ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΔΑΦΝΗΦΟΡΟΥ/ ΔΑΦΝΑΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ... ΔΑΦΝΙ
Ὑπάρχει ἕνας μύθος ποὺ λέγει πὼς κάποτε ὁ ἐγγονὸς τοῦ Αἰόλου καὶ προπάππος τοῦ Ὀδυσσέως, Κέφαλος, ὁ βασιλεῦς τῆς ὀνομασθείσης ἀπὸ αὐτὸν νήσου Κεφαλληνίας, κυνηγώντας στὸ δάσος σκότωσε κατὰ λάθος μὲ τὸ ἀκόντιόν του τὴν σύζυγόν του, Προκρίδα. Ὁ Ἄρειος Πάγος τὸν κατεδίκασε ἐξορίζοντάς τον ἀπὸ τὴν Ἀττική. Δέκα γενιὲς ἀργότερα οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κεφάλου, Χαλκῖνος καὶ Δαῖτος, θέλοντας νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἀθῆνα καὶ νὰ ἐξαγνίσουν τὴν πράξιν τοῦ πατρός τους, πῆγαν στὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν συμβουλή του. Τὸ Μαντεῖον τοὺς εἶπε πὼς πρέπει νὰ θυσιάσουν πρῶτα, πρὶν ἐγκατασταθοῦν στὴν Ἀθῆνα, στὸν Ἀπόλλωνα, στὸ μέρος ἐκεῖνον ὅπου θὰ δοῦν τριήρη νὰ τρέχει στὴν στεριά.
«δεκάτῃ δὲ ὕστερον γενεᾷ Χαλκῖνος καὶ Δαῖτος ἀπόγονοι Κεφάλου πλεύσαντες ἐς Δελφοὺς ᾔτουν τὸν θεὸν κάθοδον ἐς Ἀθήνας· ὁ δέ σφισι κελεύει θῦσαι πρῶτον Ἀπόλλωνι ἐνταῦθα τῆς Ἀττικῆς, ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν. γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος δράκων ἐφάνη σπουδῇ κατὰ τὸν φωλεὸν ἰών· καὶ Ἀπόλλωνί τε θύουσιν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ὕστερον σφᾶς ἐλθόντας ἐς τὴν πόλιν ἀστοὺς ἐποιήσαντο Ἀθηναῖοι», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,37,6-7, Παυσανίας.
Φτάνοντας λοιπὸν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κεφάλου στὸ Ποίκιλον ὄρος, εἶδαν μπροστά τους ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μὲ ταχύτητα στὴν φωλιά του. Ἀμέσως σκέφτηκαν τὸν χρησμόν καὶ θυσίασαν ἐκεῖ ἀκριβῶς στὸν Ἀπόλλωνα, ἱδρύοντάς του ναόν, τὸν ναὸν τοῦ Δαφναίου/ Δαφνηφόρου Ἀπόλλωνος.
Ὁ ναὸς αὐτὸς ὑπῆρχε μέχρι τὸν 4ον μ.Χ. αἰ. ὅταν οἱ βάρβαροι Βησιγότθοι τοῦ βαρβάρου Ἀλαρίχου τὸν κατέστρεψαν ΚΑΙ αὐτόν. Στὰ ἐρείπια καὶ ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος Δαφναίου, χτίστηκε μία βασιλικὴ ἐκκλησία, ἡ Μονὴ... Δαφνίου, ἡ ὁποία ἀργότερα τὸν 9ον μὲ 10ον αἰ κατεστράφη καὶ ἀνοικοδομήθη στὴν θέσιν της τὸ σημερινὸν μοναστήρι, τὸ ὁποῖον χρονολογεῖται τὸν 11ον αἰ. καὶ τὸ ὁποῖον ἐπίσης ἔπεσε ἕναν αἰῶνα ἀργότερα στὰ χέρια τῶν Σταυροφόρων. Ὁ πρῶτος ἄρχων τοῦ Φραγκικοῦ Δουκάτου τῶν Άθηνῶν, Ὄθων ντὲ λὰ Ρός παρεχώρησε τὴν Μονὴ στὸ Τάγμα τῶν Κιστερκιανῶν, ποὺ τὴν μετέτρεψαν σὲ γοτθικοῦ ῥυθμοῦ. Τὸ 1458 ὅταν εἰσέβαλλον οἱ Ὀθωμανοὶ στὴν Ἀθῆνα, ἡ Μονὴ πέρασε στὰ χέρια τῶν ὀρθοδόξων μοναχῶν μέχρι ποὺ ἐγκατελείφθη πλήρως. Ἀπὸ τὸ 1990 πέρασε στὰ χέρια τῆς UNESCO.
Στὸν χῶρον τοῦ ἀρχαίου ἱεροῦ καὶ κοντὰ σὲ αὐτὸν ὑπῆρχαν ἀγάλματα τοῦ Ἀπόλλωνος, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Κόρης καὶ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης, ἀλλὰ καὶ ἕνα τεῖχος ἄξιον θέας μὲ λαμπεροὺς λίθους.
«ἔστι δὲ ἱερὸν ἐν ᾧ κεῖται Δήμητρος καὶ τῆς παιδὸς ἀγάλματα καὶ Ἀθηνᾶς τε καὶ Ἀπόλλωνος...μετὰ δὲ τοῦτο Ἀφροδίτης ναός ἐστι καὶ πρὸ αὐτοῦ τεῖχος ἀργῶν λίθων θέας ἄξιον», Ἑλλάδ. περιήγ. 1,37,6-7, Παυσ.
Ἐπίσης ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ τοῦ Δαφναίου Ἀπόλλωνος περιεβάλλετο ἀπὸ τεῖχος, πάνω στὸ ὁποῖον ἐχτίσθη τὸ τεῖχος τῆς Μονῆς... Δαφνίου. Ἡ ἀνατολικὴ πύλη τοῦ τείχους βρίσκεται στὴν θέσιν τῆς ἀρχαίας πύλης. Ἡ κιονοστοιχία τῆς Μονῆς ἔχει κιονόκρανα δωρικοῦ ῥυθμοῦ καὶ ἕναν ἰωνικοῦ ῥυθμοῦ κίονα στὸν ἐξωνάρθηκα. Αὐτὸς ὁ ἐναπομείνας ἰωνικοῦ τύπου κίων χρησιμοποιεῖται στὴν στήριξιν τῶν τοξοτῶν ἀνοιγμάτων στὰ νοτιοδυτικὰ τοῦ ἐξωνάρθηκος τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς. Οἱ ἄλλοι τρεῖς κίονες, ποὺ εἶναι γνωστὸν πὼς ὑπῆρξαν, μαζὶ μὲ τὰ κιονόκρανα καὶ τὶς βάσεις τους, ἀπεκόπησαν καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὸ τσιράκι τοῦ Ἔλγιν, συλητὴ καὶ ἀρχικλέφτη Τόμας Μπρούς, ὁ ὁποῖος ἔκλεψε ἀφαιρώντας μὲ μανία κι ἄλλα ἀμέτρητα γλυπτά μας, ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, τὸν ναὸν τῆς Ἀπτέρου Νίκης, κ.ἄ.
Οἱ τρεῖς λοιπὸν αὐτοὶ κίονες βρίσκονται ἀνάμεσα στὰ ὑπόλοιπα κλέμμενα στὸν ἀρχικλεπταποδόχον-Βρεττανικὸν Μουσεῖον, ἀλλὰ δὲν ἐκτίθενται.
Τὸ ὄνομα τῆς περιοχῆς Δαφνί, ὅπου βρισκόταν ὁ ναὸς τοῦ Δαφναίου Ἀπόλλωνος, κράτησε στὴν συλλογικὴ μνήμη τὴν καταστροφικὴ μανία τῶν βαρβάρων ἁρπάγων.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
Ἄλλος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ κατεστράφη καὶ στὴν θέσιν του χτίστηκε ἐκκλησία, εἶναι ἕνας ναὸς γιὰ τὸν ὁποῖον μάλιστα πολλοὶ ἀδαεῖς Ἕλληνες κλύζονται κι ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀγνοώντας τί πέρασε αὐτὸς ὁ λαὸς γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ· αὐτὸς εἶναι ὁ ναὸς τῆς ἐπονομαζομένης Ἁγίας Σοφίας τοῦ Θεοῦ (Ἁγιᾶς Σοφιᾶς), ὁ ὁποῖος λέγεται πὼς ὁμοῦ μὲ τὸν διπλανὸν ναὸν-μουσεῖον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ἔχουν ἀνεγερθεῖ στὴν θέσιν τριῶν ἀρχαίων ναῶν, τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τὸν ναὸν τῆς Ἀφροδίτης.
Καὶ δυστυχῶς δὲν εἶναι μόνον αύτοὶ οἱ ναοὶ ποὺ ἐρημώθησαν καὶ κατεστράφησαν γιὰ νὰ «ἀνατείλει» ἀργότερα τὸ χριστιανικὸν θαῦμα τῶν διαφόρων ἀνθελλήνων αὐτοκρατόρων ποὺ μοιράστηκαν τὴν δόξα τῆς ἀνεγέρσεως-ἀποκαταστάσεως-ἐπανανεγέρσεώς του (βλ. Μέγα ἀνθέλληνα καὶ κατὰ συρροὴν δολοφόνον Κωνσταντίνον Α' καὶ ἀνθέλληνα αὐτοκράτορα υἰόν του, Κων/νον Β'· τὸν ἄλλον τὸν μανιακὸν καταστροφέα τοῦ ἑλληνισμοῦ, αὐτοκράτορα Θεοδόσιον -τὸν υἰὸν τοῦ ἐνθέρμου ἑλληνοκτόνου «Μεγάλου» Θεοδοσίου- καὶ τὸν ἄξιον στὴν καταστροφὴ συνεχιστή, τὸν μέγα ὁλετῆρα Ἰουστινιανόν.
Γιὰ νὰ ἀνεγερθεῖ ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸ σύνολό της δὲν ἀρκοῦσε ὁ ἀφανισμὸς τῶν προαναφερθέντων ναῶν. Μάρμαρα καὶ ἀντικείμενα ἀξίας καὶ ἀπὸ ἄλλους ναοὺς ἐσυλήθησαν καὶ ἐκλάπησαν γιὰ νὰ καταλήξουν νὰ δομήσουν καὶ νὰ διακοσμήσουν τὸ «Ἰουστινιάνειον ἀριστούργημα», ὅπως ἦταν οἱ ἑλληνικοὶ ναοὶ τῆς Περγάμου, τῶν Δελφῶν, τῆς Ἀθῆνας, τῆς Λακωνίας καὶ τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἐφέσου (τέσσερεις κίονες ἀπὸ γρανίτη στὴν βάσιν τοῦ κυρίως χώρου τοῦ ναοῦ ἐκλάπησαν ἀπὸ ἀρχαῖον ναὸν στὴν Ἔφεσον), τῆς Ἡλιουπόλεως (σημερινὸν Μπάαλμπεκ, οἱ πορφυροὶ κίονες στὶς γωνίες τῶν σηκῶν προέρχονται ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τῆς Ἡλιουπόλεως), τῆς Μιλήτου, τῆς Ῥώμης, τῆς Φρυγίας, τῆς Καππαδοκίας...
Πέραν τῆς βαρείας φορολογίας ποὺ ἐπεβλήθη στοὺς κατοίκους καὶ τὴς συλήσεως τῶν ναῶν μας, ὥστε νὰ χτιστεῖ ἡ Ἁγιᾶ Σοφιᾶ, ἐξωρύχθησαν καὶ τόνοι τῶν καλλιτέρων μαρμάρων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Γιὰ τὰ πράσινα μάρμαρα (θεσσαλικόν-μολοσσικὸν μάρμαρον) κατέσκαψαν τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μάνη, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν Κάρυστον (γιὰ τὸ πρασινόλευκον μὲ ἀκανόνιστες λωρίδες καρύστιο μάρμαρο). Δὲν γλύτωσε οὔτε ὁ πλούσιος Ταΰγετος ἐκ τοῦ ὁποίου πῆραν τὸ πρασινωπὸν μὲ τὶς κιτρινόλευκες ῥαβδώσεις, λακωνικὸν μάρμαρον-κροκεάτην λίθον. Γιὰ τὰ καστανοκόκκινα μάρμαρα -ἰασσινά- κατέσκαψαν τὴν Καρία. Τὰ λευκὰ μὲ τὶς γκρίζες ἀκανόνιστες γραμμὲς τὰ πῆραν ἀπὸ τὸν Βόσπορον (βοσπόριον μάρμαρον) καὶ τὴν πλουσία σὲ μάρμαρα Προικόννησον στὴν φημισμένη γιὰ τὰ μάρμαρά της καὶ λόγῳ αὐτοῦ ὀνομασθείσα περιοχὴ τῆς θαλάσσης τοῦ Μαρμαρᾶ· τὰ δὲ μαῦρα (κελτικὸν μάρμαρον) τὰ πῆραν ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Γαλατίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὰ πορφυρᾶ ἐξωρύχθησαν ἀπὸ τὴν Θῆβα. Γιὰ τὰ χρυσᾶ λιβυκὰ μάρμαρα κατέσκαψαν τὴν Λιβύη, ἐνῶ τὸ φοινικόστικτον ὠχρὸν-λυδικὸν μάρμαρον τὸ πῆραν ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Λυδίας. Τὸ καφεκίτρινον καὶ τὸ κόκκινον μάρμαρον (πορφυρίτης) τὰ πῆραν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ ἀλάβαστρον. Τὰ ῥοδόχρωμα μὲ τὰ λευκὰ στίγματα μάρμαρα τὰ ἐξώρυξον ἀπὸ τὴν Φρυγία.
Ἀκόμη διάφοροι πολύτιμοι λίθοι καὶ μέταλλα, ὅπως χρυσός, ἀσήμι, ἐλεφαντοστοῦν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρα μωσαϊκὰ λέγεται πὼς συνελέχθησαν πανταχόθεν γιὰ τὴν διακόσμησιν τοῦ ἐσωτερικοῦ.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΛΛΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΑΦΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Ἄλλος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ κατεστράφη ὑπὸ τῶν χριστιανῶν ἦταν καὶ αὐτὸς τοῦ Ἀπόλλωνος -ὁμοῦ μετὰ αὐτοῦ τοῦ Διός- στὴν πόλιν Γέρασα τῆς σημερινῆς Ἰορδανίας. Γράφει ὁ Ἑρμείας Σωζομενός ( «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», Ε', 4, 2-3) :
«(Γέρασα) : ἐμίσει γὰρ καὶ πρότερον ἐξαίσιον μῖσος τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας ὡς πανδημεὶ χριστιανίζοντας καὶ πάλαι καθελόντας τοὺς παρ' αὐτοῖς νεὼς πολιούχου Διὸς καὶ πατρώου Ἀπόλλωνος· ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ τῆς Τύχης, ὅ μόνον περιελείφθη, αὐτοῦ βασιλεύοντος πρὸς τῶν Χριστιανῶν ἀνετράπη, δεινῶς ἀπηχθάνετο πάσῃ τῇ πόλει καὶ ἐδυσφόρει».
Ὁ ναὸς τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος στὴν Γόρτυνα τῆς Κρήτης μετετράπη σὲ τρίκλιτη παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ μὲ ἡμικυκλικὴ ἀψίδα, ἡ ὁποία προσετέθη ἀφοῦ διανεῴχθη τὸ μέσον τοῦ δυτικοῦ τοίχου καὶ μὲ τὸν πρόναον τοῦ ἀρχαίου ναοῦ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς νάρθηξ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν σηκὸν νὰ ἀποτελεῖ τὸν κύριον ναόν τῆς ἐκκλησίας.
Ὁ ναὸς τοῦ Φαναίου Ἀπόλλωνος στὴν Χίον κατέληξε ἐπίσης σὲ χριστιανικὴ βασιλική.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ναὸς τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος στὴν Θῆρα, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος τῆς Ἀγορᾶς. Τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος Κορύνθου στὴν Μεσσηνία ἔγινε ἐπίσης ἐκκλησία καὶ μάλιστα ἀνηγέρθη ἀπὸ τὰ ὑλικὰ τοῦ κατεστραμμένου πλέον ἀρχαίου ναοῦ.
Ἀκόμα, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ τοῦ ἰωνικοῦ ῥυθμοῦ ναοῦ τοῦ Δηλίου Ἀπόλλωνος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀρχαίου θεάτρου τῆς Καλύμνου, χτίστηκε ἡ βασιλικὴ τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴν Κάλυμνον πρὸς τιμὴν τοῦ... Φωτοδότου Χριστοῦ! (βρίσκεται δίπλα στὸ νεώτερον ναΰδριον τῆς Παναγιᾶς τῆς... Ὑπακοῆς! ), μὲ πρωτοβουλία τοῦ οἰκονόμου τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας Εὐγενίου. Γιὰ τὴν στήριξιν τῆς στέγης τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς ἐκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν οἱ κίονες τοῦ προτέρου ναοῦ τοῦ Φοίβου, ἐνῶ στὴν κατασκευὴ τοῦ συνθρόνου στὸ ἐσωτερικὸν τῆς ἁψίδος τοῦ «Ἱεροῦ βήματος» χρησίμευσαν τὰ καθίσματα ἀπὸ τὸ ἀραχῖον θέατρον...
Σὲ παλαιότερες ἀνασκαφὲς τοῦ 1854 ὑπὸ τὸν Ἄγγλον Τσάρλς Νιοῦτον ἀνεκαλύφθησαν μεταξὺ ἄλλων καὶ μαρμάρινες ἐπιγραφές, οἱ ὁποῖες καὶ μετεφέρθησαν στὸ Βρεττανικὸν κλεπταποδόχον-μουσεῖον.
Ἀργότερα, τὸ 1937, ἀνέσκαψε στὴν περιοχὴ τοῦ ναοῦ καὶ ὁ Ἑβραῖος Μάριο Σέγκρε καὶ βρῆκε ἀρχαῖα ἀγγεῖα, εἰδώλια καὶ ἐπιγραφές, γκρέμισε καὶ μέρος τῆς ἐκκλησίας καὶ φρόντισε κατὰ πὼς γράφεται ἀπὸ τοὺς μετέπειτα ἀνασκαφεῖς νὰ μπαζώσει μεταλλικὲς κονσέρβες μὲ δηλωτικὰ στοιχεῖα τοῦ χρόνου τῆς ἀνασκαφῆς του!
Σὲ πρόσφατες δὲ ἀνασκαφὲς κοντὰ στὴν ἐκκλησία βρέθηκαν καὶ τέσσερα μαρμάρινα κεφάλια ἀγαλμάτων (ἀναγνωρίζονται αὐτὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς κόρης του, Ὑγιείας), μαζὶ μὲ ἄλλα μικρότερα σὲ μέγεθος (τοῦ Ἀπόλλωνος, τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἑνὸς Κούρου) τὰ ὁποῖα ἔφεραν ἴχνη κακοποιήσεως. Ὅλα τὰ ἀγάλματα ἔφεραν ἀγμοὺς στὸ κεφάλι καὶ στὰ ἄκρα, ἐνῶ ἡ πρόσθια ὄψις τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἦταν κατεστραμμένη. Τὰ ἀγάλματα αὐτὰ πιθανολογεῖται πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν ἱερὸν τοῦ Δηλίου Ἀπόλλωνος, τὸ ὁποῖον ἐσυλήθη.
Ἐκκλησίες ἐπίσης ἀνηγέρθησαν καὶ στὸ ἱερὸν τοῦ Ἐρεθειμίου Ἀπόλλωνος στὸν Θεολόγον τῆς Ῥόδου, στὴν θέσιν τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος στὴν ἀγορὰ τοῦ Ἄργους, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐρεσὸν τῆς Λέσβου, ὅπου ἡ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα λέγεται ὅτι ἔχει χτιστεῖ ἐπὶ ἱεροῦ τοῦ Λητοΐδου.
Μεταξὺ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Λοξία καὶ τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας στοὺς Δελφοὺς ἀνηγέρθη ἐπίσης βασιλικὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν θέσιν τοῦ ἀρχαϊκοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Κόρινθον.
Στὴν Τεγέα ἐπίσης ἀνηγέρθηκαν ἀρκετὲς βασιλικές, ὅπου κάποτε ηὑρίσκοντο ἀρχαῖοι ναοὶ τῶν Ἑλλήνων. Ἡ μία ἀντικατέστησε τὸν ναὸν τῆς Ἀλέας Ἀθηνᾶς, ἐνῶ μία δευτέρα χτίστηκε πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος.
Κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς τῆς κας Κ. Περιστέρη ποὺ ἀπεκάλυψαν τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Βέργης (Νέος Σκοπὸς Σερρῶν) τὸ 2007, ηὑρέθη ἱερὸν ἀφιερωμένον στὸν Ἀπόλλωνα, στὸν Πάνα καὶ στὶς Νύμφες. Κοντὰ στὸ ἱερὸν βρέθηκαν νομίσματα καὶ στὸ ἐσωτερικόν του ναοῦ παχὺ στρῶμα στάχτης ποὺ σὲ συνδυασμὸν μὲ ἄλλα εὑρήματα, ὡδήγησαν στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ ναὸς εἶχε καταστραφεῖ μὲ βίαιον τρόπον, καθῶς τὰ λατρευτικὰ ἀγάλματα ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὶς βάσεις τους, τεμαχίστηκαν καὶ ῥίχτηκαν στὸ ἔδαφος, προτοῦ ὁ ναὸς πυρποληθεῖ ὁλοκληρωτικῶς.
Ἡ γνωστὴ «Πορτάρα τῆς Νάξου» ἀποτελεῖ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὸν ἐναπομείναντα στυλοβάτη μέρος τοῦ ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος ναὸς χρονολογεῖται συμβατικῶς τὸν 6ον π.Χ. αἰ. Στὴν θέσιν τοῦ ναοῦ ἀνηγέρθη πολὺ ἀργότερα χριστιανικὴ βασιλική, ἐνῶ κομμάτια τοῦ ἀρχαίου ναοῦ ἀπεσπάσθησαν ἐπίσης καὶ κατὰ τὴν ἐνετοκρατία, γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν στὴν κατασκευὴ τοῦ κάστρου τῆς Νάξου καὶ σὲ ἄλλες κατασκευές. Ἡ ὑπερμεγέθης αὐτὴ θύρα φαίνεται πὼς γλύτωσε τῆς λεηλάσιας λόγῳ τοῦ βάρους της, καθῶς τὸ μάρμαρον ἐκ τοῦ ὁποίου εἶναι κατασκευασμένη ξεπερνᾶ τοὺς 20 τόνους.
Ἀκόμα πολλοὶ ναοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Ἥλιον-Ἀπόλλωνα κατέληξαν νὰ γίνουν χριστιανικὲς ἐκκλησίες τοῦ... προφήτη Ἡλία!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου