Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον, Φ-Ω)

Συνεχίζει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης στὴν «Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία» (τομ. Β', κεφ. Δ') περὶ τῆς Ἀθηνᾶς : 

«Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν νέαν, ὡραίαν, ὄμματα γλαυκὰ* ἔχουσαν καὶ περικεφαλαίαν εἰς τὴν κεφαλήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκάθητο ἡ Γλαύξ· ἐνίοτε δὲ καὶ ἡ Σφίγξ· εἰς τὸ στῆθος εἶχε θώρακα, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον ἡ Αἰγὶς καὶ εἰς τὴν μέσην τῆς Αἰγίδος ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης· ἐνίοτε δὲ ἔγραφον τὴν Αἰγίδα καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, εἰς τὴν ἀσπίδα αὐτῆς. 

Καὶ εἰς μὲν τὴν δεξιὰ χεῖρα εἶχε τὸ δόρυ, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν τὴν ἀσπίδα· τὸ δὲ φόρεμα αὐτῆς ἦτον κυανοῦν (γαλάζιον)· πλησίον δὲ αὐτῆς ῆτον φυτὸν ἐλαίας καὶ ἡ γλαὺξ καθημένη. Τὸ ὄρνεον τοῦτο ἦτον ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὡς σύμβολον ὀξυδερκείας καὶ προσοχῆς· ἐπειδὴ ἀγρυπνεῖ τὴν νύκτα, βλέπει καὶ ὀξυδερκῶς· οἰκεῖα ἄρα ταῦτα εἰς τὴν πολιοῦχον Ἀθηνᾶν, ἡ ὁποία ἦτον φύλαξ τῶν πόλεων ἄγρυπνος καὶ μάλιστα τῶν Ἀθηνῶν· ἔτι δὲ ἦτον καὶ ἐπιχώριον τὸ ὄρνεον τῆς Ἀττικῆς, διαιτώμενον μάλιστα κατὰ τὸ Λαύρειον, ὅπου ἦταν μέταλλα χρυσοῦ· ὅθεν καὶ ἡ παροιμία «γλαύκας ἐς Ἀθῆναν κομίζειν»*1· ἡ δὲ Σφίγξ εἶναι σύμβολον αἰνίγματος· ἄρα τὰ αἰνίγματα προβάλλονται καὶ λύονται ὑπὸ τῆς σοφίας. 

Ὁ δὲ Φειδίας ἐζωγράφισε καὶ δράκοντα πλησίον αὐτῆς, αἰνιττόμενος ὅτι ἡ παρθένος ἔχει χρείαν φυλακῆς· ἐπειδὴ ὁ δράκων εἶναι σύμβολον φύλακος· ἄλλοι δὲ νομίζουσιν ὅτι ὁ δράκων ἐκεῖνος σημαίνει τὸν Ἐριχθόνιον υἰὸν τῆς Ἀθηνᾶς*2, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη τοιοῦτος. Εὑρέθη δὲ καὶ ἄλλως διαφόρως ἐζωγραφισμένη, ἔχουσα εἰς τὴν περικεφαλαίαν, πότε ἀλεκτρύονα*3 καὶ πότε δύο γρύπας, τὰ ὁποῖα εἶναι ὄρνεα πολεμικά· εἰς τὴν Κορώνην δὲ τῆς Μεσσηνίας ἐκράτει κορώνην εἰς τὴν χεῖρα· δηλαδὴ τὴν πόλιν». 


* Ὁ Πλούταρχος στὴν 24η παράγραφον τοῦ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» σχετίζει τὴν σελήνη καὶ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ :

«...οὔτω τὴν σελήνην, Ἀθηνᾶν λεγομένην καὶ οὖσαν...».

Ἴσως μὲ αὐτὰ δεδομένα νὰ ἐξηγεῖται καὶ τὸ προσωνύμιον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς «γλαυκῶπις» καθῶς καὶ πάλι στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου (21) μαθαίνουμε πὼς ὅταν γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης κοντὰ στὴν αὐγή, παίρνει χρῶμα γαλανὸ καὶ λαμπερόν, γι' αὐτο καὶ οἱ ποιητὲς καὶ ὁ Ἐμπεδοκλῆς τὴν χαρακτηρίζουν «γλαυκῶπιν», (ἐκ τοῦ γλαύσσειν = ἀστράπτω + ὤψ = ὀφθαλμός. Ἡ διαθέτουσα ἀπαστράπτοντας ὀφθαλμούς. «Διὰ δὲ τῆς ὄψεως καὶ τὸ τῆς διανοίας πυρῶδες ὁρᾶται τῆς θεοῦ», Ἀπολλώνιος).

«πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ λάμπεται, ἐν δ' ἄρα μέσσῃ γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται ἠύτε κούρης ὄμμα καὶ ὑγρὰ μέτωπα. τὰ δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν», Ἀγησιάναξ, Περὶ τοῦ τῆς σελήν. ἐμφαιν. προσώπ, 2, Πλούταρχος

( =Ὁλόκληρη περίγυρα λάμπει μὲ φωτιά, μέσα της πιὸ γαλανὸ ἀπὸ πέτρα κυανὴ φαίνεται μιᾶς κόρης τὸ μάτι καὶ τὸ ὑγρόν της μέτωπον. Κυττάζοντάς την μοιάζει μὲ πρόσωπον).  

*1 Φράσις ἡ ὁποία λέγεται γιὰ ὅσους λέγουν ἤ πράττουν κάτι σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ νεόν, κατόρθωμα, ἐνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας εἶναι εὑρέως γνωστὸν καὶ κοινότυπον. 

«γλαῦκ' Ἀθήναζε, παροιμία ἐπὶ τῶν μάτην τι πραττόντων, ὥσπερ εἰ γλαῦκας Ἀθήναζε ἄγοι. πληθύουσι γὰρ ἐνταῦθα γλαῦκες», Ἡσύχιος. 

*2 Κατὰ μία ἐκδοχὴ ὁ Ἐριχθόνιος ἐγεννήθη ὅταν ὁ Ἥφαιστος προσπάθησε νὰ βιάσει τὴν Ἀθηνᾶ. Ἡ  Ἀθηνᾶ ὅμως τὸν ἀντιμετώπισε καὶ διέφυγε τὸν βιασμόν, παραμένοντας παρθένος. Ὁ Ἀπολλόδωρος περιγράφει (Βιβλιοθήκη, Γ', 14,6) τὸν μύθον ὡς ἑξῆς: πὼς ὁ Ἥφαιστος ἐγκαταλελειμένος ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη, ἐπεθύμησε τὴν Ἀθηνᾶν, ἡ ὁποία τὸν ἀπέκρουσε καὶ ὁ θεὸς τοῦ πυρὸς ἐξεσπερμάτισε στὸ πόδι τῆς θεᾶς τῆς σοφίας, ἡ ὁποία μυσαχθεῖσα ἔπιασε ἔριον (κομμάτι μαλλιοῦ) καὶ σκούπισε τὸ σπέρμα πετώντας τό στὴν Γῆ (χθών), ἐκ τῆς ὁποίας ἐγεννήθη ὁ Ἐριχθόνιος ( < ἔριον + χθών). 

Ἐπίσης ὁ Ἐριχθόνιος εἶχε υἰὸν τὸν Πανδίονα (ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ὁποίου ἦλθεν ἡ... Δήμητρα-δημητριακά καὶ ὁ Διόνυσος-οἶνος στὴν Ἀθήνα -βιβλιοθ., Γ', 14,7, Ἀπολλόδωρος-, ἀρχαιότατες ἐποχές, πρὸ τοῦ μεγάλου κατακλυσμοῦ!), ὁ ὁποῖος, μᾶς ἐνημερώνει ὁ Ἀπολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, Γ', 14,7), πὼς γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν Λάβδακον (παπποῦ τοῦ... Οἰδίποδος), κάλεσε τὸν βασιλέα τῆς Θράκης, Τηρέα καὶ σὲ ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν βοήθειά του, τοῦ ἔδωσε ὡς σύζυγον τὴν κόρη του, Πρόκνη. Ὁ υἰὸς τοῦ Ἐριχθονίου, Πανδίων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Πρόκνη εἶχε παιδιά του καὶ τὴν Φιλομῆλα, τὸν Ἐρεχθέα καὶ τὸν Βούτην. 

Ἀπὸ τὸν Ἐρεχθέα ἐγεννήθη ὁ Κέκροψ, ἀπὸ τὸν Κέκροπα ὁ Πανδίων ὁ Β', ἀπὸ τὸν Πανδίονα τὸν Β' ἐγεννήθη ὁ Αἰγεύς, εἷς ἐκ τῶν Πανδιονίδων· καὶ ὁ Αἰγεὺς μὲ τὴν Αἴθρα ἐγέννησαν τὸν Θησέα. Ἄρα ὁ Ἀργοναύτης Θησεὺς ἦταν πεντάκις ἐγγονός τοῦ Ἐριχθονίου. 

*3 Ὁ Ἀλεκτρυὼν ἦταν φίλος τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, Ἄρεως. Ὅταν ἕνα βράδυ ὁ Ἄρης συνευρέθη μὲ τὴν Ἀφροδίτη, τὸν εἶχε βάλει νὰ προσέχει μὴ τυχὸν ἐμφανισθεῖ ὁ σύζυγος τῆς Ἀφροδίτης, ὁ Ἥφαιστος. Ὅμως ὁ Ἀλεκτρυὼν ἀποκοιμήθηκε καὶ τελικῶς ὁ Ἥφαιστος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἡλίου, ὁ ὁποῖος βλέπει τὰ πάντα, τοὺς ἔπιασε ἐπ' αὐτοφόρῳ καὶ μάλιστα τοὺς παγίδευσε καὶ μὲ ἕνα δίχτυ, τὸν ὁποῖον εἶχε φτιάξει περιτέχνως καὶ τοὺς περιέφερε μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς θεούς, ὥστε νὰ δοῦν ἅπαντες τὴν μοιχεία καὶ τὴν ἀπάτη ποὺ ἔκαναν εἰς βάρος του (βλ. καὶ ῥαψ. θ', 290, Ὀδυσσείας). 
Ὁ Ἄρης θύμωσε πολὺ μὲ τὸν φίλον του Ἀλεκτρυόνα καὶ τὸν μετεμόρφωσε στὸ ὁμώνυμον πτηνόν. Ἀπὸ τότε ὅλοι οἱ ἀλεκτρυόνες εἶναι ἀλέκτορες (στερ. ἀ + λέχος = κρεββάτι) φωνάζουν δυνατὰ πρὶν κὰν βγεῖ καλὰ-καλὰ ὁ Ἥλιος, ἀπὸ τὸν φόβον τους μὴ ξανατιμωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Ἄρη. 
Ὁ ἀλέκτωρ ἔγινε τὸ ἱερὸν πτηνὸν τοῦ Ἡλίου, ἐξ οὗ καὶ ὁ Παυσανίας γράφει («Ἑλλάδος περιήγησις», Ἡλιακά Α', 25, 9) : 

«ὅτου δὲ ὁ ἀλεκτρυών ἐστιν ἐπίθημα τῇ ἀσπίδι, Ἰδομενεύς ἐστιν ὁ ἀπόγονος Μίνω: τῷ δὲ Ἰδομενεῖ γένος ἀπὸ Ἡλίου τοῦ πατρὸς Πασιφάης, Ἡλίου δὲ ἱερόν φασιν εἶναι τὸν ὄρνιθα καὶ ἀγγέλλειν ἀνιέναι μέλλοντος τοῦ ἡλίου». 

Ὁ ἥρως τῶν Τρωικῶν, Ἰδομενεὺς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἡλίου, καθῶς ὁ πατήρ του καὶ Ἀργοναύτης, Δευκαλίων ἦταν υἰὸς τῆς Πασιφάης, τῆς κόρης τοῦ Ἡλίου. 

Ὁ κόκκορας ὡς φίλος τοῦ Ἄρεως δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι πολεμικὸς καὶ μάχιμος, ἐξ οὗ καὶ ἡ φράσις «τσακώνονται σὰν τὰ κοκκόρια», ἀλλὰ καὶ ἡ φράσις «εἶναι (σ)κο(υ)ρδισμένος γιὰ φασαρία». «Σκοροδίζω» ἀρχικῶς σημαίνει τρώγω σκόρδα καὶ εἶμαι ἕτοιμος γιὰ πόλεμον, ἄρα εἶμαι καὶ ὁργισμένος. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει στὸ λῆμμα «σκοροδίσαι» πὼς «πρὸ τῆς μάχης σκορόδοις ἀνατρῖψαι τοὺς ἀλεκτρύονας», πρὶν τὶς κοκορομαχίες ἀνέτριβον μὲ σκόρδα τοὺς κόκορες, ὥστε νὰ εἶναι μανιασμένοι γιὰ μάχη.
«Εἰς γὰρ τὸν πόλεμον φέρουσι σκόροδα», γράφει ὁ σχολιαστῆς τοῦ Ἀριστοφάνους. Ἐξ οὗ καὶ ἡ φράσις «τρώγω σκόρδα» σημαίνει «πολεμῶ, εἶμαι ἕτοιμος γιὰ πόλεμον», (βλ. Λυσιστράτη, 690). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκοροδίζω, προφανῶς ἔχει παραμείνει στὴν γλῶσσα μας τὸ «κουρδίζω κάποιον», δηλαδὴ τὸν κάνω νὰ ἐκνευριστεῖ (ἐσκορδισμένος -> σκορδισμένος -> κουρδισμένος) καὶ μᾶλλον ὄχι ἀπὸ τὸ ῥῆμα κουρδίζω ( =τεντώνω τὶς χορδὲς μουσικοῦ ὀργάνου στὸν τόνον ποὺ χρειάζεται), τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὴν χορδή. 

Μερικὰ ἀκόμα προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς εἶναι τὰ ἑξῆς : 

242. Φαλαρῖτις: ὡς ἔχουσα φάλαρα, κοσμήματα τῆς περικεφαλαίας. 

«Φαλαρῖτις, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Καλλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Γ', 380», LSJ. 

243. Φέρασπις: ὡς φέρουσα ἀσπίδα. 

«Ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη, Παλλάς», Ὕμνος εἰς Ἀθηνᾶ, Η', 7,3, Πρόκλος. 

244. Φθισίμβροτος: ἡ φονεύουσα βροτοὺς κατὰ τὴν μάχην. 

«Ἀθηναίη φθισίμβροτον», Ὀδύσσεια, χ', 297. 

245. Φιλένθεος: ἡ ταχέως ἐνθουσιαζομένη. 

«αἰολόμορφε, δράκαινα, φιλένθεος, ἀγλαότιμε», Ὀρφ. ὕμν, Ἀθηνᾶς, 11.

246. Φίλοιστρος: ἡ φιλοῦσα ἐμβάλλειν οἶστρον. 

«ὁρμήτειρα, φίλοιστρε κακοῖς, ἀγαθοῖς δὲ φρόνησις», Ὀρφ. ὕμν, Ἀθηνᾶς, 9.

247. Φοβέστρατος/ Φοβεριστράτη/ Φοβεσοστράτη: ἡ τρέπουσα εἰς φυγὴν στρατοὺς καὶ ἡ ἐμβάλλουσα φόβον εἰς αὐτούς. 

«Φοβέστρατος, προσωνυμία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς», LSJ. 

248. Φοινίκη: ὡς λατρευομένη καὶ ἐν τῇ ἑλληνικὴ Φοινίκη. 

249. Φρατρία: προστάτις τῶν φρατριῶν. 

«Ἀθηναία φρατρία», Εὐθύδημος, 302δ, Πλάτων. 

250. Φρυγία: λατρευομένη καὶ ὑπὸ τῶν Φρυγῶν, πρώην Βριγῶν. 

251. Φυγοδέμνιος: ἡ ἀποφεύγουσα τὰ δέμνια, δηλ. τὴν στρωμνήν, ἡ Φυγόλεκτρος. 

252. Φυγόλεκτρος: ὡς ἀποφεύγουσα τὸ λέκτρον, τὴν συζυγικὴν κλίνην, παρθένος οὖσα. Γράφει ὁ Εὐριπίδης: «Ἀθηνᾶ, ἥ παρθενίαν πατρὸς ἐξῃτήσατο, φεύγουσα λέκτρα», Τρωάδες, 980. 

«Γοργοφόνος, φυγόλεκτρε, τεχνῶν μῆτερ πολύολβε», Ὀρφ. ὕμν, Ἀθηνᾶς, 8. 

253. Χαλινῖτις: «περιέθεσε χαλινὸν εἰς τὸν Πήγασον, γιὰ χάριν τοῦ Βελλερεφόντου» 

254. Χαλκίοικος: ἐν Σπάρτῃ. 

«ἐπίθ. τῆς Πολιούχου Ἀθηνᾶς ἐν Σπάρτῃ ὡς ἐκ τοῦ χαλκοῦ ἱεροῦ ἐν ᾧ ἦν τὸ ἄγαλμα αὐτῆς», LSJ. 

«ναοῦ τῆς Χαλκιοίκου συνεδίωξεν Ἀθηνᾶς», Συναγ. ἱστορ. παραλλ. ἑλλην. καὶ ρωμαϊκ., 20, Πλούταρχος. 

255. Χαριεργός: «προσωνυμία τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν καλλιτεχνπων, τῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν χειρονακτῶν», LSJ. 

256. Χρύσαιγις: κατέχει χρυσῆν αἰγίδα/ ἀσπίδα. 

«χρυσαίγιδος Ἰτωνίας», Ἀπόσπ. 15,23, Βακχυλίδης. 

257. Χρυσάρματος: ὡς διαθέτουσα χρυσοῦν ἅρμα. 

«ἁ χρυσάρματος σεμνὰ μεγάθυμος Ἀθάνα», Βακχυλίδης, 13-17 

258. Χρυσεοπήληξ: ἡ ἔχουσα χρυσῆν πήληκα ( =περικεφαλαίαν). 

«Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ», Ὕμνος εἰς Ἀθηνᾶ, Η', 7,3, Πρόκλος. 

259. Χρυσῆ: ἐν Λήμνῳ. 

260. Χρυσόλογχος: ὡς διαθέτουσα χρυσῆν λόγχην. 

«χρυσολόγχου Παλλάδος», Ἴων, 9, Εὐριπίδης. 

«παγκρατὲς κόρα γλαυκῶπι χρυσόλογχε», Θεσμοφοριάζουσαι, 317, Ἀριστοφάνης. 

261. Χρυσόλοφος/ Χρυσολόφα: ἡ περικεφαλαία της φέρει χρυσοῦν λοφίον. 

«χρυσολόφα πολιοῦχε σὰς ἔσχον ἕδρας...Τριτογένεια», Λυσιστράτη, 344-7, Ἀριστοφάνης. 

«Ὀλολύζετε, ὦ γυναῖκες, ὡς ἔλθῃ θεά, χρυσῆν ἔχουσα Γοργόνα, ἐπίκουρος πόλει», Ἀπόσπ. Ἐρεχθεύς, Εὐριπίδης. 


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», ΛΥΚΟΦΡΩΝ, «ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ,  «ΤΙΜΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ,  «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΛΟΓΟΙ/ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΑΙΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΑ», ΣΑΠΦΩ, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ», Ι. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ,  «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT», «ANECDOTA GRAECA, I. BEKKER, «DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE», ERNOUT- MEILLET, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΩΝ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΙΠΠΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΒΑΤΡΑΧΟΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΤΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΡΗΤΟΡΩΝ», ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΑΙΑΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, «ΙΚΕΤΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΛΥΚΟΝ», ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, «ΗΡΩΙΚΟΣ», ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, «ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ», ΣΚΥΛΑΞ Ο ΚΑΡΥΑΝΔΕΥΣ, «ΟΡΦΙΚΑ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ», ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟΣΤΟΛΙΟΣ, «ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΕΥΡΩΠΗ», ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ, «ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ», ΤΡΥΦΙΟΔΩΡΟΣ, «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΡΗΤΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ», ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΥΜΝΟΙ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΠΟΛΥΒΙΟΣ, «ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟΝ», ΚΟΪΝΤΟΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΑΚΟΥΣΜΑΤΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΚΛΕΑΝΘΗΣ, «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩι», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΒΙΘΥΝΙΑΚΑ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΑΛΚΑΙΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, «ΑΧΑΡΝΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΟΡΝΙΘΕΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΤΡΩΑΔΕΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΡΗΣΟΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», «ΗΡΑΚΛΙΣΚΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΧΡΗΣΜΟΙ ΣΙΒΥΛΛΙΑΚΟΙ», «ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΡΕΧΘΕΥΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «CONSTANTINOPLE ANCIENT AND MODERN WITH EXCURSIONS TO THE SHORES AND ISLANDS OF THE ARCHIPELAGO AND THE TROAD», JAMES DALLAWAY, «DE DEIS GENTIUM», G. GIRALDI, «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», ΤΥΡΤΑΙΟΣ, «ETYMOLOGICAL DICTIONNARY OF THE LATIN LANGUAGE», F. E. VALPY, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, « ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΑ ΖΩΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΑΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ», ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ», ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (