Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

41 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΙΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΙΝ ΤΗΣ «ΔΗΜΟΤΙΚΙΑΣ»


Στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 1982 μία δράκα προδοτῶν καὶ ἀνθελλήνων πολιτικάντηδων καὶ «φιλολόγων» κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας μονοτόνους, πολλάκις δὲ καὶ ἐντελῶς ἀτόνους μὲ τὰ μεταμεσονύχτια νομοθετήματά τους· κοινῶς ἐργαζόμενοι σὰν ἀρουραῖοι. Ἡ συζήτησις βεβαίως δὲν ἦταν καινούργια, οὔτε εἶχε ξεκινήσει ξαφνικῶς, ἀλλὰ ὑπῆρξε πολυετὴς προεργασία καὶ συνεργασία-συνωμοσία τῶν τότε πολιτικῶν δυνάμεων γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ στὴν γλῶσσα μας μετὰ ἀπὸ 2 χιλιετίες πολυτονικῆς γραφῆς! Γι' αὐτὸ καὶ τὸ θέμα εἰσήχθη μὲ ὕπουλον τρόπον καὶ δὴ παράνομον, καθῶς ἦταν προσκολλημένον σὲ ἄλλον, ἄσχετον νόμον. 

Γιὰ τὰ μάτια βεβαίως τοῦ κόσμου, ὅταν τελικῶς ἐτέθη καὶ εὐθέως τὸ θέμα πρὸς ψήφισιν, ἄλλοι δήλωναν παρόντες, ἄλλοι ἦταν ἀπόντες, ἄλλοι διετείνοντο πὼς δὲν ἤξεραν-δὲν εἶδαν, ἄλλοι ἦταν κουρασμένοι (καθῶς τὸ θέμα τῆς καταργήσεως τοῦ πολυτονικοῦ εἰσηγήθη στὴν βουλὴ τῶν ἀνθελλήνων «ξαφνικῶς» καὶ παραπλεύρως καὶ ἐτέθη σὲ ψηφοφορία ἀργὰ τὰ μεσάνυχτα-ξημερώματα τῆς ἑπομένης! )· ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα ἐν ὀλίγοις. Πρωτοστᾶτες-ἐπιτροπὴ καὶ συνεργάτες στὸν ἐκμαυλισμὸν τῆς ἑλληνίδος ἀποτυπώσεως τῆς γλώσσης-ἁρμονίας μας μεγάλα ὀνόματα τάχα γλωσσολόγων-φιλόλογων, ὅπως αὐτὰ τοῦ γλωσσοκτόνου Ἑμμανουὴλ Κριαρᾶ, τοῦ σημιτοφοινικιστοῦ Κακριδὴ ποὺ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ πολυτονικὸν ὡς μία κακὴ συνήθεια, τοῦ Φόρη καὶ ἄλλων γνωστῶν τάχα φίλων τοῦ λόγου ἀντεπιστημόνων «ἐκπαιδευτικῶν», βιβλία τῶν ὁποίων θεωροῦνται μέχρι σήμερα ἱερὰ γλωσσικὰ ἐγχειρίδια καὶ διδάσκονται χωρία αὐτῶν καὶ στὰ σχολεῖα! 

Ἤδη μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς χοῦντας εἶχε τεθεῖ καὶ πάλι ἐντόνως τὸ ζήτημα καταργήσεως τῆς καθαρευούσης, ποὺ θὰ ἔκανε τὴν ἀρχὴ καὶ σιγά-σιγά θὰ συμπαρέσυρε καὶ τὸν τονισμόν. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια εἶχε ξεκινήσει ἐπισήμως ξανὰ τὸ ζήτημα αὐτό, καθῶς προηγοῦνται ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες οἱ εἰσαχθεῖσες γλωσσοκτόνες θέσεις τῶν Ψυχάρηδων καὶ τῶν Γληνῶν καὶ ἄλλων μαρξιστῶν, δυτικοθρεμμένων καὶ ἀριστεροφρόνων «διαφωτιστῶν», ποὺ θεωροῦσαν πρέπουσα γιὰ τὴν πρόοδον τῆς κοινωνίας τὴν σταδιακὴ μείωσιν τῶν ὡρῶν διδασκαλίας καὶ τελικῶς τὴν ἐκδίωξιν ἀπὸ τὸ ἐκπαιδευτικὸν σύστημα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. 

Ἔτσι ἐγεννήθησαν καὶ οἱ ὅροι προοδευτικοὶ (καταστροφεῖς) καὶ συντηρητικοί (γλωσσαμύντορες). Οἱ προοδευτικοὶ καὶ συμφωνοῦντες μὲ τὸν Γληνὸν γιὰ παράδειγμα ἔπρεπε νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ἁποσάθρωσιν τῆς γλώσσης μας, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἁπλοποιηθεῖ ἀφοῦ καταργηθοῦν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ἀφοῦ υἰοθετηθεῖ ὡς τρόπος γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς τὸ «δυτικόν-λατινικόν» ἀλφάβητον γιὰ νὰ «γλυτώσουμε ἀπὸ ἀδίκους κόπους»! 

Ἔπρεπε ἀκόμα νὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία, καθῶς κατὰ τὴν λογικήν του περίττευαν τὰ πολλὰ -ι καὶ -ο καὶ οἱ δίφθογγοι, ὅπως τὰ αυ/ευ, ἀφοῦ μποροῦν νὰ γραφτοῦν καὶ ὡς αφ/αβ-εφ/εβ· ἔπρεπε νὰ προσαρμοστεῖ ἡ γραφὴ στὴν φωνητικὴ ὀρθογραφία, ἤτοι ἰωτακισμός, καθῶς ἔτσι «δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνορθογραφήσει κανείς»...!· νὰ καταργηθεῖ, ὅπως καὶ ἔγινε, ἡ τρίτη κλίσις, νὰ παραμείνουν οἱ ἐκβαρβαρισμένες λέξεις στὴν ἑλληνική π.χ. τὴν ἀπεργία νὰ τὴν λέμε γκρέβα, τὸν οἶστρον, βέρβα, ὥστε νὰ «ἐξεβρωπαϊστεῖ ἡ γλῶσσα καὶ νὰ μάθει ὁ Ἕλλην τὴν παγκοσμιοποιημένη ὁρολογία τῆς Μόσχας! καὶ νὰ λέει ἰστρούχτορας, ἀχτίφ, μπριγάδα» κ.ἄ πολλά. Κάτι χειρότερον καὶ ἀπὸ τὴν ψυχαρικὴ θέσιν πὼς ἡ εἴσοδος πρέπει νὰ λέγεται μπασιά, ἡ διεύθυνσις δρομιά, τὸ διάστημα τοπωσία... 

Ἐν ὀλίγοις, ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. προωθεῖτο πλαγίως ἡ παγίωσις τῆς «δημοτικιᾶς», παγίωσις ποὺ ὡδήγησε πολλάκις μέχρι καὶ σὲ ἔντονα καὶ αἱματηρὰ ἐπεισόδια (βλ. Εὐαγγελικά, ἀθεΐκὰ τοῦ Βόλου κλπ). 

Σὲ ὅλα αὐτὰ συνέβαλον βεβαίως καὶ οἱ σταδιακὲς μεταρρυθμίσεις τῶν κατὰ καιροὺς ἀνθελλήνων πρωθυπουργῶν, ὅπως τοῦ ἑβραιογενοῦς Ἐλ. Βενιζέλου (ὁ ὁποῖος συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμισίν του μὲ τὴν ἀφρόκρεμα τῶν δημοτικιστῶν καὶ ἀργότερα καθιερωμένων ὡς μεγάλων «φιλολόγων», ἤτοι τὸν προαναφερθέντα Γληνόν, τὸν Τριανταφυλλίδη καὶ τὸν Δελμοῦζον, τοὺς ὁποίους ὥρισε «Ἀνωτάτους Ἐπόπτες τῆς Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως»), μέχρι ποὺ ἡ ἰδὲα ῥίζωσε ἀκόμη βαθύτερα μὲ τὶς θέσεις τοῦ Εὐαγγέλου Παπανούτσου· θέσεις καὶ πρόγραμμα τὸ ὁποῖον δὲν ὑλοποιήθηκε τότε, καθῶς ἀνέλαβαν τὴν ἐξουσία οἱ «συντηρητικοὶ δικτάτορες» καὶ ἀπετράπη κάθε δημοτικιστικῆ λογική. 

Τὸ τελικὸν καὶ πλήρως καλοδουλεμένον σχέδιον πραγματοποιήθηκε τελικῶς τὸ 1976 ἐπὶ πρωθυπουργίας τοῦ «Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν καὶ ἡ Κύπρος κεῖται μακράν», Κ. Καραμανλῆ, ὅταν ὑπουργὸς «Παιδείας» ἦταν ὁ ἐπὶ χοῦντας ἐκτοπισμένος Γ. Ῥάλλης, ὁ ὁποῖος ὅπως ἐδήλωνε μὲ ὑπερηφάνεια ὑπέγραψε «τὴν ληξιαρχικὴ πράξιν θανάτου της καθαρευούσης»! Τότε δὲν τόλμησε ἀκόμη νὰ καταργήσει καὶ τὸ πολυτονικὸν, καθῶς ὅπως ἐδήλωνε καὶ πάλι ὁ ἴδιος «δὲν εἶχε ὡριμάσει ἀκόμη ὁ καιρὸς γι' αὐτό»! 

Βεβαίως μεγάλες πολυεθνικὲς γνωρίζοντας τί ἔμελλε νὰ συμβεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθέλληνες ποὺ ἀπεφάσιζαν καὶ τότε γιὰ τὴν ἁπλοποίησιν-καταστροφὴν τῆς γλώσσης μας εἶχαν ἕτοιμες τὶς μηχανὲς καὶ τὰ στοιχειοθετικὰ μηχανήματα (ἤδη ἀπὸ τὸ 1975) μὲ μονοτονικὲς μῆτρες γραφῆς καὶ κατεσκεύαζαν καὶ μονοτονικὲς γραφομηχανὲς γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ. 

Ἡ καλοδουλεμένη συνέχεια τοῦ πρώτου σχεδίου, ἤτοι ἡ κατάργησις τοῦ πολυτονικοῦ ἐπετεύχθη ἕξι χρόνια μετὰ τὴν κατάργησιν τῆς καθαρευούσης, δηλαδὴ ὅπως προανεφέρθη τὰ μεσάνυχτα τῆς 11ης Ἰανουαρίου τοῦ 1982, ἐπὶ τοῦ ἄλλου «ἐθνάρχη» τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου, μὲ συνήγορον ἕναν ἄλλον ὁμόνοόν του τὸν Γιάννη Κουτσοχέρα καὶ μὲ τροπολογία τοῦ Ἐλ. Βερυβάκη. 


Αὐτὴ ἡ μεταμεσονύκτια ὕπουλη καὶ αὐθαίρετος ψηφοφορία τῶν λίγων ἐναπομεινάντων -περὶ τοὺς 30- στὴν Βουλή (καθῶς οὔτε γιὰ τὰ προσχήματα δὲν ἐρωτήθησαν ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Φιλοσοφικὲς Σχολές, Ἑταιρεῖες Φιλολόγων, Λογοτεχνῶν κλπ· ἀλλὰ καὶ ὅσοι γνωστοὶ διεφώνουν, ὅπως π.χ. ὁ Ἐλύτης, ὁ Καστοριάδης, ὁ Ἀποστολίδης, ἐθεωροῦντο παρωχημένοι) εἶχε ὀλέθριες συνέπειες. 

Διότι μὲ τὴν μεταρρύθμισιν αὐτὴν δὲν ὡδηγήθη ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ μόνον στὴν μονοτονία, καταστρέφοντας τὴν προσωδία της καὶ τὴν σαφήνειά της, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀτονία, καθῶς ἡ νέα αὐτὴ ῥύθμισις ποὺ ἔγινε ἔπειτα ἀπὸ 2000 καί χρόνια ὑπαγόρευε πὼς οἱ μονοσύλλαβες λέξεις δὲν θὰ τονίζονται, οὔτε καὶ οἱ λέξεις ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ ἀφαίρεσιν ἤ ἔκθλιψιν καὶ δὲν προκύπτει ἀνάγκη ὑπερτονισμοῦ (π.χ. θα 'ρθω)! 

Καὶ καταντήσαμε καὶ στὸ ἀκόμα γελοιότερον (ἄν καὶ ἡ κατάστασις εἶναι περισσότερον γιὰ κλάματα, παρὰ γιὰ γέλια) νὰ μὴ τονίζονται οὔτε τὰ ποῖος/ποιός-α/ά, -ο/ό, ποὺ ἀκόμα καὶ ἕνα νήπιον ἐνστικτωδῶς καὶ μόνον καταλαβαίνει καὶ τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ τόνου καὶ τὴν διάρκεια ὅταν ῥωτᾶ τὶς ποῖος, καὶ τὸ μεταγενέστερον ὀξὺν τόνον καὶ ἀγωνία μαθήσεως τοῦ ποιόοος; · ἄλλοι «φιλόλογοι» ἔχουν καταργήσει καὶ τὸν τόνον στὸ τί;· καὶ γενικῶς ἐπικρατεῖ μία ἀσάφεια καὶ μπέρδεμα στὴν λογικοτάτη ὅλων ἑλληνικὴ γλῶσσαν, καθῶς τῆς ἀφαίρεσαν (καὶ μὲ αυτὸν τὸν τρόπον) κομμάτι τῆς λογικῆς, σοφίας καὶ προσωδίας της! Κατέληξαν οἱ μαθητὲς νὰ παπαγαλίζουν παραλόγους κανόνες, ποὺ λογικῶς ὁ ἐγκέφαλός τους δὲν μπορεῖ νὰ χωνεύσει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σιχαίνονται ὅ,τι δὲν κατανοοῦν καὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν γλωσσῶν, τὴν ἴδια τους τὴν μητρική. 

Τὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῆς καταστροφῆς ποὺ συνετελέσθη ἐκείνη τὴν νύχτα τῆς 11ης Ἰανουαρίου εἶναι πολλά. 

Κατ' ἀρχὰς πλέον μὲ τὴν κατάργησιν τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τὴν καθιέρωσιν τοῦ μονοτονικοῦ-ἀτονικοῦ ἀδυνατεῖ κανεὶς νὰ κατανοήσει τὸ ἀκριβὲς νόημα διαφόρων λέξεων καὶ φράσεων. Ὅταν γιὰ παράδειγμα κάποιος γράψει «Η Ελένη θύμωσε με την αυθάδεια της αδελφής της Μαρίας», ἀναρωτιέται ὁ ἀναγνώστης μὲ τί/ποιόν (καὶ ὄχι «με τι/ποιον») θύμωσε ἡ Ἑλένη· μὲ τὴν αὐθάδεια τῆς ἀδελφῆς τῆς Μαρίας; ἤ μὲ τὴν αὐθάδεια τῆς ἀδελφῆς της Μαρίας; 

Πῶς θὰ πιάσει τὸν ἡρωικὸν παλμὸν ὁ ἀναγνώστης ὅταν διαβάσει τὸ «Εις οιωνός ἀριστος αμύνεσθαι περί πάτρης»; 

Δὲν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ δυσαναγνωσία ποὺ πλήττει τὴν πλειονότητα τῶν μαθητῶν σήμερα, οἱ ὁποῖοι κάθε 3 λέξεις σταματοῦν τὴν ῥοὴ τοῦ λόγου τους γιὰ νὰ κατανοήσουν τί διαβάζουν! 

Ὅταν κάποιος γράψει «όρος» θὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ ἀναγνώστης ἄν ἐννοεῖ ὅρος ἤ ὄρος; Ὅταν γράψει «ώρα», ἄν ἐννοεῖ ὥρα ἤ ὤρα; 

Δὲν συζητάμε κὰν γιὰ τὸ τελικὸν -ν, ποὺ πλέον γιὰ νὰ ξεχωρίσει κανεὶς τὸ ἀρνητικόν μόριον (τὸ ὁποῖον ἐπίσης ἔχουν κυριολεκτικῶς πετσοκόψει κάνοντάς το «δε», ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ λέγουν φωνῆεν, ψιλὸν ἄφωνον, δίφθογγος, διπλὸ γράμμα...), ἀπὸ τὸ πρόσφυμα καὶ τὸν σύνδεσμον πρέπει νὰ τὸ δηλώσει μὲ κόμμα ἤ κάπως ἀλλοιῶς τέλος πάντων. Ἤ τὸ τελικὸν -ν στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου, ποὺ τὸ κατήργησαν κι αὐτὸ κι ἀκοῦει κανεὶς κάτι δυστυχήματα, ὅπως «το Γιώργο, τη δασκάλα»... 

Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτὸ βεβαίως τὸ πρόβλημα ποὺ προκύπτει μὲ τὴν κατάργησιν ὁλοκλήρων κεφαλαίων τῆς «ἀρχαίας γραμματικῆς». 

Πῶς νὰ ἐξηγήσει ὁ καθηγητής γιατί δὲν λέγεται κατηγητής, γιατί λέει στὸ παιδὶ νὰ παπαγαλίσει κάτι ἀλλοπροσάλλους κανόνες τονισμοῦ, τὸ γνωστόν «πότε κατεβαίνει ὁ τόνος στὰ νέα ἑλληνικά;» ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ λογικὴ ἀνάγκη προσωδίας, θέμα ἐπιλογῆς καὶ ἐλευθέρας βουλήσεως· 

πῶς νὰ τοῦ ἐξηγήσει γιατὶ πρέπει νὰ γράφει «η ψυχ-ή, της ψυχής», ἀλλὰ «η δύναμ-η, της δυνάμεως»; Γιατί ἐνῶ ἔμαθε «η θάλασσα, της θάλασσας/ η τράπεζα, της τράπεζας» φθέγγει «εἴδη θαλάσσης/ στρογγυλῆς τραπέζης»; Γιατί λέει «ἐν ψυχρῷ, ἐν δράσει» κι ὄχι «εν ψυχρό, εν δράση»; 

Γιατί πρέπει νὰ παπαγαλίσει κάτι νεολογισμούς, τοῦ τύπου «πότε ἀκολουθεῖ ἠχηρὸν καὶ πότε ἄηχον σύμφωνον τὰ αυ/ευ» καὶ νὰ μάθει ἐπίσης παπαγαλία τὶς ἐξαιρέσεις; Γιατί ἐφ' ὅσον τὸ στερητικὸν ἀ- μπροστὰ ἀπὸ φωνῆεν γίνεται ἄν-, πρέπει νὰ λέγει «ἄοπλος, ἀήττητος, ἄωρος-ἄγουρος κοκ»; Γιατί τὸ «ἀπορρέω» θέλει δύο ρ, ἐνῶ τὸ «ἐκρέω» ἕνα; Γιατί λέμε ἐφάπτω, ἀλλὰ ἐπαφή, καχεξία, ἀντέχω καὶ μέθεξις, ἀλλὰ κακέκτυπον, ἀνθεκτικὸς καὶ μετέχω; Γιατί ἀνθέλλην, ἀλλὰ ἀντεθνικός; Γιατὶ λέμε ὁ συνήθης, ἀλλὰ τὸ σύνηθες; 

Γιατί πρέπει νὰ ἀπωλέσει τὸ ὁρμέμφυτόν του, ποὺ τοῦ ὑποδεικνύει πὼς ἡ γλῶσσα εἶναι θέμα ἐμπειρικόν, ποὺ τὴν νιώθεις καὶ τὴν ζεῖς, τὴν ἀντιλαμβάνεσαι διὰ τῆς λογικῆς καὶ ὄχι μὲ ὑποδείξεις, διὰ τῆς ἀποστηθίσεως. 

Πῶς θὰ ἐξηγήσει ἕνας καθηγητὴς στὸν μαθητήν του τί ἐστὶ μετρικὴ καὶ προσωδία καὶ τί θὰ καταλάβει ὁ μαθητής, ὅταν ὁ διδάσκων τοῦ μιλήσει γιὰ τὸ δακτυλικὸν ἑξάμετρον τοῦ Ὁμήρου, ὅταν ὁ πρῶτος δὲν ἔχει διδαχτεῖ τί ἐστὶ μακρότης καὶ τί βραχύτης; 

Καὶ πῶς νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἀφώνων ποὺ κάνει ἐνστικτωδῶς καὶ ἀκουσίως, ἰδίως ὅταν φθέγγεται στὴν ντοπιολαλιά του; Γιὰ τὴν ὁποία ντοπιολαλιὰ δυστυχῶς πολλοὶ ἔχουν πεισθεῖ πὼς πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουν καὶ ντρέπονται! 

Δὲν εἶναι καθόλου τυχαία οὐτε ἡ λεξιπενία ποὺ πλήττει ἅπαντες λίγο-πολὺ τοὺς μαθητές· ποὺ ἔχουμε φτάσει ἡ τελειοτέρα γλῶσσα νὰ μὴ γίνεται πλέον κατανοητή, νὰ μὴ συνδέεται ἡ διάνοια τῶν μαθητῶν μὲ τὴν ἐκφορὰ λόγου, τὸ σημαινόμενον μὲ τὸ σημαῖνον. Κι ὅταν χαθεῖ αὐτό, ὅταν παύσει δηλαδὴ ἡ γλῶσσα νὰ ἐκφράζει τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα, δὲν ἀργεῖ νὰ χαθεῖ ὁ Λόγος, ἡ ῥητορία, ἡ πολυπλοκότης τῆς σκέψεως καὶ νὰ κατασταθεῖ μία γλῶσσα συμβατικὴ σὲ νόες ἠλιθίων μαζανθρώπων. 

Ἔχουν καταντήσει οἱ μαθητές καὶ δὴ οἱ ἐξεταζόμενοι σὲ πανελλήνιον ἐπίπεδον νὰ πρέπει νὰ τοὺς ἐπεξηγηθοῦν λέξεις ὅπως : τέθριππον, ὑφάλμυρος, ἀποτύπωμα, ἐνίοτε, ἀνεκδιήγητος, κάθειρξις, συγκεχυμένος...

Καὶ πῶς νὰ διασώσεις ἱστορία, ὅταν ἔχεις χάσει τὴν κατανόησιν τῆς γλώσσης σου καὶ ὅτι αὐτὴ συνεπάγεται; Πῶς θὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ διάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς καὶ τὸ γλωσσικόν τους ταξίδι, τὸ πῶς ἐξεβαρβαρίσθησαν στὰ στόματα ἀλλοθρόων, μὲ τὸν καιρόν, ἀνθρώπων; 

Πῶς ἡ ἑλληνικὴ γονιμοποίησε τὸν παγκόσμιον λόγον καὶ εἶναι ἡ Μῆτρα, ὅταν π.χ ὁ μαθητὴς ἔχασε τὴν δασύτητα τοῦ ὑ, τοῦ ῥ καὶ δὲν κατανοεῖ ὅτι τὰ hyper/ super, frigo/freddo, have ποὺ τὸν ἔμαθαν νὰ φθέγγει μιμούμενος βαρβαρομύθους, δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ «ὑπέρ, ῥιγῶ, ἅπτω» καὶ δὲν ἀνάγονται σὲ καμμία ἀνύπαρκτη κι ἀμαρτύρητον Ι.Ε. ῥίζα, ἀλλὰ στὴν δική του ὑπαρκτὴ καὶ παναρχαία; 

Τί ὑποβιβασμὸς γιὰ τὸν Ἕλληνα νὰ καταντήσει νὰ παραλογίζεται καὶ νὰ ὑποβιβάζει μιὰ τέτοιαν γλῶσσα; Νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν ἀνορθογραφία ὡς ἀδυναμία στὴν ἐπίδοσίν του κι ὄχι ὡς ἐκμαυλισμὸν τῆς διανοίας του; Ὁποία ντροπὴ νὰ τοῦ δόθηκε τιτάνια γλῶσσα καὶ νὰ νιώθει νάνος, τερπόμενος ἀπὸ ἐκβαρβαρισμένα, συμβατικὰ δύσθροα βάγματα! 

Καὶ πῶς ἐπιτέλους αὐτὸς ὁ τόπος θὰ ἀναβιώσει τὴν αἴγλην του καὶ τὸ μεγαλεῖον του, θὰ ξαναφυτρώσει διανοουμένους, φιλοσόφους καὶ ποιητές; Πῶς νὰ ποιήσεις τὸ ὁτιδήποτε καὶ πῶς νὰ περισυλλογιστεῖς βαθέως ὅταν δὲν ἔχεις πρῶτες ὕλες-λέξεις; Ὅταν ἡ διάνοιά σου δὲν ἐκφράζεται ἐπακριβῶς, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ ἐπικοινωνήσεις οὔτε κὰν τὶς ἀποχρώσεις τῆς ψυχικῆς σου διαθέσεως; 

Καὶ γιὰ νὰ προλάβω ὅσους θὰ ποῦν «μὰ οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔγραφαν μὲ τόνους καὶ πνεύματα», πρέπει νὰ γραφτεῖ πὼς πράγματι πρὶν τὸν Ἀριστοφάνη Βυζάντιον, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε σήμερα «πολυτονικόν» δὲν ἀπετυπώνετο στὰ γραπτὰ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Διότι οἱ ἄνθρωποι τότε, καὶ πολὺ πρὶν διαδοθεῖ ἡ γλῶσσα μας καὶ στοὺς βαρβαρομύθους τῆς Οἰκουμένης μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἤξεραν καὶ ἀπὸ ἁρμονία καὶ μουσική, κατενόουν τὴν προσωδία· ἡ διάνοιά τους συνεδέετο καὶ ἐξεφράζετο ἀπολύτως καὶ μὲ σαφήνεια μὲ τὴν γλῶσσα καὶ γι' αὐτὸ ἄλλωστε αὐτοὶ οἱ νόες δὲν εἶχαν ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιήσουν διαστήματα μεταξὺ τῶν λέξεων, σημεῖα στίξεως ποὺ θὰ διευκόλυναν τὴν κατανόησιν τῶν κειμένων καὶ τὴν ἐπεξεργασία των. Δὲν εἶχαν χάσει τὸ δίγαμμα ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ ὅταν κατηργήθη αὐτὸ τὸ 403 π.κ.ἐ. ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου, ὑπὸ τὴν εἰσήγησιν τοῦ Ἀρχίνου, ἀντικατεστάθη στὶς δασυνόμενες λέξεις μὲ τὸ Η, τὸ ὁποῖον κατέληξε ἀργότερα νὰ διασπαστεῖ σὲ δασεῖα καὶ ψιλήν. Ἤξεραν πότε νὰ ὀξύνουν, πότε νὰ βαρύνουν καὶ πότε νὰ περισποῦν. 

Ἡ διδασκαλία τῆς μουσικῆς-ἁρμονίας, ἀλλὰ καὶ τῆς βαθείας σοφίας τῶν ἐτύμων μας ἦταν ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων ἑνὸς γονέως, ὥστε νὰ μὴ κατασταθεῖ τὸ τέκνον του ἀνάρμοστον καὶ ἄμουσον· ὥστε ἡ γλῶσσα καὶ τὰ κείμενα νὰ γίνουν τὸ ἐργαλεῖον προσεγγίσεως τοῦ Ἀγαθοῦ καὶ τῆς Ἀρετῆς, ἔννοιες καὶ ἀξίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀπέχουμε διόλου τυχαίως σήμερα. 

Ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκόμη προκύψει ἡ τόσο μεγάλη ἀνάγκη ἀντιγραφῆς ἀπείρων κειμένων σὲ μικρὸ χρονικὸν διάστημα, ὅπως συνέβη ἀργότερα μὲ τὶς συγκροτημένες καὶ καθ' ὅλα πλέον ὀργανωμένες ἑλληνικὲς βιβλιοθῆκες ἀνὰ τὸν κόσμον.

Ὅταν λοιπὸν φτάσουμε διανοητικῶς καὶ πάλι σὲ τέτοιον γλωσσικὸν καὶ πνευματικὸν ἐπίπεδον, ὥστε νὰ μὴ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, ὡς στοὺς ἀλλοθρόους τὰ τονικὰ σημεῖα, τὰ διαστήματα καὶ καταφέρουμε νὰ παίξουμε τὴν μουσικὴ ἄνευ μουσικοῦ φυλλαδίου, τῆς παρτιτούρας ποὺ λέγουν οἱ μουσικοί σήμερον, τότε ἄς ξανασυζητηθεῖ τὸ θέμα. Ἄν καὶ τότε δὲν θὰ ἀπασχολοῦν τέτοια θέματα, καθῶς ὅλοι πλέον θὰ ἔχουν κατανοήσει μὲ τί ἀνώτερον καὶ ἐξέχον ἐργαλεῖον προγραμματισμοῦ ἐγκεφάλου ἔχουν προγραμματιστεῖ. 

Ὅταν ὅμως ἔχουν καταντήσει γενιὲς ὁλόκληρες διαμορφωμένων καὶ μορφωμάτων νὰ μὴ μποροῦν ὄχι Ὅμηρον, ἀλλὰ οὔτε καὶ κείμενον στὴν ἀττικὴ διάλεκτον νὰ ἐννοήσουν, πολλάκις δὲ οὔτε καὶ τὸ λεξιλόγιον συγχρόνων συγγραφέων-ποιητῶν τοῦ τελευταίου αἰῶνος· πράγματα ἁπλᾶ γιὰ ἕναν ἑλληνόπαιδα τοῦ 19ου αἰ., ποὺ ἀκόμα καὶ «ἀμόρφωτος, ἀγράμματος» δέκα οὐσιώδη καὶ βασικὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσης μας, καμπόσους ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὰ συγγράμματά τους τὰ ἤξερε, μερικοὺς στίχους ἀπὸ ἀρχαῖες τραγωδίες καὶ ῥητὰ τὰ διαιώνιζε· 

τὴν ἴδια ὥρα ποὺ σήμερα πλεῖστοι τῶν Ἑλλήνων δὲν γνωρίζουν 3 τραγωδίες τοῦ Σοφοκλέους, καὶ ποιός ἔγραψε, τί; δὲν γνωρίζουν οὔτε τοὺς τίτλους τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος καὶ τὰ πονήματα τοῦ Ἀριστοτέλους, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι φιλόσοφοι ποὺ οἱ περισσότεροι γνωρίζουν, κι αὐτοὺς ὀνομαστικῶς! δὲν ξέρουν 2-3 πράγματα περὶ μετρικῆς, περὶ βασικῶν καὶ τεραστίων σὲ σημασία γεγονότων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ἀρχιτεκτονικῆς, φιλοσοφίας, ὅταν ἡ χρονικὴ καὶ συλλαβικὴ αὔξησις γίνει ἀντιληπτὴ ὡς ξεπερασμένον κατάλοιπον· ὅταν ὁ μέσος Ἕλλην ἀγνοεῖ ὄχι τὸ πῶς ἡ γλῶσσα του γονιμοποίησε τὸν παγκόσμιον λόγον, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν διαφορὰ μεταξύ τρώγω, πατέομαι, λαιμάσσω, λάπτω, δορπέω καὶ ἐσθίω· ὅταν ἀντιλαμβάνεται τὸ Θουκυδίδειον-Περίκλειον «Φιλοκαλοῦμεν τε γάρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας» ὡς εὐτελὴς καὶ... μαλακός· ὅταν δὲν μπορεῖ οὔτε κὰν νὰ ἐννοήσει τὴν διαφορὰ ῥήματος καὶ ὀνόματος, ὀριστικῆς καὶ ἀπαρεμφάτου, μετοχῆς καὶ ἐπιθέτου κοκ· ὅταν θέλει εἰδικὴ ἐξήγησιν καὶ ἐπιχειρηματολογία γιατί πρέπει νὰ ὀρθογραφεῖ, γιατί πρέπει νὰ ἐρευνᾶ σὲ ἁπτὲς καὶ ὑπαρκτὲς πηγὲς καὶ νὰ βασίζεται σὲ ἱστορικῶς ἀποδεδειγμένα στοιχεῖα καὶ ὄχι τὶς φαντασιώσεις-ὀνειρώξεις τοῦ κάθε καλοπληρωμένου παραχαράκτου γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ; ὅταν ἀντιμετωπίζει τὴν ὑπογεγραμμένη ὡς κόμμα σὲ λανθασμένη θέσιν ἤ τὸν ξενίζει τὸ προσγεγραμμένον ἰώτα στὶς ἐπιγραφές, τότε γιὰ ποία σύγκρισιν τολμοῦν καὶ ὁμιλοῦν; 

Καὶ ναί, γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ ἀκόμη περισσότερα φταίει ἡ «πρόοδος» τῆς ἁπλοποιήσεως καὶ τῶν «μεγάλων» γλωσσικῶν μεταρρυθμίσεων ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τοὺς «τεραστίους ἐπιστήμονες». 

... 

Κάποτε εἶχε τεθεῖ τὸ ἴδιο ἐρώτημα περὶ καταργήσεως τοῦ πολυτονικοῦ στοὺς Γάλλους σχετικῶς μὲ τοὺς διαφόρους τόνους τους (accent aigu, grave, circoflexe), μὲ τὴν ἴδια δικαιολογία ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς κι ἐδῶ, «ὥστε νὰ μὴ κουράζονται οἱ μαθητές» (ἐν τῷ μεταξὺ κουράζονται πολλαπλῶς καὶ στὸ τέλος δὲν μαθαίνουν καὶ τίποτα!, καθῶς οἱ ἐπιβεβλημένοι σύγχρονοι κανόνες γραμματικῆς ἀντικρούουν καὶ ἀντιμάχονται τὴν ἴδια τὴν λογική. Μαζεύονται ἁπλῶς 45 λεπτὰ σὲ μία τάξιν 30 νοματέοι γιὰ νὰ ἀκούσουν κάποιον νὰ τοὺς ἀραδιάζει, θέλοντας καὶ μή, βαρβαρομυθίες, βαρβαροφροσύνες καὶ 20 γραμματικοσυντακτικοὺς κανόνες πρὸς ἀποστήθισιν γιὰ νὰ «γράψουν στὶς ἐξετάσεις καὶ νὰ διαπρέψουν στὴν ζωή τους» )! 

Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ διάφορες ἁπλουστεύσεις καὶ στὴν γαλλικὴ γραμματική, καὶ ἐφ' ὅσον εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ χάλι καὶ τὴν ἀσάφεια ποὺ ἐδημιουργεῖτο στὴν γλῶσσα τους, ἐπανέφερε ἡ γαλλικὴ Ἀκαδημία τὸν παλαιὸν τονισμόν -ἀκόμη καὶ τὸ circoflexe, καθῶς τοὺς ὑπεδείκνυε τὴν πρώιμη μορφὴ τῆς γλώσσης τους καὶ τὴν ὀρθὴ ἐτυμολογία!-. 

Τὸ σκεπτικόν τους ἁπλόν· καλλίτερα μιὰ γενιὰ νὰ «ταλαιπωρεῖται» καὶ νὰ ὀξύνει τὸν ἐγκέφαλόν της, μαθαίνοντας κάτι νέον (ποὺ τὸ ξέρουν ὅλοι), παρὰ ὅλες οἱ προηγούμενες γενιὲς νὰ ξεμάθουν αὐτὰ ποὺ ξέρουν γιὰ νὰ μὴ «κουραστοῦν» οἱ νέες. Τὸ «κουραστοῦν» πάντοτε ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, διότι ὡς κούρασις γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ νοητικὴ ἐπεξεργασία, διεργασία καὶ ἀντίδρασις στὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ τὸν σύγχρονον τηλεορασάνθρωπον μαζικῆς παραγωγῆς! Τί νὰ ποῦν καὶ οἱ Ἰάπωνες καὶ οἱ Κινέζοι δηλαδὴ ποὺ μαθαίνουν ἀπὸ μῶρα χιλιάδες ίδεογράμματα; 

... 

Ἀκολουθεῖ ἡ γνώμη ἑνὸς ἐκ τῶν ἀκραίων δημοτικιστῶν ποὺ ἦταν τότε στὴν ἐπιτροπὴ καταργήσεως τοῦ πολυτονικοῦ, αὐτὴ τοῦ Ἑμ. Κριαρᾶ, ὁ ὁποῖος γιὰ την βοήθειά του στὴν ἁπλοποίησιν τῆς γλώσσης, μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, ἐτιμήθη καὶ θεωρεῖται ἀκόμη «μεγάλος ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων»! 

Ὁ Κριαρᾶς ἐκτὸς ἀπὸ δημοτικιστὴς καὶ μονοτονιστὴς ἦταν ὑπέρμαχος καὶ «τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἀπὸ μετάφρασιν». Γι' αυτές, καὶ ὄχι μόνον, τὶς θέσεις του εἶχε ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴν χοῦντα. Στὴν ἀρχὴ εἶχε διένεξιν γιὰ τὸ θέμα τῆς δημοτικῆς μὲ διαφόρους γνωστοὺς τῆς ἐποχῆς του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Μπαμπινιώτης, ὁ ὁποῖος βεβαίως παρὰ τὶς διαφωνίες του καὶ γιὰ τὴν δημοτική, ἀλλὰ ἀργότερα καὶ γιὰ τὸ πολυτονικόν, στὸ τέλος συνεφώνη στὰ πάντα καὶ μέχρι σήμερα γράφει τὰ λεξικά του καὶ γενικῶς τὰ πονήματά του σὲ δημοτικὴ καὶ μονοτονικόν, ἀναλόγως τοὺς ἑκάστοτε κανόνες (τοὺς μικροδιαφοροποιοῦν κατὰ καιρούς, καθῶς ἡ γλῶσσα τοὺς ἐκδικεῖται καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴν προσαρμόσουν στὶς ἀνάγκες ποὺ συνεχῶς γεννῶνται, λόγῳ τῆς χασμωδίας ποὺ οἱ ἴδιοι δημιούργησαν). Εἰ δὲ μὴ θὰ ἦταν κι αὐτὸς ἕνας «παρωχημένος συντηρητικός», ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν θὰ τὸ ἤξερε κανείς. Ἀντιθέτως σήμερα ὁ Μπαμπινιώτης θεωρεῖται «ἄρχων διδάσκαλος τοῦ γένους» καὶ ἔχει ἑδραιώσει καὶ συνδέσει τὸ ὄνομά του μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλωσσολογίας, διδάσκοντας τὶς ἰνδοευρωπαϊκὲς ἀνοησίες καὶ αὐθαιρεσίες μὲ μεγάλη ἐπιτυχία! 

... 

Τὴν καταστροφικὴ ἀλλαγὴ λοιπὸν τῶν Καραμανλῆ-Ῥάλλη στὴν γλῶσσα μας, ὁ προαγωγὸς Κριαρᾶς τὴν ὑπεδέχθη μὲ μεγάλη χαρά καὶ ἐθεώρει ἐσφαλμένη τὴν ἐπαναφορὰ τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἐκ τοῦ πρωτοτύπου, ποὺ συνέβη άργότερα. Ἀκόμα ἦταν ψυχαρικὸς καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς εἰσαγωγῆς ξένων λέξεων στὴν ἑλληνική, ἐνῶ συνάμα ὑπερδιετείνετο πὼς «ἡ καθαρεύουσα καὶ τὰ ἀρχαῖα στὸ γυμνάσιο θάβουν τὴν ἑλληνική». Ὑπεστήριζε πὼς τὰ «ἀρχαῖα καὶ τὰ νέα εἶναι δύο διαφορετικὲς γλῶσσες» (ὁ λέγων ὀφθαλμίατρος καὶ ὁ λέγων μάτι, ἤ ὁ λέγων ὠτορινολαρυγγολόγος μὲ τὸν λέγοντα αὐτιά, μύτη ὁμιλοῦν ἐν ὀλίγοις ἄλλη γλῶσσα! ). 

Ὅταν ἀργότερα συμπεριελήφθη στὸ ψηφοδέλτιον Ἐπικρατείας τοῦ ΠΑΣΟΚ γιὰ τὶς βουλευτικὲς ἐκλογὲς τοῦ 2009 καὶ σὲ συνάντησίν του μὲ τὸν Γ. Παπανδρέου, ζήτησε νὰ καταργηθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς στὸ Γυμνάσιον... 

Κι ὅμως τέτοιοι «ἐπιστήμονες» χαίρουν τιμῶν γιὰ τὸ «τεράστιον ἔργον τους»· Αὐτοὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ γνωστοί, τιμημένοι καὶ «μεγάλοι» ἐθεωροῦντο καὶ θεωροῦνται οἱ γλωσσαμύντορες τῆς γλώσσης μας, στὰ λεξικὰ καὶ τὰ συγγράμματα τῶν ὁποίων ἀνατρέχουν πλεῖστοι Ἕλληνες, γιὰ νὰ διδαχθοῦν τὸ κατὰ τὰ ἄλλα γλυκόν μας φώνημα καὶ γιὰ νὰ ἐπιχειρηματολογήσουν γιὰ τὰ διάφορα φιλολογικὰ θέματα...Πῶς νὰ μὴ καθιερωθοῦν οἱ σύγχρονες ἀντιεπιστημονικὲς ἀηδίες καὶ αὐθαιρεσίες, μ' αὐτοὺς διαχρονικῶς στὰ ἡνία τῆς γλώσσης καὶ ἀπάτριδες, ἐπήλυδες στὰ ἡνία τῆς ἐξουσίας; 

«Κι ἐλευτερωθήκαμεν ἀπ' τοὺς Τούρκους κι ἐσκλαβωθήκαμεν σὲ ἀνθρώπους κακορίζικους, ποὺ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης», Ἀπομνημονεύματα, Α', 9, Ι. Μακρυγιάννης. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ