Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

Λέγουν οἱ χριστιανοὶ πὼς κατὰ τὰ Θεοφάνια ἑορτάζεται ἡ βάπτισις τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομον/ Βαπτιστήν, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμήλικος τοῦ Ἰησοῦ κατὰ ἕξι μῆνες μόνον μεγαλύτερος, καὶ ἐπειδὴ ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία αὐθαιρέτως τὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ τὴν 25η Δεκεμβρίου (ὥστε νὰ συμπίπτει μὲ τὴν «γέννησιν» τοῦ Ἡλίου, ἤτοι τὴν ἀρχὴ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου), ἐθέσπισαν καὶ πάλι αὐθαιρέτως τὴν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου, ἕξι μῆνες νωρίτερα -στὶς 24 Ἰουνίου-, ὥστε νὰ συμπίπτει μὲ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ... θερινοῦ ἡλιοστασίου. 

Μάλιστα διόλου τυχαίως ἡ τελευταία ἑορτὴ ὠνομάσθη τοῦ «Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ... Φανιστοῦ» ( < φαίνω =λάμπω, ὅπως τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου), ὅπου ἀκολουθῶνται ἔθιμα τὰ ὁποῖα θυμίζουν διονυσιακὲς τελετές*1 καὶ εὐχαριστίες στὸν Ἀπόλλωνα-Ἥλιον, ποὺ φαίνει/ φωτίζει τὰ πάντα, βλ. Ἀπολυτίκιον/Κοντάκιον Φώτων-Θεοφανίων. 

Ὠνομάσθησαν δὲ «Θεοφάνια» διότι τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεως τοῦ Ἰησοῦ λέγουν πὼς ἐνεφανίσθη ὁ Θεός, ἡ φωνή του γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἁγίου πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη ἐν εἴδει περιστέρας καὶ φυσικῶς παρὼν ἦταν καὶ ὁ Ἰησούς, ἄρα ἦταν παροῦσα στὴν βάπτισιν τοῦ Ἰησοῦ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς. 

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐθεσπίσθη αὐθαιρέτως καὶ πάλι τὴν 6η Ἰανουαρίου*3 κάθε χρόνου νὰ ἑορτάζονται τὰ Θεοφάνια, ὅτε καὶ βαπτίζεται σταυρὸς ἐντὸς τῶν ὑδάτων πρὸς ἐπίτευξιν καθαγιάσεως καὶ ἐξαγνισμοῦ τῶν. 

Ὅμως ἡ ἱστορία αὐτὴ θυμίζει «τυχαίως» γεγονότα ποὺ γράφονται στὰ ἀρχαῖα κείμενά μας, πολὺ πρὶν οἱ Ἕλληνες ἀναγκασθοῦν βιαίως νὰ ἁσπασθοῦν αὐτὲς τὶς νεότευκτες γιὰ τὴν μακραίωνη ἱστορία των, ἱστοριοῦλες ποὺ ἀναφέρονται στὰ Εὐαγγέλια. Γεγονότα ποὺ ἀνάγονται στὴν πρὸ χριστιανισμοῦ ἐποχή, τότε ποὺ γιὰ χιλιετίες οἱ κακοὶ «Ἐθνικοί» τὸν δαίμονα ( =θεόν) τὸν ἀντιλαμβάνονταν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ ὄχι διὰ τῆς ἀλόγου πίστεως, ὅταν ἀκόμα δὲν τοὺς εἶχαν γαλουχήσει πὼς προήρχοντο ἀπὸ τοὺς ἑβραϊκοὺς κόλπους τῶν πολὺ μεταγενεστέρων ἱστορικῶς ἀπατεώνων, νομάδων, ἀθίγγανων, ἀνωμάλων, παραδοπίστων, οἱ ὁποῖοι ἀναπόδεικτα «γνώριζαν καὶ ἐφηῦραν τὰ πάντα» καὶ προφανῶς τὴν εποχὴ ποὺ οἱ φυσιολάτρεις καὶ ἰδεολάτρεις Ἕλληνες πέθαιναν ἐλεύθεροι καὶ ὑψαύχενες γιὰ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἀξίες τους, κι ὄχι ὡς δοῦλοι κι ἀναθρεμμένοι μὲ τὸν φόβον τῆς κολάσεως, οὔτε ἀναμένοντας τὸν ἔπαινον ὑποτακτικότητός τους, τὸν παράδεισον· ὅταν ἐκινοῦντο μὲ βάσιν τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ Ἀγαθόν καὶ ἀντιμετώπιζαν τὸν ἀδελφόν τοῦ Ὕπνου, τὸν Θάνατον, ὄχι ὡς τιμωρία καὶ μέγιστον κακόν, παρὰ ὡς φυσικὴ ἐξέλιξιν, ποὺ ὅταν τὸν συναντοῦσαν, ἔπρεπε νὰ ἔχουν φτάσει στὸ πνευματικόν τους ἀπόγειον. 

Ἄς ἀνατρέξουμε λοιπὸν σὲ ἐκεῖνες τὶς ἐποχές, ὅταν οἱ Ἕλληνες σήκωναν τὸ βλέμμα καὶ τὰ χέρια στὸν οὐρανόν γιὰ νὰ εὐχηθοῦν, γιὰ νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ «συμπτώσεις» μὲ τὰ διδάγματα τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς, ὅτε κατήντησε τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν ἀπογόνων τους νὰ σκύβει τὸ κεφάλι γιὰ νὰ φιλήσει ἀντικείμενα καὶ χέρια μελανοφορεμένων ψυχοσωστῶν. 

Γράφει λοιπὸν ἐπὶ τοῦ θέματος ἡ Ἄννα Τζιροπούλου Εὐσταθίου : 

«Τὰ ἀρχαῖα Θεοφάνια (ἐκ τοῦ θεὸς + φανῆναι), «ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς καθ’ ἣν ἐδεικνύοντο εἰς τὸν λαὸν πᾶσαι αἱ τῶν θεῶν εἰκόνες», ἐξακολούθησαν νὰ ὑπάρχουν, ἐλαφρῶς μετηλλαγμένα, εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 

Στὰ Θεοφάνια «ἑορτὴ στοὺς Δελφοὺς... ἐδεικνύοντο στὸν λαὸν τὰ ἀγάλματα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἄλλων θεῶν («ὑπὸ Δελφῶν θεοφανίοισι», Ἱστορίαι, 1,51,2, Ἡρόδοτος)», LSJ. 

Ὁ Παυσανίας στὸ «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Μεσσηνιακά, 33, 1) κάνει ἀναφορὰ στὸ λουτρὸν τοῦ Διὸς ἀπὸ τὶς νύμφες Νέδα καὶ Ἰθώμη, ποὺ μάλιστα ἔδωσαν καὶ τὸ ὄνομά τους στὸ ὁμώνυμον ποταμὸν καὶ ὄρος ἀντιστοίχως τῆς Μεσσηνίας. Γράφει λοιπὸν τὰ ἑξῆς : 

«Ἐρχόμενος κανεὶς στὴν κορυφὴ τῆς Ἰθώμης, ἡ ὁποία εἶναι ἀκρόπολις τῶν Μεσσηνίων, θὰ βρεῖ τὴν πηγὴ Κλεψύδρα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ καταριθμήσει κάποιος, ὅσον πρόθυμος κι ἄν εἶναι, ὅλους ὅσοι ὑποστηρίζουν πὼς ὁ Ζεὺς ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη σὲ αὐτοὺς/ στὴν πόλιν τους. Τὴν ἴδια παράδοσιν/ λόγον ἔχουν καὶ οἱ Μεσσήνιοι : διότι λέγουν καὶ αὐτοὶ πὼς ὁ θεὸς ἀνετράφη στὴν περιοχή τους, ἡ Ἰθώμη καὶ ἡ Νέδα εἶναι αὐτὲς ποὺ τὸν ἔθρεψαν/ οἱ τροφοί του καὶ ἀπὸ τὴν μὲν Νέδα ἐκλήθη ὁ ποταμός, ἡ ἄλλη, ἡ Ἰθώμη ἔδωσε τὸ ὄνομά -της- στὸ ὄρος. Λέγεται πὼς ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ ΤΟΝ ΔΙΑ ΕΛΟΥΣΑΝ ΕΔΩ, ὅταν ἐκλάπη ἀπὸ τοὺς Κουρῆτες λόγῳ τοῦ φόβου -ποὺ ὑπῆρχε- γιὰ τὸν πατέρα του, ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΛΑΒΕ Η ΠΗΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΟΠΗ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΚΟΥΡΗΤΩΝ (πηγὴ Κλεψύδρα < κλέπτω +ὕδωρ)· ἀπὸ τὴν πηγή (μετα)φέρουν κάθε μέρα ὕδωρ στὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ Ἰθωμάτα». 

Στὰ «Ἀρκαδικά» (28,2) δέ, γράφει τὰ ἑξῆς : 

«Τὴν δὲ Γόρτυνα διασχίζει ποταμὸς ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Λούσιος ( =λούω) ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πέριξ τῶν πηγῶν του· σὲ αὐτὸν ἔγινε τὸ λουτρὸν τοῦ νεογέννητου Διός». 

(Νέδα) 

Ὅσον γιὰ τὸν ἁγιασμὸν τῶν Θεοφανίων ἀλλὰ καὶ γενικότερα, τὰ παραδείγματα τοῦ τελετουργικοῦ ἐξαγνισμοῦ πρὶν ἀπὸ κάθε εὐχαριστία στὸν θεὸν ποὺ ἔχουν διασωθεῖ στὴν γραμματεία μας, ἐπεξηγοῦν τὴν γενικοτέρα πεποίθησιν ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν σεβασμὸν ἀπέναντι στὰ θεῖα.
Εἶναι γνωστὸν ἄλλωστε πὼς εὐχόμενοι στὸν θεόν, σήκωναν ψηλὰ τὸ χέρι τους, ἐξ οὗ καὶ ἄρα ( =ἡ προσευχή, < αἴρω =σηκώνω), ἀφοῦ πρῶτα εἶχαν νίψει καλὰ τὰ χέρια τους [συνήθεια ποὺ παρέμεινε στοὺς καθολικούς, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς τῶν ναῶν τους ἔχουν νιπτήρα/ ἁγιαστήρα, ὅπου βάπτουν ( =βυθίζουν) τὰ δάχτυλά τους κατὰ τὴν εἴσοδον]. 

Σπουδαῖον παράδειγμα ὁ Εὐχίδας ποὺ διήνυσε τὴν ἀπόστασιν Πλαταιές- Δελφοί- Πλαταιὲς ἐντὸς ὀλίγων ὡρῶν, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ φέρει καθαρὸν πῦρ ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ να μπορέσει νὰ γίνει ἡ εὐχαριστία στὸν θεὸν γιὰ τὴν νίκη μας στοὺς Μηδικοὺς πολέμους : 

«Ὁ Εὐχίδας, «ὑποσχόμενος τάχιστα κομιεῖν τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ πῦρ». Ἔφθασε εἰς τοὺς Δελφοὺς ὅπου «ἁγνίσας τὸ σῶμα καὶ περιρρανάμενος ( =ΕΞΑΓΝΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΝ ΥΔΩΡ, ἡ ὁποία συνήθεια ἔγινε…«ἁγιασμός» ), ἐστεφανώσατο δάφνῃ, καὶ λαβὼν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὸ πῦρ, δρόμῳ πάλιν εἰς τὰς Πλαταιὰς ἐχώρει καὶ ἐπανῆλθε πρὸ ἡλίου δυσμῶν, κατανύσας ( =διανύσας) τῆς αὐτῆς ἡμέρας χιλίους σταδίους...καὶ τὸ πῦρ παραδοὺς ἔπεσε καὶ μετὰ μικρὸν ἐξέπνευσεν», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου 

Θὰ ἐθεωρεῖτο ματαία ἡ προσπάθειά του καὶ ὁ κόπος του ἄν δὲν ἦταν καθαρὸς/ ἐξαγνισμένος μὲ τὸ ἱερὸ ὕδωρ τῆς Κασταλίας πηγῆς τῶν Δελφῶν. 

Ἀκόμη διάφορα ἔθιμα καὶ τελετουργίες αὐτὴν τὴν ἡμέρα θυμίζουν καὶ τὶς ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς, τὰ Καλλυντήρια καὶ τὰ Πλυντήρια. 

Κατὰ τὶς ἑορτὲς αὐτὲς ἐπλένετο καὶ ἐκαλλύνετο τὸ ξόανον, τὸ πέπλον καὶ τὰ κοσμήματα τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδος στὴν Ἀκρόπολιν, ἀπὸ τὶς ἱερὲς παρθένες, τὶς Λουτρίδες. Πρώτα καθάριζαν τὸ ἱερὸν καὶ ὕστερα, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Πλυντηρίων, οἱ Πραξιεργίδες ἔπαιρναν τὸ ξόανον καὶ τὸ ἑτοίμαζαν γιὰ τὸν καθαρμόν του στὰ ὕδατα τοῦ Φαλήρου. Ἐπειδὴ τὸ ἄγαλμα ἔλειπε ἀπὸ τὸν ναόν του, ἐθεωρήθη πὼς ἡ πόλις ἔμενε ἄνευ προστασίας τῆς θεᾶς καὶ ἄρα ἦταν ἀποφρὰς ἡμέρα, ὁπότε δὲν ξεκινοῦσε καμμία μεγάλη ἐπιχείρησις. Τὴν πομπὴ ἀκολουθοῦσαν μεταξὺ ἄλλων δαδηφόροι καὶ κανηφόροι μὲ ἡγητηρίες (δέσμες ἀπὸ ἀποξηραμένα σύκα, εἰς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τῶν σύκων, ποὺ τὴν θεωροῦσαν δεῖγμα πολιτισμοῦ). 

Τὸ ἄγαλμα τὸ βουτοῦσαν προσεκτικῶς στὸ θαλασσινὸν νερόν καὶ ἔτσι ἐπετυγχάνετο ὁ ἐξαγνισμός. Λόγῳ τῶν ἐξαγνιστικῶν ἰδιοτήτων τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος τελοῦν ἀκόμα τὰ «Πλυντήρια», ὑπὸ τὴν μορφὴ τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος πλέον ὅμως. Στὴν Λέσβον γιὰ παράδειγμα παίρνουν νεροκολοκύθες καὶ ἀφοῦ μαζέψουν νερὸ ἀπὸ τὴν θάλασσα, βαπτίζουν ἐντός του βαμβάκι καὶ καθαρίζουν μὲ τὸ «καθαγιασμένον διὰ τοῦ σταυροῦ» ὕδωρ, τὰ εἰκονίσματα. Καθ' ὅλην τὴν διαδικασία δὲν ὁμιλοῦν, ἐξ οὗ καὶ ὠνομάσθη τὸ ἔθιμον «τοῦ ἀλάλου νεροῦ». Σὲ ἄλλα μέρη ἐμβαπτίζουν ἐντὸς τῶν θαλασσῶν τὰ ἐπαγγελματικά τους ἐργαλεῖα, εἰκόνες, ἤ ὅ,τι θέλει ὁ καθένας νὰ καθαγιαστεῖ, ὥστε νὰ ἐξαγνιστεῖ καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει καλλίτερα ἀποτελέσματα. Στὴν Λευκάδα ἐμβαπτίζουν στὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης πορτοκάλια καὶ γενικῶς δίνουν εὐχὲς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ μιᾶ καλὴ σοδειά καὶ ἀφθονία ἀγαθῶν. 

... 

Ἡ δὲ «Ἁγία Τριάς-Πατήρ, Υἰὸς καὶ Ἀθηνᾶ-Σοφία, γεννηθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς/πνεύματος τοῦ πατρὸς Διός», ποὺ κατέληξε «Πατήρ, υἰός καὶ ἅγιο πνεῦμα», ἀποτελεῖ ἀρχαιοτάτη πεποίθησιν τῶν Ἑλλήνων ( βλ. «Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον», Ἰλιάς, Δ', 288 καὶ γενικῶς φιλοσοφικὴ θεώρησιν Πλάτωνος, Ἀριστοτέλους, Στωικῶν, Πλουτάρχου, Λουκιανοῦ, Χρησμὸν Πυθίας «Θεὸς οὐράνιος, φῶς τριλαμπές», Ὀρφικὴ φιλοσοφία κλπ). 

Ἡ δὲ προσωποποίησις τοῦ ἁγίου πνεύματος σὲ ὄρνιν-πέλεια, ἤτοι περιστέρα, περιγράφεται ἐπίσης προηγουμένως στὴν γραμματεία μας, ὅταν ἡ Ἀθηνᾶ συχνᾶ-πυκνᾶ μεταμορφώνεται σὲ ὄρνιν ( «Ἵπτατο ὄρνις ὡς, ἀνοπαία», Ὀδύσσεια, α' 320, Ὅμηρος). 

Πέλειες/ Πελειάδες ( =Περιστέρες) ἐλέγοντο οἱ ἱέρειες τῆς Δωδώνης, ποὺ προφήτευαν, ποὺ ἔλεγαν χρησμούς, «οὓς ἐκ Διὸς» ἐνεπνέοντο. 

«ἡ μὲν χρυσῆ πέλεια ἔτ᾽ ἐπὶ τῆς δρυὸς ἐν λογίοις ἡ σοφὴ καὶ χρησμοί, οὓς ἐκ Διὸς ἀναφθέγγεται», Εἰκόνες, Α', βιβλ. Β', παρ. λγ', Φιλόστρ. Νερβ. 

«πλὴν ὅσον ἐκεῖ μὲν ἐπὶ δρυὸς ἱερᾶς (πέλεια) καθεζομένη θεσπιῳδεῖν ἐλέγετο», Ῥωμ. ἀρχαιολ., Α', 14,5, Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς. 

Ἡ Ἀθηνᾶ κατέληξε «Ἅγιο Πνεῦμα» καὶ γι' αὐτὸ στὰ Θεοφάνια σήμερα ἀπελευθερώνουν συμβολικῶς περιστέρια. 

*1 Ἀπαντᾶ ὁ Πλούταρχος στὰ «Αἴτια Φυσικά» (Ι') στὴν ἐρώτησιν : «Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ῥίχνουν θαλασσινὸν νερὸ στὸν οἶνον καὶ ἀναφέρουν κάποιον χρησμὸν ποὺ προστάζει τοὺς ψαράδες νὰ ΒΑΠΤΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΟΝ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ, ἐνῶ ὅσοι ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα βάζουν μέσα ψημένον γύψον ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον;». 

Καὶ μέσα στὰ πολλὰ ποὺ γράφει, ἀναφέρει πὼς γίνεται καὶ γιὰ λόγους καθαρισμοῦ καὶ καθιζήσεως τῆς τρύγας. Ὁ συμβολισμὸς τοῦ οἴνου ὡς Διονύσου ποὺ ἀναμειγνύεται-πλένεται σὲ θαλασσινὸν νερό (συνήθεια ποὺ εἶχαν οἱ Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι κάνοντας τὸν οἶνον, κρασὶ τὸ ἐκεράννυσαν καὶ μὲ θαλασσινὸν νερό), θυμίζει ἀρκετά, τυχαίως;, τὴν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ στὸ νερὸ τῶν ποταμῶν, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἔχουν συνδέσει μὲ τὶς διονυσιακὲς τελετές· ὁμοίως καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ τὸν Σαβάζιον τὸν ἔκαναν Σαβαώθ καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλουτάρχου (βλ. «Τίς ὁ παρ' Ἰουδαῖοις θεός;») ἠκολούθουν δρώμενα καὶ τελετὲς ἀντιγεγραμμένες ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς εἰς τὸν Διόνυσον. Ὁ δὲ γύψος θυμίζει καὶ αὐτὸς, τυχαίως;, τὸν γύψον ποὺ ἔφτιαχναν τὰ διονυσιακὰ προσωπεῖα, τὰ ὁποῖα κατέληξαν σήμερα ἀποκριάτικες μάσκες. 

Σχετικῶς μὲ τὶς προαναφερθεῖσες παρεφθαρμένες διονυσιακὲς τελετές, βλ. ποντιακούς Μωμογέρους ( < Μῶμος, υἰὸς τῆς Νυκτός καὶ προσωποποίησις τοῦ σκώμματος, τοῦ μώμου καὶ τῆς εἰρωνείας), ποὺ ἐνδύονται μὲ προβιὲς καὶ χορεύουν ὡς σάτυροι, χτυπώντας τύμπανα· 

ὁμοίως τὰ Ραγκουτσάρια-Λουγκατζάρια-Κουδουνοφόροι-Ἀράπηδες, ὅπου οἱ ἄνθρωποι χορεύουν ὡς Σάτυροι, φορώντας προβιὲς ζώων καὶ μεταλλικὰ κουδούνια, ποὺ θυμίζουν τὴν φορεσιὰ τῶν Σάβων καὶ τῶν ἱερέων στὶς βακχικὲς τελετὲς ποὺ περιγράφει ὁ Πλούταρχος στὰ «Συμποσιακά», -Δ', -. 

Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος μάλιστα ἀνάπτουν καὶ φωτιές, ποὺ θυμίζουν καθαρμούς καὶ φωτίζουν ὡς τὸ πῦρ τοῦ Ἡλίου τὴν νύχτα, ὥστε νὰ «ἐξαγνίσουν τὸ κακόν», χρησιμοποιώντας πολλὲς φορὲς γιὰ προσάναμμα τὰ «μαγιάτικα στεφάνια», τὰ ὁποῖα κι αὐτὰ ἀνάγονται στὰ στεφάνια εἰρεσιώνης ποὺ τὰ κρεμοῦσαν μετὰ τὰ Πυανέψια στὶς θύρες τους, σύμφωνα μὲ ἕναν παλαιὸν χρησμόν καὶ τὰ ὁποῖα στεφάνια πέρασαν στὴν «Πρωτομαγιά», κατάλοιπον τῶν Ἀνθεστηρίων, ἄλλης ἑορτῆς τῶν Ἑλλήνων πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου. 

Ἀλλοῦ ἀναβιώνει τὴν καθιερωθεῖσα ἡμέρα τῶν χριστιανικῶν Θεοφανίων μιᾶ παραλλαγὴ τῆς εἰρεσιώνης*2, ὅτε στολίζονται κλαδιὰ κυπαρίσσων (τῶν κατ' ἐξοχὴν συσχετιζομένων δέντρων μὲ τὴν ψυχή) μὲ εἴρινες κορδέλες καὶ καρπούς διαφόρων δέντρων, ὅπως ἐσπεριδοειδῆ, σύκα (βλ. Πλυντήρια) ἤ καὶ ὄσπρια, ὅπως ἐγίνετο κατὰ τὰ Πυανέψια*2, ἑορτὴ τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἐθεσπίσθη ἀπὸ τὸν Θησέα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος. Μέχρι σἠμερα σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος ψήνουν ὄσπρια (στὶς μέρες μας ἀποκαλοῦνται «φωτοκόλλυβα-παλληκάρια-πολυσπόρια») καὶ τὰ σκορποῦν. 

Ἀλλοῦ οἱ κληδόνες ( =οἰωνοί, χρησμοί, μαντικὲς φωνές/ Κληδών= προσωποποίησις τῆς φήμης, κληδόνος) τοῦ Ἀπόλλωνος κατέληξαν στὸ ἔθιμον ποὺ ἀπεκλήθη «τῆς Κληδόνος» ἤ ἀλλοιῶς τοῦ «ἀμιλήτου νεροῦ», ὅπου νεαρὲς κοπέλες ἀκολουθοῦν ἕνα τελετουργικὸν ποὺ ἀπαιτεῖ ἀφωνία καὶ ἀστρικὴ συνέργεια, ὥστε νὰ τοὺς ἀποκαλυφθεῖ ὁ μέλλων σύζυγός τους. 

(Σύγχρονη εἰρεσιώνη) 

*2 Ἡ ἱστορία τῆς εἰρεσιώνης σχετίζεται μὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν ἑορτὴ πρὸς τιμήν του (καὶ τῆς ἀδελφῆς του, Ἀρτέμιδος) τὰ Πυανέψια. Σύμφωνα μὲ τὸν μῦθο, ὁ Θησεὺς ξεκινώντας τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου θὰ σκότωνε τὸν Μινώταυρο, σταμάτησε στὴν Δῆλον καὶ ἔκανε θυσία στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τοῦ προσέφερε κλαδιὰ ἐλιᾶς σὲ περίπτωσιν ποὺ νικοῦσε. Ὁ Θησεὺς ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ καράβι δὲν εἶχαν ἀπομείνει προμήθειες, μάζεψε ὅ,τι μποροῦσε (ὄσπρια) καὶ ἔκανε μία «φασολάδα» θὰ λέγαμε. 

«Πυανεψιῶνος δὲ ὅτι τὰ πυανέψια Ἀπόλλωνι ἄγεσθαι φασί. Δεῖ δὲ φασὶ λέγειν Πυανέψια καὶ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα, πύανα γὰρ ἔψουσι ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται», λεξικὸν Σουΐδα.

Ὁ Πλούταρχος γράφει γιὰ τὴν ἑορτὴ στὸν «Θησέα», (22,4) «Τὴν δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν, παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες».

Ἔβραζαν ὄσπρια μαζί μὲ κριθάρι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔκαναν πομπὴ στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ στόλιζαν τὴν εἰρεσιώνη (κλαδὶ ἐλιᾶς ἤ κλαδὶ δάφνης, τὸ ὁποῖον ἔλεγαν κορυθάλη) στολισμένη μὲ εἴρινες κορδέλες καὶ δίπυρα ἀπὸ μέλι, οἶνον καὶ λάδι -τὸ ἀντίστοιχο σήμερα χριστουγεννιάτικο δέντρο- ὡς ἰκετηρία στὸν Ἀπόλλωνα ποὺ τοὺς προσέφερε μία καλή σοδειά. 

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τὰ παιδιὰ γυρνοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα κρατώντας τὴν εἰρεσιώνην, ψάλλοντας τὸ ὁμώνυμο τραγούδι, ποὺ πίστευαν πὼς προστάτευε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Οἱ οἰκοδέσποινες τοὺς ἔδιναν φιλοδωρήματα καὶ κρεμοῦσαν τὴν δικὴ τους εἰρεσιώνη στὴν ἐξώθυρα, τὴν ὁποία καὶ κρατοῦσαν γιὰ ἕναν χρόνο.

«Ὁ κλάδος ἐλαίας ἔγινε «χριστουγεννιάτικο δένδρο» καὶ μαγιάτικο στεφάνι, ὅπως στὰ Ἀνθεστήρια, τὰ ἔρια…ἔγιναν τοῦφες ἀπὸ μπαμπάκι, οἱ ἐπικρεμάμενοι καρποὶ ἔγιναν οἱ γυαλιστερὲς μπάλλες, οἱ δὲ παῖδες οἱ ᾄδοντες εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ λένε τὰ κάλαντα…


*3 Στὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον ἡ 6η Ἰανουαρίου, ὅτε καὶ ἐμβαπτίζεται στὶς θάλασσες ὁ σταυρός, ἀντιστοιχεῖ μεταξὺ Ποσειδεῶνα, μηνὸς ἀφιερωθέντος στὸν θεὸν τῆς... θαλάσσης, Ποσειδῶνα καὶ στὸ μῆνα Γαμηλιῶνα, ὅτε ἐτελοῦντο καὶ οἱ περισσότεροι γάμοι. Σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος, μέχρι σήμερα, οἱ εὐχὲς καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Θεοφανίων σχετίζονται μὲ τὸν γάμον, τὴν συζυγικὴ εὐτυχία, τὴν καρποφορία κοκ. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (