Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον)

 

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΑΝΗΤΩΝ ΩΣ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 

Γράφει ὁ Πλάτων ( «Τίμαιος», 37d-41a) :

«Ὁ δημιουργὸς χάρηκε*1 ὅταν διεπίστωσε ὅτι ὁ κόσμος κινεῖται καὶ ὁμοιάζει μὲ τοὺς αἰωνίους θεοὺς καὶ εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτό, σκέφτηκε νὰ τὸν κάνει ἀκόμα πιὸ ὅμοιον μὲ τὸ πρότυπον ποὺ εἶχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ὅτι τὸ πρότυπόν του εἶναι ζωντανὸν καὶ αἰώνιον, προσπάθησε νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν κόσμον. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φύσις ἐκείνου τοῦ προτύπου εἶναι αἰώνια καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν μεταδώσει ἀπολύτως στὸν κόσμον, σκέφτηκε νὰ τὸν κάνει κινητὴ εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος. Ἐνῶ λοιπὸν τακτοποιοῦσε τὸν οὐρανόν, ἔφτιαξε τῆς σταθερᾶς αἰωνιότητος τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία κινεῖται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν ἀριθμῶν, αὐτὸ ποὺ βέβαια ὀνομάζουμε χρόνον, καὶ ταυτοχρόνως δημιούργησε τὶς ἡμέρες, τὶς νύχτες, τοὺς μῆνες καὶ τὰ χρόνια ποὺ δὲν ὑπῆρχαν πρὶν δημιουργηθεῖ ὁ οὐρανός.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι μέρη τοῦ χρόνου. Τὸ μέλλον καὶ τὸ παρελθὸν εἶναι ἐπίσης μορφὲς τοῦ χρόνου ποὺ ἑμεῖς, χωρὶς σκέψιν, ἐσφαλμένως τὶς ἀποδίδουμε στὴν αἰώνια οὐσία, ἀφοῦ λέμε ὅτι αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντα, ἐνῶ τὸ μόνον ποὺ ἀληθῶς μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε εἶναι ὅτι «εἶναι». Τὸ «ἦταν» καὶ τὸ «θὰ εἶναι» πρέπει νὰ τὰ λέμε μόνον γιὰ τὴν γένεσιν ποὺ κινεῖται μέσα σὲ συγκεκριμένα χρονικὰ ὅρια. Τὸ «ἦταν» καὶ τὸ «θὰ εἶναι» εἶναι ἁπλὲς κινήσεις, ἐνῶ ἡ ἀμετάβλητη οὐσία δὲν ἁρμόζει νὰ γίνεται στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου πρεσβύτερον ἤ νεώτερον· οὔτε εἶναι σωστὸν νὰ λέμε γι’ αὐτὸ ὅτι κάποτε εἶχε γίνει ἤ ἔγινε ἤ ὅτι στὸ μέλλον θὰ γίνει καὶ γενικῶς, νὰ τοῦ ἀποδίδουμε κάποιες ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ποὺ συμβαίνουν στὰ πράγματα ποὺ γίνονται ἀντιληπτὰ μὲ τὶς αἰσθήσεις, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ εἴδη τοῦ χρόνου ποὺ μιμεῖται τὴν αἰωνιότητα καὶ κινεῖται σὲ κύκλους σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν ἀριθμῶν.

Ἀκόμα, χρησιμοποιοῦμε ἀνακριβῶς καὶ ἐκφράσεις ὅπως «τὸ γεγονὸς εἶναι γεγονός», ὅτι «γιγνόμενον εἶναι γιγνόμενον», ὅτι «γενησόμενον/μελλοντικὸν εἶναι γενησόμενον» καὶ ὅτι «τὸ ἀνύπαρκτον εἶναι ἀνύπαρκτον». Σχετικῶς μὲ αὐτὰ ὅμως δὲν θὰ ἦταν ἴσως ἡ κατάλληλη εὐκαιρία γιὰ νὰ τὰ ἀναλύσουμε τώρα μὲ ἀκρίβεια.

Ὁ χρόνος λοιπὸν γεννήθηκε μαζὶ μὲ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ διαλυθοῦν μαζί, ἄν ἐπέλθει ποτέ κάποια καταστροφή τους, ἀφοῦ δημιουργήθηκαν ταυτοχρόνως καὶ σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπον τῆς αἰωνίου φύσεως τῆς Οὐσίας-Ὄντος, ὥστε νὰ τοῦ μοιάζει ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον. Τὸ πρότυπον ὑπάρχει στὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς διατρέχει τὴν ὁλότητα τοῦ χρόνου, ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι.
Ἑπομένως, ὡς συνέπεια τῆς λογικῆς καὶ τῆς προθέσεως/σχεδίων τοῦ θεοῦ, γιὰ τὴν γένεσιν τοῦ χρόνου, δημιουργήθηκε ὁ Ἥλιος, ἡ Σελήνη καὶ ἄλλα πέντε ἄστρα*2 ποὺ ὀνομάζονται πλανῆτες*2, ἔτσι ὥστε νὰ προσδιοριστοῦν καὶ νὰ διαφυλαχθοῦν τὰ μέτρα τοῦ χρόνου. Ὅταν ὁ θεὸς ἔφτιαξε τὰ σώματα αὐτῶν τῶν πλανητῶν, τοὺς τοποθέτησε στὶς τροχιὲς ποὺ ὑπάρχουν στὴν μεταβλητὴ οὐσία· ἑπτὰ πλανῆτες σὲ ἑπτὰ τροχιές*3

Πρώτη σὲ τροχιὰ/ στὸν πρῶτον κύκλον γύρω ἀπὸ τὴν γῆ τοποθέτησε τὴν σελήνη καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἥλιον στὸν δεύτερον κύκλον· ἀκολούθησε ὁ Ἑωσφόρος*4 καὶ τὸ ἄστρον τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὁποῖα διατρέχουν τοὺς δύο ἑπομένους κύκλους, ἔχοντας μὲ τὸν κύκλον τοῦ ἡλίου τὴν ἴδια ταχύτητα, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη δύναμιν. Ἔτσι ὁ Ἥλιος, ὁ Ἑωσφόρος καὶ ὁ Ἑρμῆς στὴν πορεία τους προσπερνοῦν διαδοχικῶς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ὅσον γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἄστρα, ἄν κανεὶς ἐπιχειρήσει νὰ ἐξετάσει ἀναλυτικῶς τὶς θέσεις στὶς ὁποῖες τὰ τοποθέτησε ὁ Δημιουργὸς καὶ γιὰ ποιές αἰτίες, θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ θέμα καὶ θὰ προκαλέσει περισσότερα προβλήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐπιλύσει. Αὐτὰ ἴσως ἀργότερα σὲ κάποια εὐκαιρία νὰ τύχουν τῆς ἀναφορᾶς ποὺ τοὺς ἀξίζει.

Ὅταν λοιπὸν τὸ καθένα ἀπὸ τὰ συστατικὰ τοῦ χρόνου ἔλαβε τὴν θέσιν ποὺ τοῦ ἅρμοζε στὶς κινήσεις τοῦ οὐρανοῦ, ἔμψυχοι δεσμοὶ ἔδεσαν τὸ σῶμα του καὶ ἔγινε ἔμβιον ὄν· τότε ἔμαθαν καὶ τὸν προορισμόν τους, τότε ἄρχισαν νὰ περιστρέφονται σύμφωνα μὲ τὴν κίνησιν τῆς μεταβλητῆς οὐσίας, ποὺ εἶναι πλάγια σὲ σχέσιν μὲ τὴν κυρίαρχη τῆς ἀμετάβλητης, μὲ τέτοιον τρόπον ὥστε νὰ κινεῖται ταχύτερα ἐκεῖνο ποὺ διανύει τὸν μικρότερον κύκλον καὶ βραδύτερα αὐτὸ ποὺ διανύει τὸν μεγαλύτερον.

Μὲ τὴν κίνησιν ὅμως τῆς ἀμετάβλητης οὐσίας, οἱ πλανῆτες ποὺ περιστρέφονταν πιὸ ἀργὰ φαίνονταν νὰ καταφθάνουν τὰ ἄλλα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα συνέβαινε τὸ ἀντίθετον. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ κίνησις τῆς ἀμετάβλητης οὐσίας στρέφει ἑλικοειδῶς ὅλους τοὺς κύκλους, δίνοντας τὴν ἐντύπωσιν ὅτι τὸ σῶμα ποὺ ἀπομακρυνόταν πολὺ ἀργὰ ἀπ’ αὐτὴν βρισκόταν πιὸ κοντά της.

Γιὰ νὰ ὑπάρχει σαφὲς μέτρον συγκρίσεως τῶν σχετικῶν κινήσεων τῶν πλανητῶν, γρηγόρων καὶ ἀργῶν, μὲ τὶς ὁποῖες περιστρέφονταν στὶς ὀκτὼ τροχιές τους, ὁ θεὸς ἄναψε ἕνα φῶς στὴν δεύτερη τροχιὰ μετὰ τὴν γῆ, τὸ ὁποῖον τώρα ἔχουμε ὀνομάσει ἥλιον, ποὺ φωτίζει ὅσον γίνεται καλλίτερα ὁλόκληρον τὸν οὐρανὸν καὶ βοηθάει νὰ μετέχουν στοὺς ἀριθμοὺς ὅσα ὄντα πρέπει νὰ μετέχουν, διδάσκοντάς τα ἀπὸ τὴν περιστροφὴ τοῦ ἀμεταβλήτου καὶ ἀναλλοιώτου. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς λόγους δημιουργήθηκε ἔτσι ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύχτα, ποὺ ἀποτελοῦν μαζὶ τὴν μοναδικὴ καὶ πιὸ σοφὴ κυκλικὴ κίνησιν.
Ὁ μήνας πάλι, παράγεται ὅταν ἡ σελήνη συμπληρώσει τὴν κυκλική της κίνησιν καὶ ξαναφτάσει πάλι τὸν ἥλιον, ἐνῶ τὸ ἔτος γίνεται μὲ τὴν συμπλήρωσιν ἑνὸς κύκλου ἀπὸ τὸν ἥλιον. Οἱ περιστροφὲς τῶν ὑπολοίπων ἄστρων δὲν ἔχουν γίνει ἀντιληπτὲς παρὰ ἀπὸ ἐλαχίστους ἀνθρώπους· δὲν τοὺς ἔχουν δώσει ὀνόματα, ἀλλὰ οὔτε ἔχουν ὑπολογίσει μὲ ἀριθμητικὲς μεθόδους τὰ σχετικά τους μέτρα· τελικῶς ἀγνοοῦν ὅτι κατὰ κάποιον τρόπον οἱ περιπλανήσεις τους εἶναι καὶ αὐτὲς χρόνος. 

Μποροῦμε ὅμως νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ τέλειος ἀριθμὸς τοῦ χρόνου συμπληρώνει τὸν τέλειον ἐνιαυτόν, ὅταν οἱ πλανῆτες ὁλοκληρώσουν τὶς ὀκτὼ περιστροφές τους καὶ φτάσουν στὸ ἴδιον σημεῖον ἀπὸ το ὁποῖον ξεκίνησαν, συγκρινόμενοι μὲ τὴν περιστροφὴν τοῦ ἀμεταβλήτου καὶ ὁμοιομόρφως κινουμένου. 

Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπον δημιουργήθηκαν ὅλα τὰ ἄστρα ποὺ μετακινοῦνται στὸν οὐρανόν, ὥστε τὸ σύμπαν νὰ ὁμοιάζει ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον μὲ τὸ τέλειον καὶ νοητὸν πλάσμα σὲ σχέσιν μὲ τὴν ἀπομίμησιν τῆς αἰωνίου φύσεως.

Ὅπως εἴδαμε ἔως τὴν γέννησιν τοῦ χρόνου ὁ κόσμος κατεσκευάζετο ἔτσι, ὥστε νὰ μοιάζει στὸ ὑπόδειγμά του. Ὡστόσο διέφερε ἀκόμη σὲ κάτι, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐμπλουτιστεῖ μὲ ὅλα τὰ ζωντανὰ δημιουργήματα. Ὁ Θεὸς ἄρχισε λοιπὸν νὰ καλύπτει τὸ κενὸν ἀποτυπώνοντας τὴν φύσιν τοῦ ὑποδείγματος. Ὁ Δημιουργὸς σκέφτηκε ὅτι ὁ κόσμος ἔπρεπε νὰ ἐμπεριέχει τόσες καὶ τέτοιες μορφὲς ζωῆς ὅσες διακρίνει ὁ νοῦς στὸ αὐθεντικὸν Ὄν.

Οἱ μορφὲς αὐτὲς εἶναι τέσσερεις : ἡ πρώτη εἶναι τὸ οὐράνιον γένος τῶν θεῶν, ἡ δευτέρα τὸ γένος τῶν πτηνῶν ποὺ διασχίζουν τὸν ἀέρα, ἡ τρίτη τὸ γένος τῶν ὑδροβίων ζώων καὶ ἡ τέταρτη τὸ γένος αὐτῶν ποὺ ζοῦν καὶ κινοῦνται στὴν στεριά*5.

Τὴν θεῖα μορφὴ ὁ Δημιουργὸς τὴν ἔφτιαξε κυρίως ἀπὸ φωτιά, ὥστε νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ λαμπρὴ καὶ ὄμορφη*5, τῆς ἔδωσε σφαιρικὸν σχῆμα γιὰ νὰ ὁμοιάζει μὲ τὸ σύμπαν, τὴν τοποθέτησε στὸ ἐξωτερικὸν μέρος τοῦ σύμπαντος καὶ τὴν ἅπλωσε κυκλικῶς γύρω στὸν οὐρανόν, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ πραγματικόν του κόσμημα.

Στὰ θεῖα ὄντα ἔδωσε δύο κινήσεις· ἡ μία εἶναι ὁμοιόμορφη καὶ γίνεται στὸ ἴδιο σημεῖον, ἐπειδὴ ὁ θεὸς ἔχει τὴν ἴδια ἄποψιν γιὰ τὰ ἴδια πράγματα· ἡ ἄλλη εἶναι κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρός, ποὺ ὑπακούει στὴν περιστροφὴ τῆς ἀναλλοίωτης καὶ ἀμετάβλητης οὐσίας. Τὶς ὑπόλοιπες πέντε κινήσεις, ὁ θεὸς δὲν τὶς ἔδωσε στὰ θεῖα ὄντα, ἀλλὰ τὰ ἔκανε ἀκίνητα καὶ στάσιμα, γιὰ νὰ γίνουν κατὰ τὸ δυνατὸν τέλεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὰ ἀπλανῆ ἄστρα, ὡς θεϊκὰ καὶ αἰώνια ζωντανὰ ὄντα, περιστρέφονται πάντα στὸ ἴδιο σημεῖον*2.

Οἱ πλανῆτες ὅμως, ποὺ κινοῦνται καὶ περιστρέφονται, δημιουργήθηκαν μὲ τὸν τρόπον ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω. Τὴν γῆ ποὺ μᾶς θρέφει καὶ εἶναι τυλιγμένη γύρω στὸν ἄξονα ποὺ διασχίζει τὸ σύμπαν ἀπὸ τὴν μία μέχρι τὴν ἄλλην ἄκρη, ὁ θεὸς τὴν ἔκανε δημιουργὸν καὶ φρουρὸν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός, σὰν πρώτη καὶ μεγαλυτέρα ἀπὸ ὅλους τοὺς θεοὺς ποὺ δημιουργήθηκαν στὸν οὐρανόν.
Θὰ ἦταν ὅμως ματαιοπονία, ἀφοῦ δὲν διαθέτουμε πρότυπα γιὰ νὰ μελετήσουμε τὶς κινήσεις τους, νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς χοροὺς αὐτῶν τῶν ἄστρων, γιὰ τὶς συνόδους τους, γιὰ τὶς προσεγγίσεις καὶ ἀπομακρύνσεις τους, γιὰ τοὺς θεοὺς*6 ποὺ πλησιάζουν ἤ ἀπομακρύνονται μεταξύ τους, γιὰ τὸ ποιοί καὶ πότε περνοῦν πίσω ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὥστε νὰ χάνονται καὶ νὰ ξαναεμφανίζονται στὰ μάτια μας, στέλνοντας ἀνησυχητικὰ σημάδια στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σκεφτοῦν λογικῶς γιὰ τὰ πράγματα ποὺ θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον*7.

Ἑπομένως, ἄς ἀρκεστοῦμε σὲ ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα κι ἄς σταματήσουμε ἐδῶ τὴν συζήτησιν σχετικῶς μὲ τὴν φύσιν τῶν ὁρατῶν καὶ δημιουργημένων θεῶν. Ἡ συζήτησις πάλι σχετικῶς μὲ τὶς ὑπόλοιπες θεότητες καὶ τὴν προέλευσίν τους εἶναι πολὺ βαρὺ ἔργον γιὰ τὶς δυνάμεις μας. Ἄς δείξουμε λοιπὸν ἐμπιστοσύνη σὲ ἐκείνους ποὺ μίλησαν γι’ αὐτὲς πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ πού, ὅπως ἔλεγαν, ἦταν ἀπόγονοι θεῶν καὶ ἤξεραν χωρὶς ἀμφιβολία πολὺ καλὰ τοὺς προγόνους τους*8. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπιστοῦμε σὲ παιδιὰ θεῶν, ἔστω κι ἄν ὅσα λένε στερούνται ἐπαρκῶν ἀποδείξεων, ἀλλά, ἀφοῦ μιλοῦν γιὰ οἰκογενειακά τους θέματα, ἄς δεχτοῦμε αὐτὰ ποὺ ὑποστηρίζουν, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ τὸν οὐρανὸν γεννήθηκαν ὁ Ὠκεανὸς καὶ ἡ Τηθύς, κι ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Φόρκυς, ὁ Κρόνος, ἡ Ῥέα καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι μαζί τους  κι ὅτι ἀπὸ τὸν Κρόνον καὶ τὴν Ῥέα γεννήθηκαν ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἥρα καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους θεωροῦμε ἀδελφοὺς καὶ ἀπογόνους τους».  


*1 Καὶ αὐτὴν τὴν πλατωνικὴ φράσιν ( «ὡς δὲ κινηθὲν αὐτὸὁ γεννήσας πατήρ, ἠγάσθη τε καὶ εὐφρανθεὶς» )

τὴν συναντῶμεν παραποιημένη στὴν «Γένεσιν» (1,31) :

«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν».

*2 Ἡ λέξις «πλανήτης» κρύβει τὴν τεράστια ἐπιστημονικὴ γνῶσιν ποὺ εἶχε ὁ ὀνοματοθέτης καὶ ἡ ὁποία δὲν μπόρεσε οὐδέποτε νὰ ξεπεραστεῖ, καθῶς ὅλοι τὴν φθέγγουν -καὶ- αὐτὴν ἑλληνικῶς (βλ. planet, planète, pianeta κοκ). Ὁ «πλανήτης» ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἐκ τοῦ «πλανῶμαι» ( =περιφέρομαι), πρᾶγμα ποὺ σημαίνει πὼς οἱ Ἕλληνες ἤξεραν ἀπὸ πολὺ παλαιὰ τὴν κίνησιν τῶν οὐρανίων αὐτῶν σωμάτων.

Ἀναφέρονται ἐπίσης ὑπὸ τὴν ἴδια ἔννοια καὶ ὡς «ἀστέρες» κι αὐτὸ διότι «οὐδέποτε στάσιν ἔχουσι, ἀλλ’ ἀεὶ φερόμενοι κύκλῳ», ἐκ τοῦ στερητικοῦ ἀ + ἴστημι, οἱ μὴ ἔχοντες στάσιν.
Τὰ ἄστρα κατ’ ἄλλους ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ἀθροιστικὸν ἀ- καὶ τὸ ῥῆμα «στορρέννυμι» ( =στρώνω), καθ’ ὅτι φαίνονται «ὡς ἐστρωμένα ἐν τῷ οὐρανῷ».
Ἀστὴρ εἶναι ὁ μονομερής, ἐνῶ ἄστρον τὸ ἐκ πολλῶν ἀστέρων συγκείμενον.

Καὶ ὁ ἀστὴρ κατέληξε στοὺς Λατίνους «astrum» γιὰ νὰ δώσει ἀργότερα τὰ «star, aster, Estrella, astro, Sterne» κοκ.

*3 Ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «σέβω», ἡ δὲ τροπὴ τῆς δασείας τοῦ ἀρχικοῦ ἔψιλον σὲ σ, ἀποδεικνύει καὶ τὸ σεπτὸν τοῦ χαρακτῆρος του. Πράγματι ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶναι «παρθένος» ( «σεπτάς τις οὖσα, ὡς θεῖα καὶ ἀμήτωρ καὶ παρθένος» ), καθῶς δὲν πολλαπλασιάζεται, οὔτε διαιρεῖται ἐντὸς τῆς δεκάδος.

Ἑπτὰ οἱ πλανῆτες, ἑπτὰ οἱ νότες, ἑπτὰ τὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἑπτὰ οἱ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος…

Γράφει δὲ ὁ Πυθαγόρειος Ἰάμβλιχος στὸ «Περὶ Ἀριθμῶν» :

«σεβασμοῦ ἀξίαν σεπτάδα προσηγόρευον». 

*4 Ἑωσφόρος/ Ἐωθινός/ Αὐγερινὸς λέγεται ἡ Ἀφροδίτη, διότι ὅπως γράφει καὶ ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα (Ψ’, 226) :  

«Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐπὶ γαῖαν».  

Ὁ Ἑωσφόρος δηλαδὴ προμηνύει ὅτι ἔρχεται τὸ φῶς ἐπὶ τὴν γῆν. 

Ἀκόμη ἡ Ἀφροδίτη λέγεται καὶ «Ἀποσπερίτης/ Ἔσπερος» διότι ἐμφανίζεται πρῶτη τὸ βράδυ καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται τελευταία τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, οὖσα Αὐγερινός καὶ Ἑωσφόρος.

Διεστρεβλώθη καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὰ ἑβραιοχριστιανικὰ ἤθη καὶ κατέληξε νὰ σημάνει κάτι τὸ διαβάλλον-διαβολικόν, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἔρως ποὺ αὐτὴ συμβολίζει. 

Ὁ Ἡσίοδος στὴν «Θεογόνία» τοῦ (381-2) γράφει γιὰ τὸν Ἑωσφόρον, πὼς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Ἠριγένεια ( =γεννηθεῖσα τὸ πρωί, τὸ πρωὶ προσωποποιημένον) Ἠὼ καὶ τὸν Ἀστραῖον : 

«τοὺς δὲ μέτ᾽ ἀστέρα τίκτ' Ἠοσφόρον Ἠριγένεια ἄστρα τε λαμπετόωντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται». 

*5 Ὁ Τίμαιος χρησιμοποιεῖ τὴν ἄποψιν τοῦ Ἐμπεδοκλέους γιὰ τὰ τέσσερα στοιχεῖα καὶ τὰ κατατάσσει σὲ τέσσερεις ἀντίστοιχες κατηγορίες ἐμβίων ὄντων ποὺ ζοῦν στὸν οὐρανόν (θεοί=φωτιά), τὸν ἀέρα, στὸ νερό καὶ στὴν ξηρά.

*6 Ὁ Τίμαιος τοὺς πλανῆτες τοὺς χαρακτηρίζει θεούς, καθῶς θέουν ( =τρέχουν) στὸν οὐρανόν. Ἐπίσης, τὰ θέοντα εἰς τὸν οὐρανὸν οὐράνια σώματα ἐλατρεύθησαν ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους ὡς θεοί. Ἀκόμα, ἡ λέξις θεός, πέραν τῆς προαναφερθείσης ἐτυμολογίας συνδέεται κατὰ ἄλλους καὶ μὲ τὸ ῥῆμα «θεῶμαι» ( «θεὸς λέγεται διὰ τὸ ὅτι θεᾶται, θεωρεῖ τὰ πάντα» ).

Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος» δέχεται καὶ τὶς δύο ἐκδοχές.

Ὁ Ἡρόδοτος ἐτυμολογεῖ τὴν λέξιν ἐκ τοῦ «θέτω» ( «ὅτι κόσμῳ θέντες πάντα τὰ πράγματα», Ἱστορ., Β’, 5,2). 

Ὁ Σωκράτης στὸν «Κρατύλον» (397d) λέγει :

«…οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι οἱ γύρω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα αὐτοὺς μόνον τοὺς θεοὺς ἀνεγνώρισαν, τοὺς ὁποίους τώρα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ἀναγνωρίζουν, δηλαδὴ τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνη καὶ τὴν γῆ καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὸν οὐρανόν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔβλεπαν ὅλα αὐτὰ νὰ κινοῦνται μὲ ταχύτητα καὶ νὰ τρέχουν (θέοντα) διαρκῶς, ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυσική τους ἰδιότητα, δηλαδὴ τοῦ τρεξίματος (θεῖν) τοὺς ὠνόμασαν θεούς. Ὕστερα ὅμως ὅταν ἀνεγνώρισαν καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ὅλους πλέον μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοὺς ἀποκαλοῦν». 

Καὶ στὴν Ἀπολογία του ὁ Σωκράτης (βλ. Πλάτωνος, «Ἀπολογία Σωκράτους», 26d ), ἀπευθυνόμενος στὸν -ἕναν ἀπὸ τοὺς κατηγόρους του- Μέλητον τοῦ λέει :

«Ὦ θαυμάσιε Μέλητε, ἵνα τί ταῦτα λέγεις; οὐδὲ ἥλιον οὐδὲ σελήνην ἄρα νομίζω θεοὺς εἶναι, ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι;»

( =Θαυμάσιε Μέλητε, πῶς τὰ λέγεις αὐτά; Δὲν πιστεύω λοιπὸν οὔτε γιὰ τὸν ἥλιον, οὔτε γιὰ τὴν σελήνη ὅτι εἶναι θεοί, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; )

*7 Ἀναφέρεται ξεκάθαρα στὴν παρατήρησιν τῶν οὐρανίων σωμάτων, χαρακτηρίζοντας αὐτὰ ὡς πομποὺς ποὺ στέλνουν σημάδια, μὲ τὴν πορεία-συνόδους τους, στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς προοιωνίζουν τὸ μέλλον.

*8 Στὸ σημεῖον αὐτὸν ὁ Πλάτων δὲν δείχνει καθόλου νὰ ἀλληγορεῖ, ὅπως οὔτε καὶ παρὰ πάνω στὸ ἴδιο σύγγραμμα, ὅταν γράφει πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι γεννήματα καὶ παιδεύματα τῶν θεῶν ( «Τίμαιος», 24d). Αὐτὸ δικαιολογεῖ καὶ ὅλους τοὺς συγγραφεῖς μας ποὺ ὅταν ἀναφέρονται σὲ διαφόρους μεγάλους ἥρωές μας, τοὺς παρουσιάζουν ὡς παιδιὰ θεῶν· θεώρησις ποὺ ἀλλάζει ὅλον τὸν ῥοῦ, ἀλλὰ καὶ χρονολόγησιν τῆς διδασκομένης σήμερα ἱστορίας. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΛΑΤΩΝ ΤΙΜΑΙΟΣ», ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, «ΤΙΜΑΙΟΣ/ΚΡΙΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΥΚΛΕΙΔΟΥ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΚΑΝΟΝΟΣ», ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΥΡΙΔΗΣ καὶ «ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ», Δ. ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (