Διαβάζουμε στὸν Ἀπολλόδωρον (Βιβλιοθήκη, Β', 1,2 κ. ἑξ) πὼς κάποτε ὁ Ζεὺς διέφθειρε τὴν Ἰώ, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν ἱέρεια τῆς Ἥρας. Τὸν ἔπιασε ὅμως ἐπ' αὐτοφόρῳ ἡ Ἥρα καὶ τότε ὁ Ζεὺς μετεμόρφωσε τὴν Ἰὼ σὲ ἀγελάδα. Ἡ Ἥρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Δία τὴν ἀγελάδα δική της καὶ τῆς ἔβαλε ὡς φύλακα τὸν Ἄργον, τὸν πανόπτη ἤ μυριωπόν (ὁ ἔχων μυρίας ὄπας/ ὀφθαλμούς), καθῶς εἶχε μάτια σὲ ὅλο του τὸ σῶμα, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν ἔκλειναν ὅλα μαζί, ἀκόμα καὶ ὅταν κοιμόταν. Ἥταν κυριολεκτικῶς ἄγρυπνος φρουρὸς καὶ γι' αὐτὸ ἡ Ἥρα τὸν ἐπέλεξε γιὰ τὴν φύλαξιν τῆς Ἰοῦς.
Πέραν αὐτοῦ ὁ Ἄργος εἶχε καὶ ὑπερβολικὴ δύναμιν ποὺ τὸν κατέστησε ἱκανὸν νὰ σκοτώσει τὸν ταῦρον ποὺ ἐλυμαίνετο τὴν Ἀρκαδία, ἀλλὰ καὶ τὸν Σάτυρον ποὺ ἀδικοῦσε τοὺς Ἀρκάδες, κλέβοντάς τους τὰ ζωντανά. Ὁ Ἄργος ἦταν αὐτὸς ποὺ κατάφερε νὰ σκοτώσει στὸν ὕπνο της τὴν Ἔχιδνα, τὴν κόρη τοῦ Ταρτάρου καὶ τῆς Γῆς, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ πῆρε ἐκδίκησιν γιὰ τὸν φόνον τοῦ Ἄπιδος.
Ὁ Ζεὺς λοιπὸν στεναχωρηθεὶς γιὰ τὴν Ἰὼ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει τῆς διαρκοῦς ἐποπτείας τοῦ Ἄργου, διέταξε τὸν Ἑρμῆν νὰ κλέψει τὴν μεταμορφωθεῖσα σὲ ἀγελάδα ἀγαπημένη του ἀπὸ τὸν μυριωπὸν φύλακά της. Ὁ Ἑρμῆς ἀπεφάσισε, καθῶς τὸ ἔργον του ἦταν δύσκολον, νὰ ἀποκοιμίσει τὸν Ἄργον μὲ τὴν μουσική του. Ἔτσι -ἄν καὶ μετὰ δυσκολίας, καθῶς ὁ Ἱέραξ καθυστεροῦσε μὲ τὴν φλυαρία του τὸν Ἑρμῆν-, ἀπεκοίμισε τὸν Ἄργον καὶ τὸν ἐφόνευσε μὲ μία πέτρα (ἐξ οὗ καὶ Ἀργεϊφόντης ὁ Ἑρμῆς).
Τότε ἀπελευθέρωσε τὴν Ἰὼ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητον φρουρόν της καὶ ὁ Ἱέραξ μετεμορφώθη σὲ πουλί, τὸ γνωστὸν σήμερα ἱεράκι/ γεράκι.
Ἡ Ἥρα στεναχωρηθεῖσα γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπητοῦ της ὑπηρέτου καὶ γιὰ νὰ τὸν τιμήσει, ἔβαλε τὰ ἀμέτρητα (κάποιοι λέγουν πὼς εἶχε ἑκατό) μάτια του στὴν οὐρὰ τῶν ἱερῶν της πουλιῶν, τῶν παγωνιῶν καὶ ἔστειλε ἕναν οἶστρον νὰ τσιμπᾶ τὴν Ἰώ, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν μανία ποὺ τὴν διακατεῖχε λόγῳ τοῦ οἴστρου τὸ ταξίδι της.
Πρῶτα πέρασε τὸ πέλαγος, τὸ ὁποῖον καὶ ὠνομάσθη ἀπ' αὐτὴν Ἰόνιον, ἔπειτα πῆγε στὴν Ἰλλυρία, καβάλησε τὸν Αἷμον καὶ διέβη τὸ στενόν, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὸ πέρασμά της ὡς βοῦς, ώνομάσθη ἀπὸ τότε Βόσπορος ( < βοὸς πόρος). Ὕστερα πῆγε στὴν Σκυθία καὶ τὴν χώρα τῶν Κιμμερίων· συνάντησε τὸν ἐσταυρωμένον Προμηθέα καὶ ἀφοῦ περιεπλανήθη στὶς στεριὲς καὶ θάλασσες τὴς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας, κατέληξε στὴν Αἰγυπτον, ὅπου ξαναπῆρε τὴν ἀρχική της μορφὴ καὶ ὅπου γέννησε ἐκ τῆς ἐπαφῆς τοῦ Διός, τὸν Ἕπαφον, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν ἀργότερα ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Νείλου, Μέμφιν καὶ γέννησε τὴν Λιβύη καὶ ὁ ὁποῖος ὠνόμασε ἀπὸ τὴν σύζυγον καὶ τὴν κόρη του τὶς ὁμώνυμες περιοχές.
Ἡ Ἥρα ὅμως, ὅσον ἦταν ὁ Ἔπαφος μωρὸν παρακάλεσε τοὺς Κουρῆτες νὰ τὸν ἐξαφανίσουν. Μόλις τὸ ἔμαθε ὁ Ζεὺς σκότωσε τοὺς Κουρῆτες καὶ ἡ Ἰὼ ξεκίνησε ἐκ νέου περιπλάνησιν γιὰ νὰ βρεῖ τὸν υἰόν της. Πῆγε στὴν Συρία (ὅπου ὠνόμασε καὶ τὴν πόλιν Ἰώνη, σημερινὴ Γάζα, ἐκ τοῦ ὀνόματός της, «Γάζα...ἐκλήθη δὲ καὶ Ἰώνη, ἀπὸ τῆς Ἰοῦς προσπλευσάσης καὶ μεινάσης αὐτῆς ἐκεῖ», Ἐθνικά, 194, Στ. Βυζάντιος), διότι ἀκουγόταν πὼς ἐκεῖ ἀνέτρεφε τὸ παιδί ἡ γυναῖκα τοὺ βασιλέως τῶν Βυβλίων, καὶ βρῆκε τὸν υἰόν της. Ἔπειτα πῆγε καὶ πάλι στὴν Αἴγυπτον, ὅπου ὑπανδρεύθη τὸν βασιλέα Τηλέγονον καὶ ἐκεῖ ἔστησε ἄγαλμα τῆς Δήμητρας, ποὺ οἱ Αἰγύπτιοι ὠνόμασον Ἴσιν, ὅπως καὶ τὴν ἴδια τὴν Ἰώ («Ἴσιν καλοῦσι παρὰ τὸ ἵεσθαι μετ´ ἐπιστήμης καὶ φέρεσθαι, κίνησιν οὖσαν ἔμψυχον καὶ φρόνιμον· οὐ γάρ ἐστι τοὔνομα βαρβαρικόν, ἀλλ´ ὥσπερ τοῖς θεοῖς πᾶσιν ἀπὸ δυεῖν ῥημάτων τοῦ θεατοῦ καὶ τοῦ θέοντος ἔστιν ὄνομα κοινόν, οὕτω τὴν θεὸν ταύτην ἀπὸ τῆς ἐπιστήμης ἅμα καὶ τῆς κινήσεως Ἶσιν μὲν ἡμεῖς, Ἶσιν δ´ Αἰγύπτιοι καλοῦσιν», Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος, 60, Πλούταρχος).
Ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς κόρης του Λιβύης μὲ τὸν Ποσειδῶνα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βῆλον καὶ τὸν Ἀγήνορα ἀπέκτησε δισέγγονα τὸν Αἴγυπτον, τὸν Δαναόν, τὸν Κηφέα, τὸν Κάδμον, τὸν Φοίνικα, τὸν Κίλικα, τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν Θάσον, ξεκινώντας ἔτσι μία τεράστια γενεαλογία...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου