(Βουλευτήριον Δωδώνης)
«Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι», Ἰλιάς, 233-5.
Ἕνα ἀπὸ τὰ προσωνύμια τοῦ Διὸς εἶναι καὶ Τμάριος.
Τμάριος: < Τομάριος, Τομοῦροι, οἱ ἱερεῖς τοῦ Διὸς στὴν Δωδώνη, ἐκ τοῦ ὄρους Τόμαρος ἤ Τμάρος (καὶ φυσικῶς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀρχαῖον ὄνομα τοῦ ὄρους καὶ ὄχι τό... Ὀλύτσικας! ).
Γράφει δὲ ὁ Στράβων :
«Ἡ Δωδώνη λοιπὸν παλαιότερα ἦταν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Θεσπρωτῶν καὶ τὸ ὄρος Τόμαρος ἤ Τμάρος -λέγεται καὶ μὲ τοὺς δύο τρόπους-, στὴν βάσιν τοῦ ὁποίου κεῖται τὸ ἱερόν· καὶ οἱ τραγικοὶ καὶ ὁ Πίνδαρος Θεσπρωτίδα ἔλεγαν τὴν Δωδώνη. Ἀργότερα ἦλθε στὴν κυριαρχία τῶν Μολοσσῶν. Καὶ ἦταν ἀπὸ τοῦ Τομάρου ὄρους, ποὺ ὠνομάσθησαν οἱ απὸ τοῦ ποιητοῦ λεγόμενοι προφῆτες τοῦ Διός... τομοῦροι...
Καλλίτερα εἶναι νὰ γράφεται τομοῦροι παρὰ θέμιστες· τουλάχιστον πουθενὰ ἀπὸ τὸν ποιητὴ τὰ μαντεῖα δὲν ἀποκαλοῦνται θέμιστες, ἀλλὰ οἱ βουλές, τὰ πολιτεύματα καὶ τὰ νομοθετήματα· τομούρους τοὺς λέγουν ἐν συντομίᾳ ἀντὶ τομαροφύλακες -*τομαρόουροι/ τομαροῦροι < οὖρος = φύλαξ, ἐπιστάτης-», Γεωγραφικά, Ζ', 7, 11, Στράβων.
Ἀπὸ τοὺς τομούρους λοιπὸν ποὺ ἀφουγκράζονταν τοὺς χρησμοὺς ποὺ τοὺς ἔδινε ἡ «ὑψίκομος ἱερᾶ φηγὸς τοῦ Διός»*1 προέρχεται καὶ ὁ ἐν Δωδώνῃ ἀποκληθεὶς Τμάριος Ζεύς.
Γιὰ τὴν δὲ Δωδώνη καὶ τὸν Δωδωναῖον ἄνα Πελασγικὸν Δία ποὺ γράφει καὶ ὁ Ὅμηρος μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα :
«Δωδωναῖος Ζεύς. Δευκαλίων μετὰ τὸν Κατακλυσμόν, γενόμενος
εἰς Ἤπειρον, ἐμαντεύετο ἐν τῇ δρυὶ (τὴν ἱερὰ φηγὸν τοῦ Διός)... Κατοικίζει τὸν τόπον συναθροίσας τοὺς περιλειφθέντας (=ἐναπομείναντας) ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ.
Καὶ ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δωδώνης, μιᾶς τῶν Ὠκεανίδων, Δωδώνην τὴν χώραν προσηγόρευσε. Ἡ ἱστορία εὑρίσκεται παρὰ Θρασυβούλῳ καὶ Ἀκεστοδώρῳ».
Ὁ Δευκαλίων περιπλέων ἐννέα ἡμερονύκτια ἐπὶ τὰ ὕδατα, ἐξῆλθεν στὴν Δωδώνη ἤ στὸν Παρνασσόν καὶ ἐθυσίασε στὸν Φύξιον ( =προστάτης τῶν φυγάδων, πρὸς ὅν καταφεύγουσι) Δία. Ὁ Ζεὺς ὁρῶν τὴν εὐσέβειάν του, ἔπεμψε τὸν Ἑρμῆ νὰ τοῦ πεῖ πὼς μπορεῖ νὰ ζητήσει ὅ,τι θέλει στὸν Δία καὶ ὁ Δευκαλίων ζήτησε ἀνθρώπους.
(Ἀρχαῖον θέατρον Δωδώνης καὶ Τόμαρος)
Γι' αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Πλούταρχος (Πύρρος, 1) :
«Δευκαλίωνα καὶ Πύρραν...τὸ περὶ Δωδώνην ἱερὸν αὐτόθι
κατοικεῖν ἐν Μολοσσοῖς».
Μάλιστα ἡ Ἱερὰ φηγὸς τοῦ Διός, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ θρέψει σωματικῶς καὶ πνευματικῶς τὸ ἀνθρώπινον εἶδος*2 ὑπῆρχε στὴν Δωδώνη προκατακλυσμιαίως, μέχρι τὶς μαῦρες μέρες τῆς βασιλείας -καὶ- τοῦ ἀνθέλληνος ἀλλοδαποῦ «Μέγάλου» Θεοδοσίου, ποὺ τὴν ξερίζωσε καὶ ἔχτισε ναὸν ῥυθμοῦ βασιλικῆς.
Ξύλον ἀπὸ τὴν ἱερὰ δρῦν-ὀξυά τῆς Δωδώνης εἶχε τοποθετήσει ἡ Ἀθηνᾶ στὴν τρόπιν τῆς Ἀργοῦς ( «Πηλιὰς ἴαχεν Ἀργὼ ἐπισπέρχουσα νέεσθαι. ἐν γάρ οἱ δόρυ θεῖον ἐλήλατο, τό ῥ’ ἀνὰ μέσσην στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ», Ἀργοναυτικά, Α', 525).
Γι' αὐτὸ καὶ τὸ πηδάλιον, ἐλέγετο καὶ πηδόν, πήδινον καὶ μὲ ἐναλλαγὴ τῶν ἀφώνων, φήγινον, ἤτοι ξύλινον ἀπὸ ὀξυά· κατεσκευασμένον ἀπὸ τὴν φηγόν τοῦ Διός· τὴν σκληρὴ δρῦν, τὸ tree, tre, dur, duro ( =δροός, σκληρός, ἰσχυρός) κλπ τῶν ἀλλοδαπῶν.
Τὸ ξύλον αὐτὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία μας εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ προλέγει ( «φωνῆεν ξύλον», «λάλος τρόπις», «εὔλαλος Ἀργώ» ).
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὀδυσσεύς (Όδύσσεια, τ', 296), ὅπως καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἥρωες τῆς ἱστορίας μας εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν Δωδώνη, γιὰ νὰ συμβουλευθοῦν τοὺς χρησμοὺς τῆς ἱερᾶς ὀξυᾶς καὶ τὶς βουλὲς τοῦ Διός.
(Ναὸς Ἀφροδίτης)
(Ναὸς Θέμιδος)
Στὴν Δωδώνη ἐκτὸς τῆς Ἱερᾶς φηγοῦ ποὺ ξεριζώθηκε χάριν στὰ ἀνθελληνικὰ διατάγματα τοῦ Θεοδοσίου, τὸ 391 καὶ τοῦ μαντείου ποὺ ἀπὸ τότε σίγησε ἐντελῶς, ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ναοί (ναὸς Διώνης, Θέμιδος, Ἀφροδίτης, Ἡρακλέους, ὑλικὰ τοῦ ὁποίου ἐχρησιμοποιήθησαν γιὰ τὴν οἰκοδόμησιν τῆς ἀνεγερθείσης πάνω του ἐκκλησίας), τὸ βουλευτήριον καὶ τὸ πρυτανεῖον καὶ φυσικῶς ἡ ἱερὰ κατοικία, τὰ ὁποῖα καὶ ...κατεστράφησαν. Ὑπῆρχε καὶ τὸ θέατρον τῆς Δωδώνης μὲ τὸ ἀρχαῖον στάδιον, τὸ ὁποῖον μαζὶ μὲ ἄλλα ἀρχαῖα, εὐτυχῶς σκεπάστηκαν ἀπὸ τὶς λάσπες τῶν ὁρμητικῶν ὑδάτων τοῦ Τομάρου καὶ διετηρήθησαν ὅπως-ὅπως μέχρι σήμερα.
(Ναὸς Ἡρακλέους)
Σχετικῶς μὲ τὸ μαντεῖον, περιληπτικῶς νὰ γραφτεῖ ἀκόμα πὼς πολλάκις εἶχε πολιορκηθεῖ ἡ εὑρυτέρα περιοχή του, ἀλλὰ οὐδέποτε πειράχθηκε τὸ μαντεῖον καθ' ἑαυτόν. Ὅσα οἰκήματα καὶ ἀγάλματα ὑπῆρχαν ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μάντεις-ἱερεῖς του κατεστράφησαν καὶ ἐξεδιώχθησαν μὲ μανία ἀρχικῶς ἀπὸ τὸν Μεγάλον ἀνθέλληνα κι ἐπίσης ἀλλοδαπὸν Κων/νον, ὁ ὁποῖος αὐτοκράτωρ ὤν, στὰ ἐρείπια τοῦ μαντείου, ἔχτισε ἐκκλησία.
Λέγεται δὲ πὼς ἥρπαξε καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Διὸς ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ καὶ τὸ μετέφερε ὡς λάφυρον στὴν Γερουσία/ Σενάτον τοῦ Βυζαντίου, τῆς τότε Νέας Ῥώμης κι ἔπειτα Κων/πόλεως.
Σχετικῶς μὲ τὴν Ἱερὰ Οἰκία τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης, ἀναφέρεται ( «Γεωγραφικά», 7, 7, 4, ἀποσπ., Στράβων) πὼς ἐκεῖ ὑπῆρχαν πέραν τῆς ἱερᾶς βελανιδιᾶς καὶ χάλκινοι τρίποδες μὲ λέβητες, ὅπου καὶ ἐτοποθετήθη τὸ δωδωναῖον χαλκίον, ἀνάθημα τῶν Κερκυραίων. Αὐτὸ ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο μικροὺς κίονες, ὅπου ὁ ἕνας στήριζε ἕναν χάλκινον λέβητα καὶ ὁ ἄλλος ἕνα ἀγαλματίδιον ποὺ κρατοῦσε μαστίγιον (τὰ ξενικὰ μαστίγια fouet, fagotto κλπ ἐκ τοῦ λατ. fagus, ὅπερ ἐκ τῆς φαγοῦ) καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου ἐκινεῖτο καὶ ἔκρουε τὸν χάλκινον λέβητα, ἐκ τοῦ ὁποίου έχρησμοδότουν.
«ὅτι ἡ παροιμία ‘τὸ ἐν Δωδώνῃ χαλκίον’ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη: χαλκίον ἦν ἐν τῷ ἱερῷ ἔχον ὑπερκείμενον ἀνδριάντα κρατοῦντα μάστιγα χαλκῆν, ἀνάθημα Κορκυραίων: ἡ δὲ μάστιξ ἦν τριπλῆ ἁλυσιδωτὴ ἀπηρτημένους ἔχουσα ἐξ αὑτῆς ἀστραγάλους, οἳ πλήττοντες τὸ χαλκίον συνεχῶς, ὁπότε αἰωροῖντο ὑπὸ τῶν ἀνέμων, μακροὺς ἤχους ἀπειργάζοντο, ἕως ὁ μετρῶν τὸν χρόνον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἤχου μέχρι τέλους καὶ ἐπὶ τετρακόσια προέλθοι: ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἐλέχθη ‘ἡ Κερκυραίων μάστιξ».
Ἐξ οὗ καὶ τὸ «Δωδωναῖον χαλκίον/ χαλκεῖον» καὶ ἡ «Κερκυραίων μάστιξ» λεγομένα γιὰ ἄνθρωπον, σημαίνουν τὸν φλύαρον, τὸν πολυλογᾶ. Ἐξ οὗ καὶ τὸ «δρυάζειν» σημαίνει «φλυαρεῖν».
Τμῆμα τοῦ Δωδωναίου χαλκίου ἐκτίθεται σήμερα στὸ μουσεῖον τοῦ Λούβρου, στὸ Παρίσι (βλ. εἰκόνα), ἀλλὰ καὶ κομμάτια ἀπὸ τὰ μαστίγια βρίσκονται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον καὶ στὸ Μουσεῖον Ἰωαννίνων.
Ὅσον γιὰ τὸ θέατρον τῆς Δωδώνης, αὐτὸ τὸ ἔχτισε ὁ Πύρρος, ὤν βασιλεὺς τῆς Ἡπείρου. Σὲ αὐτὸ ἐτελοῦντο κάθε τέσσερα χρόνια τὰ Νάια, ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ναΐου Διός, μὲ παραστάσεις καὶ δίπλα του στὸ ἀρχαῖον στάδιον ἐτελοῦντο οἱ γυμνικοὶ ἀγῶνες τῶν Ναΐων. Κατηργήθη και αὐτὴ ἡ ἑορτὴ κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, ὡς εἰδωλολατρικὸν κατάλοιπον-ἔθιμον τῶν Ἐθνικῶν.
Τὸ θέατρον ἀρχικῶς κατεστράφη τὸ 219 π.Χ. ἀπὸ τοὺς Αἰτωλούς, ἀλλὰ ξαναφτιάχτηκε καὶ ἐνεπλουτίσθη οἰκοδομικῶς.
Ὅταν κατελήφθη ἡ περιοχὴ ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, τὸ 167 π.Χ. κατεστράφη καὶ πάλι καὶ μάλιστα πυρπολήθηκε κιόλας. Παρέμεινε ἔτσι μέχρι τὸ 148 π.Χ., ὅπου τὸ ἀνῳκοδόμησε τὸ Κοινὸν τῶν Ἠπειρωτῶν.
Στὰ δὲ χρόνια τοῦ Αὐγούστου, τὸ θέατρον ἀξιοποιήθηκε ὡς... ἀρένα! Τότε ἔγιναν πάλι καταστροφές, ὅπως νὰ ἀφαιρεθοῦν τὰ μπροστινὰ ἑδώλια, νὰ καλυφθεῖ ἡ ὀρχήστρα καὶ ἡ σκηνὴ καὶ νὰ χτισθεῖ τεῖχος, ὥστε νὰ προφυλαχθοῦν οἱ θεατὲς τῶν μαχῶν, ποὺ διωργανόνοντο ἐντός του.
*1 Ἀπὸ τὸ θρόισμα τῆς Ἱερᾶς φηγοῦ, τοῦ κελαηδήματος τῶν Πελειάδων ( =περιστέρια), τοῦ νεροῦ τῆς Ναΐου Πηγῆς (ἐξ οὗ καὶ Νάιος ὁ Ζεὺς ἐν Δωδώνῃ), τοῦ ἤχου τῶν λεβήτων ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸν δένδρον καὶ ἦταν στημένοι πάνω σὲ τρίποδες καὶ ἀπὸ τὸ Δωδωναῖον Χαλκίον, τοῦ μεγάλου χαλκίνου λέβητος ποὺ βρίσκονταν πάνω σὲ αὐτούς, οἱ τομοῦροι καὶ ἀργότερα καὶ οἱ τρεῖς γραῖες, Πελειάδες, ἔδιναν τοὺς χρησμούς. Μάλιστα ἦταν ἀνιπτόποδες καὶ χάμευνοι, ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ καὶ ὁ Ὅμηρος (Π', 235) γιὰ νὰ εἶναι συνεχῶς σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Μητέρα Γῆ.
*2 Οἱ μνῆμες τῆς Ἱερᾶς Φηγοῦ τοῦ Διός, ποὺ ἔθρεψε τοὺς προγόνους μας σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, ἔχουν διαφυλαχθεῖ μέσῳ τῆς γλώσσης μας. Γράφει ὁ Ἀπολλώνιος πὼς πρὶν κὰν ἐμφανισθεῖ ἡ Σελὴνη οἱ Ἀρκάδες -ἐξ οὗ καὶ προσέληνοι- ἔτρωγαν στὰ βουνὰ τοὺς καρποὺς τῆς φηγοῦ, ἥτοι βελανίδια.
«Ἀρκάδες, οἳ καὶ πρόσθε σεληναίης ὑδέονται ζώειν, φηγὸν ἔδοντες ( =τρώγοντες) ἐν οὔρεσιν ( =στὰ ὄρη)», Ἀργοναυτικά, Δ', 264-5, Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος.
«Ἡ πρώτη τροφὴ ἀπὸ τῶν δρυῶν» ὑπῆρξε ἐπεξηγεῖ τὸ Μέγα Ἐτυμολογικόν. Ἔπειτα ἡ θεὰ Δήμητρα τοὺς δίδαξε τοὺς σπόρους καὶ τὴν σπορά, ἤτοι νὰ τρῶγουν φυτά, χόρτα, δηλαδὴ τοὺς δίδαξε πῶς νὰ...χορταίνουν!
Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκφρασις «Ἅλις δρυός», «ἐπὶ τῶν ἐκ φαυλοτέρας διαίτης ἐρχομένων ἐπὶ βελτίονα εἴρηται ἡ παροιμία. Ἐπειδὴ τὸ ἀρχαῖον οἱ ἄνθρωποι βαλάνοις δρυὸς τρεφόμενοι, ὕστερον εὑρεθεῖσι τῆς Δήμητρος καρποῖς ἐχρήσαντο», Ἐπιτ. ἐκ τῶν Ταρ. καὶ Διδ. παροιμ., 2, 40)
Ἀπὸ τὴν φηγόν, δωρικῶς φαγόν, προέρχεται καὶ τὸ θέμα ἀορίστου τοῦ «τρώγω», ἔ-φαγ-ον. Ἀπὸ τὴν ἱερὰ φαγόν εἶναι καὶ τὸ «φαγητόν» ποὺ λέγομεν σήμερα. Ἐξ οὗ καὶ τὰ «ἱερά φαγήσια» πρὸς τιμὴν τοῦ Διός, δηλαδὴ τὰ θρησκευτικὰ δεῖπνα ὅπου βαλανηφαγοῦσαν.
Ἀπὸ τὴν φηγόν-φαγόν, ὅμως δὲν ἔτρωγαν μόνον, ἀλλὰ ἐκ τοῦ ξύλου της κατεσκεύαζον διάφορα πράγματα, ὅπως πινακίδες γραφῆς ( «Γράμματα δ' ἐν φλοιῷ γέγραπται», Μέγα Ἐτυμολογικόν).
Γράφει ὁ Πλούταρχος στὸν «Βίον τοῦ Πύρρου» (2) :
«περιελὼν δρυὸς φλοιὸν ἐνέγραψε πόρπῃ γράμματα φράζοντα».
Ἡ ἔκφρασις «φύλλον χαρτί» διατηρεῖ τὴν ἀνάμνησιν τῆς γραφῆς πάνω στὰ φύλλα δένδρων, κυρίως φύλλα φοινικοδένδρων, λόγῳ τῆς ἐπιφανείας τους, ἐξ οὗ καὶ ὁ Σουΐδας γράφει πὼς τὰ γράμματα λέγονται φοινικήια «ἀπὸ τοῦ γράφειν ἐν πετάλοις φοινίκων».
Ἡ Σίβυλλα «follisque mandat notas et nomina», Αἰνείας, Γ', 44.
Δηλαδὴ ἡ Σίβυλλα ἐπάνω σὲ φύλλα στέλνει μηνύματα καὶ ὀνόματα.
Ἐκ τοῦ φύλλου ποὺ γράφαμε καὶ τὰ ἀλλοδαπά «feuille, foglio, hoja, Folio κοκ».
Ἀλλὰ καὶ ἡ σελίς ( < ὕλη καὶ διὰ τροπῆς τῆς δασείας σὲ σ, σύλη > σελίς), τὸ ξ-ύλον ( < ἐξ ὕλης) στὸ ὁποῖον γράφουμε. Οἱ σελίδες ἦταν κατεσκευασμένες ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ἱερᾶς φαγοῦ τοῦ Διός· ἦταν δηλαδὴ σελίδες φηγότευκτες, ἐξ οὗ καὶ τὰ pagina, page κλπ ( < φαγός < πήγνυμι· φαγός-παγός).
Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις «βιβλίον» εἶναι τὸ ὑποκοριστικὸν τῆς λέξεως βίβλος· βίβλος ἢ βύβλος εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς φλοιὸς τοῦ φυτοῦ πάπυρος, ἀπὸ τὶς ἶνες τοῦ ὁποίου κατεσκευάζοντο σχοινιά, ἱστία, χαρτί. Ἡ χρῆσις εἶναι γνωστὴ καὶ στὸν Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξοπλισμὸ τοῦ πλοίου τὸν χαρακτηρίζει «ὅπλον νηὸς βύβλινον».
Ἡ πόλις Βύβλος ὅπου ἐφύετο ἡ βύβλος, ὑπῆρξε Ἑλληνική: «Κρόνου κτίσμα, ἀπὸ Βύβλης τῆς θυγατρὸς Μιλήτου». Ὁ δὲ Μίλητος, «υἱὸς Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας, κτίσας τὴν Μίλητον», Ἐθνικά, 188, Στέφανος Βυζάντιος.
Στὸν μῦθον τῆς Βύβλιδος μάλιστα μαθαίνουμε καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ φυτοῦ βύβλος. Ἡ Βυβλίς, κόρη τῆς Εἰδοθέας, ἐρωτεύθηκε τὸν ἀδελφόν της, Καῦνον (βλ. ὁμώνυμον πόλιν Καρίας) καὶ γι' αὐτὸ μετεμορφώθη σὲ πηγή. Πράγματι ἡ βύβλος εἶναι φυτὸν ὑδατοχαρὲς. Φύεται δίπλα σὲ ποτάμια, λίμνες καὶ γι' αὐτὸ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν Βυβλίδα.
Τὸ βιβλίον ἀγγλικὰ ὀνομάζεται book καὶ γερμανικὰ Buch, μέσῳ τοῦ λατινικοῦ fagus ποὺ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ φαγὸς ἢ φηγός, ἡ ἱερὰ δρῦς τοῦ Διός. Ἀπὸ τὸν φλοιὸν τῆς φηγοῦ, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, κατεσκευάζοντο πινακίδες γραφῆς. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἴδια ρίζα (φαγὸς → λατιν. fagus) οἱ Γάλλοι ἀπεκάλεσαν bouquin τὸ παλαιὸ βιβλίο.
Ἀργότερα καθωρίσθηκε ὡς «βύβλιον» τὸ ἄγραφον καὶ ὡς «βιβλίον» τὸ γεγραμμένον. Ὅταν ὁ Ἀντίγονος Γονατᾶς ἔστειλε στὸν φιλόσοφον Ζήνωνα δούλους εἰδικευμένους «εἰς βιβλιογραφίαν» (Διογ. Λαερτ. 7,36), δηλαδὴ ἀντιγραφεῖς, σιγά-σιγά καὶ μὲ ἁλλοίωσιν τῆς σημασίας ἡ λέξις βιβλιογραφία κατέληξε νὰ σημαίνει τὸν κατάλογον βιβλίων.
«Τὸ ὑδατοχαρές, τὸ παρυδάτιον φυτὸν πάπυρος μᾶς ἐχάρισε τοὺς πρὸς γραφὴν παπύρους. Ἐφύετο ἀφθόνως ἐν Αἰγύπτῳ, ὅπου ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ ὡς τροφή, ἐξ οὗ «παπυροφάγοι» οἱ Αἰγύπτιοι», Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιρπούλου.
Καὶ ἐκ τοῦ παπύρου, ἀπέκτησαν καὶ οἱ ξένοι τὰ χαρτιά τους «paper, papier κοκ».
Λέγεται δὲ πὼς ἥρπαξε καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Διὸς ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ καὶ τὸ μετέφερε ὡς λάφυρον στὴν Γερουσία/ Σενάτον τοῦ Βυζαντίου, τῆς τότε Νέας Ῥώμης κι ἔπειτα Κων/πόλεως.
(Ἱερὰ Οἰκία)
Σχετικῶς μὲ τὴν Ἱερὰ Οἰκία τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης, ἀναφέρεται ( «Γεωγραφικά», 7, 7, 4, ἀποσπ., Στράβων) πὼς ἐκεῖ ὑπῆρχαν πέραν τῆς ἱερᾶς βελανιδιᾶς καὶ χάλκινοι τρίποδες μὲ λέβητες, ὅπου καὶ ἐτοποθετήθη τὸ δωδωναῖον χαλκίον, ἀνάθημα τῶν Κερκυραίων. Αὐτὸ ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο μικροὺς κίονες, ὅπου ὁ ἕνας στήριζε ἕναν χάλκινον λέβητα καὶ ὁ ἄλλος ἕνα ἀγαλματίδιον ποὺ κρατοῦσε μαστίγιον (τὰ ξενικὰ μαστίγια fouet, fagotto κλπ ἐκ τοῦ λατ. fagus, ὅπερ ἐκ τῆς φαγοῦ) καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου ἐκινεῖτο καὶ ἔκρουε τὸν χάλκινον λέβητα, ἐκ τοῦ ὁποίου έχρησμοδότουν.
«ὅτι ἡ παροιμία ‘τὸ ἐν Δωδώνῃ χαλκίον’ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη: χαλκίον ἦν ἐν τῷ ἱερῷ ἔχον ὑπερκείμενον ἀνδριάντα κρατοῦντα μάστιγα χαλκῆν, ἀνάθημα Κορκυραίων: ἡ δὲ μάστιξ ἦν τριπλῆ ἁλυσιδωτὴ ἀπηρτημένους ἔχουσα ἐξ αὑτῆς ἀστραγάλους, οἳ πλήττοντες τὸ χαλκίον συνεχῶς, ὁπότε αἰωροῖντο ὑπὸ τῶν ἀνέμων, μακροὺς ἤχους ἀπειργάζοντο, ἕως ὁ μετρῶν τὸν χρόνον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἤχου μέχρι τέλους καὶ ἐπὶ τετρακόσια προέλθοι: ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἐλέχθη ‘ἡ Κερκυραίων μάστιξ».
Ἐξ οὗ καὶ τὸ «Δωδωναῖον χαλκίον/ χαλκεῖον» καὶ ἡ «Κερκυραίων μάστιξ» λεγομένα γιὰ ἄνθρωπον, σημαίνουν τὸν φλύαρον, τὸν πολυλογᾶ. Ἐξ οὗ καὶ τὸ «δρυάζειν» σημαίνει «φλυαρεῖν».
Τμῆμα τοῦ Δωδωναίου χαλκίου ἐκτίθεται σήμερα στὸ μουσεῖον τοῦ Λούβρου, στὸ Παρίσι (βλ. εἰκόνα), ἀλλὰ καὶ κομμάτια ἀπὸ τὰ μαστίγια βρίσκονται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον καὶ στὸ Μουσεῖον Ἰωαννίνων.
Ὅσον γιὰ τὸ θέατρον τῆς Δωδώνης, αὐτὸ τὸ ἔχτισε ὁ Πύρρος, ὤν βασιλεὺς τῆς Ἡπείρου. Σὲ αὐτὸ ἐτελοῦντο κάθε τέσσερα χρόνια τὰ Νάια, ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ναΐου Διός, μὲ παραστάσεις καὶ δίπλα του στὸ ἀρχαῖον στάδιον ἐτελοῦντο οἱ γυμνικοὶ ἀγῶνες τῶν Ναΐων. Κατηργήθη και αὐτὴ ἡ ἑορτὴ κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, ὡς εἰδωλολατρικὸν κατάλοιπον-ἔθιμον τῶν Ἐθνικῶν.
Τὸ θέατρον ἀρχικῶς κατεστράφη τὸ 219 π.Χ. ἀπὸ τοὺς Αἰτωλούς, ἀλλὰ ξαναφτιάχτηκε καὶ ἐνεπλουτίσθη οἰκοδομικῶς.
Ὅταν κατελήφθη ἡ περιοχὴ ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, τὸ 167 π.Χ. κατεστράφη καὶ πάλι καὶ μάλιστα πυρπολήθηκε κιόλας. Παρέμεινε ἔτσι μέχρι τὸ 148 π.Χ., ὅπου τὸ ἀνῳκοδόμησε τὸ Κοινὸν τῶν Ἠπειρωτῶν.
Στὰ δὲ χρόνια τοῦ Αὐγούστου, τὸ θέατρον ἀξιοποιήθηκε ὡς... ἀρένα! Τότε ἔγιναν πάλι καταστροφές, ὅπως νὰ ἀφαιρεθοῦν τὰ μπροστινὰ ἑδώλια, νὰ καλυφθεῖ ἡ ὀρχήστρα καὶ ἡ σκηνὴ καὶ νὰ χτισθεῖ τεῖχος, ὥστε νὰ προφυλαχθοῦν οἱ θεατὲς τῶν μαχῶν, ποὺ διωργανόνοντο ἐντός του.
(Πρυτανεῖον)
*1 Ἀπὸ τὸ θρόισμα τῆς Ἱερᾶς φηγοῦ, τοῦ κελαηδήματος τῶν Πελειάδων ( =περιστέρια), τοῦ νεροῦ τῆς Ναΐου Πηγῆς (ἐξ οὗ καὶ Νάιος ὁ Ζεὺς ἐν Δωδώνῃ), τοῦ ἤχου τῶν λεβήτων ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸν δένδρον καὶ ἦταν στημένοι πάνω σὲ τρίποδες καὶ ἀπὸ τὸ Δωδωναῖον Χαλκίον, τοῦ μεγάλου χαλκίνου λέβητος ποὺ βρίσκονταν πάνω σὲ αὐτούς, οἱ τομοῦροι καὶ ἀργότερα καὶ οἱ τρεῖς γραῖες, Πελειάδες, ἔδιναν τοὺς χρησμούς. Μάλιστα ἦταν ἀνιπτόποδες καὶ χάμευνοι, ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ καὶ ὁ Ὅμηρος (Π', 235) γιὰ νὰ εἶναι συνεχῶς σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Μητέρα Γῆ.
*2 Οἱ μνῆμες τῆς Ἱερᾶς Φηγοῦ τοῦ Διός, ποὺ ἔθρεψε τοὺς προγόνους μας σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, ἔχουν διαφυλαχθεῖ μέσῳ τῆς γλώσσης μας. Γράφει ὁ Ἀπολλώνιος πὼς πρὶν κὰν ἐμφανισθεῖ ἡ Σελὴνη οἱ Ἀρκάδες -ἐξ οὗ καὶ προσέληνοι- ἔτρωγαν στὰ βουνὰ τοὺς καρποὺς τῆς φηγοῦ, ἥτοι βελανίδια.
«Ἀρκάδες, οἳ καὶ πρόσθε σεληναίης ὑδέονται ζώειν, φηγὸν ἔδοντες ( =τρώγοντες) ἐν οὔρεσιν ( =στὰ ὄρη)», Ἀργοναυτικά, Δ', 264-5, Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος.
«Ἡ πρώτη τροφὴ ἀπὸ τῶν δρυῶν» ὑπῆρξε ἐπεξηγεῖ τὸ Μέγα Ἐτυμολογικόν. Ἔπειτα ἡ θεὰ Δήμητρα τοὺς δίδαξε τοὺς σπόρους καὶ τὴν σπορά, ἤτοι νὰ τρῶγουν φυτά, χόρτα, δηλαδὴ τοὺς δίδαξε πῶς νὰ...χορταίνουν!
Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκφρασις «Ἅλις δρυός», «ἐπὶ τῶν ἐκ φαυλοτέρας διαίτης ἐρχομένων ἐπὶ βελτίονα εἴρηται ἡ παροιμία. Ἐπειδὴ τὸ ἀρχαῖον οἱ ἄνθρωποι βαλάνοις δρυὸς τρεφόμενοι, ὕστερον εὑρεθεῖσι τῆς Δήμητρος καρποῖς ἐχρήσαντο», Ἐπιτ. ἐκ τῶν Ταρ. καὶ Διδ. παροιμ., 2, 40)
Ἀπὸ τὴν φηγόν, δωρικῶς φαγόν, προέρχεται καὶ τὸ θέμα ἀορίστου τοῦ «τρώγω», ἔ-φαγ-ον. Ἀπὸ τὴν ἱερὰ φαγόν εἶναι καὶ τὸ «φαγητόν» ποὺ λέγομεν σήμερα. Ἐξ οὗ καὶ τὰ «ἱερά φαγήσια» πρὸς τιμὴν τοῦ Διός, δηλαδὴ τὰ θρησκευτικὰ δεῖπνα ὅπου βαλανηφαγοῦσαν.
Ἀπὸ τὴν φηγόν-φαγόν, ὅμως δὲν ἔτρωγαν μόνον, ἀλλὰ ἐκ τοῦ ξύλου της κατεσκεύαζον διάφορα πράγματα, ὅπως πινακίδες γραφῆς ( «Γράμματα δ' ἐν φλοιῷ γέγραπται», Μέγα Ἐτυμολογικόν).
Γράφει ὁ Πλούταρχος στὸν «Βίον τοῦ Πύρρου» (2) :
«περιελὼν δρυὸς φλοιὸν ἐνέγραψε πόρπῃ γράμματα φράζοντα».
Ἡ ἔκφρασις «φύλλον χαρτί» διατηρεῖ τὴν ἀνάμνησιν τῆς γραφῆς πάνω στὰ φύλλα δένδρων, κυρίως φύλλα φοινικοδένδρων, λόγῳ τῆς ἐπιφανείας τους, ἐξ οὗ καὶ ὁ Σουΐδας γράφει πὼς τὰ γράμματα λέγονται φοινικήια «ἀπὸ τοῦ γράφειν ἐν πετάλοις φοινίκων».
Ἡ Σίβυλλα «follisque mandat notas et nomina», Αἰνείας, Γ', 44.
Δηλαδὴ ἡ Σίβυλλα ἐπάνω σὲ φύλλα στέλνει μηνύματα καὶ ὀνόματα.
Ἐκ τοῦ φύλλου ποὺ γράφαμε καὶ τὰ ἀλλοδαπά «feuille, foglio, hoja, Folio κοκ».
Ἀλλὰ καὶ ἡ σελίς ( < ὕλη καὶ διὰ τροπῆς τῆς δασείας σὲ σ, σύλη > σελίς), τὸ ξ-ύλον ( < ἐξ ὕλης) στὸ ὁποῖον γράφουμε. Οἱ σελίδες ἦταν κατεσκευασμένες ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ἱερᾶς φαγοῦ τοῦ Διός· ἦταν δηλαδὴ σελίδες φηγότευκτες, ἐξ οὗ καὶ τὰ pagina, page κλπ ( < φαγός < πήγνυμι· φαγός-παγός).
Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις «βιβλίον» εἶναι τὸ ὑποκοριστικὸν τῆς λέξεως βίβλος· βίβλος ἢ βύβλος εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς φλοιὸς τοῦ φυτοῦ πάπυρος, ἀπὸ τὶς ἶνες τοῦ ὁποίου κατεσκευάζοντο σχοινιά, ἱστία, χαρτί. Ἡ χρῆσις εἶναι γνωστὴ καὶ στὸν Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξοπλισμὸ τοῦ πλοίου τὸν χαρακτηρίζει «ὅπλον νηὸς βύβλινον».
Ἡ πόλις Βύβλος ὅπου ἐφύετο ἡ βύβλος, ὑπῆρξε Ἑλληνική: «Κρόνου κτίσμα, ἀπὸ Βύβλης τῆς θυγατρὸς Μιλήτου». Ὁ δὲ Μίλητος, «υἱὸς Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας, κτίσας τὴν Μίλητον», Ἐθνικά, 188, Στέφανος Βυζάντιος.
Στὸν μῦθον τῆς Βύβλιδος μάλιστα μαθαίνουμε καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ φυτοῦ βύβλος. Ἡ Βυβλίς, κόρη τῆς Εἰδοθέας, ἐρωτεύθηκε τὸν ἀδελφόν της, Καῦνον (βλ. ὁμώνυμον πόλιν Καρίας) καὶ γι' αὐτὸ μετεμορφώθη σὲ πηγή. Πράγματι ἡ βύβλος εἶναι φυτὸν ὑδατοχαρὲς. Φύεται δίπλα σὲ ποτάμια, λίμνες καὶ γι' αὐτὸ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν Βυβλίδα.
Τὸ βιβλίον ἀγγλικὰ ὀνομάζεται book καὶ γερμανικὰ Buch, μέσῳ τοῦ λατινικοῦ fagus ποὺ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ φαγὸς ἢ φηγός, ἡ ἱερὰ δρῦς τοῦ Διός. Ἀπὸ τὸν φλοιὸν τῆς φηγοῦ, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, κατεσκευάζοντο πινακίδες γραφῆς. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἴδια ρίζα (φαγὸς → λατιν. fagus) οἱ Γάλλοι ἀπεκάλεσαν bouquin τὸ παλαιὸ βιβλίο.
Ἀργότερα καθωρίσθηκε ὡς «βύβλιον» τὸ ἄγραφον καὶ ὡς «βιβλίον» τὸ γεγραμμένον. Ὅταν ὁ Ἀντίγονος Γονατᾶς ἔστειλε στὸν φιλόσοφον Ζήνωνα δούλους εἰδικευμένους «εἰς βιβλιογραφίαν» (Διογ. Λαερτ. 7,36), δηλαδὴ ἀντιγραφεῖς, σιγά-σιγά καὶ μὲ ἁλλοίωσιν τῆς σημασίας ἡ λέξις βιβλιογραφία κατέληξε νὰ σημαίνει τὸν κατάλογον βιβλίων.
«Τὸ ὑδατοχαρές, τὸ παρυδάτιον φυτὸν πάπυρος μᾶς ἐχάρισε τοὺς πρὸς γραφὴν παπύρους. Ἐφύετο ἀφθόνως ἐν Αἰγύπτῳ, ὅπου ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ ὡς τροφή, ἐξ οὗ «παπυροφάγοι» οἱ Αἰγύπτιοι», Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιρπούλου.
Καὶ ἐκ τοῦ παπύρου, ἀπέκτησαν καὶ οἱ ξένοι τὰ χαρτιά τους «paper, papier κοκ».
«Ἡ εἰδικῶς κατειργασμένη μεμβράνη ἀπὸ μαλακὸ δέρμα ζώων, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποιήθη πρῶτον εἰς τὴν Πέργαμον διὰ τὰς ηὐξημένας ἀνάγκας τῶν ἀντιγραφέων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Περγάμου, μᾶς ἐφωδίασε μὲ περγαμηνές.
Ὅλο αὐτὸ τὸ γλωσσικὸ ὑλικὸ τὸ ἐδωρίσαμε, ἁπλόχερα ὅπως πάντα, στὴν Δύσι (καὶ ὄχι μόνον), διδάσκοντάς τους καὶ πῶς νὰ γράφουν καὶ ποῦ νὰ γράφουν. Τὸ μαρτυρεῖ κατὰ τρόπον ἀψευδῆ, καὶ πάλιν ἡ γλῶσσα.
Οἱ Ἰταλοὶ τὸ «χαρτί» τὸ ἀποκαλοῦν «carta» ἐκ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ χαράττω,
χάρτης= φύλλον ἐπεξεργασμένον παπύρου πρὸς γραφικὴν ὕλην, πρὸς χάραξιν:
«χάρται βιβλίων καὶ ἄλλων χρησίμων» (Θεόπομπος).
Ὅπως οἱ γεωγραφικοὶ χάρται (cartes géographiques), ποὺ ἀνεφάνησαν εἰς τὴν Μίλητον, τοῦ Ἀναξιμάνδρου καὶ τοῦ Ἑκαταίου.
«Ἀφικνεῖται ὁ Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήτου ἐς τὴν Σπάρτην...ἔχων πίνακα ἐν τῷ, γῆς ἁπάσης περίοδος ἐνετέτμητο, καὶ θάλασσα πᾶσα, καὶ ποταμοὶ πάντες», Ἡρόδοτος Ε΄ 49.
«Ὥσπερ χάρτης εἰς ἀπογραφὴν», Πλούταρχος, Ἠθ. 900 Β.
Μέσῳ τοῦ λατινικοῦ charta, ὁ χάρτης ἐταξίδεψε στὴν Δύσι: «Charta, emprunt latinisé du grec χάρτης» = Charta, δάνειον λατινοποιηθέν, ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ χάρτης (Λεξικὸν Ernout‐Meillet). Καὶ ὁ λατῖνος
Varro καταγράφει: «charta, ex Graeco sumpta».
Ex Graeco…, Ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς, ἐγονιμοποίησε περαιτέρω τὰ δυτικὰ Λεξιλόγια…(carte, carton, cartoon, cartel, écarter, scartare, descarte, cartomancie, cartografia, cartography, Kartographie) κ.ἄ.
Ἡ δὲ περγαμηνὴ τῆς Περγάμου μας (λατιν. pergamena), ἔκανε τὴν Δύσι νὰ ἀποκτήση «τίτλους εὐγενείας»… parchemins στὰ γαλλικά, καὶ διάφορες ἄλλες «περγαμηνές»:
ἰταλ. pergamena, ἱσπ. pergamino, ἀγγλ. parchment, γερμ. Pergament, κ.ἄ…
Ὡς πρὸς τὸ βιβλίον, τὸ ἰταλ. καὶ ἱσπαν. libro καθὼς καὶ τὸ γαλλ. livre προέρχονται μέσῳ τῆς αἰολίζουσας λατινικῆς ἐκ τοῦ librum, ὅπερ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ λέπυρον = ἐξωτερικὴ μεμβράνη, λέπος, «λέπι», δηλαδή ὁ εὐκολοχάρακτος ὑμὴν ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τοῦ φλοιοῦ τῶν δένδρων.
«In palmarum fοliis primum scriptitatum, deinde arborum libris» = Πρῶτα
ἔγραφαν σὲ πέταλα φύλλων καὶ κατόπιν σὲ φλοιοὺς δένδρων.
Ἔτσι γεννήθηκε τὸ libro, ποὺ μὲ τὴν σειρά του ἐγέννησε τὸ libretto
(κυριολεκτικῶς βιβλιάριον, livret), ἐγέννησε καὶ τὸν «λίβελλο», libello, libelle libel, καθὼς καὶ ὅλα τὰ «βιβλιοπωλεῖα» τῆς Δύσεως: librairie, libreria, library, ὁμοῦ καὶ τὸν βιβλιοθηκάριον → librarian.
Ο Διογένης Λαέρτιος (10.26) καταγράφει:
«πλῆθος βιβλίων, κύλινδροι».
Οἱ κύλινδροι αὐτοί, μέσῳ τοῦ λατινικοῦ cylindrus, «ἐκύλισαν» πρὸς τὴν Δύσι: ἰταλ. καὶ ἱσπαν. cilindro, γαλλ. cylindre, ἀγγλ. cylinder, γερμ. zulinder...
Τὸ πρῶτο φύλλο τοῦ κυλίνδρου, τὸ στερεωμένο, τὸ κολλημένο στὴν ράβδο, ἀπεκαλεῖτο «πρωτόκολλον», ἐξ οὗ τὰ δυτικὰ protocollum (λατιν.), protocollo (ἰταλ.), protocolo (ἱσπαν.), protocole (γαλλ.), protocol (ἀγγλ.), protokoll (γερμ.).
Ἐὰν ὁ κύλινδρος ἦτο ὀγκώδης, ἐτέμνετο εἰς ἐπὶ μέρους κυλίνδρους, ἀποκαλουμένους τόμους διὰ τὴν τομήν… καὶ μέσῳ τῆς λατινικῆς «tomus», ἀπέκτησε καὶ ἡ Εὐρώπη τοὺς τόμους της καὶ τὶς ἐπιτομές της… tomo, tome, épitome… κ.λπ.
Ἀκόμη καὶ οἱ θεωρούμενες ὡς «ξένες» λέξεις «κῶδιξ» καὶ «τεφτέρι», εἶναι
ἑλληνικές. Πρόκειται για ἀντιδάνεια.
Ὁ Κῶδιξ, ἐκ τοῦ λατιν. codex (=βιβλίον, κατάλογος, συλλογὴ νόμων) προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλλην. λέξι κῶας =δέρμα προβάτου. «Χρύσειον κῶας» εἶναι τὸ χρυσόμαλλον δέρας.
Τὸ κῶας → codex φέρει τὴν ἀνάμνησι τῆς ἐπὶ δερμάτων γραφῆς. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ διφθέρα =δέρμα κατειργασμένον διὰ γραφήν.
«Τὰς βίβλους διφθέρας καλοῦσι, ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ καιροῦ οἱ Ἴωνες».
Καὶ οἱ θεοί μας ἔγραφον εἰς διφθέρας: «Ζεὺς κατεῖδε χρόνιος εἰς τὰς διφθέρας».
Οἱ Τοῦρκοι τὸ ἄκουσαν ἀργότερα στὴν Ἰωνία καὶ τὸ πρόφεραν βαρβαρικὰ ὡς «τεφτέρ».
Ἀκόμη και οἱ πολὺ μεταγενέστεροι, οἱ μετέπειτα, σχετικοὶ μὲ τὴν γραφὴ καὶ τὸ γράψιμο ὅροι, εἶναι καὶ αὐτοί, ὅλοι, ἑλληνικοί. Ὅπως, π.χ.: dactylographie, dattilografia, dactilografia…sténographie, stenografia, estenografia, stenography, stenographic...stenodactylographie, stenodattilografia, stenotypist…lithographie, litografia, ,lithography, lithographie…tachygraphie, tachigrafia, tachygraphy...graphologie, grafologia, graphology.
Ἡ ἑλληνικὴ λέξις γραφὶς (γεν. γραφίδος), σημαίνει γραφίδιον σιδηροῦν ἤ, ἀρχαιότερον, ὀστοῦν εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον, δι’ οὗ ἔγραφον εἰς πινάκιον κηρωτόν...
«Γράφειν, παλαιᾶς ἐνεργείας ὄνομα... Τὸ ξύειν, γράφειν ἐλέγετο».
Γραφίς, ἄλλως στῦλος, ἐξ οὗ λατιν. → stilus...ὁ στῦλος Οἱ δὲ Φράγκοι, προφέροντας τραχέως τὸ ρῆμα γράφω ὡς grabar, μετέφεραν στὴν Φραγκία‐Γαλλία τὸ graver= γράφω, χαράττω, 'ἐξ οὗ gravure= χαλκογραφία...gravura καὶ grafia= γραφή...graffiti...graben... Ἐξ αὐτῶν δέ, τὰ écrire= γράφω‐«σκαριφῶ», scrivo, escribir, write, schreiben κ.ἄ.
Ἐν κατακλεῖδι: Ὅλος ὁ κόσμος γράφει, ἀλλὰ καὶ διαβάζει «ἑλληνικά»», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλ. βιβλιοθ.-Ἄννα Τζιροπούλου.
Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΟ ΜΕΓΑ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου