Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟΝ «ΤΙΜΑΙΟΝ» ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

 

Στὸν «Τίμαιον» (41a-42d) τοῦ Πλάτωνος διαβάζουμε ἀναφορικῶς μὲ τὴν δημιουργία τῶν ἐμβίων ὄντων :

«Ὅταν γεννήθηκαν λοιπὸν ὅλοι οἱ θεοί, κι ἐκεῖνοι ποὺ περιφέρονται φανερῶς κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐμφανίζονται ὅποτε θέλουν, ὁ δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος τοὺς εἶπε:

«Θεοὶ θεῶν, ποὺ ἐγὼ δημιούργησα καὶ γέννησα, θὰ εἶστε ἄφθαρτοι ὅπως τὰ ἔργα μου, γιὰ ὅσον θέλω νὰ ὑπάρχετε καὶ νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖτε. Ὅ,τι εἶναι συναρμολογημένον μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ, ἀλλὰ μόνον μία κακὴ βούλησις θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιχειρήσει νὰ χαλάσει κάτι φτιαγμένον μὲ σωστὴ συναρμογὴ καὶ λειτουργία. Ἑπομένως κι ἑσεῖς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς γεννηθήκατε κάποτε, δὲν εἶστε οὔτε ἀθάνατοι, οὔτε ἄφθαρτοι. Δὲν θὰ φθαρεῖτε ὅμως ποτέ οὔτε θὰ ὑποκύψετε στὸν θάνατον, γιατὶ μὲ τὴν θέλησίν μου διαθέτετε δεσμὸν πολὺ μεγαλύτερον καὶ πιὸ στέρεον ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεθήκατε τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς σας. Ἀκοῦστε λοιπὸν τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ.

Ἀπομένουν ἀγέννητα ἀκόμη τρία θνητὰ γένη, ποὺ ἄν δὲν δημιουργηθοῦν ὁ κόσμος δὲν θὰ εἶναι τέλειος, καθῶς δεν θὰ ἔχει συμπεριλάβει ὅλα τὰ εἴδη πλασμάτων, ὅπως θὰ ἔπρεπε ἀφοῦ ἐπιδιώκει τὴν πληρότητα.

Ἄν αὐτὰ τὰ γένη γίνουν ἀπὸ μένα καὶ τοὺς δώσω ἐγώ ζωή, θὰ τὰ ἐξίσωνα μὲ τοὺς θεούς. Γιὰ νὰ γίνουν θνητὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύμπαν πραγματικὰ πλῆρες, πρέπει νὰ ἀναλάβετε ἑσεῖς, ὅπως προστάζει ἡ φύσις σας, νὰ δημιουργήσετε τὰ ζωντανὰ πλάσματα, μιμούμενοι τὴν δική μου δράσιν ὅταν σᾶς δημιούργησα. Θὰ σπείρω ὅμως, θὰ προετοιμάσω καὶ θὰ σᾶς παραδώσω ἐκεῖνον τὸ μέρος τῶν ἐμβίων ὄντων ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ἀθάνατον, νὰ θεωρεῖται θεῖον καὶ νὰ ἐπιβάλλεται σὲ ὅσα θέλουν νὰ ὑπακούουν πάντα στὴν δικαιοσύνη καὶ σὲ ἑσᾶς τοὺς ἴδιους. Ὅσον γιὰ τὸ ὑπόλοιπον μέρος, φτιάξτε τό ἑσεῖς συνδυάζοντας τὸ θνητὸν μὲ τὸ ἀθάνατον, δημιουργῆστε ζωντανὰ ὄντα, θρέψτε τά γιὰ νὰ μεγαλώσουν καὶ, ὅταν πεθάνουν, πάρτε τά πάλι πίσω».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτά -ὁ Δημιουργός-, στράφηκε ξανὰ πρὸς τὸν κρατῆρα, στὸν ὁποῖον εἶχε παρασκευάσει τὸ μεῖγμα τῆς ψυχῆς τοῦ κόσμου, ἔρριξε μέσα ὅσα συστατικὰ εἶχαν περισσέψει ἀπὸ πρὶν καὶ τὰ ἀνέμειξε. Αὐτὴν τὴν φορὰ ὅμως δὲν χρησιμοποίησε ἐντελῶς καθαρὲς καὶ ἀμετάβλητες οὐσίες, ἀλλά δευτέρας καὶ τρίτης ποιότητος. Ἀφοῦ ἔφτιαξε τὸ μεῖγμα, τὸ χώρισε σὲ τόσα μέρη ὅσα καὶ τὰ ἄστρα, γιὰ νὰ δώσει στὸ καθένα ἀπὸ μία ψυχή.

Ὕστερα ἔβαλε τὶς ψυχὲς σὰν μέσα σὲ ὄχημα, τοὺς ἔδειξε τὴν φύσιν τοῦ σύμπαντος καὶ τοὺς εἶπε τοὺς νόμους τῆς μοῖρας, ὅτι δηλαδὴ ἡ πρώτη γέννησις θὰ εἶναι μία καὶ μοναδικὴ γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα, ὥστε νὰ διασφαλιστεῖ ἡ ἴση μεταχείρισις ὅλων τῶν ψυχῶν· ὅτι πρέπει νὰ φυτευθοῦν στὸ κατάλληλον ὄργανον τοῦ χρόνου καὶ νὰ δώσουν ζωὴ στὸ πιὸ θεοσεβὲς ἔμβιον ὄν· ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶναι διπλὴ καὶ τὸ καλλίτερον εἶδος της εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀργότερα θὰ ὀνομαστεῖ «ἀνήρ». 

Τοὺς ἀπεκάλυψε ἀκόμη ότι ὅταν οἱ ψυχὲς ὑποχρεωθοῦν νὰ ἐμφυτευθοῦν σὲ σώματα, ποὺ δέχονται προσθῆκες καὶ ὑφίστανται ἀπώλειες, ἀρχικῶς θὰ ἀναγκαστοῦν νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὴν κοινὴ σὲ ὅλες τὶς ψυχὲς δυνατότητα τῆς αἰσθήσεως ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ βίαια ἐρεθίσματα· ἔπειτα θὰ ἔρθει ὁ ἔρως, ἀνάμεικτος μὲ ἡδονὴ καὶ λύπη, ὁ φόβος καὶ ἡ ὀργὴ μαζὶ μὲ ὅσα τὰ συνοδεύουν καὶ ὅσα εἶναι ἀντίθετα.

Κι ἄν καταφέρουν νὰ ὑποτάξουν τὰ πάθη αὐτά, θὰ ζήσουν μὲ δικαιοσύνη· ἄν ὅμως νικηθοῦν ἀπὸ αὐτά, θὰ βουτηχτοῦν στὴν ἀδικία. Κι ὅποιος περάσει σωστὰ τὸν χρόνον ποὺ ἔχει ὁριστεῖ γι’ αὐτόν, θὰ ἐπιστρέψει μετὰ τὸν θάνατόν του στὸ ἄστρον ἀπὸ ὅπου ξεκίνησε γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ εὐτυχισμένα. Ἄν ὅμως δὲν γίνει αὐτό, τότε στὴν δευτέρα γέννησίν του θὰ γίνει γυναῖκα.

Ἄν, ἀκόμη καὶ τότε, δὲν σταματήσει νὰ βρίσκεται σὲ κακὸν δρόμον, θὰ παίρνει συνεχῶς ζωικὲς μορφές, ἀναλόγως μὲ τὸ εἶδος τῆς κακίας του. Αὐτὲς οἱ μεταμορφώσεις δὲν θὰ σταματήσουν παρὰ μόνον ὅταν ὑποταχτεῖ στὴν περιφορὰ τοῦ ἀμεταβλήτου καὶ ἀναλλοιώτου ποὺ ἔχει μέσα του καὶ, κυριαρχώντας μὲ τὴν λογικὴ σὲ ἐκείνη τὴν φοβερὴ μάζα φωτιᾶς, νεροῦ, ἀέρος καὶ γῆς ποὺ τοῦ δόθηκε μετὰ τὴν γέννησίν του -θυελλώδη καὶ παράλογη μάζα-, ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν ἀρχικὴ ἄριστη μορφή του. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Δημιουργὸς τοὺς ἔδωσε αὐτὲς τὶς ἐντολές, ὥστε νὰ μὴ φέρει καμμία εὐθύνη γιὰ τὶς μελλοντικὲς κακίες τους, συνέχισε νὰ σπέρνει κι ἄλλες ψυχὲς στὴν γῆ, στὴν σελήνη καὶ στὰ ὑπόλοιπα ὄργανα τοῦ χρόνου. Ὕστερα ἀνέθεσε στοὺς νέους θεοὺς νὰ δημιουργοῦν θνητὰ σώματα καὶ νὰ δημιουργοῦν ὅποιον ἄλλον συμπλήρωμα χρειάζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ, ἐλέγχοντας καὶ ὅλες τὶς συνέπειές του· αὐτοὶ θὰ ἔχουν τὴν κυριαρχία καὶ θὰ κυβερνοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν καλλίτερα τὸ γένος τῶν θνητῶν ἐμβίων ὄντων, προσπαθώντας νὰ τὸ ἀποτρέψουν ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ τὸ ἴδιο προκαλεῖ στὸν ἑαυτόν του». 

Καὶ λίγο παρακάτω στὸ ἴδιον σύγγραμμα («Τίμαιος», 91a-92c), συναντῶμεν τὰ ἑξῆς :

«Τώρα πιὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι φαίνεται πὼς φτάσαμε σχεδὸν στὸ τέλος ἐκείνου ποὺ ἀναγγείλαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ συζητήσουμε, νὰ δώσουμε δηλαδὴ τὴν περιγραφὴ τοῦ σύμπαντος μέχρι τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ ποῦμε ὅμως περιληπτικῶς καὶ γιὰ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκαν τὰ ὑπόλοιπα ζωντανὰ πλάσματα, δεδομένου ὅτι αὐτὸ τὸ θέμα δὲν χρειάζεται ἰδιαιτέρα ἀνάπτυξιν. Ἔτσι θὰ φανοῦμε συνεπεῖς καὶ μὲ τὸν ἑαυτόν μας, ἀφοῦ θὰ τηρήσουμε τὸ μέτρον ποὺ καθιερώσαμε γιὰ τὴν συζήτησίν μας. Ἄς ποῦμε λοιπὸν τὰ παρακάτω :  

Ἀπὸ τοὺ ἄνδρες τῆς πρώτης γενιᾶς, ὅσοι στὴν ζωή τους φάνηκαν δειλοὶ ἤ πέρασαν τὴν ζωή τους κάνοντας ἀδικίες εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι στὴν δευτέρα γέννησίν τους μετεβλήθησαν σὲ γυναῖκες.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ θεοὶ ἐπενόησαν τὸν πόθον τῆς σαρκικῆς ἑνώσεως, δημιουργώντας ἕνα ζωντανὸν πλάσμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἕνα μέρος του στοὺς ἄνδρες καὶ τὸ ἄλλο στὶς γυναῖκες, κάνοντας το καθένα μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον. Τὸν ἀγωγὸν ποὺ δέχεται τὰ ποτὰ καὶ τὰ πηγαίνει ἀπὸ τὰ πνευμόνια στὰ νεφρά, στὴν κύστη καὶ τελικὰ τὰ βγάζει ἔξω μὲ τὴν πίεσιν τοῦ ἀέρος, τὸν τρύπησαν καὶ τὸν συνέδεσαν μὲ τὸν πυκνὸ μυελὸν ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τὸν λαιμὸν μέχρι τὴν σπονδυλικὴ στήλη, τὸν ὁποῖον στὴν προηγούμενη συζήτησίν μας ὀνομάσαμε σπέρμα.

Κι ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ μυελὸς ἔχει ζωὴ καὶ ἀναπνέει, ἔνιωσε μία ἀκατανίκητη ἐπιθυμία διεξόδου ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου βρῆκε τὴν ἀναπνοή του, δημιουργώντας ἔτσι τὴν ἐπιθυμία τῆς γεννήσεως.

Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν τὸ γεννητικὸν μόριον τῶν ἀνδρῶν ἔγινε ἀνυπάκουον καὶ αὐταρχικόν, σὰν ἀνυπότακτον ζῶον ποὺ δὲν δίνει σημασία στὴν λογικὴ καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάσει τὰ πάντα μὲ τὶς ἀσυγκράτητες ἐπιθυμίες του.

Γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ἡ ὀνομαζομένη μήτρα ἤ ὑστέρα*1 τῶν γυναικῶν, ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα τους εἶναι ἕνα ἔγκλειστον ζῶον ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν ἀναπαραγωγή· ὅταν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ οἴστρου μείνει γιὰ μεγάλον διάστημα ἄγονον, δυσανασχετεῖ καὶ ἀγανακτεῖ*1 περιφέρεται σὲ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τοῦ σώματος, ἀποκλείει τὶς διεξόδους τοῦ ἀέρος καὶ ἐμποδίζοντας τὴν ἀναπνοὴ προκαλεῖ τὴν χειροτέρα δυστυχία καὶ γεννᾶ κάθε εἴδους ἀσθένεια. Τὸ κακὸν συνεχίζεται μέχρις ὅτου ἡ ἐπιθυμία τῆς μιᾶς καὶ ὁ ἔρως τοῦ ἄλλου συναντηθοῦν, σὰν νὰ ἤθελαν νὰ κόψουν μαζὶ τὸν καρπὸν ἑνὸς δένδρου· τότε σπέρνουν στὸ γόνιμον ἔδαφος τῆς μήτρας μικροσκοπικά, ἀόρατα καὶ ἀδιάπλαστα ζωάρια, τὰ ὁποῖα σιγά-σιγὰ διαμορφώνονται, τρέφονται στὸ ἐσωτερικὸν μέχρι νὰ μεγαλώσουν καὶ τελικῶς βγαίνουν στὸ φῶς, για νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἔτσι ἡ γέννησις τῶν ἐμβίων ὄντων*2. Αὐτὴ εἶναι ἡ προέλευσις τῶν γυναικῶν καὶ γενικότερα τοῦ θηλυκοῦ γένους.

Τὸ γένος τῶν πτηνῶν εἶναι προϊὸν μετασχηματισμοῦ, στὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἀντικατεστάθησαν οἱ τρίχες μὲ φτερά· τὰ πτηνὰ προῆλθαν ἀπὸ ἄνδρες χωρὶς κακία ἀλλὰ καὶ χωρὶς πολὺ μυαλό, ποὺ ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ φαινόμενα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἀρκετὰ ἀφελεῖς, ὥστε νὰ νομίζουν πὼς οἱ πιὸ ἀσφαλεῖς ἀστρονομικὲς ἀποδείξεις προκύπτουν ἀπὸ τὴν ὅρασιν.

Τὰ ὑπόλοιπα χερσαῖα καὶ ἄγρια ζῶα τῆς ξηρᾶς προῆλθαν ἀπὸ ἄνδρες ποὺ οὔτε κατέφυγαν στὴν φιλοσοφία, οὔτε ἐνδιαφέρθηκαν καθόλου γιὰ τὴν φύσιν τοῦ οὐρανοῦ· δὲν χρησιμοποίησαν ποτὲ τὶς ὁμαλὲς τροχιὲς τοῦ μυαλοῦ τους, ἀλλὰ ὑπετάχθησαν στὴν ἡγεμονία τῶν μερῶν ἐκείνων τῆς ψυχῆς ποὺ ἑδρεύουν στὸ στῆθος.

Ἐξαιτίας λοιπὸν αὐτῶν τῶν ἀσχολιῶν τους, κατέβασαν τὸ κεφάλι καὶ τὰ μπροστινά τους μέλη πρὸς τὴν γῆ, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι συγγενεύουν μὲ αὐτή. Ἀπέκτησαν ἔτσι μακρουλὸ κεφάλι κάθε σχήματος, ἀναλόγως μὲ τὴν πίεσιν ποὺ δέχτηκαν οἱ περιφορὲς τῆς ψυχῆς τους ἀπὸ τὴν ἀργία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔγιναν τετράποδα καὶ πολύποδα, ἐπειδὴ ὁ θεὸς ἔδωσε περισσότερες βάσεις σὲ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀσύνετα γιὰ νὰ στηρίζονται καλλίτερα, ἐπειδὴ ἕλκονται πολὺ ἀπὸ τὴν γῆ.

Τὰ ἐντελῶς ἄμυαλα μάλιστα ἀπὸ τὰ ζῶα τῆς ξηρᾶς, αὐτὰ ποὺ τείνουν μὲ ὅλον τους τὸ σῶμα πρὸς τὴν Γῆ, καθῶς τὰ πόδια τοὺς ἦταν πλέον ἄχρηστα, ἐγεννήθησαν ἄποδα καὶ ἕρπουν στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς.

Τὸ τέταρτον γένος τῶν ζῶων, αὐτὸ ποὺ ζεῖ στὸ νερό, προέρχεται ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀνοήτους καὶ ἀμαθεῖς ἄνδρες· οἱ θεοὶ ποὺ τοὺς μετέπλασαν σκέφτηκαν ὅτι δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε νὰ ἔχουν καθαρὰ ἀναπνοή, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ἀκάθαρτη τὴν ψυχή τους σὲ κάθε σφάλμα καὶ ἀντὶ γιὰ καθαρὸν καὶ ἐλαφρὺ ἀέρα τοὺς ἀνάγκασαν νὰ ἀναπνέουν μέσα στὰ θολὰ καὶ βαθιὰ νερά. Ἔτσι ἐγεννήθησαν τὰ ψάρια, τὰ ὀστρακοειδῆ καὶ τὰ ὑδρόβια ὄντα, πληρώνοντας ὡς ἀντίτιμον τῆς ἐσχάτης ἀμαθείας τὴν ἐσχάτη κατοικία.

Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀρχὲς ποὺ καθόρισαν καὶ συνεχίζουν νὰ καθορίζουν τὶς ἀμοιβαῖες μεταβολὲς τῶν ἐμβίων ὄντων· ἡ μεταβολὴ ἀκολουθεῖ τὴν ἀπόκτησιν ἤ τὴν ἀπώλεια τοῦ νοῦ καὶ τῆς ἀνοίας.

Ἐπιτέλους μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἐξιστόρησίς μας γύρω ἀπὸ τὸ σύμπαν ἔφθασε ἐδῶ στὸ τέλος της. Ὁ κόσμος συμπεριέλαβε τὰ θνητὰ καὶ τὰ ἀθάνατα ἔμβια ὄντα καὶ ἔτσι ὁλοκληρώθηκε. Ἔγινε τὸ ὁρατὸν ἔμβιον ὄν ποὺ περιέχει ὅλα τὰ ὁρατὰ ὄντα, εἰκόνα τοῦ νοητοῦ ἐμβίου ὄντος· θεὸς αἰσθητός, ὁ ὕψιστος καὶ ἄριστος, ὁ κάλλιστος καὶ τέλειος, αὐτὸς ὁ ἕνας καὶ μονογενὴς Οὐρανός».

*1 Μία ἀπὸ τὶς ὀνομασίες τῆς μήτρας εἶναι καὶ ἡ λέξις «ὑστέρα» (βλ. uterus, utérus, ùtero, útero κλπ), ἡ ὁποία ἔδωσε καὶ τὴν λέξιν «ὑστερία» γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία κινδυνεύουν οἱ γυναῖκες, τῶν ὁποίων ἡ μήτρα, ὅπως γράφει καὶ ὁ Πλάτων, ὅταν μείνει γιὰ μεγάλον χρονικὸν διάστημα ἄγονη καὶ ἀνικανοποίητη κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ οἴστρου, δυσανασχετεῖ προκαλώντας δυστυχία καὶ κάθε εἴδους ἀσθένεια.

Γράφει δὲ ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς, Ἱπποκράτης στὸν «Προρρητικόν» του (77) τὸν ὁρισμὸν τῆς ὑστερίας :

«ἀσθένεια γυναικὸς πασχούσης κατὰ τὴν μήτραν».

*2 Ὁ Πλάτων ἐν ὀλίγοις γνωρίζει τὴν ὕπαρξιν, τῶν ἀοράτων διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ, σπερματοζωαρίων, τὰ ὁποῖα μάλιστα καὶ ὀνοματίζει, περιγράφοντας καὶ τὸν ῥόλον-λειτουργία τους, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἠλεκτρονικὰ μικροσκόπια! 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΛΑΤΩΝ ΤΙΜΑΙΟΣ», ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, «ΤΙΜΑΙΟΣ/ΚΡΙΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΠΡΟΡΡΗΤΙΚΟΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (