Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΒΕΛΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΧΤΥΠΗΣΑΝ ΤΟΝ ΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ ΤΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΔΩΔΕΚΑ ΕΠΙΧΘΟΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Στὸ ἕβδομον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν» τοῦ Νόννου τοῦ Πανοπολίτου, ὅπου γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ στὴν ἱκεσία τοῦ Χρόνου στὸν Δία γιὰ νὰ κατευνάσει τὶς συμφορὲς τῶν ἀνθρώπων (ὅπου καὶ ἐξηγεῖται ἡ προσφορὰ τοῦ Διονύσου-οἴνου στὸν βίον τῶν ἀνθρώπων)·
στὸν ἔρωτα τοῦ Διὸς γιὰ τὴν Σεμέλη καὶ στὸν καρπὸν τοῦ ἔρωτός τους, Διόνυσον, ἀλλὰ καὶ στὰ κατορθώματα-ταξίδια του, τὸν πόλεμον στὴν Ἰνδία, ὅπου μετὰ ἀπὸ αὐτὸν θὰ διαδεχθεῖ ὁ αἰθὴρ τὸν Διόνυσον καὶ θὰ ἀστράφτει μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, συνταξιδιώτης στὰ ἄστρα·
στὴν τεράστια σημασία τοῦ Ἔρωτος ( < εἴρω= συνδέω, ἡ παγκόσμιος ἕλξις) στὰ τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ στὰ τοῦ ῥοῦ τῆς ἱστορίας, καθῶς ὁ Ἔρως, ὡς γεωργὸς τῆς φιλότητος ἤροσε μὲ τὸ ἄροτρόν του τὸν ἄσπαρτον κόσμον καὶ ἔσμιξε τὸ ἀρσενικὸν σπέρμα μὲ τὸ θηλυκὸ αὐλάκι, δίνοντας καρπούς ποὺ ἀνανεώνονται συνεχῶς ( «μὲ τὸ νεῦμα τῆς Δηοῦς, ποὺ διαφεντεύει τὰ πλατιὰ ἁλώνια, ἡ γῆ χαραγμένη ἀπὸ τὸν σιδερένιον μνηστῆρα τοῦ σταχυοῦ, γέννησε τὸν ξηρὸν καρπὸν τοῦ σιτοφόρου ἐδάφους», Διονυσιακά, 7, 82-4)·
γίνεται ἀναφορὰ καὶ στὰ δώδεκα τέκνα τοῦ Διὸς ἀπὸ τὸν «ἀλλοπρόσαλλον πόθον ἐπιχθονίων ὑμεναίων».

Γράφει λοιπὸν ὁ Νόννος ( «Διονυσιακά», 7, 105-128 ) πὼς ὅταν ὁ Ζεὺς ἀπήντησε στὸν Χρόνον γιὰ τὴν γέννησιν-βίον τοῦ Διονύσου καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ οἴνου στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ Μοῖρες συνεφώνησαν καὶ οἱ Ὧρες φταρνίστηκαν*1, προαναγγέλοντας τὰ μελλούμενα. Τότε ὁ σοφὸς αὐτοδίδακτος Ἔρως ποὺ κατευθύνει τοὺς καιροὺς χτύπησε τὶς ζοφερὲς πύλες τοῦ πρωτογεννήτου Χάους. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφερε τὴν θεϊκὴ φαρέτρα, ποὺ μέσα της καὶ μόνον σὲ αὐτὴν ἦταν φυλαγμένα γιὰ τὸν Δία δώδεκα πυριτρεφῆ βέλη, γιὰ ὅταν θὰ ποθοῦσε τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη γήινη γυναῖκα νὰ σμίξει μαζί της. Στὸ μέσον τῆς ἐπιφάνειας αὐτῆς τῆς ἐρωτοβόλου φαρέτρας εἶχε γράψει μὲ χρυσᾶ γράμματα ἐμμέτρους στίχους, ἕναν γιὰ κάθε βέλος :

«πρῶτος ἄγει Κρονίωνα βοώπιδος εἰς λέχος Ἰοῦς·
δεύτερος Εὐρώπην μνηστεύεται ἅρπαγι ταύρῳ·
Πλουτοῦς εἰς ὑμέναιον ἄγει τρίτος ἀρχὸν Ὀλύμπου·
τέτρατος εἰς Δανάην καλέει χρύσειον ἀκοίτην·
πέμπτος ἐπεντύνει Σεμέλῃ φλογεροὺς ὑμεναίους·
αἰετὸν Αἰγίνῃ πρόμον αἰθέρος ἕκτος ὀπάζει·
ἕβδομος Ἀντιόπην Σατύρῳ δολόεντι συνάπτει·
ὄγδοος ἔμφρονα κύκνον ἄγει γυμνόχροϊ Λήδῃ·
εἴνατος ἵππια λέκτρα φέρει Περραιβίδι Δίῃ·
θέλγεται Ἀλκμήνης δεκάτῳ τρισέληνος ἀκοίτης·
ἑνδέκατος μεθέπει νυμφεύματα Λαοδαμείης·
δωδέκατος τρισέλικτον Ὀλυμπιάδος πόσιν ἕλκει
». 

( =Τὸν Κρονίδη*2 τὸ πρῶτον -βέλος- τὸν πάει στὴς Ἰοῦς*3 τῆς βοϊδομάτας τὴν κλίνη·
προξενεύει μὲ ἅρπαγα ταῦρον τὴν Εὐρώπη*4 τὸ δεύτερον βέλος·
τὸν ἀφέντη τοῦ Ὀλύμπου τὸ τρίτον στῆς Πλουτοῦς*5 τὸν γάμον ὁδηγεῖ·
στῆς Δανάης τὸ τέταρτον -βέλος- καλεῖ τὸ κρεββάτι χρυσὸν ὁμόκλινον ἄνδρα*6·
στὴν Σεμέλη προσφέρει τὸ πέμπτον φλογεροὺς γάμους*8·
τοῦ αἰθέρος τὸν ἄρχοντα στέλνει ἀετὸν στὴν Αἴγινα τὸ ἕκτον*9·
τὸ ἕβδομον ἕναν Σάτυρον σμίγει πανουργότατον μὲ τὴν Ἀντιόπη*10·
τοῦ ὀγδόου ὁ δρόμος στὴν γυμνὴ Λῆδα ὁδηγεῖ ἔμφρονα κύκνον*11·
τὸ ἔνατον φέρει στὴν Δία τὴν Περραίβισσα ἀλόγου κρεββάτι*12·
τὸ δέκατον τρεῖς νύχτες ἐρώτων στὴν Ἀλκμήνης τὸν σύντροφον δίνει/ τρισέληνον σύντροφον δίνει*13·
τὸ ἐνδέκατον ἀκολουθοῦν τὰ νυμφεύματα-γάμοι τῆς Λαοδαμείας*14·
τὸ δωδέκατον ἕλκει στὰ πόδια τῆς Ὀλυμπιάδος τὸν ἄνδρα τρεῖς φορὲς κουλουριασμένον*15 ).

*1 Τὸ φτάρνισμα ἐθεωρεῖτο σημάδι θεϊκόν. Ὁ Τηλέμαχος φτερνίζεται (Ὀδύσσεια, ρ’, 541) ὅταν ἡ Πηνελόπη ἀναφέρεται στὸ καθαρμὸν ποὺ θὰ ἔφερνε ὁ Ὀδυσσεὺς στοὺς μνηστῆρες μαζὶ μὲ τὸν Τηλέμαχον, ἄν κάποτε γύριζε καὶ ἔβλεπε πῶς τοῦ κατήντησαν τὸ βιός του. Τότε λέγει τοῦ Εὐμαίου νὰ φωνάξει τὸν ξένον-ζητιάνον (μεταμφιεσμένον Ὀδυσσέα) ποὺ ἔλεγε πὼς ἤξερε νὰ τῆς πεῖ γιὰ τὸν Ὀδυσσέα.
Τὸ φτέρνισμα τοῦ Τηλεμάχου τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸν ὄλεθρον τῶν μνηστήρων ἄν κάποτε γυρίσει ὁ βασιλεὺς κι ἀγαπημένος της Ὀδυσσεύς, τῆς ἔδωσε τὴν σιγουριὰ πὼς ὁ θάνατος πλησιάζει γιὰ τοὺς καταπατητὲς-παρασίτους καὶ ἐπιδόξους διαδόχους τοῦ οἴκου της.

(βλ. καὶ Κύρου ἀνάβασις, 3,2,9, ὅπου καθῶς ὁ Ξενοφῶν βγάζει λόγον σχετικῶς μὲ τὴν τιμωρία καὶ τὴν μάχη γιὰ τὴν ἐπικράτησιν κατὰ τῶν βαρβάρων, κάποιος ἐκ τῶν στρατιωτῶν φτερνίστηκε καὶ ὁμοθύμως εὐχήθηκαν στὸν θεόν. Ὁ δὲ Ξενοφῶν σχετικῶς μὲ τὸ περιστατικὸν τοὺς εἶπε πὼς εἶναι θεϊκὸν σημάδι ἐκ τοῦ Διός, νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιον τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαζε λόγον γιὰ τὴν μάχη ποὺ πρέπει νὰ δώσουν κατὰ τῶν βαρβάρων).

Χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ ἔκφρασις-εὐχὴ τῶν Ἑλλήνων «Ζεῦ σῶσον/ὑγεία», ὅταν φτερνιζόταν κάποιος, ἡ ὁποία ἀργότερα ὅταν ἀπηγορεύθη στοὺς Ἕλληνες νὰ τιμοῦν τοὺς προγόνους τους ἔγινε «ὑγεία, γεῖτσες, μὲ τὶς ὑγεῖες σου, στὴν ὑγειά σου» κ.ἄ παρόμοια. 

*2 Κρονίδης ἐλέγετο ὁ Ζεὺς, ἐφ’ ὅσον ἦταν υἰὸς τοῦ Κρόνου. Ἡ χαρακτηριστικὴ κατάληξις -ιδης ἔχει παραμείνει ὡς σήμερα, ὑποδηλοῦσα τὴν καταγωγή (βλ. ποντιακὰ ἐπώνυμα). 

*3 Ἡ Ἀργεία Ἰὼ ἦταν κόρη τοῦ Ἰνάχου καὶ τῆς Μελίας κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα ἐκδοχήν. Μὲ τὴν ἐπαφὴ τοῦ Διὸς γέννησε τὸν Ἔπαφον, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Νείλου, Μέμφιν, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἔδωσε καὶ στὴν ὁμώνυμον πόλιν ποὺ ἔκτισε ( «Βιβλιοθήκη», Β’, 1,4, Ἀπολλόδωρος). Ὅταν ἡ Ἥρα ἀντελήφθη τὴν ἀπιστία τοῦ συζύγου της μάνιασε. Ὁ Ζεὺς γιὰ νὰ προστατεύσει τὴν Ἰὼ ἀπὸ τὴν ὁργὴ τῆς συζύγου του, τὴν μετεμόρφωσε σὲ ἀγελάδα, ἐξ οὗ καὶ ἀναφέρεται ὡς «βοώπις». 

*4 Ἡ Εὐρώπη ἦταν κόρη τοῦ Ἀγήνορος καὶ τῆς Τηλεφάσσης, τουτ’ ἔστιν ἀδελφὴ τοῦ Κάδμου, τοῦ Φοίνικος, τοῦ Κίλικος καὶ τοῦ Θάσου ( «Βιβλιοθήκη», Γ’, 1,1, Ἀπολλόδωρος/ «Ἑλλάδος Περιήγησις», Ε’, 5,12). Ὁ Ζεὺς τὴν ἐρωτεύτηκε, κάποια στιγμὴ ποὺ ἐκείνη μάζευε ἄνθη στὰ λιβάδια τῆς Φοινίκης καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσει μετεμορφώθη σὲ λευκὸν ταῦρον καὶ πῆγε καὶ ἔκατσε ἥρεμα κοντά της. Ὅταν ἐκείνη σιγουρεύτηκε ὅτι δὲν θὰ τῆς κάνει κακό, θέλησε νὰ ἀνέβει στὴν ῥάχη του, ὅπως καὶ ἔγινε καὶ τότε τὴν ἅρπαξε ταχύτατα ὁ Ζεύς, ὅπου ὑπὸ τὴν μορφὴ ταύρου πήδηξε γρήγορα στὴν θάλασσα καὶ τὴν ὁδήγησε στὴν κρητικὴ πόλιν Γόρτυνα, ὅπου οἱ Ὧρες τοὺς περίμεναν ἑτοιμάζοντάς τους τὸ νυφικὸν κρεββάτι. Μὲ τὸν Δία ἡ Εὐρώπη γέννησε τὸν Μίνωα, τὸν Ῥαδάμανθυν καὶ τὸν Σαρπηδόνα ( «Βιβλιοθήκη», Γ’, 1,1, Ἀπολλόδωρος/ «Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη», Ε’, 78, Διόδωρος Σικελιώτης).

*5 Ἡ Πλουτώ μὲ τὸν Δία γέννησε τὸν Τάνταλον ( «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι», 504, Εὐριπίδης), ἤτοι τὸν πατέρα τοῦ Πέλοπος ( «Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη», 4,74,3), ἄρα καὶ παπποῦ τοῦ Ἀτρέως καὶ προπάππου τῶν Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου. Γράφει δὲ ὁ Διόδωρος Σικελιώτης στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα :

«Ὁ Τάνταλος ἦταν γυιός τοῦ Διός, διακρινόταν γιά τόν πλοῦτον καί τήν δόξα καί κατοικοῦσε στήν χώρα τῆς Ἀσίας, πού ὀνομάζεται σήμερα Παφλαγονία. Καί γιά τήν εὐγενῆ του καταγωγή ἀπό τόν Δία, τόν πατέρα του, ἔγινε, ὅπως λέγουν, πολύ στενός φίλος τῶν θεῶν. Ἀργότερα δέν ἀντιμετώπιζε την εὐτυχία του σάν ἀνθρώπινο πλάσμα, ἀλλά καθώς καθόταν στό ἴδιο τραπέζι μαζί μέ τούς θεούς καί συζητοῦσε τά πάντα μαζί τους, ἔκανε γνωστά στούς ἀνθρώπους τά μυστικά τῶν θεῶν. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγον τιμωρήθηκε καί σέ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά καί μετά θάνατον καταδικάσθηκε, ὅπως λέγουν οἱ μῦθοι, σέ αἰώνια τιμωρία, διότι λογίσθηκε μεταξύ τῶν ἀσεβῶν. Αὐτός ὁ Τάνταλος εἶχε ἕνα γυιό, τόν Πέλοπα, καί θυγατέρα τήν Νιόβη, πού ἐγέννησε ἑπτά γυιούς κι ἑπτά θυγατέρες, ὅλες τήν μιά ὀμορφότερη ἀπό τήν ἄλλη. Γιά τά πολλά της παιδιά ὑπερηφανευόταν καί πολλές φορές ἐκαυχᾶτο καί ἐδήλωνε ὅτι ἦταν πιό εὐλογημένη κι ἀπό τήν Λητώ. Ἔπειτα, λέγουν οἰ μῦθοι, ἡ Λητώ ὠργίσθηκε καί διέταξε τόν Ἀπόλλωνα νά τοξεύση τούς γυιούς τῆς Νιόβης, καί τήν Ἄρτεμιν νά τοξεύση τις θυγατέρες. Κι ὅταν τά παιδιά ὑπάκουσαν στήν μητέρα τους καί ἐτόξευσαν ταυτοχρόνως τά παιδιά τῆς Νιόβης, συνέβη ὥστε τήν ἴδια στιγμή ἀμέσως νά εἶναι καί εὔτεκνη καί ἄτεκνη…ὁ Τάνταλος, ὅταν ἔγινε ἐχθρός τῶν θεῶν, ἐξεδιώχθη ἀπό τήν Παφλαγονία ἀπό τόν Ἶλο τόν Τρῶα». 

Ὁ Ἴλος ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἀπόσπασμα εἶναι ὁ γνωστὸς ἐγγονὸς τοῦ Ἐριχθονίου καὶ υἰὸς τοῦ Τρωός (ἐξ οὗ καὶ «Τροία», «Ἴλιον»), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του γέννησε τὸν Λαομέδοντα. Ὁ Λαομέδων ἦταν πατὴρ τοῦ Πριάμου, ἄρα ὁ Ἴλος ἦταν ὁ παπποὺς τοῦ ὁμηρικοῦ βασιλέως τῆς Τροίας, Πριάμου. Μάλιστα ὁ Ὅμηρος στὴν «Ὀδύσσεια» (λ’, 581-592), ὅταν περιγράφει τὶς ψυχὲς ποὺ συνάντησε ὁ Ὀδυσσεὺς στὸν Κάτω Κόσμον, ἀναφέρεται καὶ στὴν τιμωρία ποὺ περίμενε τὸν Τάνταλον στὸν Ἅδη γιὰ τὶς ὕβρεις ποὺ διέπραξε ἀπέναντι στοὺς θεούς.
Τὸν εἶδε λέει ὁ Ὀδυσσεὺς νὰ στέκεται μὲσα σὲ μία λίμνη μὲ τὸ νερὸ νὰ τοῦ φτάνει ὡς τὸ πηγούνι καὶ ὅταν ἔσκυβε νὰ ξεδιψάσει, τὸ νερὸ τραβιόταν πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸ μόνον ποὺ ἔβλεπε ἦταν ἡ μαύρη γῆ. Ἀπὸ πάνω τοῦ ὑπῆρχαν διαφόρων εἰδῶν δένδρα γεμάτα καρπούς, ὅπως μηλιές, ἀχλαδιὲς καὶ ῥοδιὲς καὶ ὅταν σήκωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ κόψει καὶ νὰ φάει τοὺς καρπούς των, ὁ ἄνεμος τοὺς ἔπαιρνε μακριά ἀπὸ τὸν γέρον Τάνταλον : 

«καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον χαλέπ' ἄλγε' ἔχοντα,
ἑσταότ' ἐν λίμνῃ· ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ.
στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι·
ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων,
 
τοσσάχ' ὕδωρ ἀπολέσκετ' ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ
γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων.
δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι·

τῶν ὁπότ' ἰθύσει' ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι,
τὰς δ' ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα
».

 

*6 Ἀναφέρεται στὸ σμίξιμο τοῦ Διὸς ὑπὸ τὴν μορφὴ χρυσῆς βροχῆς μὲ τὴν κόρη του Ἀβαντιάδου*7 Ἀκρισίου καὶ τῆς Εὑρυδίκης τοῦ Λακεδαίμονος, Δανάη, ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τῶν ὁποίων γεννήθηκε ὁ Περσεύς. Γράφει ὁ Ἀπολλόδωρος ( «Βιβλιοθήκη, Β’, 4,1) :

«Ὅταν ὁ Ἀκρίσιος ῥωτοῦσε τὸ Μαντεῖον νὰ τοῦ πεῖ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἀρσενικὰ παιδιά, ὁ θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι ἡ θυγατέρα του θὰ ἀποκτήσει ἕνα ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ὅμως θὰ τὸν σκοτώσει. Φοβηθεὶς αὐτὸ ὁ Ἀκρίσιος, κατεσκεύασε ὑπογείως χάλκινον θάλαμον, ὅπου φύλαττε τὴν Δανάη…Ὁ Ζεὺς μεταμορφωθεὶς σὲ χρυσάφι κύλησε διὰ τῆς ὀροφῆς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Δανάης καὶ συνουσιάστηκε μαζί της. Ὅταν ὕστερα εἶδε ὁ Ἀκρίσιος τὸν ἐξ αὐτῆς γεννημένον Περσέα, μὴ πιστεύοντας πὼς ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὸν Δία, ἔβαλε τὴν κόρη του μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ μέσα σὲ μία λάρνακα καὶ -τοὺς- ἔρριψε στὴν θάλασσα. Φτάνοντας ἡ λάρνακα στὴν Σέριφον, τὴν ἔπιασε ὁ Δίκτυς καὶ ἀνέθρεψε αὐτόν -τὸν Περσέα-».

*7 Ὁ Ἀκρίσιος καὶ ὁ δίδυμος ἀδελφός του Προῖτος, ὅπως καὶ ὁ ἐγγονός του Ἀκρισίου Περσεὺς ἀναφέρονται καὶ ὡς Ἀβαντιάδες, καθῶς κρατοῦσαν ἀπὸ τὴν γενιὰ τοῦ Ἀργείου βασιλέως Ἄβαντος, υἰοῦ τῆς Δαναΐδος Ὑπερμνῆστρας καὶ τοῦ Αἰγυπτιάδου Λυγκέως. Ὁ Ἀκρίσιος καὶ ὁ Προῖτος ἦταν υἰοί τοῦ Ἄβαντος καὶ ὁ Περσεὺς δισέγγονος τοῦ.

( «Λυγκεὺς δὲ μετὰ Δαναὸν Ἄργους δυναστεύων ἐξ Ὑπερμνήστρας τεκνοῖ παῖδα Ἄβαντα. τούτου δὲ καὶ Ἀγλαΐας τῆς Μαντινέως δίδυμοι παῖδες ἐγένοντο Ἀκρίσιος καὶ Προῖτος…καὶ γίνεται Ἀκρισίῳ μὲν ἐξ Εὐρυδίκης τῆς Λακεδαίμονος Δανάη», Βιβλιοθήκη, Β’, 2,1-2, Ἀπολλόδωρος).

*8 Ὁ Ζεὺς μὲ τὴν κόρη τοῦ Κάδμου καὶ τῆς Ἁρμονίας, Σεμέλη ἔκαναν τὸν Διόνυσον. 

«Ὁ Νοῦς τοῦ οὐρανίου Διὸς σύρθηκε καὶ κατέβηκε στὴν γῆ κι ἐκεῖ ποὺ ἡ Σεμέλη κολυμποῦσε, κολυμποῦσε καὶ αὐτὸς μαζί της…Μὲ τὴν κοφτερὴ βολή του ὁ μικρὸς Ἕρως ἔκανε τὸν ἀκοντιστὴ τοῦ κεραυνοῦ νὰ φλέγεται. Οὔτε ἡ χιονοθύελλα, οὔτε ἡ πυρωμένη ἀστραπὴ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ οὐρανία φλόγα ἐνικήθη ἀπὸ τὴν μικρὴ φλόγα τῆς ἀπολέμου Παφίας-Ἀφροδίτης. Τὸ ἄτριχον κορμὶ τοῦ Ἔρωτος τὰ ἔβαλε μὲ τὸ δασύτριχον δέρμα, ὁ ζωστὴρ τῆς Ἀφροδίτης τὰ ἔβαλε μὲ τὴν αἰγίδα καὶ ὁ βαρύγδουπος κτύπος τῆς βροντῆς ἐδουλώθη στὴν ἐρωτοτόκον φαρέτρα. Θαμπωμένος ὁ Ζεὺς ἔνιωσε νὰ συνταράσσεται ἀπὸ πόθο γιὰ τὴν Σεμέλη, χτυπημένος ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ κεντρὶ ποὺ σοῦ παίρνει τὰ μυαλά, γιατὶ ὁ ἔρως εἶναι γείτων τοῦ θαυμασμοῦ», Διονυσιακά, 7, 267-279, Νόννος Πανοπολίτης. 

Ἡ Σεμέλη ὕστερα ἀπὸ δολερὸν σχέδιον τῆς Ἥρας, πείστηκε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της ὅπως ἐμφανίζεται στὴν θεὰ Ἥρα, μὲ τὴν ὀλύμπια μορφή του, πάνοπλος ὡς κεραυνός. Ὁ Ζεὺς ἐξεπλήρωσε αὐτήν της τὴν ἐπιθυμία, ἀφοῦ εἶχε διατάξει τὸν Ἑρμῆ νὰ ἀπομακρύνει τὸ ἀγέννητον ἀκόμη υἰόν του, Διόνυσον ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Σεμέλης, ὥστε νὰ σωθεῖ, ὅταν αὐτὴ κεραυνοβοληθεῖ (βλ. Νόννου Διονυσιακά, 8, 351-374). 

Μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Διονύσου ἀπὸ τὴν κοιλιά τῆς μητρός του, ὁ Ζεὺς ἔρραψε τὸ ἔμβρυον στὸν μηρόν του γιὰ νὰ τρέφεται ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς φλεβός του, μέχρι νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ κύησις ( «Διονυσιακά», 9, 1-5, Νόννος ὁ Πανοπολίτης). Λόγῳ τῆς «διπλῆς» γεννήσεως του, μία ἐξερχόμενος ἀπὸ τὴν θύρα τῆς κοιλίας τῆς Σεμέλης καὶ μία ἐξερχόμενος ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μηροῦ τοῦ Διός, ὁ Διόνυσος ὠνομάσθη Διθύραμβος, Δίγονος… ἐξ οὗ καὶ διθύραμβος λέγεται ὁ ὕμνος κατὰ κύριον λόγον πρὸς τιμὴν τοῦ Βάκχου.

*9 Μὲ τὴν κόρη τοῦ Ἀσωποῦ, Αἴγινα ὁ Ζεὺς απέκτησε τὸν Αἰακόν, πατέρα τοῦ Πηλέως καὶ παπποῦ τοῦ Ἀχιλλέως, ἀλλὰ καὶ κριτὴ στὸν Ἅδη μαζὶ μὲ τὸν Μίνωα καὶ τὸν Ῥαδάμανθυν. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ νεφεληγερέτης ἥρπαξε τὴν κόρη τοῦ Ἀσωποῦ τὴν μετέφερε στὴν τότε νῆσον Οἰνώνη, ἡ ὁποία καὶ μετωνομάσθη ἀπὸ τότε σὲ Αἴγινα χάριν στὴν ἀγαπημένη τοῦ Διός. Ἐκεῖ γέννησε ἡ Αἴγινα καὶ τὸν Αἰακόν καὶ γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνος του στὸ νησί ὁ υἰός του, ὁ Ζεὺς μετέτρεψε τοὺς μύρμηκες τοῦ νησιοῦ σὲ ἀνθρώπους. Ἔτσι γεννήθηκαν κατὰ τὸν μῦθον οἱ Μυρμιδόνες. Ἀπὸ τὴν Αἴγινα ὑπὸ τὸν Πηλέα μετακινήθηκαν ἀργότερα στὴν Θεσσαλία καὶ ἔγιναν εὑρυτέρως γνωστοὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχή τους ὑπὸ τὸν Ἀχιλλέα στὸν Τρωικὸν πόλεμον.

Ὁ Ἀσωπὸς συνάμα ἀναζητοῦσε τὴν κόρη του κι ὅταν ἔφτασε στὴν Κόρινθον, ἔμαθε ἀπὸ τὸν Σίσυφον, ἱδρυτὴ τῆς Ἐφύρας-νῦν Κορίνθου ( «Βιβλιοθήκη», Α’, 9,3, Ἀπολλόδωρος), πὼς ὁ Ζεὺς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἥρπαξε τὴν Αἴγινα. Ὁ Ἀσωπὸς τοῦ ἔδωσε ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὴν τὴν πληροφορία τὴν Πειρήνη κρήνη στὴν Κόρινθον, ὅμως ὁ Ζεὺς τὸν τιμώρησε νὰ κουβαλᾶ ἕναν βράχον σὲ μία βουνοπλαγιὰ χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ τὸν ἀνεβάσει ποτὲ στὴν κορυφή ( «Ὀδύσσεια», λ’, 594-8 ). Κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ ὁ Σίσυφος τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅδη μὲ τὸν «σισύφειον ἄθλον», καθῶς ὁ Ζεὺς γιὰ τὸ προαναφερθὲν περιστατικὸν διέταξε τὸν Ἅδη νὰ ἁλυσοδέσει καὶ νὰ ῥίξει στὰ Τάρταρα τὸν Σίσυφον. Ὅμως ὁ Σίσυφος κατάφερε νὰ ἁλυσοδέσει ὁ ἴδιος τὸν Ἅδη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ στὶς μάχες, γεγονὸς ποὺ θύμωσε πολὺ καὶ τὸν Ἄρη. Ὅταν ὁ Ἅδης λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του, τιμώρησε τὸν ὑβριστὴ Σίσυφον. 

(Πειρήνη κρήνη) 


«Αἴγιναν ἥρπασε Ζεύς. ταύτην Ἀσωπὸς ζητῶν ἧκεν εἰς Κόρινθον, καὶ μανθάνει παρὰ Σισύφου τὸν ἡρπακότα εἶναι Δία. Ζεὺς δὲ Ἀσωπὸν μὲν κεραυνώσας διώκοντα πάλιν ἐπὶ τὰ οἰκεῖα ἀπέπεμψε ῥεῖθρα (διὰ τοῦτο μέχρι καὶ νῦν ἐκ τῶν τούτου ῥείθρων ἄνθρακες φέρονται), Αἴγιναν δὲ κομίσας εἰς τὴν τότε Οἰνώνην λεγομένην νῆσον, νῦν δὲ Αἴγιναν ἀπ᾽ ἐκείνης κληθεῖσαν, μίγνυται, καὶ τεκνοῖ παῖδα ἐξ αὐτῆς Αἰακόν. τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τοὺς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε…κολάζεται δὲ Σίσυφος ἐν Ἅιδου πέτρον ταῖς χερσὶ καὶ τῇ κεφαλῇ κυλίων, καὶ τοῦτον ὑπερβάλλειν θέλων· οὗτος δὲ ὠθούμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ὠθεῖται πάλιν εἰς τοὐπίσω. τίνει δὲ ταύτην τὴν δίκην διὰ τὴν Ἀσωποῦ θυγατέρα Αἴγιναν· ἁρπάσαντα γὰρ αὐτὴν κρύφα Δία Ἀσωπῷ μηνῦσαι ζητοῦντι λέγεται», «Βιβλιοθήκη», Α’, 9,3/ Γ’, 12,6, Ἀπολλόδωρος.

Ἡ Αἴγινα μὲ τὸν Ἄκτορα γέννησε τὸν ἑτεροθαλῆ ἀδελφὸν τοῦ Αἰακοῦ, Μενοίτιον, ἤτοι τὸν πατέρα τοῦ Πατρόκλου. Ἔτσι ὁ Πάτροκλος ἐκτὸς ἀπὸ δάσκαλος τοῦ Ἀχιλλέως, ἦταν καὶ θεῖος του. 

(Ταῦρος Φαρνέζε) 

*10 Ὁ Ζεὺς κάποτε εἶδε τὴν κόρη τοῦ Νυκτέως, τὴν Βοιωτὴ Ἀντιόπη νὰ κοιμᾶται καὶ τὴν ἐρωτεύθηκε. Γιὰ νὰ τὴν κατακτήσει μετεμορφώθη σὲ σάτυρον. Ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους ἐγεννήθησαν δύο δίδυμα παιδιά, ὁ Ἀμφίων καὶ ὁ Ζῆθος. Ἡ Ἀντιόπη ὅμως ἐν ὅσῳ ἦταν ἔγκυος καταδιωκόμενη ἀπὸ τὸν πατέρα της, καθῶς ἦταν ἔγκυος ἀνύπανδρη οὖσα, ἀπέδρασε στὴν Σικυῶνα καὶ ὑπανδρεύθη τὸν βασιλέα Ἐπωπέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔδωσε καταφύγιον στὴν πόλιν του. Ἡ πράξις τοῦ Ἐπωπέως ἦταν αἰτία πολέμου μεταξὺ τῶν δύο πόλεων. Ἔτσι λοιπὸν ὅταν ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατρός της, Λύκος κατέλαβε τὴν Σικυῶνα σκότωσε τὸν βασιλέα της, Ἐπωπέα καὶ ἔπιασε αἰχμάλωτη τὴν Ἀντιόπη, ἡ ὁποία τελικῶς γέννησε στὶς Ἐλευθερὲς τῆς Βοιωτίας. Ὁ Λύκος ἐγκατέλειψε τὰ δίδυμα στὸν Κιθαιρῶνα, ὅπου τὰ ἀνέθρεψε ἀργότερα ἕνας βοσκός, καὶ συνέχισε μὲ τὴν αἰχμάλωτη Ἀντιόπη γιὰ τὴν Θῆβα. 

Ἐκεῖ τὴν κράτησε αἰχμάλωτη γιὰ χρόνια, βασανίζοντάς την μετὰ τῆς γυναικός του, Δίρκης. Ὅταν κάποτε κατάφερε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ δεσμά της ἡ Ἀντιόπη, ἔψαξε γιὰ τὰ παιδιά της, τὰ ὁποῖα τὴν ἀνεγνώρισαν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Διός. Τότε ὁ Ζῆθος καὶ ὁ Ἀμφίων πρὸς ἐκδίκησιν γιὰ τὰ βασανιστήρια τῆς μητρός τους, σκότωσαν τὸν Λῦκον καὶ τὴν Δίρκην ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν στὰ κέρατα ἑνὸς μανιασμένου ταύρου (βλ. γλυπτὸν «Ταῦρος Φαρνέζε» τῶν Ῥοδίων γλυπτῶν Ἀπολλωνίου καὶ Ταυρίσκου), τὴν πέταξαν ἐντὸς μίας κρήνης, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε ἐκλήθη Δίρκη.

 
Ὁ Ζῆθος καὶ ὁ Ἀμφίων ἔχτισαν τὰ τείχη τῆς Θῆβας. Ὁ Ζῆθος κουβαλοῦσε βράχους ἀπὸ τὰ γειτονικὰ ὄρη καὶ ὁ Ἀμφίων παίζοντας μελωδικῶς τὴν λύρα ποὺ τοῦ εἶχε μάθει ὁ Ἑρμῆς, μετακινοῦσε τοὺς βράχους, οἱ ὁποῖοι ἐτοποθετοῦντο ἀπὸ μόνοι τους καὶ οἰκοδομοῦσαν τὰ τείχη.

«Ἀντιόπη θυγάτηρ ἦν Νυκτέως· ταύτῃ Ζεὺς συνῆλθεν. ἡ δὲ ὡς ἔγκυος ἐγένετο, τοῦ πατρὸς ἀπειλοῦντος εἰς Σικυῶνα ἀποδιδράσκει πρὸς Ἐπωπέα καὶ τούτῳ γαμεῖται. Νυκτεὺς δὲ ἀθυμήσας ἑαυτὸν φονεύει, δοὺς ἐντολὰς Λύκῳ παρὰ Ἐπωπέως καὶ παρὰ Ἀντιόπης λαβεῖν δίκας. ὁ δὲ στρατευσάμενος Σικυῶνα χειροῦται, καὶ τὸν μὲν Ἐπωπέα κτείνει, τὴν δὲ Ἀντιόπην ἤγαγεν αἰχμάλωτον. ἡ δὲ ἀγομένη δύο γεννᾷ παῖδας ἐν Ἐλευθεραῖς τῆς Βοιωτίας, οὓς ἐκκειμένους εὑρὼν βουκόλος ἀνατρέφει, καὶ τὸν μὲν καλεῖ Ζῆθον τὸν δὲ Ἀμφίονα. Ζῆθος μὲν οὖν ἐπεμελεῖτο βουφορβίων, Ἀμφίων δὲ κιθαρῳδίαν ἤσκει, δόντος αὐτῷ λύραν Ἑρμοῦ. Ἀντιόπην δὲ ᾠκίζετο Λύκος καθείρξας καὶ ἡ τούτου γυνὴ Δίρκη· λαθοῦσα δέ ποτε, τῶν δεσμῶν αὐτομάτως λυθέντων, ἧκεν ἐπὶ τὴν τῶν παίδων ἔπαυλιν, δεχθῆναι πρὸς αὐτῶν θέλουσα. οἱ δὲ ἀναγνωρισάμενοι τὴν μητέρα, τὸν μὲν Λύκον κτείνουσι, τὴν δὲ Δίρκην δήσαντες ἐκ ταύρου ῥίπτουσι θανοῦσαν εἰς κρήνην τὴν ἀπ᾽ ἐκείνης καλουμένην Δίρκην. παραλαβόντες δὲ τὴν δυναστείαν τὴν μὲν πόλιν ἐτείχισαν, ἐπακολουθησάντων τῇ Ἀμφίονος λύρᾳ τῶν λίθων, Λάιον δὲ ἐξέβαλον», Βιβλιοθήκη, Γ’, 5,5, Ἀπολλόδωρος

 


*11 Ὁ Ζεὺς ἔσμιξε μὲ τὴν Λῆδα ὑπὸ τὴν μορφὴ κύκνου. Ἡ Λῆδα ἦταν κόρη τοῦ Αἰτωλοῦ Θεστίου, ἄρα καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἀργοναύτου Ἰφίκλου καὶ τῆς Ἀλθαίας, μητρὸς τοῦ γνωστοῦ Μελεάγρου. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μελέαγρον εἶχε ὡς ἀνηψιὸν καὶ τὸν Ἀργοναύτη καὶ ἕναν ἐκ τῶν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας», Ἀμφιάραον. Ἀδέλφια της ἦταν καὶ οἱ Πλήξιππος καὶ Εὔιππος, τοὺς ὁποίους σκότωσε ὁ ἀνηψιός τους, Μελέαγρος κατὰ τὸ κυνήγι τοῦ Καλυδωνίου κάπρου.

Ἡ Λῆδα μὲ τὸν Δία γέννησε τοὺς Διοσκούρους, Κάστορα καὶ Πολυδεύκη, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραία Ἑλένη. Ἡ ἀδελφή της καὶ σύζυγος του Ἀγαμέμνονος, Κλυταιμνῆστρα, ἀλλὰ καὶ ὁ Κάστωρ (Ἀπολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Γ’, 10,7) θεωροῦνται παιδιὰ τοῦ συζύγου της, βασιλέως τῆς Λακεδαίμονος καὶ ἐγγονοῦ τοῦ Περσέως, Τυνδάρεω, μὲ τὸν ὁποῖον ἔσμιξε, ὅταν ὁ τελευταῖος ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν ἑτεροθαλῆ ἀδελφόν του, Ἱπποκόωντα ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ κατέφυγε στὸ ἀνάκτορον τοῦ Θεστίου, τὸν ὁποῖον καὶ βοήθησε νὰ πολεμήσει τοὺς ἐχθρούς του. Μαζὶ μὲ τὸν Τυνδάρεω ἐξεδιώχθη καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός του, ὁ Ἰκάριος, ὁ πατὴρ δηλαδὴ τῆς Πηνελόπης. Ἡ Ἑλένη τοῦ Μενελάου μὲ τὴν Κλυταιμνῆστρα τοῦ Ἀγαμέμνονος δηλαδὴ ἦταν ἐξαδέλφες τῆς Πηνελόπης τοῦ Ὀδυσσέως, ὁπότε τὰ δύο ἀδέλφια-στρατηγοὶ στὰ Τρωικά, οἱ Ἀτρεῖδες Μενέλαος καὶ Ἀγαμέμνων εἶχαν συγγενικὴ σχέσιν μὲ τὸν πολυμήχανον Ὀδυσσέα.

Στὴν Ἑλένη ὀφείλεται καὶ τὸ κατὰ πολὺ μεταγενέστερον γεγονός, πὼς ὅταν οἱ Σπαρτιᾶτες κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον ἐπετέθησαν στὴν Ἀττική, ἄφησαν ἀλώβητον τὸ ἱερὸν τοῦ Ἁκαδήμου. Κι αὐτὸ διότι τὴν Σπατιάτισσα Ἑλένη τὴν εἶχε κάποτε ἁρπάξει ὁ Θησεὺς καὶ τὴν εἶχε ὁδηγήσει στὶς Ἀφίδνες. Ὅταν τὴν ἔψαχναν οἱ Διόσκουροι, τοὺς ἀπεκάλυψε τὸ μέρος ποὺ τὴν εἶχαν αἰχμάλωτη στὶς Ἀφίδνες ὁ Ἁκάδημος.

«Διὸς δὲ Λήδᾳ συνελθόντος ὁμοιωθέντος κύκνῳ, καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν νύκτα Τυνδάρεω, Διὸς μὲν ἐγεννήθη Πολυδεύκης καὶ Ἑλένη, Τυνδάρεω δὲ Κάστωρ <καὶ Κλυταιμνήστρα>. λέγουσι δὲ ἔνιοι Νεμέσεως Ἑλένην εἶναι καὶ Διός. ταύτην γὰρ τὴν Διὸς φεύγουσαν συνουσίαν εἰς χῆνα τὴν μορφὴν μεταβαλεῖν, ὁμοιωθέντα δὲ καὶ Δία κύκνῳ συνελθεῖν· τὴν δὲ ᾠὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἀποτεκεῖν, τοῦτο δὲ ἐν τοῖς ἄλσεσιν εὑρόντα τινὰ ποιμένα Λήδᾳ κομίσαντα δοῦναι, τὴν δὲ καταθεμένην εἰς λάρνακα φυλάσσειν, καὶ χρόνῳ καθήκοντι γεννηθεῖσαν Ἑλένην ὡς ἐξ αὑτῆς θυγατέρα τρέφειν. γενομένην δὲ αὐτὴν κάλλει διαπρεπῆ Θησεὺς ἁρπάσας εἰς Ἀφίδνας ἐκόμισε. Πολυδεύκης δὲ καὶ Κάστωρ ἐπιστρατεύσαντες, ἐν Ἅιδου Θησέως ὄντος, αἱροῦσι τὴν πόλιν καὶ τὴν Ἑλένην λαμβάνουσι, καὶ τὴν Θησέως μητέρα Αἴθραν ἄγουσιν αἰχμάλωτον», Βιβλιοθήκη, Γ’, 10,7.

 

*12 Ἡ Δία μὲ τὸν Δία, ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀρσενικοῦ ἀλόγου, ἔκαναν τὸν Πειρίθοον, βασιλέα τῶν Λαπιθῶν καὶ ἐγκάρδιον φίλον τοῦ Θησέως, μὲ τὸν ὁποῖον μαζὶ ὑπεσχέθησαν πὼς θὰ κάνουν δικές τους μία ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ Διός. Ὁ Θησεὺς ἔκλεψε τὴν ἔφηβη Ἑλένη καὶ ὁ Πειρίθοος θέλησε νὰ ἁρπάξει τὴν Περσεφόνη.

Ὁ Πειρίθοος ἐνυμφεύθη τὴν Ἱπποδάμεια καὶ στοὺς γάμους τους ἦταν καλεσμένοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς Κένταυροι, οἱ ὁποῖοι μεθυσμένοι προσέβαλαν τὴν Ἱπποδάμεια, μὲ τὸν Κένταυρον Εὐρυτίωνα νὰ προσπαθεῖ νὰ τὴν κάνει δική του, γεγονὸς ποὺ ὡδήγησε στὸ νὰ ξεσπάσει μεγάλη μάχη ἀνάμεσα στοὺς Κενταύρους καὶ τοὺς Λαπίθες.

«συνεμάχησε δὲ τῷ Πειρίθῳ Θησεύς, ὅτε κατὰ τῶν Κενταύρων συνεστήσατο πόλεμον. Πειρίθους γὰρ Ἱπποδάμειαν μνηστευόμενος εἱστία Κενταύρους ὡς συγγενεῖς ὄντας αὐτῇ. ἀσυνήθως δὲ ἔχοντες οἴνου ἀφειδῶς ἐμφορησάμενοι ἐμέθυον, καὶ εἰσαγομένην τὴν νύμφην ἐπεχείρουν βιάζεσθαι· ὁ δὲ Πειρίθους μετὰ Θησέως καθοπλισάμενος μάχην συνῆψε, καὶ πολλοὺς ὁ Θησεὺς αὐτῶν ἀνεῖλεν», Βιβλιοθήκης ἐπιτομή, 1,21, Ἀπολλόδωρος.

Ἀπὸ τὸν γάμο τῆς Ἱπποδαμείας καὶ τοῦ Πειριθόου εγεννήθη ὁ Πολυποίτης, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στὰ Τρωικά στὸ πλευρὸν τῶν Ἀχαιῶν μὲ 40 πλοῖα ( «Ἰλιάς», Β’, 738-47).

 

*13 Ἡ νύχτα ποὺ ἔσμιξε ὁ Ζεὺς μὲ τὴν Ἀλκμήνη, ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τῶν ὁποίων ἐγεννήθη ὁ Ἡρακλῆς, διήρκεσε τρεῖς φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸ κανονικόν. Ὁ Ζεὺς ἐρωτευμένος μὲ τὴν πιστὴ Ἀλκμήνη πῆρε τὴν μορφὴ τοῦ ἀπόντος συζύγου της, Ἀμφιτρύωνος, ὥστε νὰ συνευνασθεῖ μαζί της. Τὴν ξεγέλασε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἐκείνη ἐνέδωσε. Ὅταν ὁ Ἀμφιτρύων ὅμως ἔφθασε στὴν Θῆβα τὴν ἑπομένη, βλέποντας τὴν σύζυγόν του νὰ μὴν τὸν καλωσορίζει τὴν ῥωτοῦσε νὰ μάθει τί συμβαίνει. Κι ὅταν ἐκείνη τοῦ διηγήθηκε τί εἶχε συμβεῖ τὴν προηγουμένη νύχτα, ἔμαθε ἀπὸ τὸν Τειρεσία τὴν συνουσία της μὲ τὸν Δία. Ἔτσι ἡ Ἀλκμήνη γέννησε δύο παιδιά, τὸν Ἡρακλῆ ἀπὸ τὸν Δία, καὶ τὸν Ἰφικλῆ ἀπὸ τὸν Ἀμφιτρύωνα, μία μέρα μικρότερον ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ.

«πρὸ τοῦ δὲ Ἀμφιτρύωνα παραγενέσθαι εἰς Θήβας Ζεύς, διὰ νυκτὸς ἐλθὼν καὶ τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα, ὅμοιος Ἀμφιτρύωνι γενόμενος Ἀλκμήνῃ συνευνάσθη καὶ τὰ γενόμενα περὶ Τηλεβοῶν διηγήσατο. Ἀμφιτρύων δὲ παραγενόμενος, ὡς οὐχ ἑώρα φιλοφρονουμένην πρὸς αὐτὸν τὴν γυναῖκα, ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν· εἰπούσης δὲ ὅτι τῇ προτέρᾳ νυκτὶ παραγενόμενος αὐτῇ συγκεκοίμηται, μανθάνει παρὰ Τειρεσίου τὴν γενομένην τοῦ Διὸς συνουσίαν. Ἀλκμήνη δὲ δύο ἐγέννησε παῖδας, Διὶ μὲν Ἡρακλέα, μιᾷ νυκτὶ πρεσβύτερον, Ἀμφιτρύωνι δὲ Ἰφικλέα. τοῦ δὲ παιδὸς ὄντος ὀκταμηνιαίου δύο δράκοντας ὑπερμεγέθεις Ἥρα ἐπὶ τὴν εὐνὴν ἔπεμψε, διαφθαρῆναι τὸ βρέφος θέλουσα. ἐπιβοωμένης δὲ Ἀλκμήνης Ἀμφιτρύωνα, Ἡρακλῆς διαναστὰς ἄγχων ἑκατέραις ταῖς χερσὶν αὐτοὺς διέφθειρε. Φερεκύδης δέ φησιν Ἀμφιτρύωνα, βουλόμενον μαθεῖν ὁπότερος ἦν τῶν παίδων ἐκείνου, τοὺς δράκοντας εἰς τὴν εὐνὴν ἐμβαλεῖν, καὶ τοῦ μὲν Ἰφικλέους φυγόντος τοῦ δὲ Ἡρακλέους ὑποστάντος μαθεῖν ὡς Ἰφικλῆς ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται», Βιβλιοθήκη, Β’, 4, 8, Ἀπολλόδωρος

*14 Ἡ Λαοδάμεια ἤ κατ’ ἄλλους Διηδάμεια ἦταν ἡ κόρη τοῦ Βελλερεφόντου, ἡ ὁποία ὑπανδρεύθη τὸν υἰὸν τοῦ Σαρπηδόνος, ἄρα καὶ ἀνηψιὸν τοῦ Μίνωος καὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυος, Εὔανδρον. Σμίγοντας μὲ τὸν Δία γέννησε τὸν Σαρπηδόνα, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στὸν Τρωικὸν πόλεμον στὸ πλευρὸ τῶν Τρώων, ὡς ἡγεμὼν μετὰ τοῦ Γλαύκου τῶν Λυκίων ( «Σαρπηδὼν δ’ ἦρχεν Λυκίων καὶ Γλαῦκος ἀμύμων τηλόθεν ἐκ Λυκίης», Ἰλιάς, Β’, 877).

«τὸν δὲ τρίτον ἀδελφὸν Σαρπηδόνα φασὶ μετὰ δυνάμεως εἰς τὴν Ἀσίαν διαβάντα κατακτήσασθαι τοὺς περὶ Λυκίαν τόπους. Εὔανδρον δὲ γενόμενον υἱὸν αὐτοῦ διαδέξασθαι τὴν ἐν Λυκίᾳ βασιλείαν, καὶ γήμαντα Δηιδάμειαν τὴν Βελλεροφόντου τεκνῶσαι Σαρπηδόνα τὸν ἐπὶ Τροίαν μὲν στρατεύσαντα {μετ´ Ἀγαμέμνονος}, ὑπό τινων δὲ Διὸς υἱὸν ὀνομαζόμενον», Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, 5,79, Διόδωρος Σικελιώτης

*15 Ἀναφέρεται στὸν Ἀλέξανδρον τὸν Μεγάλον!

Τὸ πρωτότυπον κείμενον ἀναφέρει τὸν ἄνδρα ποὺ γονιμοποίησε τὴν Ὀλυμπιάδα ὡς «τρισέλικτον», δηλαδὴ σχηματίζοντα τρεῖς ἑλιγμούς. «Τρισέλικτος» γιὰ εὐνοήτους λόγους εἶναι προσωνύμιον τῶν φιδιῶν. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Διὸς ὡς τρισελίκτου, ἤτοι δράκοντος, ὑπὸ τοῦ Νόννου συμφωνεῖ πλήρως μὲ τὰ ὅσα ἀναφέρονται καὶ σὲ ἄλλα κείμενα τῆς ἀρχαίας γραμματείας μας, ποὺ λέγουν πὼς ἡ Ὀλυμπιὰς ἔμεινε ἔγκυος στὸν Ἀλέξανδρον μετὰ τὸ σμίξιμόν της μὲ ἕναν ὄφιν.

«Κάποτε, ἐνῶ κοιμόταν ἡ Ὀλυμπιάς, εἶδαν φίδι τεντωμένον δίπλα στὸ κορμί της καὶ λέγουν ὅτι αὐτὸς κυρίως ἦταν ὁ λόγος ποὺ ὁ Φίλιππος ἄμβλυνε τὴν ἀγάπη καὶ τὶς φιλοφροσύνες του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ πηγαίνει συχνὰ νὰ πλαγιάζει δίπλα της, εἴτε ἐπειδὴ φοβήθηκε μάγια ἐπάνω του καὶ δηλητήρια ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, εἴτε ἐπειδὴ δικαιολογοῦσε τὴν ἔλλειψιν ἐπαφῆς, γιατὶ πίστευε ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ συνευρίσκετο μὲ κάποιο ἀνώτερον ὄν», «Ἀλέξανδρος», 2,6, Πλούταρχος

«ὁπότε ἐκύει τὸν Ἀλέξανδρον͵ δράκοντός τινος͵ οἶμαι͵ τοιούτου συγκαθεύδοντος αὐτῇ ὠνοῦνται», «Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδομάντις», 7, Λουκιανός. 



Σύνδεσις γενεαλογιῶν προαναφερθέντων στὸ ἄρθρον προσώπων (κύρια πηγὴ «Βιβλιοθήκη», Ἀπολλόδωρος) :  

Ἴναχος + Μελία -> Ἰώ, Φορωνεύς

Ἰώ + Δίας -> Ἔπαφος

Ἔπαφος + Μέμφις (κόρη Νείλου) -> Λιβύη

Λιβύη + Ποσειδῶν -> Βῆλος, Ἀγήνωρ

Ἀγήνωρ + Τηλέφασσα -> Εὐρώπη, Φοίνιξ, Κάδμος, Κίλιξ, Θάσος

Εὐρώπη + Ζεὺς -> Μίνως, Ῥαδάμανθυς, Σαρπηδών

Βῆλος + Ἀγχινόη (κόρη Νείλου)-> Δαναός (βασιλεὺς Λιβύης, κατέφυγε στὴν Λίνδο τῆς Ῥόδου καὶ ἔχτισε ἱερὸν στὴν Λινδία Ἄθηνᾶ. Ὕστερα κατευθύνθηκε στὸ Ἄργος, ὅπου πῆρε τὸν θρόνον ἀπὸ τὸν τότε βασιλέα, Γελάνωρα, καθῶς ἡ προγιαγιά του Ἰὼ ἦταν Ἀργία. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἵδρυσε ἱερὸν στὸν Λυκεῖον Ἀπόλλωνα καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ Ἄργους ὠνομάσθησαν Δαναοί), Αἴγυπτος (βασιλεὺς Ἀραβίας, μετ' ἔπειτα ἐξ αὐτοῦ ὀνομαζομένης, Αἰγύπτου),

Βῆλος + Κασσιόπη (κόρη Ἀράβου) -> Κηφεὺς (βασιλεὺς Αἰθιοπίας), Φινεύς

Δαναός + Ἐλεφαντίς -> Ὑπερμνῆστρα / Αἴγυπτος + Ἀργυφίη -> Λυγκεύς

Ὑπερμνῆστρα + Λυγκεύς -> Ἄβας

Ἄβας + Ἀγλαΐα (κόρη Μαντινέως, υἰοῦ τοῦ Λυκάονος, ἐξ οὗ καὶ ἡ Μαντίνεια Ἀρκαδίας) -> Ἀκρίσιος, Προῖτος

Ἀκρίσιος + Εὐριδίκη (κόρη Λακεδαίμονος) -> Δανάη

Δανάη + Ζεύς -> Περσεύς + Ἀνδρομέδα (κόρη Κηφέως) -> Γοργοφόνη + Περιήρης -> Ἰκάριος, Τυνδάρεως, Ἀφαρεύς κ.ἄ

Ὁ Ἰκάριος ἦταν πατὴρ τῆς Πηνελόπης καὶ ὁ Τυνδάρεως τῆς Κλυταιμνῆστρας καὶ κατὰ κάποιες ἐκδοχὲς καὶ τῆς ὡραίας Ἑλένης. Ὁ δὲ Ἀφαρεὺς εἶχε υἰοὺς τὸν Ἴδα καὶ τὸν Λυγκέα, γνωστοὺς ἀπὸ τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία, τὸ κυνήγι τοῦ καλυδωνίου κάπρου καὶ τὰ τρωικά.

Ἡ Κλυταιμνῆστρα καὶ ἡ ἀδελφή της Ἑλένη πῆραν συζύγους τους τὰ ἀδέλφια Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον ἀντιστοίχως, δισεγγόνους δηλαδὴ τοῦ Ταντάλου καὶ τρισεγγόνους τοῦ Διὸς καὶ τῆς Πλουτοῦς.


Ἴναχος + Μελία -> Ἰώ, Φορωνεύς

Ἰώ + Δίας -> Ἔπαφος

Ἔπαφος + Μέμφις (κόρη Νείλου) -> Λιβύη

Λιβύη + Ποσειδῶν -> Βῆλος, Ἀγήνωρ

Ἀγήνωρ + Τηλέφασσα -> Εὐρώπη, Φοίνιξ, Κάδμος, Κίλιξ, Θάσος

Κάδμος + Ἁρμονία (κόρη Ἄρεως + Ἀφροδίτης) -> Σεμέλη (βλ. κάτωθεν), Ἰνώ (βλ. κάτωθεν), Πολύδωρος (βασιλεὺς τῆς Θῆβας· μὲ τὴν Νυκτηίδα, κόρη τοῦ Νυκτέως καὶ ἀδελφὴ τῆς Ἀντιόπης, ἔκανε τὸν Λάβδακον, ἄρα ἦταν παπποὺς τοῦ Λαΐου καὶ προπάππους τοῦ Οἰδίποδος), Αὐτονόη ( +Ἀριστεῖος -> Ἀκταίων), Ἀγαύη ( + Ἐχίων -> Πενθεύς), Ἰλλυριός (εἶχε παιδιά του τὸν Αὐταριέα -βλ. Αὐταριάτες-, τὸν Ἐγχελέα -βλ. Ἐγχελεῖς-, τὸν Ταύλα -βλ. Ταυλαντίους-, τὸν Περραιβόν -βλ. Περραιβούς-, τὸν Μαῖδον -βλ. Μαίδους-, τὸν Δάρδανον -βλ. Δαρδανίους-, τὴν Δασσαρώ -βλ. Δασσαριτούς-, τὴν Παρθώ -βλ. Παρθίους- καὶ τὴν Δαορθώ -βλ. Δαορσούς-.

Ἄλλος ἀπόγονος τοῦ Ἰλλυριοῦ εἶναι καὶ ὁ Σκορδίσκος ποὺ ὠνόμασε καὶ τὸν ὁμώνυμον λαὸν καὶ φυσικῶς οἱ Σκορδίσκοι δὲν εἶναι «γαλατικῆς-κελτικῆς προελεύσεως ποὺ ἀνάγονται ἱστορικῶς στὸν 3ον π.Χ. αἰ», ὅπως ἀναφέρουν οἱ «ἱστορικοί» )   

Σεμέλη + Ζεύς -> Διόνυσος (τὸν Διόνυσον ἀνέθρεψε μετὰ τὸν θάνατον τῆς Σεμέλης ἡ θεῖα του, Ἰνώ)

Ἰνώ + Ἀθάμας -> Λέαρχος, Μελικέρτης [ὁ Ἀθάμας ἀπὸ τὴν Νεφέλη εἶχε ἤδη τὸν Φρίξον καὶτὴν Ἕλλη. Μὲ τὴν Θεμιστὼ ἔκανε τὸν Σχοινέα (πατήρ Ἀταλάντης), τὸν Λεύκωνα, τὸν Πτῶον καὶ τὸν Ὀρχομενόν.

Καὶ ἡ γενεαλογία ὅμως τοῦ Ἀθάμαντος εἶναι ἰδιαιτέρα ἐνδιαφέρουσα γιὰ ταὴν χρονικὴ τοποθέτησιν μεγάλων ἱστορικῶν γεγονότων. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς : 

Ἰαπετός + Ἀσία -> Ἄτλας, Προμηθεύς, Ἐπιμηθεύς καὶ Μενοίτιος, τὸν ὁποῖον κατεκεραύνωσε ὁ Ζεὺς κατὰ τὴν Τιτανομαχία

Ὁ Προμηθεὺς ἔκανε τὸν Δευκαλίωνα.
Δευκαλίων + Πύρρα -> Ἕλλην (ὁ Ἕλλην ἔδωσε τὸ ὄνομά του στοὺς Ἕλληνες ποὺ ἕως τότε ἐλέγοντο Γραικοὶ καὶ μοίρασε τὴν χώρα στὰ παιδιά του), Ἀμφικτύων, Πρωτογένεια
Ἕλλην + Ὀρσηίδα -> Αἴολος (πῆρε τὴν Θεσσαλία καὶ ὠνόμασε ἐξ αὐτοῦ τοὺς Αἰολεῖς), Δῶρος (πῆρε τὴν περιοχὴ πάνω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον καὶ ὠνόμασε ἐξ αὐτοῦ τοὺς Δωριεῖς), Ξοῦθος (πῆρε τὴν Πελοπόννησον καὶ γέννησε μὲ τὴν Κρέουσα τοῦ Ἐρεχθέως τὸν Ἀχαιὸν καὶ τὸν Ἴωνα, ποὺ ὠνόμασαν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ τοὺς Ἴωνες ἀντιστοίχως)

Αἴολος + Ἐναρέτη (κόρη Δηιμάχου) -> Κρηθεύς (παπποὺς Ἰάσονος), Σίσυφος (ἔχτισε τὴν σημερινὴ Κόρινθον. Μὲ τὴν κόρη τοῦ Ἄτλαντος, Μερόπη ἔκαναν τὸν Γλαῦκον καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του τὸν Βελλερεφόντη ποὺ σκότωσε τὴν χίμαιρα καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν παπποὺς τοῦ Γλαύκου τῶν τρωικῶν), Ἀθάμας (βλ. ἄνωθεν), Σαλμωνεύς (κόρη του ἦταν ἡ Τυρώ, ποὺ μὲ τὸν Ποσειδῶνα/ Ἐνιπέα γέννησε τὸν Νηλέα καὶ τὸν Πελία. Δεδομένου τοῦ ὅτι ὁ ἱδρύσας τὴν Πύλον, Νηλεὺς μὲ τὴν Χλωρίδα ἔκαναν τὸν Νέστορα καὶ τὸν ἀργοναύτη Περικλύμενον, δὲν προκαλεῖ καμμία ἐντύπωσιν γιατὶ μία γενιὰ ἀργότερα ἀπὸ τὰ ἀργοναυτικά, ἤτοι στὰ τρωικά, ὁ Νέστωρ εἶναι βασιλεὺς τῆς Πύλου), Δηιών (βασιλεὺς Φωκίδος, ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Ξούθου, Διομήδη), Μάγνης (ἔκανε τὸν Δίκτυ, ποὺ περισυνέλεξε ἀπὸ τὴν θάλασσα τὴν Δανάη καὶ τὸν Περσέα μωρόν, καὶ τὸν Πολυδέκτη, βασιλέα τῆς Σερίφου, ὁ ὁποῖος φιλοξένησε τὴν λεχῶνα, Δανάη), Περιήρης (πατὴρ Ἀφαρέως, Λευκίππου, Ἰκαρίου καὶ Τυνδάρεω, βλ. ἄνωθεν), Κανάκη (γιαγιὰ τῶν Ἀλωάδων ποὺ ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος, Ὤτου καὶ Ἐφιάλτου), Ἀλκυόνη (χάριν στὴν ὁποία καὶ στὸν σύζυγόν της Κύηκα, πῆραν τὸ ὄνομά τους οἱ Ἀλκυονίδες ἡμέρες), Πεισιδίκη (ὑπανδρεύθη τὸν Μυρμιδόνα), Καλύκη (μητέρα τοῦ Ἐνδυμίωνος, τὸν ὁποῖον ἐρωτεύτηκε ἡ Σελήνη καὶ γιαγιὰ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ὠνόμασε τὴν Αἰτωλία), Περιμήδη (ὑπανδρεύθη τὸν Ἀχελῶον)]. 


Ὠκεανός + Τηθύς -> Ἀσωπός
Ἀσωπός + Μετώπη (κόρη Λάδωνος) -> Αἴγινα, Σαλαμίς

Αἴγινα + Ζεύς -> Αἰακός

Αἰακός + Ἐνδηίς -> Τελαμών, Πηλεύς (πρύμναρχοι στὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία· ὅταν σκότωσε κατὰ λάθος ὁ Τελαμὼν τὸν ἀδελφόν του Φῶκον, ὁ Αἰακὸς ἔδιωξε καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Πηλέα ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ὁ μὲν Τελαμὼν πῆγε καὶ ἐβασίλευσε στὴν Σαλαμῖνα, ὁ δὲ Πηλεὺς στὴν Φθία)/ Αἰακός + Ψαμάθη -> Φῶκος (Φωκίδα)

Πηλεύς + Θέτις -> Ἀχιλλεύς 

Τελαμών + Περίβοια (ἐγγονὴ Πέλοπος, ἄρα καὶ ἐξαδέλφη τῶν Ἀτρείδων) -> Αἴας (ὁ γνωστὸς Αἴας ὁ Τελαμώνιος τῶν τρωικῶν) / Τελαμὼν + Ἡσιόνη (ἀδελφὴ τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας, Πριάμου) -> Τεῦκρος (ἐπίσης συμμετέχων στὰ τρωικά. Ὅταν κατέφυγε στὴν Κύπρον, ἵδρυσε τὴν πόλιν Σαλαμῖνα, πρὸς ἀνάμνησιν τῆς πατρίδος του, νήσου Σαλαμῖνος) 

Ὁ προαναφερθεὶς δισέγγονος τοῦ Αἰόλου, Αἰτωλὸς καὶ ἡ Προνόη ἀπέκτησαν τὸν Πλευρώνα καὶ τὸν Καλυδώνα (ἐξ αὐτῶν καὶ οἱ ὁμώνυμες πόλεις τῆς Αἰτωλίας).

Πλευρών + Ξανθίππη (κόρη Δώρου) -> Ἀγήνωρ

Πλευρών + Ἐπικάστη (κόρη Καλυδῶνος) -> Πορθάων, Δημονίκη

Δημονίκη + Ἄρης -> Εὔηνος (τὴν κόρη του, Μάρπησσα, τὴν ἐνυμφεύθη ὁ πρώραρχος -μαζὶ μὲ τὸν Ἡρακλῆ- τῆς Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας, Ἴδας), Μῶλος, Πύλος, Θέστιος

Θέστιος (βασιλεὺς Πλευρῶνος) + Εὑρυθέμις ->  Λῆδα, Ὑπερμνῆστρα ( + Ὀϊκλής -> Ἀμφιάραος, ὁ οἰωνοσκόπος τῆς ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας καὶ πατὴρ τῶν τρωικῶν ἡρώων, Ἀμφιλόχου καὶ Ἀλκμάωνος. Ἐνυμφεύθη τὴν ἀδελφὴ τοῦ Ἀδράστου, Ἐριφύλη), Ἀλθαία ( + Οἰνεύς -> Μελέαγρος/ Οἰνεύς + Περίβοια -> Τυδεύς + Δηιπύλη Ἀδράστου -> Διομήδης), Ἴφικλος (ἀργοναύτης), Εὑρύπυλος, Εὔιππος, Πλήξιππος

Λῆδα + Ζεύς -> Διόσκουροι, Ἑλένη/ Λῆδα + Τυνδάρεως -> Κλυταιμνῆστρα, Τιμάνδρα, Φιλονόη  

Δανάη + Ζεύς -> Περσεύς
Περσεὺς + Ἀνδρομέδα (κόρη Κηφέως) -> Γοργοφόνη, Ἀλκαῖος κ.ἄ

Γοργοφόνη + Περιήρης -> Ἰκάριος, Τυνδάρεως, Ἀφαρεύς, Λεύκιππος (τὶς κόρες τοῦ ὁποίου πῆραν οἱ Διόσκουροι) ἤ Βάτεια + Οἴβαλος (υἰὸς Περιήρους) -> Τυνδάρεως (ὁ ὁποῖος ἐκδιωχθεὶς ἀπὸ τὸν Ἱπποκόωντα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Σπάρτη καὶ πῆγε στὸ ἀνάκτορον τοῦ Θεστίου, τὸν ὁποῖον καὶ βοήθησε νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ἐχθρούς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θέστιος τοῦ ἔδωσε γιὰ σύζυγόν του, τὴν κόρη του, Λῆδα), Ἱπποκόων (ὁ ὁποῖος ἔδιωξε τὰ ἀδέλφια του ἀπὸ τὴν Σπάρτη καὶ πῆρε τὸν θρόνον. Τὸν σκότωσε ὁ Ἡρακλῆς καὶ ἐπανέφερε τὸν Τυνδάρεω στὸν θρόνον τῆς Σπάρτης), Ἰκάριος 

Ἄρα ἡ ὡραία Ἑλένη ἦταν μεταξὺ ἄλλων καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Ἀμφιαράου, τοῦ Μελεάγρου, ὁ ὁποῖος Μελέαγρος ποὺ ἔλαβε μέρος στὸ κυνήγι τοῦ Καλυδωνίου κάπρου ἦταν ἑτεροθαλὴς ἀδελφὸς τοῦ Τυδέως, ἄρα καὶ θεῖος τοῦ ἥρωος τῶν Τρωικῶν, Διομήδου.

Ὁ Ἄδραστος ἔκανε γαμπρούς του τὸν Τυδέα καὶ τὸν Πολυνείκη (υἰὸν τοῦ Οἰδίποδος) 


Δανάη + Ζεύς -> Περσεύς
Περσεὺς + Ἀνδρομέδα (κόρη Κηφέως) -> Γοργοφόνη, Ἀλκαῖος, Πέρσης (ἐκ τοῦ ὁποίου ὠνομάστηκαν οἱ Πέρσες), Σθένελος (ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Πέλοπος, Νικίππη μὲ τὴν ὁποία ἔκαναν τὸν Εὑρυσθέα), Μήστωρ (βλ. κάτωθι) κ.ἄ

Ἀλκαῖος + Ἀστυδάμεια (κόρη Πέλοπος, ἄρα θεῖα Ἀτρείδων) ἤ Ἱππονόμη (κόρη Μενοικέως, ἄρα ἀδελφὴ τοῦ Κρέοντος καὶ θεῖα τῆς Ἀντιγόνης, Ἰσμήνης, Ἐτεοκλῆ, Πολυνείκους βλ. «Ἀντιγόνη», Σοφοκλῆ)-> Ἀμφιτρύων (ἐβασίλευσε στὴν Τίρυνθα) κ.ἄ

Ἀμφιτρύων + Ἀλκμήνη (κόρη Ἠλεκτρύωνος)

Ὁ Ἠλεκτρύων ἦταν βασιλεὺς τῶν Μυκηνῶν.

Ἡλεκτρύων + Ἀναξώ -> Ἀλκμήνη

Ὅταν ἐβασίλευε ὁ Ἠλεκτρύων στὶς Μυκῆνες κατέφθασαν τὰ παιδιὰ τοῦ Πτερελάου μὲ μερικοὺς Ταφίους καὶ διεκδίκησαν τὸ βασίλειον τοῦ Μήστορος, τοῦ παπποῦ τους ἀπὸ τὴν μητέρα τους. Καὶ καθῶς δὲν τοὺς ἔδωσε σημασία ὁ Ἡλεκτρύων, τοῦ πῆραν τὶς ἀγελάδες. Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἠλεκτρύωνος προέβαλαν ἀντίστασιν καὶ ἁλληλοσκοτώθηκαν μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Πτερελάου. Ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Ήλεκτρύωνος γλύτωσε ὁ Λικύμνιος καὶ ἀπὸ τοῦ Πτερελάου ὁ Εὐήρης ποὺ φύλαττε τὰ πλοῖα. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ταφίους κατάφεραν νὰ ξεφύγουν ἐμπιστεύτηκαν τὶς ἀγελάδες στὸν βασιλέα τῶν Ἡλείων, Πολύξενον. Ἀλλὰ ὁ Ἀμφιτρύων πῆγε καὶ τὶς πῆρε πίσω καὶ τὶς ὡδήγησε στὶς Μυκῆνες.

Ὁ Ἠλεκτρύων θέλοντας νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν θάνατον τῶν παιδιῶν του ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Ταφίων ἤ Τηλεβόων. Ἀλλὰ προτοῦ φύγει παρέδωσε τὸν θρόνον του καὶ τὴν Ἀλκμήνη στὸν -μελλοντικὸν γαμπρόν του-, Ἀμφιτρύωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ τὴν φυλάξει παρθένα μέχρι νὰ ἐπιστρέψει.

Ὁ Ἀμφιτρύων καθῶς ἠσχολοῦντο μὲ τὶς ἀγελάδες, ἐκείνη τὴν ὥρα κάποια πετάχτηκε μὲ δύναμιν καὶ ἐκεῖνος τὴν χτύπησε μὲ ἕνα ρόπαλον. Τὸ ρόπαλον ὅμως χτύπησε στὰ κέρατα καὶ τινάχτηκε μὲ δύναμιν πάνω στὸ κεφάλι τοῦ Ἠλεκτρύωνος καὶ τὸν σκότωσε.

Ὁ Σθένελος μὲ πρόφασιν αὐτὸ τὸ περιστατικὸν ἔδιωξε τὸν ἀνηψιόν του, Ἀμφιτρύωνα ἀπὸ τὸ Ἄργος. Καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν Ἀλκμήνη πῆγε στὸν Κρέοντα στὴν Θῆβα καὶ ἐξαγνίστηκε. Ἡ Ἀλκμήνη εἶπε στὸν Ἀμφιτρύωνα τότε πὼς θὰ τὸν παντρευτεῖ, ἀν ἐκδικηθεῖ γιὰ τὸν θάνατον τῶν ἀδελφῶν της. Μαζί του πῆγε καὶ ὁ Κρέων. Ἐν ὅσῳ ἔλειπε ὁ Ἀμφιτρύων στὴν ἐκστρατεία, ὁ Ζεὺς ὑπὸ τὴν μορφὴ τοῦ Ἀμφιτρύωνος πλάγιασε μὲ τὴν Ἀλκμήνη καὶ ἔτσι ἐγεννήθη ὁ Ἡρακλῆς. 


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ Ο ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Η΄ ΨΕΥΔΟΜΑΝΤΙΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΞΕΝΟΦΩΝ 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (