλπους βαθεῖς καὶ μεγάλους, ἕναν ἐδῶ ποὺ περνώντας ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες χύνεται μέσα πρὸς τὸ μέρος μας, ἔξω τὸν Κόλπον τῆς Κασπίας καὶ τοὺς γύρω ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἔτσι καὶ αὐτὰ εἶναι βάθη τῆς σελήνης καὶ κοιλώματα. 

Ἀπὸ αὐτὰ τὸ μεγαλύτερον τὸ ἀποκαλοῦν «μυχὸν τῆς Ἑκάτης», ὅπου τιμωροῦνται καὶ παίρνουν ἐκδίκησιν οἱ ψυχὲς γιὰ ὅσα τυχὸν ὑποστοῦν ἤ πράξουν, ἀφοῦ ἔχουν γίνει ἤδη δαίμονες. Τὰ ἄλλα δύο εἶναι μακρὰ περάσματα.

Ἀπὸ μέσα τους περνοῦν οἱ ψυχὲς τὴν μία πρὸς τὴν μεριὰ τῆς σελήνης, ποὺ βλέπει πρὸς τὸν οὐρανόν, τὴν ἄλλη ἀπὸ τὴν μεριὰ ποὺ βλέπει πρὸς τὴν γῆ. Οἱ περιοχὲς τῆς σελήνης ποὺ βλέπουν πρὸς τὸν οὐρανὸν ὀνομάζονται «Ἠλύσιον πεδίον», ἐνῶ οἱ πρὸς τὰ ἐδῶ -ὀνομάζονται οἶκος- τῆς Φερσεφόνης ποὺ εἶναι ἀντίχθονος-ἀπέναντι ἀπὸ τὴν γῆ*3.

Ὡστόσον οἱ δαίμονες δὲν μένουν γιὰ πάντα στὴν σελήνη, ἀλλὰ κατεβαίνουν ἐδῶ νὰ φροντίσουν γιὰ τὰ μαντεῖα, παρευρίσκονται κι αὐτοὶ καὶ λαμβάνουν μέρος στὶς ἀνώτατες ὀργιαστικὲς τελετές, γίνονται τιμωροὶ ἀλλὰ καὶ φύλακες ἔναντι τῶν ἀδικημάτων, ἀποδεικνύονται σωτῆρες στοὺς πολέμους καὶ λάμπουν στὴν θάλασσα*4

Γιὰ ὅ,τι τυχὸν δὲν πράξουν σωστὰ σὲ αὐτὰ τὰ θέματα, ἀλλὰ κινούμενοι ἀπὸ ὀργὴ γιὰ νὰ κάνουν κάποια ἄδικη χάριν ἤ πάλι ἀπὸ φθόνον, τιμωροῦνται, ἐφ’ ὅσον σπρώχνονται πάλι στὴν γῆ καὶ φυλακίζονται σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἀπὸ τοὺς καλλιτέρους αὐτῶν εἶπαν οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Κρόνου πὼς εἶναι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Κρήτη οἱ Ἰδαῖοι Δάκτυλοι, στὴν Φρυγία οἱ Κορύβαντες, οἱ Τροφωνιάδες στὴν Οὐδώρα τῆς Βοιωτίας*6 καὶ μυρίοι ἄλλοι σὲ πολλὰ μέρη τῆς Οἰκουμένης, τῶν ὁποίων παραμένουν οἱ τελετές, οἱ τιμὲς καὶ οἱ ἐπωνυμίες, οἱ δυνάμεις ὅμως ὁρισμένων ἐχάθησαν, ἐφ’ ὅσον πέτυχαν σὲ ἄλλον τόπον τὴν ἀλλαγὴ πρὸς τὸ ἄριστον. 

Τὴν πετυχαίνουν τώρα ἄλλοι νωρίτερα, ἄλλοι ἀργότερα, ὅταν ὁ νοῦς διαχωριστεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή. Διαχωρίζεται μέσῳ τοῦ ἔρωτος γιὰ τὴν εἰκόνα στὸν ἥλιον*7, μὲ τὴν ὁποία λάμπει τὸ ἐπιθυμητόν, τὸ καλὸν καὶ θεῖον καὶ μακάριον, τὸ ὁποῖον κάθε φύσις, ἡ καθεμία μὲ τὸν δικόν της τρόπον ὁρέγεται.

Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ σελήνη, λέγουν πώς, ἀπὸ ἔρωτα*8 πρὸς τὸν ἥλιον ἐκτελεῖ συνεχῶς τὶς περιφορές της καὶ τὸν συναντᾶ λαχταρώντας ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι πιὸ γόνιμον.

Ἡ οὐσία ὅμως τῆς ψυχῆς μένει πάνω στὴν σελήνη, διατηρώντας κάποια ἴχνη καὶ ὄνειρα ζωῆς, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, καὶ γι’ αὐτὴν νὰ θεωρεῖς ὅτι σωστὰ ἔχει λεχθεῖ τὸ

«ψυχὴ δ’ ἠύτ’ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται»

( = «ψυχή, σὰν ὄνειρο, φτερούγισε καὶ πέταξε», Ὀδύσσεια, λ’, 222) .

Στὴν πραγματικότητα, δὲν τὸ παθαίνει ἀμέσως, οὔτε ἀφοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἀργότερα ὅταν μείνει ἔρημη καὶ μόνη, ἀφοῦ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν νοῦν. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Ὅμηρος, αὐτὰ ποὺ ἀνέφερε γιὰ τὸν Ἅδη μοιάζουν νὰ ἐλέχθησαν μὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ θεοῦ :

«τὸν δὲ μετ’ εἰσενόησα βίην Ἡρακληείν, εἴδωλον: αὑτὸς δὲ μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι»

( = «Μετὰ ἀντελήφθην τὸν δυνατὸν Ἡρακλῆ, τὸ εἴδωλόν του,
ὁ ἴδιος εἶναι μὲ τοὺς ἀθανάτους θεούς», Ὀδύσσεια, λ’, 601-2)  

Πραγματικά, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἑμᾶς δὲν εἶναι οὔτε θυμός, οὔτε φόβος, οὔτε ἐπιθυμία, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε σᾶρκες καὶ ὑγρά, ἀλλὰ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον σκεπτόμεθα καὶ καταλαβαίνουμε, καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δέχεται τὸ ἀποτύπωμα τοῦ νοῦ, ποὺ ἀφήνει μὲ τὴν σειρά της τὸ ἀποτύπωμα στὸ σῶμα καὶ τὸ ἀγκαλιάζει ἀπὸ παντοῦ, ἀποκτᾶ ὡς ἀποτύπωμα τὴν μορφή. Ἔτσι ἀκόμη κι ἄν χωριστεῖ ἀπὸ τὸν ἕναν καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον, διατηρώντας γιὰ πολὺ χρόνον τὴν ὁμοιότητα καὶ τὸ ἀποτύπωμα, ὀρθῶς ὀνομάζεται εἴδωλον*9.

Τούτων, ὅπως ἔχει ἀναφερθεῖ ἡ σελήνη, εἶναι στοιχεῖον διότι διαλύονται σὲ αὐτήν, ὅπως ἀκριβῶς διαλύονται στὴν γῆ τὰ σώματα τῶν νεκρῶν -γρήγορα οἱ ψυχὲς ποὺ διαθέτουν σωφροσύνη, ποὺ πόθησαν ζωὴ ἄνετη χωρὶς σκοτοῦρες καὶ φιλοσοφημένη (διότι ἀφοῦ ἐγκατελείφθησαν ἀπὸ τὸν νοῦν καὶ δὲν ἔχουν πιὰ καμμία σχέσιν μὲ τὰ πάθη, μαραίνονται).

Ἀπὸ τὶς ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς τιμές, τὴν δράσιν καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς ποὺ ἐρωτεύονταν τὰ σώματα καὶ λειτουργοῦσαν μὲ τὸ θυμικόν, ὁρισμένες ζοῦν σὰν σὲ ὕπνον, βλέποντας γιὰ ὄνειρα ὅ,τι θυμοῦνται ἀπὸ τὴν ζωή, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐνδυμίωνος*10

Ἄν ὅμως τὸ ἄστατον καὶ ἐπιρρεπὲς στὰ πάθη στοιχεῖον τὶς ξεσηκώνει καὶ τὶς τραβᾶ ἀπὸ τὴν σελήνη πρὸς ἄλλην γένεσιν, δὲν τὶς ἀφήνει (ἡ σελήνη)… ἀλλὰ τὶς καλεῖ πίσω καὶ τὶς κρατᾶ μὲ μάγια.

Στ’ἀλήθεια δὲν εἶναι μικρὸν πρᾶγμα, οὔτε κάτι ποὺ φέρνει ἡρεμία καὶ ἁρμονία, ὅταν χωριστᾶ ἀπὸ τὸν νοῦν ἁδράξουν σῶμα μὲ τὸ παθητικόν τους μέρος.

Οἱ Τιτυοί, οἱ Τυφῶνες καὶ ὁ γνωστὸς Πύθων*11, ποὺ κατέλαβε τοὺς Δελφοὺς καὶ ἔφερε τὸ μαντεῖον ἄνω-κάτω μὲ τὴν αὐθάδεια καὶ τὴν βία, ἦταν σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ ἐγκατελείφθησαν ἀπὸ τὸν λόγον καὶ στηρίχτηκαν στὸ παθιασμένον στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον πλάνεψε ἡ ἔπαρσις.

Μὲ τὸν χρόνον ὅμως τὶς ἐδέχθη καὶ ἐκεῖνες πίσω ἡ σελήνη καὶ τὶς ἔβαλε σὲ τάξιν· ἔπειτα ἀφοῦ παίρνει πάλι μέσα της τὸν νοῦν μὲ τὴν ζωτικὴ δύναμιν τοῦ ἡλίου, ποὺ τὸν σπέρνει, δημιουργεῖ καινούργιες ψυχές, ἐνῶ ἡ γῆ τρίτη στὴν σειρά προμηθεύει τὸ σῶμα, διότι ἡ ἴδια (ἡ γῆ) δὲν δίνει τίποτα, ἀλλὰ ἀποδίδει μετὰ θάνατον ὅσα πῆρε γιὰ τὴν γένεσιν· ὁ ἥλιος δὲν παίρνει τίποτα, ἀλλὰ παίρνει πίσω τὸν νοῦν ποὺ ἔδωσε, ἐνῶ ἡ σελήνη καὶ παίρνει καὶ δίνει καὶ συνθέτει καὶ διαιρεῖ ἀναλόγως μὲ τὶς διαφορετικές της δυνάμεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες Εἰλείθυια ὀνομάζεται αὐτὴ ποὺ συνθέτει καὶ Ἄρτεμις αὐτὴ ποὺ διαιρεῖ*12.

Ἀπὸ τὶς τρεῖς Μοῖρες πάλι ἡ Ἄτροπος εἶναι ἐγκατεστημένη στὸν ἥλιον καὶ δίνει ἀρχὴ στὴν γένεσιν, ἡ Κλωθὼ ποὺ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὴν σελήνη συνδέει καὶ ἀναμειγνύει, ἐνῶ ἡ τελευταία γύρω ἀπὸ τὴν γῆ συμμετέχει στὸ ἔργον ἡ Λάχεσις, ἡ ὁποία ἔχει τὸ μεγαλύτερον μερίδιον στὴν τύχη*13

Πράγματι, τὸ ἄψυχον εἶναι ἀπὸ μόνον του ἀδύνατον καὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ ἄλλα πράγματα, ὁ νοῦς εἶναι ἀνεπηρέαστος καὶ αὐτοκράτωρ, ἐνῶ πρᾶγμα μεικτὸν ποὺ βρίσκεται στὸ μέσον εἶναι ἡ ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς ἡ σελήνη ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν θεόν σύνθεσις καὶ συνένωσις καὶ ἔχει ἑπομένως μὲ τὸν ἥλιον τὴν σχέσιν ποὺ ἔχει ἡ γῆ πρὸς τὴν σελήνη.

«Τοῦτα», εἶπε ὁ Σύλλας, «ἄκουσα τὸν ξένον νὰ διηγεῖται, ἐνῶ σὲ ἐκεῖνον ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος τὰ ἀπεκάλυψον οἱ θαλαμηπόλοι καὶ ὑπηρέτες τοῦ Κρόνου.

Ὅσον γιὰ σᾶς Λαμπρία, μπορεῖτε νὰ χρησιμοποιήσετε τὴν διήγησιν ὅπως θέλετε»». 


*1 Ἡ θεωρία τῆς ἁρμονίας τῶν ψυχῶν εἶναι Πυθαγόρεια. Ἡ πιὸ γνωστὴ διατύπωσις τῆς θεωρίας βρίσκεται στὴν «Πολιτεία» τοῦ Πλάτωνος (617b) :

«…τὸ ἀδράχτι γύριζε πάνω στὰ γόνατα τῆς Ἀνάγκης. Ἐπάνω σὲ στὰ χείλη τῶν κύκλων γυρίζοντας μαζί τους ὑπῆρχαν Σειρῆνες, ποὺ τραγουδοῦσε ἡ καθεμία σὲ ἕναν ἰδιαίτερον τόνον. Ἔτσι ἀπὸ τὶς ὀκτὼ ποὺ ἦταν γινόταν μία ἁρμονικὴ συμφωνία. Στὸ ἀδράχτι σὲ ἴσην ἀπόστασιν ἦταν καθισμένες σὲ θρόνους οἱ τρεῖς κόρες τῆς Ἀνάγκης, οἱ Μοῖρες, ντυμένες στὰ λευκὰ καὶ φορώντας στέμματα στὰ κεφάλια τους, ἡ Λάχεσις, ἡ Κλωθὼ καὶ ἡ Ἄτροπος. Αὐτὲς τραγουδοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν ἁρμονία τῶν Σειρήνων, ἡ Λάχεσις τὰ περασμένα, ἡ Κλωθὼ τὰ παρόντα καὶ ἡ Ἄτροπος τὰ μέλλοντα».

καὶ οἱ λόγοι, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους ὁ θεὸς χώρισε τὸ μεῖγμα τῆς ἀδιαιρέτου καὶ ἀμεταβλήτου οὐσίας τῆς ψυχῆς, μὲ αὐτὸ τῆς μεταβλητῆς καὶ διαιρετῆς, ποὺ δίνονται στὸν «Τίμαιον» (35b) σχετίζονται μὲ τὴν ἁρμονία.

Στὰ «Μετὰ τὰ φυσικά» (Α’, 986a) ὁ Ἀριστοτέλης ἐξηγεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἄποψιν τῶν Πυθαγορείων :

«Θεώρησαν ὅτι τὰ στοιχεῖα τῶν ἀριθμῶν εἶναι στοιχεῖα ὅλων τῶν ὄντων καὶ ὅτι ὁλόκληρος ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι παρὰ ἁρμονία καὶ ἀριθμός. Ὅσες λοιπὸν ἀναλογίες μποροῦσαν νὰ δείξουν ἀνάμεσα στοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς ἁρμονίες ἀφ’ ἑνός, τὰ μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν γενικὴ διάταξιν τοῦ κόσμου ἀφ’ ἑτέρου, τὶς συγκέντρωσαν καὶ τὶς ἐνσωμάτωσαν στὸ σύστημά τους».

Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ θυμίζει καὶ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὰ «Διονυσιακά» (5,65 κ. ἑξ.), ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κάδμον ποὺ ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς Θῆβας, δημιουργώντας γύρω ἀπὸ τὴν πόλιν τείχη μὲ ἑπτὰ πύλες (βλ. ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας), καθῶς θέλησε νὰ μιμηθεῖ τὸν οὐρανὸν μὲ τὶς ἑπτὰ ζῶνες του (περιφορές πλανητῶν). Γι’ αὐτὸ γράφει πὼς ὁ Κάδμος ἀφιέρωσε τὶς ἑπτὰ αὐτὲς πύλες στοὺς ἰσαρίθμους πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ.

Προφανῶς οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι γράφοντας αὐτὰ γνώριζαν πέραν τῆς ἁρμονικῆς περιφορᾶς τῶν πλανητῶν, καὶ τὴν μουσικὴ ἁρμονία σὲ ποὺ παράγεται κατὰ τὴν κίνησίν τους…

*2 Τὸ χτύπημα τοῦ μετάλλου ἐθεωρεῖτο πὼς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ἀποτρέπει τὸ κακὸ καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγον γινόταν κατὰ τὶς ἐκλείψεις, ὥστε ὁ θόρυβος ποὺ θὰ παρήγετο κατὰ τὸ χτύπημα νὰ φοβίσει τὶς φαῦλες ψυχὲς.

Ἐπιβεβαιοῖ καὶ ὁ Λουκιανός ( «Φιλοψευδὴς ἤ Ἀπιστῶν», 15) :

«ἐκεῖνα μὲν γὰρ ἢν ψόφον ἀκούσῃ χαλκοῦ ἢ σιδήρου, πέφευγε».

Καὶ ὁ Θεόκριτος γράφει ( «Φαρμακεύτρια», 36) :

«τὸ χάλκεον ὡς τάχος ἄχει».

*3 « -Ἡ ἀντίχθων- ἦταν σύμφωνα μὲ τοὺς Πυθαγορείους, τὸ δέκατον οὐράνιον σῶμα τοποθετημένον μεταξῦ τῆς κεντρικῆς φωτιᾶς (ἐστίας) καὶ τῆς γῆς. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψιν τοῦ Ἀριστοτέλους, οἱ Πυθαγόρειοι εἶχαν ἐπινοήσει τὴν ἀντίχθονα γιᾶ λόγους ἀντιστοιχίας :

«Ἐπειδὴ ἡ δεκάδα ἦταν γι’ αὐτοὺς ὁ τέλειος ἀριθμὸς καὶ περιέκλειε ὁλόκληρη τὴν φύσιν τῶν ἀριθμῶν, ἔλεγαν ὅτι δέκα εἶναι καὶ τὰ οὐράνια σώματα ποὺ κινοῦνται. Στὴν πραγματικότητα ὅμως βλέπουμε ἐννιά, γι’ αὐτὸ ἐπενόησαν ἕνα δέκατον σῶμα, τὴν άντίχθονα, δηλαδὴ τὴν ἀντί-γῆ», Μετὰ τὰ φυσικά, Α’, 986a, 9 κ.ἑξ.

Ὁ Σιμπλίκιος στὸ ἔργον «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Ἀριστοτέλους Περὶ Οὐρανοῦ», 512, 17-20 ἀναφέρει ὅτι ὁρισμένοι Πυθαγόρειοι ταύτιζαν τὴν σελήνη μὲ τὴν άντίχθονα», σχόλια φιλολογικῆς ὁμάδος Κάκτου στὸ άντίστοιχον σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου.

Τὰ ὅσα δὲ ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος περὶ τοῦ μυχοῦ τῆς Ἑκάτης καὶ τῶν δύο μακρῶν περασμάτων θυμίζουν ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Σωκράτης στὴν «Πολιτεία» (614b) τοῦ Πλάτωνος, ὅταν ἐξιστορεῖ στὸν Γλαύκωνα τὴν μεταθανάτια ἐμπειρία τοῦ Ἠρὸς καὶ τὰ ὅσα ὁ τελευταῖος εἶδε πρὶν τὴν ἀνάστασίν του :

«-Ὁ Ἤρ- κάποτε σκοτώθηκε στὸν πόλεμον καὶ ὅταν μαζεύτηκαν μετὰ ἀπὸ δέκα μέρες οἱ νεκροὶ καὶ ἦταν σὲ ἀποσύνθεσιν, τὸ σῶμα του βρέθηκε ἀκέραιον. Κι ὅταν στὶς δώδεκα ἡμέρες τὸν μετέφεραν στὴν πατρίδα γιὰ νὰ ταφεῖ, ὅταν τὸν ἔβαλαν στὴν φωτιὰ ξαναζωντάνεψε καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν του ἔλεγε τὰ ὅσα εἶδε στὸν ἄλλον κόσμον. Ἔλεγε λοιπὸν πὼς ἀφοῦ βγῆκε σὲ ἕναν τόπον, ἡ ψυχή του πορευόταν μὲ πολλοὺς ἄλλους καὶ ἔφτασαν σὲ ἕναν ἐξαίσιον τόπον, ὅπου ὑπῆρχαν δύο χάσματα τῆς γῆς συνεχόμενα μεταξύ τους καὶ ἄλλα δύο χάσματα τοῦ οὐρανοῦ ἀπέναντι στὰ πρῶτα.

Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἦταν ἐγκατεστημένοι δικαστὲς, οἱ ὁποῖοι κατόπιν δίκης ἄλλους ἔστελναν δεξιὰ καὶ πάνω στὸν οὐρανόν, ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν μπροστά τους σημάδια τῆς δικαστικῆς τους ἀποφάσεως, ἐνῶ τοὺς ἀδίκους ἀριστερὰ καὶ κάτω, ἔχοντας σημάδια κρεμασμένα πίσω τους δηλωτικά τῶν κακῶν πράξεῶν τους…-Ὁ Ἤρ- εἶδε λοιπὸν τὶς ψυχὲς ποὺ ἔπαιρναν τὸν δρόμον γιὰ τὰ δύο χάσματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς μετὰ τὴν κρίσιν τοῦ δικαστηρίου, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο πάλι ὅσες ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν γῆ νὰ εἶναι γεμάτες ξηρασία καὶ σκόνη, ἐνῶ ὅσες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανόν ἦταν καθαρές.

Καὶ ὅλες ὅσες ἔρχονταν ἔδιναν τὴν ἐντύπωσιν πὼς εἶχαν κάνει μεγάλη πορεία μέχρι νὰ φθάσουν ἐκεῖ καὶ μὲ εὐχαρίστησιν πήγαιναν νὰ καταυλισθοῦν στὸ λειβάδι, ὅπως γίνεται στὰ πανηγύρια καὶ ἁσπάζονταν μεταξύ τους ὅσες ἦταν γνωστὲς καὶ ζητοῦσαν νὰ μάθουν οἱ μὲν ἐρχόμενες ἀπὸ τὴν γῆ γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν οὐρανόν, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀντιστρόφως. Κι ἀνακοίνωναν μεταξύ τους οἱ μὲν μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς τὶς ἀναμνήσεις τους καὶ πόσα καὶ τί φοβερὰ ἔπαθαν στὴν πορεία τους κάτω ἀπὸ τὴν γῆ-ἦταν δὲ ἡ πορεία τους ἐπὶ χίλια χρόνια-.

Ἀντιθέτως πάλι ὅσες ἔφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διηγοῦντο πόσες εὐχαριστήσεις εἶχαν καὶ τὰ θεάματα ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς ποὺ εἶδαν…

Ὅσες ἀδικίες διέπραξαν ὁ καθένας τιμωρήθηκαν χωριστὰ καὶ στὴν κάθε περίπτωσιν μὲ δεκαπλάσια τιμωρία -δηλαδὴ μία τιμωρία γιὰ κάθε ἑκατονταετία, ἀφοῦ τόση εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων- ὥστε νὰ εἶναι δεκαπλάσια ἡ πληρωμὴ τοῦ κάθε ἀδικήματος· π.χ. ἄν κάποιοι ἦταν αἴτιοι πολλῶν θανάτων ἤ πρόδωσαν πόλεις ἤ στρατόπεδα ἤ ἔρριξαν ἀνθρώπους στὴν δουλεία ἤ ἦταν ἔνοχοι γιὰ ἄλλα κακουργήματα, γιὰ ὅλα αὐτὰ ὑφίσταντο δεκαπλάσια βασανιστήρια.

Ἀντιθέτως, ὅσοι ἔκαναν εὐεργεσίες καὶ καὶ ὑπῆρξαν δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς μὲ τὴν ἴδια ἀναλογία ἀποζημιώνονταν. Σχετικῶς μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν λίγο μετὰ τὴν γέννησίν τους, ἔλεγε ἄλλα, ὄχι τόσον ἄξια προσοχῆς. Γιὰ τὴν ἀσέβεια ἤ εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς ἤ τὴν αὐτοκτονία ἀνέφερε πολὺ μεγαλύτερες ποινὲς ἤ ἀμοιβές.

Ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ἦταν παρὼν ὅταν κάποιος ῥωτοῦσε ἕναν ἄλλον ποὺ εἶναι ὁ μέγας Ἀρδιαῖος. Ἀυτὸς ὁ Ἀρδιαῖος ὑπῆρξε τύραννος σὲ κάποια πόλιν τῆς Παμφυλίας, πρὶν χίλια ἀκριβῶς χρόνια ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁπότε σκότωσε τὸν ἡλικιωμένον πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερον ἀδελφόν του καὶ εἶχε διαπράξει πολλὲς καὶ ἀσεβεῖς πράξεις, ὅπως ἔλεγαν.

Εἶπε λοιπὸν πὼς ὁ ἐρωτώμενος ἀπήντησε : «Δὲν ἔφτασε, οὔτε ποτὲ θὰ φτάσει ἐδῶ». Εἴδαμε μάλιστα καὶ τὸ ἑξῆς φοβερὸν θέαμα.

Ὅταν ἤμασταν κοντὰ στὸ στόμιον καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβοῦμε ἀπὸ τὴν γῆ ἔχοντας ὑποστεῖ ὅλες τὶς ἄλλες ποινές, εἴδαμε ξαφνικὰ ἐκεῖνον καὶ ἄλλους -σχεδὸν ὅλοι τους ὑπῆρξαν τύραννοι-…Αὐτοὶ νόμιζαν ὅτι θὰ βγοῦν, ἀλλὰ τὸ στόμιον τοῦ χἀσματος δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε, ἀλλὰ μούγκριζε ὅσες φορὲς κάποιοι ἀνίατα πονηροὶ ἤ ποὺ δὲν εἶχαν ἀρκετὰ τιμωρηθεῖ, ἐπεχειροῦσαν νὰ ἀνέλθουν.

Τότε κάποιοι ἄνδρες ἄγριοι καὶ διάπυροι στὴν ὄψιν ποὺ ἦταν ἐκεῖ…ἄλλους τοὺς ἔπιαναν καὶ τοὺς ἀπομάκρυναν, τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἔδεσαν χειροπόδαρα, τοὺς ἔρριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, τοὺς ἔσερναν ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, πάνω στὰ ἀγκάθια κατακόβοντάς τους καὶ στοὺς περαστικοὺς δήλωναν τοὺς λόγους τῶν βασανιστηρίων καὶ ὅτι τοὺς πήγαιναν γιὰ νὰ τοὺς ῥίξουν στὸν Τάρταρον.

Σ’ αὐτὸν τὸν τόπον ὅσους φόβους καὶ ὅποιας λογῆς καὶ ἄν δοκίμασαν, αὐτὸς ἐδῶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος, δηλαδὴ μὴ τυχὸν ἀκουσθεῖ στὸν καθέναν ἐκεῖνον τὸ μουγκρητὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ περνᾶ ἀπὸ τὸ στόμιον νὰ βγεῖ ἐπάνω…»

Προφανῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορία ἐνεπνεύσθησαν οἱ χριστιανοὶ τὰ περὶ κολάσεως, πυρὸς καὶ βασανιστηρίων ποὺ περιμένουν τοὺς «ἀκολάστους καὶ ἁμαρτωλούς» μετὰ θάνατον. 

*4 Οἱ Διόσκουροι καὶ ἀδέλφια τῆς ὡραίας Ἑλένης καὶ Κλυταιμνήστρας, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, εἶχαν λάβει μέρος στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ εἶχαν σώσει ἀρκετοὺς συντρόφους τους ἀπὸ πνιγμούς καὶ τοὺς κινδύνους τῆς θαλάσσης, γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρήθηκαν προστᾶτες τῶν ναυτιλλομένων. Ἐλέγετο ὅτι ἐνεφανίζοντο στὰ κατάρτια τῶν πλοίων γιὰ νὰ τὰ προστατεύουν ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες καὶ ὅταν οἱ ναυτικοὶ τοὺς ἀντελαμβάνοντο θεωροῦσαν πὼς μετὰ τὴν κακοκαιρία θὰ ἀκολουθήσει σύντομα γαλήνη. Ἐλέγετο πὼς κατέφθανον μὲ ταχύτητα ὡς ἄγγελοι μὲ ξανθὰ φτερὰ, θεώρησις ποὺ παρεφθάρθη ἐπὶ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ Διόσ-κουροι κατέληξαν νὰ γίνουν οἱ ἀρχάγγελοι-ταξιᾶρχες… Γαβριὴλ καὶ Μιχαήλ!

Ὡς προστᾶτες σὲ ναυμαχία ἐνεφανίζοντο στὸ ἔργον τοῦ Πλουτάρχου «Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων» (417).

Ὁ Ὑγῖνος ( «Fabulae», 14) ἀναφέρει πὼς ὅταν ἐγεννήθησαν στὴν Σπάρτη, στὸν οἶκον τοῦ Τυνδάρεῳ, ἀπὸ τὴν Λῆδα οἱ Διόσκουροι, ἐνεφανίσθηκαν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους ἀστέρια, ὑποδεικνύοντας πὼς εἶχαν πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ( «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», 4,43) γράφει πὼς ἔπεσαν στὰ κεφάλια τους μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Ἀργοναύτου Ὀρφέως, γιὰ τὴν τρικυμία κατὰ τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία.

Ὡς δίδυμα ἀδέλφια καὶ ἀχώριστοι κατεστερίσθησαν καὶ ἀποτελοῦν τὸν ἀστερισμὸν τῶν Διδύμων.

Ἡ δὲ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου ὅτι οἱ δαίμονες*5 δὲν μένουν γιὰ πάντα στὴν σελήνη, ἀλλὰ κατεβαίνουν καὶ ἐδῶ ὥστε νὰ φροντίσουν τὰ μαντεῖα κοκ, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἀποδεικνύονται σωτῆρες στοὺς πολέμους, θυμίζει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν ἱστορία τοῦ ἥρωος Ἐχετλαίου, ὁ ὁποῖος ἐμφανισθεὶς ξαφνικὰ στὸ στρατόπεδον τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν κατὰ τὴν Μάχη τοῦ Μαραθῶνος, καὶ ἔχων τὴν ὄψιν καὶ ἐνδυμασία ἑνὸς ἀγρότου, ἐφόνευσε μὲ ὅπλον του μία ἐχέτλη ( =λαβὴ ἀρότρου) πολλοὺς βαρβάρους, βοηθώντας στὴν μάχη τοὺς Μαραθωνομάχους καὶ ἔπειτα ἐξηφανίσθη. Οἱ Ἀθηναῖοι θέλοντας νὰ μάθουν ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἀνὴρ ποὺ τοὺς βοήθησε, ζήτησαν χρησμόν, μὲ τὸ μαντεῖον νὰ τοὺς σημαίνει μόνον πὼς πρέπει νὰ τιμοῦν τὸν ἥρωα Ἐχετλαῖον :

«συνέβη δὲ ὡς λέγουσιν ἄνδρα ἐν τῇ μάχῃ παρεῖναι τὸ εἶδος καὶ τὴν σκευὴν ἄγροικον· οὗτος τῶν βαρβάρων πολλοὺς καταφονεύσας ἀρότρῳ μετὰ τὸ ἔργον ἦν ἀφανής· ἐρομένοις δὲ Ἀθηναίοις ἄλλο μὲν ὁ θεὸς ἐς αὐτὸν ἔχρησεν οὐδέν, τιμᾶν δὲ Ἐχετλαῖον ἐκέλευσεν ἥρωα», Ἀττικά, 32,5, Παυσανίας

*5 Δαίμων κυριολεκτικῶς σημαίνει θεός. Κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, ὅταν κυνηγήθηκε διὰ ποινῆς θανάτου ὁ,τιδήποτε θύμιζε το ἑλληνικὸν πνεῦμα, ἐκτὸς τῶν καταστροφῶν τῶν ναῶν, τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἀπομάκρυνσιν τῶν «εἰδωλολατρῶν-Ἐθνικῶν», τὴν κατάργησιν τοῦ ὅρου «Ἕλλην», παρεχαράχθησαν καὶ τὰ ἔτυμα ὑψίστης σημασίας τῶν Ἑλλήνων, ὥστε νὰ σημαίνουν κάτι τὸ φαῦλον, τὸ κακόν, τὸ δυσάρεστον καὶ ἀνίερον. Ἔτσι καὶ ὁ δαίμων ἀπὸ θεός κατέληξε νὰ σημαίνει τὸν διαβαλλόντα, ὅπως καὶ τὸ ἄστρον τῆς Ἀφροδίτης, ὁ ὁμηρικὸς Ἑωσφόρος, εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια μοίρα· τὸ «μεγαρίζω», τελῶ θυσίες στὰ Μέγαρα πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος, κατέληξε «μαγαρίζω», σπιλώνω, μολύνω κοκ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἕλλην σἠμερα ἀντὶ νὰ γνωρίζει τὴν καταστροφή του καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὴν πραγματικὴ κακοδαιμονία του, νὰ γνωρίζει περισσότερα γιὰ τὴν ἐπίπλαστον γενοκτονία τσιγγανόγυφτων νομάδων ποὺ κατεδυνάστευσαν καὶ παρεχάραξαν μὲ τὰ παραμύθια τους τὴν ἱστορία του.  

«Δαίμονες οἱ θεοὶ δαήμονες ὄντες, οἷον ἔμπειροι»,

«δαίμονες ἁγνοὶ ὑποχθόνιοι καλέονται,
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων
», Κρατύλος, 398, Πλάτων  

(δαήμων = γνώστης. Τὸ ἀντίθετον ἀδαής).

Ἢ ὅτι ‐τὰ‐ πάντα μερίζουσι, ἀπὸ τοῦ δάσασθαι».

(δάσασθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δαίω=μοιράζω).

Καὶ ὁ Ἀθήναιος στοὺς «Δειπνοσοφιστάς», συμπληρώνει:

«Οἱ Ἕλληνες...τὸν ἀγαθὸν ἐπιφωνοῦσι δαίμονα» (15.675 Β)

*6 Οἱ Ἰδαῖοι Δάκτυλοι ἦταν πέντε στὸν ἀριθμὸν ὅσα καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ χεριοῦ μας (κατὰ μία ἐκδοχὴ λέγεται πὼς ἐγεννήθησαν ὅταν ἡ Ῥέα λόγῳ τῶν ὠδινῶν της, ἔσφιξε μὲ τὰ δάχτυλα τοῦ χεριοῦ της τὸ χῶμα. Ἀπὸ κάθε δάκτυλόν της ξεφύτρωσε κι ἕνας ἐκ τῶν Ἰδαίων δακτύλων). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐπέβλεπαν τὸν νεογέννητον Δία στὸ Ἰδαῖον ἄντρον, ἐξ οὗ καὶ «Ἰδαῖοι Δάκτυλοι». Αὐτοὶ ἦταν ρακλς δαος πρεσβύτερος (χι πασίγνωστος τς λκμήνης, υἰὸς το Διός), Παιωναος, πιμήδης, ασίων/άσιος κα δας.

Οἱ Κορύβαντες ἦταν μύστες τῆς Ῥέας-Κυβέλης. Ἀκολουθοῦσαν τὸ ἅρμα της μὲ ἀλαλαγμούς, χορούς, κρουστὰ καὶ πνευστὰ μουσικὰ ὄργανα.

Οἱ Τροφωνιάδες ἦταν ὁ Τροφώνιος καὶ ὁ Ἀγαμήδης, μεγάλοι ἀρχιτέκτοντες τῆς ἀρχαιότητος, στοὺς ὁποίους ἀποδίδονται ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφούς, ἡ οἰκία τοῦ Ἀμφτρίωνος καὶ τῆς Ἀλκμήνης στὴν Θῆβα, ὁ θησαυρὸς τοῦ Ὑριέως καὶ τοῦ Αὐγεία (βλ. «Ἑλλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά», 37,5-8, Παυσανίας).

Σχετικῶς μὲ τὸν θησαυρὸν τοῦ Ὑριέως, τὸν εἶχαν κατασκευάσει ἔτσι, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ εἰσέρχονται στὸ κτήριον χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτοί, κι ἔτσι νὰ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν θησαυρόν. Ὁ Ὑριεὺς ὅμως ἔστησε παγίδα καὶ ἔπιασε τὸν Ἀγαμήδη, καὶ ἔτσι ὁ Τροφώνιος ἠναγκάσθη νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφόν του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ.
Τότε ἐδημιουργήθη ἕνα χάσμα στὴν γῆ τῆς Λιβαδειᾶς, τὸ ὁποῖον κατάπιε τὸν Τροφώνιον, ὁ «λάκκος τοῦ Ἀγαμήδους», ὅπου συνεδέθη μὲ τὸν Κάτω Κόσμον καὶ ἐκεῖ πήγαιναν ὅσοι ἀνεζήτουν χρησμὸν ἀπὸ τὸν Τροφώνιον καὶ ἐθυσίαζον ἕναν κριόν.

Στὸ χάσμα αὐτὸ, μετὰ ἀπὸ ἕναν μεγάλον λιμὸν ποὺ ἔπληξε τὴν Λιβαδειά, ἐδημιουργήθη τὸ μαντεῖον τοῦ Τροφωνίου ὕστερα ἀπὸ χρησμὸν τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν. Στοὺς Δελφοὺς εἶχαν καταφύγει οἱ κάτοικοι γιὰ νὰ μάθουν πῶς θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν λιμόν καὶ ἡ Πυθία τοὺς σήμανε πὼς ὁ λιμὸς εἶναι ἀποτέλεσμα παραμελήσεώς τους σ’ ἕναν ἀνώνυμον ἥρωα, τοῦ ὁποίου τὸν τάφον πρέπει νὰ βροῦν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία. Ἀφοῦ ὁ τάφος τοῦ Τροφωνίου βρέθηκε κατὰ τύχην ἀπὸ ἕναν βοσκόν, ἀκολούθησαν οἱ κάτοικοι τὴν συμβουλὴ τοῦ μαντείου καὶ τότε σταμάτησε ὁ λιμός.

*7 Τὸ χωρίον αὐτὸ θυμίζει τὴν πλατωνικὴ ἰδέα περὶ Ἀγαθοῦ-Ἡλίου στὴν ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου. Αὐτὸ ποὺ δηλώνει καὶ εὐθέως ὁ Πλάτων διὰ στόματος Σωκράτους στὴν «Πολιτεία», (509a) πὼς :

«Αὐτὸ, λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἀλήθεια γιὰ ἀντικείμενα ποὺ γνωρίζουμε καὶ δίνει στὸν ἄνθρωπον τὴν δύναμιν τῆς γνώσεως, αὐτὸ νὰ λὲς ὅτι εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Ἀγαθοῦ. Ἀκόμα πὼς αὐτὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ἀληθείας. Καὶ θὰ σκεφτεῖς σωστὰ πιστεύοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ξεχωριστὸν, ἀλλὰ καὶ ὀμορφότερον ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο».

βλ. καὶ «Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων», (564c), «Πρὸς Κωλώτην», (1119a), «Ἠθικὰ Νικομάχεια», (1166a, 16-17/ 22-23/ 1178a, 2-7), «Πολιτεία», (430-1/ 588-9/ 611).

*8  Ἔρως εἶναι ἡ σύνδεσις, ἐκ τοῦ «εἴρειν» ( =συνδέω).

*9 Στὸ «Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων», (564a), οἱ ψυχὲς περιγράφονται ὡς «τύπον ἔχουσαι ἀνθρωποειδῆ» :

«τὰς ψυχὰς τῶν τελευτώντων κάτωθεν ἀνιούσας πομφόλυγα φλογοειδῆ ποιεῖν ἐξισταμένου τοῦ ἀέρος, εἶτα ῥηγνυμένης ἀτρέμα τῆς πομφόλυγος ἐκβαίνειν τύπον ἐχούσας ἀνθρωποειδῆ».

Ἡ ἀντίληψις ὅτι μετὰ θάνατον ἡ ψυχὴ διατηρεῖ τὴν έμφάνισιν τοῦ σώματος ἦταν κοινή, παρ’ ὅλον ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ σύμφωνα μὲ τὸν Διογένη τὸν Λαέρτιον (8,31), ταὴν παρουσίαζε ὡς Πυθαγόρεια διδασκαλία.

Γιὰ τὴν ἰδέα τῆς ψυχῆς ποὺ περιβάλλει τὸ σῶμα γράφει καὶ ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον» (34b) :

«Στὸ μέσον ἐνεφύτευσε τὴν ψυχή, τὴν κατένειμε παντοῦ, ὥστε νὰ καλύπτει ἀκόμη καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ σώματός του, καὶ ἔτσι ἐνεκαθίδρυσε ἕναν καὶ μοναδικὸν σφαιρικὸν καὶ περιστρεφόμενον οὐρανόν, μοναχικόν, ἱκανὸν χάριν τῆς ἀρετῆς του νὰ συντροφεύει τὸν ἑαυτόν του χωρὶς τὴν ἀνάγκη κανενὸς ἄλλου, αὐτάρκη μέσα στὴν σχέσιν καὶ τὴν φιλία πρὸς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του.»

*10  Ὁ Ἐνδυμίων ἦταν ἕνας ὄμορφος θνητὸς, υἰὸς τῆς Καλύκης καὶ τοῦ Ἀεθλίου. Κάποιοι ἰσχυρίζονται πὼς ἦταν υἰὸς τοῦ Διός. Γιὰ τὴν ἀσύγκριτή του ὀμορφιὰ τὸν ἐρωτεύτηκε ἡ Σελήνη καὶ ὁ Ζεὺς τοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ διαλέξει ὅ,τι θέλει. Καὶ αὐτὸς διάλεξε ὡς προνόμιον τὸν αἰώνιον ὕπνον, μένοντας ἔτσι ἀγέραστος καὶ ἀθάνατος ( «Βιβλιοθήκη», 7,5, Ἀπολλόδωρος). Ἄλλοι συγγραφεῖς λέγουν πὼς τὸν ἐπεσκέπτετο κάθε βράδυ ἡ Σελήνη τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμόταν. Ἐρωτευμένη οὖσα ἡ Σελήνη καὶ φοβούμενη μήπως χάσει κάποια μέρα τὸν θνητὸν Ἐνδυμίωνα, παρεκάλεσε τὸν πατέρα της, Δία, νὰ τὸν ἀφήσει νὰ κοιμᾶται αἰωνίως καὶ νὰ μείνει ἔτσι ἀγέραστος καὶ ἀθάνατος.

«Ἐνδυμίων» ὠνομάσθη ἕνας κρατὴρ τῆς σελήνης.

*11 Ὁ Τιτυὸς ἦταν υἰὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἐλάρας καὶ ἐστάλη ἀπὸ τὴν Ἥρα ἐναντίον τῆς Λητοῦς, ἐρωμένης τοῦ Διὸς καὶ μητρὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, γιὰ νὰ τὴν βιάσει. Ὁ Ζεὺς τὸν κατεκεραύνωσε καὶ τὸν ἔρριξε στὸν Ἅδη, ὅπου κάθε μέρα δύο φίδια ἤ δύο ἀετοὶ τοῦ ἔτρωγαν τὸ ἦπαρ, τὸ ὁποῖον ξαναγεννιόταν ἀνάλογα μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης.

Ὁ Τυφὼν ἦταν υἰὸς τῆς Γαίας καὶ τοῦ Ταρτάρου, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ Γαία γιὰ νὰ έκδικηθεῖ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου γιὰ τὴν νίκη τους κατὰ τῶν Γιγάντων (ἐπίσης παιδιὰ τῆς Γαίας). Τὸ μέγεθός του ἦταν μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ὄρη καὶ ἔφτανε μέχρι τὰ ἀστέρια. Τὰ χέρια του ἔφταναν σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ στοὺς ὥμους του εἶχε ἑκατὸ κεφάλια δρακόντων, μὲ ἑκατὸ λαρύγγια ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν κραυγὲς καὶ συριγμοί καὶ εἶχε μάτια ποὺ πετοῦσαν φλόγες.

Ὅταν μεγάλωσε ὁ Τυφὼν ἀνέβηκε στὸν Ὅλυμπον γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκησιν γιὰ τὰ ἀδέλφια του, ἐκσφενδονίζοντας στοὺς θεοὺς βράχους καὶ προκαλώντας τρομερὸν θόρυβον μὲ τὰ ἑκατό λαρύγγια του. Ὁ Ζεὺς τὸν χτυποῦσε μὲ κεραυνοὺς καὶ τὸν κατεδίωξε μέχρι τὸ Κάσιον Ὄρος τῆς σημερινῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Τυφὼν περικύκλωσε τὸν Δία μὲ τὰ ἑκατό του σώματα, ποὺ ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω εἶχαν τὴν μορφὴ φιδιοῦ, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκινητοποίησε τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς κεραυνοὺς καὶ τοῦ ἔκοψε μὲ τὸ δρεπάνι ποὺ ἔκοψε ὁ Κρόνος τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ, τοὺς τένοντες χεριῶν καὶ ποδιῶν.

Ὁ Τυφὼν παρέδωσε στὸν ἀδελφόν του, Πύθωνα, τὸν ἀνήμπορον Δία γιὰ νὰ τὸν κρατᾶ αἰχμάλωτον στὸν Παρνασσόν. Ἐκεῖ τὸν ἀπελευθέρωσαν ὁ Ἑρμῆς μὲ τὸν Πάνα, ἔκλεψαν τοὺς τένοντες καὶ ἀφοῦ ὁ Ζεὺς ἦταν καὶ πάλι ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Τυφῶνα μὲ τοὺς καινούργιους κεραυνούς του, πῆγε στὴν Νύσσα (ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε ὁ Διόνυσος), ἔπειτα ἀπὸ συμβουλὴ τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἐτράφη μὲ τὰ ἐκεῖ φροῦτα καὶ ἔφτασε στὸν Αἷμον τῆς Θράκης, ὅπου κατακεραύνωσε τὸν Τυφῶνα, ὁ ὁποῖος τοῦ πετοῦσε ὄρη. Ἐκεῖ μάτωσε ὁ Τυφών καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα του ὠνόμασε τὸ ὁμώνυμον ὄρος τῆς Θράκης, Αἷμον.

Ἔπειτα κατέφυγε στὴν Σικελία, ὅπου ὁ Ζεὺς τοῦ πέταξε τὸ ὄρος Αἴτνα καὶ τὸν φυλάκισε στὰ ἔγκατά του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅταν θυμώνει ἐκβάλλει κραυγὲς ἀπὸ τὰ ἑκατὸ λαρύγγια του καὶ λάβα ἀπὸ τὰ πύρινα μάτια του.

Ὁ Πύθων, ἀδελφὸς τοῦ Τυφῶνος (τὸν εἶχε γεννήσει ἡ Γαία ἀπὸ τὴν λάσπη τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Δευκαλίωνος), ἦταν φίδι ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τῶν Δελφῶν καὶ ἐλυμαίνετο τὸν τόπον, μέχρι ποὺ ὁ Ἀπόλλων ἵδρυσε ἐκεῖ τὸ μαντεῖον του καὶ τὸν σκότωσε, ἱδρύοντας τότε τὰ Πύθια.

*12 Κατὰ μία ἐκδοχὴν ἡ Ἄρτεμις καὶ ἡ Εἰλείθυια εἶναι ἀδελφές, σύμφωνα μὲ ἄλλες ἐκδοχές (π.χ. Θεαίτητος, 149b, Πλάτων) ἡ Ἄρτεμις καὶ ἡ Εἰλείθυια εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπον. Ἐδῶ φαίνεται πὼς ἀντιστοιχοῦν σὲ δύο διαφορετικὲς λειτουργίες τῆς σελήνης. Τὴν Εἰλείθυια ἤ Ἄρτεμιν Ἐλευθὼ ἐπεκαλοῦντο «ἱνὰ ἐλεύθη» οἱ ἐπίτοκες νὰ τὶς βοηθήσει μὲ τὶς ἑλκτικές της δυνάμεις, ὅπως ἀκριβῶς βοήθησε σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον καὶ τὴν μητέρα της Λητὼ νὰ φέρει τὸν κόσμον τὸν ἀδελφόν της Ἀπόλλωνα· κι αὐτὸ καθῶς παρετήρουν πὼς ἡ πανσέληνος βοηθοῦσε στὸ νὰ τραβηχτοῦν ἔξω-σπάσουν τὰ νερά, διευκολύνοντάς τες στὸν τοκετόν (βλ.καὶ παλίρροια-ἄμπωτη). 

*13 «Οἱ Μοῖρες ( =μερίδια) ἦταν θεότητες ποὺ προσωποποιοῦν τὸ πεπρωμένον καὶ τὰ θεσπίσματά τους εἶναι ἀπαραβίαστα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς θεούς. Ἦταν κόρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, ἀδελφὲς τῶν Ὡρῶν· αὐτὲς ἦταν ἡ Κλωθώ (παρόν), ἡ Λάχεσις (παρελθόν) καὶ ἡ Ἄτροπος (μέλλον).

Στὸ «Περὶ Σωκράτους Δαιμονίου» (591b, Πλούταρχος) ἡ Ἄτροπος εἶναι ἐγκατεστημένη στὸν ἀόρατον τόπον, ἡ Κλωθὼ στὸν ἥλιον καὶ ἡ Λάχεσις στὴν σελήνη (βλ. καὶ Πρόκλος, Εἰς τὰς Πλάτωνος Πολιτείας ὑπόμνημα, 2, 244) :

«Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους μας ἔβαζαν τρίτη τὴν Λάχεσιν καὶ λέγουν ὅτι ὡς πιὸ ὑποβιβασμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο χρησιμοποιεῖ τὰ δυό της χέρια καὶ ὅτι ὁ προφήτης ποὺ εἶναι κατώτερος ἀπὸ αὐτές, παίρνει τὰ ὑποδείγματα τῶν κλήρων ἀπὸ ἐκείνη ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ὑποβιβασμένη ἀπὸ τὴν ἀμέσως ἑπόμενή του.

Κάποιοι ἄλλοι τὴν τοποθετοῦν στὸ μέσον τῶν ἄλλων καὶ λέγουν ὅτι ἐνεργεῖ ἔτσι ἐπειδὴ ἔχει ἐπαφὴ ταυτόχρονα καὶ μὲ τὶς δύο ἀκραῖες, μὲ τὴν Κλωθὼ μὲ τὸ δεξί της χέρι καὶ τὴν Ἄτροπον μὲ τὸ ἀριστερόν. Γι’ αὐτὸ καὶ καθεμιά ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐνεργεῖ κατὰ διαστήματα, σὰν νὰ ἀφήνουν πεδίον γιὰ τὴν ἐνδιάμεση καὶ γιὰ τὸν λόγον αὐτὸ ἐκείνη κατέχει τὰ ὑποδείγματα τῶν κλήρων, ὑπὸ τὴν ἐννοια ὅτι αὐτὴ λόγῳ τῆς μεσότητός της δείχνει τὴν τριάδα τῶν Μοιρῶν νὰ εἶναι στὸν ἑαυτόν της καὶ ταιριάζει μὲ τὴν μεσότητα τῶν ψυχῶν.

Κάποιοι τρίτοι ὑποψιάστηκαν ὅτι ἡ Λάχεσις εἶναι ἡ πιὸ σεβάσμια καὶ ἔτσι κινεῖ τὸ ἀδράχτι καὶ μὲ τὰ δύο χέρια της ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι περιστρέφει καὶ τὴν σφαῖρα τῶν ἀπλανῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν σφαῖρα τῶν πλανητῶν καὶ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανόν…Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν διαφορῶν αὐτῶν, χρησιμοποιοῦμε ὡς κριτὴ τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος στὸ δωδέκατον βιβλίον τῶν «Νόμων» λέγει καθαρὰ ὅτι πρώτη πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν Λάχεσιν, δευτέρα τὴν Κλωθὼ καὶ τρίτη τὴν Ἄτροπον ποὺ καθιστᾶ ἀμετακλήτους τοὺς κλήρους ποὺ ἔχουν ὑφανθεῖ».

Στὸ «Περὶ Εἰμαρμένης» (568E), ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν Πλατωνικὴ «Πολιτεία» (617c) ἡ Κλωθὼ κατέχει τὴν ἀνωτέρα περιοχή, ἡ Λάχεσις τὴν κατωτέρα καὶ ἡ Ἄτροπος τὴν ἐνδιάμεση. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΥΧΟΥ ΤΗΣ ΕΚΑΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΣΩΝ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΝ, Η ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΗΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΟΙΡΩΝ

Συνεχίζει ὁ Πλούταρχος διὰ στόματος Σύλλα τὴν περιγραφὴ τοῦ τί συμβαίνει στὴν σελήνη, ὅπως τοῦ τὴν μετέφερε ἕνας ξένος στὴν Καρχηδόνα, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ διηγήθηκε τὰ ὅσα εἶχε μάθει καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τοὺς θαλαμηπόλους καὶ ὑπηρέτες τοῦ Κρόνου, κατὰ τὴν τριαντακονταετῆ παραμονή του σὲ μία νῆσον κοντὰ στὴν μεγάλη ἤπειρον-Ἀμερική ( «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης», 944 κ. ἑξ.) :

«Τὸ εὗρος τώρα καὶ τὸ μέγεθός της -σελήνης- δὲν εἶναι ὅσον λέγουν οἱ γεωμέτρες, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μεγαλύτερον. Καταμετρεῖ τὴν σκιὰ τῆς γῆς μὲ λίγα ἀπὸ τὰ δικά της μεγέθη, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι μικρή, ἀλλὰ λόγῳ τῆς θερμότητος στὸν βαθμὸν ποὺ ἐπιταχύνει τὴν κίνησίν της, γιὰ νὰ περάσει ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν σκοτεινὸν τόπον, βγάζοντας ἔξω τὶς ψυχὲς τῶν ἀγαθῶν ποὺ τὴν παροτρύνουν νὰ κάνει γρήγορα καὶ φωνάζουν, διότι ὅταν μπαίνουν στὴν σκιὰ δὲν ἀκοῦν πλέον τὴν μουσικὴ/ἁρμονία τοῦ οὐρανοῦ*1.

Ταυτόχρονα ὅμως καὶ οἱ ψυχὲς τῶν κολαζομένων μὲ ὀδυρμοὺς καὶ ἀλαλαγμοὺς πλησιάζουν ἀπὸ κάτω ἐδῶ, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν σκιά (γι’ αὐτὸ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ χτυποῦν χαλκώματα κατὰ τὶς ἐκλείψεις καὶ νὰ κάνουν θόρυβον καὶ πάταγον ἐνάντια στὶς φαῦλες ψυχές*2).

Τὶς φοβίζει ὅμως καὶ τὸ ἀποκαλούμενον «πρόσωπον» ὅταν φτάνουν κοντά, ποὺ εἶναι βλοσυρὸν καὶ τρομακτικὸν ὁρώμενον. Ὡστόσο στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι τίποτα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἡ δική μας ἡ γῆ διαθέτει κόλπους βαθεῖς καὶ μεγάλους, ἕναν ἐδῶ ποὺ περνώντας ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες χύνεται μέσα πρὸς τὸ μέρος μας, ἔξω τὸν Κόλπον τῆς Κασπίας καὶ τοὺς γύρω ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἔτσι καὶ αὐτὰ εἶναι βάθη τῆς σελήνης καὶ κοιλώματα.

Ἀπὸ αὐτὰ τὸ μεγαλύτερον τὸ ἀποκαλοῦν «μυχὸν τῆς Ἑκάτης», ὅπου τιμωροῦνται καὶ παίρνουν ἐκδίκησιν οἱ ψυχὲς γιὰ ὅσα τυχὸν ὑποστοῦν ἤ πράξουν, ἀφοῦ ἔχουν γίνει ἤδη δαίμονες. Τὰ ἄλλα δύο εἶναι μακρὰ περάσματα.

Ἀπὸ μέσα τους περνοῦν οἱ ψυχὲς τὴν μία πρὸς τὴν μεριὰ τῆς σελήνης, ποὺ βλέπει πρὸς τὸν οὐρανόν, τὴν ἄλλη ἀπὸ τὴν μεριὰ ποὺ βλέπει πρὸς τὴν γῆ. Οἱ περιοχὲς τῆς σελήνης ποὺ βλέπουν πρὸς τὸν οὐρανὸν ὀνομάζονται «Ἠλύσιον πεδίον», ἐνῶ οἱ πρὸς τὰ ἐδῶ -ὀνομάζονται οἶκος- τῆς Φερσεφόνης ποὺ εἶναι ἀντίχθονος-ἀπέναντι ἀπὸ τὴν γῆ*3.

Ὡστόσον οἱ δαίμονες δὲν μένουν γιὰ πάντα στὴν σελήνη, ἀλλὰ κατεβαίνουν ἐδῶ νὰ φροντίσουν γιὰ τὰ μαντεῖα, παρευρίσκονται κι αὐτοὶ καὶ λαμβάνουν μέρος στὶς ἀνώτατες ὀργιαστικὲς τελετές, γίνονται τιμωροὶ ἀλλὰ καὶ φύλακες ἔναντι τῶν ἀδικημάτων, ἀποδεικνύονται σωτῆρες στοὺς πολέμους καὶ λάμπουν στὴν θάλασσα*4.

Γιὰ ὅ,τι τυχὸν δὲν πράξουν σωστὰ σὲ αὐτὰ τὰ θέματα, ἀλλὰ κινούμενοι ἀπὸ ὀργὴ γιὰ νὰ κάνουν κάποια ἄδικη χάριν ἤ πάλι ἀπὸ φθόνον, τιμωροῦνται, ἐφ’ ὅσον σπρώχνονται πάλι στὴν γῆ καὶ φυλακίζονται σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἀπὸ τοὺς καλλιτέρους αὐτῶν εἶπαν οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Κρόνου πὼς εἶναι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Κρήτη οἱ Ἰδαῖοι Δάκτυλοι, στὴν Φρυγία οἱ Κορύβαντες, οἱ Τροφωνιάδες στὴν Οὐδώρα τῆς Βοιωτίας*6 καὶ μυρίοι ἄλλοι σὲ πολλὰ μέρη τῆς Οἰκουμένης, τῶν ὁποίων παραμένουν οἱ τελετές, οἱ τιμὲς καὶ οἱ ἐπωνυμίες, οἱ δυνάμεις ὅμως ὁρισμένων ἐχάθησαν, ἐφ’ ὅσον πέτυχαν σὲ ἄλλον τόπον τὴν ἀλλαγὴ πρὸς τὸ ἄριστον.

Τὴν πετυχαίνουν τώρα ἄλλοι νωρίτερα, ἄλλοι ἀργότερα, ὅταν ὁ νοῦς διαχωριστεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή. Διαχωρίζεται μέσῳ τοῦ ἔρωτος γιὰ τὴν εἰκόνα στὸν ἥλιον*7, μὲ τὴν ὁποία λάμπει τὸ ἐπιθυμητόν, τὸ καλὸν καὶ θεῖον καὶ μακάριον, τὸ ὁποῖον κάθε φύσις, ἡ καθεμία μὲ τὸν δικόν της τρόπον ὁρέγεται.

Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ σελήνη, λέγουν πώς, ἀπὸ ἔρωτα*8 πρὸς τὸν ἥλιον ἐκτελεῖ συνεχῶς τὶς περιφορές της καὶ τὸν συναντᾶ λαχταρώντας ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι πιὸ γόνιμον.

Ἡ οὐσία ὅμως τῆς ψυχῆς μένει πάνω στὴν σελήνη, διατηρώντας κάποια ἴχνη καὶ ὄνειρα ζωῆς, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, καὶ γι’ αὐτὴν νὰ θεωρεῖς ὅτι σωστὰ ἔχει λεχθεῖ τό :

«ψυχὴ δ’ ἠύτ’ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται»

( = «ψυχή, σὰν ὄνειρο, φτερούγισε καὶ πέταξε», Ὀδύσσεια, λ’, 222).

Στὴν πραγματικότητα, δὲν τὸ παθαίνει ἀμέσως, οὔτε ἀφοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἀργότερα ὅταν μείνει ἔρημη καὶ μόνη, ἀφοῦ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν νοῦν. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Ὅμηρος, αὐτὰ ποὺ ἀνέφερε γιὰ τὸν Ἅδη μοιάζουν νὰ ἐλέχθησαν μὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ θεοῦ :

«τὸν δὲ μετ’ εἰσενόησα βίην Ἡρακληείν, εἴδωλον: αὑτὸς δὲ μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι»

( =Μετὰ ἀντελήφθην τὸν δυνατὸν Ἡρακλῆ, τὸ εἴδωλόν του,
ὁ ἴδιος εἶναι μὲ τοὺς ἀθανάτους θεούς», Ὀδύσσεια, λ’, 601-2)

Πραγματικά, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἑμᾶς δὲν εἶναι οὔτε θυμός, οὔτε φόβος, οὔτε ἐπιθυμία, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε σᾶρκες καὶ ὑγρά, ἀλλὰ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον σκεπτόμεθα καὶ καταλαβαίνουμε, καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δέχεται τὸ ἀποτύπωμα τοῦ νοῦ, ποὺ ἀφήνει μὲ τὴν σειρά της τὸ ἀποτύπωμα στὸ σῶμα καὶ τὸ ἀγκαλιάζει ἀπὸ παντοῦ, ἀποκτᾶ ὡς ἀποτύπωμα τὴν μορφή. Ἔτσι ἀκόμη κι ἄν χωριστεῖ ἀπὸ τὸν ἕναν καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον, διατηρώντας γιὰ πολὺ χρόνον τὴν ὁμοιότητα καὶ τὸ ἀποτύπωμα, ὀρθῶς ὀνομάζεται εἴδωλον*9.

Τούτων, ὅπως ἔχει ἀναφερθεῖ ἡ σελήνη, εἶναι στοιχεῖον διότι διαλύονται σὲ αὐτήν, ὅπως ἀκριβῶς διαλύονται στὴν γῆ τὰ σώματα τῶν νεκρῶν -γρήγορα οἱ ψυχὲς ποὺ διαθέτουν σωφροσύνη, ποὺ πόθησαν ζωὴ ἄνετη χωρὶς σκοτοῦρες καὶ φιλοσοφημένη (διότι ἀφοῦ ἐγκατελείφθησαν ἀπὸ τὸν νοῦν καὶ δὲν ἔχουν πιὰ καμμία σχέσιν μὲ τὰ πάθη, μαραίνονται).

Ἀπὸ τὶς ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς τιμές, τὴν δράσιν καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς ποὺ ἐρωτεύονταν τὰ σώματα καὶ λειτουργοῦσαν μὲ τὸ θυμικόν, ὁρισμένες ζοῦν σὰν σὲ ὕπνον, βλέποντας γιὰ ὄνειρα ὅ,τι θυμοῦνται ἀπὸ τὴν ζωή, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐνδυμίωνος*10.

Ἄν ὅμως τὸ ἄστατον καὶ ἐπιρρεπὲς στὰ πάθη στοιχεῖον τὶς ξεσηκώνει καὶ τὶς τραβᾶ ἀπὸ τὴν σελήνη πρὸς ἄλλην γένεσιν, δὲν τὶς ἀφήνει (ἡ σελήνη)… ἀλλὰ τὶς καλεῖ πίσω καὶ τὶς κρατᾶ μὲ μάγια.

Στ’ἀλήθεια δὲν εἶναι μικρὸν πρᾶγμα, οὔτε κάτι ποὺ φέρνει ἡρεμία καὶ ἁρμονία, ὅταν χωριστᾶ ἀπὸ τὸν νοῦν ἁδράξουν σῶμα μὲ τὸ παθητικόν τους μέρος.

Οἱ Τιτυοί, οἱ Τυφῶνες καὶ ὁ γνωστὸς Πύθων*11, ποὺ κατέλαβε τοὺς Δελφοὺς καὶ ἔφερε τὸ μαντεῖον ἄνω-κάτω μὲ τὴν αὐθάδεια καὶ τὴν βία, ἦταν σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ ἐγκατελείφθησαν ἀπὸ τὸν λόγον καὶ στηρίχτηκαν στὸ παθιασμένον στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον πλάνεψε ἡ ἔπαρσις.

Μὲ τὸν χρόνον ὅμως τὶς ἐδέχθη καὶ ἐκεῖνες πίσω ἡ σελήνη καὶ τὶς ἔβαλε σὲ τάξιν· ἔπειτα ἀφοῦ παίρνει πάλι μέσα της τὸν νοῦν μὲ τὴν ζωτικὴ δύναμιν τοῦ ἡλίου, ποὺ τὸν σπέρνει, δημιουργεῖ καινούργιες ψυχές, ἐνῶ ἡ γῆ τρίτη στὴν σειρά προμηθεύει τὸ σῶμα, διότι ἡ ἴδια (ἡ γῆ) δὲν δίνει τίποτα, ἀλλὰ ἀποδίδει μετὰ θάνατον ὅσα πῆρε γιὰ τὴν γένεσιν· ὁ ἥλιος δὲν παίρνει τίποτα, ἀλλὰ παίρνει πίσω τὸν νοῦν ποὺ ἔδωσε, ἐνῶ ἡ σελήνη καὶ παίρνει καὶ δίνει καὶ συνθέτει καὶ διαιρεῖ ἀναλόγως μὲ τὶς διαφορετικές της δυνάμεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες Εἰλείθυια ὀνομάζεται αὐτὴ ποὺ συνθέτει καὶ Ἄρτεμις αὐτὴ ποὺ διαιρεῖ*12.

Ἀπὸ τὶς τρεῖς Μοῖρες πάλι ἡ Ἄτροπος εἶναι ἐγκατεστημένη στὸν ἥλιον καὶ δίνει ἀρχὴ στὴν γένεσιν, ἡ Κλωθὼ ποὺ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὴν σελήνη συνδέει καὶ ἀναμειγνύει, ἐνῶ ἡ τελευταία γύρω ἀπὸ τὴν γῆ συμμετέχει στὸ ἔργον ἡ Λάχεσις, ἡ ὁποία ἔχει τὸ μεγαλύτερον μερίδιον στὴν τύχη*13.

Πράγματι, τὸ ἄψυχον εἶναι ἀπὸ μόνον του ἀδύνατον καὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ ἄλλα πράγματα, ὁ νοῦς εἶναι ἀνεπηρέαστος καὶ αὐτοκράτωρ, ἐνῶ πρᾶγμα μεικτὸν ποὺ βρίσκεται στὸ μέσον εἶναι ἡ ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς ἡ σελήνη ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν θεόν σύνθεσις καὶ συνένωσις καὶ ἔχει ἑπομένως μὲ τὸν ἥλιον τὴν σχέσιν ποὺ ἔχει ἡ γῆ πρὸς τὴν σελήνη.

«Τοῦτα», εἶπε ὁ Σύλλας, «ἄκουσα τὸν ξένον νὰ διηγεῖται, ἐνῶ σὲ ἐκεῖνον ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος τὰ ἀπεκάλυψον οἱ θαλαμηπόλοι καὶ ὑπηρέτες τοῦ Κρόνου.

Ὅσον γιὰ σᾶς Λαμπρία, μπορεῖτε νὰ χρησιμοποιήσετε τὴν διήγησιν ὅπως θέλετε»».

*1 Ἡ θεωρία τῆς ἁρμονίας τῶν ψυχῶν εἶναι Πυθαγόρεια. Ἡ πιὸ γνωστὴ διατύπωσις τῆς θεωρίας βρίσκεται στὴν «Πολιτεία» τοῦ Πλάτωνος (617b) :

«…τὸ ἀδράχτι γύριζε πάνω στὰ γόνατα τῆς Ἀνάγκης. Ἐπάνω σὲ στὰ χείλη τῶν κύκλων γυρίζοντας μαζί τους ὑπῆρχαν Σειρῆνες, ποὺ τραγουδοῦσε ἡ καθεμία σὲ ἕναν ἰδιαίτερον τόνον. Ἔτσι ἀπὸ τὶς ὀκτὼ ποὺ ἦταν γινόταν μία ἁρμονικὴ συμφωνία. Στὸ ἀδράχτι σὲ ἴσην ἀπόστασιν ἦταν καθισμένες σὲ θρόνους οἱ τρεῖς κόρες τῆς Ἀνάγκης, οἱ Μοῖρες, ντυμένες στὰ λευκὰ καὶ φορώντας στέμματα στὰ κεφάλια τους, ἡ Λάχεσις, ἡ Κλωθὼ καὶ ἡ Ἄτροπος. Αὐτὲς τραγουδοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν ἁρμονία τῶν Σειρήνων, ἡ Λάχεσις τὰ περασμένα, ἡ Κλωθὼ τὰ παρόντα καὶ ἡ Ἄτροπος τὰ μέλλοντα».

καὶ οἱ λόγοι, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους ὁ θεὸς χώρισε τὸ μεῖγμα τῆς ἀδιαιρέτου καὶ ἀμεταβλήτου οὐσίας τῆς ψυχῆς, μὲ αὐτὸ τῆς μεταβλητῆς καὶ διαιρετῆς, ποὺ δίνονται στὸν «Τίμαιον» (35b) σχετίζονται μὲ τὴν ἁρμονία.

Στὰ «Μετὰ τὰ φυσικά» (Α’, 986a) ὁ Ἀριστοτέλης ἐξηγεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἄποψιν τῶν Πυθαγορείων :

«Θεώρησαν ὅτι τὰ στοιχεῖα τῶν ἀριθμῶν εἶναι στοιχεῖα ὅλων τῶν ὄντων καὶ ὅτι ὁλόκληρος ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι παρὰ ἁρμονία καὶ ἀριθμός. Ὅσες λοιπὸν ἀναλογίες μποροῦσαν νὰ δείξουν ἀνάμεσα στοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς ἁρμονίες ἀφ’ ἑνός, τὰ μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν γενικὴ διάταξιν τοῦ κόσμου ἀφ’ ἑτέρου, τὶς συγκέντρωσαν καὶ τὶς ἐνσωμάτωσαν στὸ σύστημά τους».

Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ θυμίζει καὶ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὰ «Διονυσιακά» (5,65 κ. ἑξ.), ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κάδμον ποὺ ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς Θῆβας, δημιουργώντας γύρω ἀπὸ τὴν πόλιν τείχη μὲ ἑπτὰ πύλες (βλ. ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας), καθῶς θέλησε νὰ μιμηθεῖ τὸν οὐρανὸν μὲ τὶς ἑπτὰ ζῶνες του (περιφορές πλανητῶν). Γι’ αὐτὸ γράφει πὼς ὁ Κάδμος ἀφιέρωσε τὶς ἑπτὰ αὐτὲς πύλες στοὺς ἰσαρίθμους πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ.

Προφανῶς οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι γράφοντας αὐτὰ γνώριζαν πέραν τῆς ἁρμονικῆς περιφορᾶς τῶν πλανητῶν, καὶ τὴν μουσικὴ ἁρμονία σὲ ποὺ παράγεται κατὰ τὴν κίνησίν τους…

*2 Τὸ χτύπημα τοῦ μετάλλου ἐθεωρεῖτο πὼς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ἀποτρέπει τὸ κακὸ καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγον γινόταν κατὰ τὶς ἐκλείψεις, ὥστε ὁ θόρυβος ποὺ θὰ παρήγετο κατὰ τὸ χτύπημα νὰ φοβίσει τὶς φαῦλες ψυχὲς.

Ἐπιβεβαιοῖ καὶ ὁ Λουκιανός ( «Φιλοψευδὴς ἤ Ἀπιστῶν», 15) :

«ἐκεῖνα μὲν γὰρ ἢν ψόφον ἀκούσῃ χαλκοῦ ἢ σιδήρου, πέφευγε».

Καὶ ὁ Θεόκριτος γράφει ( «Φαρμακεύτρια», 36) :

«τὸ χάλκεον ὡς τάχος ἄχει».

*3 « -Ἡ ἀντίχθων- ἦταν σύμφωνα μὲ τοὺς Πυθαγορείους, τὸ δέκατον οὐράνιον σῶμα τοποθετημένον μεταξῦ τῆς κεντρικῆς φωτιᾶς (ἐστίας) καὶ τῆς γῆς. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψιν τοῦ Ἀριστοτέλους, οἱ Πυθαγόρειοι εἶχαν ἐπινοήσει τὴν ἀντίχθονα γιᾶ λόγους ἀντιστοιχίας :

«Ἐπειδὴ ἡ δεκάδα ἦταν γι’ αὐτοὺς ὁ τέλειος ἀριθμὸς καὶ περιέκλειε ὁλόκληρη τὴν φύσιν τῶν ἀριθμῶν, ἔλεγαν ὅτι δέκα εἶναι καὶ τὰ οὐράνια σώματα ποὺ κινοῦνται. Στὴν πραγματικότητα ὅμως βλέπουμε ἐννιά, γι’ αὐτὸ ἐπενόησαν ἕνα δέκατον σῶμα, τὴν άντίχθονα, δηλαδὴ τὴν ἀντί-γῆ», Μετὰ τὰ φυσικά, Α’, 986a, 9 κ.ἑξ.

Ὁ Σιμπλίκιος στὸ ἔργον «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Ἀριστοτέλους Περὶ Οὐρανοῦ», 512, 17-20 ἀναφέρει ὅτι ὁρισμένοι Πυθαγόρειοι ταύτιζαν τὴν σελήνη μὲ τὴν άντίχθονα», σχόλια φιλολογικῆς ὁμάδος Κάκτου στὸ άντίστοιχον σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου.

Τὰ ὅσα δὲ ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος περὶ τοῦ μυχοῦ τῆς Ἑκάτης καὶ τῶν δύο μακρῶν περασμάτων θυμίζουν ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Σωκράτης στὴν «Πολιτεία» (614b) τοῦ Πλάτωνος, ὅταν ἐξιστορεῖ στὸν Γλαύκωνα τὴν μεταθανάτια ἐμπειρία τοῦ Ἠρὸς καὶ τὰ ὅσα ὁ τελευταῖος εἶδε πρὶν τὴν ἀνάστασίν του :

«-Ὁ Ἤρ- κάποτε σκοτώθηκε στὸν πόλεμον καὶ ὅταν μαζεύτηκαν μετὰ ἀπὸ δέκα μέρες οἱ νεκροὶ καὶ ἦταν σὲ ἀποσύνθεσιν, τὸ σῶμα του βρέθηκε ἀκέραιον. Κι ὅταν στὶς δώδεκα ἡμέρες τὸν μετέφεραν στὴν πατρίδα γιὰ νὰ ταφεῖ, ὅταν τὸν ἔβαλαν στὴν φωτιὰ ξαναζωντάνεψε καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν του ἔλεγε τὰ ὅσα εἶδε στὸν ἄλλον κόσμον. Ἔλεγε λοιπὸν πὼς ἀφοῦ βγῆκε σὲ ἕναν τόπον, ἡ ψυχή του πορευόταν μὲ πολλοὺς ἄλλους καὶ ἔφτασαν σὲ ἕναν ἐξαίσιον τόπον, ὅπου ὑπῆρχαν δύο χάσματα τῆς γῆς συνεχόμενα μεταξύ τους καὶ ἄλλα δύο χάσματα τοῦ οὐρανοῦ ἀπέναντι στὰ πρῶτα.

Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἦταν ἐγκατεστημένοι δικαστὲς, οἱ ὁποῖοι κατόπιν δίκης ἄλλους ἔστελναν δεξιὰ καὶ πάνω στὸν οὐρανόν, ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν μπροστά τους σημάδια τῆς δικαστικῆς τους ἀποφάσεως, ἐνῶ τοὺς ἀδίκους ἀριστερὰ καὶ κάτω, ἔχοντας σημάδια κρεμασμένα πίσω τους δηλωτικά τῶν κακῶν πράξεῶν τους…-Ὁ Ἤρ- εἶδε λοιπὸν τὶς ψυχὲς ποὺ ἔπαιρναν τὸν δρόμον γιὰ τὰ δύο χάσματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς μετὰ τὴν κρίσιν τοῦ δικαστηρίου, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο πάλι ὅσες ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν γῆ νὰ εἶναι γεμάτες ξηρασία καὶ σκόνη, ἐνῶ ὅσες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανόν ἦταν καθαρές.

Καὶ ὅλες ὅσες ἔρχονταν ἔδιναν τὴν ἐντύπωσιν πὼς εἶχαν κάνει μεγάλη πορεία μέχρι νὰ φθάσουν ἐκεῖ καὶ μὲ εὐχαρίστησιν πήγαιναν νὰ καταυλισθοῦν στὸ λειβάδι, ὅπως γίνεται στὰ πανηγύρια καὶ ἁσπάζονταν μεταξύ τους ὅσες ἦταν γνωστὲς καὶ ζητοῦσαν νὰ μάθουν οἱ μὲν ἐρχόμενες ἀπὸ τὴν γῆ γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν οὐρανόν, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀντιστρόφως. Κι ἀνακοίνωναν μεταξύ τους οἱ μὲν μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς τὶς ἀναμνήσεις τους καὶ πόσα καὶ τί φοβερὰ ἔπαθαν στὴν πορεία τους κάτω ἀπὸ τὴν γῆ-ἦταν δὲ ἡ πορεία τους ἐπὶ χίλια χρόνια-.

Ἀντιθέτως πάλι ὅσες ἔφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διηγοῦντο πόσες εὐχαριστήσεις εἶχαν καὶ τὰ θεάματα ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς ποὺ εἶδαν…

Ὅσες ἀδικίες διέπραξαν ὁ καθένας τιμωρήθηκαν χωριστὰ καὶ στὴν κάθε περίπτωσιν μὲ δεκαπλάσια τιμωρία -δηλαδὴ μία τιμωρία γιὰ κάθε ἑκατονταετία, ἀφοῦ τόση εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων- ὥστε νὰ εἶναι δεκαπλάσια ἡ πληρωμὴ τοῦ κάθε ἀδικήματος· π.χ. ἄν κάποιοι ἦταν αἴτιοι πολλῶν θανάτων ἤ πρόδωσαν πόλεις ἤ στρατόπεδα ἤ ἔρριξαν ἀνθρώπους στὴν δουλεία ἤ ἦταν ἔνοχοι γιὰ ἄλλα κακουργήματα, γιὰ ὅλα αὐτὰ ὑφίσταντο δεκαπλάσια βασανιστήρια.

Ἀντιθέτως, ὅσοι ἔκαναν εὐεργεσίες καὶ καὶ ὑπῆρξαν δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς μὲ τὴν ἴδια ἀναλογία ἀποζημιώνονταν. Σχετικῶς μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν λίγο μετὰ τὴν γέννησίν τους, ἔλεγε ἄλλα, ὄχι τόσον ἄξια προσοχῆς. Γιὰ τὴν ἀσέβεια ἤ εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς ἤ τὴν αὐτοκτονία ἀνέφερε πολὺ μεγαλύτερες ποινὲς ἤ ἀμοιβές.

Ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ἦταν παρὼν ὅταν κάποιος ῥωτοῦσε ἕναν ἄλλον ποὺ εἶναι ὁ μέγας Ἀρδιαῖος. Ἀυτὸς ὁ Ἀρδιαῖος ὑπῆρξε τύραννος σὲ κάποια πόλιν τῆς Παμφυλίας, πρὶν χίλια ἀκριβῶς χρόνια ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁπότε σκότωσε τὸν ἡλικιωμένον πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερον ἀδελφόν του καὶ εἶχε διαπράξει πολλὲς καὶ ἀσεβεῖς πράξεις, ὅπως ἔλεγαν.

Εἶπε λοιπὸν πὼς ὁ ἐρωτώμενος ἀπήντησε : «Δὲν ἔφτασε, οὔτε ποτὲ θὰ φτάσει ἐδῶ». Εἴδαμε μάλιστα καὶ τὸ ἑξῆς φοβερὸν θέαμα.

Ὅταν ἤμασταν κοντὰ στὸ στόμιον καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβοῦμε ἀπὸ τὴν γῆ ἔχοντας ὑποστεῖ ὅλες τὶς ἄλλες ποινές, εἴδαμε ξαφνικὰ ἐκεῖνον καὶ ἄλλους -σχεδὸν ὅλοι τους ὑπῆρξαν τύραννοι-…Αὐτοὶ νόμιζαν ὅτι θὰ βγοῦν, ἀλλὰ τὸ στόμιον τοῦ χἀσματος δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε, ἀλλὰ μούγκριζε ὅσες φορὲς κάποιοι ἀνίατα πονηροὶ ἤ ποὺ δὲν εἶχαν ἀρκετὰ τιμωρηθεῖ, ἐπεχειροῦσαν νὰ ἀνέλθουν.

Τότε κάποιοι ἄνδρες ἄγριοι καὶ διάπυροι στὴν ὄψιν ποὺ ἦταν ἐκεῖ…ἄλλους τοὺς ἔπιαναν καὶ τοὺς ἀπομάκρυναν, τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἔδεσαν χειροπόδαρα, τοὺς ἔρριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, τοὺς ἔσερναν ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, πάνω στὰ ἀγκάθια κατακόβοντάς τους καὶ στοὺς περαστικοὺς δήλωναν τοὺς λόγους τῶν βασανιστηρίων καὶ ὅτι τοὺς πήγαιναν γιὰ νὰ τοὺς ῥίξουν στὸν Τάρταρον.

Σ’ αὐτὸν τὸν τόπον ὅσους φόβους καὶ ὅποιας λογῆς καὶ ἄν δοκίμασαν, αὐτὸς ἐδῶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος, δηλαδὴ μὴ τυχὸν ἀκουσθεῖ στὸν καθέναν ἐκεῖνον τὸ μουγκρητὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ περνᾶ ἀπὸ τὸ στόμιον νὰ βγεῖ ἐπάνω…»

Προφανῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορία ἐνεπνεύσθησαν οἱ χριστιανοὶ τὰ περὶ κολάσεως, πυρὸς καὶ βασανιστηρίων ποὺ περιμένουν τοὺς «ἀκολάστους καὶ ἁμαρτωλούς» μετὰ θάνατον.

*4 Οἱ Διόσκουροι καὶ ἀδέλφια τῆς ὡραίας Ἑλένης καὶ Κλυταιμνήστρας, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, εἶχαν λάβει μέρος στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ εἶχαν σώσει ἀρκετοὺς συντρόφους τους ἀπὸ πνιγμούς καὶ τοὺς κινδύνους τῆς θαλάσσης, γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρήθηκαν προστᾶτες τῶν ναυτιλλομένων. Ἐλέγετο ὅτι ἐνεφανίζοντο στὰ κατάρτια τῶν πλοίων γιὰ νὰ τὰ προστατεύουν ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες καὶ ὅταν οἱ ναυτικοὶ τοὺς ἀντελαμβάνοντο θεωροῦσαν πὼς μετὰ τὴν κακοκαιρία θὰ ἀκολουθήσει σύντομα γαλήνη. Ἐλέγετο πὼς κατέφθανον μὲ ταχύτητα ὡς ἄγγελοι μὲ ξανθὰ φτερὰ, θεώρησις ποὺ παρεφθάρθη ἐπὶ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ Διόσ-κουροι κατέληξαν νὰ γίνουν οἱ ἀρχάγγελοι-ταξιᾶρχες… Γαβριὴλ καὶ Μιχαήλ!

Ὡς προστᾶτες σὲ ναυμαχία ἐνεφανίζοντο στὸ ἔργον τοῦ Πλουτάρχου «Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων» (417).

Ὁ Ὑγῖνος ( «Fabulae», 14) ἀναφέρει πὼς ὅταν ἐγεννήθησαν στὴν Σπάρτη, στὸν οἶκον τοῦ Τυνδάρεῳ, ἀπὸ τὴν Λῆδα οἱ Διόσκουροι, ἐνεφανίσθηκαν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους ἀστέρια, ὑποδεικνύοντας πὼς εἶχαν πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ( «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», 4,43) γράφει πὼς ἔπεσαν στὰ κεφάλια τους μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Ἀργοναύτου Ὀρφέως, γιὰ τὴν τρικυμία κατὰ τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία.

Ὡς δίδυμα ἀδέλφια καὶ ἀχώριστοι κατεστερίσθησαν καὶ ἀποτελοῦν τὸν ἀστερισμὸν τῶν Διδύμων.

Ἡ δὲ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου ὅτι οἱ δαίμονες*5 δὲν μένουν γιὰ πάντα στὴν σελήνη, ἀλλὰ κατεβαίνουν καὶ ἐδῶ ὥστε νὰ φροντίσουν τὰ μαντεῖα κοκ, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἀποδεικνύονται σωτῆρες στοὺς πολέμους, θυμίζει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν ἱστορία τοῦ ἥρωος Ἐχετλαίου, ὁ ὁποῖος ἐμφανισθεὶς ξαφνικὰ στὸ στρατόπεδον τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν κατὰ τὴν Μάχη τοῦ Μαραθῶνος, καὶ ἔχων τὴν ὄψιν καὶ ἐνδυμασία ἑνὸς ἀγρότου, ἐφόνευσε μὲ ὅπλον του μία ἐχέτλη ( =λαβὴ ἀρότρου) πολλοὺς βαρβάρους, βοηθώντας στὴν μάχη τοὺς Μαραθωνομάχους καὶ ἔπειτα ἐξηφανίσθη. Οἱ Ἀθηναῖοι θέλοντας νὰ μάθουν ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἀνὴρ ποὺ τοὺς βοήθησε, ζήτησαν χρησμόν, μὲ τὸ μαντεῖον νὰ τοὺς σημαίνει μόνον πὼς πρέπει νὰ τιμοῦν τὸν ἥρωα Ἐχετλαῖον :

«συνέβη δὲ ὡς λέγουσιν ἄνδρα ἐν τῇ μάχῃ παρεῖναι τὸ εἶδος καὶ τὴν σκευὴν ἄγροικον· οὗτος τῶν βαρβάρων πολλοὺς καταφονεύσας ἀρότρῳ μετὰ τὸ ἔργον ἦν ἀφανής· ἐρομένοις δὲ Ἀθηναίοις ἄλλο μὲν ὁ θεὸς ἐς αὐτὸν ἔχρησεν οὐδέν, τιμᾶν δὲ Ἐχετλαῖον ἐκέλευσεν ἥρωα», Ἀττικά, 32,5, Παυσανίας

*5 Δαίμων κυριολεκτικῶς σημαίνει θεός. Κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, ὅταν κυνηγήθηκε διὰ ποινῆς θανάτου ὁ,τιδήποτε θύμιζε το ἑλληνικὸν πνεῦμα, ἐκτὸς τῶν καταστροφῶν τῶν ναῶν, τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἀπομάκρυνσιν τῶν «εἰδωλολατρῶν-Ἐθνικῶν», τὴν κατάργησιν τοῦ ὅρου «Ἕλλην», παρεχαράχθησαν καὶ τὰ ἔτυμα ὑψίστης σημασίας τῶν Ἑλλήνων, ὥστε νὰ σημαίνουν κάτι τὸ φαῦλον, τὸ κακόν, τὸ δυσάρεστον καὶ ἀνίερον. Ἔτσι καὶ ὁ δαίμων ἀπὸ θεός κατέληξε νὰ σημαίνει τὸν διαβαλλόντα, ὅπως καὶ τὸ ἄστρον τῆς Ἀφροδίτης, ὁ ὁμηρικὸς Ἑωσφόρος, εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια μοίρα· τὸ «μεγαρίζω», τελῶ θυσίες στὰ Μέγαρα πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος, κατέληξε «μαγαρίζω», σπιλώνω, μολύνω κοκ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἕλλην σἠμερα ἀντὶ νὰ γνωρίζει τὴν καταστροφή του καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὴν πραγματικὴ κακοδαιμονία του, νὰ γνωρίζει περισσότερα γιὰ τὴν ἐπίπλαστον γενοκτονία τσιγγανόγυφτων νομάδων ποὺ κατεδυνάστευσαν καὶ παρεχάραξαν μὲ τὰ παραμύθια τους τὴν ἱστορία του.

«Δαίμονες οἱ θεοὶ δαήμονες ὄντες, οἷον ἔμπειροι»,

«δαίμονες ἁγνοὶ ὑποχθόνιοι καλέονται,
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων», Κρατύλος, 398, Πλάτων

(δαήμων = γνώστης. Τὸ ἀντίθετον ἀδαής).

Ἢ ὅτι ‐τὰ‐ πάντα μερίζουσι, ἀπὸ τοῦ δάσασθαι».

(δάσασθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δαίω=μοιράζω).

Καὶ ὁ Ἀθήναιος στοὺς «Δειπνοσοφιστάς», συμπληρώνει:

«Οἱ Ἕλληνες...τὸν ἀγαθὸν ἐπιφωνοῦσι δαίμονα» (15.675 Β)

*6 Οἱ Ἰδαῖοι Δάκτυλοι ἦταν πέντε στὸν ἀριθμὸν ὅσα καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ χεριοῦ μας (κατὰ μία ἐκδοχὴ λέγεται πὼς ἐγεννήθησαν ὅταν ἡ Ῥέα λόγῳ τῶν ὠδινῶν της, ἔσφιξε μὲ τὰ δάχτυλα τοῦ χεριοῦ της τὸ χῶμα. Ἀπὸ κάθε δάκτυλόν της ξεφύτρωσε κι ἕνας ἐκ τῶν Ἰδαίων δακτύλων). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐπέβλεπαν τὸν νεογέννητον Δία στὸ Ἰδαῖον ἄντρον, ἐξ οὗ καὶ «Ἰδαῖοι Δάκτυλοι». Αὐτοὶ ἦταν ὁ Ἡρακλῆς ὁ Ἰδαῖος ὁ πρεσβύτερος (ὄχι ὁ πασίγνωστος τῆς Ἀλκμήνης, ὁ υἰὸς τοῦ Διός), ὁ Παιωναῖος, ὁ Ἐπιμήδης, ὁ Ἰασίων/Ἰάσιος καὶ ὁ Ἴδας.

Οἱ Κορύβαντες ἦταν μύστες τῆς Ῥέας-Κυβέλης. Ἀκολουθοῦσαν τὸ ἅρμα της μὲ ἀλαλαγμούς, χορούς, κρουστὰ καὶ πνευστὰ μουσικὰ ὄργανα.

Οἱ Τροφωνιάδες ἦταν ὁ Τροφώνιος καὶ ὁ Ἀγαμήδης, μεγάλοι ἀρχιτέκτοντες τῆς ἀρχαιότητος, στοὺς ὁποίους ἀποδίδονται ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφούς, ἡ οἰκία τοῦ Ἀμφτρίωνος καὶ τῆς Ἀλκμήνης στὴν Θῆβα, ὁ θησαυρὸς τοῦ Ὑριέως καὶ τοῦ Αὐγεία (βλ. «Ἑλλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά», 37,5-8, Παυσανίας).

Σχετικῶς μὲ τὸν θησαυρὸν τοῦ Ὑριέως, τὸν εἶχαν κατασκευάσει ἔτσι, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ εἰσέρχονται στὸ κτήριον χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτοί, κι ἔτσι νὰ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν θησαυρόν. Ὁ Ὑριεὺς ὅμως ἔστησε παγίδα καὶ ἔπιασε τὸν Ἀγαμήδη, καὶ ἔτσι ὁ Τροφώνιος ἠναγκάσθη νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφόν του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ.
Τότε ἐδημιουργήθη ἕνα χάσμα στὴν γῆ τῆς Λιβαδειᾶς, τὸ ὁποῖον κατάπιε τὸν Τροφώνιον, ὁ «λάκκος τοῦ Ἀγαμήδους», ὅπου συνεδέθη μὲ τὸν Κάτω Κόσμον καὶ ἐκεῖ πήγαιναν ὅσοι ἀνεζήτουν χρησμὸν ἀπὸ τὸν Τροφώνιον καὶ ἐθυσίαζον ἕναν κριόν.

Στὸ χάσμα αὐτὸ, μετὰ ἀπὸ ἕναν μεγάλον λιμὸν ποὺ ἔπληξε τὴν Λιβαδειά, ἐδημιουργήθη τὸ μαντεῖον τοῦ Τροφωνίου ὕστερα ἀπὸ χρησμὸν τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν. Στοὺς Δελφοὺς εἶχαν καταφύγει οἱ κάτοικοι γιὰ νὰ μάθουν πῶς θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν λιμόν καὶ ἡ Πυθία τοὺς σήμανε πὼς ὁ λιμὸς εἶναι ἀποτέλεσμα παραμελήσεώς τους σ’ ἕναν ἀνώνυμον ἥρωα, τοῦ ὁποίου τὸν τάφον πρέπει νὰ βροῦν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία. Ἀφοῦ ὁ τάφος τοῦ Τροφωνίου βρέθηκε κατὰ τύχην ἀπὸ ἕναν βοσκόν, ἀκολούθησαν οἱ κάτοικοι τὴν συμβουλὴ τοῦ μαντείου καὶ τότε σταμάτησε ὁ λιμός.

*7 Τὸ χωρίον αὐτὸ θυμίζει τὴν πλατωνικὴ ἰδέα περὶ Ἀγαθοῦ-Ἡλίου στὴν ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου. Αὐτὸ ποὺ δηλώνει καὶ εὐθέως ὁ Πλάτων διὰ στόματος Σωκράτους στὴν «Πολιτεία», (509a) πὼς :

«Αὐτὸ, λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἀλήθεια γιὰ ἀντικείμενα ποὺ γνωρίζουμε καὶ δίνει στὸν ἄνθρωπον τὴν δύναμιν τῆς γνώσεως, αὐτὸ νὰ λὲς ὅτι εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Ἀγαθοῦ. Ἀκόμα πὼς αὐτὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ἀληθείας. Καὶ θὰ σκεφτεῖς σωστὰ πιστεύοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ξεχωριστὸν, ἀλλὰ καὶ ὀμορφότερον ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο».

βλ. καὶ «Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων», (564c), «Πρὸς Κωλώτην», (1119a), «Ἠθικὰ Νικομάχεια», (1166a, 16-17/ 22-23/ 1178a, 2-7), «Πολιτεία», (430-1/ 588-9/ 611).

*8 Ἔρως εἶναι ἡ σύνδεσις, ἐκ τοῦ «εἴρειν» ( =συνδέω).

*9 Στὸ «Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων», (564a), οἱ ψυχὲς περιγράφονται ὡς «τύπον ἔχουσαι ἀνθρωποειδῆ» :

«τὰς ψυχὰς τῶν τελευτώντων κάτωθεν ἀνιούσας πομφόλυγα φλογοειδῆ ποιεῖν ἐξισταμένου τοῦ ἀέρος, εἶτα ῥηγνυμένης ἀτρέμα τῆς πομφόλυγος ἐκβαίνειν τύπον ἐχούσας ἀνθρωποειδῆ».

Ἡ ἀντίληψις ὅτι μετὰ θάνατον ἡ ψυχὴ διατηρεῖ τὴν έμφάνισιν τοῦ σώματος ἦταν κοινή, παρ’ ὅλον ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ σύμφωνα μὲ τὸν Διογένη τὸν Λαέρτιον (8,31), ταὴν παρουσίαζε ὡς Πυθαγόρεια διδασκαλία.

Γιὰ τὴν ἰδέα τῆς ψυχῆς ποὺ περιβάλλει τὸ σῶμα γράφει καὶ ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον» (34b) :

«Στὸ μέσον ἐνεφύτευσε τὴν ψυχή, τὴν κατένειμε παντοῦ, ὥστε νὰ καλύπτει ἀκόμη καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ σώματός του, καὶ ἔτσι ἐνεκαθίδρυσε ἕναν καὶ μοναδικὸν σφαιρικὸν καὶ περιστρεφόμενον οὐρανόν, μοναχικόν, ἱκανὸν χάριν τῆς ἀρετῆς του νὰ συντροφεύει τὸν ἑαυτόν του χωρὶς τὴν ἀνάγκη κανενὸς ἄλλου, αὐτάρκη μέσα στὴν σχέσιν καὶ τὴν φιλία πρὸς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του.»

*10 Ὁ Ἐνδυμίων ἦταν ἕνας ὄμορφος θνητὸς, υἰὸς τῆς Καλύκης καὶ τοῦ Ἀεθλίου. Κάποιοι ἰσχυρίζονται πὼς ἦταν υἰὸς τοῦ Διός. Γιὰ τὴν ἀσύγκριτή του ὀμορφιὰ τὸν ἐρωτεύτηκε ἡ Σελήνη καὶ ὁ Ζεὺς τοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ διαλέξει ὅ,τι θέλει. Καὶ αὐτὸς διάλεξε ὡς προνόμιον τὸν αἰώνιον ὕπνον, μένοντας ἔτσι ἀγέραστος καὶ ἀθάνατος ( «Βιβλιοθήκη», 7,5, Ἀπολλόδωρος). Ἄλλοι συγγραφεῖς λέγουν πὼς τὸν ἐπεσκέπτετο κάθε βράδυ ἡ Σελήνη τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμόταν. Ἐρωτευμένη οὖσα ἡ Σελήνη καὶ φοβούμενη μήπως χάσει κάποια μέρα τὸν θνητὸν Ἐνδυμίωνα, παρεκάλεσε τὸν πατέρα της, Δία, νὰ τὸν ἀφήσει νὰ κοιμᾶται αἰωνίως καὶ νὰ μείνει ἔτσι ἀγέραστος καὶ ἀθάνατος.

«Ἐνδυμίων» ὠνομάσθη ἕνας κρατὴρ τῆς σελήνης.

*11 Ὁ Τιτυὸς ἦταν υἰὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἐλάρας καὶ ἐστάλη ἀπὸ τὴν Ἥρα ἐναντίον τῆς Λητοῦς, ἐρωμένης τοῦ Διὸς καὶ μητρὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, γιὰ νὰ τὴν βιάσει. Ὁ Ζεὺς τὸν κατεκεραύνωσε καὶ τὸν ἔρριξε στὸν Ἅδη, ὅπου κάθε μέρα δύο φίδια ἤ δύο ἀετοὶ τοῦ ἔτρωγαν τὸ ἦπαρ, τὸ ὁποῖον ξαναγεννιόταν ἀνάλογα μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης.

Ὁ Τυφὼν ἦταν υἰὸς τῆς Γαίας καὶ τοῦ Ταρτάρου, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ Γαία γιὰ νὰ έκδικηθεῖ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου γιὰ τὴν νίκη τους κατὰ τῶν Γιγάντων (ἐπίσης παιδιὰ τῆς Γαίας). Τὸ μέγεθός του ἦταν μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ὄρη καὶ ἔφτανε μέχρι τὰ ἀστέρια. Τὰ χέρια του ἔφταναν σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ στοὺς ὥμους του εἶχε ἑκατὸ κεφάλια δρακόντων, μὲ ἑκατὸ λαρύγγια ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν κραυγὲς καὶ συριγμοί καὶ εἶχε μάτια ποὺ πετοῦσαν φλόγες.

Ὅταν μεγάλωσε ὁ Τυφὼν ἀνέβηκε στὸν Ὅλυμπον γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκησιν γιὰ τὰ ἀδέλφια του, ἐκσφενδονίζοντας στοὺς θεοὺς βράχους καὶ προκαλώντας τρομερὸν θόρυβον μὲ τὰ ἑκατό λαρύγγια του. Ὁ Ζεὺς τὸν χτυποῦσε μὲ κεραυνοὺς καὶ τὸν κατεδίωξε μέχρι τὸ Κάσιον Ὄρος τῆς σημερινῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Τυφὼν περικύκλωσε τὸν Δία μὲ τὰ ἑκατό του σώματα, ποὺ ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω εἶχαν τὴν μορφὴ φιδιοῦ, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκινητοποίησε τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς κεραυνοὺς καὶ τοῦ ἔκοψε μὲ τὸ δρεπάνι ποὺ ἔκοψε ὁ Κρόνος τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ, τοὺς τένοντες χεριῶν καὶ ποδιῶν.

Ὁ Τυφὼν παρέδωσε στὸν ἀδελφόν του, Πύθωνα, τὸν ἀνήμπορον Δία γιὰ νὰ τὸν κρατᾶ αἰχμάλωτον στὸν Παρνασσόν. Ἐκεῖ τὸν ἀπελευθέρωσαν ὁ Ἑρμῆς μὲ τὸν Πάνα, ἔκλεψαν τοὺς τένοντες καὶ ἀφοῦ ὁ Ζεὺς ἦταν καὶ πάλι ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Τυφῶνα μὲ τοὺς καινούργιους κεραυνούς του, πῆγε στὴν Νύσσα (ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε ὁ Διόνυσος), ἔπειτα ἀπὸ συμβουλὴ τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἐτράφη μὲ τὰ ἐκεῖ φροῦτα καὶ ἔφτασε στὸν Αἷμον τῆς Θράκης, ὅπου κατακεραύνωσε τὸν Τυφῶνα, ὁ ὁποῖος τοῦ πετοῦσε ὄρη. Ἐκεῖ μάτωσε ὁ Τυφών καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα του ὠνόμασε τὸ ὁμώνυμον ὄρος τῆς Θράκης, Αἷμον.

Ἔπειτα κατέφυγε στὴν Σικελία, ὅπου ὁ Ζεὺς τοῦ πέταξε τὸ ὄρος Αἴτνα καὶ τὸν φυλάκισε στὰ ἔγκατά του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅταν θυμώνει ἐκβάλλει κραυγὲς ἀπὸ τὰ ἑκατὸ λαρύγγια του καὶ λάβα ἀπὸ τὰ πύρινα μάτια του.

Ὁ Πύθων, ἀδελφὸς τοῦ Τυφῶνος (τὸν εἶχε γεννήσει ἡ Γαία ἀπὸ τὴν λάσπη τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Δευκαλίωνος), ἦταν φίδι ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τῶν Δελφῶν καὶ ἐλυμαίνετο τὸν τόπον, μέχρι ποὺ ὁ Ἀπόλλων ἵδρυσε ἐκεῖ τὸ μαντεῖον του καὶ τὸν σκότωσε, ἱδρύοντας τότε τὰ Πύθια.

*12 Κατὰ μία ἐκδοχὴν ἡ Ἄρτεμις καὶ ἡ Εἰλείθυια εἶναι ἀδελφές, σύμφωνα μὲ ἄλλες ἐκδοχές (π.χ. Θεαίτητος, 149b, Πλάτων) ἡ Ἄρτεμις καὶ ἡ Εἰλείθυια εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπον. Ἐδῶ φαίνεται πὼς ἀντιστοιχοῦν σὲ δύο διαφορετικὲς λειτουργίες τῆς σελήνης. Τὴν Εἰλείθυια ἤ Ἄρτεμιν Ἐλευθὼ ἐπεκαλοῦντο «ἱνὰ ἐλεύθη» οἱ ἐπίτοκες νὰ τὶς βοηθήσει μὲ τὶς ἑλκτικές της δυνάμεις, ὅπως ἀκριβῶς βοήθησε σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον καὶ τὴν μητέρα της Λητὼ νὰ φέρει τὸν κόσμον τὸν ἀδελφόν της Ἀπόλλωνα· κι αὐτὸ καθῶς παρετήρουν πὼς ἡ πανσέληνος βοηθοῦσε στὸ νὰ τραβηχτοῦν ἔξω-σπάσουν τὰ νερά, διευκολύνοντάς τες στὸν τοκετόν (βλ.καὶ παλίρροια-ἄμπωτη).

*13 «Οἱ Μοῖρες ( =μερίδια) ἦταν θεότητες ποὺ προσωποποιοῦν τὸ πεπρωμένον καὶ τὰ θεσπίσματά τους εἶναι ἀπαραβίαστα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς θεούς. Ἦταν κόρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, ἀδελφὲς τῶν Ὡρῶν· αὐτὲς ἦταν ἡ Κλωθώ (παρόν), ἡ Λάχεσις (παρελθόν) καὶ ἡ Ἄτροπος (μέλλον).

Στὸ «Περὶ Σωκράτους Δαιμονίου» (591b, Πλούταρχος) ἡ Ἄτροπος εἶναι ἐγκατεστημένη στὸν ἀόρατον τόπον, ἡ Κλωθὼ στὸν ἥλιον καὶ ἡ Λάχεσις στὴν σελήνη (βλ. καὶ Πρόκλος, Εἰς τὰς Πλάτωνος Πολιτείας ὑπόμνημα, 2, 244) :

«Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους μας ἔβαζαν τρίτη τὴν Λάχεσιν καὶ λέγουν ὅτι ὡς πιὸ ὑποβιβασμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο χρησιμοποιεῖ τὰ δυό της χέρια καὶ ὅτι ὁ προφήτης ποὺ εἶναι κατώτερος ἀπὸ αὐτές, παίρνει τὰ ὑποδείγματα τῶν κλήρων ἀπὸ ἐκείνη ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ὑποβιβασμένη ἀπὸ τὴν ἀμέσως ἑπόμενή του.

Κάποιοι ἄλλοι τὴν τοποθετοῦν στὸ μέσον τῶν ἄλλων καὶ λέγουν ὅτι ἐνεργεῖ ἔτσι ἐπειδὴ ἔχει ἐπαφὴ ταυτόχρονα καὶ μὲ τὶς δύο ἀκραῖες, μὲ τὴν Κλωθὼ μὲ τὸ δεξί της χέρι καὶ τὴν Ἄτροπον μὲ τὸ ἀριστερόν. Γι’ αὐτὸ καὶ καθεμιά ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐνεργεῖ κατὰ διαστήματα, σὰν νὰ ἀφήνουν πεδίον γιὰ τὴν ἐνδιάμεση καὶ γιὰ τὸν λόγον αὐτὸ ἐκείνη κατέχει τὰ ὑποδείγματα τῶν κλήρων, ὑπὸ τὴν ἐννοια ὅτι αὐτὴ λόγῳ τῆς μεσότητός της δείχνει τὴν τριάδα τῶν Μοιρῶν νὰ εἶναι στὸν ἑαυτόν της καὶ ταιριάζει μὲ τὴν μεσότητα τῶν ψυχῶν.

Κάποιοι τρίτοι ὑποψιάστηκαν ὅτι ἡ Λάχεσις εἶναι ἡ πιὸ σεβάσμια καὶ ἔτσι κινεῖ τὸ ἀδράχτι καὶ μὲ τὰ δύο χέρια της ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι περιστρέφει καὶ τὴν σφαῖρα τῶν ἀπλανῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν σφαῖρα τῶν πλανητῶν καὶ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανόν…Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν διαφορῶν αὐτῶν, χρησιμοποιοῦμε ὡς κριτὴ τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος στὸ δωδέκατον βιβλίον τῶν «Νόμων» λέγει καθαρὰ ὅτι πρώτη πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν Λάχεσιν, δευτέρα τὴν Κλωθὼ καὶ τρίτη τὴν Ἄτροπον ποὺ καθιστᾶ ἀμετακλήτους τοὺς κλήρους ποὺ ἔχουν ὑφανθεῖ».

Στὸ «Περὶ Εἰμαρμένης» (568E), ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν Πλατωνικὴ «Πολιτεία» (617c) ἡ Κλωθὼ κατέχει τὴν ἀνωτέρα περιοχή, ἡ Λάχεσις τὴν κατωτέρα καὶ ἡεν 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΗΘΙΚΑ, 24, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩι ΚΥΚΛΩι ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ», ἐκδ. Κάκτος, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, «ΟΜΗΡΟΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΔΗΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ,  «ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΑΙΛΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ», ΔΙΩΝ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΛΕΛΟΙΠΩΤΩΝ ΧΡΗΣΤΗΡΙΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΙΣ», ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ, «HISTORIA NATURALIS», ΠΛΙΝΙΟΣ,  «ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩι ΚΥΚΛΩι ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ», Γ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ-ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», ΗΛ. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, «DOES ASTRONOMICAL AND GEOGRAPHICAL INFORMATION OF PLUTARCHS DE FACIE DESCIBE A TRIP BEYOND THE NORTH ATLANTIC OCEAN? », Ι. ΛΥΡΙΤΖΗΣ, Π. ΠΑΠΑΔΗΜΑ-ΠΡΕΚΑ, Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΚΑΛΑΧΑΝΗΣ, ΤΖΑΝΗΣ, «ΟΙΝΩΨ ΠΟΝΤΟΣ», ΕΡ. ΜΕΡΤΖ, «ΠΕΡΙ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΚΩΛΩΤΗΝ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «FABULAE», ΥΓΙΝΟΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ἠ ΑΠΙΣΤΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (