Μπορεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀχιλλέως νὰ μπῆκαν πολλὲς γυναῖκες (Δηιδάμεια, Βρισηίς, Πενθεσίλεια κλπ), ἀλλὰ ἀπὸ ὅτι ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὴν γραμματεία μας, ἡ πραγματικὴ ἀχίλλειος πτέρνα τοῦ ἥρωος ἦταν ἡ νεωτέρα (περὶ τὰ 17-18 ἔτη) κόρη τοῦ Πριάμου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἕκτορος καὶ Πάριδος, ἡ Πολυξένη.
Σύμφωνα μὲ τὸν συμμετέχοντα στὰ τρωικά, τὸν Δάρη τὸν Φρύγα, τὸν ἱερέα τοῦ Ἡφαίστου, ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Ὅμηρος ( «Ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης ἀφνειὸς ἀμύμων, ἱρεὺς Ἡφαίστοιο», Ἰλιάς, Ε', 9-10) καὶ ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ ἴδιος στὸ κείμενόν του -ἀπὸ ἔκδοσιν στὰ λατινικά- ( «Dares Phrygius, qui hanc historiam scripsit, ait se militasse usque dum Troia capta est, hos se vidisse cum indutiae essent, partim proelio interfuisse...», Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας, 12) γνωρίσαντα τὰ πρόσωπα ποὺ περιγράφει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς του ὑπηρεσίας στὴν Τροία μέχρι τὴν ἅλωσίν της («Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 12), ἡ Πολυξένη ἦταν μία πανέμορφη γυναῖκα.
Ἀναλυτικότερα, ὁ Δάρης γράφει πὼς ἐπρόκειτο γιὰ μία ψηλή ὄμορφη νεαρά, μὲ ξανθὰ μακριὰ μαλλιά, λεπτὸν λαιμόν, τέλειες ἀναλογίες, ἴσια πόδια (τὰ ὀμορφότερα σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιον), λεπτὰ δάχτυλα ποὺ ξεπερνοῦσε σὲ ὀμορφιὰ ὅλες τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ὁ Δάρης τὴν περιγράφει ἐπίσης ὡς ἔξυπνη καὶ καλόκαρδη.
Στὴν «Χρονογραφία» (5,106) τοῦ Μαλάλα ἡ Πολυξένη ἐξυμνεῖται καὶ πάλι γιὰ τὴν ὀμορφιά της, ἀλλὰ ἐδῶ περιγράφεται ὡς καστανὴ μὲ μακριὰ μαλλιά. Ἀκόμα περιγράφεται ὡς μία 18χρονη ἔχουσα ὁλόλευκον δέρμα, ψηλή, ἀδύνατη, ἀγνή, μὲ μεγάλα μάτια, ὄμορφη μύτη καὶ μάγουλα, σαρκώδη χείλη καὶ πολὺ γοητευτική.
Καὶ παρ' ὅτι ὁ εὑρύστερνος καστανόξανθος Ἀχιλλεὺς μὲ τὰ μακριὰ κυματιστὰ μαλλιά του, μὲ τὰ λεπτὰ χείλη καὶ τὰ δυνατὰ καὶ γυμνασμένα του χέρια καὶ πόδια, ὁ ἥπιος στοὺς τρόπους, ἀλλὰ σκληρὸς στὴν μάχη (σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ Δάρη, «Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 13) εἶχε ὅπως μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μεγάλον ἔρωτα γιὰ τὴν ὄμορφη, μικροκαμωμένη, ξανθιά, καλλίγραμμη, ἔξυπνη καὶ γοητευτικὴ Βρισηίδα («Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 13), δὲν ἄργησε νὰ πέσει σὲ μεγαλύτερον ἔρωτα γιὰ τὴν κόρη τοῦ Πριάμου, ποὺ ὅπως ἀπεδείχθη ὁ ἔρως αὐτὸς τοῦ κόστισε καὶ τὴν ἴδια του τὴν ζωή. Ὅ,τι δὲν κατάφεραν τόσα χρόνια τὰ σχέδια τῶν πολεμικῶν κορυθαίολων Τρώων, τὸ κατάφερε μὲ μιὰ ματιά της ἀκουσίως ἡ ὄμορφη κόρη τοῦ Πριάμου.
Ὁ Ὅμηρος, παρ' ὅτι δὲν ἀναφέρεται στὸ ἀκριβὲς σκηνικὸ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀχιλλέως σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα του, στὸ Χ' τῆς Ἰλιάδος προοικονομεῖ τὸν θάνατον τοῦ ἥρωος μέσα ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἑτοιμοθανάτου Ἕκτορος, ὁ ὁποῖος πέφτει νεκρὸς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἀχιλλέως. Λίγο πρὶν ξεψυχήσει λοιπὸν ὁ Ἕκτωρ λέει τοῦ Πηλείδου :
«Τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον
πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.
φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐσθλὸν ἐόντ’ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν»», «Ἰλιάς», Χ', 355
Ὁ Ὅμηρος λοιπὸν πληροφορεῖ τὸν ἀναγνώστη πὼς ὁ θάνατος τοῦ Ἀχιλλέως προῆλθε ἀπὸ τὸν Πάριν καὶ τὸν Φοῖβον Ἀπόλλωνα. Ἴσως κάπως ἔτσι νὰ ἐξηγεῖται συμβολικῶς καὶ ὁ τρόπος ποὺ λέγεται πὼς πέθανε ὁ Πηλείδης, ἤτοι ἀπὸ βέλος ποὺ τὸν χτύπησε στὴν πτέρνα του, στὸ μόνον τρωτόν του σημεῖον, καθῶς ἡ μήτηρ του, Θέτις, θέλοντας νὰ τὸν κάνει ἀθάνατον λέγεται πὼς βουτοῦσε τὸν Ἀχιλλέα μωρό, στὰ νερὰ τῆς Στυγός, κρατώντας τόν ἀπὸ τὴν φτέρνα του. Καὶ ἐπειδὴ λέγουν ἡ φτέρνα δὲν ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ νερά τῆς Στυγός, ἦταν τὸ μόνον τρωτόν του σημεῖον.
Ἄλλωστε ὁ ἴδιος φόβος τῆς Θέτιδος, διότι μέσα της ἤξερε ὅτι θὰ ἔχανε τὸν υἰόν της νέον στὸν πόλεμον, τὴν ὡδήγησε καὶ στὴν Σκύρον, ὅπου πῆρε τὸν παῖδα πλέον, Ἀχιλλέα νὰ τὸν κρύψει στὸ παλάτι τοῦ βασιλέως Λυκομήδη μεταμφιεσμένον σὲ κορίτσι, γιὰ νὰ μὴ γίνει ποτὲ ἀντιληπτός. Ὅμως ἔγινε ἀντιληπτὸς καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν «ἄτακτος» μὲ τὰ κορίτσια καὶ μάλιστα ἔκανε καὶ τὸν Νεοπτόλεμον-Πύρρον (Νεοπτόλεμος γιατὶ βγῆκε νέος στὸν πόλεμον καὶ Πύρρος γιατὶ ἦταν κοκκινοτρίχης) μὲ τὴν κόρη τοῦ Λυκομήδου, τὴν Διηδάμεια, ἀλλὰ ἔγινε ἀντιληπτὸς καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ ὡς πολύτροπος εἶχε κρύψει ἀνάμεσα σὲ κοσμήματα ποὺ προορίζονταν γιὰ τὶς κόρες τοῦ Λυκομήδου, ἕνα σπαθί, τὸ ὁποῖον καὶ ἐντυπωσίασε τὸν ἔφηβον Ἀχιλλέα, ποὺ ἀπὸ τότε μάνιαζε ἡ ἀνδρεία καρδιά του γιὰ τὴν τέχνη τοῦ Ἄρεως.
Σχετικῶς μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος, ὅτι σκότωσαν τὸν Ἀχιλλέα, ὁ μὲν Ἀπόλλων-Ἥλιος ἐκτὸς ἀπὸ Φοῖβος ( =φωτεινός) εἶναι γνωστὸν πὼς εἶναι καὶ τοξοβέλεμνος καὶ ἑκατηβόλος/ ἑκηβόλος, καθῶς ῥίχνει τὰ βέλη του, ἤτοι τὶς ἀκτῖνες του ἀπὸ μακριά.
Ὁ δὲ Πάρις κι ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ παρατσοῦκλι (Πάρις =δειλός, < παρά + ἴς =δύναμις) ποὺ τοῦ προσάπτει ὁ Ὅμηρος, ἀντὶ τοῦ «Ἀλέξανδρος» ( < ἀλέξω =ἀποκρούω + ἀνήρ), ποὺ ἦταν τὸ πραγματικόν του ὄνομα, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι κατηγορεῖται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιον του τὸν ἀδελφόν, Ἕκτορα, ὡς «δύσπαρις», πῆμα τοῦ πατρὸς καὶ τῆς πόλεώς του, ποὺ τοὺς ντροπιάζει, διότι ὅταν ὁ Πάρις εἶδε τὸν Μενέλαον νὰ τὸν ψάχνει σὰν λιοντάρι νὰ μετρηθοῦνε ὡς ἄντρες γιὰ τὴν Ἑλένη, ὑπεχώρησε στὸ πλῆθος (Γ', 39 κ. ἑξ.), δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωσιν πὼς θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸν Ἀχιλλέα.
Ὁ Πάρις κατηγορεῖται ἐπίσης καὶ ὡς ὄχι ἀγχέμαχος, καθῶς ἦταν δεινὸς τοξότης (κάτι ποὺ ἐθεωρεῖτο ὄνειδος γιὰ ἕναν γενναῖον ἄνδρα, τὸ νὰ χτυπᾶ ἀπὸ μακριὰ καὶ ὄχι νὰ μάχεται σῶμα μὲ σῶμα). Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δημιουργεῖται λοιπὸν ἡ εὔλογος ἀπορία, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Ἀχιλλεὺς ποὺ εἶχε σκοτώσει τοὺς περισσοτέρους καὶ ἀπὸ τὶς δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις στὸν τρωικὸν πόλεμον -ὁ Ὑγῖνος ( «Fabulae», 114) ἀναφέρει 72 ἄτομα, ὅταν ὁ δεύτερος καλλίτερος, ὁ θεῖος τοῦ Ἀχιλλέως, Πάτροκλος, ἀναφέρεται πὼς σκότωσε 54 καὶ ὅταν ὁ τρίτος καλλίτερος στὸν πόλεμον καὶ σαφῶς γενναιότερος τοῦ Πάριδος, ὁ Ἕκτωρ ἔχει σκοτώσει 31 ἄνδρες, ἤτοι λιγότερους ἀπὸ τοὺς μισοὺς ἀπὸ ὅτι ὁ Ἀχιλλεύς-, νὰ πέθανε ἀπὸ τὸν Πάριν;
Ὁ Δάρης ὁ Φρύξ, ἀλλὰ καὶ ὁ Δίκτυς ὁ Κρῆς, ποὺ ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ τὰ γεγονότα, μᾶς πληροφοροῦν γιὰ τὸ χρονικὸν τοῦ θανάτου τοῦ Άχιλλέως, μὲ ποιόν τρόπον κατάφερε ὁ Πάρις νὰ σκοτώσει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνος τὸν ἄριστον τῶν Ἀχαιῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ ποιόν τρόπον συνδέεται μὲ τὸν Αἰακίδη ἡ Πολυξένη ποὺ συναντῶμεν συχνὰ σὲ πάμπολλα ἔργα τῆς ἀρχαίας γραμματείας -βλ. «Ἐκάβη», Εὐριπίδου/ «Fabulae», 110, Ὑγῖνος/ «Βιβλιοθήκη», Ἀπολλόδωρος/ «Μεταμορφώσεις», Ὀβίδιος/ «Ἡρωικός», Φιλόστρατος/ «Ἰλίου Ἅλωσις», Τρυφιόδωρος/ «Ἑλλάδος Περιήγησις», Παυσανίας κλπ-.
Γράφει λοιπὸν ὁ Δάρης ( «Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 27-34) πὼς ὅταν πῆγαν στὸν τάφον τοῦ Ἕκτορος, ἕναν χρόνον μετὰ τὸν θάνατόν του, ὁ πατήρ του, Πρίαμος μὲ τὴν μητέρα του -Ἕκτορος-, Ἑκάβη καὶ τὴν ἀδελφή του Πολυξένη μαζὶ μὲ ἄλλους Τρῶες, ἔτυχε νὰ συναντήσουν τὸν Ἀχιλλέα, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὴν Πολυξένη, ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της καὶ ἔπεσε τρελὰ στὸν ἔρωτά της. Μάλιστα γράφει στὴν ἴδια παράγραφον πὼς ἡ δύναμις τοῦ ἔρωτός του Ἀχιλλέως, ἡ καψοῦρα του γιὰ ἐκείνη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἔχει, τοῦ στέρησε ὅλη τὴν χαρὰ τῆς ζωῆς. Γι' αὐτὸ λοιπὸν ὁ Πηλείδης ἔστειλε ἕναν ἔμπιστον Φρύγα δοῦλον στὴν Ἑκάβη, τὴν μητέρα της Πολυξένης, νὰ τῆς μεταφέρει πὼς θέλει τὴν κόρη της γιὰ γάμον. Ἄν τοῦ τὴν παρέδιδον θὰ ἀπεσύρετο μὲ τοὺς Μυρμιδόνες του ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ ἔτσι θὰ ἀποχωροῦσαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀχαιοί, λήγοντας τὸν πόλεμον καὶ τὸ θανατικὸν ποὺ εἶχε προκαλέσει σὲ ἀμφότερα τὰ στρατόπεδα, ἀλλὰ καὶ στὸν οἶκον τοῦ ἰδίου τοῦ Πριάμου.
Ἡ Ἑκάβη ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ ἀπεσταλμένου καὶ τοῦ εἶπε νὰ μεταφέρει στὸν Ἀχιλλέα πὼς θὰ συζητήσει τὴν πρότασίν του μὲ τὸν σύζυγόν της, Πρίαμον καὶ ἄν συμφωνοῦσε αὐτός, τότε καὶ ἡ ἴδια δὲν θὰ εἶχε πρόβλημα νὰ συγγενεύσουν. Ὁ Πρίαμος ὅμως ἠρνήθη τὴν πρότασιν τοῦ Ἀχιλλέως, δεδομένου πὼς δὲν ἦταν σωστὸ νὰ δώσει τὴν κόρη του σὲ ἕναν ἐχθρὸν καὶ διότι ἀκόμα κι ἄν δεχόταν κάτι τέτοιο γιὰ τὴν κόρη του, οἱ ὑπόλοιποι Ἀχαιοί, δὲν ἦταν σίγουρο πὼς θὰ ἀπεσύροντο ἀπὸ τὸν πόλεμον.
Ἄν ὁ Ἀχιλλεὺς ἤθελε αὐτὸν τὸν γάμον, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποσχεθεῖ διαρκῆ εἰρήνη καὶ συνθήκη, μὲ ἱεροὺς ὅρκους, συνάμα μὲ τὴν ἀποχώρησιν τῶν ἀντιπάλων στρατευμάτων ἀπὸ τὴν Τροία. Μόνον ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ Πρίαμος θὰ δεχόταν νὰ τοῦ δώσει τὴν κόρη του.
Μαθαίνοντας τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πριάμου ὁ Ἀχιλλεὺς παραπονέθηκε σὲ ὅλους πὼς γιὰ χάριν μιᾶς Ἑλένης, πέθαιναν ἐδῶ καὶ καιρὸν χιλιάδες ἄντρες καὶ πὼς διακυβεύεται ἡ ἴδια τους ἡ ἐλευθερία, ὁπότε πρέπει νὰ πάρουν ὅλοι τὸν στρατόν τους πίσω στὴν πατρίδα τους.
Δὲν εἰσηκούσθη ὅμως καὶ ὁ πόλεμος συνεχιζόταν κανονικᾶ. Ὅταν τελείωσε τὸ ἔτος, ὁ Παλαμήδης ὡδήγησε τὸν στρατὸν καὶ τὸν συγκέντρωσε καὶ οἱ Τρῶες ἀντιπαρετάχθησαν μὲ ἐντολὴ τοῦ Δηιφόβου. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἀρνήθηκε νὰ πάρει μέρος στὸν πόλεμον λόγῳ τοῦ θυμοῦ του γιὰ τὴν ὅλη κατάστασιν. Στὴν 28η παράγραφον τοῦ συγγράμματός του ὁ Δάρης μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὶς σφαγὲς μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων παρατάξεων ποὺ συνέβαιναν συνεχῶς γιὰ περισσότερον ἀπὸ μία ἑβδομάδα. Τότε ὁ Ἀγαμέμνων ζήτησε ἀνακωχὴ δύο μηνῶν γιὰ νὰ θάψουν ἀμφότεροι τοὺς νεκρούς τους (μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρει καὶ τὸν Παλαμήδη).
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκεχειρίας ( «Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 30) ὁ Ἀγαμέμνων ἔστειλε τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Νέστορα καὶ τὸν Διομήδη στὸν Ἀχιλλέα νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ ξαναμπεῖ στὴν μάχη. Ὅμως ὁ Ἀχιλλεὺς ἀρνήθηκε νὰ ὑποχωρήσει καὶ τοὺς εἶπε πὼς ἀκόμα κι ἄν ἔμπαινε στὴν μάχη, δὲν θὰ πολεμοῦσε ὅπως πρέπει λόγῳ τοῦ ἔρωτός του γιὰ τὴν Πολυξένη. Τοὺς εἶπε πὼς ἄδικα χάνουν τὸν χρόνον τους καὶ τὰ στρατεύματά τους γιὰ τὴν Ἑλένη καὶ πὼς πιὸ συμφέρον θὰ ἦταν νὰ κάνουν εἰρήνη.
Σύμφωνα μὲ τὸν Δάρη ( «Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 33) ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ὥρα τοῦ πολέμου, οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις ἀντιπαρετάχθησαν καὶ πάλι καὶ ἀκολούθησε μεγάλη σφαγή. Ὅταν ἔφυγε τὸ πρωί, ὁ Τρωίλος -ἄλλος υἰὸς τοῦ Πριάμου καὶ τῆς Ἑκάβης, ἄρα ἀδελφὸς τῆς Πολυξένης- μπῆκε στὸ μέτωπο καὶ σκότωσε πολλοὺς ἐχθρούς. Τότε ὁ Ἀχιλλεὺς βλέποντας τὴν μανιασμένη αὐτὴ συντριβὴ τῶν Ἀχαιῶν καὶ περισσότερον τῶν Μυρμιδόνων του ποὺ ἐσφαγιάζοντο μανιωδῶς, μπῆκε κι αὐτὸς στὴν μάχη, ἀλλὰ τραυματίστηκε ἀπὸ τὸν Τρωίλον καὶ ἀπεσύρθη προσωρινῶς. Οἱ ἄλλοι συνέχιζαν νὰ πολεμοῦν ἐπὶ ἕξι ἡμέρες. Τὴν ἑβδόμη ὁ Ἀχιλλεὺς συγκέντρωσε τοὺς Μυρμιδόνες του καὶ τοὺς παρότρυνε νὰ κάνουν ἐπίθεσιν ἐναντίον τοῦ Τρωίλου, ἀλλὰ πρὸς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας ὁ Τρωίλος ἐπετέθη ἔφιππος καὶ ἔκανε τοὺς Ἀχαιοὺς νὰ τραποῦν σὲ φυγή. Τότε ἦταν ποὺ τὸ ἄλογόν του ἔπεσε κάτω καὶ τραυματίστηκε, πετώντας καὶ τὸν Τρωίλον κάτω, εύκαιρία ποὺ ἐκμεταλλεύτηκε ὁ Ἀχιλλεὺς γιὰ νὰ σκοτώσει κι αὐτὸν τὸν υἰὸν τοῦ Πριάμου.
Τὸν Τρωίλον τὸν ὑπεραπίσθη ἀπὸ τὸ νὰ τὸν σκυλεύσουν ὁ Μέμνων, ποὺ τραυμάτισε τὸν Ἀχιλλέα κάνοντάς τον νὰ ὑποχωρήσει. Ὅταν ὅμως ὁ Μέμνων καὶ οἱ συμπολεμιστές του ἄρχισαν νὰ καταδιώκουν τὸν Ἀχιλλέα, ὁ Πηλείδης ἄν καὶ τραυματισμένος τοὺς σταμάτησε.
Ὅταν ἐθεραπεύθη ἡ πληγή του, ὁ Πηλείδης βρῆκε τὸν Μέμνονα καὶ τὸν σκότωσε. Τὴν ἑπομένη ὁ Πρίαμος ἔστειλε ἀπεσταλμένους στὸν Ἀγαμέμνονα νὰ τοῦ ζητήσει ἐκεχειρία γιὰ εἴκοσι ἡμέρες. Ὁ Ἀγαμέμνων τοῦ τὴν ἔδωσε καὶ ἔτσι ὁ Πρίαμος ἑτοίμασε κηδεία γιὰ τὸν Τρωίλον καὶ τὸν -ἀνηψιόν του- Μέμνονα.
Ἡ Ἑκάβη θρηνώντας τὴν ἀπώλεια τοῦ Ἕκτορος καὶ τώρα καὶ τοῦ Τρωίλου, ποὺ σκοτώθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα, ἐπενόησε ἐκδίκησιν. Κάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀλέξανδρον-Πάριν καὶ τὸν παρεκάλει νὰ σκοτώσει τὸν Ἀχιλλέα καὶ ἔτσι νὰ ὑπερασπιστεῖ καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Τοῦ εἶπε πὼς αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει μὲ ἐνέδρα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ Ἀχιλλεύς. Τὸν συνεβούλευσε ( «Ἱστορία γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροῖας», 34) πὼς θὰ καλοῦσε τὸν Ἀχιλλέα στὸ ὄνομα τοῦ Πριάμου, νὰ ἔλθει στὸν ναὸν τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος -προστάτις τῆς Τρωάδος, βλ. προσωνύμια Ἀπόλλωνος- μπροστὰ στὴν πύλη, ὥστε νὰ κλείσει συμφωνία μὲ τὴν ὁποία θὰ τοῦ ἔδινε τὴν Πολυξένη νὰ τὴν νυμφευθεῖ. Τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὸν σκοτώσει δολίως καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀχιλλέως θὰ ἦταν γιὰ ἐκείνη μεγάλη νίκη.
Ὁ Ἀλέξανδρος-Πάρις τῆς ὑπεσχέθη πὼς θὰ κάνει ὅ,τι τοῦ ζήτησε. Ἐκείνη τὴν νύχτα διάλεξε τοὺς πιὸ γενναίους ἀπὸ τοὺς Τρῶες καὶ τοὺς τοποθέτησε στὸν ναόν, μὲ ὁδηγία νὰ περιμένουν τὸ σῆμα του. Ἡ Ἑκάβη ἔστειλε μήνυμα στὸν Ἀχιλλέα νὰ πάει ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς λόγῳ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὴν Πολυξένη, δέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ νὰ πάει στὸν ναὸν ἐκεῖνο τὸ πρωί.
Ἐτσι τὴν ἑπομένη μέρα πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Ἀντίλοχον, τὸν υἰὸν τοῦ Νέστορος, στὸν ναὸν νὰ βρεῖ τὸν Πάριν. Κατὰ τὴν εἴσοδόν του ἐδέχθη προδοτικὴ ἐπίθεσιν καὶ δόρατα ἐκτοξεύθηκαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ ὁ Ἀντίλοχος ἀντεπιτέθησαν μὲ τὰ ἀριστερά τους χέρια τυλιγμένα στοὺς μανδύες γιὰ προστασία (προφανῶς δὲν εἶχαν ἀσπίδες, καθῶς πήγαιναν γιὰ συμφωνία καὶ ὄχι γιὰ πόλεμον) καὶ μὲ τὰ δεξιά τους χέρια κρατοῦσαν τὰ ξίφη τους. Ὁ Ἀχιλλεὺς σκότωσε πολλούς, ἀλλὰ ὁ Πάρις ἔσφαξε τὸν Ἀντίλοχον καὶ ἔπειτα τὸν Ἀχιλλέα, καταφέρνοντάς του πολλὰ πλήγματα. Ἦταν τέτοιος ὁ θάνατος αὐτοῦ τοῦ ἥρωος, ἕνας ὕπουλος θάνατος ποὺ δὲν ταίριαζε στὴν ἀνδρεία του.
Αὐτὰ ἀναφέρει ὁ Δάρης ὁ Φρύξ περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀχιλλέως. Ὁ δὲ Δίκτυς ὁ Κρῆς*1, ἐπίσης παρὼν στὸν τρωικὸν πόλεμον καὶ ὁ γράψας τὴν «Ἐφημερίδα» τοῦ Τρωικοῦ πολέμου (διότι ἐκτὸς ἀπὸ γραφή, γραμματική καὶ βιβλία, κρατοῦσαν καὶ ἡμερολόγιον στὰ τρωικὰ χρόνια οἱ κατὰ τὰ ἄλλα «ἀγράμματοι Ἕλληνες»! ), δίνει περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖον τὸ παρουσιάζει λίγο διαφορετικᾶ.
Γράφει λοιπὸν ( «Ἐφημερὶς τοῦ Τρωικοῦ πολέμου», 3,2-3,3/ 4,10-4,12) πὼς μιὰ μέρα εἶχαν πάει ἡ Ἑκάβη μὲ τὶς κόρες της καὶ τὶς νύφες της, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γυναῖκες ἡρώων τῆς Τροίας, νὰ προσευχηθοῦν στὸν Ἀπόλλωνα. Μάλιστα οἱ κόρες της, ἡ Πολυξένη καὶ ἡ Κασσάνδρα, ὡς παρθένες ἦταν ἱέρειες τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος...Ὅταν ὁ Ἀχιλλεὺς κατὰ τύχην εἶδε τὴν Πολυξένη, τὴν ἐρωτεύτηκε παράφορα καθῶς ἦταν πανέμορφη. Ὅσο παρέμενε κοντά της, τόσον φούντωνε τὸ πάθος του γιὰ ἐκείνη. Μὴ μπορώντας νὰ βρεῖ ἀνακούφισιν στὸ πάθος του, γύρισε στὰ πλοῖα καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιες μέρες κι ἐνῷ ὁ ἔρως του φούντωνε κι ἄλλο γιὰ τὴν Πολυξένη, ὁ Ἀχιλλεὺς ἄνοιξε τὴν καρδιά του στὸν φίλον του τὸν Αὐτομέδοντα. Ὁ Αὐτομέδων τὸν συνεβούλευσε νὰ πάει νὰ ζητήσει τὴν καλή του ἀπὸ τὸν ἀδελφόν της, τὸν Ἕκτορα, καὶ αὐτὸς θὰ τοῦ τὴν ἔδινε σίγουρα, ἄν τοῦ παρέδιδε ἔτσι τὴν νίκη τοῦ πολέμου.
Ὁ Ἀχιλλεὺς τότε πῆγε καὶ εἶπε στὸν Ἕκτορα πὼς θὰ ἔβαζε τέρμα στὸν πόλεμον, ἄν τοῦ ἔδινε τὴν Πολυξένη γιὰ σύζυγόν του. Ὁ Ἕκτωρ τοῦ εἶπε πὼς θὰ πρέπει νὰ ὁρκιστεῖ εἴτε νὰ προδώσει τοὺς Ἀχαιούς, εἴτε νὰ σκοτώσει τὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὸν Μενέλαον, ἀλλὰ καὶ τὸν Αἴαντα, διαφορετικᾶ δὲν δέχεται καμμία συμφωνία. Ὁ Ἀχιλλεὺς τότε θύμωσε καὶ τοῦ εἶπε πὼς μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία στὸν πόλεμον, θὰ τὸν σκοτώσει. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ γράφει ὁ Δίκτυς ( «Ἐφημερὶς τοῦ Τρωικοῦ πολέμου», 3,3) πὼς ὁ Ἀχιλλεὺς πληγωμένος καὶ ὁργισμένος περιεπλανᾶτο ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ σκεφτόταν τὰ λόγια τοῦ Ἕκτορος. Ὁ Αὐτομέδων ὅμως, βλέποντάς τον νὰ περνᾶ τὶς νύχτες ἐκτὸς σκηνῆς καὶ φοβούμενος μήπως ἀπὸ τὸ πάθος του ὁ Ἀχιλλεὺς πάει καὶ κάνει καμμιὰ τρέλα, βλάπτοντας τὸν ἑαυτόν του ἤ τοὺς προαναφερθέντες ἀρχηγούς, πῆγε καὶ τὰ εἶπε ὅλα στὸν Πάτροκλον καὶ στὸν Αἴαντα.
Μὲ τὸν καιρὸν ὁ Πηλείδης συνῆλθε καὶ κάλεσε τοὺς Ἀτρεῖδες καὶ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴν Πολυξένη καὶ γιὰ τὰ ὅσα συνέβησαν μὲ τὸν Ἕκτορα. Αὐτοὶ τὸν καθησύχασαν λέγοντάς του πὼς σὲ λίγο ἡ Τροία θὰ πέσει, ὁπότε θὰ μπορέσει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ ἔχει τὴν Πολυξένη.
...Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἄρχισε ἡ ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος κι ἔτσι ἔγινε ἐκεχειρία. Τότε κι ἐνῷ καὶ οἱ δύο παρατάξεις ἠσχολοῦντο μὲ τὶς θυσίες, ὁ Πρίαμος βρῆκε εὐκαιρία νὰ στείλει τὸν Ἰδαῖον στὸν Ἀχιλλέα μὲ ὁδηγίες ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν Πολυξένη. Ἐνῷ ὅμως ὁ Ἀχιλλεὺς ἐξέταζε αὐτὲς τὶς πληροφορίες, ἡ εἴδησις τῆς συναντήσεως Ἰδαίου-Ἀχιλλέως μετεφέρθη στὰ πλοῖα τῶν Ἀχαιῶν καὶ οἱ ἄντρες ἐξοργίστηκαν, καθῶς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς φαινόταν ὕποπτος προδοσίας.
Γι' αὐτὸ ὁ Αἴας, ὁ Διομήδης καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς πῆγαν στὸ ἄλσος ποὺ εἶχαν συναντηθεῖ ὁ Πηλείδης μὲ τὸν Ἰδαῖον, ὥστε νὰ κατευνάσουν τὰ πνεύματα ἀφ' ἑνὸς στὰ πλοῖα καὶ ἀφ' ἑτέρου νὰ περιμένουν τὸν Ἀχιλλέα νὰ φύγει, ὥστε νὰ τοῦ ποῦν τί συμβαίνει στὸ στράτευμα τῶν Ἀχαιῶν ἐξ αἰτίας του καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ περαιτέρω συναλλαγὲς μὲ τὸν ἐχθρόν.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀλέξανδρος-Πάρις καὶ ὁ Δηίφοβος, ἔχοντας στήσει σχέδιον, πλησίασαν τὸν Ἀχιλλέα τάχα πὼς ἐπιβεβαιώνουν τὴν συμφωνία του μὲ τὸν Πρίαμον. Γιὰ νὰ μὴν ὑποψιαστεῖ τίποτα ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ Ἀλέξανδρος (ἔφερε ἐγχειρίδιον/ μαχαίρι) σταμάτησε κοντὰ στὸν βωμόν καὶ κύτταξε μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν μας (τὰ γράφει ὁ Δίκτυς ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ στράτευμα τῶν Ἀχαιῶν, ἐξ οὗ καὶ τὸ «μας»).
Ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν κρατοῦσε ὅπλον, νομιζόμενος πὼς δὲν ὑπῆρχε τίποτα νὰ φοβηθεῖ στὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. Τότε ὁ Δηίφοβος, ὅταν φάνηκε ἡ κατάλληλη στιγμή, πλησίασε τὸν Ἀχιλλέα καὶ μὲ κολακευτικὰ λόγια καὶ συγχαρητήρια γιὰ τὴν συμφωνία ποὺ εἶχε κάνει, ἀγκάλιασε τὸν Πηλείδη καὶ κρεμάμενος πάνω του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν ἀφήσει μέχρι ποὺ ὁ Πάρις-Ἀλέξανδρος μὲ τραβηγμένο τὸ σπαθί, ὥρμησε πάνω του καὶ τοῦ ἔριξε δύο χτυπήματα στὰ πλευρά.
...Ὅταν ὁ Ὀδυσσεὺς εἶδε τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Δηίφοβον νὰ φεύγουν εἶπε στοὺς ὑπολοίπους πὼς κάτι δὲν πάει καλά, γιατὶ τοὺς εἶδε ἐνθουσιασμένους καὶ συνάμα φοβισμένους νὰ βιάζονται. Καὶ τότε αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι μπῆκαν στὸ ἄλσος καὶ εἶδαν τὸν Ἀχιλλέα μισοπεθαμένον νὰ ἔχει χάσει πολὺ αἷμα... Οἱ ἀρχηγοὶ στεναχωρέθηκαν πολύ, καὶ ὅταν ὁ Ἀχιλλεὺς πέθανε, ὁ Αἴας -ἐξάδελφός του- ἐπωμίστηκε νὰ βγάλει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀπὸ τὸ ἄλσος.
Ὅταν τοὺς εἶδαν οἱ Τρῶες θέλησαν νὰ σκυλεύσουν τὸ σῶμα τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τότε ξεκίνησε μιὰ μάχη ὑπερασπίσεως τοῦ νεκροῦ ἀρχικῶς ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους ἐκεῖ Ἀχαιούς καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸν Αἴαντα. Τὰ νέα μαθεύτηκαν καὶ στὸ ὑπόλοιπον στράτευμα τῶν Ἀχαιῶν καὶ ὁ πόλεμος γενικεύτηκε, ξεκινώντας καὶ πάλι.
*1 Ἡ Μαριάννα Μὰκ Ντόναλντ ἔχει καταχωρίσει στὸ λῆμμα «ΙΒΥΚΟΣ» στὸ TLG (1α, 49) :
«Δίκτυς (ὑπογραφεὺς/γραμματεὺς τοῦ Ἰδομενέως) ἱστορικὸς ΕΓΡΑΨΕ ἐφημερίδα Τρωικοῦ διακόσμου».
«Δίκτυς ὁ ἐκ τῆς Κρήτης ὑπεμνημάτισε μετὰ ἀληθείας τὰ προγεγραμμένα καὶ τὰ λοιπὰ πάντα τῶν ἐπὶ τὸ Ἴλιον ἐπιστρατευσάντων Ἑλλήνων. ΗΝ ΓΑΡ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΑΧΟΥ ΤΩΝ ΔΑΝΑΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΕΛΘΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΑΜΑ ΤΟΙΣ ΑΛΛΟΙΣ ΑΧΑΙΟΙΣ. ΥΠΟΓΡΑΦΕΥΣ ΓΑΡ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ ΕΤΥΓΧΑΝΕΝ ΑΥΤΟΣ ΔΙΚΤΥΣ ΚΑΙ ΕΩΡΑΚΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΥΓΓΡΑΨΑΜΕΝΟΣ, ΩΣ ΠΑΡΩΝ ΤΟΤΕ ΕΝ ΤΟΙΣ ΧΡΟΝΟΙΣ ΕΚΕΙΝΟΙΣ ΜΕΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ...ΔΙΚΤΥΣ ΔΕ ΟΝΟΜΑ ΚΡΗΣ, ΟΣ ΠΑΡΑΤΥΧΩΝ ΤΩι ΤΡΩΙΚΩι ΠΟΛΕΜΩι, ΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΠΡΑΧΘΕΝΤΑ ΕΚΕΙ ΧΑΛΚΟΙΣ ΠΙΝΑΞΙ ΚΑΙ ΕΑΥΤΩι ΣΥΝΘΑΠΤΕΙ· οἵ καὶ εὑρέθησαν χρόνῳ μακρῷ ὕστερον ἐπὶ Νέρωνος, ἐξ ὧν καὶ βιβλίοις κατετέθησαν συμφώνοις κατὰ πάντα Ὁμήρῳ», Ἰ. Μαλάλας, Χρονογραφία, 106,5, TLG.
Τὸ ἴδιο γιὰ τὸν Δίκτυ τὸν Κρῆτα ἀναφέρεται καὶ στὸ γράμμα τοῦ Λουκίου Σεπτιμίου πρὸς τὸν Ῥουφίνον (Ἐφημερὶς Τρωικοῦ πολέμου, 1) , ὅπου ἀναλύεται ἀκριβῶς καὶ ἡ εὕρεσις τῆς «Ἐφημερίδος» αὐτῆς τοῦ Τρωικοῦ πολέμου. Γράφει ὁ Λούκιος Σεπτίμιος πὼς στὴν κατεστραμμένη Κνωσσόν, ἀνάμεσα στὰ συντρίμμια βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ Δίκτυος, ἀκολούθου τοῦ Ἰδομενέως στὸν τρωικὸν πόλεμον, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφεῖ μὲ τὰ χρόνια. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια, περιπλανώμενοι βοσκοὶ βρῆκαν ἕνα μικρὸ κουτί ἐπιδεξίως κλεισμένον σὲ ἕνα μεταλλικὸ κουτί. Νομίζοντας οἱ βοσκοὶ πὼς βρῆκαν θησαυρόν, τὸ ἄνοιξαν, ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ χρυσόν, βρῆκαν βιβλία γραμμένα σὲ φύλλα φιλύρας/ φλαμουριᾶς, τὰ ὁποῖα εἶχαν θαφτεῖ μαζὶ μὲ τὸν Δίκτυν. Μὴ ξέροντας τί εἶναι τὰ βιβλία, τὰ πῆγαν στὸν Πράξιν, τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ χώρου καὶ ἐκεῖνος τὰ παρέδωσε στὸν Ῥοῦφον, καὶ αὐτὸς τὰ ἔστειλε στὴν Ῥώμη, στὸν Νέρωνα, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν 13ον χρόνον τῆς βασιλείας του.
Ἡ μόνη διαφορὰ στὰ γραφόμενα τοῦ Μαλάλα καὶ τοῦ Λουκίου Σεπτιμίου εἶναι πὼς ὁ μὲν Μαλάλας ἀναφέρει πὼς ὁ Δίκτυς ἔγραψε σὲ χάλκινους πίνακες, ἐνῷ ὁ Λούκιος ἀναφέρει πὼς ἡ γραφικὴ ὕλη ἦταν φύλλα φλαμουριᾶς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου