Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, Β', 10) περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος :
«-ὁ Ἀπόλλων- ἐνομίζετο δὲ εὑρετὴς τῆς ἰατρικῆς*1, μουσικῆς, ποιητικῆς, μαντικῆς, τοῦ τόξου καὶ τῶν βελῶν· ὅθεν ἦτον καὶ προστάτης τούτων τῶν τεχνῶν· ἀλληγορικῶς δὲ λαμβάνεται καὶ ἀντὶ τοῦ Ἡλίου. Ὅθεν ἐζωγράφιζον αὐτὸν νέον, ἀγένειον, κομήτην καὶ ἐφ' ἅρματος καθἠμενον, ὡς εἴρηται περὶ τοῦ Ἡλίου.
Ἦτον δὲ καὶ μὲ δάφνην ἐστεμμένος, ἐκράτει καὶ τὴν λύραν εἰς τὴν χεῖρα, εἶχε καὶ τὸν ζωδιακὸν διὰ τῶν ὤμων αὐτοῦ διερχόμενον*2.
Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὸν καὶ ὡς μουσικόν, καθήμενον εἰς τὸν Ἐλικῶνα ὑπὸ τὰς δάφνας καὶ τὰς Μούσας περὶ αὐτὸν ἔχοντα, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐδίδασκεν αὐτὰς τὴν μουσικήν· ἐνίοτε δὲ καὶ μὲ γένεια καὶ τρίποδα χρυσοῦν εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχοντα καὶ ἄλλως διαφόρως».
*1 Τὸ ἰάομαι ( =θεραπεύω) καὶ τὸ ἰαίνω ( =θερμαίνω) δὲν εἶναι τυχαίως τῆς ἴδιας ῥίζης. «Ἀπὸ τῆς ἰήσεως ( =ῥίψεως) τῶν βελῶν τοῦ Ἀπόλλωνος Ἡλίου», ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται «Ἰήιος, ὡς ἐκ τῆς ἀφέσεως τῶν βελῶν, ἐκ τοῦ ἵημι», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ὁμοίως καὶ ὡς πρὸς τὴν μαντική, ὁ Ἥλιος μὲ τὸ φῶς του τὰ φανερώνει ὅλα· «Οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».
Ἔπειτα ὠς πρὸς τὴν μουσικὴ εἶναι γνωστὸν πλέον πὼς αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, πὼς τὸ σύμπαν, τὰ σώματα ποὺ γυρνοῦν γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον παράγουν μουσικὴ εἶναι ἀλήθεια.
*2 Προφανῶς ἀναφέρεται στὴν διαδρομὴ ποὺ φαίνεται νὰ κάνει ὁ ἥλιος στὸν λεγόμενον «ζωδιακὸν κύκλον».
Ἄλλα προσωνύμια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς :
351. Φαέθων: < φάος + θέω, ὁ τρέχων διὰ τοῦ φωτός.
352. Φαναῖος: ὁ διὰ τοῦ φωτὸς φανερώνων, φαίνων.
«Δήλιος δὲ καὶ Φαναῖος οἷς ἤδη τι δηλοῦται καὶ ὑποφαίνεται τῆς ἀληθείας», Περὶ τοῦ Εἶ ἐν Δελφοῖς, Πλούταρχος.
«Φαναῖος, Ἀπόλλων. Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ. παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται», Ἡσύχιος.
353. Φαόβιος: ὁ ῥίπτων φάος εἰς τὸν βίον.
354. Φερέσβιος: ὁ φέρων βίον καὶ βιὸν ( =βέλος).
355. Φιλαλέξανδρος: < φίλος + ἀλέξω ( =ἀποκρούω) + ἀνήρ.
356. Φίλιος: ὁ ἀγαπητός.
357. Φιλήσιος: ὡς ἄνω.
358. Φιλοστέφανος: ὁ φιλῶν, ὁ ἀγαπῶν τοὺς στεφάνους.
359. Φοιβάζων: ὁ φέρων εἰς φῶς, ὁ προφέρων λόγους προφητικούς.
360. Φοῖβος: < φῶς + βαίνω, ὁ φωτεινός, ὁ ἁγνός.
«Φοῖβος Ἀπόλλων», Ἰλιάς, Α', 43/ 64/ 72/ 182/ 457/ Ε', 344/ 454/ Η', 452/ Ι', 564/ Λ', 353/ Μ', 24/ Ὀ, 59/ 307/ 318/ 355/ 441/ Π', 527/ 700/ 715/ 793/ Ρ', 71/ 118/ Υ', 68/ 118/ 138/ 375/ 450/ Φ', 515/ 545/ Χ', 7/ 213/ 359/ Ψ', 188/ 383/ Ω', 32/ Ὀδύσσεια, γ', 279/ θ', 79/ Ἐθν., 411, Στ. Βυζάντιος/ Γεωγρ., Θ', 3,2/ 3,8, Στράβων.
«Φοίβου Ἀπόλλωνος», Ἰλιάς, Α', 509/ Ι', 405/ 560/ Λ', 363/ Ὀδύσσεια, ι', 201.
«Φοῖβον Ἀπόλλωνα χρυσάορον», Ἰλιάς, Ο', 256.
«πάντη γάρ τοι, Φοῖβε...Φοῖβον δέξασθαι...Φοίβου Ἀπόλλωνος», Ὁμηρ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 20/ 48/ 52.
«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 1.
361. Φρενογηθής: ὁ ἐμβάλλων εἰς φρένας γηθοσύνην ( =χαράν).
362. Φυλλαῖος: ὁ αὐξάνων τὰ φύλλα διὰ τοῦ φωτός ἤ λατρευόμενος ἐν Φύλλῳ.
363. Φύλλιος: ὡς ἄνω.
«Ἀπόλλωνος τοῦ Φυλλίου ἱερόν», Γεωγρ., Θ', 5,14, Στράβων.
364. Φύξιος: ὁ προστάτης τῶν προσφύγων.
«Ἀπόλλωνι Λυκίῳ τε καὶ Φυξίῳ», Ἡρωικός, Φιλόστρατος.
365. Φυτάλμιος: ὁ τῶν φυτῶν αὐξητής.
366. Φωσφόρος: ὁ φῶς φέρων.
«Δελφικέ, μάντι, ἄγριε, φωσφόρε δαῖμον», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 5.
367. Χαιτήεις: ὁ τρέφων χαίτην, κόμην.
368. Χαροποιός: ὁ χαρὰν ποιῶν.
«κύδιμε κοῦρε, κρουσιλύρη, χαροποιός, ἑκηβόλε, τοξοβέλεμνε», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 6.
369. Χρησμαγόρης: ὁ χρησμοὺς ἀγορεύων.
370. Χρησμῳδός: ὁ προφητικός.
371. Χρυσαορεύς/ Χρυσάωρ: ὁ φέρων χρυσοῦν ἄορ ( =ξίφος).
«Φοίβου Ἀπόλλωνος χρυσαόρου», Ἰλιάς, Α', 509.
«Φοῖβον Ἀπόλλωνα χρυσάορον», Ἰλιάς, Ο', 256.
372. Χρύσεος: ὁ χρυσοῦς.
373. Χρυσεότοξος: ὁ φέρων χρυσοῦν τόξον.
374. Χρυσοβέλεμνος: ὁ κατέχων χρυσοῦν βέλεμνον ( =βέλος).
375. Χρυσοκόμης: ὁ ἔχων χρυσῆν κόμη, ὁ ξανθός.
«ἀργυρότοξος ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων χρυσοκόμης», Ἀποσπάσμ, 14, Τυρταῖος.
376. Χρυσολύρης: ὁ κατέχων χρυσῆν λύραν.
«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ’, ἀγλαότιμος, ἰήιος, ὀλβιοδῶτα, χρυσολύρη», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 3.
377. Χρυσόχρους: ὁ χρυσοχρώματος.
378. Χρησμαγόρης: ὁ χρησμοὺς ἀγορεύων.
379. Ψαλμοχαρής: ὁ χαίρων μὲ τοὺς ψαλμούς.
380. Ψάλτης: ὁ ψάλλων.
381. Ψευσίστυξ: ὁ τὸ ψεῦδος στυγῶν ( =μισῶν).
382. Ψυχοδοτήρ: δοτὴρ ψυχῆς, ζωῆς.
383. Ὠκυεπής: ὁ ταχὺς εἰς τὰ ἔπη, εἰς τοὺς λόγους.
384. Ὠκύπους: ὁ ταχὺς εἰς τοὺς πόδας.
385. Ὠκύσκοπος: ὁ ταχέως ἐπιβλέπων.
386. Ὡρεσιδώτης: ὁ δίδων τὰς ὥρας, τὰς ἐποχάς.
387. Ὡρίτης: ὡς ἄνω.
388. Ὠτακός: ἐν Κύπρῳ, < ὠτακὶς ( =θαλάσσιον φυτόν).
Γράφει δὲ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς», (2) :
«Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θεὸς Ἀπόλλων- εἶναι φιλόσοφος ὄχι λιγότερον ἀφ' ὅσον μάντης φάνηκε σὲ ὅλους νὰ τὸ σημειώνει καὶ νὰ τὸ ἀποδεικνύει ὀρθῶς σὲ σχέσιν μὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ θεοῦ ὁ Ἀμμώνιος. Εἶπε δηλαδὴ ὅτι ὁ θεὸς εἶναι Πύθιος ( < πυνθάνομαι = ζητῶ νὰ μάθω, πληροφοροῦμαι) γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀρχίζουν νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἀναρωτιοῦνται· Δήλιος καὶ Φαναῖος ( < δηλῶ καὶ φανερώνω ἀντιστοίχως) γιὰ ἐκείνους ποὺ ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας τοὺς ἔχει ἤδη φανερωθεῖ καὶ ἀρχίζει νὰ διαφαίνεται· Ἰσμήνιος ( < ἰς + μένος = ἀμφότερα σημαίνουν δύναμιν, διότι ἡ γνῶσις εἶναι δύναμις) γιὰ ἐκείνους ποὺ κατέχουν τὴν γνῶσιν καὶ Λεσχηνόρος ( =προστάτης τῆς Λέσχης τῶν Δελφῶν καὶ γενικῶς κάθε λέσχης =συζήτησις καὶ συνέλευσις) γιὰ ἐκείνους ποὺ θέτουν σὲ ἐνέργεια καὶ ἐπωφελοῦνται ἀπὸ τὴν μεταξύ τους χρῆσιν τῆς διαλεκτικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου