Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον) : ΤΟΥΡΚΙΑ

Ὁ ὅρος «Τουρκία» ποὺ χαρακτηρίζει σήμερα τὰ ἄλλοτε ἑλληνικότατα ἐδάφη μας προέρχεται ἐκ τῆς λέξεως tulga ( = ἐνείλημα κεφαλῆς, τουρμπάνι) τὸ ὁποῖον χαρακτήριζε τοὺς Τούρκους ἡγεμόνες. Ἡ λέξις tulga προέρχεται καὶ αὐτὴ ἐκ τῆς ἑλληνικῆς λέξεως «τύλη» ( =ἐξόγκωμα, στρογγυλὸν προσκέφαλον, μέρος τοῦ σώματος ποὺ ἔχει κυρτωθεῖ ἀπὸ πίεσιν), ἐξ οὗ καὶ τυλυφάντης εἶναι ὁ ὑφαίνων σκεπάσματα, ἐξ οὗ καὶ turkey στὰ ἀγγλικὰ εἶναι ἡ γαλοποῦλα, λόγῳ τοῦ κυρτωμένου λειρίου της. Ἐκ τῆς τύλης/ τύλας λοιπὸν ἐδημιουργήθη ἡ λέξις tulga καὶ διὰ ἐναλλαγῆς τῶν ὑγρῶν λ-ρ > turga > turgi > Τοῦρκοι. 

Καὶ φυσικῶς εἶναι περιττὸν νὰ γραφτεῖ πὼς τῶν κατ' ἐξοχὴν Τούρκων ἡ κοιτίς τους ηὑρίσκετο στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅπου ζοῦσαν νομαδικῶς. Τὰ μέρη τὰ ὁποῖα θεωροῦνται σήμερα «Τουρκία» φέρουν ὅλα ἑλληνικότατα ἤ ἔστω βαρβαροποιημένα ἑλληνικὰ ὀνόματα. Ἄλλωστε πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετον ὅταν συγκροτημένη γλῶσσα μὲ ἀλφάβητον οἱ Τοῦρκοι ἀπέκτησαν μόλις τὸν 20ον αἰ., ὅταν πρωτοχρησιμοποίησαν τὸ ἀρκαδικὸν καὶ μετ' ἔπειτα εὐβοϊκὸν ἀλφάβητον, ἤτοι τὸ λεγόμενον «λατινικόν» καὶ βγῆκαν σταδιακῶς άπὸ τὸν ἀναλφαβητισμὸν ποὺ τοὺς μάστιζε. 

Γράφει ὁ Ἡρόδοτος ( «Ἱστορίαι», Ζ', 73) περὶ τῆς ΦΡΥΓΙΑΣ

«Βρίγες χρόνον ὅσον Εὐρωπήιοι ἐόντες σύνοικοι ἦσαν Μακεδόσι, μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην ἅμα τῇ χώρῃ καὶ τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας]». 

Ἤτοι οἱ Φρύγες δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τοὺς Βρίγες, τοὺς συνοίκους τῶν Μακεδόνων οἱ ὁποῖοι ὅταν ἔφτασαν στὴν Ἀσία καὶ ἔφτιαξαν ἐκεῖ ἀποικίες μαζὶ μὲ τὴν χώρα, ἤλλαξαν καὶ τὸ ὄνομα σὲ Φρύγες (διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν β-φ καὶ υ-ι). 

Γιὰ τὴν δὲ ΛΥΔΙΑ ( < Λυδός, υἰὸς Ἄτυος καὶ Καλλιθέας) καὶ καὶ τὴν ΜΥΣΙΑ (μυσίη = ὀξυά, βλ. καὶ Μυσία Δήμητρα < μυσιῶ) ἀναφέρει (Ζ', 74) :

«Λυδοὶ δὲ ἀγχοτάτω τῶν Ἑλληνικῶν εἶχον ὅπλα. οἱ δὲ Λυδοὶ Μηίονες ἐκαλέοντο τὸ πάλαι, ἐπὶ δὲ Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος ἔσχον τὴν ἐπωνυμίην, μεταβαλόντες τὸ οὔνομα». 

«Ἐκ δὲ Ἄτυος καὶ Καλλιθέας τῆς Χωραίου Λυδὸν φῦναι καὶ Τυρρηνόν· καὶ τὸν μὲν Λυδὸν αὐτοῦ καταμείναντα τὴν πατρῴαν ἀρχὴν παραλαβεῖν καὶ ἀπ´ αὐτοῦ Λυδίαν τὴν γῆν ὀνομασθῆναι· Τυρρηνὸν δὲ τῆς ἀποικίας ἡγησάμενον πολλὴν κτήσασθαι τῆς Ἰταλίας καὶ τοῖς συναραμένοις τοῦ στόλου ταύτην θέσθαι τὴν ἐπωνυμίαν», Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία, 27,2. 

Ἀδελφὸς τοῦ Λυδοῦ ἦταν ὁ Τυρρηνός, ἐξ οὗ καὶ ἡ συγγένεια τῶν Τυρρηνῶν, ἤτοι Ἐτρούσκων μὲ τοὺς Λυδούς. Σπουδαῖον εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ Λυδούς, ἀλλὰ τοὺς μνημονεύει μὲ τὸ πανάρχαιον ὄνομά τους, ἤτοι Μαίονες. 

«Μυσοὶ...δὲ εἰσὶ Λυδῶν ἄποικοι, ἀπ᾽ Ὀλύμπου δὲ ὄρεος καλέονται Ὀλυμπιηνοί». 

Ἐξ οὗ καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ὄρος ΟΛΥΜΠΟΣ (σημ. Uludag). 

Καὶ τὸν ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Στέφανος Βυζάντιον γράφοντας : 

«Μυσία, χώρα καὶ πόλις. Λυδοὶ δὲ τὴν ὀξύην, μυσὸν φασί», Ἐθνικά,  464. 

Γιὰ τοὺς δὲ ΛΥΚΙΟΥΣ ἀναφέρει στὶς «Ἱστορίες» του ὁ Ἡρόδοτος (Ζ', 92) πὼς ἐλέγοντο Τερμίλες, μέχρι ποὺ ἦλθε/ κατέφυγε -ἐξοργισμένος μὲ τὸν ἀδελφόν του, Αἰγέα- ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα ὁ Λύκος, ὁ υἰὸς τοῦ Πανδίονος, καὶ ἔμεινε στὴν χώρα τους, στὴν ὁποία χώρα τότε ἐβασίλευε ὁ Σαρπηδὼν (ἐπίσης ἐξοργισμένος μὲ τὸν ἀδελφόν του, Μίνωα γιὰ τὴν βασιλεία, ἡ ὁποία φιλονεικία τῶν δύο ἀδελφῶν ὡδήγησε τὸν Σαρπηδόνα νὰ φύγει ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, Κρήτη καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Μιλυάδα). Ὁ Σαρπηδὼν τὸν ἐδέχθη καὶ μὲ τὸν καιρὸν οἱ Τερμίλες ἤλλαξον τὸ ὄνομά τους ἐκ τοῦ Λύκου σὲ Λύκιοι. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἡρόδοτος γράφει πὼς οἱ Λύκιοι ἦταν Κρῆτες : 

«Λύκιοι δὲ Τερμίλαι ἐκαλέοντο ἐκ Κρήτης γεγονότες, ἐπὶ δὲ Λύκου τοῦ Πανδίονος ἀνδρὸς Ἀθηναίου ἔσχον τὴν ἐπωνυμίην». 

Καὶ γιὰ τοὺς ΒΙΘΥΝΟΥΣ ἀναφέρει (Ζ', 75) πὼς δὲν ἦταν παρὰ Θρᾶκες, Στρυμόνιοι ποὺ τοὺς ἔδιωξαν μὲ τὴν βία ἀπὸ τὴν πατρίδα τους οἱ Τεῦκροι καὶ οἱ Μυσοὶ καὶ ἔτσι πῆγαν καὶ ἐγκατεστάθησαν στὴν Ἀσία. 

«Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο, περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας, ἐπὶ δὲ ζειρὰς περιβεβλημένοι ποικίλας, περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν, πρὸς δὲ ἀκόντιά τε καὶ πέλτας καὶ ἐγχειρίδια μικρά. οὗτοι δὲ διαβάντες μὲν ἐς τὴν Ἀσίην ἐκλήθησαν Βιθυνοί, τὸ δὲ πρότερον ἐκαλέοντο, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, Στρυμόνιοι, οἰκέοντες ἐπὶ Στρυμόνι· ἐξαναστῆναι δὲ φασὶ ἐξ ἠθέων ὑπὸ Τευκρῶν τε καὶ Μυσῶν». 

Τὸ δὲ ὄνομα ΒΙΘΥΝΙΑ προέρχεται ἐκ τοῦ < βίθυν-βίδην, βίδη =κροῦσμα, κρότος βλ. Ἡσύχιος. 

Ἄλλα γεωγραφικὰ διαμερίσματα τῆς σημερινῆς χώρας ποὺ ὀνομάζεται «Τουρκία» εἶναι ἡ ΙΩΝΙΑ ἐκ τοῦ Ἴωνος, υἰοῦ τοῦ Ξούθου (ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης καὶ ἐγγονοῦ τοῦ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος ἀπὸ τὸν θνητὸν πατέρα του καὶ τοῦ Ἐρεχθέως ἀπὸ τὴν μητέρα του, 

ΑΙΟΛΙΣ, ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ Αἰόλου, παιδὸς τοῦ Ἕλληνος, 

ΚΙΛΙΚΙΑ ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ Κίλικος, ἀδελφοῦ τοῦ Φοίνικος, τοῦ Κάδμου, τοῦ Θάσου καὶ τῆς Εὐρώπης, ὅταν ὁ Κίλιξ περιπλανώμενος γιὰ νὰ ψάξει γιὰ τὴν ἁρπαχθεῖσα ἀπὸ τὸν Δία ἀδελφή του, Εὐρώπη, πέρασε ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ ἵδρυσε ὁμώνυμον ἐξ αὐτοῦ πόλιν. 

«ὁ πατὴρ αὐτῆς ( =τῆς Εὐρώπης) Ἀγήνωρ ἐπὶ ζήτησιν ἐξέπεμψε ( =ἔστειλε πρὸς ἀναζήτησιν αύτῆς) τοὺς παῖδας, εἰπὼν μὴ πρότερον ἀναστρέφειν ( =νὰ μὴν ἐπιστρέψουν) πρὶν ἂν ἐξεύρωσιν Εὐρώπην... ὡς δὲ πᾶσαν ποιούμενοι ζήτησιν εὑρεῖν ἦσαν Εὐρώπην ἀδύνατοι ( =ὅταν παρ’ὅτι ἔκαναν τὰ πάντα νὰ τὴν βροῦν, ἡ εὕρεσίς της ἦταν ἀδύνατος), τὴν εἰς οἶκον ἀνακομιδὴν ἀπογνόντες ἄλλος ἀλλαχοῦ κατῴκησαν ( =ἀποκλείοντες τὴν ἐπιστροφὴν στὸν οἶκον τους, κατοίκησαν καθένας σὲ διαφορετικά μέρη), Φοίνιξ μὲν ἐν Φοινίκῃ, Κίλιξ δὲ Φοινίκης πλησίον, καὶ πᾶσαν τὴν ὑφ᾽ ἑαυτοῦ κειμένην χώραν ποταμῷ σύνεγγυς Πυράμῳ Κιλικίαν ἐκάλεσε...», Βιβλιοθήκη, Γ',1,1, Ἀπολλόδωρος. 

... 

Ἀκόμα καὶ ὁ ὅρος ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ (ἤ καὶ ΑΝΑΤΟΛΙΑ < Ἀνατολή, ποὺ κατέληξε Ἀναντολοῦ) ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὴν εὑρυτέρα περιοχὴ τῆς δυτικῆς Ἀσίας φέρει ἑλληνικὸν ὄνομα, καθῶς ἡ ΑΣΙΑ κατὰ τὸν Ἀπολλόδωρον ἦταν ἡ Ὠκεανὶς σύζυγος τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ, ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν ὁμώνυμη ἤπειρον. 

«ἔκγονοι Ὠκεανοῦ μὲν καὶ Τηθύος Ὠκεανίδες, Ἀσία... Ἰαπετοῦ δὲ καὶ Ἀσίας Ἄτλας, ὃς ἔχει τοῖς ὤμοις τὸν οὐρανόν, καὶ Προμηθεὺς καὶ Ἐπιμηθεὺς καὶ Μενοίτιος», Βιβλιοθήκη, Α', 2,2-3. 

Ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶναι καὶ τὸ περίφημον ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ( «ἐκτίσθη ἀπὸ Βύζαντος τοῦ Κεροέσσης τῆς Ἰοῦς θυγατρὸς καὶ Ποσειδῶνος, ἢ ὅτι τοῦ στόλου Βύζης ἦν ἡγεμών», Ἐθνικά, 190, Στ. Βυζάντιος), ἡ μετ' ἔπειτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ, ἡ ὁποία ἀποκαλεῖται ἀπὸ τοὺς Τούρκους Ἰνσταμποῦλ, καθῶς στὴν ἀδυναμία τους νὰ κατανοήσουν τὴν φράσιν τῶν Ἑλλήνων «Εἰς τὴν Πόλιν», τὴν ἀντελήφθησαν ὡς μία λέξιν καὶ τὴν εἶπαν ὅπως τὴν ἄκουγαν, δηλαδὴ Istanbul. 

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν ἑλληνικοτάτη πόλιν ΝΙΚΑΙΑ ( «Νίκαια, πόλις Βιθυνίας, Βοττιαίων ἄποικος. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Ἀγκώρη, εἶτα Ἀντιγόνεια, ὕστερον δὲ ἀπὸ τῆς Λυσιμάχου γυναικὸς Νίκαια μετεκλήθη», Ἐθνικά, 474, Στ. Βυζάντιος), τὴν ὁποία ἀπεκάλουν μὴ κατανοώντας καὶ πάλι τὴν ἑλληνικοτάτη φράσιν «Εἰς τὴν Νίκαιαν», Ἰζνίκ! 

(Ἀρχαία ἀγορὰ Σμύρνης) 

Τὰ ἴδια ἔκαναν καὶ μὲ τὴν ΣΜΥΡΝΗ, τὴν ὁμώνυμον τῆς Ἀμαζόνος πόλιν ( «Σμύρνα, πόλις Ἰωνίας, ἣν πρῶτον ἔκτισε καὶ ᾤκησε Τάνταλος. καὶ τότε μὲν Ναύλοχον, ὕστερον δὲ Σμύρνα προσηγορεύθη, ἀπὸ Σμύρνης Ἀμαζόνος κατασχούσης τὴν Ἔφεσον», Ἐθνικά, 580, Στ. Βυζάντιος), ὅπου τὸ «Εἰς Σμύρνην», τὸ φθέγγουν Ἰζμίρ! 

Ἡ φράσις «Εἰς Ἀμισόν» κατέληξε «Σαμψοῦν» καὶ ἡ Ἀμισὸς ἔγινε ΣΑΜΨΟΥΣ.

Ἄλλες Ἀμαζόνες ποὺ ὠνόμασαν καὶ τὶς ὁμώνυμές τους πόλεις ἦταν ἡ ΕΦΕΣΟΣ (κατήντησε Ἐφές) : 

«Ἔφεσος, πόλις Ἰωνίας ἐπιφανεστάτη καὶ λιμὴν ἐν κόλπῳ...ἐκαλεῖτο δὲ Σμύρνα ἀπὸ Σμύρνης τῆς Ἀμαζόνος. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Σάμορνα καὶ Τρηχεῖα καὶ Ὀρτυγία καὶ Πτελέα... ἐκλήθη δὲ ἀπὸ μιᾶς τῶν Ἀμαζόνων, ἣν καὶ βασίλισσαν καὶ πρόπολον Ἀρτέμιδος εἶναί φασιν. ἐσχηκέναι δὲ καὶ θυγατέρα Ἀμαζώ, ἀφ' ἧς αἱ Ἀμαζόνες», Ἐθνικά, 287-8. 

(Ἡ ἱστορικοτάτη ΝΕΑ ΕΦΕΣΟΣ κατέληξε Κουσάντασι). 

ΑΝΑΙΑ κατέληξε Ἄνυα. 

«κέκληται ἀπὸ Ἀναίας Ἀμαζόνος ἐκεῖ ταφείσης, ὡς Ἔφορος», Ἐθνικά, 92, 

ΜΥΡΙΝΑ 

«Μύρινα, πόλις ἐν Λήμνῳ...ἔστι καὶ τῆς Αἰολίδος ἄλλη. ἀπὸ Μυρίνης ἀμφότεραι ἢ ἀπὸ Μυρίνου», Ἐθνικά, 463, 

ΚΥΜΗ 

«Κύμη...ἀπὸ Κύμης Ἀμαζόνος», Ἐθνικά, 392. 

Ἐκτὸς τῆς Κύμης καὶ τῆς Μυρίνας, ἄλλες αἰολίδες πόλεις ἦταν καὶ ἡ ὁμηρικὴ πόλις ΚΙΛΛΑ (Κίλλα ἐλέγετο ἡ κόρη τοῦ Λαομέδοντος, ἄρα ἡ ἀδελφὴ τοῦ Πριάμου), ἡ ΠΙΤΑΝΗ (Pitane), ἡ ἱδρυθεῖσα πόλις ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ τρωικοῦ ἥρωος Εὑρυπύλου, τὸν Γρύνον, ἤτοι ἡ ΓΡΥΝΕΙΑ/ ΓΡΥΝΕΙΟΝ, ὅπου ἐλατρεύετο ἐκεῖ καὶ ὁ Γρύνειος Ἀπόλλων (κατέληξε Gryneion/ Yeni Sacran), ἡ ὁμηρικὴ ΛΑΡΙΣΑ τῆς Αἰολίδος (Ἰλιάς, Β', 840), τὸ ΝΕΟΝ ΤΕΙΧΟΣ, ἡ ΑΙΓΙΡΟΕΣΣΑ, ἡ ΤΗΜΝΟΣ (ἐκ τοῦ τέμνω καθὼς ὅπως γράφει καὶ ὁ Στ. Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά», 621, «ὁ Μαλαὸς γὰρ ἔλαβε χρησμόν, ὅπου ἂν ὁ τοῦ ἅρματος ἄξων διατμηθῇ πόλιν κτίσαι. καὶ διατμηθέντος τοῦ ἄξονος κτίζει -Τῆμνον-» ), τὸ ΝΟΤΙΟΝ καὶ οἱ ΑΙΓΕΣ Αἰολίδος (Νεμροῦτκαλε). 

(Αἰγὲς, Βουλευτήριον) 

Ἡ πόλις ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ, στὴν ἐπικράτεια τῆς ὁποίας εἶχαν κάνει στάσιν οἱ Ἀργοναῦτες γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν ἀπὸ τὸ μεγάλον ταξίδι τους ( «ἔνθα δ’ ἀφορμηθέντες ὑπ’ εἰρεσίῃ τε καμόντες Βιθυνῶν μέγα ἄστυ βαθείῃ κέλσαμεν ἀκτῇ», Ὀρφ. Ἀργον., 670) κατέληξε Ἰζμίτ ( < Εἰς τὴν -Νικο- μήδεια)! 

«Νικομήδεια, πόλις Βιθυνίας, ἀπὸ Νικομήδους τοῦ Ζηίλα παιδός, ἐπισημοτάτου βασιλέως. ἣ καὶ Ὀλβία ἐκλήθη», Ἐθνικά, 475, Στ. Βυζάντιος. 

Καὶ μιᾶς καὶ ἀνεφέρθησαν οἱ Ἀργοναῦτες, μᾶς ἐνημερώνει ὁ Ξενοφῶν στὸ σύγγραμμα «Κύρου Ἀνάβασις», πὼς ὑπῆρχε ἀκτὴ στὸν Εὔξεινον Πόντον ποὺ ὠνομάζετο «Ἰασονίαν ἀκτή» ἐκ τοῦ Ἀργοναύτου Ἰάσονος, καθῶς ἐκεῖ εἶχε ἀγκυροβολήσει ἡ Ἀργώ. Ἡ ΙΑΣΟΝΙΑ ΑΚΤΗ/ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΝ κατέληξε... Γιασὸν Μπουρνοῦ! 

«καὶ παραπλέοντες ἐθεώρουν τήν τε Ἰασονίαν ἀκτήν, ἔνθα ἡ Ἀργὼ λέγεται ὁρμίσασθαι», Κύρου ἀνάβ., ΣΤ',2,1. 

Ἡ Ἀρτακία κρήνη ποὺ πέρασαν οἱ Ἀργοναῦτες (Ὀρφ. ἀργον. 496) ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν πόλιν ΑΡΤΑΚΗ, σημερινή... Ἐρντέκ! Ἡ «δολιχὴ νῆσος ΘΥΝΗΪΣ» ποὺ ἀναφέρεται στὰ Ὀρφικά Ἀργοναυτικά (στ. 717) ἤ ΔΑΦΝΟΥΣΙΑ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν νῆσον ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦν Κεφκέν. 

Τὰ ΚΑΣΤΡΑ ΚΟΜΝΗΝΩΝ κατέληξαν Κασταμονή/ Κασταμονοῦ καὶ ὁμοίως τὸ ΚΑΣΤΕΛΛΙΚΑΣΤΑΝΙΕΣ στὰ βόρεια παράλια, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Λέσβον, ἔγινε Κεστανελίκ. 

Τὸ ἀκρωτήριον τῆς (Κ)ΑΡΑΜΒΙΑΣ ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὰ Ὀρφικὰ Ἀργοναυτικά (στ. 738) κατέληξε... Κερεμπὲκ κι ὁ παραπλήσιος ποταμὸς ΘΕΡΜΩΔΩΝ τῶν θρυλικῶν Ἀμαζόνων ἔγινε... Τερμέ! 

Ὁμοίως καὶ ἡ πεδιὰς τῆς ΘΕΜΙΣΚΥΡΑΣ, ὅπου ἐξεστράτευσε ὁ Ἡρακλῆς γιὰ νὰ πάρει τὴν ζώνη τῆς Ἱππολύτης, γιὰ λογαριασμὸν τῆς κόρης τοῦ Εὐρυσθέως, Ἀδμήτης καὶ ἔτσι πραγματοποίησε καὶ τὸν ἔνατον ἄθλον του καὶ ὅπου στὴν Θεμίσκυρα εἶχαν τὶς κατοικίες τους οἱ Ἀμαζόνες, ὅπως μᾶς ένημερώνει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ( «καταπλεύσας ἐπὶ τὰς ἐκβολὰς τοῦ Θερμώδοντος ποταμοῦ, πλησίον Θεμισκύρας πόλεως κατεστρατοπέδευσεν, ἐν ᾗ τὰ βασίλεια τῶν Ἀμαζόνων ὑπῆρχε», Δ', 16), κατέληξε νὰ λέγεται... Τσαρσαμπά! 

Ἡ δὲ ΗΡΑΚΛΕΙΑ, ἡ Ποντικὴ πόλις ποὺ ὠνόμασε ὁ Λύκος ἔτσι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡρακλέους, ποὺ τὸν βοήθησε νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Βεβρύκους καὶ νὰ καταλάβει ἐδάφη τους, κατέληξε Ἐρεκλί. 

«καὶ τοὺς Ἀνδρόγεω τοῦ Μίνωος υἱοὺς ἀνελόμενος Ἀλκαῖον καὶ Σθένελον, ἧκεν εἰς Μυσίαν πρὸς Λύκον τὸν Δασκύλου, καὶ ξενισθεὶς ὑπὸ τοῦ Βεβρύκων βασιλέως συμβαλόντων, βοηθῶν Λύκῳ πολλοὺς ἀπέκτεινε, μεθ᾽ ὧν καὶ τὸν βασιλέα Μύγδονα, ἀδελφὸν Ἀμύκου. καὶ τῆς Βεβρύκων πολλὴν ἀποτεμόμενος γῆν ἔδωκε Λύκῳ· ὁ δὲ πᾶσαν ἐκείνην ἐκάλεσεν Ἡράκλειαν», Βιβλιοθ., Β', 5,9, Ἀπολλόδωρος. 

Τὸ ὄνομα τῆς ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ ἀνάγεται στὰ χρόνια τοῦ Λυκάονος, ὅταν ὁ Ζεῦς γιὰ τὴν δυσσέβειαν τῶν παίδων τοῦ Λυκάονος στὸ γεῦμα ποὺ τοῦ παρέθεσαν, ἀνέτρεψεν τὴν τράπεζαν καὶ κατεκεραύνωσε αὐτούς, πλὴν τοῦ Νυκτίμου, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ὁποίου ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος. 

«Ζεὺς δὲ μυσαχθεὶς τὴν μὲν τράπεζαν ἀνέτρεψεν, ἔνθα νῦν Τραπεζοῦς καλεῖται ὁ τόπος», Βιβλιοθήκη, Γ', 8,1. 

Κατέληξε καὶ αὐτὴ σὲ βαρβαροποιημένη Τράμπζον. 

Ἡ πόλις ΚΥΤΩΡΟΣ/ ΓΗΔΕΡΟΣ, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἐνημερώνει ὁ Στέφανος Βυζάντιος ( «Ἐθνικά», 399) πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Φρίξου, Κύτωρον, ἔγινε Γκίντερος/ Κιδράς. 

«Κύτωρος, πόλις Παφλαγονίας, ἀπὸ Κυτώρου τοῦ Φρίξου παιδός»

ΚΑΛΛΙΠΟΛΙΣ κατέληξε Γκελίμπολου (γενικῶς ἡ λέξις «πόλις» κατέληξε «μπολοῦ», λέξις ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ νὰ ὑποδείξει διαίρεσιν σὲ ἐπὶ μέρους τμήματα, ὡς ἡ πόλις εἶναι ἐπὶ μέρους τμῆμα μιᾶς χώρας)... 

ΔΟΛΙΧΗ, ὅπου ἐλατρεύετο καὶ ὁ Δολιχηνὸς Ζεύς, ἔγινε Ντυλύκ (ἐναλλαγὴ ο-υ, χ-κ καὶ διὰ συνήθους βαρβαρικῆς τροπῆς τοῦ δ σὲ τ)... 

ΚΕΡΑΣΟΥΣ κατέληξε Γκιρέσουν. 

Ἡ περιοχὴ ΙΑΣΟΝΕΙΟΝ ΘΡΑΚΗΣ/ ΔΙΠΛΟΚΙΟΝΙΟΝ (λόγῳ τῶν κιόνων ποὺ ηὑρίσκοντο ἐκεῖ) κατέληξε Μπεσίκτας. 

Ἡ πόλις ΟΧΥΡΑΙ/ ΑΧΥΡΑΟΥΣ/ ΠΗΓΑΔΙΑ ἔγινε Μπεγάντια καὶ κατέληξε Bigadiç. 

Τὸ ΔΙΟΣ ΙΕΡΟΝ/ ΠΥΡΓΙΟΝ κατέληξε Μπιργκί. 

«Διὸς ἱερόν, πολίχνιον Ἰωνίας μεταξὺ Λεβέδου καὶ Κολοφῶνος. τὸ ἐθνικὸν Διοσιερίτης, ὡς Φλέγων ἐν πρώτῃ Ὀλυμπιάδων», Ἐθνικά, 233. 

Ἡ πόλις τοῦ υἰοῦ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ὀρέστου, ἡ Ὀρεστιάδα, ἡ μετονομασθεῖσα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸν σὲ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΝ, κατέληξε νὰ βαρβαροοιηθεῖ σὲ... Ἐντιρνέ. 

ΠΟΛΥΒΟΤΟΣ ἐβαρβαροποιήθη σὲ Μπολβατίν. 

Ἡ πόλις τοῦ Αἰνεία (τοῦ πατρὸς τοῦ Κυζίκου, ποὺ σκότωσαν κατὰ λάθος οἱ Ἀργοναῦτες), ἡ ΑΙΝΟΣ κατέληξε νὰ λέγεται Ἐνέζ. 

«Αἶνος, πόλις Θρᾴκης, ὁ ἀπὸ ταύτης Αἴνιος, καὶ Αἰνόθεν τοπικὸν ἐπίρρημα. Ἄψινθος καλουμένη. Στράβων ζ΄ ἐν δὲ τῇ ἐκβολῇ τοῦ Ἕβρου διστόμου ὄντος πόλις Αἶνος, κτίσμα [Μιτυληναίων καὶ] Κυμαίων. κληθῆναι δὲ αὐτὴν ὅτι πλησίον τῆς Ὄσσης ἦν Αἴνιος ποταμὸς καὶ κώμη ὁμώνυμος. οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ Αἴνου τοῦ Γουνέως ἀδελφοῦ», Ἐθνικά, 51-2, Στ. Βυζάντιος. 

ΡΑΙΔΕΣΤΟΣΒΙΣΑΝΘΗ κατέληξε Τεκιρντάγ ( < ταγός, ὁ ἡγεμών). 

«Βισάνθη, πόλις Μακεδονίας κατὰ Θρᾴκην Ἑλληνίς, ἄποικος Σαμίων», Ἐθνικά, 171, Στ. Βυζάντιος. 

ΕΥΣΕΒΕΙΑ καὶ μετ' ἔπειτα ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ ἔγινε Καϊσερί. 

«Καισάρεια, μητρόπολις τῆς Καππαδοκίας, ἡ πρὶν Εὐσέβεια καὶ Μάζακα, ὡς Στράβων», Ἐθνικά, 347. 

ΣΑΛΑΜΙΑΣ κατέληξε Σελεμιγιέ. 

ΣΠΑΡΤΗ τῆς Πισιδίας κατέληξε Ἰσπάρτα. 

Τὸ ΠΟΛΥΔΩΡΙΟΝ ἔγινε... Μπουρντοῦρ (διὰ τροπῆς τοῦ ο/ω σὲ ου, του ρ σὲ λ καὶ ἐκβαρβαρισμοῦ τοῦ δ σὲ ντ)! 

ΕΥΔΟΚΙΑ/ ΔΟΚΕΙΑ βαρβαροποιήθηκε σὲ... Τοκάτ! 

Καὶ ἡ ΘΕΟΔΟΣΙΑ/ ΔΟΚΕΙΑ ἔγινε Τόσυα (ἐναλλαγὴ δ-τ, κ-σ). 

Τὸ ἀνεμοπληθὲς ΑΝΕΜΟΥΡΙΟΝ ἔγινε Ἀναμοῦρ. 

ΣΑΛΑΓΑΣΣΟΣ ἔγινε Ἀγλασοῦν. 

ΠΕΡΓΗ κατέληξε Πέργκα. 

(Ἀρχαῖον στάδιον Πέργης) 

(Ἀγορὰ Πέργης) 

(Πέργη) 

Οἱ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ἔγιναν Ἀγιρνάς. 

ΧΟΡΖΗΝΗ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων ( «Γεωγραφικά, ΙΑ', 14,4) κατέληξε Κάρς. 

ΣΕΛΓΗ κατέληξε Σέλγκε. 

«Σέλγη δὲ ἐξ ἀρχῆς μὲν ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐκτίσθη πόλις, καὶ ἔτι πρότερον ὑπὸ Κάλχαντος», Γεωγραφικά, ΙΒ', 7,3, Στράβων. 

ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ (ἐκ τοῦ δηλητηρίου ποὺ λέγεται πὼς ἔριξε ἐκεῖ ἡ Μήδεια) ἔγινε ΘΕΡΑΠΕΙΑ καὶ κατέληξε Ταραμπύα. 

ΕΛΑΙΑ, τὸ κτίσμα τοῦ ἥρωος τῶν τρωικῶν καὶ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν μετὰ τὸν Θησέα, τοῦ Μενεσθέως, μετεφράσθη σὲ Zeytindağ ( =τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν). 

«Ἐλαία, πόλις τῆς Ἀσίας Αἰολική, Περγαμηνῶν ἐπίνειον, ἥ Κίδαινὶς ὠνομάζετο, Μενεσθέως κτίσμα», Ἐθνικά, 263, Στ. Βυζάντιος. 

Οἱ ΠΥΛΑΙ, μετ' ἔπειτα ΕΛΕΝΟΠΟΛΙΣ μὲ τὸν ὅμορφον αἰγιαλόν τους καὶ τὶς θερμὲς ἰαματικὲς πηγές τους ἔγιναν Γιάλοβα ( < αἰγιαλός) καὶ Τερμάλ ( < θερμαί). 

Ἡ Ποντικὴ ΤΡΙΠΟΛΙΣ ἔγινε Τιρεμπολοῦ. 

Τὸ προκατακλυσμιαῖον ΙΚΟΝΙΟΝ κατέληξε Κόνυα! 

«Ἰκόνιον, πόλις Λυκαονίας πρὸς τοῖς ὅροις τοῦ Ταύρου. φασὶ δ' ὅτι ἦν τις Ἀννακός, ὃς ἔζησεν ὑπὲρ τὰ τριακόσια ἔτη. τοὺς δὲ πέριξ μαντεύσασθαι, ἕως τίνος βιώσεσθαι. ἐδόθη δὲ χρησμός, ὅτι τούτου τελευτήσαντος πάντες διαφθαρήσονται. οἱ δὲ Φρύγες ἀκούσαντες ἐθρήνουν σφοδρῶς. ὅθεν καὶ παροιμία τὸ ἐπὶ Ἀννακοῦ κλαύσειν ἐπὶ τῶν λίαν οἰκτιζομένων. γενομένου δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ Δευκαλίωνος πάντες διεφθάρησαν. ἀναξηρανθείσης δὲ τῆς γῆς ὁ Ζεὺς ἐκέλευσε τῷ Προμηθεῖ καὶ τῇ Ἀθηνᾷ εἴδωλα ἀναπλάσαι ἐκ τοῦ πηλοῦ, καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς ἀνέμους ἐμφυσῆσαι πᾶσιν ἐκέλευσε καὶ ζῶντα ἀποτελέσαι. διὰ οὖν τὰς εἰκόνας ἐκεῖ διαγραφῆναι Ἰκόνιον κληθῆναι. καὶ ἔδει διὰ διφθόγγου»,Ἐθνικά, 329-330, Στ. Βυζάντιος. 

Τὸ λεξικὸν Σουΐδα γράφει πὼς τὸ Ἰκόνιον ἦταν κτίσμα τοῦ Περσέως. 

«-ὁ Περσεύς- κτίζει πόλιν εἰς κώμην, λεγομένην Ἄμανδραν, στήσας καὶ στήλην βαστάζουσαν τὴν Γοργόνην. αὕτη μετεκλήθη Ἰκόνιον, διὰ τὸ ἀπεικόνισμα τῆς Γοργόνης», Λεξικὸν Σουΐδα, 406. 

(Διογένης ὁ Κυνικός, ὁ Σινωπεύς) 

Ἡ πατρὶς τοῦ Διογένους, ἡ ΣΙΝΩΠΗ, κτίσμα εἴτε τοῦ Κρητίνου (καὶ) Κώου ( «Σινώπη, πόλις διαφανεστάτη τοῦ Πόντου, κτίσμα Κρητίνου [καὶ] Κῴου, ὥς φησι Φλέγων», Ἐθνικά, 571, Στ. Βυζάντιος), εἴτε τοῦ Αὐτολύκου καὶ ὀνομασθεῖσα ἐκ τῆς κόρης τοῦ Ἀσωποῦ, Σινώπης ( «οὖν τις ὡς Αὐτολύκου τοῦ κτίσαντος τὴν Σινώπην ὁ ἀνδριὰς εἴη... Σύροι γὰρ αὐτὴν κατεῖχον, ἀπὸ Σύρου γεγονότες τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς λέγεται καὶ Σινώπης τῆς Ἀσωπίδος», Λούκουλλος, 23, Πλούταρχος), κατέληξε Σινόπ. 

Ἡ πατρὶς τοῦ μεγάλου γεωγράφου Στράβωνος, ἡ ΑΜΑΣΕΙΑ ἔγινε Ἀμάσγια. 

Καὶ ἡ πόλις ΑΜΑΣΤΡΙΣ κατέληξε... Ἀμάσρα. 

«Ἄμαστρις, πόλις Παφλαγονίας, ἡ πρότερον Κρῶμνα. Κρῶμνάν τ' Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς Ἐρυθίνους. ἀπὸ γυναικὸς Περσίδος Ἀμάστριδος, θυγατρὸς Ὀξυάθρου τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου, ἣ συνῴκησε Διονυσίῳ τῷ Ἡρακλείας τυράννῳ. Δημοσθένης δ' ἐξ Ἀμαζόνος οὕτω λεγομένης», Ἐθνικά, 84, Στ. Βυζάντιος. 

Ἡ πόλις ποὺ κατὰ μία ἐκδοχὴ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τῆς Χρυσηίδος, Χρύσην, ἤτοι ἡ πόλις ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΣ, ἀφοῦ ἔγινε κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου Σκουτάρι ( < σκῦτος = κατειργασμένον δέρμα, ἀσπίς) κατέληξε σήμερα νὰ λέγεται... Οὐσκουντάρ! 

«Χρυσόπολις, ἐν Βιθυνίᾳ, πλησίον Χαλκηδόνος τὸν ἀνάπλουν πλέοντι ἐν δεξιᾷ. Ἔφορος εἰκοστῷ τρίτῳ παραδοῦναι τὴν Καλχηδονίων Χρυσόπολιν τοῖς συμμάχοις. καὶ Θεόπομπος ἐν πρώτῳ Ἑλληνικῶν ἀνήχθησαν εἰς Καλχηδόνα καὶ Βυζάντιον μετὰ τοῦ λοιποῦ στρατεύματος βουλόμενοι Χρυσόπολιν κατασχεῖν. Διονύσιος δ' ὁ Βυζάντιος τὸν ἀνάπλουν τοῦ Βοσπόρου γράφων περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τάδε φησί κέκληται δὲ Χρυσόπολις, ὡς μὲν ἔνιοί φασιν, ἐπὶ τῆς Περσῶν ἡγεμονίας ἐνταῦθα ποιουμένων τοῦ προσιόντος ἀπὸ τῶν πόλεων χρυσοῦ τὸν ἀθροισμόν, οἱ δὲ πλείους ἀπὸ Χρύσου παιδὸς Χρυσηίδος καὶ Ἀγαμέμνονος», Ἐθνικά, 697-8. 

Ἡ δὲ προαναφερθεῖσα ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ὀνομαζομένη «ἀπὸ Χάλκιδος τοῦ παρακειμένου ποταμοῦ, ὡς οἱ ἱστορικοὶ ἅπαντές φασι» κατέληξε... Καντίκιοϊ. 

Ἡ ἄλλοτε ὁμηρικὴ ΠΙΤΥΕΙΑ (Ἰλιάς, Β', 829) καὶ μετ' ἔπειτα ΛΑΜΨΑΚΟΣ, τὸ κτίσμα τῶν Φωκαέων, κατήντησε Λαψεκί. 

«Λάμψακος, πόλις κατὰ τὴν Προποντίδα, ἀπὸ Λαμψάκης ἐπιχωρίας τινὸς κόρης. ἔστι δὲ Φωκαέων κτίσμα, πάλαι Πιτύουσα λεγομένη, ὡς Δηίοχος ὁ Κυζικηνός. Ἐπαφρόδιτος δὲ Πιτύειαν ὑφ' Ὁμήρου ταύτην κληθῆναι διὰ τὸ πιτύων ἔχειν πλῆθος, Λαομεδόντειαν καλουμένην. ἔστι δ' εὔοινος. ὅθεν Θεμιστοκλεῖ παρὰ τοῦ τῶν Περσῶν ἐδόθη βασιλέως εἰς οἶνον. Δημοσθένης δὲ διὰ τὸ εὔοινον καὶ Πριάπου κτίσμα ταύτην φησί, τοῦ υἱοῦ Ἀφροδίτης καὶ Διονύσου», Ἐθνικά, 410. 

ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΣ/ ΠΡΟΚΟΝΝΗΣΟΣ, νῆσος πλουσία σὲ μάρμαρα, ἐξ οὗ καὶ νῆσος τοῦ ΜΑΡΜΑΡΑ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ ὁλόκληρη τὴν πρὸ τοῦ Πόντου θάλασσα, ἤτοι τὴν ΠΡΟ-ΠΟΝΤΙΔΑ, ἡ ὁποία ὠνομάσθη θάλασσα τοῦ Μαρμαρά. 

«Προποντίς, ἡ πρὸ τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου θάλασσα καὶ γῆ Βυζαντίων», Ἐθνικά, 536. 

Ἄλλη νῆσος στὴν Προποντίδα εἶναι καὶ ἡ ΟΦΙΟΥΣΣΑ, ποὺ παρεφράσθη σὲ ΑΦΟΥΣΙΑ καὶ κατήντησε Ἀφσά! Ἠ διπλανή της νῆσος ΚΟΥΤΑΛΗ, -ὀνομασθεῖσα λόγῳ τοῦ σχήματός της- κατέληξε Ἐκινλίκ. Καὶ ἡ παραπλήσιά της ΑΛΩΝΗ ( «ὠνομάσθη δὲ οὕτως, ὁπότε οἱ ἐποικοῦντες τὴν τῶν ἁλῶν ἐργασίαν ἐπενόησαν», Ἐθνικά, 80) ἔγινε Πασαλιμάνι. 

Ὁ Πόντος εἰς τὸν ὁποῖον ἔπεσε ἡ Ἕλλη τοῦ Ἀθάμαντος ἀπὸ τὴν ῥάχη τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ, στὴν προσπάθειά της νὰ ξεφύγει μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ της Φρίξου ἀπὸ τὴν παγίδα ποὺ τοὺς εἶχε στήσει ἡ μητριά τους, Ἰνώ, ὠνομάσθη Ἑλλήσ-ποντος ( «Ἑλλήσποντος, ἡ χώρα ἡ παρακειμένη τῷ κόλπῳ, ἀπὸ Ἕλλης», Ἐθνικά, 268). Ἀργότερα ὠνομάσθη ΔΑΡΔΑΝΕΛΛΙΑ, ὄνομα ποὺ ὀφείλει ἐπίσης στὴν πανάρχαια ἱστορία μας, σὲ αὐτὴν τοῦ Ἀρκάδος Δαρδάνου, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη ἀπέναντι στὴν Τρωάδα καὶ ἔφτασε στὸ παλάτι τοῦ Κρῆτα Τεύκρου (ἐξ οὗ καὶ ἡ πόλις ἀρχικῶς ὠνομάζετο Τευκρίς). Ὁ Τεῦκρος λοιπὸν ἔδωσε στὸν Δάρδανον τὴν κόρη του Βαττεία καὶ ἀπὸ τὴν ἕνωσιν Δαρδάνου-Βαττείας ἐγεννήθη ὁ Ἐριχθόνιος. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Τεύκρου ἐβασίλευσε ὁ Δάρδανος καὶ ὠνόμασε τὴν Τευκρίδα, ἀπὸ αὐτὸν Δαρδανία καὶ ἔχτισε καὶ τὴν ὁμώνυμη πόλιν, ἐκ τῆς ὁποίας ὠνομάσθησαν ἀργότερα τὰ Δαρδανέλλια. Περιττὸν νὰ γραφτεῖ πὼς ἀπὸ τὴν γενεαλογία τοῦ Κρητικιᾶς Βαττείας καὶ τοῦ Ἀρκάδος Δαρδάνου προέκυψαν οἱ Τρῶες, καθῶς ὁ Εριχθόνιος ἔκανε τὸν Τρῶα (ἐξ οὑ καὶ ὠνομάσθη ἡ πόλις ΤΡΟΙΑ, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας βαρβαροποιήθηκε ὑπὸ τῶν Τούρκων σὲ Τρούβα/ Τρόια), ὁ Τρὼς ἔκανε τὸν Ἴλον (Ἴλιον), ὁ Ἴλος τὸν Λαομέδοντα καὶ ὁ Λαομέδων τὸν ξακουστὸν Ποδάρκη, ἤτοι τὸν βασιλέα Πρίαμον, πατέρα τοῦ Ἔκτορος καὶ θεῖον τοῦ Τεύκρου τοῦ Τελαμωνίου, ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Πριάμου, Ἡσιόνη. 

Ὁ Ἑλλήσποντος/ Δαρδανέλλια κατέληξε νὰ λέγεται βαρβαριστὶ Τσανάκκαλε ( =τὸ φροῦριον τῶν τσανακίων), ἐξ ὅσων λέγεται ἀπὸ τὰ περίφημα πήλινα ἀγγεῖα/ τσανάκια τὰ ὁποῖα κατεσκευάζοντο ἐκεῖ (τσαννάκι < σαννάκιον < κάνεον). 

(ὁ φημολογούμενος τάφος τοῦ Διαγόρα στὴν Μαρμαρίδα) 

Ἄλλη πόλις πλουσία σὲ μάρμαρα ἦταν καὶ ἡ ΦΥΣΚΟΣ ( «ἀπὸ Φύσκου τοῦ Αἰτωλοῦ [τοῦ] Ἀμφικτύονος τοῦ Δευκαλίωνος», Ἐθνικά, 675· Κατὰ τὸν Πλούταρχον -«Φυσκίου τοῦ Ἀμφικτύονος υἱὸς ἦν Λοκρός», Αἴτια ἑλληνικά, 15-, ὁ υἰὸς τοῦ Ἀμφικτύονος ἐκαλεῖτο Φυσκίος), ἀπέναντι ἀπὸ τὴν νῆσον Ῥόδον, εἰς τὴν ὁποίαν μάλιστα Φύσκον λέγεται πὼς ηὑρέθη ὁ τάφος τοῦ μεγάλου Ῥοδίου ἀθλητοῦ Διαγόρος. Ἐκ τῶν μαρμάρων της ἐκλήθη καὶ αὐτὴ ἑλληνικοτάτως ΜΑΡΜΑΡΙΣ, τουτ' ἔστιν κλίνεται ὡς τριτόκλιτον ὀδοντικόληκτον (ἡ Μαρμαρίς, τῆς Μαρμαρίδος κλπ) καὶ δὲν εἶναι «τὸ Μαρμαρίς, τοῦ Μαρμαρίς», ὅπως τὸ φθέγγουν οἱ βάρβαροι Τοῦρκοι, ὡσὰν νὰ ἦταν πόλις ἀλλοδαπή! 

ΒΟΣΠΟΡΟΣ ποὺ χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὸ πέρασμα τῆς μεταμορφωμένης σὲ βοῦν Ιοῦς ( < βοῦς + πόρος) κατήντησε Ἰνστάμπουλ Μπογάζι. 

«Βόσπορος, οἰονεὶ βοὸς πόρος. Ὠνόμασται γὰρ ἀπὸ τῆς Ἰοῦς...ἥτις ἐλαυνομένη ὥσπερ πόρτις ( =νεαρὰ δάμαλις) τοῦτον παρῆλθε τὸν τόπον», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 

«Βόσπορος, πόλις Πόντου κατὰ τὸν Κιμμέριον κόλπον, ὡς Φίλων, καὶ πορθμὸς ὁμώνυμος, ἀπὸ Ἰοῦς [τῆς Ἰνάχου] καλούμενος, [καθὼς] Αἰσχύλος ἐν Προμηθεῖ δεσμώτῃ [γράφει] ἔσται δὲ θνητοῖς εἰσαεὶ λόγος μέγας τῆς σῆς πορείας, Βόσπορος δ' ἐπώνυμος κεκλήσεται», Ἐθνικά, 177. 

«Ἥρα δὲ τῇ βοῒ οἶστρον ἐμβάλλει ἡ δὲ πρῶτον ἧκεν εἰς τὸν ἀπ᾽ ἐκείνης Ἰόνιον κόλπον κληθέντα, ἔπειτα διὰ τῆς Ἰλλυρίδος πορευθεῖσα καὶ τὸν Αἷμον ὑπερβαλοῦσα διέβη τὸν τότε μὲν καλούμενον πόρον Θρᾴκιον, νῦν δὲ ἀπ᾽ ἐκείνης Βόσπορον», Βιβλιοθήκη, Β', 1,3. 

Ἡ δὲ πόλις ΑΓΚΥΡΑ, τὸ κτίσμα τοῦ Μίδα, πῆρε τὸ σημερινόν της ὄνομα ἀπὸ τὶς ἄγκυρες τῶν πλοίων τῶν (σταλθέντων ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖον τὸν Β' τὸν Φιλάδελφον) Αἰγυπτίων, ὅταν τοὺς τελευταίους ἐξολόθρευσον μὲ τὴν βοήθεια τῶν Γαλατῶν ὁ Μιθριδάτης ὁ Α' ὁ Κτίστης καὶ ὁ υἰός του, Ἀριοβαρζάνης. Τὸ ὄνομα τῆς Ἄγκυρας βαρβαριστὶ κατέληξε ἀπὸ τοὺς Τούρκους σὲ Ἄνκαρα! 

«οὗτοι μὲν ( =οἱ Γαλάτες) δὴ τὴν ἐκτὸς Σαγγαρίου χώραν ἔσχον Ἄγκυραν πόλιν ἑλόντες Φρυγῶν, ἣν Μίδας ὁ Γορδίου πρότερον ᾤκισεν—ἄγκυρα δέ, ἣν ὁ Μίδας ἀνεῦρεν, ἦν ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἐν ἱερῷ Διὸς καὶ κρήνη Μίδου καλουμένη· ταύτην οἴνῳ κεράσαι Μίδαν φασὶν ἐπὶ τὴν θήραν τοῦ Σιληνοῦ», Ἑλλάδος περιήγησις, 1,4,5, Παυσανίας. 

«Ἄγκυρα, πόλις Γαλατίας. οἱ δὲ Φρυγίας αὐτὴν ἀναγράφουσιν. ἔοικε δ' οὖν [Φρυγίας] διὰ τὸ ἀμφοτέρων εἶναι· Γαλατῶν γὰρ οὖσα ὅμορός ἐστι τῇ μεγάλῃ Φρυγίᾳ. οἱ γὰρ ἀπὸ Κελτικῆς Γαλάται, ὡς Στράβων φησὶ δωδεκάτῳ, εἰς τούτους πλανηθέντες τοὺς τόπους τριμερεῖς τε γενόμενοι εἰς τοσαύτας μοίρας διενείμαντο τὴν χώραν. Ἀπολλώνιος δὲ ἐν ἑπτακαιδεκάτῃ Καρικῶν ἱστορεῖ Μιθριδάτῃ καὶ Ἀριοβαρζάνῃ νεήλυδας τοὺς Γαλάτας συμμαχήσαντας διῶξαι τοὺς ὑπὸ Πτολεμαίου σταλέντας Αἰγυπτίους ἄχρι θαλάσσης, καὶ λαβεῖν τὰς ἀγκύρας τῶν νεῶν αὐτῶν, καὶ μισθὸν τῆς νίκης εἰς πολισμὸν λαβόντας χώραν κτίσαι καὶ ὀνομάσαι οὕτως», Ἐθνικά, 15-16. 

Ἡ πόλις ΔΟΡΥΛΑΙΟΝ/ ΔΟΡΥΛΑΕΙΟΝ ἐκ Δορυλάου, ἀπογόνου τοῦ Ἡρακλέους κατέληξε Ἐσκί σεχίρ ( =Παλιὰ πόλις). 

Ἡ πόλις ΜΙΛΗΤΟΣ ἀναφέρεται στὶς περισσότερες πηγὲς τῆς ἀρχαίας μας γραμματείας ὡς πόλις ἱδρυθεῖσα ἐκ τοῦ Σαρπηδόνος, ὅταν αὐτὸς ἔφυγε, μετὰ ἀπὸ διαμάχη ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἀδελφόν του Μίνωα γιὰ τὴν ἐξουσία, ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Μιλυάδα ( =Καρία). Ἐκεῖ ὠνόμασε τὴν πόλιν ποὺ ἵδρυσε σύμφωνα μὲ τὴν ὁμώνυμη πόλιν τῆς γενέτειρᾶς του, ἤτοι τὴν κρητικὴ Μίλητον. 

«Φησὶ δ᾽ Ἔφορος τὸ πρῶτον κτίσμα εἶναι Κρητικόν͵ ὑπὲρ τῆς θαλάττης τετειχισμένον͵ ὅπου νῦν ἡ πάλαι Μίλητος ἔστι͵ Σαρπηδόνος ἐκ Μιλήτου τῆς Κρητικῆς ἀγαγόντος οἰκήτορας καὶ θεμένου τοὔνομα τῆι πόλει τῆς ἐκεῖ πόλεως ἐπώνυμον͵ κατεχόντων πρότερον Λελέγων τὸν τόπον· τοὺς δὲ περὶ Νηλέα ὕστερον τὴν νῦν τειχίσαι πόλιν», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,6, Στράβων. 

«Καὶ οἱ Κᾶρες δέ, νησιῶται πρότερον ὄντε καὶ Λέλεγες, ὥς φασιν, ἠπειρῶται γεγόνασι, προσλαβόντων Κρητῶν· οἵ καὶ τὴν Μίλητον ἔκτισαν, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ Μιλήτου Σαρπηδόνα λαβόντες κτίστην· καὶ τοὺς Τερμίλας κατῲκισαν ἐν τῇ νῦν Λυκίᾳ· τούτους δ' ἀγαγεῖν ἀποίκους ἐκ Κρήτης Σαρπηδόνα... καὶ ὀνομάσαι Τερμίλας τοὺς ρότερον Μιλύας», Γεωγραφικά, ΙΒ', 8,5, Στράβων. 

Ὁ Ἀπολλόδωρος γράφει πὼς ὁ Μίλατος/ Μίλητος, ὁ υἰὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐγγονὸς τοῦ Μίνωος, ἔχτισε πόλιν στὴν Καρία τὴν ὁποία ὠνόμασε ἀπὸ τὸν ἴδιον Μίλητον. Ὁ Στέφανος Βυζάντιος ἀναφέρει πὼς ἡ πόλις ἐλέγετο κάποτε καὶ Λελεγηὶς καὶ ἔπειτα ἐλέχθη καὶ Πιτυοῦσα λόγῳ τῶν πιτύων ( =πεύκων) ποὺ ἀφθονοῦσαν καὶ πρωτογεννήθηκαν ἐκεῖ. Ἔπειτα ώνομάσθη καὶ Ἀνακτορία ἀπὸ τὸν Ἄνακτα. Τὸ ὄνομα τῆς Μιλήτου βαρβαροποιήθηκε ὑπὸ τῶν Τούρκων σὲ Μιλέτ... 

«Μίλητος, Ἀπόλλωνος δὲ ἦν καὶ Ἀρείας...Μίλητος μὲν Καρίᾳ προσσχὼν ἐκεῖ πόλιν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ ἔκτισε Μίλητον», Βιβλιοθ., Γ', 1,2, Ἀπολλόδωρος. 

«Μίλητος, πόλις ἐπιφανὴς ἐν Καρίᾳ τῶν Ἰώνων... Δίδυμος δ' ἐν συμποσιακοῖς φησιν ὅτι πρῶτον Λελεγηίς ἐκαλεῖτο ἀπὸ τῶν ἐνοικούντων Λελέγων, εἶτα Πιτύουσα ἀπὸ τῶν ἐκεῖ πιτύων καὶ ὅτι ἐκεῖ πρῶτον πίτυς ἔφυ. οἱ γὰρ ..... ἐν τοῖς θεσμοφορίοις πίτυος κλάδον ὑπὸ τὴν στιβάδα ... καὶ ἐπὶ τὰ τῆς Δήμητρος ἱερὰ κλῶνον πίτυος τίθεσθαι .... διὰ τὸ ἀρχαῖον τῆς γενέσεως. μετὰ δὲ ταῦτα ἀπὸ Ἄνακτος τοῦ Γῆς καὶ Οὐρανοῦ ὠνομάσθη Ἀνακτορία», Ἐθνικά, 452, Στ. Βυζάντιος. 

(Θέατρον Ἱεραπόλεως) 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος Ἱεραπόλεως) 

(Ἱεράπολις) 

Ἡ βρίθουσα σὲ ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων, ΙΕΡΑΠΟΛΙΣ κατέληξε Χαϊεράπολις/ Pamukkale. 

«Ἱεράπολις, μεταξὺ Φρυγίας καὶ Λυδίας πόλις, θερμῶν ὑδάτων πολλῶν πλήθουσα, ἀπὸ τοῦ ἱερὰ πολλὰ ἔχειν», Ἐθνικά, 327. 

ΠΑΛΑΙΑ πόλις ΠΕΡΙΧΑΡΑΞΙΣ μὲ τὰ ξακουστὰ μεταλλεῖα της κατέληξε ἀπὸ Παλαιά < Βάλια καὶ σήμερα ἐκβαρβαρισμένη Μπάλια. 

«ἔστι δ᾽ ἡ Παλαιὰ κατοικία τις οὕτω καλουμένη͵ διέχουσα τῶν Ἀνδείρων ἑκατὸν καὶ τριάκοντα σταδίους», Γεωγρ., ΙΓ', 1,67, Στράβων. 

Ἡ ἱστορικὴ ἑλληνικοτάτη πόλις ΑΔΡΑΜΥΤΤΙΟΝ/ ΑΔΡΑΜΥΤΕΙΟΝ κατέληξε βαρβαριστὶ Ἐντρεμίτ! 

«κέκληται ἀπὸ Ἀδραμύτου κτιστοῦ, παιδὸς μὲν Ἀλυάττου Κροίσου δὲ ἀδελφοῦ, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν πολιτείαις καὶ ἄλλοι. τινὲς δὲ ἀπὸ Ἕρμωνος τοῦ Λυδῶν βασιλέως. τὸν γὰρ Ἕρμωνα Λυδοὶ Ἄδραμυν καλοῦσι Φρυγιστί», Ἐθνικά, 27

Ἡ πόλις ποὺ χάρισε σὲ ὅλον τὸν κόσμον περγαμηνές, ἤτοι ἡ ΠΕΡΓΑΜΟΣ κατέληξε... Μπεργκάμα. 

(Πέργαμος) 

Ἡ πόλις ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΘΥΡΑΙΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΣΤΡΟΝ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ παρεφθάρη σὲ Μπαλικεσίρ. 

ΑΠΑΜΕΙΑ ἡ Κιβωτός, τῆς Φρυγίας, πρὼην ΚΕΛΑΙΝΑΙ (ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ υἰοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Κελαινοῦς, τὸν Κέλαινον), βρίσκεται στὴν σημερινὴ Apameia Kibotos/ Dinar. 

«Ἀπάμεια...ἀπὸ Ἀπάμας τῆς Σελεύκου μητρός», Ἐθνικά, 103. 

«Ἄρχεται δὲ ἀπὸ Κελαινῶν, λόφου τινός, ἐν ᾧ πόλις ἦν ὁμώνυμος τῷ λόφῳ· ἐντεῦθεν δ' ἀναστήσας τοὺς ἀνθρώπους ὁ Σωτὴρ Ἀντίοχος εἰς τὴν νῦν Ἀπάμειαν τῆς μητρὸς ἐπώνυμον τὴν πόλιν ἐπέδειξεν Ἀπάμας, ἣ θυγάτηρ μὲν ἦν Ἀρταβάζου δεδομένη δ' ἐτύγχανε πρὸς γάμον Σελεύκῳ τῷ Νικάτορι», Γεωγραφικά, ΙΣΤ', 15, Στράβων. 

Ὑπάρχει καὶ ἄλλη ΑΠΑΜΕΙΑ, τῆς Βιθυνίας, ἡ πρὼην ΜΥΡΛΕΙΑ (ἐκ τοῦ Μύρλου, ἡγεμόνος τῶν Κολοφωνίων ἤ ἐκ τῆς Ἀμαζόνος Μυρλείας), ἡ ὁποία κατέληξε νὰ λέγεται Μουντανιά. 

«Μύρλεια, πόλις Βιθυνίας, ἡ νῦν λεγομένη Ἀπάμεια. ἀπὸ Μύρλου τοῦ Κολοφωνίων ἡγεμόνος. Νικομήδης δὲ ὁ Ἐπιφανής, Προυσίου δὲ υἱός, ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἀπάμας Ἀπάμειαν ὠνόμασεν· οἱ δὲ ἀπὸ Μυρλείας Ἀμαζόνος», Ἐθνικά, 463. 

Τὸ κτίσμα τῶν Φωκαέων ( «Φώκαιαν -κτίζουν- δ᾽ οἱ μετὰ Φιλογένους Ἀθηναῖοι», Γεωγραφικά, ΙΔ΄, 1,3, Στράβων), ἡ ΦΩΚΑΙΑ κατήντησε Φότσα. Ὁ Βυζάντιος γράφει καὶ τὸ ἐξῆς περὶ τῆς ἰωνικῆς αὐτῆς πόλεως : 

«Φώκαια, πόλις Ἰωνίας. Ἡρόδοτος πρώτῃ. λέγεται καὶ Φωκαίη διὰ τοῦ η. ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ πολλὰς ἀκολουθῆσαι φώκας τοῖς κτίσασιν», Ἐθνικά, 675. 

ΑΝΘΕΑ/ ΕΥΑΝΘΙΑ/ ΠΟΛΥΑΝΘΕΙΑ ( < λόγῳ τῶν ἀφθόνων ἄνθεῶν της), ΕΡΥΜΝΑ/ ΕΡΥΝΙΝΑ ( < ἐρυμνῶ = ὀχυρώνω) κι ἀργότερα ΣΕΛΕΥΚΕΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ/ ΚΑΡΙΑΣ (ἐκ τοῦ Σελεύκου), ΤΡΑΛΛΕΙΣ (ὀνομασθεῖσα ἐκ τῆς ὁμωνύμου θρακικῆς φυλῆς «Τραλλεῖς, οὕτως ἐκαλοῦντο μισθοφόροι Θρᾷκες τοῖς βασιλεῦσιν, οἱ τὰς φονικὰς χρείας πληροῦντες», Ἡσύχιος) καὶ ἀργότερα τὸν 13ον αἰ. ΠΑΛΑΙΟΠΟΛΙΣ/ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΠΟΛΙΣ (ἐκ τοῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου) κατέληξε Γκιουζελχισάρ καὶ ἀργότερα ἐταυτίσθη μὲ τὸ... Ἀϊντίν (Ἀϊδίνιο). 

«Τράλλις, πόλις Λυδίας πρὸς τῷ Μαιάνδρῳ ποταμῷ, ἡ πρότερον [λεγομένη] Πολυάνθεια διὰ τὸ πολλὰ ἄνθη ἐκεῖ πεφυκέναι», Ἐθνικά, 630.  

Ἡ πόλις ΚΟΛΟΦΩΝ ( =κορυφή), τὸ κτίσμα τοῦ Ἀνδραίμονος καὶ γενέτειρα τοῦ Ξενοφάνους ( «Κολοφῶνα δ᾽ Ἀνδραίμων Πύλιος͵ ὥς φησι καὶ Μίμνερμος ἐν Ναννοῖ», Γεωγραφικά, ΙΔ΄, 1,3, Στράβων) κατέληξε Ντεγκιρμενδερέ. Δίπλα της βρίσκεται ἡ πόλις ΚΛΑΡΟΣ μὲ τὸ ἀρχαιότατον μαντεῖον (κατὰ μία ἐκδοχὴ κτίσμα τοῦ Κρητός Ῥακίου, κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ τοῦ ξακουστοῦ μάντου Μόψου ( «Κολοφώνιοι δὲ τὸ μὲν ἱερὸν τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ μαντεῖον ἐκ παλαιοτάτου γενέσθαι νομίζουσιν: ἐχόντων δὲ ἔτι τὴν γῆν Καρῶν ἀφικέσθαι φασὶν ἐς αὐτὴν πρώτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κρῆτας, Ῥάκιον καὶ ὅσον εἵπετο ἄλλο τῷ Ῥακίῳ...Μόψος δὲ ὁ Ῥακίου καὶ Μαντοῦς καὶ τὸ παράπαν τοὺς Κᾶρας ἐξέβαλεν ἐκ τῆς γῆς», Ἑλλάδ. περιήγ., 7,3,1-3, Παυσανίας). 

Τὸ κτίσμα τοῦ προαναφερθέντος Μόψου, ἡ ΜΟΨΟΥ ΕΣΤΙΑ/ ΜΟΨΟΣ κατέληξε... Μισίς! 

Οἱ ἱδρυθεῖσες ἐκ τοῦ Παράλου ΚΛΑΖΟΜΕΝΑΙ ( «Κλαζομενὰς δὲ Πάραλος· Χίον δὲ Ἐγέρτιος͵ σύμμικτον ἐπαγαγόμενος πλῆθος· Σάμον δὲ Τεμβρίων͵ εἶθ᾽ ὕστερον Προκλῆς», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων), προστάτις τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Ἀπόλλων καὶ στὸν ὁποῖον Ἀπόλλωνα λέγεται πὼς χρωστοῦν καὶ τὸ ὄνομά τους -ἐκ τοῦ μένους τῆς κλαγγῆς ( < κλάζω = βγάζω ὀξὺ ἦχον, κράζω, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀντιδάνειον «κλαγξόν» ) τῶν κύκνων ποὺ ἔσερναν τὸ ἅρμα τοῦ θεοῦ, ὅταν αὐτὸς κατηυθήνετο στοὺς Ὑπερβορείους), κατέληξαν Κιλιζμάν/ Urla ( < Βουρλά < Βρίουλλας/ Βρουλλάς/ Βουρλάς). 

(Ναὸς Ἀθηνᾶς, Πριήνη) 

ΠΡΙΗΝΗ, τὸ κτίσμα τοῦ υἰοῦ τοῦ Νηλέως, Αἰπύτου ( «Πριήνην δ᾽ Αἴπυτος ὁ Νηλέως͵ εἶθ᾽ ὕστερον Φιλωτᾶς ἐκ Θηβῶν λαὸν ἀγαγών», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων) ἔγινε Πριέν. 

Τὰ ΘΕΙΡΑ/ ΤΥΡΡΑ ( < τύρσις = πύργος) στὴν Σμύρνη ἔγιναν Τίρ. 

Ἡ πόλις ΦΟΙΝΙΞ/ ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ στὸν νότον τῆς Λυκίας ἔγινε Φινικέ. 

«ἔστι καὶ Φοῖνιξ οὐ πολὺ ἀπέχων Ῥόδου», Ἐθνικά, 669. 

Τὰ ΑΔΑΝΑ, ὀνομασθέντα ἐκ τοῦ υἰοῦ τῆς Γῆς καὶ τοῦ Οὐρανοῦ, Ἀδάνου, ἔγιναν Ἄντανα. 

«Ἄδανα, Κίλισσα πόλις, οὐδετέρως. ταύτην ᾤκισεν Ἄδανος καὶ Σάρος, Ταρσεῦσι πολεμήσαντες καὶ ἡττηθέντες. ἀφ' ὧν ἡ πόλις ἀπὸ τοῦ ἡγεμόνος Ἄδανα. τὸν δὲ ποταμὸν Κοίρανον καλούμενον Σάρον καλέσαντες. ἔστι δὲ ὁ Ἄδανος Γῆς καὶ Οὐρανοῦ παῖς», Ἐθνικά, 24-25. 

Ὁ ποταμὸς ΣΑΡΟΣ ποὺ ἀναφέρει ὁ Βυζάντιος, πὼς ὠνομάσθη ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀδάνου, Σάρον, εἶναι ὁ σημερινός... Σεϊχάν! 

Ὁ ἄλλος ἀδελφὸς τοῦ Ἀδάνου καὶ τοῦ Σάρου, ὁ Σάνδων λέγεται πὼς εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς ΤΑΡΣΟΥ ( < τερσαίνω = ξηραίνω ἤ ἐκ τοῦ ταρσός, βλ. παραπομπῆ Στ. Βυζαντίου καὶ λεξ. Σουΐδα). 

«Ταρσός, ἐπισημοτάτη πόλις Κιλικίας, ἣν διὰ τοῦ ε ἔλεγον Τερσόν παρὰ τὸ τερσανθῆναι, ὅ ἐστιν ἀναξηρανθῆναι. τῶν γὰρ ὑδάτων κατὰ τὴν πρώτην σύστασιν προχωρούντων εἰς τὸ νῦν πέλαγος φασὶν ἀναφανθῆναι πρῶτα τὰ Ταυρικὰ ὄρη. Διονύσιος δὲ ὁ Θρᾷξ ἐν τῷ περὶ Ῥόδου ἀπὸ τῆς τοῦ Βελλεροφόντου πτώσεως· μέρος γάρ τι τοῦ ποδὸς ταρσὸν καλεῖσθαι, τῆς ἐκείνου χωλείας ὑπόμνημα ποιουμένων τῶν ἀρχαίων. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ πολυίστωρ διὰ τὸ τὸν Πήγασον ἵππον ἐκεῖ τὸν ταρσὸν κλάσαντα καὶ Βελλεροφόντην ἐν τῷ Ἀληίῳ πεδίῳ πλανηθῆναι. ἄλλοι δέ φασι διὰ τὸ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τοὺς τόπους τούτους τῆς Κιλικίας πρώτους ἀναφανῆναι καὶ ἀναξηρανθῆναι, διὸ καὶ τὴν πόλιν Τερσίαν ὀνομασθῆναι. Ἐρατοσθένης δέ [φησι τὴν κλῆσιν τῇ πόλει εἶναι ἀπὸ Διὸς Τερσίου τοῖς ἐκεῖ καλουμένου. οἱ δέ φασι] Τερσὸν διὰ τὸ πρότερον τῶν καρπῶν χλωρῶν φθειρομένων ἐν τῷ παρακμάζειν τούτους πρώτους συναγαγόντας τερσᾶναι καὶ εἰς τὸν χειμῶνα ἀποθέσθαι τὴν τροφήν. ἐκ ταύτης ἐγένετο Ἑρμογένης ὁ τὴν ῥητορικὴν γεγραφώς. Θαρσός δὲ ἐκαλεῖτο καὶ Θαρσεῖς οἱ Κίλικες, ὡς Ἰώσηπος ἐν ἀρχαιολογίᾳ. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Κρανία ἀπὸ κρανίου. ἐκλήθη δὲ καὶ Ἱερά. ἐκλήθη δὲ καὶ Ἀντιόχεια ἀπὸ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς», Ἐθνικά, 605.  

«-ὁ Περσεύς- ἐπολέμησε δὲ καὶ Ἰσαύροις καὶ Κίλιξι καὶ κτίζει πόλιν, ἣν ἐκάλεσε Ταρσόν, το πρὶν λεγομένην Ἀνδρασόν. χρηματισθεὶς δέ, ὅτι μετὰ τὴν νίκην ἐν ᾧ τόπῳ ἀποβὰς ἀπὸ τοῦ ἵππου τὸν ταρσὸν τοῦ ποδὸς ἀπόθηται, ἐκεῖ ὑπὲρ τῶν νικητηρίων κτίσαι πόλιν, ταύτην οὖν ἐκάλεσε Ταρσόν», Λεξικὸν Σουΐδα, 406

ΜΥΛΑΣΑ, τὸ κτίσμα τοῦ Μυλάσου, τοῦ τρισεγγόνου τοῦ Αἰόλου ἀπὸ τὸν Σίσυφον κατέληξε Μίλας! 

«Μύλασα, πόλις Καρίας, ἀπὸ Μυλάσου τοῦ Χρυσάορος τοῦ Γλαύκου τοῦ Σισύφου τοῦ Αἰόλου. λέγεται καὶ Μύλασος», Ἐθνικά, 461. 

(Ἀρχαῖον θέατρον Ἁλικαρνασσοῦ) 

ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ κατέληξε Πετρώνιον καὶ ἔπειτα ἐξεβαρβαρίσθη καὶ αὐτὸ καὶ κατήντησε Μπόντρουμ. 

«Ἁλικαρνασσός, πόλις Καρίας...ἀπὸ τοῦ ἁλὶ περιέχεσθαι τὴν Καρίαν. αὐτὸς δὲ ὁ Ἄνθης ἐκ Τροιζῆνος μετῴκησε, λαβὼν τὴν Δύμαιναν φυλήν, ὡς Καλλίμαχος. ἢ ἀπὸ τοῦ νάσασθαι αὐτὸν ἀπὸ Τροιζῆνος, ὡς Ἀπολλόδωρος. ἐκαλεῖτο δὲ Ἰσθμός καὶ Ζεφύριον, ὡς Φίλων, καὶ Ζεφυρία. λέγεται ἀρσενικῶς», Ἐθνικά, 74. 

Ἡ πόλις ποὺ ἔχτισε ὁ υἰὸς τοῦ Κρητὸς Ῥαδαμάνθυος, ὁ Ἐρύθρας (αὐτὸς ποὺ ὠνόμασε καὶ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα), ἤτοι οἱ ΕΡΥΘΡΕΣ ( «Ἐρυθραῖοι δὲ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ἀφικέσθαι σὺν Ἐρύθρῳ τῷ Ῥαδαμάνθυός φασιν ἐκ Κρήτης καὶ οἰκιστὴν τῇ πόλει γενέσθαι τὸν Ἔρυθρον», Ἑλλάδ. περιήγ., 7,3,7, Παυσανίας) καὶ στὶς ὁποῖες πῆγαν ἀργότερα οἱ Ἴωνες μὲ ἀρχηγὸν τὸν Κνῶπον ( «Ἐρυθρὰς δὲ Κνῶπος͵ καὶ οὗτος υἱὸς Κόδρου νόθος», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων) κατήντησαν Λιτρί/ Ἰλντίρ (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ ρ μὲ τὸ λ). 

Ἡ πόλις ΤΕΩΣ/ ΑΘΑΜΑΝΤΙΣ ( «Τέως, πόλις Ἰωνίας... ἣν πρῶτον ἔκτισεν Ἀθάμας, ὅθεν Ἀθαμαντίδα καλεῖ αὐτὴν Ἀνακρέων. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς Ἀθάμαντος θυγατρὸς Ἀρᾶς. σκοπουμένου γὰρ τοῦ Ἀθάμαντος ἔνθα ἱδρύσει τὸν λαόν, ἀθύρουσα οἷα δὴ παῖς ἐκ λίθων οἰκίαν δειμαμένη ἔλεγεν ἕως σὺ χῶρον ἐσκόπεις, τέως ἐγὼ πόλιν σοι ἐδειμάμην. καὶ διὰ τοῦτο ἡ πόλις οὕτως ὠνομάσθη», Ἐθνικά, 619-20) βρίσκεται στὸ σημερινὸν Σιγατζίκ. 

«Τέω δὲ Ἀθάμας μὲν πρότερον͵ διόπερ Ἀθαμαντίδα καλεῖ αὐτὴν Ἀνακρέων͵ κατὰ δὲ τὴν Ἰωνικὴν ἀποικίαν Ναῦκλος υἱὸς Κόδρου νόθος͵ καὶ μετὰ τοῦτον Ἄποικος καὶ Δάμασος Ἀθηναῖοι καὶ Γέρης ἐκ Βοιωτῶν», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων. 

ΟΣΡΟΗ/ ΕΔΕΣΣΑ/ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ ( «Ἔδεσσα, πόλις Συρίας. διὰ τὴν τῶν ὑδάτων ῥύμην οὕτω κληθεῖσα», Ἐθνικά, 260) κατέληξε Οὔρφα. 

Ἡ ἄλλη ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ Η ΜΕΓΑΛΗ ἔγινε... Ἀντάκυα. 

ΑΓΓΕΛΟΚΩΜΙΣ ἔγινε Ἰνεγκιόλ. 

Ἡ πόλις ΜΥΡΑ ( «Μύρα, πόλις Λυκίας, ἀπὸ μύρων ἢ ἀπὸ Μύρωνος ἢ ἀπὸ Μύρου ποταμοῦ παραρρέοντος», Ἐθνικά, 462, Στ. Βυζάντιος) ἔγινε Ντεμρέ. 

(Ἀρχαῖον θέατρον Μύρας) 

Τὸ ΖΕΦΥΡΙΟΝ/ ΜΕΡΣΙΝΑ μὲ τὶς ἄφθονες μυρσίνες/ μυρτιὲς κατέληξε Μερσίν. 

ΚΙΟΣ καὶ μετ' ἔπειτα ΠΡΟΥΣΑ (ἐκ τοῦ βασιλέως Προυσίου) κατέληξε Μποῦρσα. 

«Προῦσα, τῆς Προυσιάδος διαφέρει. ἡ μὲν γὰρ Προυσιάς Βιθυνίας, ἀπὸ Προυσίου τοῦ Ζηίλα τοῦ Βιθυνῶν βασιλέως, ἡ Κίος πρότερον ὀνομασθεῖσα, ἧς ὁ πολίτης Προυσιεύς· ἡ δὲ Προῦσα καὶ αὐτὴ μὲν πόλις μικρὰ Βιθυνίας, κτίσμα Προυσίου τοῦ πρὸς Κῦρον πολεμήσαντος. ταύτης τὸ ἐθνικὸν Προυσαεύς, ὡς τῆς Νῦσα Νυσαεύς», Ἐθνικά, 537. 

Οἱ ΚΥΔΩΝΙΕΣ ἔγιναν Ἀϊβαλί (ayva = κυδώνι). 

Ἡ ἱστορικὴ πόλις τῆς ἐξίσου ἱστορικοτάτης ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, τὰ ΘΟΑΝΑ, ὅπου πέθανε ὁ σύγχρονος τοῦ Ὀρέστου καὶ τοῦ Πυλάδου βασιλεὺς τῶν Ταύρων, Θόας ἔγιναν ΤΥΑΝΑ καὶ ἔτσι ἀποκαλοῦνται ὡς σήμερα. 

«τὰ Τύανα τὰ ἐν τοῖς Καππαδόκαις Θόανα λέγουσιν, ὅτι ὠνομάζετο ἐπὶ Θόαντι, τῷ βασιλεῖ τῶν Ταύρων, ὃς τοὺς ἀμφὶ Ὀρέστην καὶ Πυλάδην διώκων ἄχρι τῆσδε τῆς χώρας ἐλθεῖν φημίζεται καὶ ἐνταῦθα νόσῳ ἀποθανεῖν», Περίπλους Εὐξείνου Πόντου, 7, Άρριανός. 

Ἄλλη μεγάλη πόλις εἶναι καὶ ἡ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ποὺ ἔγινε Ἀλασεχίρ! Ἡ Φιλαδέλφεια ἦταν κτίσμα τοῦ Ἀττάλου Β' τοῦ Φιλαδέλφου ἤ κατὰ ἄλλους τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ, Εὐμένους Β' τῆς Περγάμου ποὺ τὴν ἔχτισε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀττάλου. 

«Φιλαδέλφεια, πόλις Λυδίας, Ἀττάλου κτίσμα τοῦ φιλαδέλφου. ἔστι δὲ τῆς Κεκαυμένης, ὑπὸ Μυσῶν καὶ Λυδῶν κατεχομένης· Στράβων ιβ΄. ἔστι καὶ ἑτέρα τῆς Αἰγύπτου. καὶ τρίτη τῆς Συρίας ἐπιφανὴς πόλις, ἡ πρότερον Ἄμμανα, εἶτ' Ἀστάρτη, εἶτα Φιλαδέλφεια ἀπὸ Πτολεμαίου τοῦ φιλαδέλφου», Ἐθνικά, 665. 

Ἄλλη πόλις ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ἄτταλον τὸν Β' ἦταν καὶ ἡ  ΕΥΜΕΝΕΙΑ ποὺ βρίσκεται στὸ σημερινὸν Ἰσικλί. 

«Εὐμένεια, πόλις Φρυγίας, Ἀττάλου καλέσαντος ἀπὸ Εὐμενοῦς τοῦ Φιλαδέλφου· ἢ Ὕλλος καλῶς μείνας ὠνόμασεν οὕτω. δευτέρα Καρίας», Ἐθνικά, 286. 

Ἡ ἄλλη πόλις τοῦ Ἀττάλου, ἡ ΑΤΤΑΛΕΙΑ ἔγινε Ἀντάλυα. 

«Ἀττάλεια, πόλις Λυδίας, πρότερον Ἀγρόειρα ἢ Ἀλλόειρα καλουμένη. οἱ δὲ τὴν Κιλικίας Κώρυκον οὕτω φασὶ λέγεσθαι, ὡς Δημήτριος, ἀπὸ Ἀττάλου Φιλαδέλφου κτίσαντος αὐτήν», Ἐθνικά, 144. 

Ἡ πόλις τοῦ Ἀρχελάου τῆς Καππαδοκίας, ἡ ΑΡΧΕΛΑΪΣ κατέληξε Ἀκσαράι. 

ΣΙΔΗ κατέληξε Σίντε. 

«Σίδη...κέκληται δὲ ἀπὸ Σίδης τῆς θυγατρὸς μὲν Ταύρου, γυναικὸς δὲ Κιμώλου, ἀφ' οὗ ἡ νῆσος», Ἐθνικά, 565. 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος, Σίδη) 

Τὸ ΓΟΡΔΙΟΝ ἔγινε Γκορτιγιόν. 

«Γορδίειον, πόλις τῆς μεγάλης Φρυγίας πρὸς τῇ Καππαδοκίᾳ, ἀπὸ Γορδίου τοῦ πατρὸς Μίδου», Ἐθνικά, 211. 

ΓΑΓΓΡΑ ἔγινε Τσανγκρα/ Τσανγκιρί. 

«Γάγγρα, πόλις [Παφλαγονίας], θηλυκῶς. ἣν Ἀλέξανδρος ἐν τῷ περὶ Παφλαγονίας ἀναγράφει λέγων οὕτως ὅτι Νικόστρατός φησιν αἰπόλον νέμειν περὶ τοὺς τόπους αἶγας. μίαν δὲ χωριζομένην, ἀπορῶν ὁ αἰπόλος, ὅτι ἐν μὲν τῷ οἴκῳ ἐνδεᾶ ηὕρισκεν, ἐπὶ τῆς νομῆς δὲ πλήρη, ὡμολόγησε τῷ δεσπότῃ. ὁ δ' ἔφη ἐπιτηρῆσαι τὴν χωριζομένην. ἐπιτηρήσας οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην, καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν· ἐκεῖ συμβέβηκεν ἐντετοκέναι τὴν αἶγα. ἰδὼν οὖν ἐπιτήδειον τόπον πόλιν ἔκτισε καὶ Γάγγραν ὠνόμασεν, ὅτι τοῦτο ἦν ὄνομα τῇ αἰγί», Ἐθνικά, 192. 

(Ναὸς Ἀρτέμιδος, Σάρδεις) 

ΥΔΗ, οἱ μετ' ἔπειτα ΣΑΡΔΕΙΣ, ἔγιναν Σάρτ. 

«Ὕδη, πόλις Λυδίας, ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη δυναστεύουσα Λυδῶν, Ἰαρδάνου θυγάτηρ, ὡς Ἀπολλώνιος Καρικῶν τετάρτῳ. Ὅμηρος διὰ τοῦ λ σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Ὕλῃ ἔνι οἰκία ναίων...Μαιάνδριος δ', ὃν Νικάνωρ παρατίθησιν ἐν μετονομασίαις, τὴν αὐτὴν Ὕδην καὶ Σάρδεις φησίν», Ἐθνικά, 645

Τὰ ΘΥΑΤΕΙΡΑ, πρὼην ΠΕΛΟΠΕΙΑ καὶ ΣΕΜΙΡΑΜΙΣ κατέληξαν Ἀκχισάρ. 

«Θυάτειρα, πόλις Λυδίας, ἡ πρότερον Πελόπεια καὶ Σεμίραμις, ἀπὸ Σελεύκου τοῦ Νικάτορος Λυσιμάχῳ πολεμοῦντος, καὶ ἀκούσαντος ὅτι θυγάτηρ αὐτῷ γέγονε, τὴν πόλιν ἐκάλεσε Θυγάτειρα. καὶ ἔδει θηλυκῶς· νῦν δὲ οὐδετέρως φασίν. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Μυσῶν ἐσχάτη. βουλομένων δὲ κτίσαι πόλιν τῶν Μυσῶν, ἀνεῖλεν ὁ θεός, οὗ ἂν ὁραθείη ἔλαφος τετοξευμένη καὶ τροχάζουσα κτίσαι, εὑρόντας δ' ὀνομάσαι διὰ τὸ θύειν καὶ τροχάζειν τὴν ἔλαφον», Ἐθνικά, 319. 

ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΠΥΛΟΥ (ἐκ τοῦ Μάγνητος, υἰοῦ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θυίας, ἄρα καὶ ἀδελφοῦ τοῦ Μακεδόνος ποὺ ὠνόμασε καὶ τὴν μητροπολιτικὴ Μαγνησία, καθὼς ἦταν ἀποικία Μαγνήτων) ἤ ΤΑΝΤΑΛΙΣ (ἐκ τοῦ Ταντάλου) κατέληξε... Μανίσα. 

(Ἀρχαῖον στάδιον Μαγνησίας τοῦ Σιπύλου) 

ΕΡΓΙΣΚΗ ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ποσειδῶνος, Ἐργίσκον ἔγινε Τσατάλτζα. 

«Ἐργίσκη: τῆς Θρᾴκης ἐστίν, ἀπὸ Ἐργίσκου τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἄβας νύμφης», Λεξ. Σουΐδα, 2906. 

ΣΗΛΥΒΡΙΑ ἔγινε Σιλιβρί!  

«ἡ τοῦ Σήλυος πόλις Σηλυμβρία προσηγόρευται», Γεωγραφικά, 7,6,1, Στράβων. 

Ἡ πόλις ΔΙΔΥΜΑ, ὅπου ὑπάρχει καὶ ὁ ναὸς τοῦ Διδυμαίου Ἀπόλλωνος (ὡς Διδύμου ποὺ ἦταν μὲ τὴν ἀδελφή του, Ἄρτεμιν) κατέληξε Ντιντίμ. 

«Δίδυμα, οὐδετέρως, τόπος καὶ μαντεῖον Μιλήτου ἀφιερωμένον Διὶ καὶ Ἀπόλλωνι», Ἐθνικά, 229. 


(Ναὸς Διδυμαίου Ἀπόλλωνος) 

Ἡ αἰολικὴ ΑΣΣΟΣ ἔγινε Μπεχράμκαλε! 

«Ἀσσός, πόλις Αἰολίδος κατὰ τὸν Ἑλλήσποντον ἢ Κεκρόπειον. Ἀλέξανδρος δ' ὁ Κορνήλιος ἐν τῷ περὶ τῶν παρ' Ἀλκμᾶνι τοπικῶς ἱστορημένων Μιτυληναίων ἄποικον ἐν τῇ Μυσίᾳ φησὶν Ἀσσόν, ὅπου ὁ σαρκοφάγος γίνεται λίθος», Ἐθνικά, 136. 

Ἄλλη μεγάλη πόλις εἶναι καὶ τὰ ΠΑΤΑΡΑ, ὀνομασθέντα ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, τὸν Πάταρον. 

«Πάταρα, πόλις Λυκίας. Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Πατάρου τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Λυκίας τῆς Ξάνθου. Ἀλέξανδρος Σαλακίαν κόρην ἐξ Ὀφιονίδος φησὶ φέρειν ἱερὰ τῷ Ἀπόλλωνι ἐν πατάρᾳ· εἶναι δὲ ταῦτα πέμματα λύρας τε καὶ τόξα καὶ βέλη, οἷς παίζειν νηπίους ὄντας. θεῖσαν δὲ τὸ ἄγγος ἀναπαύεσθαι κατὰ τὴν ὁδόν· ἄνεμον δ' ἐπιπνεύσαντα εἰς τὴν θάλασσαν βαλεῖν τὴν πατάραν, κλαίουσαν δὲ τὴν παῖδα εἰς τὸν οἶκον ἐλθεῖν, τὴν δὲ πατάραν τῇ Λυκίων χερρονήσῳ κατενεχθῆναι· περιτυχόντα δέ τινα τῶν ἐκ τῆς Σαλακίας φυγόντων τῇ πατάρᾳ τὰ ἐν αὐτῇ πέμματα πάντα κατακαῦσαι καὶ τὴν χερρόνησον ἱερὰν Ἀπόλλωνι ἀνεῖναι. ὠνομάσθαι δὲ τὴν χώραν ἀπὸ τοῦ ἄγγους, τοῦ πατάρας, Πάταρα. μεθερμηνεύεσθαι δὲ τὴν πατάραν ἑλληνιστὶ κίστην», Ἐθνικά, 510-11, Στ. Βυζάντιος. 

(Ψηφιδωτὸ ἀπὸ τὸ Ζεῦγμα) 

Ἄλλες ἀρχαῖες πόλεις εἶναι ἡ ΜΥΟΥΣ, ποὺ ἔχτισε ὁ υἰὸς τοῦ Κόδρου, Κύδρηλος ( «Κυδρῆλος δὲ νόθος υἱὸς Κόδρου Μυοῦντα κτίζει», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων), τὸ ΖΕΥΓΜΑ ( «Ζεῦγμα, πόλις Συρίας ἐπὶ τῷ Εὐφράτῃ, ὃν Ἀλέξανδρος ζεύξας ἁλύσεσι διεβίβασε τὰ στρατόπεδα», Ἐθνικά, 295), 

ἡ πόλις ΖΗΛΑ ( «πόλις Καππαδοκίας, ἣν ἔκτισεν ὁ Νικομήδους υἱὸς Ζηίλας», Ἐθνικά, 296) ποὺ ἔγινε Ζίλ, 

(Ἀρχαῖον Θέατρον Πινάρας) 

ἡ πόλις ΑΡΤΥΜΝΗΣΟΣ/ ΠΙΝΑΡΑ, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν Στ. Βυζάντιον πῆρε τὸ ὄνομά της λόγῳ τοῦ στρογγυλοῦ σχήματός της ( «Ἀρτύμνησος, πόλις Λυκίας, ἄποικος Ξανθίων... Μενεκράτης ἐν πρώτῃ τῶν Λυκιακῶν φησιν ὅτι πολυανθρωπήσασαν τὴν Ξάνθον τοὺς πρεσβύτας εἰς τρία μέρη διελεῖν, τούτων δὲ τοὺς μὲν ἐπὶ τὸν Κράγον ἐλθεῖν καὶ οἰκῆσαι ἐν τῷ ὄρει λόφον στρογγύλον κατοικίσαι καὶ καλέσαι τὴν πόλιν Πινάραν, ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην. τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα πίναρα καλοῦσιν», Ἐθνικά, 129)·
Πίναρος ὅμως ἐλέγετο κι ἕνας ἀπὸ τοὺς υἰοὺς τῆς κόρης τοῦ Ὠγύγου, τῆς Πραξιδίκης καὶ τοῦ Τρεμίλου, 

ΤΛΩΣ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν ἄλλον ὐιὸν τῆς Πραξιδίκης, τὸν Τλῷ ( «Τλῶς, πόλις Λυκίας, ἀπὸ Τλῶ τοῦ Τρεμίλητος καὶ Πραξιδίκης νύμφης...ἔστι καὶ ἄλλη Τλῶς πόλις Πισιδίας», Ἐθνικά, 627)· τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς Πραξιδίκης καὶ τοῦ Τρεμίλου ἦταν ὁ Ξάνθος καὶ ὁ Κράγος ποὺ ὠνόμασαν τὴν πόλιν ΞΑΝΘΟΝ καὶ τὸ ὄρος ΚΡΑΓΟΝ ἀντιστοίχως, 

(Ξάνθος) 

ΤΕΛΜΗΣΣΟΣ/ ΜΑΚΡΗ ἡ ὁποία ἔγινε Φετιγιέ, 

ΑΡΤΙΣ/ ΛΕΒΕΔΟΣ ( «Ἀνδρόπομπος δὲ Λέβεδον καταλαβόμενος τόπον τινὰ Ἄρτιν», Γεωγραφικά, ΙΔ', 1,3, Στράβων), 

ΠΑΡΘΕΝΙΑ ( < Παρθένιος ποταμός < Παρθένος) ἐβαρβαροποιήθη σὲ Μπαρτίν!  

«Παρθένιος, ποταμὸς ἐν μέσῳ τῆς Ἀμαστριανῶν πόλεως ῥέων. ἐκλήθη δ' ἐκ τοῦ συνεχῶς περὶ αὐτὸν τὴν παρθένον Ἄρτεμιν κυνηγετεῖν, ἢ διὰ τὸ ἠρεμαῖον καὶ παρθενῶδες τοῦ ῥεύματος ὣς ἀκαλὰ προρέων, ὡς ἁβρὴ παρθένος εἶσιν. τινὲς ὅτι ἐν αὐτῷ ἔπεσεν ἡ παρθένος παλαιοῦ τινος βασιλέως θυγάτηρ· καὶ τὴν μὲν τελευτῆσαι ἐκεῖ, τῷ δὲ ποταμῷ Παρθένιον ὄνομα τοὺς προσχώρους θέσθαι ἐπὶ τῷ πάθει τῆς παρθένου. ἔστι καὶ ἀκρωτήριον πλησίον Ἡρακλείας, οὗ μέμνηται Ἀρτεμίδωρος ἐν ἕκτῳ γεωγραφουμένων. ἔστι καὶ Παρθενία κώμη Πόντου πλησίον», Ἐθνικά, 503-4, Στ. Βυζάντιος. 

ΜΕΛΙΤΗΝΗ, ἡ ὁποία κατέληξε Μαλάτεια, 

ἡ πόλις ΚΑΡΡΑΙ (εἴτε ἐκ τοῦ ποταμοῦ Καρρᾶ, ὅπως λέγει ὁ Στ. Βυζάντιος, εἴτε ἐκ τῶν Καρῶν) ἤ ΕΛΛΗΝΟΠΟΛΙΣ κατέληξε Χαρράν. 

«Κάρραι, πόλις Μεσοποταμίας, ἀπὸ Καρρᾶ ποταμοῦ Συρίας», Ἐθνικά, 362, 

ἡ πόλις ΣΥΣΠΙΡΙΤΙΣ ( < Ἐσπερίτες -«Κύρου Ἀνάβασις», Ζ', 25, Ξενοφῶν-/ Σάσπειρες -«Ἱστορίαι», Α', 104,1, Ἡρόδοτος-) ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» (ΙΑ', 4,8/ 14,9/ 14,12) κατέληξε Ἰσπίρ.  

τὸ ΒΙΘΥΝΙΟΝ ( «οἱ δὲ Βιθυνιεῖς Ἀρκάδες τέ εἰσι καὶ Μαντινεῖς τὰ ἄνωθεν», Ἑλλάδ. περιήγ, 8,9,7, Παυσανίας), ἡ μετ' ἔπειτα πόλις τοῦ Κλαυδίου, ΚΛΑΥΔΙΟΥΠΟΛΙΣ κατέληξε Μπολοῦ, 

ΙΣΣΟΣ/ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ ( «Ἰσσός, πόλις μεταξὺ Συρίας καὶ Κιλικίας, ἐν ᾗ Ἀλέξανδρος Δαρεῖον ἐνίκησεν, ἣ ἐκλήθη διὰ τοῦτο Νικόπολις ἀπ' αὐτοῦ», Ἐθνικά, 340), 

ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ (σημερινὸ Τεκὶν καὶ Ὀρτακλάρ), 

ἡ πόλις ΚΙΒΥΡΑ καὶ οἱ ΤΑΒΑΙ (Tavas/ Tabala), κτισθεῖσες ἀπὸ τὸν Κίβυρα καὶ τὸν ἀδελφόν του Μαρσύα «Τάβαι, πόλις Λυδίας, περὶ ὧν ὁ χρησμός φησι πρὸς Πισίδας ἄστυ Ταβῶν ἐρικυδὲς ἐλευθερὸν οἰκίζεσθαι. καὶ Ἀπολλώνιος ἐνάτῳ ἐδεήθησαν ὅπως αὐτοὺς εἰς Τάβας καταγάγωσι. βαρύνεται δέ, ὡς Σάβαι, κύριον καὶ ἰαμβικόν. ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Τάβου. ὁ δὲ Τάβος ἥρως. οἱ δέ φασι τὸν Κιβύραν καὶ Μαρσύαν ἀδελφοὺς τὸν μὲν κτίσαι Κιβύραν πόλιν, τὸν δὲ Τάβας, καὶ καλέσαι ἀπὸ τοῦ ἐπὶ πέτρας οἰκεῖσθαι· τάβαν γὰρ τὴν πέτραν Ἕλληνες ἑρμηνεύουσιν. ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Καρίας Τάβαι», Ἐθνικά, 597, 

ἡ πόλις ΙΔΥΡΟΣ ( «Ἴδυρος, πόλις καὶ ποταμὸς Παμφυλίας», Ἐθνικά, 327), 

(Ἀρχαῖον θέατρον, Λαοδίκεια) 

ΛΑΟΔΙΚΕΙΑ ἡ Φρυγική καὶ οἱ ὁμώνυμες Ποντικὴ καὶ Πισιδίας ( «Ἀντιόχῳ γὰρ τῷ Σελεύκου τρεῖς γυναῖκες ἐπέστησαν ὄναρ, κτίσαι πόλιν ἐν Καρίᾳ ἑκάστη λέγουσα· ὁ δὲ ὑπολαβὼν τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν ἀδελφήν, κτίζει [τρεῖς πόλεις] ἀπὸ μὲν τῆς ἀδελφῆς Λαοδίκης Λαοδίκειαν, ἀπὸ δὲ τῆς γυναικὸς Νύσης Νῦσαν, ἀπὸ δὲ τῆς μητρὸς Ἀντιοχίδος Ἀντιόχειαν», Ἐθνικά, 100) ἔγιναν Λαντίκ, 


(Λαοδίκεια Φρυγίας) 

ΥΡΩΜΟΣ/ ΕΥΡΩΜΟΣ/ ΧΡΥΣΑΩΡΙΣ/ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΕΙΑ/ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ ( «Εὔρωμος, πόλις Καρίας, ἀπὸ Εὐρώμου τοῦ Ἰδριέως Καρός», Ἐθνικά, 287), 

(Ναὸς Διός, Εὔρωμος) 

ΚΝΙΔΟΣ (ἱδρυθεῖσα ἐκ τοῦ Ἡλιάδου Τρίοπος καῖ τοῦ Φόρβαντος) καὶ δίπλα της ἡ ΣΤΑΔΙΑ ποὺ κατέληξε βαρβαροποιημένη... Ντάτσα, 

τὸ ΠΑΝΤΙΚΑΠΑΙΟΝ κατέληξε Πεντίκ.  

«Παντικάπαιον, πόλις μεγίστη, τῶν κατὰ Βόσπορον μητρόπολις. ᾠκίσθη δὲ παρὰ Αἰήτου παιδός, λαβόντος τὸν τόπον παρὰ Ἀγαήτου τοῦ Σκυθῶν βασιλέως καὶ καλέσαντος τὴν πόλιν ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Παντικάπου», Ἐθνικά, 501, 

ΣΑΓΑΛΑΣΣΟΣ/ ΑΓΑΛΑΣΣΟΣ/ ΣΕΛΓΗΣΣΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΙΔΙΑΣ ποὺ ἔγινε Ἀγλασοῦν, 

ΛΙΜΥΡΑ (ἐκ τοῦ ποταμοῦ Λιμύρου, «Λίμυρα, πόλις Λυκίας, ἀπὸ Λιμύρου ποταμοῦ», Έθνικά, 417), 

ἡ πόλις τοῦ Αἰσώπου, τὸ ΑΜΟΡΙΟΝ

ΜΩΔΡΗΝΗ κατέληξε Μουντουρνοῦ, 

ΑΡΑΒΙΣΣΟΣ ἔγινε Ἀραψοῦν/ Γκιουλσεχίρ, 

ΚΑΣΣΙΟΠΗ κατέληξε Κεσσάπ, 

τὸ ΠΑΝΑΣΙΟΝ ἔγινε Μπανάζ, 

ἡ πόλις ΛΑΡΑΝΔΑ κατέληξε Λαρεντέ/ Καραμάν, 

τὸ ΚΟΡΑΚΗΣΙΟΝ ( «Πρῶτον τοίνυν ἐστὶ τῶν Κιλίκων φρούριον τὸ Κορακήσιον ἱδρυμένον ἐπὶ πέτρας ἀπορρῶγος», Γεωγραφ., ΙΔ', 5,2, Στράβων) ἔγινε Ἀλάνγια, 

ΙΩΝΟΠΟΛΙΣ ἔγινε Ἰνεμπολοῦ, 

ὈΦΙΟΥΣΣΑ κατέληξε Ὄφ, 

ΣΑΝΔΑΡΑΚΗ ἔγινε Ζονγκουλντάκ, 

ΟΛΥΜΠΟΣ ( «Ὄλυμπος...ἔστι καὶ πόλις Παμφυλίας», Ἐθνικά, 491), 

τὸ ΠΟΛΕΜΩΝΙΟΝ (ἐκ τοῦ βασιλέως τοῦ Πόντου Πολέμωνος Α' Πυθοδώρου) ἔγινε Μπολαμάν/ Φατσά, 

ἡ Ἰωνικὴ πόλις ΙΣΙΝΔΟΣ/ ΙΣΙΝΔΑ ἔγινε Μπελενλί, 

ΤΕΦΡΙΚΗ ἔγινε Ντιβριγκί, 

ΑΚΙΛΙΣΙΝΗ ἔγινε Κελτζήνη κι ἔπειτα Ἐρτζιντσάν, 

ἡ πόλις ΡΙΖΑΙ/ ΡΙΖΟΥΣ/ ΡΙΖΟΥΝΤΑ ἔγινε Ῥίζε, 

τὸ ΦΑΝΑΡΙ ἔγινε Φενέρ, 

τὸ ΦΙΛΟΜΗΛΕΙΟΝ, ἱδρυθὲν ἀπὸ τὸν Μακεδόνα Φιλόμηλον ἔγινε Ἀκσεχίρ, 

ἡ πλουσία σὲ ὀρυχεῖα ἀργύρου ΘΕΙΑ/ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΙΣ μετεφράσθη σὲ Γκιουμούσχανε, 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ἔγινε ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΤΤΑ καὶ κατέληξε Ἰσκεντεροῦν, 

ΚΑΒΕΙΡΑ καὶ μετ' ἔπειτα ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑ ἔγινε Νιξάρ! 

Τὸ ΑΓΡΙΛΙΟΝ ἔγινε Ἀνταπαζαρί, 

ΠΕΡΡΗ/ ΠΕΡΡΑ ἔγινε Ἀντιγιαμάν, 

οἱ ΣΥΚΕΑΙ/ ΠΕΡΑΝ -ΕΝ ΣΥΚΕΑΙΣ- ἔγινε ΓΑΛΑΤΑΣ καὶ κατέληξε Γκαλατά, 

ὁ οἰκισμὸς τῆς ΧΑΡΥΒΔΗΣ ἐβαρβαροποιήθη σὲ Γκαρίψε (διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ π σὲ β, τοῦ δ σὲ σ, τοῦ υ σὲ ι, τοῦ η σὲ ε καὶ μὲ ἐκβαρβαρισμὸν τοῦ οὐρανικοῦ χ σὲ γκ), 

τὸ ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΝ κατέληξε Μουρέφτε, 

τὸ ΑΚΡΟΪΝΟΝ/ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ ἔγινε Ἀφιὸν Καραχισάρ, 

ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ ἔγινε Γκαζιαντέπ, 

ΑΝΤΙΦΕΛΛΟΣ ἔγινε Κάς, 

(Ναὸς Διός, Αἰζανοὶ Κιουταχείας) 

τὸ ΚΩΤΥΑΕΙΟΝ ἔγινε Κιουτάχεια, 

ΜΩΚΙΣΣΟΣ ἔγινε Κιρσεχίρ, 

ΒΙΖΥΗ ἔγινε Vize, 

ΚΑΡΟΥΣΣΑ ποὺ ἀναφέρει ὁ Πλίνιος ( «Φυσικὴ Ἱστορία», ΣΤ', 2) ἐβαρβαροποιήθη σὲ Γκερζέ, 

τὰ ΚΟΡΑΛΛΑ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀρριανός ( «Περίπλους Εὐξείνου Πόντου», 24) κατέληξαν Γκιορελλέ, 

ἡ πόλις-ἀποικία τῶν Σινωπέων ΚΟΤΥΩΡΑ: «πόλις Ἑλληνίς, Σινωπέων ἄποικοι», Λεξ. Σουΐδα, 2170), 

ΝΕΑΠΟΛΙΣ μετεφράσθη σὲ Νεβσεχίρ, 

ΠΑΝΟΡΜΟΣ ἔγινε Μπαντίρμα, 

ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΣ ἔγινε Σάρκιοϊ, 

ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ κατέληξε Σίβας, 

ΟΙΝΟΗ ἔγινε Οὔνιε. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (