Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η -ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ- ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ


Γιὰ χιλιοστὴ φορὰ πρέπει νὰ γίνει νύξις στὸ γνωστὸν μεταφρασμένον χωρίον τοῦ Ἰσοκράτους περὶ τοῦ «Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς μετέχοντας τῆς ἡμετέρας παιδείας». Τὸ παίρνουν πολλάκις οἱ κομμουνιστόφρονες ποὺ ἥδονται μὲ τὴν ἐπέλασιν τῶν ἐπηλύδων εὶς τὴν χώραν, ὡς ἐπιχείρημα τῆς φυλετικῆς ἀλλοτριώσεως ποὺ ἐπιβάλλει ἡ πολιτικὴ ὀρθότης. Καὶ κάθονται οἱ χαῦνοι μὲ κλειστὸν τὸ στόμα νὰ τοὺς κυττάζουν ἀναρωτώμενοι τί εἶχε ὁ Ἰσοκράτης στὸν νοῦν του, ὅταν τάχα βάπτιζε τοὺς μετέχοντας τῆς ἡμετέρας παιδείας Ἕλληνες.

Ἄλλοι πάλι βαπτίζουν τὸν Ἰσοκράτην ἐξαίρεσιν ἤ ἐπικαλοῦνται τὸν ἐφευρεθέντα ὅρον «διεθνιστής» γιὰ νὰ τὸν χαρακτηρίσουν...

Ποιόν; Τὸν Ἰσοκράτην...
Ἕναν Ἰσοκράτη ποὺ πέθανε ἀπὸ τὸν καημόν του νὰ βλέπει τοὺς Ἕλληνες μὴ ἑνωμένους κατὰ τῶν βαρβάρων, ποὺ ὁ ΙΔΙΟΣ ἔλεγε στοὺς ὁμοεθνεῖς του γιὰ νὰ τοὺς ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸν, ὥστε νὰ ἐπιτεθοῦν στοὺς ἀλλόφρονες :
«αὐτοὶ προέχετε καὶ διαφέρετε τῶν ἄλλων...τούτοις οἷς περ ἡ φύσις ἡ τῶν ἀνθρώπων τῶν ἄλλων ζώων, καὶ τὸ γένος τὸ τῶν Ἑλλήνων τῶν βαρβάρων», Περὶ τῆς ἀντιδόσεως, 293
( =Οἱ ἴδιοι -Ἕλληνες- ΠΡΟΕΧΕΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΦΕΡΕΤΕ τῶν ἄλλων -ἀνθρώπων/ τῶν βαρβάρων-... γιὰ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ Η ΦΥΣΙΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΔΙΑΦΕΡΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΛΑ ΖΩΑ, -ὁμοίως- καὶ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ).
Ἕνας Ἰσοκράτης ποὺ ἔβγαζε λόγους συνεχῶς (βλ. Πανηγυρικός, Ἀρχίδαμος, Πλαταϊκός κοκ) γιὰ νὰ μεταπείσει τοὺς Ἕλληνες, ἀνεξαρτήτως πόλεως-κράτους νὰ ἑνωθοῦν ἐπιτέλους καὶ νὰ συμμαχήσουν ἐναντίον τῶν Ἀσιατῶν.
Ποὺ ἔστελνε ἐπιστολὲς σὲ ὅποιον Ἕλληνα βασιλέα πίστευε πὼς θὰ μποροῦσε ἐπιτέλους νὰ κάνει πραγματικότητα τὸ πανελληνικὸν του ὅραμα. Καὶ ποῦ δὲν ἀπευθύνθηκε; Ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Σπαρτιάτη Ἀγησίλαον, ἔπειτα προσπάθησε νὰ πραγματοποίησει τὸ ὅραμά του μέσῳ τῶν Ἀθηναίων ὡς ἐπὶ κεφαλῆς. Ὕστερα ἔκανε κι ἄλλη προσπάθεια μήπως τὰ κατάφερνε ὁ Διονύσιος τῶν Συρακουσῶν.
Ὅταν εἶδε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πὼς δὲν μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ ὄνειρό του, ἀπευθύνθηκε στὸν Ἀλέξανδρον τῶν Φερρῶν τῆς Θεσσαλίας. Ὕστερα βλέποντας πὼς οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνον εἶχε θετικὴ ἀπάντησιν, ἔγραψε ἐπιστολὴ στὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας. Τὰ λόγια τῆς ἀπέλπιδός του προσπάθειας πρὸς τὸν Φίλιππον, ἀλλὰ καὶ ὅσων συγγραμμάτων του Ἰσοκράτους μᾶς ἀπέμειναν ἀποδίδουν πλήρως τὴν πραγματική του γνώμη γιὰ τοὺς βαρβάρους :
«Χρὴ δὲ μὴ καλὰς ἁπάσας ὑπολαμβάνειν τὰς ἐν τοῖς πολέμοις τελευτὰς ἀλλὰ τὰς μὲν ὑπὲρ τῆς πατρίδος καὶ τῶν γονέων καὶ τῶν παίδων ἐπαίνων ἀξίας, τὰς δὲ ταῦτά τε πάντα βλαπτούσας καὶ τὰς πράξεις τὰς πρότερον κατωρθωμένας καταρρυπαινούσας αἰσχρὰς νομίζειν καὶ φεύγειν ὡς αἰτίας πολλῆς ἀδοξίας γιγνομένας»,Ἐπιστολὴ πρὸς Φίλιππον, 2,4
( =Δὲν πρέπει -κανεὶς- νὰ δέχεται κάθε θάνατον στὸν πόλεμον ἄξιον ἐπαίνου, ἀλλὰ τὸν θάνατον ὑπὲρ πατρίδος καὶ τῶν γονέων καὶ τῶν παίδων -νὰ θεωρεῖ ἀξιέπαινον-. Ὁ δὲ θάνατος ποὺ βλάπτει ὅλα αὐτὰ καὶ καταρρυπαίνει τὰ προηγούμενα κατορθώματα πρέπει νὰ θεωρεῖται αἰσχρὸς καὶ νὰ ἀποφεύγεται, γιατὶ γίνεται ἡ αἰτία πολλῆς κακῆς φήμης).
«Μέλλω γάρ σοι συμβουλεύειν προστῆναι τῆς τε τῶν Ἑλλήνων ὁμονοίας καὶ τῆς ἐπὶ τοὺς βαρβάρους στρατείας· ἔστι δὲ τὸ μὲν πείθειν πρὸς τοὺς Ἕλληνας συμφέρον, τὸ δὲ βιάζεσθαι πρὸς τοὺς βαρβάρους χρήσιμον. Ἡ μὲν οὖν περιβολὴ παντὸς τοῦ λόγου τοιαύτη τίς ἐστιν», Φίλιππος, 16
( =Γιατὶ ἔχω σκοπὸν νὰ σὲ συμβουλεύσω νὰ ἀναλάβεις τὴν πρωτοβουλία καὶ γιὰ τὴν ὁμόνοια ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ γιὰ τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῶν βαρβάρων. ΚΑΙ Η ΠΕΙΘΩ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΝΩ Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ. Τὸ γενικὸν λοιπὸν περίγραμμα ὅλου τοῦ λόγου μου αὐτὸ περίπου εἶναι. )
«Περὶ μὲν οὖν τῶν ἐμῶν καὶ περὶ ὧν σοὶ πρακτέον ἐστὶν πρὸς τοὺς Ἕλληνας σχεδὸν ἀκήκοας, περὶ δὲ τῆς στρατείας τῆς εἰς τὴν Ἀσίαν ταῖς μὲν πόλεσιν, ἃς ἔφην χρῆναί σε διαλλάττειν, τότε συμβουλεύσομεν ὡς χρὴ πολεμεῖν πρὸς τοὺς βαρβάρους, ὅταν ἴδωμεν αὐτὰς ὁμονοούσας», Φίλιππος, 83.
( =Γιὰ τὴν δικὴ μου λοιπὸν θέσιν καὶ γιὰ τὸ τί σοῦ πρέπει νὰ πράξεις πρὸς τοὺς Ἕλληνες σχεδὸν ἔχεις ἀκούσει· περὶ δὲ τῆς ἐκστρατείας στὴν Ἀσία, ὅταν θὰ δοῦμε πὼς οἱ μὲν πόλεις, τὶς ὁποῖες ἔλεγα πὼς πρέπει νὰ συμφιλιώσεις, θὰ εἶναι ὁμονοοῦσες, τότε θὰ τὶς συμβουλεύσουμε πὼς πρέπει/ ἔχουν χρέος νὰ πολεμήσουν τοὺς βαρβάρους).
«Σκέψαι δ᾽ ὅτι σε τυγχάνω παρακαλῶν ἐξ ὧν ποιήσει τὰς στρατείας οὐ μετὰ τῶν βαρβάρων ἐφ᾽ οὓς οὐ δίκαιόν ἐστιν, ἀλλὰ μετὰ τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ τούτους πρὸς οὓς προσήκει τοὺς ἀφ᾽ Ἡρακλέους γεγονότας πολεμεῖν», Φίλιππος, 115.
( = Σκέψου δὲ πὼς σὲ παρακαλῶ σὲ ὅσα θὰ σὲ κάνουν νὰ ἐκστρατεύσεις, ὄχι μὲ τοὺς βαρβάρους κατὰ αὐτῶν ποὺ δὲν εἶναι δίκαιον, ἀλλὰ μὲ τοὺς Ἕλληνες κατὰ αὐτῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους ἁρμόζει νὰ τοὺς πολεμοῦν ὅσοι ἔχουν γίνει ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ/ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡρακλέους)
«Διὸ δικαίως ἄν με πάντες ἐπαινοῖεν, ὅτι τῇ δυνάμει ταύτῃ χρώμενος, ἣν ἔχων τυγχάνω, διατετέλεκα πάντα τὸν χρόνον πολεμῶν μὲν τοῖς βαρβάροις, κατηγορῶν δὲ τῶν μὴ τὴν αὐτὴν ἐμοὶ γνώμην ἐχόντων, προτρέπειν δ᾽ ἐπιχειρῶν οὓς ἂν ἐλπίσω μάλιστα δυνήσεσθαι τοὺς μὲν Ἕλληνας ἀγαθόν τι ποιῆσαι, τοὺς δὲ βαρβάρους ἀφελέσθαι τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν», Φίλιππος, 130.
( =Γι᾽αὐτὸ δίκαιον θὰ ἦταν οἱ πάντες νὰ μὲ ἐπαινοῦν, γιατὶ χρησιμοποιώντας αὐτὴν τὴν δύναμιν, τὴν ὁποίαν ἔτυχε νὰ ἔχω/ ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ φύσις, δὲν ἔπαυσα στιγμὴ νὰ πολεμῶ τοὺς βαρβάρους, νὰ κατακρίνω ὅσους δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν γνώμη μὲ ἐμένα, νὰ ἐπιχειρῶ νὰ παρακινήσω ὅσους εἶχα τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ δύνανται νὰ ποιήσουν κάτι ἀγαθόν/ νὰ εὐεργετήσουν τοὺς Ἕλληνες καὶ νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους τὴν ὑπάρχουσαν εύδαιμονία τους).
«Σκέψαι δ᾽ ὡς αἰσχρὸν περιορᾶν τὴν Ἀσίαν ἄμεινον πράττουσαν τῆς Εὐρώπης καὶ τοὺς βαρβάρους εὐπορωτέρους τῶν Ἑλλήνων ὄντας, ἔτι δὲ τοὺς μὲν ἀπὸ Κύρου τὴν ἀρχὴν ἔχοντας, ὃν ἡ μήτηρ εἰς τὴν ὁδὸν ἐξέβαλεν, βασιλέας μεγάλους προσαγορευομένους, τοὺς δ᾽ ἀφ᾽ Ἡρακλέους πεφυκότας, ὃν ὁ γεννήσας διὰ τὴν ἀρετὴν εἰς θεοὺς ἀνήγαγε, ταπεινοτέροις ὀνόμασιν ἢ ᾽κείνους προσαγορευομένους. Ὧν οὐδὲν ἐατέον οὕτως ἔχειν, ἀλλ᾽ ἀναστρεπτέον καὶ μεταστατέον ἅπαντα ταῦτ᾽ ἐστίν», Φίλιππος, 132.
( =Σκέψου πόσον αἰσχρὸν εἶναι νὰ ἀνεχόμεθα τὴν Ἀσία νὰ πράττει καλλίτερα ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ τοὺς βαρβάρους νὰ εἶναι εὐπορώτεροι τῶν Ἑλλήνων· νὰ λέγονται μεγάλοι βασιλεῖς αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴν ἀρχή τους/ βασιλεία τους ἀπὸ τὸν Κύρον -ποὺ ἡ μήτηρ του τὸν πέταξε στὸν δρόμον- καὶ οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ -τὸν ὁποῖον γεννῆσας -ὁ Ζεὺς- γιὰ τὴν ἀρετήν του στοὺς θεοὺς τὸν ἀνήγαγε- νὰ ἔχουν ταπεινότερα ὀνόματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνοι προσαγορεύονται. Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ ἀφεθεῖ ἔτσι, ἀλλὰ ἀναστρέψιμα καὶ μεταβαλλόμενα ὅλα αὐτὰ εἶναι).
Τὸ χωρίον δὲ ποὺ διαστρεβλώνεται περιτέχνως εἶναι τὸ γνωστὸν κομμάτι ἀπὸ τὸν Πανηγυρικόν του, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὡραιοτέρους λόγους ποὺ ἀποδίδουν τὸ πανελληνικὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὁποῖον λέγει ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΝ τὰ ἑξῆς :
Τοσοῦτον ( =τόσον πολύ) δ᾽ἀπολέλοιπεν ( =ξεπέρασε) ἡ πόλις ἡμῶν ( =ἡ πόλις μας, σημ.: ἡ Ἀθήνα) περὶ τὸ φρονεῖν ( ὡς πρὸς τὴν φρόνησιν) καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ( =καὶ στὸν λόγον/ῥητορικὴ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους), ὥσθ᾽οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν ( =ὥστε οἱ μαθητὲς αὐτῆς ἔγιναν διδάσκαλοι τῶν ἄλλων), καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν ( =καὶ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἔδινε τὴν ΠΛΑΣΤΗ ἐντύπωσιν) μηκέτι τοῦ γένους ( =ὄχι ΠΛΕΟΝ τοῦ γένους), ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι ( =ἀλλὰ τῆς διανοίας νὰ ΦΑΙΝΕΤΑΙ/θεωρεῖται πὼς εἶναι), καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας ( =καὶ περισσότερον Ἕλληνες νὰ -ΑΥΤΟ-ΑΠΟΚΑΛΟΥΝΤΑΙ οἱ μετέχοντες τῆς ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως, παρὰ οἱ μετέχοντες τῆς κοινῆς φύσεως/γεννήσεως/καταγωγῆς), Πανηγυρικός, 50, Ἰσοκράτης.
ΟΥΔΕΠΟΤΕ Ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΛΟΙΠΟΝ ΞΕΣΤΟΜΙΣΕ ΟΣΑ ΤΟΥ ΧΡΕΩΝΟΥΝ.
Καὶ γράφει ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ποὺ μᾶλλον οἱ παραχαράκτες του δὲν μπῆκαν στὸν κόπον νὰ διαβάσουν :
«μάλιστα μὲν ἵνα προὔργου τι γένηται καὶ παυσάμενοι τῆς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλονικίας κοινῇ τοῖς βαρβάροις πολεμήσωμεν», Πανηγυρικός, 19, Ἰσοκράτης
( =Πρῶτα, θὰ ἦταν ὠφέλιμον γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε κάποιο ἀποτέλεσμα νὰ σταματήσουμε τὶς μεταξύ μας φιλονεικίες καὶ νὰ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΤΟΝ ΒΑΡΒΑΡΟΝ).
Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην ( =Εἶναι κοινὴ ὁμολογία πὼς ἡ πόλις μας εἶναι ἀρχαιοτάτην καὶ μέγιστη καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους/ σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀνομαστοτάτη/ «ἔχει ὄνομα»)·...ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ᾽ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ᾽ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ᾽ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ᾽ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες ( =αὐτὴν μὲν κατοικοῦμε ὄχι βγάζοντας/διώχνοντας ἄλλους, οὔτε ἔρημη τὴν καταλάβαμε, οὔτε ἀπὸ πολλὰ ἔθνη ἀνακατεμένοι/μεμειγμένοι μαζευτήκαμε ἐδῶ πέρα, ἀλλὰ τόσο καλῶς καὶ γνησίως ἔχουμε γίνει ὥστε ἐξ αὐτῆς τῆς ὁποίας φυτρώσαμε, αὐτὴν τὴν χώρα ἐξακολουθούμε ἀνέκαθεν νὰ ἔχουμε, ὄντες ἀπὸ τὴν ἴδια γῆ/ αὐτόχθονες), Πανηγυρικός, 23-24, Ἰσοκράτης.
«οὐ δή που πάτριόν ἐστιν ἡγεῖσθαι τοὺς ἐπήλυδας τῶν αὐτοχθόνων, οὐδὲ τοὺς εὖ παθόντας τῶν εὖ ποιησάντων, οὐδὲ τοὺς ἱκέτας γενομένους τῶν ὑποδεξαμένων», Πανηγυρικός, 63
( =ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΡΙΟΝ/ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΟΝ ΝΑ ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΝ ΟΙ ΕΠΗΛΥΔΕΣ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ, οὔτε καὶ ὅσοι εὐεργετήθηκαν τοὺς εὐεργέτες τους, οὺτε καὶ οἱ ἱκέτες ὅσους τοὺς ὑποδέχτηκαν)
«καίτοι πῶς χρὴ τὴν τούτων φιλίαν ἀγαπᾶν, οἳ τοὺς μὲν εὐεργέτας τιμωροῦνται, τοὺς δὲ κακῶς ποιοῦντας οὕτως ἐπιφανῶς κολακεύουσιν; περὶ τίνας δ᾽ ἡμῶν οὐκ ἐξημαρτήκασιν; ποῖον δὲ χρόνον διαλελοίπασιν ἐπιβουλεύοντες τοῖς Ἕλλησιν; τί δ᾽ οὐκ ἐχθρὸν αὐτοῖς ἐστὶν τῶν παρ᾽ ἡμῖν, οἳ καὶ τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεὼς συλᾶν ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ καὶ κατακάειν ἐτόλμησαν;», Πανηγυρικός, 155
( =Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιδιώκει -κανείς- τὴν φιλία αὐτῶν -τῶν βαρβάρων-, ποὺ τιμωροῦν τοὺς εὐεργέτες τους καὶ ποὺ κολακεύουν ἐπιδεικτικῶς ἐκείνους ποὺ τοὺς βλάπτουν; Καὶ ποιόν ἀπὸ ἑμᾶς δὲν ἔχουν ἀδικήσει; Ποιά στιγμὴ σταμάτησαν νὰ ἐπιβουλεύονται τοὺς Ἕλληνες; Καὶ τί δικόν μας δὲν ἔχουν γιὰ ἐχθρόν τους, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τόλμησαν στὸν προηγούμενον πόλεμον νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ κατακαύσουν καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν; )
«διὸ καὶ τοὺς Ἴωνας ἄξιον ἐπαινεῖν ὅτι τῶν ἐμπρησθέντων ἱερῶν ἐπηράσαντ᾽ εἴ τινες κινήσειαν ἢ πάλιν εἰς τἀρχαῖα καταστῆσαι βουληθεῖεν, οὐκ ἀποροῦντες πόθεν ἐπισκευάσωσιν, ἀλλ᾽ ἵν᾽ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας, καὶ μηδεὶς πιστεύῃ τοῖς τοιαῦτ᾽ εἰς τὰ τῶν θεῶν [ἕδη] ἐξαμαρτεῖν τολμῶσιν», Πανηγυρικός, 156
( = Γι᾽αὐτὸ εἶναι ἄξιος ὁ ἔπαινος στοὺς Ἴωνες, ποὺ καταράστηκαν ὅποιον κινήσει τοὺς ἐμπρησθέντες ναοὺς ἤ θελήσει τὰ ἀρχαῖα νὰ ἀποκαταστήσει/ ἐπαναφέρει στὴν πρότερή τους κατάστασιν· ὄχι γιατὶ δὲν εἶχαν τοὺς πόρους νὰ τὰ ἐπισκευάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν ὑπόμνημα/ νὰ θυμίζουν -τὰ κατεστραμμένα- στὶς ἑπόμενες γενεὲς, την ασέβεια των βαρβάρων καὶ κανεὶς νὰ μὴ τοὺς ἐμπιστεύεται, ἀφοῦ τόλμησαν νὰ διαπράξουν αὐτὰ στὰ ἕδη τῶν θεῶν).
«Καίτοι χρὴ πόλιν μὲν εὐδαιμονίζειν μὴ τὴν ἐξ ἁπάντων ἀνθρώπων εἰκῇ πολλοὺς πολίτας ἀθροίζουσαν, ἀλλὰ τὴν τὸ γένος τῶν ἐξ ἀρχῆς τὴν πόλιν οἰκισάντων μᾶλλον τῶν ἄλλων διασῴζουσαν», Περὶ Εἰρήνης, 89, Ἰσοκράτης
( =Κι ὅμως ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΑΚΑΡΙΖΕΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΠΟΥ ΣΥΝΑΘΡΟΙΖΕΙ ΧΩΡΙΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΟΛΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΗΝ ΠΟΥ ΔΙΑΣΩΖΕΙ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΑΝ ΕΞ ΑΡΧΗΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ).
Ὁ Ἰσοκράτης ἐξεφώνει λόγους καὶ εἶχε προστριβὲς καὶ ἔχθρες καὶ μὲ ὅσους Ἕλληνες πολεμοῦσαν τὴν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν βαρβάρων, καθῶς εἶχε καταλάβει πὼς ὁ κίνδυνος τῶν βαρβάρων εἶναι ἡ πραγματικὴ καταστροφὴ καὶ δὲν ἦταν καιρὸς γιὰ ἐσωτερικὲς διαμάχες καὶ ἐπίδειξιν δυνάμεως μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων.
Πέθανε 98 ἐτῶν λίγο πρὶν ἤ λίγο μετὰ τὴν μάχη τῆς Χαιρώνειας καὶ δυστυχῶς δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ τὸν Μεγάλον Ἀλέξανδρον νὰ κατακτᾶ τὴν Ἀσία.
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἄλλα τόσα γράφει ὁ Ἰσοκράτης γιὰ τοὺς βαρβάρους. Τὰ ὑπόλοιπα παραχαραγμένα γιὰ τοὺς μετέχοντας τῆς ἡμετέρας παιδείας εἶναι ὀνειρώξεις ἐθνοκτόνων καὶ ἀνιστορήτων κομμουνιστολάγνων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (