Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

 

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ


Συνεχίζει ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον» (44c-48a) : 

Σχετικῶς λοιπὸν μὲ ὅσα ἔχουμε τώρα ἀναφέρει, πρέπει νὰ τὰ ἐξετάσουμε μὲ μεγαλυτέρα ἀκρίβεια. Γιὰ ὅσα ὅμως προηγήθηκαν, δηλαδὴ τὴν δημιουργία τῶν διαφόρων τμημάτων τοῦ σώματος καὶ τὴν αἰτία τὴν θεῖα πρόνοια ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ἡ ψυχή, πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε τὶς πιὸ πιθανὲς προϋποθέσεις καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσουμε σύμφωνα μὲ αὐτὰ ἐξετάζοντας.

Μιμούμενοι τὴν σφαιρικὴ μορφὴ τοῦ σύμπαντος οἱ θεοί, ἔκλεισαν τὶς δύο θεϊκὲς περιφορὲς σὲ ἕνα σφαιρικὸν σχῆμα ποὺ ὀνομάζουμε κεφάλι, τὸ πιὸ θεϊκὸν τμῆμα τοῦ σώματός μας, τὸ ὁποῖον ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἄλλα μέρη ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας. Οἱ θεοὶ τὸ ἔβαλαν στὴν κορυφὴ τοῦ σώματος, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ὑπηρέτη του, φροντίζοντας νὰ μετέχει τὸ κεφάλι σὲ ὅλες τὶς κινήσεις ποὺ θὰ γίνονται. Γιὰ νὰ μὴν κυλάει ὅμως πάνω στὴν γῆ, ποὺ εἶναι γεμάτη ὑψώματα καὶ βάθη καὶ γιὰ νὰ μὴ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέσιν, ὅταν πρόκειται νὰ ἀνέβει ἤ νὰ κατέβει κάποιο ἀπ’ αὐτά, ἔδωσαν στὸ κεφάλι τὸ σῶμα σὰν ὄχημα καὶ μέσον μεταφορᾶς.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ σῶμα ἀπέκτησε μῆκος καὶ μὲ ἐπινόησιν τοῦ θεοῦ, δημιούργησε τέσσερα ἄκρα, μακριὰ κι εὔκαμπτα, ποὺ χρησιμεύουν γιὰ νὰ μετακινεῖται, νὰ πιάνεται, νὰ στηρίζεται καὶ νὰ πηγαίνει ἀπὸ μέρος σὲ μέρος, μεταφέροντας στὴν κορυφή του τὴν κατοικία τοῦ πιὸ ἱεροῦ καὶ θεϊκοῦ τμήματός μας. Ἔτσι, γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅλοι ἔχουν σκέλη καὶ χέρια. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ θεοὶ πίστευαν ὅτι τὸ μπροστινὸν μέρος τοῦ σώματος εἶναι πιὸ πολύτιμον ἀπὸ τὸ πίσω καὶ πιὸ κατάλληλον νὰ μᾶς διευθύνει, κανόνισαν νὰ βαδίζουμε κυρίως πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε τὸ μπροστινόν μας μέρος νὰ εἶναι ξεχωριστὸν καὶ διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ πίσω. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀρχικῶς ἔβαλαν τὸ πρόσωπον στὸ μπροστινὸν μέρος τοῦ κεφαλιοῦ, τὸ ἐφοδίασαν μὲ ὄργανα κατάλληλα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῆς ψυχῆς καὶ διέταξαν νὰ εἶναι ὁδηγὸς τοῦ ὑπολοίπου σώματος αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴν φύσιν ἦταν μπροστά.

Τὰ πρῶτα ὄργανα ποὺ ἔφτιαξαν ἦταν τὰ μάτια ποὺ εἶχαν τὸ φῶς, ποὺ τὰ ἔβαλαν στὸ πρόσωπον γιὰ τὸν λόγον αὐτόν. Ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς φωτιᾶς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ καίει ἀλλὰ μόνον νὰ παρέχει ἥμερον φῶς, ἐπενόησαν νὰ γίνει καθημερινόν, οἰκεῖον στοὺς ἀνθρώπους σῶμα*1. Κανόνισαν νὰ κυλάει αὐτὴ ἡ ἀνόθευτη φωτιὰ ποὺ βρίσκεται μέσα μας καὶ εἶναι ἀδελφὴ τῆς ἄλλης, διαμέσου τῶν ματιῶν, λεία καὶ πυκνή.
Τὸ κέντρον τῶν ματιῶν ἐπλάσθη ἰδιαιτέρως πυκνοπλεγμένον, ἔτσι ὥστε νὰ λειτουργεῖ ὡς φίλτρον φράζοντας τὴν δίοδον στὰ συμπαγῆ ὑλικὰ καὶ ἀφήνοντας νὰ περάσει μόνον ἡ καθαρὴ φωτιά. Ὅταν λοιπὸν ὑπάρχει ὁλόγυρα τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τότε τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεώς μας βγαίνει ἀπὸ τὰ μάτια*1,2 καὶ καθῶς τὸ ὅμοιον ἕλκεται ἀπὸ τὸ ὅμοιον, συνενώνεται μὲ τὸ ἔξω φῶς· δημιουργεῖται ἔτσι ἕνα ὁμογενὲς σῶμα, οἰκεῖον σὲ ἑμᾶς, στὴν εὐθεῖα τῶν ματιῶν, ὁπουδήποτε κι ἄν βρίσκεται τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον στὸ ὁποῖον προσκρούει τὸ ῥεῦμα αὐτό. 


Λόγῳ τῆς ὁμοιογένειας, τὸ προϊὸν τῆς συνενώσεως αὐτῆς ἀποκτᾶ παντοῦ ἴδιες ποιότητες, εἴτε προέρχεται ἀπὸ τὴν πρόσκρουσιν τοῦ ἰδίου ῥεύματος σὲ ἕνα ἀντικείμενον, εἴτε ἀπὸ τὴν πρόσκρουσιν ἑνὸς ἀντικειμένου στὸ ῥεῦμα καὶ μεταφέρει τὶς κινήσεις ποὺ προκαλοῦνται κατὰ τὴν πρόσκρουσιν διαμέσου ὅλου τοῦ σώματος στὴν ψυχή, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν γέννησιν τῆς αἰσθήσεως ποὺ ὀνομάζουμε «ὅρασις»*2

Ὅταν ὅμως ἡ ἐξωτερικὴ φωτιὰ ἐξαφανίζεται μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νυκτός, ἡ ἐσωτερικὴ ἀποχωρίζεται ἀπὸ ἐκείνη· βγαίνοντας δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μάτια, συναντᾶ κάτι ἀνόμοιον, ἁλλοιώνεται καὶ σβήνει, ἀφοῦ δὲν ἔχει πλέον τὴν ἴδια φύσιν μὲ τὸν ἀέρα γύρω της, ὁ ὁποῖος δὲν διαθέτει φωτιά. Ἔτσι παύει νὰ βλέπει καὶ προκαλεῖ τὸν ὕπνον, ἀφοῦ τὰ βλέφαρα, ποὺ ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τοὺς θεοὺς γιὰ τὴν προστασία τῶν ματιῶν, καλύπτουν τὴν δύναμιν τῆς ἐσωτερικῆς φωτιᾶς, ἡ ὁποία τότε διαλύει καὶ ἡρεμεῖ τὶς κινήσεις πρὸς τὸ ἐσωτερικόν. 

Ὅταν αὐτὲς ἐξομαλυνθοῦν ἔρχεται ἡσυχία μέσα μας καὶ ἡ πλήρης γαλήνη ὁδηγεῖ σὲ βαθὺ ὕπνον μὲ σύντομα ὄνειρα· ἄν ὅμως ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν κινήσεις ἀκόμα, τότε ἀναδύονται φανταστικὲς εἰκόνες ἀνάλογες μὲ τὴν φύσιν τῶν κινήσεων καὶ τοὺς τόπους ποὺ ἔχουν ἀπομείνει αὐτὲς οἱ κινήσεις. Οἱ εἰκόνες αὐτὲς ἀναπλάθονται μέσα μας, ἀλλὰ τὶς ξαναθυμόμαστε μόλις ξυπνήσουμε σὰν ἐξωτερικὰ γεγονότα.

Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολον νὰ καταλάβουμε τώρα τὰ εἴδωλα ποὺ σχηματίζονται στοὺς καθρέφτες καὶ τὶς ὑπόλοιπες γυαλιστερὲς καὶ λεῖες ἐπιφάνειες. Ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁμοιότης στὴν ἐσωτερικὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ φωτιά, κάθε φορὰ ποὺ συναντιοῦνται πάνω σὲ λεία ἐπιφάνεια ἀντανακλῶνται μαζὶ καὶ παρουσιάζουν ἀναγκαστικῶς αὐτὰ τὰ εἴδωλα, ἐπειδὴ ἡ φωτιὰ τοῦ προσώπου ἑνώνεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ φωτιὰ πάνω στὴν ἐπιφάνεια αὐτή, ἀποτελώντας ἕνα εἶδος συμπαγοῦς ἑνότητος.

Τότε τὸ δεξὶ μᾶς φαίνεται ἀριστερόν, γιατὶ γίνεται ἐπαφὴ τῆς ἐσωτερικῆς φωτιᾶς μὲ τὸ ἀντίθετον μέρος τῆς ἐξωτερικῆς, κάτι δηλαδὴ διαφορετικὸν ἀπὸ τὸν συνηθισμένον τρόπον ὁράσεως. Ἀντιθέτως, τὸ δεξὶ φαίνεται δεξὶ καὶ τὸ ἀριστερὸν ἀριστερόν, ὅταν ἡ ἐσωτερικὴ φωτιὰ ἀλλάξει θέσιν καὶ ἑνωθεῖ κανονικὰ μὲ τὸ ἀντικείμενον ποὺ θέλει. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ λεία ἐπιφάνεια τοῦ καθρέφτη ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὴν μία κι ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, ὥστε νὰ στείλει τὸ δεξὶ μέρος τῆς ἐξωτερικῆς φωτιᾶς στὸ ἀριστερὸν μάτι καἰ ἀντιστρόφως. Ὅταν ὁ ἴδιος καθρέφτης περιστραφεῖ κατὰ μῆκος τοῦ προσώπου, τότε τὰ κάνει ὅλα νὰ φαίνονται ἀνάποδα, ἐπειδὴ στέλνει τὸ κάτω μέρος του στὸ φῶς τοῦ πάνω μέρους τῶν ματιῶν καὶ τὸ πάνω στὸ κάτω.

Ὅλα αὐτά ἀνήκουν στὶς βοηθητικὲς αἰτίες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ θεὸς ὡς συνεργάτες του γιὰ νὰ τελειοποιήσει, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν μορφὴ τοῦ ἀρίστου. Γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ὅμως δὲν εἶναι βοηθητικὲς ἀλλὰ κύριες αἰτίες τῶν πάντων, ἀφοῦ προκαλοῦν τὸ κρύο καὶ τὴν ζέστη, τὴν συστολὴ καὶ τὴν διαστολή, καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο σχετικόν, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν διαθέτουν λογικὴ καὶ σκέψιν. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ τονιστεῖ εἶναι ὅτι ἡ μοναδικὴ ὀντότητα στὴν ὁποία ἁρμόζει ἡ ἀπόκτησις τοῦ νοῦ εἶναι ἡ ψυχή καὶ αὐτὴ εἶναι ἀόρατη ὀντότητα, ἐνῶ ἡ φωτιά, τὸ νερό, ἡ γῆ καὶ ὁ αήρ εἶναι ὅλα ὁρατά.

Ὁ ἐραστὴς λοιπὸν τοῦ νοῦ καὶ τῆς γνώσεως πρέπει νὰ ἀναζητήσει πρῶτ’ἀπὸ ὅλα τὶς αἰτίες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἔλλογη φύσιν καὶ μόνον κατὰ δεύτερον λόγον τὶς αἰτίες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν τάξιν τῶν ἀντικειμένων ποὺ κινοῦνται ἀπὸ ἄλλα, καὶ μὲ τὴν σειρά τους, εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ μεταδίδουν κίνησιν σὲ κάποια τρίτα.

Ὀφείλουμε νὰ κάνουμε καὶ ἑμεῖς τὸ ἴδιο, νὰ ἐξετάσουμε δηλαδὴ καὶ τὰ δύο εἴδη τῶν αἰτιῶν, χωριστὰ ἐκεῖνες ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τῆς σκέψεως δημιουργοῦν καλὰ καὶ σωστὰ πράγματα καὶ χωριστὰ ὅσες παράγουν τυχαῖα καὶ ἀκανόνιστα ἀποτελέσματα, ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν φρόνησιν.

Ἀναφορικῶς τώρα μὲ τὶς βοηθητικὲς αἰτίες ποὺ ἔδωσαν στὰ μάτια τὴν ἱκανότητα τὴν ὁποία διαθέτουν, εἴπαμε ἀρκετά. Στὴν συνέχεια πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὸ σηματικότερον ὄφελος ποὺ προσφέρουν τὰ μάτια μας καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ θεός.

Κατὰ τὴν ἄποψίν μου, ἡ αἰτία τῆς μεγαλυτέρας ὠφέλειᾶς μας εἶναι ἡ ὅρασις, ἀφοῦ ὅλα ὅσα ἔχουμε πεῖ μέχρι τώρα γιὰ τὸ σύμπαν δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν λεχθεῖ, ἄν δὲν βλέπαμε οὔτε τὰ ἄστρα, οὔτε τὸν ἥλιον, οὔτε τὸν οὐρανόν. 

Ἐνῶ τώρα ἡ παρατήρησις τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός, τῶν μηνῶν, τῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐτῶν, τῶν ἰσημεριῶν καὶ τῶν τροπικῶν, μᾶς ὡδήγησε στὴν ἐπινόησιν τοῦ ἀριθμοῦ, μᾶς ἔδωσε τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου καὶ μᾶς ὥθησε στὴν διερεύνησιν τῆς φύσεως τοῦ σύμπαντος. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πηγὴ ἀντλήσαμε τὴν φιλοσοφία, τὸ μεγαλύτερον ἀγαθὸν ποὺ δώρισαν ἤ θὰ δωρίσουν ποτὲ οἱ θεοὶ στοὺς θνητοὺς άνθρώπους. Ἰσχυρίζομαι ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερον ἀγαθὸν τῶν ματιῶν· ποιός λοιπὸν ὁ λόγος νὰ ἐξυμνοῦμε καὶ ὅλα τὰ μικρότερα καλὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ματαίως θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται ὅποιος ἔχει χάσει τὸ φῶς του, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ἔχει καμμία σχέσιν μὲ την φιλοσοφία;

Ἄς ποῦμε ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι ἡ ὅρασις εἶναι ἡ αἰτία τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ : ὁ θεὸς τὴν ἀνηῦρε καὶ μᾶς τὴν δώρισε γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε στὸν οὐρανὸν τὶς ἀδιατάρακτες κυκλικὲς κινήσεις τοῦ νοῦ καὶ νὰ τὶς προσαρμόζουμε στὶς συγγενικὲς ἀλλὰ ταραγμένες περιφορὲς τῆς δικῆς μας διανοίας. Ἡ ἐξοικείωσις μὲ τὶς οὐράνιες κινήσεις, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοοῦμε τὴν σύμφυτην ὀρθότητα τῶν μαθηματικῶν τους σχέσεων, ὁπότε μποροῦμε νὰ διορθώνουμε τὴν πλάνη τῶν ἐσωτερικῶν μας κινήσεως μιμούμενοι τὶς ἀπλανεῖς θεϊκὲς τροχιές.

Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν φωνὴ καὶ τὴν ἀκοή· οἱ θεοὶ μᾶς τὶς δώρισαν γιὰ τὸν ἴδιον σκοπὸν καὶ γιὰ τὶς ἴδιες αἰτίες. Ὁ ἔναρθρος λόγος εἶναι προφανὲς ὅτι ἐξυπηρετεῖ αὐτὸν τὸν σκοπόν, συμβάλλει μάλιστα ἀποφασιστικῶς στὴν ἐκπλήρωσίν του. Τὸ ἴδιο ὅμως ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ μέρος ἐκεῖνον τῆς μουσικῆς ποὺ χρησιμοποιεῖ φωνὴ καὶ προσφέρεται στὴν ἀκοή, γιατὶ μᾶς ἔχει δοθεῖ χάριν τῆς ἁρμονίας.

Ἡ ἁρμονία περιέχει περιφορὲς συγγενεῖς πρὸς τὶς τροχιὲς τῆς ψυχῆς μας· αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐπικαλεῖται τὶς Μοῦσες μὲ σύνεσιν δὲν προσφεύγει στὴν ἁρμονία ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀλόγιστην ἡδονή, ὅπως ὅλοι πιστεύουν σήμερα. Ἀντιθέτως, ἡ ἁρμονία μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὶς Μοῦσες ὡς σύμμαχος στὴν προσπάθειά μας νὰ ἐπιβάλουμε τάξιν στὴν διαταραγμένη κίνησιν τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τὴν φέρουμε σὲ συμφωνία μὲ τὸν ἑαυτόν της. Γιὰ τὸν ἴδιον σκοπὸν οἱ Μοῦσες μᾶς ἔδωσαν ὡς βοηθὸν καὶ τὸν ῥυθμόν, διότι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔλλειψιν μέτρου καὶ ἔχουν ἐλάχιστην χάριν.

Ἕως τώρα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες περιπτώσεις, περιγράψαμε τὰ δημιουργήματα τοῦ νοῦ· πρέπει ὅμως νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ ἔργα τῆς Ἀνάγκης. Γιατὶ ἡ γέννησις τοῦ κόσμου εἶναι προϊὸν ἀναμείξεως· προῆλθε ἀπὸ τὴν συνδυασμένη δράσιν τῆς Ἀνάγκης καὶ τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς ἐπεβλήθη στὴν Ἀνάγκη πείθοντάς την νὰ ἐπιδράσει μὲ τρόπον θετικὸν στὰ περισσότερα δημιουργήματα· ἔτσι φθάσαμε στὰ πρῶτα στάδια τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ Ἀνάγκη ἡττήθη ἀπὸ τὴν ἔλλογη πειθώ».

*1 Τὰ μάτια ἀλλοιῶς λέγονται καὶ «φάεα» [βλ. Ὁμήρου Ὀδύσσεια, π, 15, «φάεα καλά» ( < καλίου/ἁελίου/ἡλίου)], «φάη», «φάηκες», διότι ὅπως ὑποδηλοῖ καὶ ἡ ἐτυμολογία τους -ἐκ τοῦ φωτός- περιέχουν φῶς καὶ δὲν λειτουργοῦν ἄνευ φωτός ( «ὀφθαλμοί, ὅτι ἐξ αὐτῶν τὸ φῶς ἤ φωτὸς δεκτικοί» ), ἐξ οὗ καὶ κατη-φής, ὅ ἔχων λόγῳ λύπης στραμμένα πρὸς τὰ κάτω τὰ φάεά του ( «κατήφεια, λύπη ποιοῦσα πρὸς τὰ κάτω βλέπειν», Πλούτ., 2, 528, Ε) .
Γιὰ τὸν ἴδιον λόγον λέγονται καὶ γλήνη (ἰδίως ἡ κόρη τοῦ ματιοῦ, ἐξ οὗ καὶ οἱ Κύκλωπες εἶχαν «φάεα μουνόγληνα» (Καλλίμαχος, Ὕμνος Ἀρτέμιδ., 60), ἐκ τοῦ γλαύσσω( =ἀπαστράπτω).
Ἀλλὰ καὶ «ἄγλαι/αἰγωγαία» (συγγενῆ τῆς αἴγλης < αΐσσω =ὁρμῶ, «ἀμαρύττα» ( < ἀμαρύττω =λάμπω)· ἀκόμα λέγονται καὶ «αὐγαί» ( < αὔω=λάμπω), «λαμπάδες», «μέρα» ( < μαρμαίρω).

Ὁ δὲ συσχετισμὸς νοῦ-φαέων θυμίζει ἀρκετὰ τὴν Ἰδέα τοῦ Ἀγαθοῦ-ἡλίου-φιλοσοφίας ἀπὸ τὸ ἕκτον βιβλίον τῆς «Πολιτείας» τοῦ Πλάτωνος. 

*2 Διόλου τυχαίως τὸ «ἰδεῖν» ( < ὁρῶ=βλέπω) καὶ τὸ «εἰδέναι» ( < οἶδα= γνωρίζω) εἶναι ἐτυμολογικῶς συγγενῆ. Διόλου τυχαία καὶ ἡ ἔκφρασις «πνευματικὸς ὁρίζων», καθῶς ὁρίζεις ὅ,τι ὁρᾶς, εἴτε διὰ ὁμμάτων, εἴτε νοητικῶς.

Διόλου τυχαίος καὶ ὁ συντακτικὸς κανὼν περὶ τῶν ῥημάτων αἰσθήσεως, τὰ ὁποῖα συντάσσονται μετὰ γενικῆς, πλῆν τῶν ῥημάτων ὁράσεως, τὰ ὁποῖα συντάσσονται μετ’ αἰτιατικῆς.

Γράφει ἡ Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον», σελ. 34 :

«Ἀξίζει ἀκόμη νὰ ἀναφερθῆ, ὡς ἐλάχιστον παράδειγμα «συντακτικῆς» λογικῆς, ὁ γνωστὸς κανὼν ὅτι τὰ αἰσθήσεως σημαντικὰ ῥήματα (ἅπτεσθαι, ἀκροᾶσθαι, ὀσφραίνεσθαι, γεύεσθαι) συντάσσονται μετὰ γενικῆς:

«ἅπτομαι ξύλου», «ἀκροῶμαι τοῦ Εὐαγγελίου», «ὀσφραίνομαι μύρου», «γεύομαι ἄρτου» κ.ο.κ...

Ἐξαιροῦνται ὅμως τὰ ῥήματα τὰ ὁράσεως σημαντικά, δηλαδὴ τὰ ἔχοντα σχέσιν μὲ τὴν ὅρασιν: 
«ὁρῶ τινά» (καὶ ὄχι ὁρῶ τινός).

Διατί ἄραγε; Πρόκειται περὶ «αὐθαιρέτoυ» ἐξαιρέσεως; Περὶ συντακτικῆς «ἀνωμαλίας» ; Ὄχι βέβαια. Ἀπάντησιν δίδει τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα:

«Ἡ ἐκ τῶν αἰσθήσεων γινομένη ἐνέργεια, γενικῇ συντάσσεται· 
ἀκούω σου, γεύομαί σου·

πλῆν τῆς ὁράσεως 
ὁρῶ σε, βλέπω σε·

διὰ τί; ἐπειδὴ αἱ μὲν ἄλλαι αἰσθήσεις, κατὰ εἰσδοχὴν ἐνεργούσιν· αὐτή δε μόνη, κατὰ ἐκπομπήν».

«Πόρρωθεν ἡ χρῆσις τῆς ὄψεως», ἔχει ἤδη καθορίσει ὁ Ἀριστοτέλης (Ζ. Μορ. Β, 13)». 


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΛΑΤΩΝ ΤΙΜΑΙΟΣ», ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, «ΤΙΜΑΙΟΣ/ΚΡΙΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΥΚΛΕΙΔΟΥ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΚΑΝΟΝΟΣ», ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΥΡΙΔΗΣ καὶ «ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ», Δ. ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩι ΚΥΚΛΩι ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ